ΤΕΥΧΟΣ #14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020

... το Δημόσιο αποζημιώνει όσους κρατήθηκαν αλλά εκ των υστέρων αθωώθηκαν;

Γρηγορία Πανταζοπούλου, ΜΔΕ

Εισαγωγικά

Στο δεύτερο κεφάλαιο του εβδόμου βιβλίου του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρα 535 – 544) ρυθμίζονται οι προϋποθέσεις, οι όροι και η εν γένει διαδικασία για την αποζημίωση καταδικασθέντων ή προσωρινά κρατηθέντων που μετέπειτα αθωώθηκαν αμετάκλητα.

Η αποκατάσταση κάθε είδους ζημίας (υλικής και ηθικής) που υπέστη κάποιος από την εκ των υστέρων ανατραπείσα κράτησή του, προβλέπεται από σειρά υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, όπως το άρθρο 5 παρ. 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 3 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, το άρθρο 9 παρ. 5 και το άρθρο 14 παρ. 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, καθώς και στο άρθρο 7 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος.

Ιστορική αναδρομή

Ο θεσμός δεν αποτελεί καινοτομία του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς υφίσταται στην ελληνική έννομη τάξη ήδη από το έτος 1931, οπότε, και κατ’ επιταγή του άρθρου 11 του Συντάγματος του 1927[1], ψηφίστηκε ο νόμος 4915/1931  “Περί αποζημιώσεως παρά του Κράτους των αδίκως καταδικασθέντων ή προφυλακισθέντων”[2]. Οι ως άνω διατάξεις αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 533 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Ν. 1493/1950, ΠΔ 258/1986) και αποτέλεσαν το Τρίτο Κεφάλαιο του Εβδόμου Βιβλίου, με τίτλο «Αποζημίωση εκείνων που άδικα καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν προσωρινά». Ο θεσμός διατήρησε την κατά τα ανωτέρω ρύθμιση για περίπου 50 έτη, μέχρι την ριζική αντικατάσταση των διατάξεων με τον Ν. 2915/2001.

Οι σχετικές διατάξεις προέβλεπαν το δικαίωμα να αιτηθούν αποζημίωση όσοι καταδικάστηκαν με απόφαση πλημμελειοδικείου, εφετείου ή μεικτού ορκωτού δικαστηρίου και ύστερα από επανάληψη της διαδικασίας αθωώθηκαν ή με την εφαρμογή ελαφρότερης ποινικής διάταξης τιμωρήθηκαν σε ποινή μικρότερης διάρκειας, αν είχαν εκτίσει ολικά ή μερικά την ποινή που τους είχε επιβληθεί προηγουμένως. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωριζόταν α) αν από την ποινική διαδικασία δεν αποδείχθηκε η τέλεση της πράξης για την οποία καταδικάστηκαν ή η ύπαρξη του περιστατικού που δικαιολόγησε την εφαρμογή της βαρύτερης ποινικής διάταξης ή αν δεν αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον υπάρχει κάποια βάσιμη ένδειξη κατά των κατηγορουμένων, β) σε όσους κρατήθηκαν προσωρινά και κατόπιν αθωώθηκαν με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, γ) σε όσους κρατήθηκαν σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, η οποία εξαφανίστηκε ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου, και δ) σε όσους καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν προσωρινά, οι οποίοι είχαν απαλλαγεί επειδή, μολονότι τέλεσαν την πράξη, συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού της ποινής κατά τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Δικαίωμα αποζημίωσης κατά τα ανωτέρω είχαν και εκείνοι απέναντι στους οποίους ο καταδικασμένος ή ο προσωρινά κρατούμενος είχε σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση διατροφής.               Αρμόδιο να αποφανθεί για την ύπαρξη ή μη υποχρέωσης του Δημοσίου προς αποζημίωση ήταν το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση, με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφασή του, ύστερα από προφορικό αίτημα του ενδιαφερομένου ή και αυτεπαγγέλτως. Προβλεπόταν επίσης η δυνατότητα για γραπτή μεταγενέστερη αίτηση, η οποία έπρεπε να υποβληθεί εντός προθεσμίας 48 ωρών από την απαγγελία της ποινικής απόφασης ή 8 ημερών από την επίδοση στον κρατούμενο του απαλλακτικού βουλεύματος, η οποία εισαγόταν άμεσα στο αρμόδιο Δικαστήριο, το οποίο κατά προτίμηση αποτελούνταν από τους δικαστές που εξέδωσαν τη συναφή ποινική απόφαση. Η εκδοθεισόμενη απόφαση δεν υπαγόταν σε ένδικα μέσα, αποτελούσε δε «δεδικασμένο» για άλλα δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούσαν να κρίνουν διαφορετικά. Σε περίπτωση που αναγνωριζόταν η υποχρέωση του Δημοσίου για αποζημίωση, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να ασκήσει αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και η σχετική αξίωσή του υπαγόταν σε διετή παραγραφή, η οποία εκκινούσε από το αμετάκλητο της σχετικής ποινικής απόφασης. Αντικείμενο της αξίωσης για  αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήρια ήταν κάθε ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή της προσωρινής κράτησης στην περιουσιακή κατάσταση εκείνου που άδικα κρατήθηκε προσωρινά ή καταδικάστηκε, καθώς και χρηματική  ικανοποίηση,  της  οποίας το ποσό καθοριζόταν κατά την κρίση του δικαστηρίου. Η χρηματική ικανοποίηση ήταν εντελώς προσωπική, δεν μεταβιβαζόταν στους κληρονόμους του δικαιούχου και δεν  μπορούσε  να είναι  κατώτερη  από  διακόσιες  μεταλλικές  δρχ.  για κάθε ημέρα  (άρθρο 540 ΚΠΔ).               Οι πλέον προβληματικές διατάξεις ήταν αυτές που προέβλεπαν τους λόγους αποκλεισμού της υποχρέωσης του Δημοσίου προς αποζημίωση, καθώς και το δικαίωμα υποκατάστασης του Δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωθέντος έναντι όσων ευθύνονται για την ζημία. Ειδικότερα, το άρθρο 535 ΚΠΔ προέβλεπε ότι το δημόσιο δεν είχε υποχρέωση για αποζημίωση, αν εκείνος που καταδικάστηκε ή κρατήθηκε προσωρινά έγινε από πρόθεση ή βαριά αμέλεια παραίτιος[3] της καταδίκης ή της προσωρινής κράτησης, ενώ η αξίωση αποζημίωσης για άδικη προσωρινή κράτηση μπορούσε να μην αναγνωριστεί, αν η πράξη για την οποία έγινε η ανάκριση ήταν πολύ ανέντιμη ή ανήθικη ή αν προέκυπτε από τις περιστάσεις ότι εκείνος που κρατήθηκε προσωρινά προετοιμαζόταν να εκτελέσει αξιόποινη πράξη, ή δεν είχε κατά το χρόνο της προσωρινής κράτησης τα πολιτικά του δικαιώματα ή του είχαν επιβληθεί περιορισμοί διαμονής ή είχε καταδικαστεί προηγουμένως σε ποινή βαρύτερη από τη φυλάκιση και δεν είχε περάσει τριετία από την έκτισή της έως την προσωρινή του κράτηση. Περαιτέρω, το άρθρο 541 ΚΠΔ όριζε ότι έως το ποσό της αποζημίωσης  που  πληρώθηκε,  το Δημόσιο  υποκαθίστατο  αυτοδικαίως  στα δικαιώματα του ζημιωμένου, ως ειδικός διάδοχος, εναντίον οποιουδήποτε που με παράνομη ενέργεια έγινε αίτιος να καταδικαστεί ή προσωρινά να  κρατηθεί αυτός που ζημιώθηκε, εναντίον δε του δικαστή ή του ανακριτικού υπαλλήλου τούτο γινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις για την αγωγή κακοδικίας.

Εξαιτίας των ανωτέρω διατάξεων, ο θεσμός είχε αδρανήσει στην πράξη, τα δε σχετικά αιτήματα των ενδιαφερομένων απορρίπτονταν συλλήβδην από τα δικαστήρια με στερεοτυπική αιτιολογία την υπαίτια από πρόθεσή ή βαριά αμέλεια πρόκληση της καταδίκης ή προσωρινής κράτησης, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση. Όπως ήταν αναμενόμενο, το θέμα ήχθη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η νομολογία του οποίου επί των σχετικών διατάξεων του ΚΠΔ και της εφαρμογής του από τα ελληνικά δικαστήρια, οδήγησε τελικά στην τροποποίηση των εν θέματι ρυθμίσεων.

Η αλλαγή υπό το φως της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η αδρανοποίηση του θεσμού της αποζημίωσης αδίκως καταδικασθέντων ή κρατηθέντων οφειλόταν, αφενός, στην απαρχαιωμένη δομή, στα ασφυκτικά περιθώρια του νόμου, στην νομοτεχνικήπολυπλοκότητα, τη δογματική ασάφεια, την ασυμφωνία με αυξημένης ισχύος διατάξεις και την δικαιοπρακτική ανεπάρκεια, αφετέρου στην απροθυμία των δικαστών που έκριναν τα σχετικά αιτήματα να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, να ομολογήσουν πανηγυρικά ότι εκδίδονται άδικες αποφάσεις, αλλά και στη «συναδελφική αλληλεγγύη» τους, υπό την απειλή αγωγής κακοδικίας εις βάρος των συναδέλφων τους[4].

Το ΕΔΔΑ, με δύο αποφάσεις του της 29.05.1997, ανέδειξε τα προβληματικά σημεία των σχετικών διατάξεων, και η νομολογία που διαμορφώθηκε δυνάμει αυτών αποτέλεσε τη βάση για την ριζική τροποποίηση του θεσμού:

α. Με την απόφασή του στην υπόθεση Τσιρλής Δ. και Κουλούμπας Τ. κατά Ελλάδας (προσφυγή 54/1996/673/859-860)[5], έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ. Το Αναθεωρητικό Στρατοδικείο είχε αποφανθεί αυτεπαγγέλτως επί του δικαιώματος αποζημίωσης των αιτούντων για την αντικανονική - όπως έκρινε το ΕΔΔΑ - κράτησή τους διάρκειας 13 και 12 μηνών αντίστοιχα, απορρίπτοντας αυτό με το σκεπτικό ότι η κράτησή τους οφειλόταν σε βαρειά τους αμέλεια. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε την παραβίαση του δικαιώματος των αιτούντων σε αποζημίωση κατ’ άρθρο 5 παρ. 5 της ΕΣΔΑ, καθώς οι προσφεύγοντες δεν είχαν κάποια «επιβλητή» (enforceable) αξίωση για επανόρθωση, αφού, κατά την έννοια της απόφασης του ΕΔΔΑ, η αξίωσή τους αυτή αποκλείσθηκε εξαρχής με ανέκκλητη ετυμηγορία.

β. Με την απόφασή του στην υπόθεση Γεωργιάδης Αν. κατά Ελλάδας, (προσφυγή 56/1996/675/865)[6], έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), καθώς α) ο ενδιαφερόμενος δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί από το δικαστήριο, β) δεν υπήρχε η δυνατότητα προσβολής με ένδικα μέσα της απόφασης περί αποζημίωσης και γ) συνεπεία της απουσίας επαρκούς αιτιολογίας της απόφασης, με την οποία κρίθηκε ότι ο ενδιαφερόμενος δεν δικαιούται αποζημιώσεως για το χρονικό διάστημα που κρατήθηκε προσωρινώς πριν αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο, λόγω βαριάς αμέλειάς του, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση της αόριστης αυτής έννοιας με επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών. Το ΕΔΔΑ επισήμανε στην ανωτέρω απόφαση ότι μια διαδικασία που αποφαίνεται για δικαιώματα αστικού χαρακτήρα[7] χωρίς να ακούσει ποτέ τα επιχειρήματα των διαδίκων δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενώ, σε ό,τι αφορά την αιτιολογία των σχετικών αποφάσεων, έκρινε ότι στο βαθμό που τα δικαστήρια χρησιμοποιούν ως αιτιολογία την διατύπωση του άρθρου 535 ΚΠΔ περί «βαριάς αμέλειας» του ίδιου του ενδιαφερόμενου, δηλαδή χρησιμοποιούν μία ανακριβή έννοια προκειμένου να αιτιολογήσουν τον αποκλεισμό του δικαιώματος αποζημίωσης, οφείλουν να συμπεριλάβουν στην απόφασή τους λεπτομερέστερες αιτιολογίες, δεδομένης της καθοριστικής σημασίας της κρίσης αυτής για το δικαίωμα του ενδιαφερομένου για αποζημίωση.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001, η πλειάδα συναφών καταδικών της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ο συνακόλουθος διεθνής διασυρμός της Ελλάδας[8], οδήγησε στην εκ βάθρων τροποποίηση των σχετικών διατάξεων. Καταβλήθηκε προσπάθεια να καταστούν δικαιότερες και απλούστερες τόσο οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση ή και επιδίκαση μιας τέτοιας αποζημίωσης, όσο και οι δικονομικές για την άσκηση του σχετικού δικαιώματος.

Ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, και σε εναρμόνιση με το πνεύμα των οικείων διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, καταγράφησαν με σαφήνεια οι κατηγορίες των δικαιούχων (άρθρο 533 ΚΠΔ), ενώ περιορίστηκαν οι λόγοι αποκλεισμού της υποχρέωσης αποζημίωσης (άρθρο 535 ΚΠΔ) μόνο στη δόλια συμπεριφορά του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος. Λοιποί περιορισμοί (βαριά αμέλεια, ανήθικη ή ανέντιμη συμπεριφορά, ύπαρξη βάσιμων ενδείξεων κλπ) κρίθηκε ότι δεν έχουν θέση σε ένα κράτος δικαίου που αναγνωρίζει ως κρηπίδωμα[9] της έννομης τάξης το τεκμήριο αθωότητας και το δικαίωμα του κατηγορούμενου να ψεύδεται ή να σιωπά. Για πρώτη δε φορά, αναγνωρίστηκε το σχετικό δικαίωμα σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς, χωρίς περαιτέρω προϋποθέσεις[10].

Ως προς τις δικονομικές προϋποθέσεις, προβλέφθηκε η υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας των σχετικών αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται μόνο ύστερα από αίτηση του δικαιούμενου (και αυτεπαγγέλτως μόνο εφόσον πρόκειται να χορηγηθεί αποζημίωση), αφού σε κάθε περίπτωση ακουστεί ο αιτών και ο εισαγγελέας, και οι οποίες να μπορούν να προσβάλλονται αυτοτελώς με ένδικα μέσα[11]. Ως προς τη χορηγούμενη αποζημίωση, προβλέφθηκε για πρώτη φορά συγκεκριμένο ύψος αυτής (κατ’ αποκοπή ημερήσια αποζημίωση για υλική και ηθική βλάβη[12]) ανάλογα με τις ημέρες κράτησης και ανεξάρτητα από πταίσμα του ενδιαφερομένου (άρθρο 536 ΚΠΔ). Σε περίπτωση δε που το Δικαστήριο δεν καθόριζε αποζημίωση ή αυτή που καθόριζε δεν ικανοποιούσε τον ενδιαφερόμενο, προβλέφθηκε η δυνατότητα εγέρσεως αγωγής ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κατά την ταχεία διαδικασία των εργατικών διαφορών, για την αναζήτηση κάθε πρόσθετης αποζημίωσης για υλική ή ηθική βλάβη[13]. Τέλος, επιλύθηκε το μείζον ζήτημα της ευθύνης των δικαστικών λειτουργών, με την τροποποίηση του άρθρου 541 ΚΠΔ και πλέον οι δικαστές θεωρείτο ότι δεν ευθύνονται για τις αποφάσεις τους, εκτός βέβαια αν ενήργησαν εκτός των καθηκόντων τους ή διέπραξαν ποινικό αδίκημα κατά την άσκηση αυτών. Τον σκοπό αυτό υπηρέτησε και η τροποποίηση του οικείου κεφαλαίου, με την απαλοιφή του όρου «αδίκως».

Ύστερα από την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση, υπήρξε ευρύτερη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, και η νομολογία των ποινικών και αστικών δικαστηρίων διαμόρφωσε τα ειδικότερα θέματα, που ο νόμος δεν επέλυε με σαφήνεια. Έτσι κρίθηκε εκτενώς το ζήτημα της προθεσμίας υποβολής της αίτησης για αποζημίωση[14], της δυνατότητας ή μη προσβολής των σχετικών αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων με ένδικα μέσα[15], της έναρξης της διετούς παραγραφής για την έγερση της σχετικής αξίωσης στα πολιτικά δικαστήρια[16], το εύρος της έννοιας της βλάβης[17] και η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας των ειδικότερων συνθηκών για την επιδίκαση από τα πολιτικά δικαστήρια υψηλότερου από το οριζόμενο στο άρθρο 536 παρ. 2 ΚΠΔ ανώτατου ορίου ημερήσιας αποζημίωσης[18].

Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας

Με τα άρθρα 535 έως 544 Ν. 4620/2019, προωθήθηκε η νομοτεχνική αναδιάρθρωση ειδικότερων σημείων των ρυθμίσεων και αναδιαμορφώθηκαν ορισμένες προϋποθέσεις εφαρμογής του θεσμού.

Ειδικότερα, στους δικαιούχους αποζημίωσης κατά το άρθρο 535 ΚΠΔ προστέθηκαν και «οι κρατηθέντες, για τους οποίους στη συνέχεια έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη ή κηρύχθηκε απαράδεκτη με αμετάκλητη απόφαση ή βούλευμα, εφόσον οι λόγοι της οριστικής παύσης ή του απαραδέκτου της ποινικής δίωξης ήταν πρόδηλο ότι συνέτρεχαν κατά τον χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης ή του παραπεμπτικού βουλεύματος ή η ποινική δίωξη θεωρήθηκε σαν να μη έγινε κατ’ άρθρο 77». Προστέθηκε, επίσης, στο ίδιο άρθρο παρ. 3 που διαλαμβάνει ότι «σε περίπτωση θανάτου του κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαιούχου πριν τη συμπλήρωση της προθεσμίας υποβολής της αίτησης κατά το άρθρο 538, το σχετικό δικαίωμα μπορούν να ασκήσουν οι κληρονόμοι του, κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας», ενώ στα επόμενα εδάφια ρυθμίστηκαν τα ζητήματα προθεσμιών και μεταβίβασης της αξίωσης στις εν λόγω περιπτώσεις[19].

Αντιστοίχως, για να καταστεί λειτουργικότερη η εφαρμογή του θεσμού της αποζημίωσης προβλέφθηκαν διεξοδικά στα άρθρα 538, 539 και 540 ΚΠΔ τόσο η διαδικασία υποβολής της αίτησης αποζημίωσης όσο και η διαδικασία εκδίκασής της, αλλά και ο τρόπος προσδιορισμού αποζημίωσης σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση για αποζημίωση. Μεταξύ των σημαντικότερων νέων ρυθμίσεων παρατηρείται η κατάργηση της δυνατότητας έγερσης αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια, η πρόβλεψη υποχρεωτικής γραπτής αίτησης και μακρότερης προθεσμίας για την άσκηση αυτής (30 ημέρες, άρθρο 538 παρ. 2 ΚΠΔ), η υποχρεωτική κλήτευση με κάθε μέσο του αιτούντος ή του αντικλήτου προς έκθεση των απόψεών του τουλάχιστον εικοσιτέσσερις ώρες προ της εισαγωγής της υπόθεσης στο δικαστήριο (άρθρο 539 παρ. 1 ΚΠΔ), και η αύξηση των ορίων της κατ’ αποκοπή ημερήσιας αποζημίωσης για την κάλυψη της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης του αιτούντος μεταξύ 20 και 50 ευρώ, ύστερα από εκτίμηση και της  οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του δικαιούχου (άρθρο540 ΚΠΔ). Στο άρθρο 540 ΚΠΔ προβλέπεται πλέον ρητά ότι οι σχετικές ποινικές αποφάσεις είναι αμετάκλητες.

Τέλος, διατηρήθηκαν αυτούσιες οι διατάξεις του άρθρου 541 για την υποκατάσταση του δημοσίου στα δικαιώματα του ζημιωμένου και του άρθρου 542 για την ανάλογη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων από τον Άρειο Πάγο και τα στρατιωτικά δικαστήρια, καταργήθηκε ως αναχρονιστική[20] η διάταξη του άρθρου 543 ΚΠΔ για την αυτονόητη εφαρμογή των σχετικών με την αποζημίωση διατάξεων και υπέρ αλλοδαπών ή ανιθαγενών και ρυθμίστηκε για λόγους ορθής και δίκαιης εφαρμογής του θεσμού, αλλά και πληρότητας του νομικού πλαισίου, αφενός η υποχρέωση επιστροφής της αποζημίωσης σε περίπτωση μεταγενέστερης αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης λόγω επανάληψης της διαδικασίας κατά εκείνου που είχε αθωωθεί αμετάκλητα (άρθρο 543 ΚΠΔ) και αφετέρου η δυνατότητα αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 535 – 540 και σε περίπτωση κατάσχεσης και δέσμευσης περιουσίας.

Συμπεράσματα

Η αποζημίωση των προσώπων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν γίνεται εκ μέρους του Δημοσίου, διότι η προσβολή του εννόμου αγαθού της προσωπικής ελευθερίας οφείλεται σε ενέργειες ή παραλείψεις κρατικών οργάνων, τα οποία είναι επιφορτισμένα με την απονομή της δικαιοσύνης, δικαιολογητική δε βάση για την αναγνώριση του δικαιώματος αποζημίωσης αποτελεί, κατά μία άποψη, η αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο[21], κατά δε άλλη άποψη η ευρύτερη τάση της εποχής να παρέχεται αποζημίωση για προσβολές εννόμων αγαθών που προέρχονται από πηγές κινδύνων για τις οποίες ο προσβαλλόμενος δεν έχει την πρωταρχική ευθύνη, έτσι ώστε να προωθηθεί η αξία της κοινωνικής δικαιοσύνης και, γενικότερα, ο περιορισμός της ανισότητας στην απόλαυση αυτών των εννόμων αγαθών[22].

Η αναγνώριση της σχετικής αξίωσης είναι απόλυτα συνυφασμένη με την αρχή του κράτους δικαίου και ο νομοθέτης διαχρονικά καταβάλλει προσπάθεια για βελτίωση των διαδικασιών και μείωση των προσκομμάτων, ώστε πράγματι ο θεσμός να εμπεδωθεί ως αναγνώριση ενός θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος και μιας αντίστοιχης νομικής υποχρέωσης του Κράτους προς τους πολίτες του.

Ωστόσο, για αδικαιολόγητα μακρό χρονικό διάστημα, ο θεσμός είχε αδρανήσει και έδινε περισσότερο την εντύπωση παραχώρησης του Κράτους προς τους δικαιούμενους αποζημιώσεως[23]. Περαιτέρω, παρά τις συνεχείς βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις και τα δειλά αλλά ενθαρρυντικά βήματα της νομολογίας, παραμένει προβληματική η αντιμετώπιση της επανόρθωσης της προσβολής που έχουν υποστεί οι κρατηθέντες και μετέπειτα αθωωθέντες πολίτες με όρους δημοσιονομικούς, ιδιαίτερα στο βαθμό που ο ίδιος ο ΚΠΔ καθορίζει «τιμή μονάδας» (και μάλιστα χαμηλότατη) για κάθε μέρα στέρησης της ελευθερίας, περιορίζοντας στα στενά όρια αυτής ακόμα και την ηθική βλάβη του παθόντος. Ο νέος ΚΠΔ, αν και προέβη σε σημαντική αύξηση των σχετικών ορίων ημερήσιας αποζημίωσης, δεν τόλμησε να κάνει το βήμα προς πλήρη αποδέσμευση της σχετικής κρίσης των δικαστηρίων (κατά τα πρότυπα των αποζημιώσεων κατ’ άρθρα105-106 ΕισΝΑΚ για τις περιπτώσεις αστικής ευθύνης του Κράτους), τα οποία θα έκριναν κατά περίπτωση και χωρίς μίζερους περιορισμούς, το ποσό εκείνο που θα μπορούσε να επανορθώσει τη βλάβη των δικαιούχων από την κρατική προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός τους στην προσωπική ελευθερία.

Γρηγορία Πανταζοπούλου, Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου και Αντεγκληματικής Πολιτικής στην Ευρώπη, Πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne

* Εικόνα άρθρου: Photo by Wendy Alvarez on Unsplash

[1] “Ειδικός νόμος θέλει ορίσει τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται αποζημίωσις από το Κράτος εις αδίκως προφυλακισθέντας ή καταδικασθέντας”  βλ. https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/f3c70a23-7696-49db-9148-f24dce6a27c8/syn15.pdf επίσκεψη την 26.10.2020

[2] ΦΕΚ Α’ 116/02.05.1931

[3] Παραίτιος (όρος, ο οποίος διαφοροποιείται, όχι μόνο λεκτικά αλλά και εννοιολογικά, από εκείνον του υπαιτίου) από πρόθεση, κατά τη νομολογία, θεωρείται εκείνος που, με τη συμπεριφορά του, η οποία δεν είναι ανάγκη να χαρακτηρίζεται ως υπαίτια ή να θεμελιώνει οποιαδήποτε ενοχή, συντέλεσε στην προσωρινή κράτηση ή την καταδίκη του, αποτέλεσμα το οποίο είτε επεδίωξε ο ίδιος είτε το αποδέχτηκε ως ενδεχόμενο ή αναγκαίο (ΑΠ 448/2014 από την επίσημη ιστοσελίδα του Δικαστηρίου http://www.areiospagos.gr/)

[4] Βλ. Δανιήλ Γ., Εισαγωγικές Παρατηρήσεις στα άρθρα 535-544 ΚΠΔ σε Μαργαρίτης Λ., Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4620/2019, Τόμος Β’ (άρθρα 462-592), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020 (σελ.1994 επ.)

[5] Η απόφαση είναι δημοσιευμένη σε επίσημη μετάφραση στα ελληνικά στην ιστοσελίδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους http://www.nsk.gr/web/nsk/anazitisi-apophaseon?p_p_id=nskedad_WAR_nskplatformportlet&p_p_lifecycle=2&p_p_state=normal&p_p_mode=view&p_p_cacheability=cacheLevelPage&p_p_col_id=column-4&p_p_col_pos=1&p_p_col_count=2&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_edadId=1712280&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputDatetill=&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_isSearch=1&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputDatefrom=&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputLitigant=%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%81%CE%BB%CE%B7%CF%82&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputRelated=&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputEdadNo=

[6] Η απόφαση είναι δημοσιευμένη σε επίσημη μετάφραση στα ελληνικά στην ιστοσελίδα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους http://www.nsk.gr/web/nsk/anazitisi-apophaseon?p_p_id=nskedad_WAR_nskplatformportlet&p_p_lifecycle=2&p_p_state=normal&p_p_mode=view&p_p_cacheability=cacheLevelPage&p_p_col_id=column-4&p_p_col_pos=1&p_p_col_count=2&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_edadId=700175&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputDatetill=&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_isSearch=1&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputDatefrom=&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputLitigant=%CE%93%CE%95%CE%A9%CE%A1%CE%93%CE%99%CE%91%CE%94%CE%97%CE%A3&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputRelated=&_nskedad_WAR_nskplatformportlet_inputEdadNo=

[7] Ως τέτοιο κρίθηκε από το ΕΔΔΑ με την εν λόγω απόφαση το δικαίωμα αποζημίωσης του άρθρου 533 ΚΠΔ

[8] Εκτός των ανωτέρω απόφασεων, βλ. και απόφαση ΕυρΕπΔικΑνθρ της 16.04.1998, υπόθεση Γούτσος κατά Ελλάδος, Υπερ 2000 σελ. 392, με παρατ. Γ. Κτιστάκη, απόφαση ΕυρΕπΔικΑνθρ της 15.04.1999, υπόθεση Andy Sinnesael κατά Ελλάδος, ΠοινΔικ 1999 σελ. 627, απόφαση ΕΔΔΑ της 17.10.2000 Καρακάσης κατά Ελλάδος, ΠοινΔικ 2001,156 με παρατ. Δ. Ζημιανίτη,, απόφαση ΕΔΔΑ της 21.03.2002 Α.Sajtos κατά Ελλάδος, ΠοινΔικ 2002,1038, με παρατ. Αθ. Κ. Ζαχαριάδη

[9] Βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001 από την ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων στον σύνδεσμο https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/E-DIKASTH_1.pdf (επίσκεψη την 29.10.2020)

[10] Το προγενέστερο δίκαιο προέβλεπε δικαίωμα αποζημίωσης σε αλλοδαπούς μόνο σε περίπτωση αμοιβαιότητας, ήτοι μόνο αν στο δίκαιο της πατρίδας τους αναγνωριζόταν αντίστοιχο δικαίωμα για τους Έλληνες πολίτες και υπήρχε καταχωρημένη στο ΦΕΚ σχετική γνωστοποίηση του Υπουργού Δικαιοσύνης (άρθρο 543 ΚΠΔ).

[11] Παρά τις εξαγγελίες της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 2915/2001, η νομολογία παγιώθηκε υπέρ της άποψης ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων που αποφαίνονται για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα ως μη αποφαινόμενες τελειωτικά για την κατηγορία (βλ. παρακάτω υποσημείωση υπ’ αριθμ. 15)

[12] Η αποζημίωση δεν μπορούσε να είναι κατώτερη των 3.000 δραχμών ή 8,804 ευρώ ούτε ανώτερη των 10.000 δραχμών ή 29,347 ευρώ την ημέρα.

[13] Σε αυτή την περίπτωση ήταν δυνατό να επιδικαστεί μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη ημερήσια αποζημίωση, εφόσον συνέτρεχαν εξαιρετικές περιπτώσεις, το βάρος της επίκλησης και απόδειξης των οποίων έφερε ο ενάγων (ΑΠ 1637/2017 ΝΟΜΟΣ 718846)

[14] Βλ. Ν. Κωνσταντοπούλου, Προθεσμία Υποβολής αίτησης αποζημίωσης κρατηθέντων και μετέπειτα αμετακλήτως αθωωθέντων, ΝοΒ 2013, 1391 επ.

[15] Οι εν λόγω αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα ως μη αποφαινόμενες τελειωτικά επί της κατηγορίας, βλ. ενδεικτικά ΑΠ (ποιν.) Στ’ Συμβ. 468/2019 ΝΟΜΟΣ (753128)

[16] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 366/2013 ΝΟΜΟΣ (606144) «Η παραγραφή της αξίωσης αυτής, ο χρόνος της οποίας ορίζεται ειδικά σε δύο έτη, αρχίζει, καταρχήν, κατ` άρθ. 539§2 ΚΠΔ, από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η αθωωτική απόφαση ή το βούλευμα για την ποινική υπόθεση (σημειώνεται ότι ως "αθώωση" νοείται και η οριστική παύση της ποινικής δίωξης λόγω παραγραφής). Τούτο, όμως, προδήλως στην περίπτωση, κατά την οποία για την υποχρέωση του Δημοσίου αποφάνθηκε ταυτόχρονα, με ιδιαίτερη απόφαση, το ίδιο το δικαστήριο που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση ή το απαλλακτικό βούλευμα για την ποινική υπόθεση για πρώτη φορά, από την έκδοση των οποίων (πριν δηλ. αποκτήσουν αμετάκλητο χαρακτήρα) γεννάται και το σχετικό δικαίωμα αποζημίωσης, … Εάν, όμως, η αναγνώριση της υποχρέωσης αυτής του Δημοσίου γίνει μετά την αμετάκλητη "αθώωση" του κατηγορουμένου, με ιδιαίτερη απόφαση ή βούλευμα, κατά την παρεχομένη από το νόμο ευχέρεια, και αποκτήσει, έτσι, αμετάκλητο χαρακτήρα σε μεταγενέστερο χρόνο … τότε η διετής αυτή παραγραφή αρχίζει από τον μεταγενέστερο αυτόν χρόνο, διότι μόνον από τότε είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της επιδίκασης αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια. Τέλος, εφόσον η αναγνώριση της υποχρέωσης του Δημοσίου αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, προϋπόθεση της δικαστικής επιδίωξης της αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια και επομένως νόμιμη προϋπόθεση της έναρξης της ως άνω παραγραφής, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 262 ΑΚ»

[17] Σύμφωνα με το άρθρο 540 παρ. 1 ΚΠΔ αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση στα πολιτικά δικαστήριαείναι κάθε ζημία και η ηθική βλάβη. Βλ. ΜΠΑ (εργ.) 627/2017 ΝΟΜΟΣ 697996 «…κατά τις σαφείς διατάξεις του άρθρου 540 παρ. 1 εδ. α΄ και 3 ΚΠΔ αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση είναι κάθε ζημία που προκλήθηκε από την ολική ή μερική εκτέλεση της ποινής ή της προσωρινής κράτησης στην περιουσιακή κατάσταση εκείνου που κρατήθηκε προσωρινά ή καταδικάσθηκε, στην προσωρινή δε κράτηση υπολογίζεται και η κράτηση που έγινε πριν από αυτήν με ένταλμα της ανακριτικής αρχής για την πράξη για την οποία διατάχθηκε. Ως περιουσιακή ζημία, η οποία πρέπει να είναι απότοκος της εκτέλεσης της ποινής ή της προσωρινής κράτησης, νοείται κάθε χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης του δικαιούχου που προκλήθηκε από την άδικη καταδίκη ή προσωρινή κράτηση και περιλαμβάνει τόσο την μείωση της υπάρχουσας περιουσίας (θετική ζημία) όσο και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία), δηλαδή εκείνο που προσδοκάται με πιθανότητα σύμφωνα με την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (άρθρο 298 ΑΚ, ΑΠ 366/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).»

[18] Βλ. ΑΠ 260/2019 ΝΟΜΟΣ (748434) «Η εν λόγω έννοια των εξαιρετικών περιπτώσεων συνιστά αόριστη νομική έννοια, συγκεκριμενοποιουμένη βάσει των γενικών ρητρών του αστικού δικαίου, ούτως ώστε, εάν ο προαναφερόμενος περιορισμός του ποσού της αποζημιώσεως, παρίσταται καταδήλως άδικος και επαχθής εις βάρος του δικαιούχου, συντρέχει βάσιμος λόγος επιδικάσεως ποσού αποζημιώσεως καθ` υπέρβαση του ορίου των 29 ευρώ μέχρι άρσεως της αδικίας»

[19] Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία του άρθρου 538 παρ. 2 αρχίζει από την ημέρα θανάτου του αρχικού δικαιούχου. Αν ο κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαιούχος της αποζημίωσης αποβιώσει μετά την υποβολή της αίτησης, η αξίωση μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του κατά το ποσοστό της κληρονομικής τους μερίδας, οι οποίοι έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν κατά τη συζήτηση.

[20] Βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4620/2019

[21] Βλ. Δανιήλ οπ.π.

[22] Βλ. Κουράκης Νέστωρ, Ο θεσμός της αποζημίωσης καταδικασθέντων ή (προσωρινά) κρατηθέντων που μετέπειτα αθωώθηκαν - Η  Λυδία Λίθος του Δικαιοκρατικού μας Συστήματος, Υπερ.1998, 481.

[23] Βλ. Χαμηλοθωρής Ι. “Η αποζημίωση των προσώπων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν”, ΠΟΙΝ/ΝΗ 2010, 1311.

ΠΗΓΕΣ

Δανιήλ Γ., Αποζημίωση εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν - άρθρα 535-544 ΚΠΔ, σε Μαργαρίτης Λ., Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν.4620/2019, Τόμος Β’ (άρθρα 462-592), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2020 (σελ.1993 επ.)

Κωνσταντοπούλου Ν., Προθεσμία υποβολής αίτησης αποζημίωσης κρατηθέντων και μετέπειτα αμετακλήτως αθωωθέντων, ΝοΒ 2013, 1391.

Χαμηλοθωρής Ι. “Η αποζημίωση των προσώπων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν”, ΠΟΙΝ/ΝΗ 2010, 1311.

Μαργαρίτης Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Θεωρία – Νομολογία, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2008 (άρθρα 533 – 545 σελ.1128 επ.)

Κτιστάκη Στ., Αστική ευθύνη του Κράτους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΝοΒ 2005, 2003.

Κουράκης Ν., Ο θεσμός της αποζημίωσης καταδικασθέντων ή (προσωρινά) κρατηθέντων που μετέπειτα αθωώθηκαν - Η Λυδία Λίθος του Δικαιοκρατικού μας Συστήματος, Υπερ.1998, 481.