ΤΕΥΧΟΣ #21 ΙΟΥΝΙΟΣ 2023

Βία και (αν)ασφάλεια σε Ελλάδα και Ευρώπη κατά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα

Δρ. Ιωάννα Τσίγκανου

Ερευνητικά αποτελέσματα διαδοχικών "κυμάτων" της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας»

Εισαγωγή

Η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα (συντομογραφικά, ΕΚΕ – ESS) αποτελεί τη μοναδική αυξημένης μεθοδολογικής βαρύτητας[1] συγκριτική εμπειρική έρευνα πανευρωπαϊκής εμβέλειας για τη μελέτη των στάσεων, των αντιλήψεων και των αξιών των ευρωπαίων πολιτών για την πολιτική και την κοινωνία. Η συμμετοχή της χώρας μας έστω και σε 5 από τους υλοποιηθέντες 10 γύρους  - κατ΄άλλους κύματα – κατά την τελευταία 20ετία, μας παρέχει τη δυνατότητα να συμμετάσχουμε στο διεθνές ακαδημαϊκό ερευνητικό γίγνεσθαι και να παρακολουθούμε περισσότερο ή λιγότερο εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις. Προσωπικά αισθάνομαι ότι μετά και από την 20ετή ενασχόλησή μου με το ESS  - από την αρχική υλοποίησή του στην Ελλάδα μέχρι και σήμερα, διά του ΕΚΚΕ ως τον αρμόδιο φορέα για την υλοποίηση της έρευνας στην Ελλάδα από το 2002 κι εντεύθεν, μου δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία και ερευνητική εμπειρία να θητεύσω σε ένα σημαντικό σχολείο επί της μεθοδολογίας της ποσοτικής έρευνας.

Τα ερωτήματα

Περιδιαβαίνοντας τα εργαλεία και τα αποτελέσματα της έρευνας από τον 1ο γύρο μέχρι και τον 10ο θα σας εκθέσω στο παρόν κείμενο τις σκέψεις μου για δύο σημαντικά ζητούμενα που απασχολούσαν ανέκαθεν και εξακολουθούν να απασχολούν πολιτεία και κοινωνία μέχρι σήμερα:

Τα ζητήματα αυτά που παραμένουν ανοικτά προς συζήτηση και προβληματισμό αφορούν 1) το ερώτημα της βίας στην κοινωνία  και 2) το αίτημα για ασφάλεια στην κοινωνία. Η σημαντικότητα των θεμάτων αυτών καταδεικνύεται από το χώρο που καταλαμβάνουν όχι μόνο στον επιστημονικό αλλά και τον δημόσιο διάλογο.

Θα ήθελα να επισημάνω εξ αρχής ότι η δική μου ανάγνωση των σχετικών δεδομένων διενεργείται υπό το πρίσμα της βασικής επιστημολογικής και μεθοδολογικής αρχής του ESS  ότι «η αξιοπιστία ενός εργαλείου μέτρησης μπορεί να οριστεί ως το μέτρο με το οποίο οι διαφορές στις σημειούμενες συχνότητες ή ποσοστά αντανακλούν τις αληθινές ή πραγματικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις απαντήσεις των υποκειμένων της έρευνας παρά εγγενή σταθερά ή τυχαία σφάλματα».[2] Διενεργείται επίσης, σε συγκριτικές αναφορές, έστω και σε ένα αρχικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τη διαπιστωμένη λειτουργική ισοδυναμία των όρων.  Τέλος η ανάγνωση των δεδομένων του τελευταίου 10ου γύρου διηθείται υπό το φίλτρο των επιπτώσεων της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων αντιμετώπισής της. Για το λόγο αυτό και επειδή, ως γνωστόν, οι ποσοτικές διερευνήσεις συνιστούν φωτογραφίες των στιγμών υλοποίησης του πεδίου της έρευνας εντός του εκάστοτε κρατούντος κοινωνικο-ιστορικού, πολιτικού και οικονομικού και πολιτισμικού πλαισίου, τα σύνολα των δεδομένων στα οποία αναφερόμαστε στο παρόν κείμενο εξετάστηκαν αυτόνομα και ξεχωριστά για τρείς από τους πέντε γύρους της έρευνας στους οποίους συμμετείχε και η χώρα μας δηλαδή τον πρώτο (2002-3), τον 5ο (2010-11) και τον 10ο γύρο (2020-22).

Το εργαλείο

Ως προς τους επίσημους και ανεπίσημους λόγους που αρθρώνονται γύρω από την αύξηση της βίας  - και μάλιστα στην εκρηκτική εκδοχή της  - στη χώρα μας αλλά και ως προς ένα διαρκώς διογκούμενο αίσθημα ανασφάλειας το οποίο κατ’ ακολουθίαν, υπαγορεύει και αυξημένη επιτήρηση μέσω μηχανισμών ασφάλειας, το ESS απαντά με τη δική του αυξημένης αξιοπιστίας εμπειρική τεκμηρίωση.

Τα παραπάνω θέματα επιχειρηματοποιούνται μέσω του ερωτηματολογίου του ESS με δύο ερωτήσεις οι οποίες παρά τις επιχειρούμενες κατά καιρούς αλλαγές στο ερωτηματολόγιο παραμένουν στην ίδια θέση, με την ίδια αρίθμηση και με τον ίδιο τρόπο εκφοράς της ερώτησης και μέτρησης των απαντήσεων από τον 1ο μέχρι και τον 10ο  γύρο.

Ως προς το ζήτημα της βίας στην κοινωνία η σχετική ερώτηση λαμβάνει την πληροφορία μέσα από την άμεση και την έμμεση θυματοποίηση του κοινού και την έκθεσή του - σε ατομικό επίπεδο -  στο βίαιο έγκλημα των δρόμων αλλά και των υπόγειων διαδρομών της βίας καθώς δεν καθορίζεται εάν η βίαιη επίθεση έχει συντελεστεί εκτός ή εντός του οίκου.

Η ερώτηση έχει διατυπωθεί ως ακολούθως με δυνατότητες  απαντήσεων,  Ναι, Όχι, Δεν απαντώ και Δε γνωρίζω και πρόβλεψη για τις ελλείπουσες τιμές: «C5 Have you or a member of your household been the victim of a burglary or assault in the last 5 years? (C5: Έχετε εσείς προσωπικά ή κάποιο μέλος του σπιτιού σας υπάρξει θύμα ληστείας ή σωματικής επίθεσης τα τελευταία 5 χρόνια;)».

Πρόκειται για μια ερώτηση που αναζητά πληροφορίες επί του πραγματικού. Ως προς τη λεκτική εκφορά της ερώτησης θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι κατά τη μετάφραση και υπό το πρίσμα της λειτουργικής ισοδυναμίας των όρων ο όρος «burglary» μεταφράστηκε με τον όρο  «ληστεία» – αντί για οποιοδήποτε άλλο σημαίνοντα όρο κλοπής, διάρρηξης, αρπακτικής εγκληματικής βίας. Δηλαδή επιλέχθηκε μια μορφή ενισχυμένης εγκληματικής βίας καθώς κατά την ουσιαστική υφή του αδικήματος στρέφεται και κατά την ιδιοκτησίας και κατά του προσώπου.   Ως προς δεν τον όρο «assault» επιλέχθηκε η μορφή της «βίαιης σωματικής επίθεσης». Και οι δύο όροι υποδηλώνουν την ατομική έκθεση σε ακραίες μορφές εγκληματικής βίας κατά του προσώπου.

Στη συνέχεια προστίθεται η ερώτηση που κατά τη γνώμη μου αναφέρεται στο αίτημα της ασφάλειας: «C6 How safe do you - or would you - feel walking alone in this area after dark? Do  - or would - you feel... C6 Πόσο ασφαλής νιώθετε – ή θα νιώθατε – περπατώντας μόνος/η σας στη γειτονιά σας όταν σκοτεινιάσει; Νιώθετε – ή θα νιώθατε …». Δηλαδή, όπως έχω υποστηρίξει και αλλού,[3] οι συγκεκριμένες ερωτήσεις τόσο μεμονωμένα όσο και συνδυαστικά αξιοποιούνται από το ESS όχι για να επιμετρήσουν τα επίπεδα του φόβου του εγκλήματος και του αισθήματος ανασφάλειας αλλά κυρίως τα επίπεδα βίας στην κοινωνία και προσφέρουν τη συνεπή με αυτήν την εμπειρική τεκμηρίωση του αιτήματος του κοινού για ασφάλεια με την έννοια της διασφάλισης αρμονικών όρων της κοινωνικής συμβίωσης του κοινού όχι γενικά και αόριστα εντός της κοινωνίας αλλά εντός της εγγύτητας της κοινότητας, της γειτονιάς. Επιπρόσθετα αντανακλούν τις στάσεις και αντιλήψεις του κοινού για τα επίπεδα κοινωνικής ρύθμισης.

Η διαφορά είναι ουσιώδης. Για να γίνει αντιληπτό αυτό το επιχείρημα θα περιοριστώ, για λόγους οικονομίας, ότι από τη στιγμή που πρωτοεμφανίστηκαν οι συγκεκριμένες ερωτήσεις στις πρώτες απογραφικές έρευνες (census) των Η.Π.Α. – και αυτό έχει την σημασία του – αξιοποιήθηκαν σε όλες τις εγκληματολογικές και θυματολογικές έρευνες για την επιμέτρηση του «φόβου του εγκλήματος» και της επιρροής του στην ομαλή κοινωνική ζωή του κοινωνικού σώματος[4] καθώς σημαντικά ποσοστά πληθυσμού φέρονται να ανησυχούν για την πιθανότητα να υποπέσουν θύματα εγκληματικών ενεργειών ή αισθάνονται ανασφαλείς περπατώντας μόνοι στη γειτονιά ή την περιοχή τους όταν νυχτώνει. Η ESS όμως πιστεύω πως αφίσταται αυτών των εν στενή εννοία παραδοχών πρώτον διότι εντάσσει τις σχετικές ερωτήσεις σε μια περισσότερο πανπεριεκτική υποενότητα του ερωτηματολογίου με τίτλο «και τώρα μερικές ερωτήσεις που αφορούν εσάς και τη ζωή σας» και δεύτερον όπως σωστά έχει επισημανθεί, από την οπτική της μαθηματικοποιημένης κοινωνικής ψυχολογίας μια διάκριση διαστάσεων στις θυμικές στάσεις (ανησυχία, φόβος, αγωνία κλπ.) δεν είναι ευχερής και δεν τεκμηριώνεται από την προσφερόμενη τεχνική μέτρησης της σχετικής στάσης (attitude).

Έχω πλέον πεισθεί ότι η εμπειρική τεκμηρίωση η οποία μας προσφέρεται αφορά αφενός τη διάσταση ανάμεσα στην πραγματική και φαντασιακή δυναμική της βίας στην κοινωνία και αφετέρου υποστηρίζει ένα αίτημα του κοινού για δημόσια ασφάλεια το οποίο δεν προσδιορίζεται και δεν μπορεί να προσδιορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την έκθεση του κοινού στη βία και τους συναφείς κινδύνους και διακινδυνεύσεις αλλά και από άλλες παραμέτρους όπως είναι οι δείκτες της πολιτικής εμπιστοσύνης σε θεσμούς όπως το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και η αστυνομία αλλά και της κοινωνικής εμπιστοσύνης στους συνανθρώπους μας.

Τα ευρήματα

Τα ευρήματα που εκτίθενται στο παρόν κείμενο, έστω και σε μια πρώτη ανάγνωση του εμπειρικού υλικού υποστηρίζουν και με αυξημένη εμπειρική αξιοπιστία τους παραπάνω ισχυρισμούς:

Αναφορικά με τα σχετικά αποτελέσματα της ESS για τα επίπεδα βίας στην κοινωνία στην Ελλάδα και την Ευρώπη:

Εύρημα 1ο

Διαπιστώνουμε ότι παρά τις κραυγές και τους ψιθύρους περί εκρηκτικής αύξησης της βίας στην κοινωνία οι σχετικοί ισχυρισμοί δεν επιβεβαιώνονται ούτε για την Ελλάδα, ούτε όμως και για την Ευρώπη. Όπως προκύπτει, η άμεση και έμμεση έκθεση του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού κοινού στη βία και μάλιστα στη βίαιη εγκληματικότητα κατά του προσώπου σε ατομικό επίπεδο εμφανίζεται αισθητά μειωμένη στη βάση της πραγματικής εμπειρίας σήμερα. Η μικρή αύξηση που σημειώθηκε τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης το 2010-11 στη χώρα μας και η οποία συνιστά και μια διαφοροποίηση από τον ΕΜΟ φαίνεται να υποχωρεί σημαντικά με το τέλος της δεκαετίας που διανύσαμε, εύρημα που συνάδει με ευρήματα και λοιπών ερευνών μας. Φυσικά, η  επίπτωση των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας είχε τη δική της σημαντική συνεισφορά στα ερευνητικά αποτελέσματα του 10ου γύρου στο εν λόγω εύρημα, καθώς οι παντός είδους περιορισμοί και εγκλεισμοί περιόρισαν σημαντικά την έκθεση σε κινδύνους βίαιης θυματοποίησης του κοινού δημόσια τόσο στη χώρα μας όσο και  σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα.

Όπως διαπιστώνουμε, δηλαδή, στην αρχή της χιλιετίας (2002) Ελλάδα και Ευρώπη συμπλέουν ως προς τα ποσοστά έκθεσης του κοινού στη βία, τα οποία κυμαίνονται στο 1/5 του συνολικού δείγματος, με την Ελλάδα να σημειώνει χαμηλότερο ποσοστό από τον ΕΜΟ. Στις απαρχές της οικονομικής κρίσης (2010) στην Ελλάδα σημειώνονται αυξημένα ποσοστά αναφορικά με τον ΕΜΟ, εύρημα απόλυτα συμβατό με τη θεωρία και την  εγκληματολογική έρευνα ως προς τις επιπτώσεις στην κοινωνία απρόβλεπτων και βίαιων μετασχηματισμών. Σήμερα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη η βία στην κοινωνία αρκετά αποδυναμωμένη, καθώς καταγράφονται υποδιπλάσια και πλέον ποσοστά βίαιης θυματοποίησης.

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον εμφανίζουν τα σχετικά με το «αίσθημα ασφάλειας» ποσοστά ιδιαίτερα μέσα από συνδυαστικές παραμέτρων αναγνώσεις. 

     

Διαπιστώνουμε ότι ενώ η περίπτωση της Ελλάδας εμφανίζεται να σημειώνει σήμερα από τα χαμηλότερα ποσοστά έκθεσης στη βία, ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα εξακολουθεί να σημειώνει από τα υψηλότερα ποσοστά «αισθήματος μεγάλης ανασφάλειας» (7,9 έναντι του 3,1) του ΕΜΟ. Αντιστοίχως υπολείπεται κατά πολύ το ποσοστό των ατόμων που νιώθουν «πολύ ασφαλείς» (11,9 έναντι του 28,7 του ΕΜΟ).  Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας εμφανίζεται να παγιώνεται ένα σχεδόν 10% του κοινωνικού σώματος το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται από έντονη ανασφάλεια ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση εμπειριών βίας. Ωστόσο, σε σχέση με τα δεδομένα του 2010 όπου το μέγεθος της ανασφάλειας του Έλληνα πολίτη (υποκειμενικό κριτήριο) εμφανιζόταν σημαντικά ενισχυμένο, σήμερα διαπιστώνεται μια διαφοροποίηση, εμφανίζοντας περισσότερο ενισχυμένο το «αίσθημα ασφάλειας» παρά το αίσθημα ανασφάλειας. Σε κάθε περίπτωση περισσότερο ασφαλείς ένιωθαν οι Έλληνες με την αρχή της χιλιετίας που διανύουμε. Οι διαδοχικές κρίσεις φαίνεται πως έχουν επηρεάσει συνολικά την εικόνα. 

Τα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς μας ότι η ερώτηση περί ανασφάλειας δεν αφορά πρωταρχικά το φόβο του εγκλήματος αλλά κυρίως την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής ρύθμισης και εκφράζει το συνολικό και συλλογικό άγχος του κοινού απέναντι σε πλήθος αβεβαιοτήτων.  Ενδεικτικά να πούμε ότι το κοινωνικό σώμα που ανταποκρίθηκε στην έρευνα διακατέχεται από υψηλότερο βαθμό δυσαρέσκειας από την πορεία της οικονομίας από τους λοιπούς Ευρωπαίους (5,9 έναντι 7,4) στις απόλυτες τιμές της κλίμακας, ενώ απόλυτα ευχαριστημένο εμφανίζεται να είναι μόλις το 0,1% έναντι του 1,9% των λοιπών ευρωπαίων. Οι αβεβαιότητες και οι κρίσεις ωστόσο έχουν μετακινήσει την εμπιστοσύνη του κοινού σε θεσμούς όπως η απονομή της δικαιοσύνης και η αστυνομία οι οποίοι απολαύουν σήμερα μεγαλύτερης εμπιστοσύνης απ’ ότι στην αρχή της χιλιετίας και φαίνεται να έχουν ξεπεράσει την κρίση εμπιστοσύνης του 2010-11.

Ωστόσο η καχυποψία και η δυσπιστία απέναντι στα λοιπά μέλη της κοινωνίας φαίνεται πως «καλά κρατεί» με την απόλυτη τιμή της (το 0 δηλαδή  καμμία εμπιστοσύνη) να εμφανίζεται σχεδόν υποτριπλάσια από το αντίστοιχο ΕΜΟ  (2,8 έναντι 7,8) ενώ τα επίπεδα πλήρους εμπιστοσύνης κυμαίνονται κάτω από το 1 έναντι του 2,2  του ΕΜΟ.

Συμπέρασμα

Με βάση τα ευρήματα της ESS η βία στην κοινωνία ως προς τις εκφάνσεις που απασχολούν την ΕΚΕ δεν φαίνεται να αυξάνεται ούτε εκθετικά ούτε εκρηκτικά. Ωστόσο ένα  αίτημα ασφάλειας εξακολουθεί να διατυπώνεται και μάλιστα εμφατικά από σημαντικό τμήμα του ελληνικού κοινού καθώς το 40% του κοινωνικού σώματος αισθάνονται ανασφαλείς και πολύ ανασφαλείς. Το αίσθημα ανασφάλειας δεν φαίνεται να συναρτάται τόσο με εμπειρίες έκθεσης στην εγκληματική βία όσο με άλλες παραμέτρους όπως, ενδεικτικά, αβεβαιότητα στην οικονομία, καχυποψία απέναντι στους άλλους κ.λπ. Σε αυτό το τοπίο ανανεώνεται η σχέση εμπιστοσύνης του κοινού με την απονομή του δικαίου και τους θεσμούς δημόσιας ασφάλειας όχι μόνο λόγω ενεργοποίησης των συντηρητικών αντανακλαστικών για περισσότερη δημόσια επιτήρηση και ασφάλεια αλλά κυρίως λόγω του ότι οι θεσμοί αυτοί φαίνεται να συνιστούν στη συλλογική συνείδηση σήμερα ένα είδος «καταφυγίου προστασίας» από κοινωνικές αδικίες, αβεβαιότητες και ορατούς ή ενδεχόμενους κινδύνους.

Δρ. Ιωάννα Τσίγκανου, Διευθύντρια Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών

* Φωτογραφία από Maxim Hopman στο Unsplash

[1]  Για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Π. Καφετζή από την εισήγησή του στην πρώτη παρουσίαση της έρευνας, Νοέμβριος 5, 2003, Αθήνα ΕΙΕ.

[2]  Selltiz  C., Wrightsman L.S., & Cook S.W., (1976): “Research Methods in Social Relations”, 3/e, New York, Holt, Reinhart and Winston,  σελ. 169, όπ. παραπ. στο Brewer J. & Hunter A. (1989): “Multimethod Research: A Synthesis of  Styles”, London, Sage, σελ. 129.

[3] Τσίγκανου Ι. : «Ο φόβος του εγκλήματος: Δεδομένα και μεθοδολογικά παραλειπόμενα»  στο συλλογικό τόμο, Π. Καφετζής, Θ. Μαλούτας, Ι. Τσίγκανου (επιμ.): «Πολιτική, Κοινωνία, Πολίτες Αναλύσεις Δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας»,  Αθήνα, ΕΚΚΕ,  2007, σελ. 194-217

[4] Βλ. ενδεικτικά, Hough M. & Mayhew P. (1983): “The British Crime Survey: First Report”, London, HMSO,  Chambers G. & Tombs J. (1984): “The British Crime Survey”, Scotland, London, HMSO, Hough & Mayhew (1985): “Taking Account of Crime: Key  findings from the Second British Crime Survey”, London HMSO, Mayhew P. et al (1989): “The 1988 British Crime Survey”, London, HMSO, Skogan W. (1990): “The Police and Public in England and Wales: A british Crime Survey Report”, Home Office Research Study, no 117, London, HMSO, Hough M. (1995): “Anxiety About Crime: Findings From the 1994 British Crime Survey”, Home Office Research Study, no 147, London, Home Office.