ΤΕΥΧΟΣ #17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021

Συγκεκαλυμμένη αμνηστία στο νέο Ποινικό Κώδικα; Η περίπτωση της απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικής επιχείρησης

Παναγιώτα Βλάχου, υπ. Δρ.

 

Περίληψη

Η προσθήκη της κατ’ έγκληση δίωξης των εγκλημάτων απιστίας που στρέφονται άμεσα κατά των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και η εκ των υστέρων άρση της αναστολής της προβλεπόμενης προθεσμίας για τη δήλωση συνεχίσεως της διαδικασίας δημιούργησαν έντονες συζητήσεις σε θεωρία και νομολογία για την ύπαρξη «κρυπτοαμνηστίας» και την παραβίαση της αρχής της ισότητας και του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη. Μετά τον έλεγχο ενδεχόμενης υπαγωγής της ανωτέρω περίπτωσης στην έννοια της αμνηστίας, καταλήγουμε ότι δεν πρόκειται για συγκεκαλυμμένη αμνήστευση των σχετικών εγκλημάτων.

Ι. Εισαγωγή στην προβληματική

Ο Έλληνας νομοθέτης προχώρησε με το Ν. 4637/2019 σε τροποποιήσεις άρθρων του νέου Ποινικού Κώδικα λίγους μήνες μόνο μετά τη θέση αυτού σε ισχύ. Η τακτική αυτή δεν είναι άγνωστη στην ελληνική έννομη τάξη, αντιθέτως μάλιστα αποτελεί συχνό φαινόμενο.

Μεταξύ αυτών των τροποποιήσεων ήταν και η προσθήκη δεύτερου εδαφίου στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 405 νέου ΠΚ και της απαίτησης υποβολής έγκλησης ως προϋπόθεσης για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων κακουργηματικής απιστίας που στρέφονται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ παρέμεινε η ρύθμιση για την αυτεπάγγελτη δίωξη της κακουργηματικής απιστίας στις λοιπές περιπτώσεις. Προβλέφθηκε δε, όπως ίσχυσε και κατά την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα (άρ. 464 ΠΚ), ότι στις περιπτώσεις εκκρεμών ποινικών διαδικασιών απιστίας που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως, αυτές συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους.

Η πρόβλεψη της κατ’ έγκληση δίωξης της απιστίας μόνο σε περιπτώσεις εγκλημάτων που στρέφονται κατά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δημιούργησε έντονες συζητήσεις στη θεωρία, ενόψει και ορισμένων αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων που έκριναν την ως άνω τροποποίηση αντισυνταγματική, δεχόμενες ότι συνιστά συγκεκαλυμμένη αμνηστία (άρ. 47 παρ. 3 Σ) και ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας και το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

Στην προβληματική αυτή συντέλεσε και η ρητή τοποθέτηση του νομοθέτη ότι εξαιρέθηκε η κακουργηματική απιστία από τον κανόνα (πλέον) της κατ’ έγκληση δίωξης των λοιπών κακουργηματικών περιουσιακών εγκλημάτων λόγω της ενδεχόμενης καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως, «ιδίως σε επιχειρηματικούς φορείς μεγάλου μεγέθους εκ μέρους των οργάνων της διοίκησης αυτών»[1].

Η συζήτηση οξύνθηκε με την έκδοση της από 13-04-2020 ΠΝΠ, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 4690/2020, στην οποία προβλέπεται ότι η αναστολή των προθεσμιών που χορηγήθηκε δυνάμει του άρθρου 11 της από 11-03-2020 ΠΝΠ δεν καταλαμβάνει την προθεσμία δηλώσεων επιθυμίας προόδου των εκκρεμών υποθέσεων, παρά τη ρητή πρόβλεψη των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων που εκδόθηκαν την άνοιξη του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ότι «οι νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων και άλλων ενεργειών ενώπιον των υπηρεσιών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, καθώς και η παραγραφή των συναφών αξιώσεων». Σημειώνεται ότι η μόνη προθεσμία που δεν είχε ήδη παρέλθει για τη δήλωση συνέχισης της διαδικασίας ήταν αυτή της απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

Ο συνδυασμός των δύο αυτών επιλογών του νομοθέτη έδωσαν την εντύπωση σε μέρος της νομολογίας, αλλά και της θεωρίας, ότι επιχειρείται μια απαγορευμένη αμνήστευση των εγκλημάτων κακουργηματικής απιστίας που έχουν τελέσει οι διοικήσεις των ως άνω νομικών προσώπων. Στην παρούσα μελέτη θα ασχοληθούμε με τις επιφυλάξεις της νομολογίας και της θεωρίας σχετικά με την υπόκρυψη αμνηστίας στις νομοθετικές αυτές επιλογές και θα εξετάσουμε το ενδεχόμενο ύπαρξης «κρυπτοαμνηστίας» στηριζόμενοι στην ερμηνεία του όρου από τη νομολογία και τη θεωρία.

ΙΙ. Εννοιολογική προσέγγιση της αμνηστίας

Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας της χώρας μας[2], αμνηστία αποτελεί η αναδρομική οριστική αναστολή της εφαρμογής της ποινικής διάταξης, με συνέπεια την αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου και την εκμηδένιση των ήδη τελεσθέντων εγκλημάτων, τα οποία θεωρούνται ότι ουδέποτε διαπράχθησαν, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, την αναδρομική εξάλειψη όλων των από το νόμο απορρεουσών συνεπειών[3] και την αναδρομική εξαφάνιση των εκδοθεισών αποφάσεων και των άμεσων και έμμεσων αποτελεσμάτων αυτών[4]. Η αμνηστία δεν επιδρά στο άδικο των τελεσθέντων εγκλημάτων ούτε στη νομοθετική τους πρόβλεψη και δεν μπορεί να χορηγηθεί προσωρινά ούτε υπόκειται σε ανάκληση. Παρέχεται με γενικά και αφηρημένα κριτήρια για εγκλήματα και όχι για συγκεκριμένα πρόσωπα και επομένως καταλαμβάνει αόριστο αριθμό προσώπων[5], ενώ αφορά μόνο εγκλήματα που έχουν ήδη τελεστεί και όχι μελλοντικά, είτε έχουν εκδικαστεί είτε όχι[6]. Σκοπός της αμνήστευσης των εγκλημάτων αποτελεί ο κατευνασμός των παθών και η αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης[7], λόγω δε αυτού του σκοπού δημοσίου συμφέροντος της αμνηστίας εφαρμόζεται και παρά την τυχόν αντίθετη βούληση των ενόχων[8].

Η αμνηστία διακρίνεται[9] σε γενική και μερική, όταν παρέχεται σε ορισμένη κατηγορία προσώπων από τους συμμετόχους, πλήρη ή περιορισμένη, όταν δεν εξαφανίζονται όλες οι συνέπειες του εγκλήματος αλλά μόνο ορισμένες εξ αυτών, οριστική ή προσωρινή, όταν παρέχεται αναστολή της ποινικής δίωξης για ορισμένο χρονικό διάστημα, εφόσον είναι βέβαιο ότι θα αμνηστευθούν οριστικά οι πράξεις αυτές στο εγγύς μέλλον[10]. Μπορεί να χορηγηθεί επίσης υπό όρους[11] (αναβλητικούς ή διαλυτικούς), καθώς και να λάβει κάποια άλλη μορφή[12].

Η αμνηστία, σύμφωνα με την τρίτη και τέταρτη παράγραφο του άρθρου 47 του Συντάγματος, μπορεί να χορηγηθεί μόνο για πολιτικά εγκλήματα και μόνο με πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. Κατά συνέπεια, αμνηστία που παρέχεται για κοινά εγκλήματα[13] ή αμνηστία που παρέχεται με άλλη πλειοψηφία βουλευτών ή αμνηστία που παρέχεται από άλλο όργανο του κράτους είναι συνταγματικά απαγορευμένη.

Η αμνηστία συνιστά επέμβαση του νομοθέτη στα έργα της δικαστικής εξουσίας, με συνέπεια την καταστρατήγηση της συνταγματικής διάκρισης των εξουσιών, καθώς αφαιρείται από τα Δικαστήρια η εξουσία να κρίνουν επί των αμνηστευθέντων εγκλημάτων και καταργούνται οι εκδοθείσες επί αυτών δικαστικές αποφάσεις[14]. Έτσι, τα Δικαστήρια οφείλουν να ελέγχουν εάν πίσω από ορισμένη νομοθετική πρόβλεψη υποκρύπτεται απαγορευμένη αμνηστία, το οποίο είναι νομικό ζήτημα και εξαρτάται από τη φύση και τις συνέπειες της πρόβλεψης και όχι από το νομικό χαρακτηρισμό του νομοθέτη[15], κρίση που δεν μπορεί να θεωρηθεί αμφισβήτηση της ειλικρίνειας του τελευταίου και έλεγχος των σκέψεων και ελατηρίων του[16], αφού ο νομοθετικός χαρακτηρισμός μπορεί να είναι εσφαλμένος, ο έλεγχος δε της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί συνταγματική υποχρέωση των Δικαστηρίων (άρ 93 παρ. 4 Σ).

Ως προς τη σχέση μεταξύ της αμνηστίας και της ειδικής παραγραφής, αυτές διαφέρουν στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης[17]. Έτσι κρίθηκε[18] ότι δεν συνιστά συνταγματικά απαγορευμένη αμνηστία η ειδική παραγραφή του Ν. 1240/1982, με τον οποίο παραγράφηκε το αξιόποινο, έπαυσε η ποινική δίωξη και παραγράφηκαν οι ποινές ορισμένων αξιόποινων πράξεων που είχαν τελεστεί μέχρι την 21-12-1981 υπό τον όρο της μη αμετάκλητης καταδίκης για οποιοδήποτε εκ δόλου αδίκημα μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα[19]. Και η ειδική παραγραφή του άρθρου 25 Ν. 2721/1999, με την οποία παραγράφηκαν ορισμένα εγκλήματα, κυρίως σχετικών με την παρακώληση των συγκοινωνιών, που είχαν τελεστεί πριν το Μάρτιο του έτους 1997 από αγρότες κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, κρίθηκε συνταγματική[20]. Επίσης, κρίθηκε[21] ότι δεν συνιστούν απαγορευμένη αμνηστία αλλά περιπτώσεις ειδικής παραγραφής οι διατάξεις των άρθρων 5 Ν. 3036/2002 και 6 Ν. 3257/2004, με τις οποίες εξαλείφθηκε το αξιόποινο της ανυποταξίας υπό τον όρο της παρέλευσης ορισμένου χρόνου και τη συμπλήρωση ενός ορίου ηλικίας από τον δράστη.

Αντιθέτως, η νομολογία έκρινε[22] ότι υποκρύπτει αμνηστία και επομένως είναι αντισυνταγματική η αφαίρεση από την έννοια του υπαλλήλου (περ. δ’ άρθρου 263Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα) των προσώπων που υπηρετούν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο, από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή από τράπεζες που εδρεύουν στην ημεδαπή επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, η οποία επαναφέρθηκε ως περ. ε’ στο ίδιο άρθρο ένα μήνα περίπου μετά[23]. Μάλιστα, αξίζει να μνημονευτεί η αιτιολογία της υπ’ αριθμόν 3/2016 Απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία «η αιτιολόγηση για αυτήν [την κατάργηση], ότι οφείλεται σε απλή «παραδρομή» του νομοθέτη, δεν αντέχουν στη λογική»[24].

ΙΙΙ. Η θέση της νομολογίας και της θεωρίας

Όσον αφορά στο εδώ ερευνώμενο αδίκημα της απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, μέρος της νομολογίας[25] έκρινε αντισυνταγματική την τροποποίηση του άρθρου 405 νέου ΠΚ με την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου στην πρώτη παράγραφο αυτού σε συνδυασμό με την αναδρομική εξαίρεση από την αναστολή της προθεσμίας υποβολής δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας με την από 13-04-2020 ΠΝΠ ως υποκρύπτουσα συγκεκαλυμμένη αμνηστία και παραβιάζουσα την αρχή της ισότητας και του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, με συνέπεια να μην εφαρμόσουν αμφότερες τις ως άνω διατάξεις σε περιπτώσεις που δεν είχε υποβληθεί έγκληση ή δήλωση συνέχισης της διαδικασίας. Μάλιστα, η νομολογία παραπέμπει εμμέσως στην υπ’ αριθμόν 3/2016 Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου[26].

Δικαιολογητική βάση της κρίσης της νομολογίας υπέρ της ύπαρξης συγκεκαλυμμένης αμνηστίας των εγκλημάτων απιστίας εις βάρος των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αποτελεί η μειωμένη δυνατότητα των μετόχων της μειοψηφίας τόσο να λάβουν γνώση των εταιρικών υποθέσεων και επομένως ενδεχόμενης τελεσθείσας απιστίας εις βάρος της εταιρείας όσο και να πετύχουν την υποβολή έγκλησης, καθώς η μειωμένη εμπλοκή τους στις εταιρικές υποθέσεις και η εξ αυτού του λόγου έλλειψη γνώσης και αποδεικτικών στοιχείων τους στερεί τη δυνατότητα να διορίσουν προσωρινή διοίκηση στην εταιρεία με σκοπό την υποβολή εγκλήσεως[27]. Ωστόσο, οι δυσκολίες αυτές ανακύπτουν σε κάθε περίπτωση κατ’ έγκληση δίωξης εγκλημάτων εις βάρος μεγάλων ανωνύμων (και λοιπών) εταιρειών[28], οπότε δεν μπορεί η περίπτωση της απιστίας να θεωρηθεί ως ιδιάζουσα περίπτωση μη συνάδουσα με τη συνήθη νομοθέτηση[29], διότι στο νέο Ποινικό Κώδικα η κατ’ έγκληση δίωξη των περιουσιακών εγκλημάτων κατέστη πλέον ο κανόνας και η αυτεπάγγελτη δίωξη αυτών η εξαίρεση[30] και επομένως η περίπτωση της κακουργηματικής απιστίας συνιστά μια εσωτερική αντινομία[31], οι διοικήσεις δε των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πέρα από τον έλεγχο που δέχονται από τους μετόχους τους, τυγχάνουν αυξημένου εποπτικού ελέγχου βάσει της κείμενης νομοθεσίας[32]. Περαιτέρω, αμέσως παθούσες των εγκλημάτων απιστίας, με δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως, είναι οι εταιρείες και όχι οι μικρομέτοχοί τους[33], οι οποίοι μπορούν να ζητήσουν από τα Πολιτικά Δικαστήρια το διορισμό προσωρινής διοίκησης για την υποβολή έγκλησης[34], ενώ θεωρείται ότι λαμβάνει γνώση το νομικό πρόσωπο της αξιόποινης πράξης όχι δια της ισχύουσας αλλά της επόμενης διοικήσεώς του[35].

Περαιτέρω, υποστηρίχτηκε ότι η επιλογή της κατ’ έγκληση δίωξης της απιστίας εις βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν δικαιολογείται από τον ατομικό χαρακτήρα του προστατευόμενου έννομου αγαθού, διότι η λειτουργία τους τελεί υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, επομένως η ενδεχόμενη πτώχευσή τους θα οδηγήσει σε επιβάρυνση της περιουσίας του τελευταίου[36]. Ο νομοθέτης κατά την εκτέλεση του έργου του συνυπολογίζει (ή τουλάχιστον οφείλει να συνυπολογίζει) τις ενδεχόμενες άμεσες ή έμμεσες συνέπειες από τις δικαιοπολιτικές του επιλογές. Και σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης εκτίμησε όλες τις περιστάσεις και κατέληξε στην προκείμενη αξιολόγηση των εννόμων αγαθών και της προστασίας τους.

Τέλος, υποστηρίχτηκε από τη νομολογία ότι με την άρση της αναστολής της προθεσμίας δήλωσης συνέχισης της ποινικής διαδικασίας, «ο νομοθέτης απέβλεψε στην άρση της ποινικής ευθύνης τραπεζικών στελεχών για υποθέσεις κακουργηματικής απιστίας εις βάρος τραπεζικών ιδρυμάτων, οι οποίες ήταν ήδη εκκρεμείς στη δικαιοσύνη»[37]. Το επιχείρημα αυτό μπορεί να υπερκεραστεί με την κατάλληλη ερμηνευτική προσέγγιση, όπως θα δούμε παρακάτω.

Όσον αφορά στην προσθήκη ως προϋπόθεσης της υποβολής εγκλήσεως για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, η θεωρία στην πλειοψηφία της[38] δεν την βρίσκει αντίθετη με το Σύνταγμα ως υποκρύπτουσα απαγορευμένη αμνηστία. Από την άλλη, για την άρση της αναστολής της προθεσμίας δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας με την από 13-04-2020 ΠΝΠ, η θεωρία χωρίζεται μεταξύ δύο κυρίως απόψεων, ανάλογα με την πρόταξη της ουσιαστικής ή δικονομικής φύσης της έγκλησης και κατ’ επέκταση της δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας.

Σύμφωνα με την πρώτη άποψη[39], η αναστολή των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών με τις ΚΥΑ, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει της από 11-03-2020 ΠΝΠ, δεν καταλάμβαναν και την υποβολή δήλωσης συνέχισης της διαδικασίας, η οποία κατά ομοφωνία στη νομολογία και τη θεωρία εξομοιούται με την υποβολή εγκλήσεως, λόγω είτε της φύσεως της ως ουσιαστικού ποινικού δικαίου είτε του διφυούς χαρακτήρα της τελευταίας δικονομικού αλλά και ουσιαστικού χαρακτήρα, σε συνδυασμό με την απαγόρευση αναδρομικής εφαρμογής δυσμενέστερης για τον κατηγορούμενο διάταξης κατ’ άρ. 2 νέου ΠΚ. Επομένως, σύμφωνα με τη θέση αυτή, η από 13-04-2020 ΠΝΠ απλώς επεξήγησε το αληθές νόημα των προηγηθεισών κοινών υπουργικών αποφάσεων.

Υποστηρίχτηκε, ωστόσο, και η άποψη[40] ότι η προθεσμία ως μικτής φύσεως προθεσμία, ήτοι δικονομικής, για όσο χρονικό διάστημα τρέχει η προθεσμία, και ουσιαστικής μετά τη λήξη άπρακτης αυτής, οπότε και εξαλείφεται το αξιόποινο, ανεστάλη δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν δυνάμει της από 11-03-2020 ΠΝΠ. Η δε από 13-04-2020 ΠΝΠ που αίρει την αναστολή της προθεσμίας υποβολής δηλώσεων συνέχισης της ποινικής διαδικασίας με τη διάταξη του άρθρου 46, η οποία αφορά το αδίκημα της απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και μόνο, είναι ψευτοερμηνευτική και επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά αλλά από τη δημοσίευσή της, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα η ανωτέρω ανασταλείσα προθεσμία να συνεχίζει να τρέχει από την 13-04-2020 (με λήξη την 19-04-2020).

IV. Συμπεράσματα

Είναι αναντίρρητο ότι η υπόκρυψη αμνηστίας για κοινά εγκλήματα σε νόμους, στους οποίους έχει δοθεί άλλος νομικός χαρακτηρισμός, παραβιάζει τόσο το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 Σ όσο και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η κρίση για την παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει με ιδιαίτερη προσοχή, διότι και αυτή ενδεχομένως να οδηγεί σε παραβίαση της ως άνω αρχής προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς με την κρίση αυτή περί υπόκρυψης αμνηστίας και της μη εφαρμογής της ποινικής διάταξης, είναι ο Δικαστής αυτός που επεμβαίνει στα έργα του νομοθέτη. Προτού, λοιπόν, καταφύγουμε στη μη εφαρμογή μιας διάταξης ως αντισυνταγματικής, υποκρύπτουσας αμνηστία, θα πρέπει αυτή να ελεγχθεί εάν τυγχάνει έτερης ερμηνείας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω.

Σκόπιμο, επομένως, κρίνεται να εξεταστεί εάν μπορεί να υπαχθεί η περίπτωση αυτή στην έννοια της αμνηστίας, όπως αυτή περιγράφηκε συνοπτικώς στην ενότητα ΙΙ. Η προσθήκη της υποβολής εγκλήσεως ως προϋπόθεσης του αξιοποίνου της απιστίας σε βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για αμνηστία, ούτε κατά τη φύση της και τις έννομες συνέπειές της οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα με την χορήγηση αμνηστίας, καθώς δεν οδηγεί ευθέως σε εξάλειψη του αξιοποίνου, αλλά θέτει απλώς έναν πρόσθετο όρο για τη δίωξη του εγκλήματος[41]. Από την άλλη, δεν θα μπορούσαμε να υπαγάγουμε την ως άνω περίπτωση στην περίπτωση της αμνηστίας υπό όρους, γιατί αυτό θα οδηγούσε στην αυθαίρετη κρίση ότι κάθε φορά που ο νομοθέτης μετατρέπει ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα σε κατ’ έγκληση, υποκρύπτεται αμνηστία[42]. Τέλος, δεν πρόκειται για αμνηστία και για το λόγο ότι δεν επιδρά μόνο στα ήδη τελεσθέντα αδικήματα αλλά και στα μελλοντικά, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την φύση της αμνηστίας και ομοιάζει περισσότερο με δικαιοπολιτική επιλογή βάσει αλλαγής των κοινωνικοηθικών αξιών. Και για το λόγο αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, αδόκιμη η παραπομπή στην προκειμένη περίπτωση στην ως άνω υπ’ αριθμόν 3/2016 Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, καθώς εδώ δεν πρόκειται για ένα «πισωγύρισμα» του νομοθέτη, όπως συνέβη με το νομικό ζήτημα που κρίθηκε στην ως άνω απόφαση, αλλά για μια στέρεη και οριστική δικαιοπολιτική επιλογή για την στο εξής αποκλειστικά κατ’ έγκληση δίωξη του αδικήματος της κακουργηματικής απιστίας, όταν αυτή στρέφεται κατά χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

Όσον αφορά στην άρση της αναστολής της προθεσμίας για τη δήλωση συνέχισης της διαδικασίας βάσει της ασαφούς[43] από 13-04-2020 ΠΝΠ, προτού τα Δικαστήρια καταφύγουν σε κρίση για ύπαρξη συγκεκαλυμμένης αμνηστία, δύνανται να ελέγξουν εάν η σχετική διάταξη της από 13-04-2020 ΠΝΠ μπορεί να ερμηνευτεί κατά τρόπο που να μην δημιουργούνται δικαιοπολιτικά προβλήματα και να μην παραβιάζεται ούτε η αρχή της ισότητας ούτε το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, όπως πράγματι ισχύει εν προκειμένω. Με άλλα λόγια, εφόσον προτάξουν τον ουσιαστικό χαρακτήρα της εγκλήσεως, θα πρέπει να εφαρμόσουν ό, τι και στις λοιπές περιπτώσεις μη υποβολής εγκλήσεων κατά το χρονικό διάστημα ισχύος της από 11-03-2020 ΠΝΠ και να κρίνουν απαράδεκτη την τυχόν ασκηθείσα ποινική δίωξη, όπως θα έπρατταν και με οποιοδήποτε άλλο έγκλημα, σύμφωνα και με το άρ. 2 νέου ΠΚ, ενώ εάν κρίνουν ότι η έγκληση είναι μεικτής ουσιαστικο-δικονομικής ή αμιγώς δικονομικής φύσεως, δύνανται να χαρακτηρίσουν την από 13-04-2020 ΠΝΠ ως ψευτο-ερμηνευτική, να μην την εφαρμόσουν αναδρομικά και να θεωρήσουν ότι έχει ανασταλεί η υποβολή εγκλήσεων από την 13-03-2020 έως και την 13-04-2020, οπότε συνεχίζει να τρέχει η τετράμηνη προθεσμία[44].

Παναγιώτα Βλάχου, Δικηγόρος,Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ

[1] Αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019)

[2] Ενδεικτικώς, ΑΠ (Ολ.) 3/2016, διαθέσιμη στον ιστότοπο www.areiospagos.gr, ΑΠ (Ολ.) 11/2001, διαθέσιμη στον ιστότοπο www.areiospagos.gr, ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, διαθέσιμη στον ιστότοπο www.areiospagos.gr, ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, διαθέσιμη στον ιστότοπο www.areiospagos.gr, ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, Αρμεν 2020, σελ. 1359, ΑΠ 692/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 541/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 415/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 144/2006, ΠοινΛογ 2006, σελ. 125, ΑΠ 162/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (Ολ.) 672/1982, ΝοΒ 1982, σελ. 524

[3] Οι παθόντες έχουν ωστόσο τη δυνατότητα να στραφούν στα Πολιτικά Δικαστήρια για την αποκατάσταση της περιουσιακής και ηθικής βλάβης που υπέστησαν. Βλ. Παπαναστασίου Βασίλειος, Αμνηστία και ειδική παραγραφή, ΠοινΧρ 1983, σελ. 447 επ., Τούση Χριστίνα, Ο θεσμός της αμηστίας, ΕΕΝ 1975, σελ. 749 επ., Γαρδίκας Κωνσταντίνος, Η χάρις και η αμνηστία, ΠοινΧρ 1954, σελ. 8

[4] Αντιθέτως, έχει υποστηριχθεί στη θεωρία ότι μπορεί με την χορηγηθείσα αμνηστία να μην εξαφανίζονται όλες οι άμεσες ή έμμεσες συνέπειες, αλλά να διατηρούνται ορισμένες εξ αυτών (περιορισμένη αμνηστία). Βλ. Παπαναστασίου Βασίλειος, ό.π., σελ. 441 επ.

[5] Σεβαστίδης Χαράλαμπος, Ο «θεσμός» της ειδικής παραγραφής και η (αντι)συνταγματικότητα του άρθρου 31 Ν. 3346/2005, 24 Μαρτίου 2009, διαθέσιμο στον ιστότοπο http://sevastidis.blogspot.com/2009/03/31.html

[6] Σεβαστίδης Χαράλαμπος, ό.π.

[7] Η αμνηστία παρέχεται όταν κρίνεται ότι η εκδίκαση των συγκεκριμένων εγκλημάτων μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη βλάβη από την ατιμωρησία των ενόχων. Βλ. Παπαναστασίου Βασίλειος, ό.π., σελ. 439

[8] Τούση Χριστίνα, ό.π., σελ. 741, Γαρδίκας Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 9

[9] Παπαναστασίου Βασίλειος, ό.π., σελ. 439 επ.

[10] Η αμνηστία εκ της φύσεώς της ως οριστική εξάλειψη του αξιοποίνου δεν μπορεί να χορηγηθεί προσωρινά. Η περίπτωση της κατηγοριοποίησης αυτής ως προσωρινής αμνηστίας, αφορά εγκλήματα ήσσονος βαρύτητας, των οποίων αναστέλλει προσωρινά ο νομοθέτης την ποινική δίωξη, προκειμένου να κρίνει πιο ώριμα εάν θα παρασχεθεί γενική ή μερική αμνηστία, και στην τελευταία περίπτωση ποιους συμμετόχους θα καταλαμβάνει η αμνηστία αυτή. Βλ. Παπαναστασίου Βασίλειος, ό.π., σελ. 443

[11] Παπαναστασίου Βασίλειος, ό.π., σελ. 439 επ., Τούση Χριστίνα, ό.π., σελ. 738, Γαρδίκας Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 8

[12] Παπαναστασίου Βασίλειος, ό.π., σελ. 442 επ.

[13] Η παροχή αμνηστίας για κοινά εγκλήματα δεν συνάδει και με τον ως άνω σκοπό της αμνηστίας, η οποία παρέχεται αποκλειστικά για τον κατευνασμό των πνευμάτων, κυρίως μετά από μεγάλες γενικές απεργίες και εξωτερικούς πολέμους. Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, η αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν αποσκοπεί στη λήθη του γεγονότος που τάραξε την πολιτική και κοινωνική ομαλότητα, αλλά αποτελεί «μέτρον καθαρώς προσωπικόν», με το οποίο ωφελούνται ανάξια άτομα και η πολιτεία εμφανίζεται σα να δίνει χάρη σε εγκληματίες. Βλ. σχετικά Τούση Χριστίνα, ό.π., σελ. 741 επ.

[14] ΑΠ (Ολ.) 3/2016, ό.π., ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π., σελ. 1359, ΑΠ 541/2017, ό.π.

[15] ΑΠ (Ολ.) 3/2016, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π., ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π., σελ. 1360, ΑΠ 541/2017, ό.π., ΑΠ 415/2016, ό.π., με μειοψηφία ενός μέλους του Δικαστηρίου

[16] ΑΠ 144/2006, ό.π. Πρβλ. όμως ΑΠ (Ολ.) 11/2001, ό.π., όπου κρίθηκε ότι «Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μη εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν το νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, …», καθώς και ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π.

[17] ΑΠ (Ολ.) 11/2001, ό.π., ΑΠ 144/2006, ό.π., ΑΠ 162/2001, ό.π.,

[18] ΑΠ (Ολ.) 672/1982, ό.π., σελ. 524, ΑΠ (Συμβ.) 797/1982, ΝοΒ 1982, σελ. 1135. Αντίθετος στην κρίση αυτή όμως ο Ανδρουλάκης. Βλ. Ανδρουλάκης Νικόλαος, Αμνηστία, Κρυπτοαμνηστία, «ειδική παραγραφή» και «αντεγκληματική πολιτική», ΠοινΧρ 1982, σελ. 577 επ.

[19] Πρόκειται για τις γνωστές ειδικές παραγραφές που προβλέπει κατά χρονικά διαστήματα ο νομοθέτης για ήσσονος βαρύτητας αδικήματα, για τα οποία έχουν αποδυναμωθεί οι σκοποί που θα εκπλήρωνε η επιβολή ποινής (Βλ. ΑΠ (Ολ.) 11/2001, ό.π., ΑΠ 144/2006, ό.π., ΑΠ 162/2001, ό.π.), με σκοπό την αποσυμφόρηση των φυλακών και των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών.

[20] ΑΠ (Ολ.) 11/2001, ό.π., με μειοψηφία 19 μελών του Δικαστηρίου, ΑΠ 1358-1359/2001, ΠοινΛογ 2001, σελ. 2233

[21] ΑΠ 144/2006, ό.π.

[22] ΑΠ (Ολ.) 3/2016, ό.π., με αντίθετη εισαγγελική πρόταση, ΑΠ 692/2017, ό.π., ΑΠ 541/2017, ό.π., ΑΠ 415/2016, ό.π. Πρβλ. όμως αντίθετη νομολογία: ΑΠ 705/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και ΑΠ 711/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, αμφότερες με μειοψηφία ενός μέλους του Δικαστηρίου υπέρ της ύπαρξης συγκεκαλυμμένης αμνηστίας. Αντίθετος στην υπόκρυψη αμνηστίας στην περίπτωση αυτή είναι και ο Μπιτζιλέκης. Βλ. Μπιτζιλέκης Νικόλαος, Νομοθετική πολιτική και δικαστικός έλεγχος: Η περίπτωση της κρυπτοαμνηστίας (Με αφορμή την υπ’ αριθμ. 3/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου), ΠοινΧρ 2016, σελ. 747 επ.

[23] Η περίπτωση δ’ του άρθρου 263Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα καταργήθηκε δυνάμει της υποπαραγράφου ΙΕ.12 του άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014 με έναρξη ισχύος την 07-04-2014 και επανανομοθετήθηκε ως περ. ε’ του ίδιου άρθρου 263Α προϊσχύσαντος ΠΚ δυνάμει του άρθρου 50 Ν. 4262/2014 με έναρξη ισχύος την 10-05-2014.

[24] ΑΠ (Ολ.) 3/2016, ό.π.

[25] ΣυμβΠλημΑθ 2147/2020, Αρμεν 2021, σελ. 120 επ., ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π., σελ. 1358 επ., ΣυμβΠλημΑθ 2696/2020 (αδημ.), ΣυμβΠλημΑθ 3039/2020 (αδημ.) Πρβλ. και αντίθετη νομολογία ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π.

[26] Χρησιμοποιεί παρόμοια με την εν λόγω απόφαση διαπίστωση ότι «η αιτιολόγηση της νομοθετικής αυτής επιλογής δεν αντέχει στη λογική». Βλ. ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π. σελ. 1362

[27] ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π., σελ. 1362

[28] Τζαννετής Αριστομένης, Ζητήματα της κατ’ έγκληση δίωξης των περιουσιακών εγκλημάτων, ΠοινΧρ 2020, σελ. 646, Βρυνιώτης Πανταζής, σε: Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν. 4619/2019, Τόμος Δεύτερος (Άρθρα 235-469), Εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 2020, σελ. 3177

[29] Και για άλλα εγκλήματα έχει επιλέξει ο νομοθέτης η ποινική δίωξη να ασκείται κατ’ έγκληση μόνο για συγκεκριμένους παθόντες. Βλ. Αναγνωστόπουλος Ηλίας, Η δίωξη της απιστίας μετά τον Ν. 4637/2019 (με αφορμή τις ΣυμβΠλημΑθ 2758/2020, 2165/2020, 2147/2020), ΠοινΧρ 2020, σελ. 493

[30] Μαργαρίτης Λάμπρος, Περιουσιακά εγκλήματα και τρόπος διώξεώς τους (ΜΕΡΟΣ Α’), ΠοινΔικ 2021, σελ. 672 επ.

[31] Μαργαρίτης Λάμπρος, Περιουσιακά εγκλήματα και τρόπος διώξεώς τους (ΜΕΡΟΣ Β’), ΠοινΔικ 2021, σελ. 834 επ., Βρυνιώτης Πανταζής, ό.π., σελ. 3177. Βλ. όμως Βρούστη Χρήστο, Προβληματισμοί επί της διεύρυνσης της κατ’ έγκληση δίωξης των εγκλημάτων κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών, ΠοινΧρ 2021, σελ. 161 επ., ο οποίος υποστηρίζει ότι και για τα εγκλήματα της απάτης και της υπεξαίρεσης (όπως και της απιστίας εις βάρος χρηματοπιστωτικού ιδρύματος) στην κακουργηματική τους μορφή πρέπει να επαναφερθεί η αυτεπάγγελτη δίωξη.

[32] Αναγνωστόπουλος Ηλίας, ό.π., σελ. 494, Τζαννετής Αριστομένης, ό.π., σελ. 646, Βρυνιώτης Πανταζής, ό.π., σελ. 3177, ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π.

[33] Αναγνωστόπουλος Ηλίας, ό.π., σελ. 494, ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π.

[34] Βρούστης Χρήστος, ό.π., σελ. 164 επ., ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π.

[35] Αναγνωστόπουλος Ηλίας, ό.π., σελ. 494

[36] ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π., σελ. 1363

[37] ΣυμβΠλημΑθ 2165/2020, ό.π., σελ. 1363

[38] Αναγνωστόπουλος Ηλίας, ό.π., σελ. 490 επ., Τζαννετής Αριστομένης, ό.π., σελ. 641 επ., Ναμίας Οββαδίας, Όταν οι υπερβολικές διώξεις προκαλούν ενίοτε υπερβολικά νομοθετήματα (με αφορμή το παράδειγμα της κατ’ έγκληση δίωξης της απιστίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα),  NOVA CRIMINALIA, 2020, τ. 11, σελ. 4 επ., διαθέσιμο στον ιστότοπο https://hcba.gr/novacriminalia-%cf%84%ce%b5%cf%85%cf%87%ce%bf%cf%83-%ce%bd%ce%bf-11-%ce%bd%ce%bf%ce%b5%ce%bc%ce%b2%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%83-2020/

[39] Αναγνωστόπουλος Ηλίας, ό.π., σελ. 492, Μαργαρίτης Λάμπρος, ό.π., σελ. 834 επ., Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Οι μεταβατικές διατάξεις του νέου ΠΚ, ΠοινΔικ 2020, σελ. 273 επ., Βρυνιώτης Πανταζής, ό.π., σελ. 3181

[40] Γιαννίδης Ιωάννης, Απιστία. Δήλωση συνέχισης της διαδικασίας. Αναδρομική εφαρμογή ουσιαστικών και δικονομικών κανόνων, ΠοινΧρ 2020, σελ. 468 επ.

[41] Βλ. Αναγνωστόπουλο Ηλία, ό.π., σελ. 493, Τζαννετή Αριστομένη, ό.π., σελ. 646, και ΑΠ (Συμβ.) 309/2021, ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 265/2021,  ό.π., ΑΠ (Συμβ.) 158/2021, ό.π.

[42] Βλ. Αναγνωστόπουλο Ηλία, ό.π., σελ. 493

[43] Ασαφής, διότι μπορούν να υποστηριχτούν ισάξια και οι δύο απόψεις για τη φύση της εγκλήσεως. Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές της ουσιαστικής θεωρίας θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι δεν εξαιρείται η υποβολή εγκλήσεως ρητώς, διότι δεν νοείται να παρατείνεται αυτή με νόμο, λόγω του χαρακτήρα της και της διάταξης του άρθρου 2 ΠΚ, αντιθέτως, οι υποστηρικτές της ουσιαστικο-δικονομικής και δικονομικής θεωρίας, που υποστηρίζουν ότι η προθεσμία υποβολής εγκλήσεως μπορεί να παραταθεί με νόμο, την εντάσσουν στις «νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες», οι οποίες ανεστάλησαν. Εναπόκειται, λοιπόν, στη Δικαιοσύνη να κρίνει την ενδεχόμενη ή μη αναστολή της προθεσμίας της εγκλήσεως, γεγονός που ενδεχομένως βάλλει κατά της ασφάλειας δικαίου.

[44] Βλ. σχετικά την εμπεριστατωμένη γνωμοδότηση του Γιαννίδη Ιωάννη, ό.π., σελ. 468 επ.