ΤΕΥΧΟΣ #21 ΙΟΥΝΙΟΣ 2023

... θεσμοθετήθηκε νέο ένδικο βοήθημα για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές;

Παναγιώτα Βλάχου, Δικηγόρος, Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Στο παρόν άρθρο γίνεται μια πρώτη παρουσίαση του νέου ένδικου βοηθήματος του άρθρου 6Α του Σωφρονιστικού Κώδικα (το οποίο προστέθηκε με τον Ν. 4985/2022) για τη μη τήρηση των κανόνων διαβίωσης στις ελληνικές φυλακές και στα κρατητήρια στα αστυνομικά τμήματα, γίνεται μια σύντομη ανάλυση της ερμηνείας των άρθρων 3  και 13 της ΕΣΔΑ σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ όσον αφορά στις συνθήκες κράτησης και αναφέρονται κάποιες αρχικές σκέψεις και επιφυλάξεις για τη νομοθετική αυτή επιλογή.

Α. Εισαγωγικά - Η νέα προσφυγή του άρθρου 6Α του Σωφρονιστικού Κώδικα

Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού και των άσχημων συνθηκών διαβίωσης εντός των ελληνικών φυλακών και των κρατητηρίων στα αστυνομικά τμήματα είναι ευρέως γνωστό, έχει δε πολλάκις καταδικαστεί η χώρα μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση των σχετικών διατάξεων της ΕΣΔΑ.

Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθεί στο μέλλον η  καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ λόγω παραβίασης των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ, αλλά και προκειμένου να τερματιστεί η επιτήρηση της χώρας μας από την Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης[1], προστέθηκε νέο άρθρο 6Α στον Σωφρονιστικό Κώδικα (Ν. 2776/1999) με το Ν. 4985/2022, με το οποίο θεσμοθετείται για πρώτη φορά ως ένδικο βοήθημα η προσφυγή των κρατουμένων, υπόδικων ή μη, σε σωφρονιστικά καταστήματα ή αστυνομικά κρατητήρια, για τις συνθήκες κράτησής τους.

Συγκεκριμένα, οι κρατούμενοι μπορούν να προσφύγουν στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών[2], σε περίπτωση που η μη τήρηση των κανόνων διαβίωσής τους, όπως αυτοί καθορίζονται στα άρθρα 21, 25, 27, 32 και στην παρ. 1 του άρθρου 36 του Σωφρονιστικού Κώδικα, καθώς και στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και σε άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου για τη μεταχείριση των κρατουμένων, προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η προσφυγή ασκείται εγγράφως στη γραμματεία του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών ή στον Διευθυντή του οικείου Σωφρονιστικού Καταστήματος, και αν πρόκειται για κρατητήριο της αστυνομίας, στον διοικητή της υπηρεσίας, όπου κρατείται, ο οποίος υποχρεούται να την υποβάλει άμεσα στον Διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης Αστυνομίας ή άλλης υπηρεσίας που εξομοιώνεται με αυτή[3]. Το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών δύναται, μετά από αίτημα του προσφεύγοντος, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι που μνημονεύονται στην απόφαση, να ζητήσει τη μεταγωγή και αυτοπρόσωπη εμφάνισή του για να εκθέσει τις απόψεις του. Το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την προσφυγή το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από την άσκησή της και η απόφασή του εκτελείται αμέσως.

Σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής, το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών διατάσσει κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέτρο, για τη διασφάλιση της τήρησης των κανόνων διαβίωσης του προσφεύγοντος εντός του ίδιου Σωφρονιστικού Καταστήματος ή του κρατητηρίου της Αστυνομίας, όπως την αλλαγή χώρου κράτησης, και, αν η εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν είναι εφικτή, διατάσσει τη μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών ή άλλο δημόσιο νοσοκομείο ή την κατά προτεραιότητα μεταγωγή του προσφεύγοντος σε άλλο κατάστημα κράτησης. Οι Διευθυντές των Σωφρονιστικών ή άλλων καταστημάτων και των δημόσιων νοσοκομείων συμμορφώνονται αμελλητί στις αποφάσεις του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών.

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών μπορεί να επιδικάσει, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον προσφεύγοντα, χρηματική ικανοποίηση[4] για την ηθική βλάβη που υπέστη, το χρηματικό ποσό της οποίας ορίζεται από πέντε (5) έως τριάντα (30) ευρώ ανά ημέρα παραβίασης ανάλογα με τη βαρύτητα της προσβολής και ευεργετικό υπολογισμό της ποινής, ο οποίος υπολογίζεται σε μία (1) επιπλέον ημέρα έκτισης ανά δέκα (10) ημέρες κράτησης υπό δυσμενείς συνθήκες. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο και για την εκδίκαση των προσφυγών πρώην κρατουμένων, οι οποίες ασκούνται σε αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών από την απόλυσή τους. Η απόφαση που εκδίδεται επί της προσφυγής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα και εκτελείται αμέσως.

Β. Το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ

Το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ κατοχυρώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως θεμελιώδη αξία των δημοκρατικών κοινωνιών με την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της εργαλειοποίησης/ αντικειμενοποίησης των πολιτών[5]. Έχει απόλυτη εφαρμογή και δεν υπόκειται σε περιορισμούς, σταθμίσεις με άλλα δικαιώματα και αναστολή της ισχύος του[6].

Κατά την έρευνα της υπαγωγής μιας συμπεριφοράς στο άρθρο 3, ο δικαστής προβαίνει σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών για να διακριβώσει εάν πληρούται η προϋπόθεση του ελάχιστου βαθμού σοβαρότητας («minimum level of severity»)[7]. Για την υπαγωγή μιας συμπεριφοράς στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, όπως το είδος και η διάρκεια της μεταχείρισης, οι σωματικές και πνευματικές επιπτώσεις της, το φύλο, η ηλικία ή η κατάσταση της υγείας του θύματος, η ευαλωτότητά του[8]. Σε κάθε περίπτωση, τα θύματα προστατεύονται ανεξάρτητα από τη δική τους συμπεριφορά ή την τυχόν παράνομη δραστηριότητά τους[9].

Το προστατευτικό πεδίο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ αναπτύσσεται σε δύο υποχρεώσεις των κρατών μελών της σύμβασης: την ουσιαστική, με την έννοια ότι τα κράτη μέλη της σύμβασης οφείλουν να μην προβαίνουν σε πράξεις που υπάγονται στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου (βασανιστήρια και απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία) και να προστατεύουν τους πολίτες τους από τις πράξεις αυτές ακόμα και αν τις πράξεις αυτές διενεργούν ιδιώτες/ τρίτοι, και τη διαδικαστική/ δικονομική υποχρέωση, δηλαδή την υποχρέωση των κρατών να εξετάζουν με επάρκεια και αποτελεσματικότητα τις συνθήκες υπό τις οποίες τελέστηκε μια συμπεριφορά που υπάγεται στο προστατευτικό πεδίο της διάταξης[10].

Στην έννοια των βασανιστηρίων υπάγονται ο έντονος σωματικός ή ψυχικός πόνος, η εμπρόθετη πρόκλησή του για την επίτευξη ενός σκοπού, ο εκφοβισμός, οι διακρίσεις, η τιμωρία και σε κάποιες περιπτώσεις η ευάλωτη θέση του θύματος[11]. Από την άλλη, απάνθρωπη είναι η μεταχείριση που κάνει το άτομο να υποφέρει σωματικά ή ψυχικά με σημαντική ένταση, ήτοι κριτήριο αποτελεί η σωματική βία, και εξευτελιστική είναι η μεταχείριση που ταπεινώνει το άτομο σε σημείο που να πληγεί η αξία του ως ανθρώπου, ήτοι η υποβάθμιση και ταπείνωση του προσώπου[12].

Ειδικότερα, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, εφόσον φθάνει σε έναν ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας, και ανάλογα με τα δεδομένα κάθε υπόθεσης, αποτελούν συμπεριφορές που μπορούν να προκαλέσουν στο θύμα συναισθήματα φόβου, άγχους ή/ και κατωτερότητας, ικανά να το ταπεινώσουν και να το εξευτελίσουν, που δείχνουν έλλειψη σεβασμού στο θύμα, παραβιάζουν την αξιοπρέπειά του, προσβάλλουν τη σωματική του ακεραιότητα ή εν γένει επηρεάζουν καθοριστικά και διαστρέφουν την προσωπικότητά του[13]. Μια συμπεριφορά κρίνεται ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική με κριτήρια τόσο τις αντικειμενικές συνθήκες όσο και την υποκειμενική πρόθεση των αρχών, υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις όπου η συμπεριφορά των αρχών κρίνεται ως απάνθρωπη ή εξευτελιστική αυτοτελώς λόγω της απαξίας της ανεξαρτήτως προθέσεως των αρχών[14].

Η νομολογιακή διάκριση μεταξύ απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης διαρκώς μεταβάλλεται, ενώ καμία πρακτική συνέπεια δεν έχει η υπαγωγή μιας περίπτωσης στη μία ή στην άλλη έννοια[15].

Όσον αφορά τις συνθήκες κράτησης σε σωφρονιστικά καταστήματα, φυλακές και κρατητήρια σε αστυνομικά τμήματα[16], το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει την θετική υποχρέωση των κρατών για συνθήκες κράτησης συμβατές με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ότι ο κρατούμενος δεν θα υποβάλλεται σε αγωνία ή δοκιμασία, η ένταση της οποίας να υπερβαίνει το αναπόφευκτο επίπεδο δεινών που είναι σύμφυτα με την κράτηση. Στις συνθήκες αυτές περιλαμβάνονται και η υγεία και η ιατρική φροντίδα του κρατουμένου, ενώ κάθε μέτρο που αφορά την κράτησή του πρέπει να είναι δικαιολογημένο[17]. Επισημαίνεται ότι η συμμόρφωση των κρατών μελών της σύμβασης στις υποχρεώσεις αυτές δεν εξαρτάται από την οικονομική τους κατάσταση[18].

Η παραβίαση του άρθρου 3 ως προς τις συνθήκες κράτησης μπορεί να οφείλεται τόσο στις αντικειμενικές συνθήκες κράτησης (για παράδειγμα ο υπερπληθυσμός των φυλακών, η ανεπαρκής καθαριότητα και υγιεινή, κ.λπ.) όσο και στην συμπεριφορά των κρατικών οργάνων στις φυλακές λόγω ιδίως της ευάλωτης θέσης στην οποία και βρίσκονται οι κρατούμενοι έναντι των κρατικών οργάνων[19]. Ειδικότερα, υπάρχει παραβίαση του ανωτέρω άρθρου λόγω ελλιπούς ιατρικής φροντίδας, με την έννοια της έγκαιρης ιατρικής διάγνωσης και της έγκαιρης και αποτελεσματικής θεραπείας, ώστε να μη χειροτερεύσει η κατάσταση της υγείας του κρατουμένου, καθώς και της προσαρμογής των συνθηκών κράτησης ανάλογα με την κατάσταση της υγείας των κρατουμένων[20].

Όσον αφορά τη διαδικαστική/ δικονομική υποχρέωση των κρατών μελών της σύμβασης να διερευνούν αποτελεσματικά τυχόν παραβιάσεις του άρθρου 3 της σύμβασης, επισημαίνεται ότι αρκεί να εγγυηθούν και να διεξαγάγουν οι κρατικές αρχές «μια πραγματική και επίσημη έρευνα, ικανή να καταλήξει στον εντοπισμό  και την τιμωρία των υπευθύνων, δίχως απαραίτητα να καταλήξει σε καταδίκη τους», αρκεί οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα «να προκαλούν εύλογη υποψία»[21]. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τυποποιούνται ποινικά οι εν λόγω συμπεριφορές, να τηρούνται οι διαδικαστικές προϋποθέσεις και οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των αρμόδιων αρχών, η έρευνα να διεξάγεται με ταχύτητα και επιμέλεια και να είναι διεξοδική[22].

Γ. Το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ

Προκειμένου να τύχουν αποτελεσματικής προστασίας τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στην ΕΣΔΑ, προβλέφθηκε στο άρθρο 13 αυτής το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής για παραβιάσεις των διατάξεων αυτών[23]. Η παραβίαση του δικαιώματος αυτού διαγιγνώσκεται σε συνδυασμό με κάποιο άλλο προβλεπόμενο στην ΕΣΔΑ δικαίωμα, χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να κριθεί ότι έχει παραβιαστεί μόνο το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής χωρίς να διαγνωσθεί και παραβίαση κάποιας άλλης διάταξης, αλλά αρκεί η ύπαρξη υποστηρίξιμης αιτίασης για παραβίαση άλλης διάταξης της ΕΣΔΑ[24]. Με άλλα λόγια, μπορεί να κριθεί ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, εφόσον δεν προβλέπεται στην έννομη τάξη του κράτους μέλους της σύμβασης πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή για την παραβίαση δικαιώματος της σύμβασης, ακόμη και αν κριθεί ότι δεν παραβιάστηκε το εν λόγω δικαίωμα εν προκειμένω.

Για να είναι αποτελεσματική η προσφυγή[25], πρέπει η εθνική αρχή, η οποία δεν απαιτείται να είναι δικαστική, ενώπιον της οποίας ασκείται η προσφυγή να είναι αρμόδια να κρίνει την ουσία της υπόθεσης και να διασφαλίσει την αποκατάσταση της παραβίασης, με την τήρηση των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης (π.χ. ισότητα των όπλων, ανεξαρτησία και αμεροληψία της εθνικής αρχής, ταχύτητα, προσιτό της πρόσβασης σε αυτή). Είναι στην διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών της σύμβασης η διαμόρφωση της προσφυγής αυτής, πρέπει, ωστόσο, να συνάδει με τη φύση του προστατευόμενου δικαιώματος, ενώ δεν απαιτείται να προβλέπονται ένδικα μέσα κατά των αποφάσεων της εθνικής αυτής αρχής[26]. Το ένδικο αυτό βοήθημα πρέπει να καθιστά δυνατή την προσήκουσα αποκατάσταση της συντελεσθείσας παραβίασης είτε με την αποτροπή της στοιχειοθέτησης ή εξακολούθησης της παραβίασης είτε με την παροχή κατάλληλης επανόρθωσης για την ήδη συντελεσθείσα παραβίαση, ενώ δεν χρειάζεται να έχει μεγάλη πιθανότητα επιτυχίας[27].

Στο πλαίσιο της αποτελεσματικότητας της προσφυγής βάσει του άρθρου 13 της σύμβασης, το ΕΔΔΑ εξετάζει κατά πόσον το ένδικο βοήθημα πράγματι ασκείται στο εν λόγω κράτος μέλος ή παρακωλύεται η άσκησή του αδικαιολόγητα από πράξεις ή παραλείψεις του εν λόγω κράτους και κατά πόσον εκτελείται η απόφαση επί της προσφυγής που δικαιώνει τον προσφεύγοντα[28].

Όσον αφορά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή έχει την έννοια τόσο της αποζημίωσης του προσφεύγοντος για την τυχόν προκληθείσα υλική ή ηθική του βλάβη, όσο και την υποχρέωση του κράτους μέλους να διεξαγάγει ενδελεχή και αποτελεσματική έρευνα για τον εντοπισμό και την τιμωρία των προσώπων τα οποία ευθύνονται για την παραβίαση[29].

Περαιτέρω, όσον αφορά στο άρθρο 3 και στις συνθήκες κράτησης, έχει κριθεί ότι η προσφυγή πρέπει να δίνει τη δυνατότητα προσήκουσας και άμεσης αποκατάστασης της σχετικής παραβίασης και να προβλέπεται προληπτική προσφυγή που να καθιστά δυνατή την παύση της παραβίασης ή τη βελτίωση των υλικών συνθηκών κράτησης[30].

Δ. Η μη τήρηση των κανόνων διαβίωσης ως προϋπόθεση άσκησης της νέας προσφυγής

Προϋπόθεση για την άσκηση του νέου ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατ’ άρθρον 6Α του Σωφρονιστικού Κώδικα είναι η μη τήρηση των κανόνων διαβίωσης στα σωφρονιστικά καταστήματα ή τα αστυνομικά τμήματα, όπως αυτοί καθορίζονται στις διατάξεις του Σωφρονιστικού Κώδικα, στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και σε άλλους κανόνες διεθνούς δικαίου, με αποτέλεσμα την προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η αναφορά στα νομικά αυτά κείμενα είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική, όπως προκύπτει από την λέξη «ιδίως» στο κείμενο του εν λόγω άρθρου.

Όσον αφορά στον Σωφρονιστικό Κώδικα, ενδεικτικά αναφέρονται τα άρθρα που καθορίζουν τους χώρους διαβίωσης των κρατουμένων (άρθρο 21 Ν. 2776/1999) και ειδικότερα τις διαστάσεις των χώρων κράτησης (ατομικά κελιά, κελιά που προορίζονται για πειθαρχικό περιορισμό, θαλάμους, κ.λπ.), τις εγκαταστάσεις θέρμανσης και υγιεινής  (νιπτήρα, αποχωρητήριο, λουτρά) και τις λοιπές εγκαταστάσεις (για ιατρικές εξετάσεις, αναρρωτήριο, εργαστήριο, βιβλιοθήκη, εκκλησιασμό, αίθουσα εκδηλώσεων και διαλέξεων, χώρους αυλισμού και αθλοπαιδιών των κρατουμένων), την υγιεινή και καθαριότητα του καταστήματος (άρθρο 25 Ν. 2776/1999), την ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη των κρατουμένων (άρθρο 27 Ν. 2776/1999), τη διατροφή των κρατουμένων (άρθρο 32 Ν. 2776/1999) και τη σωματική άσκηση και άθληση των κρατουμένων (άρθρο 36 παρ. 1 Ν. 2776/1999).

Βασικές ενδείξεις για την υπαγωγή των συνθηκών κράτησης των κρατουμένων στην διάταξη του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ για την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση είναι ο υπερπληθυσμός των φυλακών σε συνδυασμό με την έλλειψη συνθηκών υγιεινής και καθαριότητας, την προβληματική πρόσβαση σε τουαλέτες και την ανεπαρκή σίτιση, η έλλειψη χώρου, οι κακές συνθήκες ύπνου, η έλλειψη φυσικού φωτισμού, εξαερισμού και θέρμανσης, ο περιορισμός της ελευθερίας κίνησης των κρατουμένων, η απόλυτη απομόνωσή τους, η απουσία δυνατοτήτων άσκησης, αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, εργασίας ή εκπαίδευσης των κρατουμένων, η ελλιπής ιατρική φροντίδα[31].

Ειδική μεταχείριση απαιτείται για ορισμένες κατηγορίες κρατουμένων, όπως είναι οι ανάπηροι τετραπληγικοί ασθενείς που στερούνται αυτονομίας, οι πάσχοντες από AIDS, οι ηλικιωμένοι, οι ψυχικά ασθενείς και οι ουσιοεξαρτημένοι[32].

Τα κριτήρια αυτά μπορεί να συντρέχουν σωρευτικά ή μεμονωμένα, εφόσον ο κρατούμενος κρατείται υπό τις συνθήκες αυτές για μακρό χρονικό διάστημα ή υπάρχει παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[33].

Ε. Αντί επιλόγου

Οι συνθήκες κράτησης στα σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας μας εξακολουθούν να μην είναι ικανοποιητικές[34]. Πέρα, ωστόσο, από την παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ για τις συνθήκες κράτησης στη χώρα μας, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει σε πληθώρα αποφάσεών του ότι δεν υφίσταται στην ελληνική έννομη τάξη αποτελεσματικό (υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 13) ένδικο βοήθημα για τις παραβιάσεις του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η αγωγή αποζημίωσης κατά του Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ είναι αποτελεσματική μόνο όταν ασκείται μετά την απόλυση του κρατουμένου και όχι κατά τη διάρκεια της κράτησης, διότι στερείται προληπτικού χαρακτήρα κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ[35], αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών κράτησης παρά μόνο σε αποζημίωση του κρατουμένου. Αναποτελεσματικές έχουν κριθεί, επίσης, οι προσφυγές που προβλέπονται από τα άρθρα 572 (του προϊσχύσαντος) ΚΠΔ και 6 του Σωφρονιστικού Κώδικα, καθώς δεν είναι γνωστή στο ΕΔΔΑ καμία περίπτωση που οι προσφυγές αυτές να είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης[36], όπως επίσης αναποτελεσματική έχει κριθεί και η προσφυγή στον Συνήγορο του Πολίτη, διότι δεν μπορεί να εκδώσει αποφάσεις δεσμευτικές και εκτελεστές[37].

Η νέα ρύθμιση του άρθρου 6Α του Σωφρονιστικού Κώδικα έχει ήδη δεχθεί κριτική για την αποτελεσματικότητά της, ιδίως ως προς την επίλυση της μη τήρησης των συνθηκών διαβίωσης στις φυλακές με την μεταγωγή του κρατουμένου, καθώς η μη τήρηση των συνθηκών διαβίωσης και ο υπερπληθυσμός των ελληνικών φυλακών «αποτελούν δομικά στοιχεία των ελληνικών φυλακών» και, επομένως, το μέτρο της μεταγωγής «καθίσταται άνευ ουσίας και ανεπαρκές», ενώ μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον κρατούμενο, όταν αυτός απομακρύνεται χωρικά από τους οικείους του[38]. Περαιτέρω, έχει επικριθεί ως προς τη μη πρόβλεψη προθεσμίας εκτέλεσης της απόφασης, παρά μόνο προθεσμία έκδοσής της[39].

Ένα άλλο, επίσης, ζήτημα που έχει επισημανθεί είναι αυτό του βάρους απόδειξης των λόγων της προσφυγής από τον κρατούμενο, καθώς δεν διαθέτει επαρκή μέσα για την απόδειξη των ισχυρισμών του[40]. Πόσω μάλλον, εφόσον προβλέπεται η δυνατότητα και όχι η υποχρεωτικότητα της μεταγωγής και εμφάνισης του κρατουμένου ενώπιον του δικαστηρίου που κρίνει την προσφυγή του προκειμένου να αναπτύξει και προφορικά τις απόψεις του. Τέλος, προβληματική θεωρείται η μη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου[41].

Σε αυτά μπορεί να προστεθεί και το γεγονός ότι η αναγνώριση πλασματικής έκτισης ποινής μίας ημέρας ανά δέκα ημέρες κράτησης σε δυσμενείς συνθήκες μπορεί να μην επαρκεί ως δίκαιη επανόρθωση σε συνθήκες κράτησης κατάφωρα απάνθρωπες ή εξευτελιστικές.

Απομένει να δούμε αν το νέο αυτό ένδικο βοήθημα θα είναι αποτελεσματικό κατά την έννοια του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό ερμηνεύεται και τυγχάνει εφαρμογής από το ΕΔΔΑ, σε συνάρτηση με την πιθανότητα ευδοκίμησής του, και αν θα έχει ως έμμεση συνέπεια τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και του υπερπληθυσμού που ταλανίζει τις ελληνικές φυλακές.

Παναγιώτα Βλάχου, 

Δικηγόρος, 

Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ

[1] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4985/2022 («Με την προτεινόμενη ρύθμιση θεσπίζεται ειδικό ένδικο βοήθημα για τις συνθήκες  κράτησης  στα σωφρονιστικά  καταστήματα προκειμένου  να καλυφθεί ένα κενό στην ελληνική νομοθεσία, το οποίο οδηγούσε το Ε.Δ.Δ.Α. στη διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), εξαιτίας των συνθηκών κράτησης σε πολλά σωφρονιστικά καταστήματα. Σε ορισμένες από τις αποφάσεις του το Ε.Δ.Δ.Α. παρατηρεί ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, δηλαδή η διαδικασία υποβολής αναφοράς του άρθρου 567 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και το άρθρο 6 του ν. 2776/1999 (Α’ 291), παρέχει επαρκή και αποτελεσματική προστασία στις περιπτώσεις παραβιάσεων της Ε.Σ.Δ.Α. που αφορούν ατομικά τους κρατούμενους. Δεν επαρκεί, ωστόσο, για τη δυνατότητα ελέγχου των γενικών συνθηκών κράτησής τους και τη  βελτίωση  των  συνθηκών  κράτησης,  εφόσον  διαπιστωθεί ύπαρξη συνθηκών που αντίκεινται στην ΕΣΔΑ (βλ. Μ. κατά Ελλάδας, υπ. αρ. 44559/15, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2017, Singh και άλλοι κατά Ελλάδας, υπ. αρ. 60041/13, απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, Παπακωνσταντίνου κατά Ελλάδας, υπ. αρ. 50765/11, απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2014). Με την προτεινόμενη ρύθμιση πρόκειται να μειωθούν οι  ανεκτέλεστες  αποφάσεις  του  Ε.Δ.Δ.Α. και  οι  προσφυγές  κατά  της Ελληνικής Δημοκρατίας που αφορούν στις συνθήκες κράτησης εντός των σωφρονιστικών  καταστημάτων,  ενώ  η  θέσπιση  του  ειδικού  ενδίκου βοηθήματος διασφαλίζει την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων των κρατουμένων και επιβεβαιώνει τον δικαιοκρατικό και φιλελεύθερο χαρακτήρα της Ελληνικής Δημοκρατίας»).

[2] Το Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών, ως ειδικό τμήμα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου στις έδρες των Πρωτοδικείων, Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Πατρών, Λαρίσης και Ηρακλείου και ως το αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο στις έδρες των λοιπών Πρωτοδικείων είναι τοπικά αρμόδιο για την εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούν κρατουμένους σε κατάστημα που βρίσκεται στην περιφέρειά του. (άρθρο 86 του Ν. 2776/1999, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4985/2022)

[3] Αν η προσφυγή ασκηθεί ενώπιον του Διευθυντή του Σωφρονιστικού Καταστήματος ή της Διεύθυνσης Αστυνομίας ή άλλης υπηρεσίας που εξομοιώνεται με αυτή, ο τελευταίος υποχρεούται, εντός επτά (7) ημερών, να υποβάλει στο Δικαστήριο Εκτέλεσης Ποινών την ασκηθείσα προσφυγή μαζί με τις έγγραφες απόψεις του και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Αν η προσφυγή κατατεθεί στη γραμματεία του Δικαστηρίου Εκτέλεσης Ποινών, ο γραμματέας υποχρεούται να τη διαβιβάσει ηλεκτρονικά ή με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο τρόπο στον Διευθυντή του Σωφρονιστικού Καταστήματος, και αν πρόκειται για κρατητήριο της Αστυνομίας, στον Διευθυντή της οικείας Διεύθυνσης Αστυνομίας ή άλλης υπηρεσίας που εξομοιώνεται με αυτή προκειμένου ο τελευταίος να διαβιβάσει τις έγγραφες απόψεις του και να παράσχει κάθε σχετικό στοιχείο εντός επτά (7) ημερών από την ημερομηνία που έλαβε γνώση της προσφυγής. (παράγραφος 2 εδάφια β’ και γ’ του άρθρου 6Α του Ν. 2776/1999, το οποίο προστέθηκε με το Ν. 4985/2022)

[4] Για την κάλυψη της δαπάνης για χρηματική ικανοποίηση εγγράφεται κάθε έτος ειδική πίστωση στον κρατικό προϋπολογισμό. Αν δεν έχει εγγραφεί η πίστωση αυτή στον προϋπολογισμό ή η εγγεγραμμένη πίστωση είναι ανεπαρκής ή έχει εξαντληθεί, τηρείται κατά τις οικείες διατάξεις, η διαδικασία εγγραφής ή μεταφοράς πίστωσης. (παράγραφος 5 του άρθρου 6Α του Ν. 2776/1999, το οποίο προστέθηκε με το Ν. 4985/2022)

[5] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ΕΣΔΑ: Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2021, σελ. 127

[6] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 128, Μαργαρίτης Μιχαήλ, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και των Πρωτοκόλλων υπ’ αριθμ. 1, 6, 7 & 13: Μια συνοπτική ερμηνεία, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2019 σελ. 49, Γαλανού Μαρία, Η ποιότητα των συνθηκών κράτησης στις ελληνικές φυλακές: Το συναφές νομολογιακό προηγούμενο του Στρασβούργου με σημείο αναφοράς την ερμηνεία της ΕΣΔΑ, Ποινική Δικαιοσύνη 2011, σελ. 223

[7] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 128, Κοτσαλής Λεωνίδας, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο: Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σελ. 80

[8] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 129, Κοτσαλής Λεωνίδας, ό.π., σελ. 80, Γαλανού Μαρία, ό.π., σελ. 226

[9] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 130, Μαργαρίτης Μιχαήλ, ό.π., σελ. 50

[10] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 129

[11] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 136

[12] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 139

[13] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 137

[14] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 138

[15] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 129

[16] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 139

[17] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 139

[18] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 139, Κοτσαλής Λεωνίδας, ό.π., σελ. 85, Μαργαρίτης Μιχαήλ, ό.π., σελ. 60, Γαλανού Μαρία, ό.π., σελ. 223

[19] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 140-141

[20] Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται τα κράτη-μέλη της σύμβασης να παρέχουν στους κρατούμενους την καλύτερη υφιστάμενη θεραπεία, αλλά εκείνη που παρέχουν γενικά στο σύνολο του πληθυσμού. Βλ. Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 145 επ. Δεν αρκεί, βέβαια, η χειροτέρευση της υγείας ενός κρατουμένου κατά τη διάρκεια της κράτησής του για να διαγνωσθεί παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, αλλά πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω εάν η επιδείνωση της υγείας του οφείλεται στην ανεπάρκεια της ιατρικής περίθαλψης. Βλ. Μαργαρίτης Μιχαήλ, ό.π., σελ. 64 επ.

[21] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 158

[22] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 158 επ.

[23] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 693

[24] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 693 επ.

[25] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 698 επ.

[26] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 698 επ.

[27] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 698 επ., Μαργαρίτης Μιχαήλ, ό.π., σελ. 402

[28] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 706

[29] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 709

[30] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 711, όπου αναφέρεται ότι «προκειμένου να είναι αποτελεσματική η προληπτική προσφυγή, η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να είναι ανεξάρτητη σε σχέση με τα αρχές που είναι υπεύθυνες για τη λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος, να εγγυάται την πραγματική συμμετοχή των κρατουμένων στη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών τους, να διασφαλίζει την ταχεία και εμπεριστατωμένη εξέταση των προσφυγών, να διαθέτει ευρύ φάσμα νομικών εργαλείων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από τα οποία αφορμώνται οι προσφυγές αυτές και να εκδίδει δεσμευτικές και εκτελεστές αποφάσεις».

[31] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 140 επ., Κοτσαλής Λεωνίδας, ό.π., 86 επ., Γαλανού Μαρία, ό.π., σελ. 221

[32] Κοτσαλής Λεωνίδας, ό.π., σελ. 88 επ., Μαργαρίτης Μιχαήλ, ό.π., σελ. 64 επ.

[33] Σαρμάς Ι. – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος, ό.π., σελ. 144

[34] Βλ. Δελτίο Τύπου «Εθνικός Μηχανισμός Πρόληψης των Βασανιστηρίων & της Κακομεταχείρισης: Ετήσια Ειδική Έκθεση 2020-2021» του Συνηγόρου του Πολίτη της 25ης Αυγούστου 2022, «Συνοπτικά, η κατάσταση στους χώρους εγκλεισμού της χώρας εξακολουθεί να μην είναι ικανοποιητική και στην έκθεση επισημαίνονται και πάλι χρόνιες και επίμονες παθογένειες, όπως υπερπληθυσμός, ανεπάρκεια προσωπικού, ελλείμματα σε αναγκαίες υπηρεσίες, περιορισμένες δυνατότητες ψυχαγωγίας, εκπαίδευσης, απασχόλησης και κατάρτισης για τους κρατούμενους, ακαταλληλότητα χώρων, εφαρμογή μη ενδεδειγμένων πρωτοκόλλων στη μεταχείριση των ψυχικά πασχόντων».

[35] Ενδεικτικά: Ζωγράφος κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 29744/13, 19-05-2022, § 140, Χατζηλασκαράκη κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 30084/15, 10-12-2020, §88, Δικαίου και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 77457/13, 16-07-2020, §71, Ιατρίδης και λοιποί κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 25993/17, 19-11-2020, §53

[36] Ενδεικτικά: Χατζηλασκαράκη κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 30084/15, 10-12-2020, §85, Δικαίου και άλλοι κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 77457/13, 16-07-2020, §68-70

[37]Ενδεικτικά: Χατζηλασκαράκη κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 30084/15, 10-12-2020, §87, Ιατρίδης και λοιποί κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 25993/17, 19-11-2020, §54

[38] Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Σημείωμα ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων για τη ψήφιση του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Αναμόρφωση και εκσυγχρονισμός του Σωφρονιστικού Κώδικα – τροποποιήσεις στον ν.2776/1999», Οκτώβριος 2022, σελ. 5

[39] Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ο.π., σελ. 5 · Κοσμάτος Κώστας, Το δικαίωμα προσφυγής για τις συνθήκες κράτησης κατά το άρθρο 6 Α του Σωφρονιστικού Κώδικα μετά τον Ν 4985/2022, NOVA CRIMINALIA, No 17, σελ. 5

[40] Κοσμάτος Κώστας, ό.π., σελ. 5

[41] Κοσμάτος Κώστας, ό.π., σελ. 6