Μη ορατές όψεις της έμφυλης βίας: η οικονομική βία κατά των γυναικών
Το κείμενο επισημαίνει το σύνθετο και επίμονο φαινόμενο της οικονομικής βίας, την οποία βιώνουν κυρίως οι γυναίκες. Σ' αυτή την μη ορατή μορφή κακοποίησης εντοπίζεται ένας περίπλοκος ιστός ελέγχου, έμφυλων ανισοτήτων και ενδυνάμωσης της ανδρικής κυριαρχίας. Παρά το γεγονός ότι συχνά παραμένει μη ορατή, η παρουσία της οικονομικής βίας είναι διαρκής και βαθιά ριζωμένη στις κοινωνικές δομές. Μπορεί να συνυπάρξει με άλλες μορφές βίας ή να εκδηλωθεί ανεξάρτητα από αυτές, ενώ παράλληλα ενισχύει τους πατριαρχικούς κανόνες και καταδεικνύει τις δυσφορικές συνέπειες που υφίστανται τα θύματά της. Η εξέταση της οικονομικής βίας περιλαμβάνει τόσο τη μακροσκοπική όσο και τη μικροσκοπική της διάσταση. Σε μακροσκοπικό επίπεδο, οι επιπτώσεις της οδηγούν στον συστηματικό αποκλεισμό των γυναικών από τα πολιτικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα και τη διαιώνιση των έμφυλων ανισοτήτων, ιδίως στον οικονομικό τομέα. Σε μικροσκοπικό επίπεδο, η οικονομική βία στερεί από τις γυναίκες το δίκαιο εισόδημά τους, και συμβάλλει σε πολλαπλές μορφές κακοποίησης, καθιστώντας αδύνατη την πλήρη συμμετοχή τους στην εργασία και σε άλλες δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής.[1] |
1. Εισαγωγή
Η οικονομική βία κατά των γυναικών αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο που επηρεάζει γυναίκες από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα (Chronister, 2007; Sedziafa, et al, 2017; Chowbey, 2017). Παρ' όλο που πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι άνδρες επίσης μπορούν να είναι θύματα οικονομικής βίας, αυτή η μορφή κακοποίησης επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες, όπως εξάλλου θα δείξουμε στη συνέχεια. Επομένως, το παρόν άρθρο επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στις επιπτώσεις της οικονομικής βίας στις γυναίκες και εξετάζει τις διάφορες πτυχές και συνέπειές της. Επίσης, σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της συζήτησης που αφορά τη διάκριση μεταξύ οικονομικής βίας και οικονομικής εξάρτησης (Postmus et. al., 2020; Adams et al., 2008; Postmus, et al, 2016; Sharp-Jeffs, 2015a; Yount, Krause, & VanderEnde, 2016) δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις παραμέτρους που ασυγκρίτως αλληλεπιδρούν και αθροίζουν αυτές τις δύο έννοιες. Ωστόσο, εντός του πατριαρχικού συστήματος, η έννοια της απλής οικονομικής εξάρτησης σπανίως υπάρχει απομονωμένη, καθώς συνδέεται με κοινωνικές, και πολιτισμικές νόρμες, αποκρύπτοντας τις μεταμορφώσεις της τόσο στο μικρο-επίπεδο όσο και στο μακρο-επίπεδο.
Τα θεμέλια της οικονομικής βίας βρίσκονται στις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές δομές και συμπεριφορές που προτεραιοποιούν τα οικονομικά συμφέροντα των ανδρών, ενώ περιορίζουν την οικονομική αυτονομία των γυναικών. Αυτή η μορφή βίας αν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό μη ορατή, κανονικοποιεί τις καθημερινές έμφυλες εμπειρίες ανδρών και γυναικών. Η οικονομική βία συχνά δεν συνειδητοποιείται από πλευράς γυναικών (Corrie & McGuire, 2013) ή υποαναφέρεται (Sanders & Schnabel, 2006; Strube, 1988), καθώς θεωρείται είτε συνοδευτικό ζήτημα της σεξουαλικής ή σωματικής βίας κατά των γυναικών, είτε αποδίδεται σε γενικές οικονομικές δυσκολίες σε περιόδους κρίσης (Stark, 2007: 230). Η έμφυλη βία και η βία κατά των γυναικών επειδή συνδέεται κυρίως με τη σωματική κακοποίηση, η αναγνώριση των ‘μη σωματικών’ μορφών κακοποίησης αμβλύνεται σημαντικά (Stylianou, et al., 2013). Ακόμα και αν οι γυναίκες και τα παιδιά τους απολαμβάνουν μια άνετη και πολυτελή ζωή, μπορεί να μην έχουν κανέναν έλεγχο επί των οικονομικών της οικογένειας ή των αποφάσεων περί διάθεσης των χρημάτων που διαθέτει η οικογένεια. Καθώς η κακοποίηση συνεχίζεται, οι γυναίκες συχνά λαμβάνουν μειωμένη οικονομική (υπο)στήριξη και οι άνδρες μπορούν να εκμεταλλεύονται τους συχνά υψηλότερους οικονομικούς πόρους τους για να επιβάλλουν την υπεροχή τους στις γυναίκες. Η οικονομική βία μπορεί επιπλέον να περιλαμβάνει πράξεις όπως η παρεμπόδιση ή ο περιορισμός της πρόσβασης σε κεφάλαια που απαιτούνται για βασικές ανάγκες, όπως τροφή και ένδυση, η παρακράτηση χρημάτων των γυναικών, η άρνηση ανεξάρτητης πρόσβασης σε κεφάλαια, ο αποκλεισμός των γυναικών από τη λήψη οικονομικών αποφάσεων ακόμα και η καταστροφή της περιουσίας τους (Fawole, 2008). Η οικονομική βία κατά των γυναικών περιλαμβάνει επίσης πράξεις όπως η άρνηση παροχής οικονομικής υποστήριξης, η άρνηση απόδοσης διατροφής μετά από διαζύγιο, η αποτροπή των γυναικών να εισαχθούν σε εκπαιδευτικούς θεσμούς, να ολοκληρώσουν κάποιο στάδιο της εκπαίδευσής τους ή η απαγόρευση στην εργασία και η άσκηση ελέγχου στην πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας και γεωργικούς πόρους. Ακόμα, μπορεί να περιλαμβάνει τον περιορισμό της πρόσβασης των γυναικών σε μετρητά και πιστωτικές κάρτες, την άνιση αμοιβή για ίση εργασία σε σύγκριση με τους άνδρες αλλά και νόμους που εισάγουν διακρίσεις και σχετίζονται με κληρονομικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, τη χρήση γης, την υποστήριξη μετά το διαζύγιο ή τις συντάξεις χηρείας (Adams, et al., 2008; Postmus, et al., 2012; Postmus, et al., 2016).
Η οικονομική βία παραμένει ένα από τα λιγότερο μελετημένα θέματα της βίας κατά των γυναικών, με περιορισμένη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία (Westmarland, 2015). Τα Ηνωμένα Έθνη επίσης έχουν τονίσει την ανάγκη βελτίωσης της μέτρησης τόσο της ψυχολογικής όσο και οικονομικής βίας. Καθώς η ψυχολογική και οικονομική βία περιλαμβάνονται πλέον στον πυρήνα των δεικτών για τη βία κατά των γυναικών, είναι ζωτικής σημασίας να αναγνωρίσουμε ότι αυτοί οι δείκτες δεν λαμβάνουν το ίδιο επίπεδο συναίνεσης και τυποποιημένης μεθοδολογίας με αυτούς που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της σωματικής και σεξουαλικής βίας. Περαιτέρω, διεθνείς οργανισμοί υπογραμμίζουν ότι απαιτείται συστηματικό μεθοδολογικό έργο προκειμένου να καθοριστούν αυτοί οι δείκτες με ακρίβεια, λαμβάνοντας υπόψη την πιθανή ποικιλία στην καταγραφή τους σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια (UNWOMEN, n.d.).
Προς αυτή την κατεύθυνση, το κείμενο υποστηρίζει τη σημασία της αναγνώρισης της οικονομικής κακοποίησης ως ένα διαχρονικό και παγκόσμιο θέμα εντός του ευρύτερου πεδίου της βίας κατά των γυναικών και συζητά τις βαθιές και διαρκείς επιπτώσεις της οικονομικής βίας στη ζωή των γυναικών στο μικρο και μακρο επίπεδο, ενώ παράλληλα τονίζει την έλλειψη κατάλληλων μεθοδολογιών για τη μέτρηση και καταγραφή της οικονομικής βίας (Outlaw, 2009). Το κείμενο συζητά επίσης πώς η οικονομική βία διασταυρώνεται με άλλες μορφές κακοποίησης, όπως η σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική κακοποίηση, τονίζοντας την αλληλεπίδραση αυτών των διαφορετικών μορφών βίας και τον τρόπο με τον οποίο επιφέρουν αρνητικές επιπτώσεις για τη ζωή των γυναικών.
2. Θεσμικές εννοιολογικές προσεγγίσεις της οικονομικής βίας
Διεθνείς οργανισμοί και διεθνείς συμβάσεις επιδιώκουν με μεθοδικότητα να περιγράψουν λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά της οικονομικής βίας, να οριοθετήσουν την έννοια αλλά και να εκφράσουν τις πολλαπλές διαστάσεις της. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO, 2002), η οικονομική βία αναφέρεται σε μια μορφή συλλογικής βίας που διαπράττεται από μεγαλύτερες ομάδες κατά ατόμων. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πράξεις όπως η παρεμπόδιση πρόσβασης σε χρήματα, η άρνηση οικονομικής συνεισφοράς, η παρεμπόδιση της πρόσβασης σε τρόφιμα και βασικές ανάγκες, και ο έλεγχος της πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και απασχόλησης. Με αυτόν τον ορισμό, έχουμε ήδη μια προκαταρκτική έννοια της οικονομικής βίας ως φαινόμενο που επηρεάζει όλα τα άτομα, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους.
Όσον αφορά τις γυναίκες συγκεκριμένα, το Τμήμα Γυναικών των Ηνωμένων Εθνών (“Frequently asked questions: Types of violence against women and girls,” n.d.) κατατάσσει την οικονομική βία ως μια μορφή οικογενειακής βίας που περιλαμβάνει οικονομική εξάρτηση ή προσπάθειες να καθιερωθεί οικονομική εξάρτηση σε ένα άτομο, ενώ ταυτόχρονα ασκείται απόλυτος έλεγχος στους οικονομικούς πόρους, παρεμποδίζεται η πρόσβαση σε χρήματα ή εμποδίζεται η συμμετοχή σε εκπαίδευση ή εργασία. Επιπροσθέτως, το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τις Γυναίκες (UNIFEM, 1999) ορίζει την οικονομική βία ως την κατάσταση κατά την οποία ο δράστης έχει πλήρη έλεγχο επί των χρηματικών πόρων ή άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων του θύματος. Η οικονομική βία κατά των γυναικών συμβαίνει όταν ένας άνδρας διατηρεί έλεγχο στα οικονομικά της οικογένειας, παίρνοντας αποφάσεις για τη διάθεση των χρημάτων χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη γνώμη των γυναικών, καθιστώντας τις ολοκληρωτικά εξαρτημένες από τα χρήματα για να καλύψουν τις προσωπικές τους ανάγκες. Μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι γυναίκες όταν αναγκάζονται να ζητούν χρήματα για την κάλυψη των οικογενειακών ή και των προσωπικών αναγκών τους.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, 2011), που άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία ενός δεσμευτικού νομικού πλαισίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περιλαμβάνει τον όρο «οικονομική βία» και τον όρο «οικονομική βλάβη». Ειδικότερα, στο άρθρο 3 περίπτωση α αναφέρεται ότι «ο όρος «βία κατά των γυναικών» νοείται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μία μορφή διάκρισης κατά των γυναικών και σημαίνει όλες τις πράξεις μίας βίας βασιζόμενης στο φύλο οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα, φυσική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο για τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέλεσης τοιούτων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη αποστέρηση της ελευθερίας, είτε αυτή συμβαίνει στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό βίο». Ακολούθως, στο άρθρο 3 περίπτωση β αναφέρεται ότι «ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» σημαίνει όλες τις πράξεις φυσικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, ανεξάρτητα ή όχι του κατά πόσο ο δράστης μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια κατοικία με το θύμα».
Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE) περιγράφει την οικονομική βία ως «πράξεις ελέγχου και παρακολούθησης της συμπεριφοράς ατόμου όσον αφορά τη χρήση και διανομή χρημάτων και συνεχής απειλή άρνησης παροχής οικονομικών πόρων» (“oικονομική βία,” χ.χ.) και συνεχίζει αναφέροντας ότι «Η οικονομική αποστέρηση αποτελεί πράξη οικονομικής βίας και χρησιμοποιείται συχνά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες ασχολούνται με τα οικιακά και δεν έχουν δική τους, ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το θύμα της κακοποίησης αναγκάζεται είτε να παρακαλεί προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα χρήματα για την κάλυψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών είτε να ζει με τον φόβο ότι αναστατώνοντας τον θύτη της κακοποίησης, θα μειώσει την ικανότητα του να εργάζεται και να εξασφαλίζει το οικογενειακό εισόδημα. Σημειώνεται πως οι ανωτέρω μηχανισμοί ελέγχου μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν έλεγχο της πρόσβασης του θύματος σε υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, στην απασχόληση κ.λπ.».
2.1 Εξερευνώντας τα όρια των ορισμών
Οι ορισμοί που παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο επικεντρώνονται κυρίως στην οικονομική βία που συμβαίνει εντός στενών σχέσεων μεταξύ συντρόφων, τονίζοντας πράξεις όπως η στέρηση χρημάτων και ο έλεγχος της πρόσβασης σε πόρους. Ωστόσο, ενώ η οικονομική βία στο μικροεπίπεδο είναι αναμφισβήτητα κρίσιμη, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε εξίσου ότι η οικονομική βία ξεπερνά τις ατομικές σχέσεις και εμφανίζεται συστηματικά στο μακροεπίπεδο. Υπό αυτή την έννοια, μιλάμε πλέον για θεσμική οικονομική βία, η οποία χαρακτηρίζει τις κοινωνικές δομές που επηρεάζουν ειδικά συγκεκριμένες ομάδες, με κυριότερη την ομάδα των γυναικών. Η θεσμική οικονομική βία διαμορφώνεται από πολιτικές, πρακτικές και κανόνες που εμποδίζουν τις γυναίκες από την πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους και την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων τους. Ενδεικτικά, το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των φύλων είναι ένα εμβληματικό παράδειγμα θεσμικής οικονομικής βίας, καθώς οι γυναίκες αμείβονται για την ίδια εργασία χαμηλότερα από τους άνδρες. O Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας (ILO, 2022) δηλώνει ότι κατά μέσο όρο, παγκοσμίως, οι γυναίκες αμείβονται περίπου 20% λιγότερο από τους άνδρες. Ενώ ατομικά χαρακτηριστικά, όπως η εκπαίδευση, ο χρόνος, οι δεξιότητες και η εμπειρία, εξηγούν μέρος της διαφοράς στις αμοιβές μεταξύ των φύλων, μεγάλο μέρος της οφείλεται στη διάκριση που βασίζεται στο φύλο. Επίσης, η ύπαρξη νόμων και πρακτικών που εισάγουν διακρίσεις, περιορίζουν την πρόσβαση των γυναικών σε περιουσιακά στοιχεία, σε κληρονομικά δικαιώματα και πρόσβαση σε πίστωση και συμβάλλουν στην ενίσχυση των οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των φύλων (European Parliament, 2020). Επιπροσθέτως, η έλλειψη προσιτής παιδικής μέριμνας και πολιτικών ευελιξίας μεταξύ εργασίας και οικογένειας μπορεί να περιορίσει τη συμμετοχή των γυναικών στον εργασιακό χώρο και την οικονομική πρόοδο (Thilagavathy & Geetha, 2023). Η θεσμική οικονομική βία, εν προκειμένω, αποτελεί συγκλίνουσα δύναμη που επιδεινώνει και βαθαίνει την οικονομική βία στο μικροεπίπεδο, εντός των συντροφικών σχέσεων. Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί ότι η οικονομική βία οξύνεται μέσω της επίδρασης διασταυρούμενων ανισοτήτων (Crenshaw, 1991; Ζαβού, 2021). Για παράδειγμα, γυναίκες από μειονοτικές κοινότητες μπορεί να αντιμετωπίζουν συσσωρευμένες διακρίσεις λόγω τόσο της βίας που βασίζεται στο φύλο όσο και των φυλετικών ή εθνοτικών διακρίσεων, με αποτέλεσμα η οικονομική βία μεταξύ αυτών των ομάδων να καθίσταται υψηλότερη.
3. Το συνεχές της μακροσκοπικής οικονομικής βίας κατά των γυναικών
Η θεσμική οικονομική βία, όπως τονίσαμε παραπάνω, επιχειρεί να εξετάσει τις ευρύτερες συστημικές εκδηλώσεις της οικονομικής κακοποίησης που υπερβαίνουν τις ατομικές περιπτώσεις, αποκαλύπτοντας πώς οι θεσμικές δομές και οι κοινωνικές νόρμες διαιωνίζουν αυτήν τη μορφή βίας. Η εξέταση του μακροεπιπέδου της οικονομικής βίας είναι κρίσιμη καθώς αποκαλύπτει τις βαθύτερες δυναμικές εξουσίας που διατηρούν αυτό τον τύπο κακοποίησης. Η μελέτη ιστορικών γεγονότων αναδεικνύει πως η οικονομική βία έχει ενσωματωθεί βαθιά μέσα στις πολιτισμικές νόρμες και τα εκάστοτε νομικά πλαίσια, διαιωνίζοντας συστημικές ανισότητες αλλά και την εξόντωση ορισμένων ομάδων. Αυτά τα ιστορικά παραδείγματα λειτουργούν ως εμβληματική υπενθύμιση της μακρόχρονης παρουσίας της οικονομικής βίας κατά των γυναικών στις κοινωνίες και επισημαίνουν τη σοβαρότητα και τη διαχρονικότητα του φαινομένου.
3.1 Οι «μάγισσες» κατά τη διάρκεια των χρόνων
Στην ιστορία, ο όρος ‘μαγεία’ φέρει μια σκοτεινή κληρονομιά και συνδέεται με εικόνες διώξεων και φόβου. Πριν από περίπου πέντε αιώνες, αυτός ο ‘απειλητικός’ όρος ενσωματώθηκε στη νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα την πυροδότηση μιας αδιάκοπης και διαδεδομένης δίωξης γυναικών που κατηγορούνταν για μαγεία. Αυτή η δίωξη ήταν ευρέως διαδεδομένη, νομιμοποιημένη και πραγματοποιούνταν με την ευλογία της χριστιανικής θρησκείας, όπως εύστοχα και τεκμηριωμένα έχει αναλύσει η Silvia Federici (2004, 2018). Οι βασικοί στόχοι αυτής της δίωξης ήταν συχνά χήρες, ανύπαντρες ή γυναίκες χωρίς περιουσία που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους μέσω δραστηριοτήτων που θεωρούνταν ‘μαγικές’. Αυτές οι γυναίκες λειτουργούσαν ως θεραπεύτριες, γιατροί, βοτανολόγοι, μαίες και δημιουργοί φίλτρων αγάπης. Επιπλέον, παρά το ότι ήταν νομικά αποκλεισμένες από κληρονομικά δικαιώματα σύμφωνα με τους κανόνες εκείνης της εποχής, επιμόνως διεκδικούσαν ιδιοκτησία και γη από συγγενείς ή συγγενείς του συζύγου τους, παραβιάζοντας τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τα μέσα επιβίωσης και συντήρησής τους (Miguel, 2005).
Ακόμα και σήμερα, η πρακτική της δίωξης γυναικών για μαγεία συνεχίζεται, αποτυπώνοντας μια επίμονη παρουσία της συγκεκριμένης μορφής οικονομικής βίας στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδιαίτερα σε περιοχές που βρίσκονται εκτός του Δυτικού κόσμου. Στη Βόρεια Γκάνα λειτουργούν ‘στρατόπεδα μαγισσών’ (witch camps) όπου ευάλωτες γυναίκες αναζητούν καταφύγιο μετά τον διά βίου εκτοπισμό των ιδίων και μελών της οικογένειάς τους, επειδή κατηγορούνται αδικαιολόγητα για μαγεία, επειδή επιχείρησαν δώσουν τέλος σε μια συζυγική ή συντροφική σχέση ή επειδή δεν μπορούν να αποπληρώσουν χρέη. Παγιδευμένες στα στρατόπεδα μαγισσών, οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό και διαβιούν υπό δυσμενείς συνθήκες (Mutaru, 2018). Η δίωξη των μαγισσών δεν περιορίζεται μόνο στην Γκάνα· στην Τανζανία, εκτιμάται ότι περίπου 5.000 γυναίκες δολοφονούνται κάθε χρόνο με τραγικό τρόπο κατηγορούμενες για μαγεία (Migiro, 2017). Αυτά τα παραδείγματα αποδεικνύουν πώς η οικονομική βία συνδέεται στενά με πολιτισμικές πεποιθήσεις και παραδοσιακές πρακτικές, οδηγώντας σε μοιραίες συνέπειες για τη ζωή και την ασφάλεια των γυναικών. Τέτοιες περιπτώσεις υπογραμμίζουν τη σημασία της εξέτασης του μακροεπιπέδου της οικονομικής βίας, καθώς αποκαλύπτουν την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνικών νορμών, νομικών συστημάτων και βαθιά ριζωμένων διακρίσεων που συνεχίζουν να προκαλούν βλάβη στις γυναίκες παγκοσμίως.
3.2 Η «Ναπολεόντεια» και η «Ιόνια» οικονομική βία κατά των γυναικών
Ο Ναπολεόντειος Κώδικας (Lobingier, 1918) αποτελεί σημαντικό ιστορικό παράδειγμα θεσμικής οικονομικής βίας, αναδεικνύοντας ένα νομικό πλαίσιο που διαιωνίζει τις διακρίσεις και τις ανισότητες βασισμένες στο φύλο. Ο Ναπολεόντειος Κώδικας, γνωστός επίσης ως Γαλλικός Αστικός Κώδικας, εισήχθη από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη το 1804. Ο κύριος στόχος του ήταν να ενοποιήσει και να απλοποιήσει τους νόμους της Γαλλίας, οι οποίοι εκείνη την εποχή αποτελούσαν ένα περίπλοκο μείγμα από φεουδαρχικές, τοπικές και βασιλικές ρυθμίσεις. Αν και ο Κώδικας έθεσε τη βάση προς την καθιέρωση ενός σύγχρονου, ενιαίου νομικού συστήματος, δέχθηκε κριτική λόγω της μεταχείρισης που προέβλεψε για τις γυναίκες και τη ζωή τους (Gerhard, Meunier, & Rundell, 2016).
Ο Κώδικας κατέτασσε τις γυναίκες σε κατώτερη θέση σε σχέση με τους άνδρες και περιόριζε την πρόσβασή τους σε διάφορα δικαιώματα. Σύμφωνα με τον Ναπολεόντειο Κώδικα, οι γυναίκες δεν θεωρούνταν νομικά ‘ενήλικες’, πράγμα που περιόριζε σοβαρά την αυτονομία τους σε νομικά ζητήματα. Αντιμετώπιζαν σημαντικούς περιορισμούς στα δικαιώματα που αφορούσαν την περιουσία, το διαζύγιο και την επιμέλεια των παιδιών τους. Οι νόμοι που αφορούσαν κληρονομικά ζητήματα εισήγαγαν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών καθώς αυτές δεν μπορούσαν να κληρονομήσουν περιουσία εκτός αν δεν υπήρχαν εν ζωή άρρενες κληρονόμοι. Επιπλέον, οι γυναίκες χρειαζόταν την άδεια ενός άρρενα κηδεμόνα, όπως του συζύγου ή του πατέρα, για να συνάψουν συμβάσεις ή να διαχειριστούν τα οικονομικά τους ζητήματα, ενισχύοντας έτσι την αποκλειστική εξάρτησή τους από την άρρενα αρχή. Οι διατάξεις του Κώδικα ενίσχυαν τους παραδοσιακούς έμφυλους ρόλους, προσδιορίζοντας τον ρόλο των γυναικών κυρίως ως συζύγων και μητέρων. Παρείχαν δε περισσότερα δικαιώματα στους άνδρες για να ελέγχουν τη συμπεριφορά των συζύγων τους, επιτείνοντας την ανισορροπία εξουσίας εντός γάμου και διαιωνίζοντας την υποταγή των γυναικών (Rose, 1995).
Ομοίως, στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Ιόνια Νησιά, ο Ιόνιος Αστικός κώδικας ή, όπως ονομαζόταν "Πολιτικός Κώδηξ των Ιονίων νήσων", ο οποίος είναι ο πρώτος Αστικός Κώδικας της νεώτερης Ελλάδας, με ισχύ μέχρι το 1946 (Μπαλάνος, 2009), περιόριζε την πρόσβαση των γυναικών σε οικονομικούς πόρους. Η ακόλουθη μαρτυρία φωτίζει τους περιορισμούς που υφίστανται οι γυναίκες στο ελλαδικό χώρο, αποδεικνύοντας πώς οι νόμοι διαιωνίζουν τις ανισότητες με βάση το φύλο μέχρι και στις σύγχρονες εποχές. Ειδικότερα, στην Κέρκυρα, όπου ίσχυε ο Ιόνιος Κώδικας, οι γυναίκες δεν είχαν το δικαίωμα να ενοικιάσουν ένα διαμέρισμα που ανήκε σε αυτές χωρίς την υπογραφή του πατέρα τους.
Σύμφωνα με την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου (Παπαδοπούλου, 2021):
«Αρκεί να σας πω ότι η γυναίκα δεν είχε κληρονομικά δικαιώματα κατά κανόνα δεν είχε δικαίωμα διαχείρισης περιουσίας της και αυτά και μετά τον Ναπολεόντειο Κώδικα. Εγώ που είμαι Κερκυραία και όπου είχαμε Ιόνιο Κώδικα στα Επτάνησα, θυμάμαι ότι η μητέρα μου δεν μπορούσε να νοικιάσει ένα διαμέρισμα που είχε στην Κέρκυρα, αν δεν προσυπόγραφε ο πατέρας μου και μου είχε φανεί περίεργο και ρώτησα γιατί υπογράφει ο πατέρας μου και μου απάντησαν ότι η μάνα σου δεν μπορεί μόνη γιατί το απαγορεύει ο Ιόνιος Κώδικας.»
Μέσα από την εξέταση ιστορικών παραδειγμάτων όπως ο Ναπολεόντειος Κώδικας και πιο πρόσφατα ο Ιόνιος Κώδικας, μπορούμε να διακρίνουμε πώς τα νομικά συστήματα διαδραμάτισαν έναν ουσιαστικό ρόλο στη διαιώνιση της οικονομικής βίας κατά των γυναικών κατά τη διάρκεια των χρόνων. Η κατανόηση αυτών των ιστορικών υποδειγμάτων είναι ουσιώδους σημασίας για να αναγνωρίσουμε τη βαθιά ριζωμένη φύση της θεσμικής οικονομικής βίας και τις συνέπειές της για την ουσιαστική ισότητα των φύλων σήμερα.
3.3 Ο μακρύς δρόμος προς την ατομική φορολογική ταυτοποίηση των έγγαμων γυναικών στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, έως και το 1998, οι έγγαμες γυναίκες αντιμετώπιζαν σημαντικούς περιορισμούς στην οικονομική τους ανεξαρτησία. Πριν από αυτή τη χρονιά, δεν είχαν προσωπικό αριθμό φορολογικής ταυτοποίησης (ΑΦΜ) και θεωρούνταν οικονομικά εξαρτημένες από τους συζύγους τους. Αυτή η πρακτική αντανακλούσε βαθιά εδραιωμένες πατριαρχικές αξίες και ενίσχυε την ιδέα του συζύγου ως κεφαλή του νοικοκυριού και κύριου εισοδηματούχου. Ως αποτέλεσμα, οι οικονομικές δραστηριότητες των γυναικών, όπως οι τραπεζικές συναλλαγές, συνήθως διεξάγονταν μέσω του ΑΦΜ του συζύγου τους. Αυτή η διευθέτηση όχι μόνο υπονόμευε την οικονομική αυτονομία των γυναικών, αλλά τις δυσκόλευε επίσης να αποκτήσουν ανεξάρτητη πρόσβαση σε ορισμένες υπηρεσίες.
Η νομική πρόβλεψη για την εισαγωγή ξεχωριστού ΑΦΜ για τις έγγαμες γυναίκες[2], το 1998, αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς την αναγνώριση και προώθηση των οικονομικών δικαιωμάτων των γυναικών στην Ελλάδα. Αυτή η αλλαγή επέτρεψε στις έγγαμες γυναίκες να διενεργούν απρόσκοπτα χρηματοοικονομικές συναλλαγές, να ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς και να συμμετέχουν σε οικονομικές δραστηριότητες χωρίς την ανάγκη για την εξουσιοδότηση ή τη συμμετοχή του συζύγου τους.
3.4 Φύλο και δυσκολίες: η θηλυκοποίηση της φτώχειας
Η φτώχεια και η οικονομική βία είναι στενά συνδεδεμένα ζητήματα που επηρεάζουν άνισα τις γυναίκες. Στατιστικά δεδομένα από αξιόπιστες πηγές, όπως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) (“Facts and figures: Ending violence against women,” n.d.) και το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Πληθυσμό (“Population data Portal,” n.d.), αναδεικνύουν την έμφυλη ανισότητα στα ποσοστά φτώχειας. Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερο ποσοστό φτώχειας σε σύγκριση με τους άνδρες, αποκαλύπτοντας την ύπαρξη οικονομικής βίας ως μια μορφής διάκρισης που επηρεάζει αρνητικά τη ζωή των γυναικών.
Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης του Πεκίνου, η οποία αποτέλεσε μία σημαντική στιγμή για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών, οι κυβερνήσεις αναγνώρισαν πως η φτώχεια έχει έμφυλη διάσταση (UNWOMEN, 2000). H πλειονότητα των 1,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν με $1 ή λιγότερο την ημέρα είναι γυναίκες. Αυτό το φαινόμενο είναι γνωστό ως θηλυκοποίηση της φτώχειας και υποδεικνύει το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών που βιώνουν τη φτώχεια. Παγκοσμίως, οι γυναίκες κερδίζουν λίγο περισσότερο από το μισό από ό,τι κερδίζουν οι άνδρες (UNWOMEN, 2000). Οι γυναίκες που ζουν σε φτώχεια συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε ζωτικούς πόρους, όπως πίστωση, γη και κληρονομιά, ενώ η εργασία τους παραμένει μη-αμειβόμενη και αναγνωρίζεται ελάχιστα. Ακόμα έχουν περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, στην εκπαίδευση και στη λήψη αποφάσεων, τόσο στην οικογένεια όσο και στην ευρύτερη κοινωνία. Οι γυναίκες που βρίσκονται παγιδευμένες στη φτώχεια δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε πόρους και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα για να βελτιώσουν την κατάστασή τους.
4. Η εκτίμηση της οικονομικής βίας
Για την εκτίμηση της οικονομικής βίας ανακύπτει ένα σημαντικό ερώτημα που απαιτεί προσεκτική εξέταση: πρέπει η οικονομική βία να αντιμετωπιστεί ως μια ατομική κατάσταση ή ως ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο; Προς το παρόν, οι θεσμικοί ορισμοί και οι κυρίαρχοι επιχειρησιακοί ορισμοί κλίνουν προς το πρώτο, δίνοντας βάση στα ατομικά περιστατικά οικονομικής βίας κατά των γυναικών. Ωστόσο, η πολυπλοκότητα αυτού του διαδεδομένου προβλήματος είναι τέτοια, ώστε η πραγματική του φύση μπορεί να κατανοηθεί ευρύτερα μέσα από το πρίσμα του κοινωνικού φαινομένου. Από το 2012, ο ΟΗΕ έχει ήδη εκφράσει την ανάγκη για βελτίωση στη μέτρηση της ψυχολογικής και οικονομικής βίας. Με την ψυχολογική και οικονομική βία να περιλαμβάνονται πλέον στον πυρήνα των δεικτών για τη βία κατά των γυναικών, είναι ζωτικής σημασίας να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτοί οι δείκτες δεν επωφελούνται από το ίδιο επίπεδο συναίνεσης και μεθοδολογίας που υπάρχει για τη μέτρηση της σωματικής και σεξουαλικής βίας. Απαιτείται περαιτέρω μεθοδολογική εργασία για τον καθορισμό αυτών των δεικτών, και φυσικά, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι μπορεί να μην καταγράφονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις πολιτισμικές παραδόσεις (Jansen, 2012).
Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE, 2023) εισήγαγε έναν εξειδικευμένο δείκτη με σκοπό τον ποσοτικό προσδιορισμό της οικονομικής βίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτός ο δείκτης, ως ένα χρήσιμο εργαλείο αξιολόγησης, ενσωματώθηκε για πρώτη φορά στην 2η Ετήσια Έκθεση για την Βία κατά των Γυναικών στην Ελλάδα για το έτος 2021 (ΓΓΔΟΠΙΦ, 2021). Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία για το έτος 2020, καταγράφονται 1.638 γυναίκες ηλικίας 18 και άνω που κατήγγειλαν περιστατικά οικονομικής βίας από άνδρες του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Οι νομικές αναφορές για την οικονομική βία αφορούν τα άρθρα 169A[3] και 358[4] του Ποινικού Κώδικα (χρήση στέγης, κινητών περιουσιακών στοιχείων και διατροφής). Τα δεδομένα αποκάλυψαν ότι 69% των ανδρών που αναφέρθηκαν ως υπεύθυνοι για τη διάπραξη οικονομικής βίας ήταν πρώην σύζυγοι (1.131 περιπτώσεις), ενώ το 22,7% ήταν οι νυν σύζυγοι ή σύντροφοι των θυμάτων (372 περιπτώσεις). Γενικά, οι κύριες μορφές βίας στο πλαίσιο της οικογενειακής βίας ήταν η ψυχολογική βία (34%), η λεκτική βία (30,2%), περιπτώσεις σωματικής βίας (27,7%), η οικονομική βία (5,1%) και η σεξουαλική βία στο πλαίσιο της συντροφική/συζυγικής βίας (3%). Η συμπερίληψη αυτού του εξειδικευμένου δείκτη για την οικονομική βία στις ετήσιες εκθέσεις αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την απεικόνιση της εμφανούς οικονομικής βίας στο μικροεπίπεδο. Aς μην ξεχνάμε ότι, όχι πολλά χρόνια πριν, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (FRA, 2015) ενέταξε την οικονομική βία ως έναν δείκτη, μεταξύ τριών άλλων, για την εκτίμηση της ψυχολογικής βίας. Η οικονομική βία αποτελούσε δηλαδή, στο πλαίσιο της ερευνητικής προσέγγισης του FRA, μία μόνο από τις επιμέρους όψεις της ψυχολογικής βίας και δεν αναλυόταν αυτοτελώς. Ο δείκτης της οικονομικής βίας στην έρευνα του FRA περιλάμβανε τις εξής παραμέτρους: παρεμπόδιση γυναικών από τη λήψη οικονομικών αποφάσεων ή τη δυνατότητα να ψωνίζουν αυτόνομα ή απαγόρευση εργασίας εκτός της οικίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, η έρευνα έδειξε ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά αποκλειστικά και μόνο την οικονομική βία περίπου 5% των γυναικών είχαν βιώσει οικονομική βία στην τρέχουσα σχέση τους και 13% των γυναικών είχαν βιώσει κάποια μορφή οικονομικής βίας σε προηγούμενες σχέσεις. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα σημαντική η εξέλιξη που σημειώθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση αφού η οικονομική βία στο μικροεπίπεδο μελετάται πλέον ανεξάρτητα από τις λοιπές μορφές βίας κατά των γυναικών και δεν αποτελεί περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας.
Από την άλλη πλευρά, η θεώρηση της οικονομικής βίας στο μακροεπίπεδο αναγνωρίζει το περίπλοκο δίκτυο των συνδεδεμένων διαστάσεών της που εκτείνονται πέρα από τις ατομικές προσεγγίσεις. Με την υιοθέτηση αυτής της προοπτικής, αναγνωρίζουμε ότι η οικονομική βία κατά των γυναικών δεν περιορίζεται σε μία μόνο διάσταση, αλλά αντίθετα είναι εγκιβωτισμένη στις κοινωνικές νόρμες, τις θεσμικές δομές και στις πολιτισμικές πρακτικές. Μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει να λάβουμε υπόψη τα αλληλένδετα συστήματα πατριαρχίας, οικονομικών δομών και, όπου είναι εφαρμοστέο, αυταρχικών καθεστώτων που διατηρούν και ενισχύουν την οικονομική βία. Για να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη κατανόηση της οικονομικής βίας κατά των γυναικών, πρέπει να ξεπεράσουμε τις αποσπασματικές προσεγγίσεις και να υιοθετήσουμε μια ολιστική προσέγγιση, αναγνωρίζοντας τις υποκείμενες δομές και τους συστημικούς παράγοντες που διατηρούν αυτήν τη μορφή κακοποίησης. Για παράδειγμα, ειδικά για την Ελλάδα, είναι αποκαλυπτικά τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ (Ιωαννίδης, 2023) που δείχνουν ότι παρόλο που οι γυναίκες έχουν πλέον υψηλότερη εκπαίδευση από τους άνδρες συνομηλίκους τους, υφίσταται σημαντική ανισότητα στα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των φύλων. Ο λόγος πιθανότητας μιας γυναίκας να είναι άνεργη είναι περίπου 80% υψηλότερος από τον αντίστοιχο λόγο για τους άνδρες. Και αυτό συμβαίνει ενώ το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των ανδρών. Η έρευνα παρατηρεί επίσης μία διαχρονική κυριαρχία των γυναικών σε πτυχία πανεπιστημίου και μία εξισορρόπηση έως και ανατροπή της κυριαρχίας των ανδρών σε μεταπτυχιακά διπλώματα. Αυτή η εικόνα δε μπορεί να δικαιολογήσει τη μικρότερη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό ούτε φυσικά και τα πολύ μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας συγκριτικά με τους άνδρες που παρουσιάστηκαν προηγουμένως. Είναι φανερή η ύπαρξη επομένως διακρίσεων στην αγορά εργασίας εις βάρος των γυναικών. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, τα εισοδήματα και των δύο φύλων αυξάνονται με την ηλικία. Ωστόσο, στις γυναίκες τα εισοδήματα αυξάνονται μόνο μέχρι την ηλικιακή ομάδα 55-59 και στη συνέχεια φθίνουν, σε αντίθεση με αυτά των ανδρών που συνεχίζουν την αυξητική τους τάση. Επίσης, τα εισοδήματα των γυναικών όχι μόνο είναι πολύ χαμηλότερα από αυτά των ανδρών αλλά όσο ανεβαίνει η ηλικία, η μεταξύ τους διαφορά μεγαλώνει. Τα παραπάνω παραδείγματα καθιστούν προφανές ότι για τη μέτρηση της οικονομικής βίας στο μακροεπίπεδο χρειάζεται να ληφθούν υπόψη δείκτες, όπως η ανεργία, τα επίπεδα εισοδήματος, η πρόσβαση σε πόρους, οι ευκαιρίες απασχόλησης και βέβαια το νομικό πλαίσιο. Αυτά τα στοιχεία δύναται να αποτελέσουν τη βάση για την κατανόηση των μακροσκοπικών όψεων της οικονομικής βίας αλλά και της διάχυσής της στην κοινωνία.
Ωστόσο, μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της οικονομικής βίας προϋποθέτει επίσης μια βαθιά κατανόηση των υποκειμενικών εμπειριών και αντιλήψεων των ατόμων που επηρεάζονται άμεσα από αυτήν τη μορφή κακοποίησης. Οι ερευνήτριες οφείλουν να χρησιμοποιήσουν ποιοτικές μεθόδους έρευνας σε συνδυασμό με τα ποσοτικά δεδομένα. Οι ποιοτικές μέθοδοι, όπως οι συνεντεύξεις, οι ομαδικές συζητήσεις και οι μελέτες περίπτωσης, δίνουν τη δυνατότητα για την ανάδειξη των ατομικών εμπειριών και αντιλήψεων που σχετίζονται με την οικονομική βία. Μέσω αυτών των προσεγγίσεων, διαφαίνονται κρυφές πτυχές της οικονομικής βίας που ενδέχεται να μην καταστούν αντιληπτές πλήρως μόνο μέσω ποσοτικών δεδομένων.
5. Καταληκτικές παρατηρήσεις και συζήτηση
Η οικονομική βία είναι ριζωμένη στις πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις. Το ισχύον οικονομικό σύστημα εξαρτάται σημαντικά από την εκμετάλλευση της μη αμειβόμενης εργασίας φροντίδας, που κυρίως εκτελείται από γυναίκες. Δυστυχώς, αυτή η εξάρτηση έχει συντελέσει στη συστηματική υποτίμηση της φροντίδας με όρους αγοράς -χαμηλή αξιολόγηση της γυναικείας οικιακής εργασίας- αλλά και στη συστηματική υπερεκτίμησή της στο ιδεολογικό και αξιακό πλαίσιο ως υψηλή υποχρέωση του ηθικοποιημένου θηλυκού υποκειμένου (Bauhardt, 2018). Επιπρόσθετα, η ιστορική προδιάθεση του ισχύοντος οικονομικού μοντέλου για την εκμετάλλευση της εργασίας και την απόσπαση πόρων από τις πρώην αποικιοκρατούμενες περιοχές έχει επηρεάσει αναλογικά περισσότερο τις αυτόχθονες γυναίκες αλλά και γενικότερα τις έγχρωμες γυναίκες. Οι επιπτώσεις τις αποικιοκρατίας πλήττουν άνισα τα δύο φύλα και έχουν υποβάλει μεγάλο ποσοστό αυτών των γυναικών σε εξαναγκαστική εργασία, σεξουαλική εκμετάλλευση και άλλες εκδηλώσεις οικονομικής βίας (Mohanty, 1988). Ακόμα, όταν αυταρχικά καθεστώτα ασκούν εξουσία, οι διαστάσεις της οικονομικής βίας κατά των γυναικών παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρές μορφές. Τέτοια καθεστώτα επιβάλλουν νομικά και θεσμικά εμπόδια που εμποδίζουν την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών, περιλαμβάνοντας περιορισμούς στην κυριότητα ακινήτων, στις επιχειρηματικές προσπάθειες, καθώς και στην πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις ευκαιρίες εργασίας. Επιπλέον, στα αυταρχικά καθεστώτα, η οικονομική βία συχνά χρησιμοποιείται ως μέσο πολιτικής καταπίεσης, περιορίζοντας την πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες και εκθέτοντας τις γυναίκες σε εξαναγκαστική εργασία ή εμπορία ανθρώπων. Σε περιβάλλοντα σύγκρουσης ή μετά από σύγκρουση, οι γυναίκες μπορεί να υφίστανται το βάρος σεξουαλικής βίας και εκμετάλλευσης, διαιωνίζοντας μια ευρύτερη στρατηγική τρόμου και ελέγχου (Zuckerman & Greenberg, 2004).
Η οικονομική βία κατά των γυναικών αποτελεί ένα σύνθετο και διαδεδομένο παγκόσμιο φαινόμενο που διατρέχει διάφορους κοινωνικοοικονομικούς και πολιτισμικούς χώρους για το οποίο μικρή προσοχή έχει δοθεί από την διεθνή βιβλιογραφία. Ενώ είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε ότι και οι άνδρες μπορούν να γίνουν θύματα οικονομικής βίας, είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτή η μορφή κακοποίησης πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες. Η οικονομική βία υπερβαίνει τις ατομικές σχέσεις και διαπερνά τους θεσμικούς και συστημικούς χώρους. Η θεσμική οικονομική βία λειτουργεί μέσω πολιτικών, πρακτικών και κοινωνικών νορμών που διαιωνίζουν οικονομικές ανισότητες, με τις γυναίκες να επηρεάζονται δυσανάλογα. Συνοδεύοντας άλλες μορφές καταπίεσης, η οικονομική βία επιτείνει τις αρνητικές συνέπειες για τις περιθωριοποιημένες κοινότητες, αποδυναμώνοντας την ήδη μειονεκτική τους θέση. Το πολιτισμικό πλαίσιο αναδύεται ως ένας κρίσιμος παράγοντας που διαμορφώνει την αναγνώριση και την κυριαρχία της οικονομικής βίας, καθιστώντας επιτακτική μια πιο εμβριθή έρευνα για να κατανοήσουμε πλήρως τις όψεις της και τις συνέπειές της.
Οι ιστορικές αναφορές του κειμένου ανέδειξαν απτά παραδείγματα σχετικά με τη θεσμική νομιμοποίηση της οικονομικής βίας κατά των γυναικών. Ο Ναπολεόντειος Κώδικας και ο Ιόνιος Κώδικας στην Ελλάδα καθώς και το εμβληματικό ‘κυνήγι μαγισσών’ στον κόσμο λειτουργούν ως έντονες υπενθυμίσεις θεσμικών ρυθμίσεων που περιόρισαν την οικονομική εξουσία των γυναικών και απείλησαν την οικονομική τους αυτονομία. Το φαινόμενο της θηλυκοποίησης της φτώχειας φωτίζει το δυσανάλογο βάρος της οικονομικής βίας που αναλαμβάνουν οι γυναίκες. Τα στατιστικά στοιχεία υπογραμμίζουν την έμφυλη ανισότητα στα ποσοστά φτώχειας, και δείχνουν εμφατικά ότι η οικονομική βία είναι εντόνως διακριτική έναντι των γυναικών. Επείγουσα είναι εξάλλου η ανάγκη να αναπτυχθούν αυστηρές μεθοδολογίες για τη μέτρηση και την καταγραφή της οικονομικής βίας στο μικρο και μακρο επίπεδο, που θα αναδείξουν τις επιμέρους όψεις της.
Για την διεύρυνση της συζήτησης, οι νομοθετικές εξελίξεις δεν μπορούν να μείνουν εκτός. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η Κύπρος και το Ηνωμένο Βασίλειο είναι δύο χώρες που πρόσφατα αναγνώρισαν νομικά την οικονομική βία ως έγκλημα: Συγκεκριμένα, στην Κύπρο, σύμφωνα με τη νομοθετική ρύθμιση Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Ν. 115(Ι)/2021 Αρ. 4841, 13.5.2021, Ο περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος, στα Αδικήματα βίας κατά των γυναικών, στο άρθρο 8 με τίτλο «Οικονομική βία» ορίζει ότι «Σύζυγος ή σύντροφος γυναίκας οικονομικά εξαρτώμενης από αυτόν, ο οποίος της αποστερεί τα αναγκαία προς το ζην οικονομικά μέσα περιλαμβανομένης της διατροφής, της ιατρικής περίθαλψης, του ιματισμού και της στέγης, με σκοπό να της προκαλέσει σωματική ή/και ψυχολογική βλάβη ή/και με σκοπό να την εξαναγκάσει να προβεί σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή/και απερίσκεπτα, αδιαφορώντας εάν θα της προκαλέσει σωματική ή ψυχολογική βλάβη, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δυο αυτές ποινές». Το βρετανικό δίκαιο, από την άλλη, αναγνωρίζει επίσημα ως έγκλημα την οικονομική κακοποίηση (economic abuse). Ορίστηκε για πρώτη φορά στο νόμο Domestic Abuse Act 2021, ο οποίος εισήχθη στο κοινοβούλιο στις αρχές του 2020 και έλαβε τη βασιλική έγκριση στις 29 Απριλίου 2021. Ο νόμος ορίζει την οικονομική κακοποίηση ως οποιαδήποτε συμπεριφορά που έχει ουσιαστική αρνητική επίπτωση στην ικανότητα του θύματος να αποκτά, να χρησιμοποιεί ή να διατηρεί χρήματα ή άλλη περιουσία ή να αποκτά αγαθά ή υπηρεσίες.
Η συζήτηση σχετικά με την οικονομική βία κατά των γυναικών φαίνεται πως αρχίζει μόλις τώρα. Λαμβάνοντας υπόψη την ειδική αναφορά σε αυτήν στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η συζήτηση επεκτείνεται και στον ρόλο του δικαίου, καθώς οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις στην Ευρώπη εισάγουν νέες προκλήσεις και επισημαίνουν την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του θέματος.
- H Αναστασία Χαλκιά είναι Κοινωνιολόγος, Δρ Εγκληματολογίας, Επιστημονική Συνεργάτιδα της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Γενική Γραμματέας του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος
Βιβλιογραφία
Adams, A. E., Sullivan, C. M., Bybee, D., & Greeson, M. R. (2008). Development of the scale of economic abuse. Violence Against Women, 14, 563–588.
Bauhardt, C. (2018) Nature, care and gender. In Bauhardt, C., Hartcourt W. (Eds). Feminist political ecology and the economics of care. In search of economic alternatives (pp.16-35). London: Routledge.
Chowbey, P. (2017). Women’s narratives of economic abuse and financial strategies in Britain and South Asia. Psychology of Violence, 7(3), 459.
Chronister, K. M. (2007). Contextualizing women domestic violence survivors' economic and emotional dependencies.
Corrie, T., & McGuire, M. (2013). Economic abuse: Searching for solutions. Abbotsford, Victoria: Good Shepherd Youth & Family Services and Kildonan UnitingCare.
Crenshaw, K.W. (1991). Mapping the Margins: Intersectionality, identity politics, and violence against women of color. Stanford Law Review. 43(6), 1241–99.
European Institute for Gender Equality (EIGE). Οικονομική βία, διαθέσιμο σε: https://eige.europa.eu/publications-resources/thesaurus/terms/1229?language_content_entity=el
European Institute for Gender Equality (EIGE). (2023) Understanding Economic Violence against Women, διαθέσιμο σε: https://eige.europa.eu/sites/default/files/documents/EIGE_Factsheet_EconomicViolence.pdf
European Institute for Gender Equality (EIGE). Economic violence, διαθέσιμο σε: https://eige.europa.eu/publications-resources/thesaurus/terms/1229
European Institute for Gender Equality (EIGE). (2019). Tackling the gender pay gap: not without a better work-life balance, διαθέσιμο σε: https://eige.europa.eu/publications-resources/publications/tackling-gender-pay-gap-not-without-better-work-life-balance
European Parliament. (2020). Discriminatory laws undermining women’s rights. Policy Department, Directorate-General for External Policies, διαθέσιμο σε: https://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/IDAN/2020/603489/EXPO_IDA(2020)603489_EN.pdf
Fawole, O. (2008). Economic Violence to Women and Girls. Trauma, Violence & Abuse, 9, 167-77.
Federici, S. (2004). Caliban and the Witch. New York, NY: Autonomedia.
Federici, S. (2018). Witches, witch-hunting and women. PM Press – Autonomedia – Common Notions.
FRA. (2015). Violence against women: an EU-wide survey. Main results report, Luxemburg: Publications of the EU, διαθέσιμο σε: https://fra.europa.eu/en/publication/2014/violence-against-women-eu-wide-survey-main-results-report
Gerhard, U., Meunier, V., & Rundell, E. (2016). Civil law and gender in nineteenth-century Europe. Women, Gender, History, 43, 250–275.
Jansen, H.A.F.M. (2012). Prevalence surveys on violence against women. Challenges around indicators, data collection and use. Bangkok: UN Women
In collaboration with ESCAP, UNDP, UNFPA, UNICEF and WHO, διαθέσιμο σε: https://www.unwomen.org/sites/default/files/Headquarters/Attachments/Sections/CSW/57/EGM/EGM-paper-Henriette-Jansen%20pdf.pdf
ILO. (2022). Pay transparency legislation: Implications for employers’ and workers’ organizations. Geneva, available at: https://www.ilo.org/wcmsp5/groups/public/---ed_protect/---protrav/---travail/documents/publication/wcms_849209.pdf
Lobingier, C. S. (1918). Napoleon and his Code. Harvard Law Review, 32(2), 114–134.
Miguel, E. (2005). Poverty and witch killing. The Review of Economic Studies, 72(4), 1153–1172.
Ministry of Labour and Social Affaires – General Secretariat – for Demography and Family Policy and Gender Equality (GSDFPGE). (2021). 2nd Annual Report on Violence against Women, Athens, διαθέσιμο σε: https://isotita.gr/wp-content/uploads/2022/06/ENG-EKTHESH-SITE.pdf
Mohanty, C.T. (1988). Under western eyes: Feminist scholarship and colonial discourses. Feminist Review, 30, 61–88.
Outlaw, M. (2009). No one type of intimate partner abuse: Exploring physical and non-physical abuse among intimate partners. Journal of Family Violence, 24, 263–272.
Population Data Portal. (n.d.). Population Data Portal, διαθέσιμο σε: https://pdp.unfpa.org/?_ga=2.91666266.1794158805.1699000647-57566414.1699000647&data_id=dataSource_8-5%3A17306%2CdataSource_8-0%3A586%2CdataSource_2-0%3A6&page=Explore-Indicators.
Postmus, J. L., Plummer, S. B., McMahon, S., Murshid, N., & Kim, M. (2012). Understanding economic abuse in the lives of survivors. Journal of Interpersonal Violence, 27, 411–430.
Postmus, J. L., Plummer, S. B., & Stylianou, A. M. (2016). Measuring economic abuse in the lives of survivors: Revising the Scale of Economic Abuse. Violence Against Women, 22, 692–703.
Postmus, J. L., Hoge, G. L., Breckenridge, J., Sharp-Jeffs, N., & Chung, D. (2020). Economic abuse as an invisible form of domestic violence: A multicountry review. Trauma, Violence, & Abuse, 21(2), 261-283.
Rose, R. B. (1995). Feminism, women and the french revolution. Historical Reflections / Réflexions Historiques, 21(1), 187–205.
Sanders, C. K., & Schnabel, M. (2006). Organizing for economic empowerment of battered women: Women’s savings accounts. Journal of Community Practice, 14, 47–68.
Sedziafa, A. P., Tenkorang, E. Y., Owusu, A. Y., & Sano, Y. (2017). Women’s experiences of intimate partner economic abuse in the eastern region of Ghana. Journal of Family Issues, 38(18), 2620-2641.
Sharp-Jeffs, N. (2015). Money matters: Research into the extent and nature of financial abuse within intimate relationships in the UK. London, England: The Co-operative Bank/Refuge.
Stark, E. (2007). Coercive control: How men entrap women in personal life. New York, NY: Oxford University Press.
Strube, M. J. (1988). The decision to leave an abusive relationship: Empirical evidence and theoretical issues. Psychological Bulletin, 104, 236–250.
Stylianou, A. M., Postmus, J. L., & McMahon, S. (2013). Measuring abusive behaviors: Is economic abuse a unique form of abuse? Journal of Interpersonal Violence, 28, 3186–3204.
Thilagavathy S., Geetha S.N. (2023). Work-life balance -a systematic review. Vilakshan - XIMB Journal of Management, 20(2), 258-276.
United Nations Fund for Women (UNIFEM). (1999). A world free of violence against women (U.N. global video conference). New York.
UNWOMEN. Five-year Review of the implementation of the Beijing Declaration and Platform for Action (Beijing + 5) held in the General Assembly, 5 - 9 June 2000, διαθέσιμο σε: https://www.un.org/womenwatch/daw/followup/beijing+5.htm
UNWOMEN. (2000). The feminization of poverty, διαθέσιμο σε: https://www.un.org/womenwatch/daw/followup/session/presskit/fs1.htm
UNWOMEN. (n.d.). Violence against women, Indicators of violence, διαθέσιμο σε: https://www.un.org/womenwatch/daw/vaw/v-issues-focus.htm
UN Women. (n.d). Facts and figures: Ending violence against women, διαθέσιμο σε: https://www.unwomen.org/en/what-we-do/ending-violence-against-women/facts-and-figures
UN Women. (n.d.). Frequently asked questions: Types of violence against women and girls, διαθέσιμο σε: https://www.unwomen.org/en/what-we-do/ending-violence-against-women/faqs/types-of-violence
Westmarland N. (2015). Violence against women: Criminological perspectives on men’s violences. London:Routledge.
WHO. (2002). World report on violence and health. Geneva, διαθέσιμο σε: https://apps.who.int/iris/bitstream/handle/10665/42495/9241545615_eng.pdf
Yount, K. M., Krause, K. H., & VanderEnde, K. E. (2016). Economic coercion and partner violence against wives in Vietname: A unified framework? Journal of Interpersonal Violence, 31, 3307–3331.
Zuckerman, E., Greenberg, M. (2004). The Gender Dimensions of Post-Conflict Reconstruction: An Analytical Framework for Policymakers. Gender and Development, 12(3), 70–82, διαθέσιμο σε: http://www.jstor.org/stable/4030657
Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Α. (2021). Εισαγωγικός χαιρετισμός. Στο Παπαδοπούλου, Δ. (Επιμ.). Κοινωνικός αποκλεισμός: Για τους ανθρώπους που παραμερίζουμε. Πρακτικά Συνεδρίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αθήνα: Αρμός.
Ζαβού, Α. (2021). Η φεμινιστική προβληματική της διαθεματικότητας. Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 156, 56-85.
Ιωαννίδης, Α. (2023). Απασχόληση και ανεργία των νέων στην Ελλάδα: υφιστάμενη κατάσταση και προοπτικές, Αθήνα:ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ.
Μπαλάνος, Σ. Κ. (2009). Ιόνιος αστικός κώδικας, ή, Πολιτικός κώδηξ των Ιονίων νήσων. Κέρκυρα: Έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Κέρκυρας.
Υποσημειώσεις
[1] Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από συλλογικό τόμο που πρόκειται να δημοσιευθεί υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου "Νίκος Πουλαντζάς" και αναθεωρημένο μέρος εισήγησης στο Διεθνές Συνέδριο Historical Materialism Athens “State in/and Crisis. Theory and Movement in a Dangerous World” που διεξήχθη σε συνδιοργάνωση με το Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στην Αθήνα, από τις 20 έως και τις 23 Απριλίου 2023.
[2] Υπουργική Απόφαση Αριθ. 1027411/842/ΔΜ/26.2.1998. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 54Α), εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Οικονομικών, να καθορίζει με αποφάσεις του, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, το χρόνο, το τρόπο, τη διαδικασία χορήγησης του ΑΦΜ, τον αριθμό των ψηφίων του, την αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη χορήγησή του, τις πράξεις, τις συναλλαγές και δραστηριότητες φορολογικού ενδιαφέροντος, τις εξαιρέσεις, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία χορήγησής του.
Υποχρεωτική χορήγηση Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) και διαδικασίες απόδοσής του, (ΦEK Β' 193/03-03-1998) Άρθρο 2 Υποχρεωτική χορήγηση ΑΦΜ.
Χορηγείται υποχρεωτικά ενιαίος και μοναδικός Αριθμός Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) στα παρακάτω πρόσωπα: […] 4. Στις έγγαμες γυναίκες που υποβάλλουν με τους συζύγους τους κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος και δεν διαθέτουν ΑΦΜ.
[3]Άρθρο 169Α, παρ.1 ΠΚ: Όποιος δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή ή διάταξη δικαστικής απόφασης πολιτικού δικαστηρίου ή σε εισαγγελική διάταξη, που αφορούν τη ρύθμιση της νομής ή της κατοχής, την άσκηση της γονικής μέριμνας, την επικοινωνία με το τέκνο και τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων ή την απαγόρευση προσέγγισης και επικοινωνίας μεταξύ προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος δεν συμμορφώθηκε σε συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα και αφορά στην επικοινωνία των ανήλικων τέκνων.
[4] Άρθρο 358 ΠΚ: Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που την επιβάλλει σε αυτόν ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.