ΤΕΥΧΟΣ #22 ΜΑΡΤΙΟΣ 2024

Χρήση ψυχοδραστικών ουσιών στην εφηβεία και παραβατικότητα: συνύπαρξη ή σχέση αλληλεπίδρασης;

Ευσταθιάδου Γεωργία, υπ. Δρ.

 

Η σχέση μεταξύ ανήλικης παραβατικότητας και χρήσης επιβεβαιώνεται σε πλήθος δημοσιευμένων ερευνών χωρίς ωστόσο, να είναι σαφώς κατανοητή η διαδρομή που ακολουθείται. Οι συμπεριφορές εμφανίζονται συχνά από κοινού αλλά υπάρχει μικρή συναίνεση για το αν εξηγούνται από μοναδικούς παράγοντες ή είναι αποτέλεσμα κοινών συσχετισμών και διαδικασιών.

Η ανασκόπηση των ερευνών επισημαίνει ότι το φαινόμενο της χρήσης και της παραβατικότητας συμβαδίζει χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποιο έχει το ρόλο του αιτιολογικού παράγοντα και ποιο του αποτελέσματος. Η εξέταση και παρουσίαση αυτής της συσχέτισης είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι η γνώση θα βοηθήσει στην έγκαιρη και ουσιαστική παρέμβαση.

Εισαγωγή

Η νεανική παραβατικότητα και η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών στην εφηβεία αποτελούν δύο από τις πιο συχνές και ταυτόχρονα ριψοκίνδυνες συμπεριφορές των νέων. Από τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και τις σχετικές κλινικές έρευνες, είναι γνωστό ότι οι νεαροί χρήστες ναρκωτικών είναι ευάλωτοι στον φαύλο κύκλο των ναρκωτικών και της παραβατικότητας (Σκανδάμη, κ.α., 2016).

Ταυτόχρονα, η ανήλικη παραβατικότητα και η χρήση ουσιών προσλαμβάνει ιδιαίτερα ανησυχητικές διαστάσεις και κλιμακώνεται με το πέρασμα των χρόνων. Οι ανοδικές τάσεις που αναφέρθηκαν τα τελευταία χρόνια (Barnes, Welte, & Hoffman, 2002; Κοκκέβη, κ.α., 2010; ESPAD, 2019) από τις περισσότερες δυτικές χώρες, φέρνουν στο επίκεντρο την ανάγκη για καλύτερη κατανόηση της σχέσης μεταξύ αυτών των δύο φαινόμενων.

Η συσχέτιση είναι αδιαμφισβήτητη όπως αδιαμφισβήτητο είναι πως υπάρχουν παρόμοιοι ή κοινοί παράγοντες κινδύνου. Ωστόσο, η δυναμική αυτής της σχέσης και η χρονική της διάταξη παραμένει ασαφής προκαλώντας το εύλογο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Το ενδιαφέρον είναι κάτι περισσότερο από ακαδημαϊκό, καθώς αυτή η δυναμική επηρεάζει διαφορετικές πτυχές της ατομικής και κοινωνικής ευημερίας και η ανάλυση της έχει προφανείς επιπτώσεις στην πρόληψη και την αποκατάσταση.

Το παρόν άρθρο εξετάζει τη σχέση αυτών των δύο φαινομένων με στόχο να αναδείξει το πόσο έντονα το ένα στοιχείο επηρεάζει το άλλο. Τα στοιχεία που συνδέουν τα δύο φαινόμενα φανερώνουν ότι οι προσπάθειες για την πρόληψη της χρήσης ουσιών και της ανήλικης παραβατικότητας θα πρέπει να στοχεύουν στους ίδιους παράγοντες. Οι ίδιες παρεμβάσεις μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο και των δύο αυτών μορφών αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, δεδομένων των υψηλών ποσοστών χρήσης ναρκωτικών μεταξύ των παραβατών, απαιτούνται σαφώς προγράμματα παρέμβασης και θεραπείας κατά της χρήσης ναρκωτικών σε παραβατικούς πληθυσμούς.

Η περίοδος της εφηβείας

Η εφηβεία είναι μια αναπτυξιακή περίοδος φυσικών και ψυχολογικών αλλαγών που σηματοδοτεί την έναρξη μεγαλύτερης ανεξαρτησίας, αυξημένου πειραματισμού και ανάληψης κινδύνων μεταξύ των νέων ηλικίας 12 έως 18 ετών (Howlett, Williams & Subramaniam, 2012). Η δυναμική αναπτυξιακή περίοδος κυμαίνεται από την ηλικία των 10 ετών έως 18 και επίσης από 18 έως 21 ετών με διακυμάνσεις σύμφωνα με ορισμένους πολιτισμούς και κοινωνίες (Khalil & Handan-Mansour, 2019). Φυσικές, συναισθηματικές, κοινωνικές και ψυχολογικές αλλαγές, που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια αυτής της ηλικίας, κάνουν τους εφήβους πιο ευάλωτους σε επικίνδυνες και παρορμητικές συμπεριφορές (Khalil & Handan-Mansour, 2019).

Ο Erickson (1963) ονόμασε την περίοδο μεταξύ 13 με 19 ετών ως «αναγνώριση έναντι σύγχυσης ρόλου». Σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, οι έφηβοι εξερευνούν, αμφισβητούν τις υπάρχουσες αξίες και πειραματίζονται σε εναλλακτικούς ρόλους προκειμένου να αναπτύξουν το δικό τους σύνολο αξιών και στόχων. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν ριψοκίνδυνες προκλήσεις, κινδυνεύοντας να πειραματιστούν με αρνητικές συμπεριφορές, όπως η χρήση ουσιών.

Ταυτόχρονα οι διάφορες εξαρτητικές συμπεριφορές υποδεικνύουν την αποτυχία των διεργασιών της εφηβείας και την ελλιπή επεξεργασία της υποβόσκουσας ψυχικής διαμάχης. Ο έφηβος υιοθετώντας εξαρτητικές συμπεριφορές έχει ως στόχο να εκφορτίσει ψυχική ένταση και άγχος. Έτσι, αναδιοργανώνει αμυντικά την προσωπικότητά του γύρω από την εξαρτητική συμπεριφορά, η οποία του προσφέρει ένα υποκατάστατο αντικείμενο, που του επιτρέπει να διατηρήσει το αίσθημα της ταυτότητάς του. Επιπλέον ο έφηβος επιχειρεί να υποκαταστήσει σχέσεις που ήδη υπάρχουν και από τις οποίες είναι συναισθηματικά εξαρτημένος με το αντικείμενο της εξάρτησής του (Winnicott, 2003).

Ο Peele (1998), αρκετά χρόνια πριν, αναφερόμενος στο ερευνητικό έργο του Jerror, υπογράμμισε ότι οι νεαροί χρήστες ναρκωτικών αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης προοπτικής σύμφωνα με την οποία αυτοί οι χρήστες αμφισβητούν την ικανότητα να αποκτήσουν ικανοποίηση από τον κόσμο. Το πορτρέτο του είναι πολύ κοντά σε εκείνο των εφήβων χρηστών που απεικόνισαν ο Chein κ.α. (όπως αναφέρεται σε Peele, 1998), οι οποίοι επιδιώκουν μία ζωή η οποία επικεντρώνεται στα ναρκωτικά ως μέρος ενός εναλλακτικού συστήματος αξιών, το οποίο προσφέρει «μια αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, μία θέση στην κοινωνία, μία δέσμευση, προσωπικές σχέσεις που βασίζονται σε έναν φαινομενικά κοινό σκοπό, ένα αίσθημα του ανήκειν σε μια ομάδα, μια δραστηριότητα και μια ενασχόληση και ένα μέσο για την πλήρωση του κενού σε μια κατά τ’ άλλα άδεια ζωή». Ο Chein και οι συνάδελφοί του (όπως αναφέρεται σε Peele, 1998) βρήκαν ότι η εξάρτηση χρησίμευε ως μια αρχή οργάνωσης της ζωής και της συνείδησης για εκείνους που έχουν κατακλυστεί από φόβο και απαισιοδοξία, την ίδια στιγμή που η εξάρτηση επιβεβαίωνε την κοσμοθεωρία των εξαρτημένων.

Η παραβατική συμπεριφορά στους έφηβους χρήστες ψυχοδραστικών ουσιών

Η περίοδος της εφηβείας ενέχει την απομάκρυνση του ανήλικου από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, την αναζήτηση αναπληρωματικών μορφών ψυχικής ευφορίας και την αμφισβήτηση των κοινωνικών αξιών, που μπορεί να εκδηλώνονται με τη μορφή «επανάστασης» ή μέσω της τέλεσης παραβάσεων και εγκλημάτων. Η υιοθέτηση ενός αντισυμβατικού και παραβατικού προσανατολισμού παρέχει το κύρος και τις εναλλακτικές λύσεις για εκείνες τις επιδιώξεις των νέων που δεν μπορούν να ευοδωθούν με συμβατικό τρόπο (Παπανδρέου, Τουλούμη, & Πουλόπουλος, 2003).

Η παραβατικότητα παραμένει αναπόσπαστο και παράλληλο στοιχείο του τρόπου ζωής των χρηστών αφού θέτει την υιοθέτηση ενός αυστηρού συστήματος αξιών και κανόνων (Σπύρου & Πλύτας, 2016). Αυτό τείνει να είναι ένα σθεναρό εμπόδιο και μια συνεχή αντίσταση στην αντιμετώπιση της εξάρτησης και την ολοκληρωτική αλλαγή του χρήστη. Οι εγκληματικές ευκαιρίες είναι αρκετές, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, αφού οι επιλογές του χρήστη για νόμιμη εξασφάλιση χρημάτων σταδιακά περιορίζεται. Η παραβατικότητα είναι και παραμένει μια εύκολη λύση για την οικονομική στήριξη του χρήστη η οποία σταδιακά συνυπάρχει με την εξάρτηση (Σπύρου & Πλύτας, 2016).

Η καλύτερη κατανόηση της σύνδεσης μεταξύ της χρήσης ουσιών και της παραβατικότητας σε ανήλικους, φαίνεται σημαντική, όχι μόνο για την κατανόηση των υποκείμενων μηχανισμών αλλά και για το σχεδιασμό ειδικών προγραμμάτων πρόληψης και θεραπείας. Τα προγράμματα αυτά, που μπορούν να δράσουν επιλεκτικά στους εμπλεκόμενους παράγοντες, ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο παγίωσης της αποκλίνουσας συμπεριφοράς (Rocca, Verde, & Gatti, 2019).

Η ανήλικη παραβατικότητα είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται συνήθως στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία και διαφέρει από την έννοια της παραβατικότητας. Στη νομική επιστήμη «παραβατική» χαρακτηρίζεται η μη κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά που αντιβαίνει σε νομικό—ποινικό κανόνα. Όμως, για να θεωρηθεί ο ανήλικος «παραβάτης» θα πρέπει να προβεί σε ενέργειες ή παραλείψεις, που αποτελούν «νομική παράβαση» και συνεπάγεται σύλληψη και προσαγωγή του στο Δικαστήριο Ανηλίκων (Κωνσταντίνου, 2016). Η ορολογία βέβαια διαφέρει ανάλογα με την εθνική- τοπική δικαιοδοσία και αυτό προκύπτει από την έλλειψη ενός διεθνούς συμφωνημένου προτύπου. Μπορεί να είναι ένας δυνητικά προβληματικός όρος και σε ορισμένα πλαίσια να έχει υποτιμητικό τόνο με παραπλανητικές αρνητικές υποθέσεις. Για αρκετά χρόνια, ο ΟΗΕ χρησιμοποιεί τη φράση «παιδιά σε σύγκρουση με το νόμο» για να περιγράψει το εύρος της ετερογενούς ομάδας ατόμων, κάτω των 18 ετών, που έχουν παραβιάσει το νόμο ή κινδυνεύουν να το πράξουν (Young, Greer, & Church, 2017).

Διερευνώντας την σχέση μεταξύ χρήσης ουσιών και παραβατικότητας

Η ύπαρξη σημαντικής συσχέτισης μεταξύ της κατάχρησης ουσιών και της ανήλικης παραβατικότητας έχει αποδειχθεί από πολυάριθμες μελέτες, μερικές εκ των οποίων θα αναφερθούν στη συνέχεια. Το «μαύρο κουτί» σ΄ αυτή την αλληλεπίδραση δεν είναι αν συμβαίνει παραβατική πράξη, που σχετίζεται με τα ναρκωτικά, αλλά μάλλον ο μηχανισμός του πώς συμβαίνει. Δυστυχώς γι’ αυτό δεν υπάρχει έτοιμη απάντηση. Αντίθετα, τα ερευνητικά ευρήματα αποκαλύπτουν μια γκάμα απαντήσεων που ποικίλλουν ανάλογα με το είδος των εν λόγω ναρκωτικών, τους μεμονωμένους παράγοντες, τα δημογραφικά στοιχεία, τις ψυχολογικές προδιαθέσεις, τις οικονομικές συνθήκες και τις περιβαλλοντικές επιρροές (NCPC, 2009).

Βιβλιογραφικά αναφέρονται δύο ουσιαστικές κατηγορίες παραγόντων στην ερμηνεία της σχέσης ναρκωτικών και παραβατικότητας. Αρχικά, οι ιστορικοί και εξελικτικοί ατομικοί παράγοντες καθώς και οι τρέχοντες περιστασιακοί, οι οποίοι σχεδιάζονται, ελέγχονται και διαμορφώνονται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και περιστάσεις. Η πρώτη κατηγορία σχετίζεται με τον κίνδυνο που αναλαμβάνει το άτομο κατά την εμπλοκή του στη χρήση/διακίνηση ναρκωτικών και σε άλλες συναφείς παραβατικές πράξεις. Οι παράγοντες αυτοί, έχουν κατά κύριο λόγο διαπιστωτικό χαρακτήρα και αφορούν τον καθορισμό της συμπεριφοράς του χρήστη υπό το πρίσμα των ατομικών, κοινωνικών και ψυχολογικών παραγόντων. Η δεύτερη κατηγορία εστιάζει σε περιβαλλοντικούς και περιστασιακούς παράγοντες. Η αντίληψη αυτή εξηγεί τη συμμετοχή του δράστη σε συγκεκριμένα γεγονότα ή πράξεις και όχι σε άλλες που σχετίζονται με τα ναρκωτικά και το έγκλημα. Παρά το διαχωρισμό αυτό, υπάρχουν αρκετές επιμέρους μεταβλητές που ανήκουν και στις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες (Σπύρου & Πλύτας, 2016).

Παρ’ όλο που έχουν προταθεί πολλές ανταγωνιστικές θεωρίες για να εξηγήσουν τη σχέση μεταξύ χρήσης και παραβατικότητας η πιο γνωστή εγκληματολογική θεωρία  αναπτύχθηκε από τον Golstein. Αν και η θεωρία του εστίαζε στη χρήση ουσιών και τη βία, το πλαίσιο που προτείνει είναι προφανώς εφαρμόσιμο και στα μη βίαια εγκλήματα. Σύμφωνα με το θεωρητικό ταξινομικό σχήμα που ανέπτυξε ο Paul Goldstein (όπως αναφέρεται σε Σπύρου & Πλύτας, 2016), προκύπτουν τα εξής ερμηνευτικά μοντέλα:

α) Το ψυχοφαρμακολογικό μοντέλο, όπου  η παραβατικότητα αποδίδεται στις άμεσες επιδράσεις των ψυχοδραστικών ουσιών.

β) Το οικονομικο – αναγκαστικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο δίδεται έμφαση στην εξάρτηση και στην ανάγκη εξεύρεσης χρημάτων για την αγορά της ουσίας.

γ) Το συστημικό μοντέλο, που υπογραμμίζει το παράνομο κύκλωμα αγοράς ναρκωτικών, το οποίο υποκινεί βίαιη εγκληματικότητα.

Τέλος, το τριμερές περικλείει τα προηγούμενα τρία.

Oι Xue, Zimmerman και Cunningham (2009) έχουν προσθέσει έναν επιπλέον πιθανό σύνδεσμο, υποστηρίζοντας ότι, η κατάχρηση ουσιών διευκολύνεται από έναν παραβατικό τρόπο ζωής και ότι ένα άτομο που εμπλέκεται σε παραβατική συμπεριφορά είναι πιο πιθανό να εμπλακεί στη κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών. Αυτοί οι συγγραφείς συζητούν επίσης ένα άλλο μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο η χρήση ουσιών και η παραβατικότητα αλληλοενισχύονται. Τέλος, οι Jessor και Jessor (όπως αναφέρεται σε Rocca, Verde, & Gatti, 2019) επισημαίνουν ότι, η σχέση μεταξύ χρήσης ουσιών και παραβατικότητας θα μπορούσε να είναι ψευδής, επειδή και οι δύο συμπεριφορές έχουν κοινούς παράγοντες κινδύνου και θα μπορούσαν να περιγράφονται ως αποτέλεσμα ενός μεμονωμένου γενικού προβλήματος συμπεριφοράς.

Έρευνα των Grigorenko κ.α. (2014), για ανηλίκους υπό κράτηση στην Αμερική, διερεύνησε τη σύνδεση μεταξύ της χρήσης κάνναβης και της παραβατικότητας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η συνολική διάρκεια χρήσης, όσο και η καθημερινή χρήση χασίς, είναι σημαντικά υψηλότερη στους ανήλικους παραβάτες από ότι στο γενικό εφηβικό πληθυσμό. Η σχέση μεταξύ χασίς και παραβατικότητας επηρεάζεται από δυσκολίες στη ψυχική υγεία, υποδηλώνοντας ότι η χρήση από μόνη της δεν συσχετίζεται άμεσα με δείκτες παραβατικότητας. Αναφέρεται βέβαια, ότι σχετίζεται με τέτοιους δείκτες έμμεσα, μέσω των συσχετισμών με πιο σοβαρή χρήση ουσιών και δυσκολίες ψυχικής υγείας.

Διεθνής έρευνα των Rocca, Verde & Gatti (2019) σε τριανταπέντε χώρες ανέδειξε ότι η χρήση ουσιών είναι αρκετά συχνή στους ανήλικους παραβάτες και ότι η συχνότητά της χρήσης αυξάνεται όσο αυξάνεται η αποκλίνουσα και παραβατική συμπεριφορά.   Διαπιστώθηκε ότι τα αγόρια είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε παραβατικές πράξεις, ενώ είναι υπό την επήρεια ουσιών, σε αντίθεση με τα κορίτσια. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ και η χρήση κάνναβης σχετιζόταν με βίαιη συμπεριφορά και βίαια αδικήματα. Αδικήματα όπως η επίθεση (assault, όρος που αναφέρεται σε Αγγλία, Ουαλία, Καναδά, ΗΠΑ), οι ληστείες, οι κλοπές είναι πράξεις με την υψηλότερη αναλογία στα βίαια αδικήματα, με την πρόκληση σωματικής βλάβης να ακολουθεί. Το 21% των χρηστών ηλικίας 12-16 ετών διέπραξε τουλάχιστον ένα αδίκημα, το 11,5% τουλάχιστον ένα βίαιο έγκλημα και το 14,7% ένα αδίκημα ιδιοκτησίας. Τέλος, η παραβατική συμπεριφορά είναι πιο συχνή μεταξύ εκείνων που αναφέρουν πρόσφατη χρήση κάνναβης (69,7%) και λιγότερο συχνή σε όσους αναφέρουν χρήση αλκοόλ. Ταυτόχρονα αποδεικνύεται ισχυρός συσχετισμός παραβατικότητας-χρήσης μεταξύ εκείνων που αναφέρουν οποιαδήποτε χρήση ουσιών (τόσο ναρκωτικών όσο και αλκοόλ).

Ο Mohamad με τους συνεργάτες του (2016) βρήκαν αμοιβαία ή ενισχυτική σχέση μεταξύ χρήσης και παραβατικότητας. Εντόπισαν υψηλά ποσοστά χρήσης ναρκωτικών, μεταξύ νέων που εμπλέκονται σε παραβατικές συμπεριφορές, όπως κλοπές, ληστείες, σωματική και σεξουαλική επίθεση. Στην καταγραφή των συμπερασμάτων τους καταλήγουν ότι η κατάχρηση ουσιών προκαλεί παραβατική συμπεριφορά και η παραβατικότητα προκαλεί χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών.

Η ακριβής φύση της σχέσης μεταξύ ναρκωτικών και εγκληματικότητας παραμένει ασαφής και θα πρέπει να εξεταστεί μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Ωστόσο, οι κοινοί παράγοντες κινδύνου, μεταξύ των ναρκωτικών και του εγκλήματος, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο το έγκλημα και η κατάχρηση ουσιών μπορεί να αλληλοενισχυθούν είναι οι ισχυρότεροι γνωστοί δεσμοί. Ο Pernanen και συνεργάτες του (2002) κατέγραψαν τις αναλογίες των εγκλημάτων που σχετίζονται με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά στον Καναδά και επιβεβαίωσαν τη στενή σχέση μεταξύ της χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών και της παραβατικής συμπεριφοράς. Η έρευνα δείχνει ότι η χρήση/κατάχρηση ουσιών και η εμπλοκή σε έγκλημα, συμπεριλαμβανομένων των ναρκωτικών, των όπλων και της ομαδικής βίας, έχουν παρόμοιους παράγοντες κινδύνου. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου δημιουργούν διαφορετικούς βαθμούς πίεσης στο άτομο και μπορούν να οδηγήσουν σε συμπεριφορές υψηλού κινδύνου, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν σε αύξηση της χρήσης/κατάχρησης ουσιών και της εγκληματικότητας. Καθώς αυτές οι ενέργειες προχωρούν κατά μήκος της πορείας ζωής του ατόμου, η χρήση/κατάχρηση ουσιών και η αντικοινωνική συμπεριφορά εδραιώνονται πιο σταθερά, με το ένα πρόβλημα να ενισχύει το άλλο και το αντίστροφο (NCPC, 2009).

Διεθνής έρευνα των Carney κ.α. (2016) ανέδειξε (μέσω δευτερογενών αποτελεσμάτων της μελέτης τους) τον ρόλο που διαδραματίζει η χρήση ουσιών στην παραβατική συμπεριφορά. Ανήλικοι παραβάτες που συμμετείχαν στην διεξαγωγή της έρευνας ανέφεραν ότι η χρήση ουσιών τους έδινε το κουράγιο να διαπράξουν τα αδικήματά τους ή μια δικαιολογία αν συλλαμβάνονταν. Επίσης οι συμμετέχοντας δήλωσαν ότι, όταν βρίσκονταν υπό την επήρεια ουσιών,  δυσκολεύονταν να ορίσουν ή να οριοθετήσουν τη συμπεριφορά τους.

Άρθρο του Kim κ.α. (2018), που εξετάζει τον βαθμό που η ενασχόληση με την παραβατικότητα και το έγκλημα οδηγεί σε μελλοντικές εμπειρίες χρήσης ουσιών και ζητημάτων ψυχικής υγείας, περιγράφει ότι οι έφηβοι που επιδίδονται σε αντικοινωνικές ή παραβατικές συμπεριφορές θα βιώσουν μια σειρά αρνητικών προβλημάτων σε άλλους τομείς της ζωής τους, όπως συμπτώματα κατάθλιψης, σχολική αποτυχία, εμπλοκή με αντικοινωνικούς συνομηλίκους και κατάχρηση ουσιών.

Περιγράφεται ένας φαύλος κύκλος (Kim et al., 2018; Odgers et al., 2008), όπου οι νέοι που επιδίδονται σε επιθετικές συμπεριφορές, μπορεί να βιώσουν απόρριψη από τους συνομηλίκους τους, ίσως λόγω αντικοινωνικής συμπεριφοράς και ως εκ τούτου να εμπλέκονται περαιτέρω με ομοϊδεάτες παρεκκλίνοντες συνομηλίκους, που ενισχύουν την παραβατική συμπεριφορά και τη χρήση ουσιών. Συνεχίζοντας τον ίδιο κύκλο, οι νέοι που εμπλέκονται περαιτέρω σε παραβατικές συμπεριφορές, μπορεί να μην επιτύχουν αναπτυξιακά ορόσημα (π.χ. αποφοίτηση από το γυμνάσιο) και να συνεχίσουν την πορεία του φαύλου κύκλου μέχρι την ενηλικίωση τους.  Αυτές οι συσσωρευμένες αστοχίες, θα αυξήσουν την πιθανότητα συνεχιζόμενων παραβατικών συμπεριφορών, κατάχρησης ουσιών καθώς και προβλημάτων ψυχικής υγείας (Kim et al., 2018).

Πρόσφατη μελέτη (Mendez et al., 2019) εξέτασε τους διαμεσολαβητικούς ρόλους της παραβατικότητας στη θυματοποίηση των ανηλίκων, υπογραμμίζοντας ότι οι ανήλικοι χρήστες που εμπλέκονται με την παραβατικότητα είχαν εμπειρίες θυματοποίησης (σωματική και σεξουαλική κακοποίηση, οικογενειακή και μη-οικογενειακή βία). Η διακίνηση ναρκωτικών μεσολάβησε στη συσχέτιση μεταξύ πολυθυματοποίησης και χρήσης ναρκωτικών.  Αντίστροφα, η χρήση ναρκωτικών έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη πολυθυματοποίηση, τη διακίνηση ναρκωτικών και τη γενική παραβατικότητα.

Καταλήγοντας…

Αν και η κατάχρηση ουσιών συχνά συνοδεύει την παραβατικότητα και άλλες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, υπάρχει ελάχιστη επιστημονική συμφωνία σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της χρήσης ουσιών σε σχέση με την αντικοινωνική συμπεριφορά ενός ατόμου. Ομοίως, αν και υπάρχουν στοιχεία ότι η έναρξη της χρήσης σχετίζεται αντιστρόφως με τη σοβαρότητα της παραβατικής δράσης, υπάρχουν απροσδόκητα λίγα δεδομένα για τον τύπο του αδικήματος έναρξης ή το είδος της αντικοινωνικής συμπεριφοράς που εκδηλώθηκε όταν ένα άτομο ξεκίνησε την παραβατική του δράση. Οι δημοσιευμένες μελέτες που αποκαλύπτουν την ισχυρή σχέση μεταξύ της χρήσης ουσιών και της παραβατικότητας, φανερώνουν ότι η απουσία παρεμβάσεων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ανηλίκων, θα οδηγήσει πολλούς παραβάτες να «ανακυκλωθούν» μέσα στο σύστημα, κινούμενοι σε ένα φαύλο κύκλο χρήσης – παραβατικότητας.

Οι ανήλικοι παραβάτες αναγνωρίζονται με συνέπεια ως «ειδικός» πληθυσμός και η κάλυψη των αναγκών τους ενέχει πρακτικές και ηθικές προκλήσεις σχετικά με τη θεραπεία και τη διαχείριση τους. Η κλίμακα του προβλήματος της ανήλικης παραβατικότητας έχει προκαλέσει μικτές αντιδράσεις από τις κυβερνήσεις και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο. Οι εκκλήσεις για βελτιωμένη αποκατάσταση και υποστήριξη των ανηλίκων ανταγωνίζονται τις φωνές που υποστηρίζουν πιο τιμωρητικές προσεγγίσεις (Young et al., 2017).

Η αναζήτηση «εχθρών» και η περιθωριοποίηση των κοινωνικά παρεκκλινόντων μέσω της καταστολής και της ποινικοποίησης, διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή. Η πρόληψη των αιτιών της παραβατικής συμπεριφοράς, αποτελεί μηχανισμό κοινωνικής ένταξης και επανένταξης των ευάλωτων, λόγω των κοινωνικών χαρακτηριστικών τους, ατόμων. Η ενδυνάμωση των εφήβων απέναντι στον κίνδυνο της θυματοποίησης, η κοινωνική πρόνοια και προστασία συμπληρώνουν μια ολιστική αντιμετώπιση στο πλαίσιο μιας συγκροτημένης αντεγκληματικής πολιτικής (Τριανταφύλλου, 2017).

* Ευσταθιάδου Γεωργία, Επιμελήτρια Ανηλίκων-Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια, Υποψήφια Διδάκτωρ Κοινωνικής Εργασίας ΠΑ.Δ.Α., gefstathiadou@uniwa.gr, gkefstat@yahoo.com

*Φωτογραφία από Joey Theswampboi στο Pexels

Βιβλιογραφία:

Ελληνική βιβλιογραφία:

ESPAD (2019). Έρευνα στο σχολικό πληθυσμό για τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες εξαρτητικές συμπεριφορές. Ανακτήθηκε από: https://www.epipsi.gr/index.php/research/96-ereuna-espad.

Κοκέβη, Α., Φωτίου, Α., Ξανθάκη, Μ. & Καναβού, Ε. (2010). Εξαρτησιογόνες ουσίες στην εφηβεία. Ανακτήθηκε από : https://www.epipsi.gr/images/Documents/HBSC/Fylladia2010/01_HBSC_2010_EPIPSI_2011.pdf

Παπανδρέου, Π., Τουλούμη, Γ. & Πουλόπουλος, Χ. (2003). Εγκατάλειψη σχολείου, χρήση ουσιών και παραβατικότητα. Εξαρτήσεις, 4, 25-44. Ανακτήθηκε από: http://www.kethea.gr/Portals/0/Uploads/docs/sxolio_xrisi_paravatikotita.pdf

Σκανδάμη, Π., Βετούλη, Μ., Κερασιώτη, Ε., Καφετζόπουλος, Ε. & Μαλλιώρη, Μ. (2016). Έγκαιρη παρέμβαση σε νεαρούς χρήστες παράνομων ψυχοδραστικών ουσιών με παραβατική συμπεριφορά. Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής., 33(1), 115-123. Ανακτήθηκε από: https://www.mednet.gr/archives/2016-1/pdf/115.pdf

Σπύρου, Σ. & Πλύτας, Ν. (2016). Θεραπεία χρηστών και παραβατικότητα: Κρίση εν μέσω κρίσης. Σε Μ. Γασπαρινάτου (Επιμ.), Έγκλημα και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης (σ. 2228-2248). Αθήνα: Σάκκουλα. Ανακτήθηκε από: http://crime-in-crisis.com/wp-content/uploads/2017/06/courakis-ellinikos-tomos.pdf

Τριανταφύλλου, Π. (2017). Πρόληψη της παραβατικότητας ανηλίκων, έγκαιρη ψυχοκοινωνική παρέμβαση και εναλλακτικές της ποινικής διαχείρισης. Τετράδια Ψυχιατρικής, 5, 87-97. Ανακτήθηκε από: https://www.okana.gr/sites/default/files/202103/TRIANTAFYLLOU_TETRADIA_PSIHIATRIKIS..pdf

Winnicott, D. (2003). Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον, μελέτες για τη θεωρία της συναισθηματικής ανάπτυξης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία:

Barnes, G. M., Welte, J. W., & Hoffman, J. H. (2002). Relationship of Alcohol Use to Delinquency and Illicit Drug Use in Adolescents: Gender, Age, and Racial/Ethnic Differences. Journal of Drug Issues, 32(1), 153–178. doi:10.1177/002204260203200107

Carney, T., Myers, B. J., Louw, J., & Okwundu, C. I. (2016). Brief school-based interventions and behavioural outcomes for substance-using adolescents. Cochrane Database of Systematic Reviews. doi:10.1002/14651858.cd008969.pub

Erikson, E. (1963). Childhood and Society. 2nd Ed. New York : WW Norton.

Grigorenko, E. L., Edwards, L. & Chapman, J. (2014). Cannabis use among juvenile detainees: Typology, frequency and association. Criminal Behaviour and Mental Health, 25(1), 54–65. doi:10.1002/cbm.1913

Howlett, K. D., Williams, T. & Subramaniam, G. (2012). Understanding and Treating Adolescent Substance Abuse: A Preliminary Review. FOCUS, 10(3), p.293–299. doi:10.1176/appi.focus.10.3.293.

Khalil, M.M. & Hamdan-Mansour, A.M. (2019). Factors Associated with Substance Use Disorder among Adolescents Age Group: An Integrative Review. Open Journal of Nursing, 9, p.998-1011. https://doi.org/10.4236/ojn.2019.99074

Kim, B. K. E., Gilman, A. B., Kosterman, R. & Hill, K. G. (2018). Longitudinal associations among depression, substance abuse, and crime: A test of competing hypotheses for driving mechanisms. Journal of Criminal Justice. doi:10.1016/j.jcrimjus.2018.08.00.

Mendez, L., Cromer, K. D. & Villodas, M. T. (2019). Pathways to drug delinquency among adolescents at high risk for victimization. Psychology of Violence, 9(6), 623–633. https://doi.org/10.1037/vio0000230

Mohamad, M., Mohammad, M., Mat Ali, N. A. & Awang, Z. (2016). The impact of life satisfaction on substance abuse: delinquency as a mediator. International Journal of Adolescence and Youth, 23(1), 25–35. doi:10.1080/02673843.2016.1267021

National Crime Prevention Centre- NCPC. (2009). School-based drug abuse prevention: promising and successful program. Public Safety Canada. https://www.publicsafety.gc.ca/cnt/rsrcs/pblctns/sclbsd-drgbs/sclbsd-drgbs-eng.pdf

Odgers, C. L., Moffitt, T. E., Broadbent, J. M., Dickson, N., Hancox, R. J., Harrington, H., … Caspi, A. (2008). Female and male antisocial trajectories: From childhood origins to adult outcomes. Development and Psychopathology, 20(02), 673–716. doi:10.1017/s0954579408000333.

Peele, S. (1998). The meaning of addiction : an unconventional view. San Francisco, Calif: Jossey Bass Publishers.

Pernanen, K., Cousineau, M.M., Brochu, S. & Sun, F. (2002). Proportions of crimes associated with alcohol and other drugs in Canada. Retrieved from: https://www.ccsa.ca/sites/default/files/2019-04/ccsa-009105-2002.pdf

Rocca, G., Verde, A. & Gatti, U. (2019). Impact of Alcohol and Cannabis Use on Juvenile Delinquency: Results from an International Multi-City Study (ISRD3). European Journal on Criminal Policy and Research, 25(3), 259–271. doi:10.1007/s10610-019-09413-7.

Xue, Y., Zimmerman, M., & Cunningham, R. (2009). Relationship between alcohol use and violent behavior among urban African American youths from adolescence to emerging adulthood: a longitudinal study. American Journal of Public Health, 99, 2041–2048.

Young, S., Greer, B., & Church, R. (2017). Juvenile delinquency, welfare, justice and therapeutic interventions: a global perspective. BJPsych Bulletin, 41(1), 21–29. doi:10.1192/pb.bp.115.052274. Ανακτήθηκε: https://www.cambridge.org/core/services/aop-cambridge-core/content/view/EC2354DA185D34599D131E4B0A003CF5/S2056469400002977a.pdf/juvenile-delinquency-welfare-justice-and-therapeutic-interventions-a-global-perspective.pdf