Βιασμός εν καιρώ πολέμου, ένας ζωντανός θάνατος
Ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διαπράττεται εν καιρώ πολέμου εις βάρος των γυναικών, είναι ο βιασμός. Ο βιασμός γυναικών από στρατιώτες κατά την διάρκεια του πολέμου, είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός και αποτελεί μια μορφή κακοποίησης με ολέθριες συνέπειες για τα θύματα.
Ο μαζικός βιασμός γυναικών, εκτός ότι αποτελεί μέθοδο πολέμου, πολλές φορές, διαπράττεται για λόγους «ψυχαγωγίας», εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας. Επίσης, μπορεί να θεωρηθεί ως «έπαθλο» μετά από μια στρατιωτική νίκη. Συχνό φαινόμενο είναι η σεξουαλική δουλεία γυναικών και κοριτσιών. Σεξουαλική δουλεία έχει παρατηρηθεί από επίσημους στρατούς, όπως για παράδειγμα, την υποδούλωση γυναικών από Κορέα και Κίνα, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τις Ιαπωνικές Δυνάμεις. Έχει, όμως, παρατηρηθεί και από επαναστατικές πολιτοφυλακές. Επί παραδείγματι, στην Σιέρα Λεόνε, γυναίκες και μικρά κορίτσια απαγάγονται με σκοπό να γίνουν «σύζυγοι» των επαναστατών.[1]
Κατατάσσονται σήμερα ανάμεσα στα πιο ειδεχθή εγκλήματα, καθώς προσβάλλουν το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας του ατόμου, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν ανυπολόγιστες ψυχοσωματικές συνέπειες πρωτίστως στο θύμα και, δευτερευόντως, στα άτομα που αποτελούν το στενό συγγενικό του περιβάλλον.
Ο βιασμός, έγκλημα κατά της ανθρωπότητας
H Seifert ασκεί κριτική στην κοινή θεώρηση του βιασμού ως απλώς ενός λυπηρού παραπροϊόντος της κοινωνικής κατάρρευσης κατά την διάρκεια του πολέμου και της έλλειψης στρατιωτικής πειθαρχίας (καθώς και της εκ φύσεως επιθετικής ανδρικής σεξουαλικότητας), υποστηρίζοντας ότι, στην πραγματικότητα, ο βιασμός είναι ένα συνηθισμένο στοιχείο της στρατιωτικής στρατηγικής, με στόχο την υπονόμευση της θέλησης, του ηθικού, της συνοχής και της αυτοσυνειδησίας του εχθρικού πληθυσμού. Παρατηρεί ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι γυναίκες είναι αυτές που προφυλάσσουν τις οικογένειες και τις κοινότητες. «Η σωματική και συναισθηματική καταστροφή τους στοχεύει στην καταστροφή της κοινωνικής και πολιτιστικής σταθερότητας…. σε πολλούς πολιτισμούς [το γυναικείο σώμα] ενσαρκώνει το έθνος στο σύνολό του…. Ο βιασμός των γυναικών μιας κοινότητας, ενός πολιτισμού ή ενός έθνους μπορεί να θεωρηθεί… ως συμβολικός βιασμός του σώματος αυτής της κοινότητας.»[2]
Δεδομένου ότι ο βιασμός στον πόλεμο επιδιώκει συχνά να υπονομεύσει και να καταστρέψει τους δεσμούς της οικογένειας, της κοινότητας και του πολιτισμού, υπάρχουν σημαντικά σημεία σύνδεσης μεταξύ του βιασμού στον πόλεμο και του βιασμού με μορφή γενοκτονίας. Η γενοκτονία είναι η απόπειρα καταστροφής μιας φυλετικής, εθνοτικής, θρησκευτικής ή εθνικής ομάδας, εν όλω ή εν μέρει, με τη διάπραξη οποιασδήποτε σειράς πράξεων εναντίον των μελών της ομάδας. Οι πράξεις περιλαμβάνουν όχι μόνο τη δολοφονία, αλλά και την πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης, τη δημιουργία συνθηκών ζωής που σκοπεύουν να καταστρέψουν την ομάδα με τρόπο φυσικό και την επιβολή περιορισμών που αποσκοπούν στην πρόληψη των γεννήσεων εντός της ομάδας. Όταν τέτοιες πράξεις διαπράττονται με γενοκτονική πρόθεση, το θύμα δεν είναι μόνο το άτομο που στοχοποιείται, αλλά και η ίδια η ομάδα.[3]
Ιστορική αναδρομή
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και την αναγνώριση από τον Ο.Η.Ε. των φρικτών βασανιστηρίων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά του, η διεθνής κοινότητα έστρεψε το ενδιαφέρον της στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – όπως φαίνεται και από την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (1948). Ωστόσο, ο βιασμός ως έγκλημα πολέμου θα χρειαζόταν πολλά χρόνια ακόμα για να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα εγκλήματα, με δικές του εξειδικευμένες συνθήκες και νόμους.[4]
Η υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας κατά τη δεκαετία του 1990[5] παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς, παρά τη συστηματική καταπάτηση του διεθνούς δικαίου που προβλέπει την απαγόρευση του βιασμού σε εμπόλεμες περιόδους (Σύμβαση της Γενεύης 1949 και τα δύο Πρωτόκολλα που ακολούθησαν κατά το 1977) [6], είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση χρήσης επανειλημμένου βιασμού και σεξουαλικών επιθέσεων σε γυναίκες όχι μόνο ως “όπλο” μεταξύ αντίπαλων στρατοπέδων, αλλά και ως πολιτική. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας ο βιασμός πήρε τη μορφή ακραίας βίας, και χρησιμοποιήθηκε ως έκφραση κυριαρχίας και δύναμης, οδηγώντας στην απόρριψη των δικαιωμάτων των γυναικών, καθώς και της γυναικείας ύπαρξης εν γένει.
Κατά την περίοδο αυτή (1991-1995), η διαμάχη που ξέσπασε ήταν ανάμεσα σε Σέρβους, Κροάτες και Βόσνιους, και είχε έντονο το στοιχείο του φυλετισμού. Οι βιασμοί ως όπλο εξόντωσης του αντιπάλου ξεκίνησαν κυρίως από την πλευρά των Σέρβων. Σύντομα, όμως, γενικεύτηκαν και στα αντίπαλα στρατόπεδα ως μορφή εκδίκησης. Η τακτική αυτή διήρκεσε κυρίως κατά την περίοδο 1991-1993, και κορυφώθηκε από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο του 1992. Οι πρώτες αναφορές μαζικού βιασμού προέρχονται από Βόσνιους πρόσφυγες στην Κροατία τον Ιούνιο του 1992.[7]
Οι Σέρβοι της Βοσνίας χρησιμοποίησαν τον βιασμό ως μέθοδο πολέμου και εθνοκάθαρσης. Η επιτροπή Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ στη Βοσνία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ο βιασμός στη Βοσνία μπορεί να χωριστεί σε πέντε διαφορετικές κατηγορίες. Στους βιασμούς που σημειώθηκαν σε χωριά πριν ξεσπάσουν οι μάχες για να να τρομοκρατήσουν τους αμάχους και στους βιασμούς που συνέβησαν ταυτόχρονα με την εισβολή των Σερβοβόσνιων δυνάμεων, όπου οι γυναίκες βιάστηκαν σε σπίτια, στους δρόμους, βιάστηκαν ομαδικά, δημόσια και ιδιωτικά. Επιπλέον, επανειλημμένοι βιασμοί λάμβαναν χώρα και σε κέντρα κράτησης όπου μεταφερόντουσαν οι γυναίκες. Επιθέσεις σημειώθηκαν και στα επονομαζόμενα «στρατόπεδα βιασμών». Οι γυναίκες σε αυτά τα στρατόπεδα βιάστηκαν επανειλημμένα με στόχο να εγκυμονήσουν «μωρά Chetnik».[8] Σε μια άλλη κατηγορία βρίσκονται οι γυναίκες που αναγκάστηκαν να «διασκεδάσουν» στρατεύματα σε «πρόχειρα πορνεία», όπου οι περισσότερες γυναίκες σκοτώθηκαν αντί να απελευθερωθούν, όπως και πολλές από τις γυναίκες που προέρχονταν από κέντρα κράτησης.[9]
Η χρήση του βιασμού ως μεθόδου πολέμου ταπεινώνει και καταστρέφει ολόκληρες κοινότητες και εθνοτικές ομάδες. Στις παραδοσιακές, πατριαρχικές κοινωνίες, όπως αυτές των Βοσνίων, το θύμα του βιασμού συχνά δεν λαμβάνεται υπόψη για γάμο, επειδή θεωρείται βρώμικο ή ακάθαρτο, καθιστώντας περαιτέρω τα θύματα βιασμού «στόχο κοινωνικού εξοστρακισμού». Η αναγκαστική εγκυμοσύνη χρησιμοποιήθηκε ως τακτική σεξουαλικού πολέμου των Σέρβων της Βοσνίας επειδή πιστεύεται ότι το συλληφθέν παιδί θα φέρει την ταυτότητα του πατέρα και όχι της μητέρας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά των Σέρβων βιαστών να μην θεωρούνται Μουσουλμάνοι.[10] Κατά τη διάρκεια του πολέμου περίπου 20.000-50.000 γυναίκες υπήρξαν θύματα βιασμού. Θύματα της σεξουαλικής βίας όμως είναι και ο ανδρικός πληθυσμός, αφού σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, περίπου 3.000 άνδρες και αγόρια έχουν επίσης βιαστεί κατά την ίδια περίοδο. [11]
Υπό την σκιά των ακροτήτων της Βοσνίας , συνέβησαν βιασμοί και στο Κόσοβο εν έτη 1998-1999. Έτσι πολλές παραστρατιωτικές, εγκληματικές οργανώσεις λειτούργησαν και στις δύο περιοχές (Τίγρεις του Arkan, Λευκοί Αετοί), με την υπόθεση της Βοσνίας να γίνεται σύμβολο τρόμου για πολλές γυναίκες στην περιοχή του Κοσόβου.[12]
Η διαμάχη μεταξύ των Σέρβων και Αλβανών κατοίκων του Κοσόβου ξεκινά από το 1989, όταν η σερβική Κυβέρνηση στο Βελιγράδι ανέστειλε την αυτονομία του Κοσόβου -η οποία είχε χορηγηθεί στην περιοχή με το Σύνταγμα του 1974- εξαιτίας των παραπόνων των Σέρβων του Κοσσυφοπεδίου για κακομεταχείριση από τις τοπικές αρχές. Έτσι, ξεκίνησε μια σειρά παραβιάσεων σε βάρος των Αλβανών (απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, αντικατάσταση των Αλβανών από τα σώματα ασφαλείας). Ως απάντηση στην αυθαιρεσία της κρατικής εξουσίας, ιδρύθηκε ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου – με στόχο τη “Μεγάλη Αλβανία”. Μέχρι το 1999 σημειώθηκαν στο Κόσοβο 36 υποθέσεις βιασμών συγγενικών προσώπων των μελών του Απελευθερωτικού Στρατού. Η κρίση κορυφώθηκε το 1999 κατά την περίοδο των βομβαρδισμών από το ΝΑΤΟ, καθώς ο βιασμός και άλλες μορφές σεξουαλικής κακοποίησης εναντίον των Αλβανών χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα πολέμου και ως μέσα για τον εκφοβισμό των πολιτών, για την απόκτηση χρημάτων από οικογένειες, καθώς και για την εθνική εκκαθάριση της περιοχής. Συνολικά, ο αριθμός των υποθέσεων βιασμού ανέρχεται στις 96, αν και οι ερευνητές του Human Rights Watch θεωρούν ότι πρόκειται για πολύ περισσότερες.[13]
Και στις δύο περιπτώσεις, η αδράνεια των αρχών να τιμωρήσει τους δράστες, και να αποκαταστήσει και να προστατεύσει τα θύματα, καθώς και το γεγονός ότι πολλοί από τους δράστες κατείχαν υψηλά αξιώματα στον στρατό, ή και συνεργάζονταν με κυβερνητικές υπηρεσίες, μαρτυρούν ότι ο βιασμός ουσιαστικά ήταν μια πολιτική στρατηγική εξόντωσης του εχθρού. Τα όργανα ασφαλείας τις περισσότερες φορές ακολουθούσαν εντολές ανώτερων διοικητικών στελεχών.[14]
Βιασμός και διεθνής ποινική δικαιοσύνη
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY)
Παρόλο που ο βιασμός ως φαινόμενο στον πόλεμο είναι μια συνηθισμένη τακτική εδώ και πολλά χρόνια, άρχισε να διώκεται ποινικά ως έγκλημα από το 1998 από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, με αφορμή την πρώην Γιουγκοσλαβία, αφότου έγινε αντιληπτό ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, στρατιώτες στη Σερβία είχαν στήσει ολόκληρα στρατόπεδα αποκλειστικά για τους βιασμούς που σχεδίαζαν να διαπράξουν.
Παράλληλα, με τη δημιουργία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Δ.Π.Δ.) -στις 17 Ιουλίου του 1998-[15] και την υιοθέτηση του Καταστατικού της Ρώμης, ο βιασμός ορίστηκε ρητά ως “έγκλημα πολέμου” και ως “έγκλημα κατά της ανθρωπότητας”. Στο Άρθρο 7 του Καταστατικού γίνεται μια απαρίθμηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, στην οποία περιλαμβάνονται -μεταξύ άλλων- ο βιασμός, η ανθρωποκτονία και τα βασανιστήρια, όταν οι πράξεις αυτές διαπράττονται ενσυνείδητα, ως μέρος μιας ευρείας ή συστηματικής δράσης κατά του άμαχου πληθυσμού στο πλαίσιο μιας ένοπλης σύρραξης.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέγραψαν τη Διακήρυξη Δέσμευσης για τον Τερματισμό της Σεξουαλικής Βίας στις Ένοπλες Συγκρούσεις. Το 1993, ως απάντηση στον πόλεμο στη Βοσνία, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών δημιούργησε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Γιουγκοσλαβία (ICTY), το οποίο ήταν το πρώτο διεθνές ποινικό δικαστήριο μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο και το πρώτο που ιδρύθηκε ενώ ο πόλεμος ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Η εντολή του Δικαστηρίου ήταν να κατηγορήσει εγκληματίες πολέμου για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Το ICTY (International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia)[16] έγραψε ιστορία συμπεριλαμβάνοντας τον βιασμό τόσο στις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και στα εγκλήματα πολέμου. Επιπλέον, το ICTY «έκανε το ιστορικό βήμα στην έκδοση κατηγορίας αφιερωμένης αποκλειστικά στον βιασμό και σε άλλα σεξουαλικά εγκλήματα» στην υπόθεση Foca, στην οποία τιμωρήθηκαν άνδρες που ευθύνονταν για σεξουαλική κακοποίηση.[17]
Το ICTY καθιέρωσε ένα νομολογιακό προηγούμενο σχετικά με τον βιασμό κατά των γυναικών σε περιόδους πολέμου. Ο βιασμός, ωστόσο, δεν ήταν το πραγματικό ζήτημα, διότι αυτό που είχε σημασία ήταν η πρόθεση πίσω από τον βιασμό, συγκεκριμένα η πολιτική πρόθεση. Ο σκοπός του βιασμού έπρεπε να είναι εθνοκάθαρση ή ταπείνωση ή υποβάθμιση για πολιτικό σκοπό. Τότε μόνο ο βιασμός θα μπορούσε να παραπεμφθεί σε δίκη βάσει του διεθνούς δικαίου.[18]
Έτσι, το ICTY ήταν σε θέση να θεμελιώσει την έννοια του βιασμού ως εγκλήματος πολέμου και εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας λόγω της αναγνώρισης της διεθνούς κοινότητας ότι ο βιασμός δεν ήταν απλώς συνέπεια του πολέμου στη Βοσνία. Αντίθετα, ήταν μια συστηματική προσπάθεια να καταστρέψει και να εκτοπίσει τον βοσνιακό πληθυσμό. Αυτή η αλλαγή στην «ανάγνωση» του βιασμού επέτρεψε στο ICTY να είναι το πρώτο διεθνές δικαστήριο που έλαβε σοβαρά υπόψη τον βιασμό στον πόλεμο. Η λειτουργία του σταμάτησε το 2017. [19]
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα (ICTR)
Την ίδια περίοδο, αξιωματικοί της Ρουάντα κατηγορήθηκαν επίσης για βιασμό ως έγκλημα πολέμου, κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του 1994. Στην Ρουάντα, ο βιασμός λειτούργησε ως γενοκτονία. Η γενοκτονία της Ρουάντα ξεκίνησε στις 6 Απριλίου του 1994 έπειτα από πτώση του αεροσκάφους του προέδρου της Ρουάντα, Habyarimana. Ομάδες πολιτοφυλακής Hutu βιαιοπραγούσαν εναντίον των εθνοτικών μειονοτήτων Tutsi, αλλά και άλλων Hutu που πίστευαν στην συμπερίληψη Hutu και Tutsi στην κυβέρνηση.
Οι εξτρεμιστές Hutu πίστευαν ότι οι Tutsi ήθελαν να συγκεντρώσουν όλη τη δύναμη στη χώρα και να υποδουλώσουν τους Hutu. Δύο ομάδες Hutu ευθύνονταν κυρίως για τις δολοφονίες. Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ρουάντα, συμπεριλαμβανομένης της Προεδρικής Φρουράς, εργάζονταν υπό κυβερνητικές εντολές.[20] Εκτός από τα κυβερνητικά στρατεύματα, οι Interahamwe[21] (στη διάλεκτο της Ρουάντα σημαίνει “παιδιά των άσχημων αναμνήσεων”, μια παραστρατιωτική ομάδα που δεν υποστηρίχθηκε επίσημα από την κυβέρνηση, συνεργάστηκε με τους Hutu για να πάρει την εξουσία.
Οι Interahamwe ήταν μια σε μεγάλο βαθμό οργανωμένη ομάδα, η οποία ξεκίνησε από νεαρούς άνδρες του εξτρεμιστικού κόμματος Hutu χωρίς καν κατάλογο μελών ή στολών. Οι Interahamwe ήταν πολύ βάναυσοι δράστες της γενοκτονίας, χρησιμοποιώντας συχνά μαχαίρια αντί για όπλα για να σκοτώσουν τα θύματα.[22]
Οι στόχοι των πράξεων των βιασμών ήταν παρόμοιοι με αυτούς στην Βοσνία. Η έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έδειξε ότι οι γυναίκες βιάστηκαν ομαδικά, ατομικά, με αιχμηρά αντικείμενα, κρατήθηκαν υπό συνθήκες σεξουαλικής σκλαβιάς, είτε συλλογικά είτε εξαναγκάστηκαν σε γάμο, είτε ακρωτηριάστηκαν. Ευρέως διαδεδομένη ήταν η δολοφονία των γυναικών μετά τον βιασμό τους, εφόσον ο κύριος σκοπός ήταν η εξόντωση των Tutsi, και όχι απλώς ο εκτοπισμός τους, όπως συνέβη στην Βοσνία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δολοφονήθηκαν όλες οι γυναίκες. Πολλές κρατήθηκαν ως σεξουαλικές σκλάβες. Ένα κοινό με την περίπτωση της Βοσνίας είναι ότι όσες είχαν την δυνατότητα να ζήσουν, είχαν παιδί από πατέρα Hutu, κάτι που θα εξασφάλιζε την κυριαρχία των τελευταίων. [23]
Τον Νοέμβριο του 1994, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ίδρυσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την Ρουάντα (ICTR)[24]. Μέσα από την έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ διαπιστώθηκε ότι ο βιασμός έγινε για να καταστρέψει μέρος ή και όλο τον πληθυσμό των Tutsi. Ο βιασμός λοιπόν αναγνωρίστηκε ως μέρος της γενοκτονίας. Ο πολιτικός ηγέτης της Ρουάντα και πρώην δήμαρχος της κοινότητας Taba, Jean Paul Akayesu, κατηγορήθηκε από το ICTR την 1η Οκτωβρίου 1995 για 15 υποθέσεις γενοκτονίας.[25] Με την δίκη του Jean Paul Akayesu, ο βιασμός καθιερώθηκε ως πράξη γενοκτονίας. Το Δικαστήριο υποστήριξε ότι οι βιασμοί είχαν ψυχολογικές και σωματικές επιπτώσεις στις γυναίκες, αλλά και στις οικογένειές τους και στην κοινότητά τους. Επίσης, ένοχος κρίθηκε από το ICTR, ο Mikaeli Muhimana για γενοκτονία και συμμετοχή σε γενοκτονία, δολοφονία, συμμετοχή και υποκίνηση βιασμών υπό την μορφή εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας.
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) επέβαλε την πρώτη του καταδίκη το 2016 για σεξουαλικά εγκλήματα κατά του Jean Pierre Bemba Gombo, πρώην αντιπροέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, για φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία από το 2002 έως το 2003. Το 2018, προς απογοήτευση των επιζώντων και των ακτιβιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο Bemba αθωώθηκε για όλες τις κατηγορίες. Το 2019, ο διοικητής των ανταρτών του Κονγκό Bosco Ntaganda καταδικάστηκε για εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό το 2003, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής δουλείας και του βιασμού. Αυτή τη φορά, η ετυμηγορία επικυρώθηκε από το Εφετείο. Θεωρείται καταδίκη ορόσημο για βιασμό εν καιρώ πολέμου.[26]
Το 2014, η κοινότητα των Γιαζίντι στο Ιράκ υποβλήθηκε σε φρικτά εγκλήματα από μέλη του Ισλαμικού Κράτους μετά την πτώση της επαρχίας Σιντζάρ. Το 2016, η Ανεξάρτητη Διεθνής Επιτροπή Έρευνας που ιδρύθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη δημοσίευσε μια έκθεση που χαρακτηρίζει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εναντίον των Γιαζίντι ως «αδιανόητες φρικαλεότητες», δηλώνοντας ότι οι πράξεις συνιστούσαν γενοκτονία στο σύνολό τους.[27]
Το 2021, το Συμβούλιο των Αντιπροσώπων του Ιράκ ενέκρινε τον νόμο για τους επιζώντες των Γιαζίντι, ο οποίος θα πρέπει να ανοίξει το δρόμο για διώξεις σεξουαλικών εγκλημάτων και εμπορίας του Ισλαμικού Κράτους στα εγχώρια ιρακινά δικαστήρια. Ο νόμος θέσπισε αποζημιώσεις για τις μειονότητες των Γιαζίντι, Χριστιανών, Τουρκμενικών και Σαμπάκ. Το 2021, ένα γερμανικό δικαστήριο καταδίκασε ένα μέλος του Ισλαμικού Κράτους για γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αλλά δεν εξέτασε τα φερόμενα σεξουαλικά εγκλήματα. Η υποδούλωση και η εμπορία γυναικών Γιαζίντι και άλλα σεξουαλικά εγκλήματα είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν σε μελλοντικές δίκες.
Επίσης το 2021, εμφανίστηκαν αναφορές για συστηματική εκστρατεία βιασμού από τις δυνάμεις της κυβέρνησης της Αιθιοπίας κατά των γυναικών στην επαρχία Tigray στον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο της χώρας.[28] Ομοίως, επιζώντες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην επαρχία Σιντζιάνγκ της Κίνας έχουν ισχυριστεί ότι συστηματική σεξουαλική βία και βιασμό αποτελούν τακτική βασανιστηρίων εναντίον των Ουιγούρων κρατουμένων.
Το 2021, στην Αιθιοπία ασκήθηκε δίωξη σε τέσσερεις Αιθίοπες στρατιώτες, τρεις εκ των οποίων κρίθηκαν ένοχοι για αδικήματα και ένας από τους οποίους καταδικάστηκε για τη δολοφονία ενός αμάχου στην περιοχή Tigray. Υπάρχουν επίσης 28 Αιθίοπες στρατιώτες που δικάζονται για φόνο αμάχων και 25 δικάζονται για πράξεις σεξουαλικής βίας και βιασμού.[29]
Elements of Crimes
Το δικαστήριο επηρεασμένο από τις υποθέσεις των ad hoc Δικαστηρίων για την πρώην Γιουγκοσλαβία και την Ρουάντα, εισήγαγε το 2010 τα Στοιχεία Εγκλημάτων (Elements of Crimes)[30], τα οποία προβλέπουν ότι για το έγκλημα του βιασμού πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:
- “Ο δράστης εισέβαλε στο σώμα ενός ατόμου με επαφή που έχει ως αποτέλεσμα τη διείσδυση, καίτοι μικρή, οποιουδήποτε τμήματος του σώματος του θύματος ή του δράστη με ένα γενετήσιο όργανο, ή του πρωκτού ή γενετήσιου (genital) ανοίγματος του σώματος του θύματος με οποιοδήποτε αντικείμενο ή κάθε άλλο μέρος του σώματος.
- Η προσβολή τελέστηκε με τη χρήση βίας, ή απειλής βίας, ή καταναγκασμού, όπως αυτού που προκαλείται από φόβο σωματικής βίας, περιορισμού, κράτησης, ψυχολογικής καταπίεσης, ή κατάχρησης ισχύος ενάντια στο ίδιο πρόσωπο ή οποιοδήποτε τρίτο άτομο, ή εκμεταλλευόμενος ένα καταναγκαστικό περιβάλλον, ή η προσβολή τελέστηκε κατά ενός ατόμου ανίκανου να δώσει γνήσια συναίνεση για τη γενετήσια πράξη.
- Η επαφή συνέβη στα πλαίσια, και είχε σχέση με μία διεθνή ένοπλη σύρραξη ή με μία ένοπλη σύρραξη μη διεθνούς χαρακτήρα.
- Ο δράστης είχε επίγνωση των πραγματικών περιστατικών της ύπαρξης μίας ένοπλης σύρραξης”
Στον συγκεκριμένο ορισμό δεν υφίσταται φυλετικό πρόσημο ούτε ως προς το πιθανό θύμα ούτε ως προς τον πιθανό δράστη -γεγονός που σημαίνει ότι και μια γυναίκα μπορεί να καταστεί δράστης-, ενώ ουδεμία διάκριση γίνεται ως προς τους τρόπους τέλεσης. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι το Δικαστήριο δεν προχώρησε σε καμία διάκριση όσον αφορά στις πιθανές κοιλότητες του ανθρώπινου σώματος που παραβιάζονται.[31]
Επίλογος
Ο βιασμός αποτελεί από τη αρχαιότητα έναν τρόπο ταπείνωσης και επιβολής. Ο πόλεμος της Βοσνίας αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπινης συμπεριφοράς εν καιρώ πολέμου, άφησε πολλαπλά τραύματα στην κοινωνία, τα οποία το κράτος οφείλει να αντιμετωπίσει για την ομαλότερη εξέλιξη της κοινωνίας. Η σεξουαλική βία είναι ένα από τα εγκλήματα που δεν αντιμετωπίζεται όπως θα έπρεπε και ιδιαίτερα σε περιόδους εχθροπραξιών και ταραχής.
Ιδιαίτερα σε περιόδους πολεμικών συρράξεων, οι γυναίκες είναι εκτεθειμένες σε ένα καθεστώς βαρβαρότητας όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται και η ανθρώπινη ζωή στερείται κάθε αξίας. Παρά την πρόοδο στην δικαιϊκή αντιμετώπισή του - ο βιασμός εν καιρώ πολέμου αναγνωρίζεται πλέον ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας – ακόμα και µε τα σημερινά δεδομένα υφίσταται μεγάλο κενό ως προς την άμεση και αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης, καθώς και την ψυχολογική και υλική ανακούφιση των θυμάτων, ιδίως σε περιοχές που μαστίζονται από μακροχρόνιες ένοπλες συρράξεις και εμφύλιους πολέμου
Ακρίβου Σοφία, Κοινωνιολόγος, Εργασιακή Σύμβουλος - ΜΔΕ Διοίκηση ανθρωπίνων πόρων
*photo by Levi Meir clancy on unsplash
[1]Jefreys, S. (2007), “Double Jeopardy: Women, the U.S. Military, and the War in Iraq”, Women'sStudies International Forum, 30: 16–25
[2] Seifert, R. (1996), “The Second Front: The Logic of Sexual Violence in Wars”, Women's Studies International Forum, 19(1/2): 39
[3] Preventgenocide.org. (n.d.) The international legal definition of genocide. http://www.preventgenocide.org/genocide/officialtext-printerfriendly.htm
[4]Power politics, Βιασμοί Εν Καιρώ Πολέμου: Η Ώρα Να Αποδοθεί Δικαιοσύνη, https://powerpolitics.eu/%CE%B2%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%81%CF%8E-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%BF/ , 2017
[5]Γεώργιος Παστέλης, 1/11/2017, “Ο βιασμός ως πολιτική πρακτική σε καιρό πολέμου: Η υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας”,Power-Politics, https://powerpolitics.eu/%CE%B2%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF-%CE%B5%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%81%CF%8E-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%BF/
[6] Πρόσθετο Πρωτόκολλο ΙΙ στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 για την προστασία των θυμάτων μη διεθνών ενόπλων συρράξεων, [ όπως κυρώθηκε με το Ν. 2105/1992 : Κύρωση Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΙΙ στις Συμβάσεις της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949 (ΦΕΚ 196, τ. Α΄)] , https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=4bd688c72
[7]Stiglmayer, Al. (1994), “The War in the Former Yugoslavia,” in Mass Rape: The War Against Women in Bosnia-Herzegovina (Alexandria Stiglyamer, επιμ.). Lincoln: University of Nebraska Press, σ. 1-34
[8] The Politics of Identity and Sexual Violence: A Review of Bosnia and Rwanda , Patricia A. Weitsman , Human Rights Quarterly, Vol. 30, No. 3 (Aug., 2008), pp. 561-578 (18 pages), Published By: The Johns Hopkins University Press
[9]Kennedy-Pipe και Stanley, “Rape in War: Lessons of the Balkan Conflicts in the 1990s,” International Journal of Human Rights 4 (3-4): 73-74
[10]Askin, Kelly (1997). War Crimes Against Women: Prosecution In International War Crimes Tribunals. Cambridge, MA: Kluwer Law International, σ. 268
[11] Iacobelli, T. (2009). “The ‘Sum of Such Actions’: Investigation Mass Rape in Bosnia-Herzegovina through a Case Study of Foca,” in The Brutality of Desire: War and Sexuality in Europe’s 20th Century, (Dagmar Herzog, επιμ.). New York: Palgrave MacMillan, σ. 261-283
[12]Αρκάν, ο αρχηγός της παραστρατιωτικής οργάνωσης “Τίγρεις”, που διέπραξε εγκλήματα πολέμου. Οι παρανομίες στην εφηβεία του, τα αναμορφωτήρια, τα μαφιόζικα χτυπήματα στην Ευρώπη και ο εθνικιστικός χουλιγκανισμός,http://www.mixanitouxronou.gr/arkan-o-archigos-tis-parastratiotikis-organosis-tigris-pou-diepraxe-egklimata-polemou-i-paranomies-stin-efivia-tou-ta-anamorfotiria-ta-mafiozika-chtipimata-stin-evropi-ke-o-ethnikistikos-chou/
[13]Humanitarian Law violations in Kosovo, https://www.hrw.org/report/1998/10/01/humanitarian-law-violations-kosovo, 1.10.1998
Human Rights Watch. (2000). Kosovo:Rape as a Weapon of “Ethnic Cleansing” http://www.refworld.org/docid/3ae6a87a0.html
[14] Ο βιασμός ως πολιτική πρακτική σε καιρό πολέμου: Η υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας, Γεώργιος Παστέλης, 01.11.2017,
https://powerpolitics.eu/%CE%BF-%CE%B2%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%89%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CE%B5-%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%81/
[15]Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, [όπως κυρώθηκε με το Ν. 3003/2002: Κύρωση Καταστατικού Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, (ΦΕΚ 75, τ. Α΄)], Σημείωση του επιμελητή της αγγλικής έκδοσης: Το κείμενο του Καταστατικού της Ρώμης κυκλοφόρησε ως έγγραφο με στοιχεία A/CONF.183/9 της 17.7.1998 και διορθώθηκε με τα πρακτικά της 10.11.1998, 12.7.1999, 30.11.1999, 8.5.2000, 17.1.2001 και 16.1.2002, https://www.refworld.org/cgi-bin/texis/vtx/rwmain/opendocpdf.pdf?reldoc=y&docid=506ab5e82
[16] https://www.icty.org/
[17] I Came to Testify (2011). Παραγωγός: Pamela Hogan. Thirteen and FORKS Films.
[18] Kennedy-Pipe και Stanley, “Rape in War: Lessons of the Balkan Conflicts in the 1990s,” 76-77
[19]United nations, International criminal tribunal for the former Yugoslavia 1993-2017, https://www.icty.org/
[20] Dallaire, R. (2003). Shake Hands with the Devil: The Failure of Humanity in Rwanda. New York, NY: Carroll and Graf Publishers, σ. 430
[21]United States Bureau of Citizenship and Immigration Services, Rwanda: Information on the role of the Interhamwe [also Interahamwe] militia and the use of roadblocks during the 1994 Rwandan genocide, 14 August 2001, RWA01001.OGC, available at: https://www.refworld.org/docid/3decf4b24.html [accessed 20 April 2022]
[22] Dallaire, R. (2003). Shake Hands with the Devil: The Failure of Humanity in Rwanda. New York, NY: Carroll and Graf Publishers.
[23] Human Rights Watch, “Shattered Lives: Sexual Violence during the Rwandan Genocide and its Aftermath,” 1996, http://www.hrw.org/sites/default/files/reports/1996_Rwanda_%20Shattered%20Lives.pdf
[24] ICTR, “General Information”, http://www.unictr.org/AboutICTR/GeneralInformation/tabid/101/Default.aspx
[25] De Brouwer, Anne-Marie (2005), Supranational Criminal Prosecution of Sexual ViolenceQ The ICC and the Practice of Iof ICTY and ICTR. Antwerpen, Oxford: Instersentia, σ. 17
[26] International Criminal Court, Situation in the Democratic Republic of the Congo The Prosecutor v. Bosco Ntaganda ICC-01/04-02/06, case information sheet, ICC-PIDS-CIS-DRC-02-018/21_Eng Updated: July 2021
[27] Human Rights Council Third second session, ageda item4 (15 June 2016), “They came to destroy”: ISIS Crimes Against the Yazidis, ανακτήθηκε από https://www.crisismonitor.gr/wp-content/uploads/2016/06/UN_ISIS_GENOCIDE.pdf\
[28] Αιθιοπία - Τιγκράι : Βιασμοί και ακρωτηριασμοί γυναικών «όπλο» στον πόλεμο, 11/08/2021, https://www.naftemporiki.gr/story/1760666/aithiopia-tigkrai-biasmoi-kai-akrotiriasmoi-gunaikon-oplo-ston-polemo
[29] We Need a Better Way to Prosecute Sexual Assault in Conflict, Hikmet Karcic,and Tanya L. Domi (Columbia University)
[30] International Criminal Court (ICC), Elements of Crimes, 2011, ISBN No. 92-9227-232-2, available at: https://www.refworld.org/docid/4ff5dd7d2.html [accessed 19 April 2022]
[31] Maier, N. (2011), THE CRIME OF RAPE UNDER THE ROME STATUTE OF THE ICC: with a special emphasis on the jurisprudence of the Ad Hoc Criminal Tribunals. [online] Amsterdamlawforum.org. Available at: http://amsterdamlawforum.org/article/download/209/397