Rape Μyths, ή αλλιώς… όσα θα θέλαμε να μην πιστεύει κανείς
Πόσοι ανάμεσά μας, άραγε, αν ερωτηθούν, θα συμφωνήσουν ότι πιστεύουν ή έχουν χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα σε κάποια συζήτηση ένα μύθο σχετικά με το βιασμό; Μάλλον λίγοι, ίσως και κανείς. Ίσως αυτό όμως να συμβαίνει επειδή είναι δύσκολο να ξεχωρίσουμε τι είναι στερεότυπο, τι είναι μύθος, τι είναι πεποίθηση και γιατί επιδεικνύουμε τόσο μειωμένη ενσυναίσθηση σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι φράσεις: «Αφού ήξερε ότι εκεί είναι επικίνδυνο μέρος.», «Πώς ντύνεται έτσι; Μετά φταίει ο βιαστής;», «Έλα που δεν ήθελε κι αυτή.. με τόσους έχει πάει.», «Θα του έκανε τη δύσκολη και τώρα τον κατηγορεί ότι τη βίασε» είναι μόνο μερικά από τα πιο συχνά και τρανταχτά παραδείγματα απουσίας κατανόησης σχετικά με την ουσία της πράξης του βιασμού και έλλειψης ενσυναίσθησης. Αντίθετα με την κοινή πεποίθηση ότι ο βιασμός έχει να κάνει αποκλειστικά με το σεξ (επειδή είναι σεξουαλικό έγκλημα), ο βιασμός έχει πολύ περισσότερο να κάνει με την επιβολή, τον έλεγχο και την επίδειξη δύναμης ενώ η ίδια η πράξη είναι περισσότερο το μέσο προς αυτά.
Ένας από τους πιο γνωστούς και πολυειπωμένους μύθους γύρω από τη σεξουαλική κακοποίηση, είναι ότι αυτή υφίσταται ως τέτοια όταν ο δράστης είναι άγνωστος στο θύμα. Η αλήθεια είναι πως η πλειονότητα των θυμάτων που βιάζονται δέχονται επίθεση από κάποιο γνωστό. Ενδεικτικά, το 84% των θυμάτων φαίνεται να γνώριζαν το δράστη και το 57% των βιασμών σημειώθηκε σε ραντεβού. Επιπλέον, μία στις 7 παντρεμένες γυναίκες βιάζεται από τον ίδιο της το σύζυγο. Οι βιασμοί είναι το ίδιο βίαιοι και συναισθηματικά τραυματικοί ανεξάρτητα από τη σχέση θύτη-θύματος.
Ένας δεύτερος διαδεδομένος μύθος είναι πως το θύμα που έχει υποστεί βιασμό φέρει σημάδια σωματικής πάλης. Λάθος!!! Ανεξάρτητα από το αν προέβαλαν σωματική αντίσταση ή όχι, λίγες γυναίκες παρουσιάζουν σωματικές ορατές αποδείξεις (π.χ. μώλωπες). Επιπλέον, λόγω της ψυχολογικής κατάστασης όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια της επίθεσης παρατηρείται συχνά το φαινόμενο της τονικής ακινησίας. Η τονική ακινησία (TI) περιγράφει την κατάσταση ακούσιας παράλυσης, κατά την οποία οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιδράσουν (κινηθούν) λόγω έντονου φόβου συνήθως (freeze). Στο ζωικό βασίλειο, αυτή η αντίδραση θεωρείται ως μια εξελικτική προσαρμοστική άμυνα σε μια επίθεση αρπακτικού, όταν οι υπόλοιποι αμυντικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Εξ ορισμού, βιασμός λαβαίνει χώρα όταν κάποιος με τη βία ή με την απειλή βίας διεισδύει σεξουαλικά σε ένα άτομο, με οποιονδήποτε τρόπο και παρά τη θέληση του τελευταίου. Η άσκηση βίας από μέρους του βιαστή σε βάρος του θύματος είναι αυτή που τον κάνει βιαστή. Έτσι, το θύμα του βιασμού δεν είναι ένοχο πορνείας και δε φέρει καμία ευθύνη για ό,τι του έχει συμβεί. Αλλά ακόμη και αν το θύμα εκπορνεύεται ή νωρίτερα είχε δεχτεί την επαφή υπό φυσιολογικές συνθήκες συναίνεσης, έχει το απόλυτο δικαίωμα να αρνηθεί οποιαδήποτε στιγμή και αυτό να γίνει δεκτό από το άλλο άτομο. Όταν το θύμα εξαναγκάζεται να ενδώσει σε κάποιο βιαστή από τρόμο ή από σύγχυση, αυτό δεν σημαίνει ότι συναινεί στην πράξη. Η συναίνεση βασίζεται σε επιλογή χωρίς την παρουσία απειλής και είναι ενεργητική,όχι παθητική.
Ο βιασμός δεν είναι πράξη πάθους, όπως πολλές φορές προσπαθεί (μάταια) να διακιαολογηθεί από το δράστη ή την υπερασπιστική γραμμή. Είναι πράξη βίας. Οι βιαστές βιάζουν, όχι αποκλειστικά και μόνο για το σεξ, αλλά για να αισθανθούν ότι εξουσιάζουν ένα άλλο άτομο, επομένως πρόκεται για μια πράξη που υποδεικνύει και μια μη ισορροπημένη ψυχολογική κατάσταση του θύτη, αν μη τι άλλο τη στιγμή της επίθεσης. Επιπλέον, οι άντρες που βιάζουν δεν έχουν ισχυρότερο σεξουαλικό ένστικτο από τους άλλους άντρες. Αντίθετα, το 1/3 των βιαστών αδυνατούν να ολοκληρώσουν τη σεξουαλική πράξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι βιασμοί είναι προγραμματισμένες ενέργειες και όχι παρορμήσεις της στιγμής. Τόσο οι άγνωστοι όσο και οι γνωστοί βιαστές συνήθως παγιδεύουν τα θύματά τους—ο άγνωστος ακολουθεί το θύμα μέχρις ότου βρεθεί μόνο του, ο γνωστός δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το θύμα βρίσκεται απομονωμένο.
Όσον αφορά τις ψευδείς καταγγελίες βιασμού, αυτές παρατηρείται ότι παρουσιάζουν την ίδια συχνότητα με εκείνες για οποιοδήποτε άλλο βίαιο έγκλημα, δηλαδή αντιπροσωπεύουν περίπου το 2% του συνόλου των καταγγελιών. Από την άλλη πλευρά, οι ερευνητές συμφωνούν ότι ένα μεγάλο μέρος των βιασμών δεν καταγγέλλεται, συνεπώς ο σκοτεινός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος από τις ψευδείς κατηγορίες.
Το ντύσιμο, οι επιλογές, ο τρόπος ζωής, η άσκηση εσφαλμένης κρίσης, η αφέλεια ή η άγνοια από μέρους του θύματος δεν σημαίνει ότι αυτό αξίζει να βιαστεί ή αποζητά σεξουαλικές επαφές.. Οι βιαστές φέρουν ακέραιη την ευθύνη για το βιασμό καθώς το ΟΧΙ είναι μια ολοκληρωμένη απάντηση.
Τέλος, δεν είναι τυχαίο πως μέχρι τώρα δεν έχουν αναφερθεί τα δυο φύλα και μιλαμε ουδέτερα τόσο για τους θύτες όσο και για τα θύματα. Οι γυναίκες σαφώς και είναι μια ομάδα αυξημένου κινδύνου και αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των θυμάτων ωστόσο περίπου 1 στα 10 θύματα βιασμού είναι άντρας. Το φύλο, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, οι σεξουαλικές επιλογές, το κοινωνικό υπόβαθρο, η φυλή και άλλα κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστηκά δεν πρέπει να δικαιολογούν κανέναν βιασμό και να επικρίνουν οποιοδήποτε θύμα. Για το βιασμό ευθύνεται αποκλειστικά και πάντα ο βιαστής και η δικαιοσύνη οφείλει να τον κρίνει ως τέτοιο.
Κάθε άνθρωπος μπορεί να βρεθεί στη θέση του θύματος βιασμού. Δεν χρειάζεται να είναι ή να κάνει κάτι ιδιαίτερο για να βρεθεί σε αυτή τη θέση και γι’ αυτό δεν ευθύνεται. Συνεπώς, δεν θα έπρεπε να χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να συναισθανθούμε την αίσθηση τόσο έντονης παραβίασης που βιώνει το θύμα, της παραβίασης της γενετήσιας ελευθερίας του,την οποία παίρνουμε καθημερινά ως δεδομένη. Από την άλλη, φράσεις όπως «Τώρα διαλύθηκε η ζωή της», «Δεν θα μπορέσει να εμπιστευθεί ξανά κανέναν», «Δεν θα καταφέρει να έχει σχέσεις και ερωτικές επαφές λόγω του τραύματος» κάθε άλλο παρά ενσυναίσθηση επιδεικνύουν. Τα θύματα έχουν ανάγκη από δύναμη και πίστη σε αυτά και από την πεποίθηση ότι με την κατάλληλη υποστήριξη μπορούν να ξεπεράσουν το τραύμα. Το να θεωρούμε πως αυτό το τραύμα είναι αξεπέραστο συνιστά μια μορφή δευτερογενούς θυματοποίησης καθώς κάνει το θύμα να νιώθει ακόμα πιο αδύναμο μπροστά σε αυτό που του συνέβη. Το κλειδί βρίσκεται στην ανάκτηση, της δύναμης, του ελέγχου, της αίσθησης ελευθερίας και αυτά χρειάζονται ελπίδα για να ευδοκιμήσουν. Τέλος, η έμφαση στη σεξουαλική παιδεία είναι επίσης κάτι στο οποίο ελπίζουμε καθώς είναι καταλυτικής σημασίας.
Εύη Καλούτσου: Δικαστική Ψυχολόγος, MSc in Forensic Psychology, Ιδιωτική άσκηση του επαγγελματος, Μεταξύ άλλων έχει εργαστεί ως σύμβουλος θυμάτων κακοποίησης και σύμβουλος αυτόπτων μαρτύρων στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Link: http://linkedin.com/in/evi-kaloutsou
Έρη Ιωαννίδου:Δικαστική Ψυχολόγος, MSc και Personal Coach. Διατηρεί γραφείο, διδάσκει στο Hellenic American College και έχει εργαστεί μεταξύ άλλων στη Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Link: https://facebook.com/eriioannidouFP
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Suarez, E., &Gadalla, T. M. (2010). Stop blaming the victim: A meta-analysis on rape myths. Journal of interpersonal violence, 25(11), 2010-2035.
Miller, J., & Schwartz, M. D. (1995). Rape myths and violence against street prostitutes. Deviantbehavior, 16(1), 1-23.
Chapleau, K. M., Oswald, D. L., & Russell, B. L. (2008). Male rape myths: The role of gender, violence, and sexism. Journal of Interpersonal Violence, 23(5), 600-615.
Franiuk, R., Seefelt, J. L., & Vandello, J. A. (2008). Prevalence of rape myths in headlines and their effects on attitudes toward rape. Sex Roles, 58(11-12), 790-801.
Hayes, R. M., Abbott, R. L., & Cook, S. (2016). It’s her fault: Student acceptance of rape myths on two college campuses. Violence against women, 22(13), 1540-1555.
Hammond, E. M., Berry, M. A., & Rodriguez, D. N. (2011). The influence of rape myth acceptance, sexual attitudes, and belief in a just world on attributions of responsibility in a date rape scenario. Legal and criminologicalpsychology, 16(2), 242-252.