ΤΕΥΧΟΣ #6 ΙΟΥΝΙΟΣ 2018

Στη «θέα» του εγκλήματος

Νίκη Μoυτζούρα

Στο πλαίσιο της εξέλιξης και ανάπτυξης της επιστήμης της Εγκληματολογίας, έχει συσταθεί το Εγκληματολογικό Μουσείο, που αποτελεί το πρώτο Πανεπιστημιακό Μουσείο στην Ελλάδα, αντικείμενο του οποίου είναι οι επιστήμες της Ιατροδικαστικής και της Εγκληματολογίας. Το Μουσείο στεγάζεται σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο του εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και ανήκει στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, (Ε.Κ.Π.Α), σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 5343/1932. (1)

Ιδρύθηκε το 1932, ενώ η συγκρότησή του άρχισε το 1933 και ιδρυτής του υπήρξε ο Καθηγητής Ιατροδικαστικής Ιωάννης Γεωργιάδης (1874-1960). Ο ίδιος έδρασε από το 1912 καθώς επίσης και για σαράντα χρόνια που διετέλεσε τακτικός Καθηγητής της Έδρας της Ιατροδικαστικής και της Τοξικολογίας. Το Εγκληματολογικό Μουσείο καταγράφει την ιστορία του εγκλήματος κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα στον ελληνικό χώρο, μέσα από τη συλλογή, ταξινόμηση και ανάδειξη πειστηρίων εγκλήματος, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά το παρελθόν για την τέλεση εγκληματικών πράξεων.

Όσον αφορά τις Συλλογές του Μουσείου, περιλαμβάνονται περισσότερα από χίλια πεντακόσια εκθέματα, τα οποία αποτελούν ιστορικά αντικείμενα και πιστοποιούν επίσης την άσκηση βίας. Κάθε ένα από τα εκθέματα έχει τη δικιά του σπουδαιότητα, καθώς μεμονωμένα κάθε αντικείμενο έχει ταυτιστεί με γεγονότα και πρόσωπα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, κυρίως στην πορεία της Ιατροδικαστικής και της Εγκληματολογίας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι Συλλογές είναι αρκετά παλαιές, ενώ η συγκέντρωσή τους οφείλεται αποκλειστικά στη μακρόχρονη και επίπονη εργασία διαπρεπών Καθηγητών της Ιατροδικαστικής. Υπάρχει επίσης ψηφιοποιημένο υλικό των Συλλογών.(2) Οι Ψηφιακές Συλλογές χωρίζονται στις ακόλουθες τέσσερεις κατηγορίες:

Σκοπός του Μουσείου είναι η υποστήριξη σε κάθε επίπεδο του εκπαιδευτικού έργου της Ιατρικής και της Νομικής Σχολής Αθηνών, όπως επίσης των Σχολών της Αστυνομίας. Αναλυτικότερα το εκπαιδευτικό, ερευνητικό και πληροφοριακό υλικό, αφορά τομείς όπως η Ιατροδικαστική, η Τοξικολογία, η Δικαστική Ανθρωπολογία και οι Κλάδοι της Κοινωνιολογίας. Πέρα από το εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό έργο που επιτελεί, αποτελεί κέντρο άσκησης, έρευνας, καλλιέργειας, μελέτης, προώθησης και ανάπτυξης της επιστημονικής δραστηριότητας.

Κανένας Έλληνας δήμιος

Αναλυτικότερα, μέσα στο μουσείο υπάρχουν σπάνια ευρήματα και πειστήρια μοναδικού εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, τα οποία συνετέλεσαν στην εξέλιξη της ελληνικής πραγματικότητας και ιστορίας. Το πιο επιβλητικό έκθεμα αποτελεί η Γκιλοτίνα, Λαιμητόμος ή Καρμανιόλα του Καποδίστρια και ήταν η μοναδική που υπήρχε στην Ελλάδα. Κατασκευάστηκε κατά τη Γαλλική Επανάσταση από τον Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν, ο οποίος πρότεινε το συγκεκριμένο μέσο, καθώς θεωρούσε ότι ο θάνατος είναι ανώδυνος.

Η ιστορική διαδρομή της λαιμητόμου: Έφτασε στη χώρα μας το 1834 με τον Λουδοβίκο Α΄ τον Βαυαρό, πατέρα του Όθωνα και λειτούργησε στο Ναύπλιο έως το 1930. Αποτέλεσε δώρο στο γιό του, με σκοπό την παραδειγματική τιμωρία όσων τάσσονταν κατά της βασιλείας. Θέλησε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος για τους Έλληνες, ώστε να μην διανοηθούν να αμφισβητήσουν τα κυριαρχικά δικαιώματα του γιου του και της ακολουθίας του. Η Γκιλοτίνα, είναι ένα μηχανικό όργανο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε σε πολλές χώρες για τον αποκεφαλισμό των καταδικασμένων εγκληματιών, ληστών κια διαφόρων κακοποιών στοιχείων σε θάνατο.

Ο αποκεφαλισμός γινόταν με το πέσιμο βαρείας λοξής λεπίδας που γλιστρούσε απότομα ανάμεσα σε δυο ορθοστάτες και ο θάνατος ήτα ακαριαίος. Συγκεκριμένα, η λαιμητόμος, ήρθε από την Μασσαλία, όταν για πρώτη φορά δημιουργήθηκε το Ποινικό Δίκαιο της Ελλάδας και συμπεριέλαβε την ποινή του θανάτου. Ήρθε στην Ελλάδα με τη συνοδεία του Γάλλου δήμιου (δήμιος=δούλος που αναλάμβανε την εκτέλεση των θανατικών ποινών), ο οποίος προσφέρθηκε να αναλάβει το ρόλο του εκπαιδευτή για τους Έλληνες δήμιους στη χρήση της γκιλοτίνας. Κανένας Έλληνας όμως δεν θέλησε να γίνει δήμιος, καθώς ο αποκεφαλισμός θεωρείτο αποτρόπαια πράξη. Για το λόγο αυτό, εκπαίδευσαν έναν Ιταλό και έναν Βούλγαρο δήμιο, με τις πρώτες δοκιμές να γίνονται από τον Γάλλο δήμιο σε κεφάλια προβάτων.

Οι δήμιοι ήταν κατά κανόνα βαρυποινίτες καταδικασμένοι σε θάνατο, όπου τα δικαστήρια είχαν μετατρέψει την ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Κατοικία τους ήταν το Μπούρτζι, καθώς ο κόσμος του Ναυπλίου δεν τους ήθελε ανάμεσά τους και τους αντιμετώπιζε με μίσος. Εκεί ήταν έγκλειστοι και έβγαιναν με τη συνοδεία χωροφυλακής, κάθε φορά που επρόκειτο να καρατομηθεί ένας κατάδικος. (Μάλιστα σε ένα από τα μακάβρια ταξίδια, το οργισμένο πλήθος επιτέθηκε στον δήμιο και τον σκότωσε με βάναυσο τρόπο. Ο δήμιος είχε πάνω του χρυσά νομίσματα, τα οποία κανένας δεν καταδέχτηκε να πάρει, καθώς ήταν "βαμμένα με αίμα").

Ο χώρος τοποθέτησης της λαιμητόμου ήταν στην περιοχή Αλωνάκι του Παλαμηδίου κοντά στην εκκλησία του Άγιου Ανδρέα, όπου εκεί οι μελλοθάνατοι παρακολουθούσαν για τελευταία φορά τη θεία λειτουργία. Παρόλο που η γκιλοτίνα ήταν εγκατεστημένη στο Μπούρτζι, ωστόσο ήταν μετακινούμενη, «ταξίδευε» δηλαδή σε πολλά μέρη της Ελλάδας για να πραγματοποιηθούν μαζικές εκτελέσεις. Στη συγκεκριμένη γκιλοτίνα, μέχρι και το 1913 οπότε και αποσύρθηκε, αποκεφαλίστηκαν 26 κατάδικοι. Τέλος, έχουν γίνει προσπάθειες μεταφοράς της γκιλοτίνας από το Εγκληματολογικό Μουσείο, στην πρώτη κατοικία της, στο Ναύπλιο.

Υπάρχουν επίσης τα κεφάλια ληστών, οι οποίοι με τις τρομερές περιπέτειές τους, έγιναν γνωστοί και καλούνται ως θρύλοι της εποχής. Ταριχευμένα πια καταλαμβάνουν περίοπτη θέση, με το πιο ξακουστό του Φώτη Γιαγκούλα. Ο Γιαγκούλας καταγόταν από το χωριό Μεταξάς Σερβιών. Η εγκληματική του δράση ξεκίνησε μετά από μια παρεξήγηση που είχε με έναν χωροφύλακα. Αφαίρεσε συνολικά τη ζωή 54 ατόμων έως το 1925 όπου σκοτώθηκε σε συμπλοκή με διωκτικό απόσπασμα. Επιπλέον, του είχε αποδοθεί ο χαρακτηρισμός και ήταν γνωστός ως «Ο ληστής με το αγγελικό πρόσωπο». Παράλληλα, μεγάλης ιστορικής σημασίας αποτελεί το θρυλικό μαχαίρι, με το οποίο ο ίδιος θεωρούσε ότι απέδιδε δικαιοσύνη και το οποίο είχε ονομάσει «Παρδάλα».

Ο ίδιος είχε χαράξει σε αυτή το παρακάτω κείμενο, το οποίο ήταν ανορθόγραφα γραμμένο: «Προς τους πάντας. Μη δυνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δικαιοσύνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψιστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήσει τα Ιερά καθήκοντα της προς αναμονή του δικαίου. Μαρτίου 1917». («Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάστηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής, η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη Παρδάλα, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και η ίδια ποτέ δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου. Μάρτιος 1917»).

Στη γενέτειρά του μέχρι και σήμερα ο Γιαγκούλας αντιμετωπίζεται ως λαϊκός ήρωας, καθώς, εκτός από την αγριότητά του, έγινε ιδιαίτερα γνωστός και για την ανιδιοτελή του δράση, επειδή πολλές φορές προίκισε με τη λεία του φτωχές νέες και ορφανά. Ο διαβόητος κακοποιός δολοφονήθηκε σε ηλικία 25 ετών από την Χωροφυλακή, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Την ημέρα του θανάτου του, η μαχαίρα του βρισκόταν πάνω του.

Η μοναδικότητα των... αυτιών

Άλλο ένα σημαντικό έκθεμα που κατέχει εξέχουσα θέση στο μουσείο είναι τα ανθρώπινα αυτιά, είτε αυτά είναι αληθινά, είτε είναι προπλάσματα. Τα αυτιά χρησιμοποιήθηκαν ως μέθοδος ταυτοποίησης ενόχων. Η μορφολογία του αυτιού είναι τόσο μοναδική για κάθε άνθρωπο όσο και τα δακτυλικά αποτυπώματά του και χρησιμοποιούνταν παλιά για την ταυτοποίηση των ατόμων. Κι αυτό γιατί τα παλιά τα χρόνια, όταν οι ληστές ήθελαν να μπουν στα σπίτια, τοποθετούσαν το αυτί τους πίσω από την πόρτα, με σκοπό να ακούσουν αν υπάρχει κάποιος μέσα, αφήνοντας έτσι το αποτύπωμά τους, το οποίο στη συνέχεια αποτέλεσε σημαντικό στοιχείο για τις αρχές, ώστε να φτάσουν στη σύλληψη πολλών.

Η μέθοδος αυτή συγκαταλέγεται στην ανθρωπομετρική μέθοδο, την οποία δημιούργησε ο Bertillon και βασίζεται, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του Quetelet, στη μέτρηση των διαστάσεων και των μερών του σώματος του ατόμου και στη διαπίστωση πως ορισμένα από τα μεγέθη, από μια ηλικία και μετά, παραμένουν σταθερά και είναι μοναδικά για τον κάθε άνθρωπο. Βασικό μειονέκτημα της μεθόδου αυτής είναι η συσσώρευση υπερβολικά μεγάλου αριθμού ατόμων στις μέσες κατηγορίες, που σε συνδυασμό με την αδυναμία της εξεύρεσης ικανοποιητικού τρόπου ταξινόμησης των στοιχείων, καθιστά στην πράξη ανεφάρμοστη τη μέθοδο, ιδίως όπου υπάρχουν πολλά άτομα που τα στοιχεία τους πρέπει να αρχειοθετηθούν. Μόνο επιβοηθητικά θα μπορούσε να χρησιμεύσει. Στην αρχή πάντως της ανάπτυξής της είχε εντυπωσιάσει με τις επιτυχίες της, ιδιαίτερα με τη διαπίστωση από τον Bertillon πως ο εμφανιζόμενος ως Ravachol δεν ήταν άλλος από τον Koigstein, διαβόητο κακοποιό. (3)

Στο Μουσείο υπάρχει το αυτί του Βασιλοκτόνου Αλέξανδρου Σχοινά, το οποίο διατηρείται μέχρι σήμερα στη φορμόλη, καθώς επίσης και το χέρι του, με το οποίο πάτησε τη σκανδάλη και σκότωσε τον βασιλιά Γεώργιο τον Α’. Τέλος, η παραπάνω μέθοδος μέτρησης του αυτιού χρησιμοποιήθηκε στα μαιευτήρια για να αναγνωρισθούν τα μωρά και να δοθούν στους πραγματικούς γονείς κι αυτό γιατί παλιά επικρατούσαν πολλά μπερδέματα. Με τον τρόπο αυτό μετρούσαν το αυτί κάθε εμβρύου και το αυτί των γονιών, καθώς το αυτί κάθε μωρού είναι αναλογικά ολόιδιο με το αυτί του πατέρα ή της μητέρας, βρίσκοντας έτσι τους γονείς του εκάστοτε παιδιού αν υπήρχαν αμφιβολίες.

Παράλληλα υπάρχει έντυπο πορνογραφικό υλικό, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το αντίστοιχο σημερινό. Παρ’ όλα αυτά, για την εποχή εκείνη αποτελούσε ποινικό αδίκημα και τα πορνογραφικά περιοδικά ήταν άκρως απαγορευτικά για να βρίσκονται στην κατοχή κάποιου. Τα περιοδικά ήταν κυρίως γαλλικής προέλευσης και η έλευσή τους στην Ελλάδα γινόταν μέσα από τους ναυτικούς. Επίσης, υπάρχει Συλλογή Ανθρώπινων Υπολειμμάτων, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, έμβρυα με συγγενείς ανωμαλίες, τα οποία συντηρούνται στη φορμόλη, το φυσικά μουμιοποιημένο σώμα ενός άνδρα που βρέθηκε στη σπηλιά του Νταβέλη τη δεκαετία του ’50, όπως επίσης και μουμιοποιημένα έμβρυα.

Στο χώρο του Μουσείου βρίσκονται επίσης δίπλα σε αυθεντικά, εξαιρετικά σπάνια και περίτεχνα καριοφίλια της Επανάστασης και τυφέκια των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έγραψαν μεγάλη ιστορία στα χέρια των Ελλήνων πολεμιστών. Επιγραμματικά υπάρχουν επίσης πάρα πολλά όπλα, όχι απαραίτητα πειστήρια εγκλημάτων και μια τεράστια και σπάνια συλλογή από σφαίρες και κάλυκες διαφορετικού υλικού και διαμετρήματος (οι πρώτες σφαίρες της εποχής), που χρησιμοποιήθηκαν για βαλλιστικούς σκοπούς. Επίσης, μπορεί να βρει κανείς είδη μαγείας, ναρκωτικές ουσίες, προπλάσματα δηλητηριωδών μανιταριών, φωτογραφικό υλικό από διάφορα εγκλήματα της εποχής κ.ά.

Διευθύντρια του Εγκληματολογικού Μουσείου σήμερα είναι η Καθηγήτρια Τοξικολογίας Μαρία Στεφανίδου-Λουτσίδου, την οποία ευχαριστώ θερμά για την πολύτιμη βοήθειά της.

Κατεβάστε το μικρό αφιέρωμα της Νίκης Μουτζούρα για το Εγκληματολογικό Μουσείο

Βιβλιογραφία

[1] Ελληνική Δημοκρατία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εγκληματολογικό Μουσείο, http://www.uoa.gr/to-panepistimio/moyseia/egklhmatologiko-moyseio.html

[2] Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιατρική Σχολή, Εγκληματολογικό Μουσείο, http://www.criminology-museum.uoa.gr/

[3] Ιάκωβος Ι. Φαρσεδάκης, Ανακριτική Δικαιώματα του Ανθρώπου και Εγκληματογένεση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984, σελ 67, 245α.