ΤΕΥΧΟΣ #22 ΜΑΡΤΙΟΣ 2024

"Η σημαντικότερη συνέπεια της γονικής κακοποίησης είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης του ατόμου προς τους άλλους"

Δρ Θ. Παπαγαθονίκου - Crime & Media Lab

Ενδοοικογενειακή βία με θύματα ανήλικα άτομα: Συνέντευξη με τον ψυχολόγο, ψυχαναλυτικό-ψυχοθεραπευτή και διδάκτορα Θεόδωρο Παπαγαθονίκου

Στο πλαίσιο των επιστημονικών δραστηριοτήτων του Crime & Media Lab Crime & Μedia Lab - KE.M.E. (e-keme.gr) του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος με Επ. Υπεύθυνη την Δρα Αγγελική Καρδαρά, εξετάζουμε στο παρόν άρθρο πτυχές του πολυσύνθετου φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης με θύματα ανήλικα άτομα, με την πολύτιμη συμβολή του Δρος Θεόδωρου Παπαγαθονίκου (ΒSc, MA, PhD), ψυχολόγου ψυχαναλυτικού-ψυχοθεραπευτή. 

«Η σημαντικότερη συνέπεια της γονικής κακοποίησης, κατά την άποψη μου, είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης του ατόμου προς τους άλλους. Ο ανήλικος αποδέκτης της βίας αισθάνεται προδομένος και οι γέφυρες που τον ενώνουν με τον κόσμο καταρρέουν».

Ο Δρ. Θεόδωρος Παπαγαθονίκου στη συνέντευξη που παραχώρησε στο μέλος της Επιστημονικής Ομάδας του CML, Ελληκαίτη Κουρτάκη, Ασκούμενη Δικηγόρο (ΔΣΑ), αναλύει τις σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία ανήλικων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης καθώς και τους παράγοντες που ενδέχεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη παραβατικής και εγκληματικής συμπεριφοράς στην εφηβική και ενήλικη ζωή τους, αντίστοιχα.

Αναμφίβολα, η ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση με θύματα ανηλίκους/ες αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και σοβαρότερες παθογένειες της κοινωνίας. Μέσα από την ευαισθητοποιημένη προσέγγιση, την κατανόηση του σχήματος «θύτης-θύμα», την ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών και την εις βάθος ανάδειξη του φαινομένου από την επιστημονική κοινότητα θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε στην αφύπνιση του κοινού, ώστε να καταφέρουμε με συντονισμένες προσπάθειες να περιορίσουμε μία από τις πλέον αποκρουστικές και τραυματικές για τον ψυχισμό του ανήλικου θύματος μορφές βίας. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

  • Ποιες είναι, κ. Παπαγαθονίκου, οι σοβαρότερες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία ανήλικων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης, τις οποίες έχετε καταγράψει στις έρευνές σας και έχετε διαπιστώσει στην επαγγελματική σας πορεία;

Η κακοποίηση η οποία προέρχεται από ανθρώπους των οποίων ο ρόλος είναι να βρίσκονται εκεί για να φροντίζουν και να προστατεύουν έχει ολέθριες συνέπειες στην ψυχική υγεία ενός ανηλίκου. Ενώ όλες οι μορφές βίας είναι εν δυνάμει τραυματικές, η βία που προέρχεται από τα πρόσωπα φροντίδας, αυτούς που ονομάζουμε «σημαντικούς άλλους», έχει τις σοβαρότερες επιπτώσεις στον ψυχισμό ενός ατόμου. Θα προσπαθήσω να παραθέσω ορισμένες εκ των σημαντικότερων συνεπειών της ενδοοικογενειακής βίας, τις οποίες έχω παρατηρήσει τόσο μέσα από την κλινική μου εργασία, όσο και την ερευνητική μου δραστηριότητα.

Η σημαντικότερη συνέπεια της γονικής κακοποίησης, κατά την άποψη μου, είναι η απώλεια της εμπιστοσύνης του ατόμου προς τους άλλους. Ο ανήλικος αποδέκτης της βίας αισθάνεται προδομένος και οι γέφυρες που τον ενώνουν με τον κόσμο καταρρέουν. Η ικανότητα να μπορεί κανείς να εμπιστευτεί χτίζεται μέσα από την αλληλεπίδραση του με τα πρωταρχικά πρόσωπα φροντίδας. Στον παρονομαστή της εμπιστοσύνης αυτής βρίσκεται η αγάπη και η φροντίδα. Όταν ένα παιδί λαμβάνει φροντίδα και αγάπη στο ξεκίνημα της ζωής του, τότε αρχίζει και αναπτύσσει εμπιστοσύνη προς τους ανθρώπους, αναπτύσσει την ικανότητα του σχετίζεσθαι και ανοίγεται προς τη ζωή και τον κόσμο. Όταν όμως έρχεται αντιμέτωπο με την κακοποίηση και τη βία, τότε στον ψυχισμό εγκαθιδρύεται ο τρόμος και η ανασφάλεια, ενώ ο κόσμος φαντάζει ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις ανθρώπινες σχέσεις και ο φόβος της κακοποίησης είναι κάτι που βλέπω ιδιαίτερα συχνά στην κλινική μου εργασία ως ψυχοθεραπευτής. Πολύ συχνά έρχονται άνθρωποι οι οποίοι ζητούν βοήθεια γιατί μπαίνουν συνεχώς σε κακοποιητικές σχέσεις και δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο κακοποίησης. Αυτό είναι μία άλλη σοβαρή επίπτωση της κακοποίησης που λαμβάνει χώρα εντός του οικογενειακού πλαισίου και την οποία ονομάζουμε «καταναγκασμό της επανάληψης». Οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν βιώσει κακοποίηση τείνουν να επαναλαμβάνουν την κακοποιητική πραγματικότητα που βίωσαν με τους γονείς τους σε άλλες σχέσεις στην εφηβική ή ενήλική τους ζωή. Δεδομένου ότι οι πρωταρχικές σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους της ζωής μας αποτελούν το καλούπι πάνω στο οποίο στηρίζονται όλες οι μετέπειτα σχέσεις, ένας ανήλικος που έχει κακοποιηθεί έχει την τάση να μπαίνει σε κακοποιητικές σχέσεις με την ελπίδα ότι αυτήν την φορά η κακοποίηση θα σταματήσει και τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά, το οποίο δυστυχώς δεν συμβαίνει. Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, η κακοποίηση για τους ανθρώπους που την έχουν υποστεί γίνεται βαθμιαία ένας τρόπος να υπάρχουν: προσδοκά κανείς την κακοποίηση, γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που ξέρει και μέσα από την οποία αισθάνεται ζωντανός ή ζωντανή. Διαφορετικά, το ψυχικό κενό που βιώνει είναι αφόρητο.

Υπάρχουν, ωστόσο, περιπτώσεις καταναγκασμού επανάληψης που χαρακτηρίζονται από περισσότερη κακοήθεια. Εκεί το άτομο που κακοποιήθηκε επαναλαμβάνει την κακοποίηση υιοθετώντας όχι τόσο τον ρόλο του θύματος, αλλά του θύτη κάνοντας στους άλλους αυτό που οι σημαντικοί άλλοι της ζωής του κάνανε στον ίδιο. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούμε κατά βάση στους άντρες θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Σε μία προσπάθεια να ξεπεράσει το τραύμα της κακοποίησης, το νεαρό αγόρι ταυτίζεται με τον κακοποιητή πατέρα ή μητέρα και αργότερα επαναλαμβάνει την τραυματική συνθήκη αυτήν την φορά ως θύτης, ενώ η ευάλωτη πλευρά του αποσχίζεται και ασυνείδητα τοποθετείται στα θύματα σε μία προσπάθεια να την ελέγξει καθώς προκαλεί αφόρητο ψυχικό πόνο. Το φαινόμενο αυτό, στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία, περιγράφεται ως «ταύτιση με τον επιτιθέμενο».

Επιπροσθέτως, έχουμε στην διάθεση μας πληθώρα ερευνών οι οποίες δείχνουν ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί παράγοντα ρίσκου εγκληματικής συμπεριφοράς στο μέλλον. Η συσχέτιση αυτή, ωστόσο, δεν είναι γραμμική, δεν μετατρέπει δηλαδή πάντα η κακοποίηση τον θύμα σε θύτη, αλλά αυξάνει το ρίσκο να εμπλακεί κανείς σε αντικοινωνικές και εγκληματικές ενέργειες, κυρίως στους άντρες θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Άλλες έρευνες συσχετίζουν την κακοποίηση από το οικογενειακό περιβάλλον με την ανάπτυξη ορισμένων διαταραχών προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένων της οριακής διαταραχής προσωπικότητας και της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας, μεταξύ άλλων. 

  • Η ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση με θύματα ανήλικα άτομα μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς στην εφηβεία τους και εγκληματικής δράσης στην ενήλικη ζωή τους; 

Όπως ανέφερα και παραπάνω και θα επιχειρήσω να αναπτύξω περαιτέρω εδώ, η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί σημαντικό παράγοντα ρίσκου αυξάνοντας την πιθανότητα εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς, τόσο στην εφηβεία όσο και στην ενήλικη ζωή. Η παραβατική αυτή συμπεριφορά μπορεί να εκτείνεται από αντικοινωνικές ενέργειες μέχρι ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις. Θα ήθελα ωστόσο στο σημείο αυτό να τονίσω ότι το έγκλημα είναι ένα ανομοιογενές, πολυπαραγοντικό και πολυδυναμικό φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να αναχθεί σε μία μόνον αιτία. Το γεγονός ότι πολλές φορές ψάχνουμε να βρούμε μία μόνον αιτία που να αιτιολογεί το φαινόμενο, είναι αντίδραση στον φόβο και την αβοηθησία που νιώθουμε μπροστά στο έγκλημα.  

Έχοντας τη διαπίστωση αυτή ως αφετηρία, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ ενδοοικογενειακής κακοποίησης και εμφάνισης εγκληματικής συμπεριφοράς τόσο στην εφηβεία, όσο και στην ενήλικη ζωή. Αυτό ήταν ένα συμπέρασμα που κατέληξε και η δική μου έρευνα μέσα από το δείγμα των ασθενών που βρίσκονταν σε ψυχιατρικά νοσοκομεία ασφαλείας και τροφίμων φυλακών της Βρετανίας, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν ψυχοπαθητικές και σαδιστικές προσωπικότητες. Η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων υπέστη συστηματική σωματική κακοποίηση κατά την πρώιμη παιδική ηλικία η οποία προερχόταν κυρίως από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Το μοντέλο ενδοοικογενειακής κακοποίησης που συνάντησα στο δικό μου δείγμα απαρτιζόταν συνήθως από έναν εξαιρετικά βίαιο και σαδιστικά κακοποιητικό πατέρα και μία, όπως την ονόμασα μεταφορικά «νεκροζώντανη μητέρα»: μία μητέρα που αδυνατούσε να προστατεύσει τα παιδιά της απέναντι στη βία του πατέρα. 

Όταν συνεπώς ένα παιδί γεννιέται σε ένα περιβάλλον συστηματικής βίας και κακοποίησης, προκύπτουν συνήθως δύο αναπτυξιακές γραμμές. Η πρώτη είναι να ταυτιστεί με την κακοποιητική γονική φιγούρα (αυτό που περιέγραψα παραπάνω ως «ταύτιση με τον επιτιθέμενο») και να υιοθετήσει μία εξίσου επιθετική και σαδιστική συμπεριφορά προς τους άλλους. Η ταύτιση εδώ είναι ολική, με σκοπό την συναισθηματική επιβίωση του παιδιού ή εφήβου. Αντί λοιπόν να έχει τον ρόλο του θύματος, μετατρέπεται σε θύτη ενώ παράλληλα προβάλλει την πλευρά του θύματός του μέσα σε άλλους ανθρώπους οι οποίοι μετατρέπονται στον νου του σε θύματα. Ο σκοπός εδώ της βίας προς τους άλλους είναι να ελέγξει το άτομο την τραυματισμένη και ευάλωτη πλευρά του εαυτού του μέσα από τον σαδιστικό έλεγχο ενός άλλου ανθρώπου, ο οποίος μετατρέπεται σε θύμα. Στη δεύτερη αναπτυξιακή έκβαση το άτομο δεν είναι βίαιο προς τους άλλους, αλλά στρέφει την βία αυτή προς τον εαυτό του είτε συνειδητά (μέσα από αυτοτραυματισμούς), είτε ασυνείδητα (εκδήλωση ψυχοσωματικών νοσημάτων ή διατροφικών διαταραχών).

  • Ποιες είναι, πιο συγκεκριμένα, οι μορφές εγκληματικότητας στις οποίες εμπλέκονται άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία από τους γονείς τους, βάσει των δικών σας ερευνών; 

To έγκλημα είναι ένα ετερογενές φαινόμενο το οποίο έχει βιολογική, ψυχολογική και κοινωνική βάση. Μιλώντας μεταφορικά, η βιολογία «γεμίζει το όπλο», η ψυχολογία «τοποθετεί τον στόχο στο στόχαστρο» και οι κοινωνικοί παράγοντες «τραβούν την σκανδάλη». Αυτό που θα ήθελα να πω μέσω της μεταφοράς αυτής, είναι ότι είναι δύσκολο να ανάγουμε την εγκληματική πράξη σε μία μόνο αιτία. Έχοντας ως αφετηρία τη διαπίστωση αυτή, είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι υπάρχει απόλυτη συσχέτιση μεταξύ μορφών κακοποίησης και συγκεκριμένων μορφών εγκλημάτων. 

Αυτό που ωστόσο διαπίστωσα εγώ μέσα από τη δική μου έρευνα και εργασία είναι ότι συγκεκριμένες μορφές κακοποίησης παρουσιάζουν κάποια συσχέτιση αποτελώντας παράγοντα ρίσκου για συγκεκριμένες μορφές βίας. Στο δικό μου δείγμα, επί παραδείγματι, η σεξουαλική κακοποίηση από τους σημαντικούς άλλους κατά την πρώιμη παιδική ηλικία παρουσίασε υψηλή συσχέτιση με την τέλεση σεξουαλικών εγκλημάτων και κυρίως με τον βιασμό. Οι περισσότεροι σεξουαλικώς βίαιοι ασθενείς και τρόφιμοι φυλακών που συνάντησα κακοποιήθηκαν σεξουαλικά από έναν ή και τους δύο γονείς. Η κακοποίηση αυτή ήταν ακόμη περισσότερο έκδηλη στις περιπτώσεις των βιαστών, όπου σχεδόν πάντα υπήρχε σεξουαλική κακοποίηση από συγγενικό πρόσωπο κατά την παιδική και ενίοτε εφηβική τους ηλικία. Είναι σημαντικό παρ’ όλα αυτά να τονίσω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι η σεξουαλική κακοποίηση οδηγεί απαραίτητα στην τέλεση σεξουαλικών εγκλημάτων, αλλά ότι ενδεχομένως αποτελεί σημαντικό παράγοντα ρίσκου κυρίως στους άντρες και ενδεχομένως περισσότερο σε αυτούς που έχουν μία γενετική προδιάθεση για την εκδήλωση ψυχοπάθειας. 

Ένα άλλο εύρημα της δικής μου μελέτης ήταν ότι η σωματική και λεκτική κακοποίηση από τους γονείς κατά την παιδική ηλικία προέβλεψε την διάπραξη βίαιων εγκλημάτων, όπως σοβαρή σωματική βλάβη, επιθέσεις με μαχαίρι και ούτω καθεξής. Αυτό φυσικά αφορούσε άντρες ασθενείς οι οποίοι μεγάλωσαν σε εξαιρετικά αποστερητικά περιβάλλοντα και σαφώς δεν θα μπορούσε να γενικευτεί σε όλο τον πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, η συσχέτιση αυτή μας δείχνει τις συνέπειες της παιδικής κακοποίησης η οποία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπαράγει έναν φαύλο κύκλο βίας.

  • Ποιοι είναι οι παράγοντες που, σύμφωνα με τη δική σας επιστημονική εμπειρία, διαδραματίζουν αρνητικό ρόλο ως προς την αύξηση της πιθανότητας να αναπτύξει ένα παιδί κακοποιητική, ή εγκληματική συμπεριφορά, στην ενήλικη ζωή του; Η μορφή της κακοποίησης, η μη έγκαιρη αντιμετώπιση του «τραύματος της θυματοποίησης» τα ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία του ίδιου του ατόμου κλπ. σε ποιον βαθμό επιδρούν στην εξέλιξη της πορείας του;    

Πάντοτε, όταν μου τίθεται αυτό το ερώτημα, ο νους μου πάει στη συγκλονιστικότερη, κατά την άποψη μου, αρχαία ελληνική τραγωδία, τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή. Αυτό που θα ήταν σημαντικό να συλλογιστούμε, από εγκληματολογικής και κυρίως ψυχολογικής άποψης, είναι ότι το χρονικό του εγκλήματος στην τραγωδία ξεκινάει από την εγκατάλειψη του Οιδίποδα από τους γονείς του, το οποίο αποτέλεσε την αρχή του κακού. Τι μας διδάσκει λοιπόν αυτό; Μας διδάσκει ότι η παραμέληση και εγκατάλειψη βρίσκονται στον παρονομαστή κάθε μεγάλης τραγωδίας στην ζωή, το οποίο σαφώς συμπεριλαμβάνει και το έγκλημα. 

Πράγματι, η γονική αποστέρηση, ταπείνωση και κακοποίηση αποτελούν ίσως τον σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου για την τέλεση αντικοινωνικών και εγκληματικών ενεργειών. Όταν η παραμέληση αυτή μάλιστα συμβαίνει από τη μητέρα έχει ολέθριες συνέπειες στον ψυχισμό ενός παιδιού καθώς το απογυμνώνει από καθετί ανθρώπινο. Η ικανότητα για αγάπη και ενσυναίσθηση χτίζονται μέσα από την αλληλεπίδραση με τη μητέρα. Όταν όμως η μητέρα αυτή είναι απούσα, ή ακόμη χειρότερα όταν είναι κακοποιητική, τότε στον ψυχισμό ενός παιδιού αντί για την αγάπη και την ευγνωμοσύνη φωλιάζει το μίσος και η οργή που σε συνδυασμό με την αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων αυξάνουν τις πιθανότητες για τη διάπραξη αντικοινωνικών ενεργειών. 

Ο τύπος της κακοποίησης παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο, καθώς φαίνεται ότι η σεξουαλική κακοποίηση, όπως ανέφερα και παραπάνω, αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα σεξουαλικώς βίαιων εγκλημάτων σε ορισμένους άνδρες. Χρειάζεται επίσης να τονίσουμε ότι σημαντικό παράγοντα ρίσκου για την τέλεση ενός εγκλήματος είναι η παρουσία ψυχοπαθητικής διαταραχής, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι ψυχοπαθητικές προσωπικότητες εμπλέκονται περισσότερο σε παραβατικές πράξεις από ότι οι μη ψυχοπαθητικές. 

  • Ποιες είναι οι διαφοροποιήσεις που καταγράφονται ως προς τη συμπεριφορά που δύναται να υιοθετήσουν στις συντροφικές τους σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις τους με τα παιδιά τους, γυναίκες και άντρες που έχουν υπάρξει θύματα ενδοοικογενειακής βίας; 

Κάτι που παρατηρούμε και είναι σύνηθες σε ανθρώπους που έχουν υπάρξει θύματα ενδοοικογενειακής βίας στις συντροφικές τους σχέσεις είναι η αποφυγή της συναισθηματικής εγγύτητας με τον ή τη σύντροφό τους. Αυτό στην βιβλιογραφία το ονομάζουμε «αποφευκτικό δεσμό προσκόλλησης» και αφορά ανθρώπους που, ενώ ενδόμυχα επιθυμούν την οικειότητα και τη συναισθηματική εγγύτητα, τείνουν να αποφεύγουν τη συναισθηματική σύνδεση με τους άλλους καθώς φοβούνται ότι θα πληγωθούν. Αυτό, αν και φαινομενικά οξύμωρο, δεν αποτελεί παράδοξο για τους ανθρώπους που έχουν υπάρξει θύματα ενδοοικογενειακής βίας, αν σκεφτούμε ότι οι σημαντικότεροι άνθρωποι στη ζωή τους, οι άνθρωποι που αγαπούσαν και συνάμα χρειάζονταν περισσότερο, τους παραμέλησαν, τους πρόδωσαν ή ακόμη χειρότερα, τους κακοποίησαν. Έτσι, έχουν αναπτύξει την πεποίθηση ότι αν βασιστούν ξανά σε κάποιον άλλο και του επιτρέψουν να είναι σημαντικός, τότε θα προδοθούν και θα εξαπατηθούν εκ νέου. Ο φόβος αυτός καθιστά το εγχείρημα για σύνδεση και εγγύτητα αποτρεπτικό.

Όσον αφορά τα παιδιά τους, τόσο οι άντρες και οι γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα ενδοοικογενειακής βίας τείνουν να είναι υπερπροστατευτικοί και ενίοτε αυστηροί και ελεγκτικοί. Η συμπεριφορά αυτή είναι αντίδραση συνήθως στον ασυνείδητο φόβο που νιώθουν ότι μπορεί τα παιδιά τους να υποφέρουν αυτά που υπέφεραν οι ίδιοι. Σε ένα ακόμη περισσότερο ασυνείδητο επίπεδο, οι γονείς που έχουν κακοποιηθεί προβάλλουν το δικό τους κακοποιημένο και ευάλωτο κομμάτι μέσα στα παιδιά τους και προσπαθούν να το ελέγξουν μέσα από τον έλεγχο του παιδιού τους. 

  • Υπάρχουν κάποια πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια ή συμπεριφορές που υποδεικνύουν στην εκπαιδευτική κοινότητα ότι ένα παιδί είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας; Υπάρχει τρόπος να τα εντοπίσουν οι εκπαιδευτικοί έγκαιρα και πώς μπορούμε να βοηθήσουμε όσοι/όσες έχουμε βάσιμες υποψίες ότι ένα παιδί κακοποιείται; 

Η παιδική κακοποίηση είναι στις περισσότερες των περιπτώσεων σιωπηλή και είναι δύσκολο να την εντοπίσουμε. Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένα σημάδια και συμπεριφορές που αποτελούν εν δυνάμει ενδείξεις ότι ένα παιδί μπορεί να κακοποιείται. Το πρώτο συνήθως σημάδι που παρατηρεί ο εκπαιδευτικός είναι η αλλαγή στη συμπεριφορά του παιδιού. Η αλλαγή αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις σχολικές του επιδόσεις, αλλά κυρίως στην ευρύτερη συμπεριφορά του στο σχολικό πλαίσιο. Τα παιδιά που κακοποιούνται συνήθως αποσύρονται, γίνονται λιγότερο ομιλητικά και ιδιαίτερα συγκαταβατικά. Το έντονο άγχος και η αναστάτωση είναι επίσης έκδηλα στη συμπεριφορά τους, ενώ το παιδί βρίσκεται αρκετά συχνά σε ένα στάδιο υπερεγρήγορσης. Σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται μαθησιακές δυσκολίες, καθώς και δυσκολίες συγκέντρωσης που δεν έχουν οργανική ή άλλη αιτία. Φυσικά, δεν παραλείπω και τα ιδιαίτερα έκδηλα σημάδια, όπως μώλωπες, κακώσεις, καθώς και την εμφάνιση αυτοτραυματικής συμπεριφορά από μέρους του παιδιού. Αν αυτά εντοπιστούν έγκαιρα από τους εκπαιδευτικούς, τότε αυξάνεται η πιθανότητα μίας περισσότερο έγκαιρης παρέμβασης που μπορεί να αποβεί σωτήρια για το παιδί. 

  • Στο σημείο αυτό θα εστιάσουμε σε ένα «ευαίσθητο» ζήτημα που αφορά στη σεξουαλική ζωή ατόμων που έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον γονέα/ τους γονείς τους. Μπορεί, εάν δεν λάβουν την κατάλληλη επιστημονική βοήθεια, να εκδηλώσουν βίαιες συμπεριφορές στον ερωτικό τους σύντροφο; Ποιες είναι αυτές και πώς μπορεί να προστατευθεί το άλλο άτομο; 

Η σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή κακοποίησης τόσο για τους άντρες, όσο και για τις γυναίκες. Ο άνθρωπος που κακοποιείται σεξουαλικά βιώνει ένα ανείπωτο τραύμα, όπου τα όρια μεταξύ του εαυτού και του άλλου έχουν χαθεί. Η σεξουαλική κακοποίηση δεν αποτελεί απαραίτητα προβλεπτικό παράγοντα για την εκδήλωση πράξεων βίας, ωστόσο φαίνεται να αυξάνει σημαντικά το ρίσκο στους άντρες που υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Αυτή ήταν και η δική μου διαπίστωση μέσα από την έρευνα μου, αλλά είναι αμφίβολο αν τα ευρήματα μπορούν να γενικευτούν καθολικά στο σύνολο του ανδρικού πληθυσμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις όπου ο άντρας γίνεται βίαιος, είναι σημαντικό η γυναίκα να αναζητήσει αμέσως βοήθεια και υποστήριξη από τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες. Θεωρώ σημαντικό, ωστόσο, να τονίσω ότι η κακοποίηση δεν ξεκινά πάντα με πράξεις βίας, αλλά με διάφορες χειριστικές και ελεγκτικές συμπεριφορές που σταδιακά γίνονται ολοένα σοβαρότερες και καταλήγουν στη βία και σε ορισμένες τραγικές περιπτώσεις στην ανθρωποκτονία. Αυτές οι χειριστικές συμπεριφορές είναι σημαντικό να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν από τον αποδέκτη τους, καθώς όταν αγνοούνται οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρές.  

Οι γυναίκες από την άλλη τείνουν να στρέφουν την οργή και το θυμό τους όχι τόσο προς τους άλλους, όπως συνήθως οι άντρες, αλλά κυρίως προς τον εαυτό τους. Αυτό που είναι σημαντικό να κρατήσουμε είναι ότι η σεξουαλική κακοποίηση αφήνει ένα τραύμα ανοιχτό στο θύμα το οποίο συνεχώς αιμορραγεί και στο οποίο χρειάζεται να εργαστεί κανείς καθώς έχει επιπτώσεις τόσο στον εαυτό του, όσο και στους άλλους. 

  • Ολοκληρώνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας, ποιο είναι το δικό σας μήνυμα ως προς την ευαισθητοποίηση της ευρύτερης κοινωνίας σχετικά με τη σχέση της ενδοοικογενειακής βίας με θύματα παιδιά και της πιθανότητας εμφάνισης κακοποιητικών συμπεριφορών, με στόχο την ανάδειξη της σπουδαιότητας ενίσχυσης της πρόληψης, της έγκαιρης παρέμβασης και της εξάλειψης του στίγματος που σχετίζεται με την αναζήτηση ψυχολογικής/ψυχιατρικής βοήθειας; 

Στο ιδιωτικό μου γραφείο, έχω έναν μεγάλο πίνακα του Francisco Bayeu y Subías, ο οποίος ονομάζεται «The Fall of Giants». Πρόκειται για έναν πίνακα που εκ πρώτης όψεως απεικονίζει σκηνές βίας και ο οποίος έχει τοποθετηθεί στον χώρο μου λόγω της διττής συμβολικής σημασίας που του αποδίδω: αφενός, για να δείξω ότι η επιθετικότητα είναι μέρος της ανθρώπινης υπόστασης μας και αφετέρου, ότι η επεξεργασία των επιθετικών μας ενορμήσεων έχει θέση μόνο μέσα στον θεραπευτικό χώρο και δεν πρέπει να εκδηλώνεται με πράξεις βίας στην κοινωνία. Οι άνθρωποι φοβούνται τις επιθετικές τους ενορμήσεις, αλλά είναι πολύ σημαντικό να εργαστεί κανείς πάνω στα σκοτεινά του κομμάτια καθώς μόνο έτσι θα σταματήσουν οι ενορμήσεις αυτές να αποτελούν απειλή τόσο για τον εαυτό του, όσο και τους άλλους.

Συμπερασματικά, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση αφήνει ανεξίτηλα σημάδια στον ψυχισμό ενός ανθρώπου. Η κακοποίηση που έρχεται  από τους σημαντικούς άλλους της ζωής ενός παιδιού, αποτελεί μία ανείπωτη τραγωδία αφήνοντας στον ψυχισμό του παιδιού ένα τραύμα που συνεχώς αιμορραγεί. Χρειάζεται τα αντανακλαστικά όλων μας να είναι ενεργοποιημένα έτσι ώστε να σταματήσουμε την τραγωδία της κακοποίησης όσο και όπου αυτό είναι δυνατόν. Σε κοινωνικό λοιπόν επίπεδο, είναι  εξίσου επιτακτική ανάγκη να εργαστούμε όλοι μαζί για την πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας με όσα μέσα έχουμε, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε έναν πιο ασφαλή και δημιουργικό κόσμο όπου μπορούμε, όπως είπε και μία επιφανής ψυχαναλύτρια, να αγαπάμε χωρίς να καταστρέφουμε.