Ψυχοπαθολογία και έγκλημα: Η αλήθεια πίσω από τους μύθους Μέρος 3ο
Διαβάστε τα δύο πρώτα μέρη εδώ: 1ο ΜΕΡΟΣ | 2ο ΜΕΡΟΣ
Η δικαιολογημένη άγνοια της κοινής γνώμης γύρω από τα διαγνωστικά κριτήρια και την κλινική εικόνα ενός ψυχικά πάσχοντος, καθώς και γύρω από νομικά θέματα (π.χ. βρασμός ψυχικής ορμής, καταλογισμός κτλ.), σε συνδυασμό με τη διαστρεβλωμένη εικόνα που πολλές φορές δημιουργούν τα ΜΜΕ, συμβάλλει στη θεμελίωση και συντήρηση μύθων γύρω από την ψυχοπαθολογία και την άσκηση εγκληματικών και βίαιων πράξεων. Αυτοί οι μύθοι λοιπόν πρέπει να καταρριφθούν. Το χρωστάμε στους πραγματικά ψυχικά πάσχοντες. Με το τρίτο, και τελευταίο μέρος αυτού του άρθρου, αισθανόμαστε πως έχουμε καλύψει σημαντικά το μεγαλύτερο μέρος αυτών των μύθων (αν και όχι όλων), και ελπίζουμε να αποτελέσει την αρχή για περισσότερη κριτική σκέψη και λιγότερο κατακριτική στάση.
Διασχιστική Διαταραχή της Ταυτότητας (DID) και βίαια εγκλήματα.
Οι διασχιστικές διαταραχές περιλαμβάνουν τη διασχιστική αμνησία, τη διασχιστική φυγή, τη διαταραχή της αποπροσωποποίησης και τη διασχιστική διαταραχή ταυτότητας (παλαιότερα γνωστή ως διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας) (DSM-5, 2013). Για να διαγνωστεί κάποιος με διασχιστική διαταραχή της ταυτότητας (Dissociative Identity Disorder - DID) πρέπει να πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια σύμφωνα με το DSM-5 (2013). Παρόλο που τα διαγνωστικά κριτήρια είναι ξεκάθαρα, η διάγνωση της συγκεκριμένης διαταραχής αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες, καθώς είναι πολύ δύσκολα ανιχνεύσιμη, ενώ ακόμα και ο επιπολασμός της είναι αμφιλεγόμενος.
Όλες οι διασχιστικές διαταραχές έχουν έναν κοινό μηχανισμό άμυνας, τη διάσχιση, που οδηγεί στον αποκλεισμό από τη συνείδηση κάποιων σκέψεων, συναισθημάτων και/ή εμπειριών. Αν και ορισμένες ήπιες, μη κλινικές καταστάσεις διάσχισης είναι πολύ συνηθισμένες (π.χ. χάνω ένα στενό πηγαίνοντας προς στο σπίτι μου επειδή έχω απορροφηθεί από σκέψεις), η επικρατούσα θεωρία είναι πως η παθολογική διάσχιση είναι μια αντίδραση αποφυγής, που προστατεύει το άτομο από το συνειδητό βίωμα τραυματικών γεγονότων. Σύμφωνα λοιπόν με το μετατραυματικό μοντέλο, η DID εμφανίζεται στην παιδική ηλικία ως αποτέλεσμα σοβαρής σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης, παρατήρηση που προκύπτει από τις αναφορές των ίδιων των ασθενών, ωστόσο υπάρχουν κι άλλες θεωρίες γύρω από την έναρξή της και επιστημονικά το τοπίο παραμένει θολό (Kring et al., 2007).
Οι Galton & Sachs (2018), ψυχοθεραπευτές, περιγράφουν στο βιβλίο τους πως είναι αναπόφευκτο κατά τη διάρκεια θεραπείας με ασθενείς DID να μην έρθεις αντιμέτωπος με σοκαριστικές αφηγήσεις σχετικά με ειδεχθείς πράξεις που είτε έχουν διαπραχθεί εναντίον τους, είτε έχουν παρακολουθήσει ως αυτόπτες μάρτυρες, είτε έχουν διαπράξει υπό απειλή ή ακόμη και ηθελημένα. Ωστόσο, τι συμβαίνει όταν τέτοιες υποθέσεις φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες;
Η βιβλιογραφία όσον αφορά την DID και το νομικό σύστημα είναι εξαιρετικά περιορισμένη και η πλειοψηφία της δεν πληροί τα επιστημονικά κριτήρια, έχοντας πολλά μεθοδολογικά ζητήματα και ερευνητικούς περιορισμούς. Τα συμπεράσματα συνήθως εξαρτώνται από το κατά πόσο κάποιος πιστεύει πως η DID είναι μια «πραγματική» ψυχική διαταραχή (Brand 2017a, 2017b) ή «φαντασιοπληξία» (Merckelbach, 2018). Ο Frankel (2006) και ο Bourget (2017) προσπάθησαν να εξετάσουν το ζήτημα της εγκυρότητας του DID στο νομικό πλαίσιο. Σε γενικές γραμμές, ο λόγος που το DID απορρίφθηκε ως λόγος άρσης καταλογισμού ή μειωμένου καταλογισμού λόγω ύπαρξης ενεργούς ψυχοπαθολογίας, είναι ότι οι «ανώμαλες» καταστάσεις συνείδησης δεν αντιστοιχούν σε μια ψυχική διαταραχή που θα πληρούσε τα κριτήρια στους κανόνες του M'Naghten (ένα εκ των αμερικανικών standards περί καταλογισμού), δηλαδή το ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε τη φύση ή την ποιότητα των ενεργειών ή, εάν το ήξερε, δεν ήξερε ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος (Farrell 2011). Αντίστοιχα, στον ελληνικό Π.Κ. αρ. 34 περί «Διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης» αναφέρεται ότι: «Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.». Επιπλέον στο αρ. 36 Π.Κ. περί «Ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό» αναφέρεται ότι: «1) Αν εξαιτίας κάποιας από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, επιβάλλεται μειωμένη ποινή (άρθρο 83). 2) Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση υπαίτιας κατά την έννοια του άρθρου 35 πρόκλησης της μειωμένης ικανότητας.». Η απορία συνεπώς που προκύπτει από τα δύο παραπάνω κριτήρια είναι: εφόσον η προσωπικότητα που διέπραξε την πράξη είχε γνώση και αντίληψη των πράξεων, αλλά η προσωπικότητα που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου δεν είχε, ωστόσο και οι δύο φιλοξενούνται στο ίδιο σώμα, με γνώμονα ποια εκ των δύο οφείλει να δικαστεί;
Αν και σπάνια επιτυχημένη υπερασπιστική γραμμή, η άρση καταλογισμού λόγω παραφροσύνης προκαλούμενης από DID χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά κυρίως στις ΗΠΑ (Farrell, 2011). Η υπόθεση-υπεράσπιση λόγω διάγνωσης DID θα ήταν ότι, εάν ένα έγκλημα έχει διαπραχθεί όταν ένα άτομο βρίσκεται υπό την επήρεια «αλλαγής προσωπικότητας», τότε μια ψυχική διαταραχή έχει επηρεάσει τον καταλογισμό, ωστόσο οι περιπτώσεις δεν είναι πολλές. Ένα πρώιμο παράδειγμα ήταν η υπόθεση State v. Milligan (1978), επειδή όμως ο κατηγορούμενος ήταν κατά συρροή βιαστής, η παρουσία της DID απορρίφθηκε ομόφωνα και θεωρήθηκε πως υπήρχε «mens rea». Το ίδιο συνέβη στις υποθέσεις δολοφονίας State v. Darnall (1980), State v. Jones (1988) και State v. Greene (1998), καθώς και σε μια άλλη υπόθεση βιασμού, State v. Lockhart (2000). Στην πιο πρόσφατη υπόθεση, Orndorff v. Commonwealth (2010), η διάγνωση DID απορρίφθηκε και πάλι (Nakic, 2012). Ανεπιτυχείς ήταν αντίστοιχα και δύο υποθέσεις στην Αυστραλία που επικαλέστηκαν DID, συγκεκριμένα μία για μια σειρά από οικονομικές απάτες (Re: Gleeson, 2007) και μία για μια δολοφονία (Re: Wigginton, 1990). Ως προς το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία καταγεγραμμένη υπόθεση τέτοιου τύπου, πράγμα που ίσως να έχει να κάνει και με πολιτιστικές διαφορές μεταξύ των λαών (Paris, 2019).
Ένας ακόμη παράγοντας που έχει παίξει ρόλο στην αμφισβήτηση της DID και που πολλές φορές χρησιμοποιείται για να αντικρούσει μια υπερασπιστική γραμμή που αποδίδει την ανάγκη για άρση καταλογισμού του κατηγορουμένου στην ύπαρξη DID, είναι οι έρευνες που υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι μπορούν να υποδυθούν τα συμπτώματα της διαταραχής. Χαρακτηριστική ήταν η έρευνα των Spanos, Weekes, & Bertrand (1985), που με αφορμή τη δίκη του «στραγγαλιστή του Hillside», Ken Bianchi -που επικαλούμενος έλλειψη ικανότητας για καταλογισμό υποστήριξε ανεπιτυχώς πως οι φόνοι είχαν διαπραχθεί από μια άλλη προσωπικότητά του, τον Steve- ερεύνησαν κατά πόσο μπορεί κάποιος να υποδυθεί την ύπαρξη μιας δεύτερης ταυτότητας εαυτού. Τα ευρήματα έδειξαν πως όταν η περίσταση το απαιτεί, οι άνθρωποι μπορούν να υιοθετήσουν μια δεύτερη προσωπικότητα (Kring et al., 2007; Merckelbach et al., 2017; Spanos et al., 1985). Αυτά βέβαια, είναι τα αποτελέσματα συμπεριφορικών-κοινωνικών πειραμάτων. Στον αντίποδα βρίσκονται κλινικές έρευνες με απεικονιστικά στοιχεία (PET Scan, MRI & fMRI) που υποστηρίζουν πως παρόλο που τα συμπεριφοριστικά χαρακτηριστικά της DID μπορούν να είναι προσποιητά, τα νευροφυσιολογικά δεν μπορούν. Συγκεκριμένα, υπάρχει σημαντική και ξεκάθαρη διαφορά στην περιφερειακή εγκεφαλική ροή αίματος και ψυχοφυσιολογικές αποκρίσεις για διαφορετικούς τύπους καταστάσεων μεταξύ ασθενών DID και συμμετεχόντων που προσποιούνται DID επιτυχώς ως προς τη συμπεριφοριστικό κομμάτι της διαταραχής. Τα ευρήματα επομένως έρχονται σε αντίθεση με την ιδέα ότι η DID είναι απλά «ένα παιχνίδι ρόλων» ή μπορεί να εξηγηθεί από την υψηλή φαντασία του υποκειμένου (Reinders et al., 2012; Schlumpf et al., 2014)
Το γεγονός πως στις υποθέσεις που έχει χρησιμοποιηθεί η DID ως υπερασπιστική γραμμή δεν υπάρχει συνήθως κάποια άλλη στρατηγική υπεράσπισης, σε συνδυασμό με τις έρευνες που υποδεικνύουν πως τα συμπεριφορικά συμπτώματα DID μπορεί κανείς εύκολα να τα υποδυθεί, δημιουργεί ακανθώδη προβλήματα που σχετίζονται με την αξιολόγηση των κατηγορουμένων σε ποινικές υποθέσεις. Επιπλέον, η εξαιρετικά μικρή ερευνητική εμπειρία και το πολύ μικρό δείγμα για τη μελέτη και την κατανόηση μιας τόσο σύνθεσης διαταραχής, μπορεί και αυτό να αποτελεί αιτία για την μη αποδοχή της ως λόγο άρσης του καταλογισμού. Όπως και να έχει όμως, οφείλουμε να θυμόμαστε πως όσο κι αν το «παιχνίδι ρόλων» είναι εφικτό, με κανέναν τρόπο δε δείχνει ότι η DID είναι ένα παιχνίδι ρόλων. Άλλωστε η DID είναι μια σύνθετη διαταραχή που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και ακουστικές ψευδαισθήσεις, απώλεια αίσθησης χρόνου και αποπροσωποποίηση, συμπτώματα που δεν έχουν προκληθεί σε καμία από τις έρευνες με παιχνίδια ρόλων, συμπεριλαμβανομένων των ψυχοφυσιολογικών αποκρίσεων και των εγκεφαλικών ροών (Kring et al., 2007).
Αντικειμενικά και επιστημονικά, η πραγματική εμπειρία μιας αποσυνδετικής κατάστασης θα μπορούσε να μειώσει την ικανότητα ενός ατόμου να ελέγχει τις ενέργειές του και συνεπώς να μειώσει την εγκληματική ευθύνη, τοποθετώντας τον κατηγορούμενο στην κλινική πρακτική ως πάσχοντα από διαταραχή του Άξονα Ι. Οι λανθασμένες δικαστικές αποφάσεις όμως σχετικά με την ψυχοπαθολογία ενός ατόμου γενικά αλλά και κατά τη τέλεση του εγκλήματος, μπορεί να είναι πολύ δαπανηρές ψυχολογικά τόσο για τον ίδιο τον κατηγορούμενο όσο και για το θύμα και την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να απονέμονται ελαφρύτερες ή αυστηρότερες ποινές από ό,τι αρμόζει. Επομένως, κατά την αποδοχή αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν την εγκυρότητα των αξιώσεων αλλαγής προσωπικοτήτων, φαίνεται σαφές ότι το σημαντικό μέλημα πρέπει να είναι ο προσδιορισμός του τρόπου διάκρισης μεταξύ γνήσιας αποσύνδεσης και προσποίησης. Επίσης, πρέπει να υπάρχει έλεγχος εγκυρότητας και ομοφωνία για το τι είναι αποδεκτό στο πλαίσιο μαρτυρίας στο δικαστήριο. Η δουλειά λοιπόν των πραγματογνωμόνων σε τέτοιες περιπτώσεις αποτελεί πρόκληση. Είναι εξαιρετικά δύσκολη και απαιτητική και οφείλει να γίνεται διεπιστημονικά για την ακριβέστερη δυνατή διάγνωση. Σίγουρα όμως, το απόλυτο ζήτημα της DID ως προς τον καταλογισμό για τη διάπραξη μιας εγκληματικής πράξης παραμένει απόφαση του δικαστηρίου.
Ψυχοπαθητικότητα
Ως τελευταίο ζήτημα με το οποίο καταπιάνονται τα τρία -πλέον- άρθρα με θέμα τους μύθους γύρω από τη σχέση μεταξύ εγκλήματος και ψυχοπαθολογίας, επιλέχθηκε η ψυχοπαθητικότητα. Κι αυτό γιατί οι μύθοι για αυτήν ξεκινούν ήδη με το άκουσμα του όρου. Περισσότερα από εκατό χρόνια πριν, πράγματι ο όρος «ψυχοπαθητικότητα» χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμος του όρου «ψυχοπαθολογία», ενός όχι και τόσο διαδεδομένου όρου τότε, που χρησιμοποιείται ευρέως πλέον όταν ένα άτομο πάσχει από κάποια ψυχική διαταραχή. Από ένα χρονικό σημείο και έπειτα όμως, και πολύ περισσότερο κατόπιν της έκδοσης του διάσημου βιβλίου «The mask of sanity» του Hervey Cleckley το 1941, ο όρος «ψυχοπαθητικότητα» πλέον χρησιμοποιούνταν για τον ορισμό και την περιγραφή μιας πολύ συγκεκριμένης διαταραχής, και όχι ως όρος-ομπρέλα όπως ο όρος «ψυχοπαθολογία» (Cleckley, 1976). Αν και ο Cleckley έθεσε τη βάση για τον ορισμό και τα κριτήρια της ψυχοπαθητικότητας, ήταν ο Robert Hare, αρκετά χρόνια αργότερα, που αποκρυστάλλωσε τα κριτήρια της διαταραχής που ισχύουν μέχρι σήμερα (προσθέτοντας και ορισμένα με μεγαλύτερη έμφαση σε παραβατικές ή κοινωνικά αποκλίνουσες συμπεριφορές) και δημιούργησε το PCL-R, το εργαλείο που θεωρείται ως «golden standard» για τη διάγνωσή της (Hare, 2003). Ίσως ο/η αναγνώστης/τρια να αναρωτιέται γιατί η παρούσα ενότητα ξεκινά με την αναφορά σε ένα διαγνωστικό εργαλείο και όχι από τον ορισμό της διαταραχής. Αυτό συμβαίνει γιατί εν μέρει, ο ίδιος ο ορισμός της ψυχοπαθητικότητας έχει διαμορφωθεί μέσα από αυτό το διαγνωστικό εργαλείο. Παρότι σχεδιάστηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας -η διεξαγωγή της οποίας συνεχίζεται μέχρι σήμερα- έχει δεχθεί δριμεία κριτική ως προς την πιθανότητα τα ποσοστά ψυχοπαθητικότητας που εντοπίζονται στις έρευνες, να προέρχονται από τη φύση του εργαλείου και τη συμπερίληψη σε αυτό κριτηρίων με έμφαση στην παραβατικότητα (Howitt, 2018).
Τι είναι όμως τελικά η ψυχοπαθητικότητα; Καταρχήν τα χαρακτηριστικά της εντοπίζεται σε τρία επίπεδα: το διαπροσωπικό, το συναισθηματικό και το συμπεριφορικό επίπεδο. Για πληρέστερη κατανόηση, παρατίθεται αυτούσια η περιγραφή από το Λεξικό Εγκληματολογίας (Ιωαννίδου, 2018):
«Σύμφωνα με τον Hare (2006), σε διαπροσωπικό επίπεδο, οι ψυχοπαθείς είναι μεγαλομανείς, αλαζόνες, σκληροί, δεσποτικοί, επιφανειακοί και χειριστικοί. Συναισθηματικά, είναι ευερέθιστοι, δυσκολεύονται να αναπτύξουν ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους, δεν έχουν ενσυναίσθηση και δεν νιώθουν ενοχές και τύψεις. Ως προς τη συμπεριφορά τους, συνήθως έχουν έναν κοινωνικά αποκλίνοντα τρόπο ζωής (με ή χωρίς παραβατική συμπεριφορά), ανεύθυνη και παρορμητική συμπεριφορά καθώς και την τάση να αγνοούν ή να παραβιάζουν τις κοινωνικές συμβάσεις και τα ήθη.»
Αν και ορισμένα από τα κριτήρια για τη διάγνωση της ψυχοπαθητικότητας είναι παρόμοια με κάποια από αυτά που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας, οι δύο διαταραχές δεν είναι ταυτόσημες. Η εμβάθυνση στις διαφορές τους θα αποτελούσε απόκλιση από το στόχο του παρόντος άρθρου, γι’ αυτό θα αποφευχθεί. Ως προς τις διαφορές τους, το μόνο που κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί είναι το γεγονός ότι η αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας περιλαμβάνεται τόσο στο DSM-5 (APA, 2013) όσο και στο ICD-11 (WHO, 2018), τα οποία αποτελούν τα δύο εγχειρίδια που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως για τη διάγνωση ψυχοπαθολογίας, ενώ η ψυχοπαθητικότητα δεν περιλαμβάνεται σε κανένα από αυτά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο δικαστήριο, όμως δεν έχει εμποδίσει πλήθος επιστημόνων να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μία ξεχωριστή διαταραχή (Cooke, 2010).
Αν διαβάσει κανείς τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι εύκολο να εξάγει το συμπέρασμα πως μια τέτοια διαταραχή δεν θα μπορούσε παρά να είναι συνυφασμένη με το έγκλημα. Είναι όμως έτσι; Και αν ναι, κατά πόσο; Μέσα από τα ερευνητικά δεδομένα βλέπουμε ότι το ποσοστό πασχόντων/ουσών από ψυχοπαθητικότητα στον γενικό πληθυσμό είναι περίπου 1%, ενώ το ποσοστό πασχόντων/ουσών που είναι έγκλειστοι/ες (σε σωφρονιστικά καταστήματα, δικαστικά ψυχιατρεία και άλλες δομές) ανέρχεται σε περίπου 25%, πιο συγκεκριμένα υπολογίζεται μεταξύ 15 και 30%. Από την άλλη, το ποσοστό διάγνωσης αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας στον γενικό πληθυσμό είναι 3-5% και σε ειδικούς πληθυσμούς όπως οι προαναφερθέντες κυμαίνεται μεταξύ 50 και 80% (Huss, 2013). Ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι οι παραβατικές και οι κοινωνικά αποκλίνουσες συμπεριφορές βρίσκονται στον πυρήνα των κριτηρίων της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας. Είναι -όπως έχουν αναφέρει πολλοί επιστήμονες- σαν να ψάχνουμε νερό στη θάλασσα. Ενώ τα συμπεριφορικά αυτά στοιχεία αποτελούν κριτήρια και για την ψυχοπαθητικότητα, στη διάγνωσή της συμπεριλαμβάνονται και αυτά που αφορούν το διαπροσωπικό και συναισθηματικό επίπεδο, τα οποία εν τέλει αποτελούν και τη βασική της διαφορά με την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Εξαιτίας των παραπάνω, η πλειονότητα όσων -εκ των ειδικών πληθυσμών- πάσχουν από ψυχοπαθητικότητα, διαγιγνώσκονται και με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, ενώ το αντίθετο ισχύει σε πολύ λιγότερες περιπτώσεις, κάτι που δημιουργεί προβλήματα στην πράξη (Hemphill & Hart, 2003, Arrigo, & Shipley, 2001). Αξίζει εδώ να αναφερθεί και η κατηγορία των «επιτυχημένων ψυχοπαθών» (successful psychopaths) που δεν απασχολούν τις αρχές με παραβατικές συμπεριφορές ή καταφέρνουν να ξεφεύγουν παρότι διαπράττουν εγκλήματα «λευκού κολλάρου». Οι Babiak και Hare αναφέρονται σε αυτούς στο βιβλίο τους “Snakes in suits: When psychopaths go to work” (2006). Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να αξιολογηθεί το ποσοστό ατόμων σε υψηλόβαθμες θέσεις που πάσχουν από ψυχοπαθητικότητα, αν και υπολογίζεται πως είναι υψηλότερο από τα καταγεγραμμένα στον γενικό πληθυσμό, κάτι που σε συνδυασμό με τη φύση της διαταραχής (μεγαλομανία, δεσποτισμός, χειραγώγηση, έλλειψη ενσυναίσθησης κλπ) δημιουργούν δυσοίωνες σκέψεις.
Κρατώντας κατά νου το γεγονός ότι η πλειονότητα των ερευνών σχετικά με την ψυχοπαθητικότητα περιλαμβάνει δείγμα ειδικών έγκλειστων πληθυσμών -που γνωρίζουμε ήδη ότι έχουν παραβατική συμπεριφορά- και αξιολογώντας τα αποτελέσματα με γνώμονα αυτή τη γνώση, παρατηρείται σταθερά η ύπαρξη θετικής συσχέτισης μεταξύ της ψυχοπαθητικότητας και της παραβατικής συμπεριφοράς. Παρατηρείται ακόμα η θετική συσχέτιση μεταξύ ψυχοπαθητικότητας και επανάληψης της παραβατικής συμπεριφοράς (recidivism) τόσο για βίαια όσο και για μη βίαια εγκλήματα (Salekin et al., 1996). Δεν υπάρχει συμφωνία στο αν οι πάσχοντες/ουσες που επιδεικνύουν βίαιη συμπεριφορά επιδίδονται περισσότερο σε βίαιες πράξεις που έχουν προσχεδιάσει ή σε πράξεις αντίδρασης (instrumental / reactive violence), ούτε και στους ακριβείς λόγους που τους/τις ωθούν σε τέτοιες συμπεριφορές. Φαίνεται πάντως ότι η αυθόρμητη αντιδραστικότητα ή/και η έλλειψη αυτοσυγκράτησης αποτελούν σημαντικό παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει στη βία. Παρότι αναμένεται από τους/τις πάσχοντες/ουσες να δράσουν βίαια πιο συχνά από ότι οι μη πάσχοντες/ουσες, είναι λιγότερο πιθανό να καταλήξουν σε ανθρωποκτονία (Williamson et al., 1987 στο Huss, 2013). Όταν όμως το κάνουν, είναι πολύ πιθανότερο να περιλαμβάνει χαρακτηριστικά προσχεδιασμένης πράξης (Woodworth, & Porter, 2002 στο Huss, 2013).
Αν και οι πάσχοντες/ουσες από ψυχοπαθητικότητα αποτελούν, όπως προαναφέρθηκε, περίπου το ¼ του ειδικού πληθυσμού των παραβατών, το ποσοστό αυτό αυξάνεται κατά πολύ αν εστιάσουμε στο αδίκημα του βιασμού, όπως αυτό ορίζεται σύμφωνα με το ποινικό σύστημα των ΗΠΑ όπου έχει διεξαχθεί η πλειονότητα των ερευνών (Knight and Guay, 2006 στο Huss, 2013). Η συσχέτιση της ψυχοπαθητικότητας με τα σεξουαλικά εγκλήματα είναι υπαρκτή και δεν πρέπει να παραβλέπεται. Να σημειωθεί όμως ότι όταν στα ερευνητικά δεδομένα παρατηρείται συσχέτιση, δεν εξυπακούεται ούτε υπονοείται και αιτιώδης σχέση.
Η ψυχοπαθητικότητα έχει χρησιμοποιηθεί συχνά -και εντός των δικαστικών αιθουσιών- ως προβλεπτικός παράγοντας μετέπειτα βίαιης συμπεριφοράς καθώς θεωρείται ένας από τους βασικούς παράγοντες επικινδυνότητας για βίαιη συμπεριφορά. Παρόλα αυτά, το PCL-R ως εργαλείο δεν δημιουργήθηκε και δεν σκοπεύει στην πρόβλεψη βίαιης συμπεριφοράς στο μέλλον, όσο και αν φαίνεται αρκετές φορές να το πετυχαίνει. Υπάρχουν ειδικά σχεδιασμένα εργαλεία για την αξιολόγηση επικινδυνότητας (risk assessment), μερικά εκ των οποίων περιλαμβάνουν ως κριτήριό τους και τη διάγνωση της ψυχοπαθητικότητας, όπως για παράδειγμα το ευρέως διαδεδομένο HCR-20. Επιπλέον είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι το PCL-R δημιουργήθηκε και χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σε λευκούς, ενήλικες άντρες, διαμένοντες στις ΗΠΑ και τον Καναδά, με τους προφανείς περιορισμούς που εξυπακούονται. Πολλές έρευνες αναφέρονται στα ψυχομετρικά του χαρακτηριστικά όταν χρησιμοποιείται σε άλλες ομάδες, τις οποίες ο/η επαγγελματίας που επιθυμεί να το χρησιμοποιήσει οφείλει να λάβει υπόψιν πολύ προσεκτικά, ειδικά αν είναι στο πλαίσιο πραγματογνωμοσύνης.
Επί χρόνια η κραταία αντίληψη ήταν ότι η ψυχοπαθητικότητα είναι μη θεραπεύσιμη (Arrigo, & Shipley, 2001). Πλέον τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ορισμένα σημαντικά αποτελέσματα για την αποτελεσματικότητα κάποιων ψυχοθεραπευτικών τεχνικών, τόσο γενικά όσο και ειδικά ως προς τη μείωση της επικινδυνότητας για επανάληψη παραβατικής συμπεριφοράς (D’Silva, Duggan, & McCarthy, 2004).
Όπως όλες οι διαταραχές προσωπικότητας, πολλώ δε μάλλον κάποια που δεν περιλαμβάνεται στα διαγνωστικά εγχειρίδια, η ψυχοπαθητικότητα συνήθως δεν χρησιμοποιείται στο πλαίσιο υπερασπιστικής γραμμής ως προς την ικανότητα για καταλογισμό. Τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να ερευνάται εντονότερα το αν η φύση της διαταραχής μπορεί να θεωρηθεί ότι δυσκολεύει το άτομο να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης, τη στιγμή που μπορεί νομικά να το κατανοεί αλλά ενδεχομένως όχι ηθικά (Fine, & Kennett, 2004). Οι έρευνες στο πεδίο αυτό αναμένεται να οδηγήσουν σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο συζήτησης. Όμως το ότι δεν αποτελεί συχνά αντικείμενο συζήτησης ως προς τον καταλογισμό, δεν σημαίνει ότι δεν εγείρεται συχνά ως ζήτημα σε υποθέσεις κηδεμονίας, στην αξιοπιστία ενός/μιας μάρτυρα, σε θέματα ακούσιας νοσηλείας και πολύ συχνότερα όσον αφορά στο ζήτημα της θανατικής ποινής (Lyon, Ogloff, 2000 στο Huss, 2013). Κάτι που συμβαίνει αλλά πρέπει να αποφεύγεται είναι ότι πολύ συχνά ο όρος «ψυχοπαθής» χρησιμοποιείται στο δικαστήριο περισσότερο για να περιγράψει κάποιον/α που δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του/της, παρά ως ένας διαγνωστικός όρος. Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι όταν ένας/μία κατηγορούμενος/η έχει διάγνωση ψυχοπαθητικότητας, οι ένορκοι τείνουν να του/της επιβάλλουν συχνότερα τη θανατική ποινή, θεωρώντας προφανώς ότι η ψυχοπαθητικότητα θα τον/την οδηγήσει σε νέες βίαιες πράξεις, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί να συμβαίνει σε έγκλειστους πληθυσμούς (Edens et al, 2005). Η ευθύνη λοιπόν ενός/μίας πραγματογνώμονα για την έγκυρη ενημέρωση δικαστών και ενόρκων σε τέτοιες υποθέσεις είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Η συνέχιση της έρευνας και η διατήρηση ανοιχτής σκέψης ως προς την ψυχοπαθητικότητα συνεχίζουν να παραμένουν το ίδιο απαραίτητες. Σε μία εποχή όπου το στίγμα σχετικά με την ψυχοπαθολογία καραδοκεί ακόμα παντού, κρίνεται σκόπιμο η χρήση του όρου «ψυχοπαθής» να αποφεύγεται και η αναφορά στη διάγνωση να γίνεται περιφραστικά και μόνο όταν υπάρχει επίσημη διάγνωση και κάποιος σοβαρός λόγος αναφοράς σε αυτήν. Η αναφορά πολιτών και ΜΜΕ σε ανθρωποκτόνους ως «ψυχοπαθείς δολοφόνους» πρέπει πλέον να λάβει τέλος.
Επίλογος
Θα γελιόμασταν αν πιστεύαμε, ή αν θέλαμε ο/η αναγνώστης/τρια να πιστέψει, πως οι μύθοι σχετικά με το έγκλημα και την ψυχοπαθολογία τελείωσαν εδώ. Προσπαθήσαμε να επιλέξουμε μερικούς από τους πιο συχνούς και να τους αποδομήσουμε όσο πιο αποτελεσματικά μπορούσαμε. Αυτό δεν θα ήταν εφικτό αν δεν υπήρχε πλήθος ερευνών σχετικά με τα ζητήματα με τα οποία καταπιαστήκαμε. Η συνέχιση της έρευνας, η αδιάκοπη ψυχοεκπαίδευση των πολιτών για ζητήματα ψυχικής υγείας και η επιμονή στο ότι η ψυχοπαθολογία δεν αποτελεί προϋπόθεση για εγκληματική συμπεριφορά αποτελούν υποχρέωση σύσσωμης της επιστημονικής κοινότητας. Παραφράζοντας τον Καζαντζάκη, δεν μπορούμε ως κοινωνία να τα ζυγιάζουμε όπως θέλουμε, δεν γίνεται να μετράμε αυτά τα ζητήματα μόνο με στατιστικές, δεν είναι ανεκτό το να βολευόμαστε με στερεοτυπικές αντιλήψεις χωρίς να τις θέτουμε υπό αμφισβήτηση. Θα πρέπει να ακούσουμε το βαθύ χτυποκάρδι των ανθρώπων που όλα αυτά τους αφορούν άμεσα, που είναι η ζωή τους. Και να φερθούμε ανάλογα.
Έρη Ιωαννίδου: Δικαστική Ψυχολόγος (MSc) & Personal Coach, διδάσκουσα στο Hellenic American College, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab. Link: https://facebook.com/eriioannidouFP
Εύη Καλούτσου: Δικαστική Ψυχολόγος (MSc), εκπαιδευόμενη γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab. Link: http://linkedin.com/in/evi-kaloutsou
* Εικόνα άρθρου: Photo by Nicholas Kusuma on Unsplash
Βιβλιογραφία:
Ξενόγλωσση
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC, American Psychiatric Association. doi: https://doi.org/10.1176/appi.books.9780890425596
Arrigo, B. A., & Shipley, S. (2001b). The confusion over psychopathy (II): implications for forensic (correctional) practice. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, 45(4), 407-420. doi:10.1177/0306624X01454002
Babiak, P., & Hare, R. D. (2006). Snakes in suits: When psychopaths go to work. New York: Regan Books.
Bourget, D, Gagné, P, & Wood, S. F. (2017). Dissociation: defining the concept in criminal forensic psychiatry. Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 45, 147–60.
Brand, B. L., Schielke, H. J, & Brams, J. S. (2017a). Assisting the courts in understanding and connecting with experiences of disconnection: addressing trauma-related dissociation as a forensic psychologist, part I. Psychological Injury and Law, 10, 283–97.
Brand, B. L., Schielke, H. J., Brams, J. S, & DiComo, R. A. (2017b). Assessing trauma-related dissociation in forensic contexts: addressing trauma-related dissociation as a forensic psychologist, part II. Psychological Injury and Law, 10, 298–31.
Cooke, D. (2010). Psychopathy. In: J. M. Brown & E. A. Campbell (Eds.), The Cambridge handbook of forensic psychology (p. 292-298). New York: Cambridge University Press.
Cleckley, H. (1976). The mask of sanity (5th ed.). St. Louis: Mosby.
D’Silva, K., Duggan, C., & McCarthy, L. (2004). Does treatment really make psychopaths worse? A review of the evidence. Journal of Personality Disorders, 18, 163 – 177.
Edens, J. F., Colwell, L. H., Desforges, D. M., & Fernandez, K. (2005). The impact of mental health evidence on support for capital punishment: Are defendants labeled psychopathic considered more deserving of death? Behavioral Sciences & the Law, 23, 603 – 625.
Farrell, H. M. (2011). Dissociative identity disorder: medicolegal challenges. Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 39, 402–6.
Fine, C. & Kennett, J. (2004). Mental impairment, moral understanding and criminal responsibility: psychopathy and the purposes of punishment. International Journal of Law and Psychiatry 27, 425–43.
Frankel, A. S., & Dalenberg, C. (2006). The forensic evaluation of dissociation and persons diagnosed with dissociative identity disorder: searching for convergence. Psychiatric Clinics North America, 29, 169–84.
Galton, G., & Sachs, A. (Eds.). (2018). Forensic aspects of dissociative identity disorder. Routledge.
Hare, R., D. (2003). The Hare Psychopathy Checklist – Revised (2nd ed.). Toronto, Ontario: Multi-Health Systems.
Hare, R., D. (2006). Psychopathy: A Clinical and Forensic Overview. Psychiatric Clinics of North America, 29, 709-724.
Hemphill, J. F., & Hart, S. F. (2003). Forensic and clinical issues in the assessment of psychopathy. In A. M. Goldstein (Ed.), Handbook of psychology: Vol. 11. Forensic psychology (pp. 87 – 107). Hoboken, NJ: John Wiley & Sons, Inc.
Howitt, D. (2018). Introduction to Forensic and Criminal Psychology (6th ed.). Pearson
Huss, M. T. (2013). Forensic Psychology: Research, Clinical Practice, and Applications (2nd ed.). Wiley
Kring, A. M., Davison, G. C., Neale, J. M., & Johnson, S. L. (2007). Abnormal psychology. John Wiley & Sons Inc.
Merckelbach, H., Boskovic, I., Pesy, D., Lynn, S. J. (2017). Symptom overreporting and dissociative experiences: a qualitative review. Consciousness and Cognition, 49, 132–44.
Nakic, M., Thomas, P. (2012). Dissociative identity disorder in the courtroom. Journal of the American Academy of Psychiatry and the Law, 40, 146–8.
Paris, J. (2019). Dissociative identity disorder: validity and use in the criminal justice system. BJPsych Advances, 25(5), 287-293.
Reinders, A. S., Willemsen, A. T., Vos, H. P., den Boer, J. A., & Nijenhuis, E. R. (2012). Fact or factitious? A psychobiological study of authentic and simulated dissociative identity states. PloS one, 7(6), e39279.
Salekin, R. T., Rogers, R., & Sewell, K. W. (1996). A review and meta-analysis of the psychopathy checklist and psychopathy checklist–revised: Predictive validity of dangerousness. Clinical Psychology Science and Practice, 3, 203 – 215.
Schlumpf, Y. R., Reinders, A. A., Nijenhuis, E. R., Luechinger, R., van Osch, M. J., & Jäncke, L. (2014). Dissociative part-dependent resting-state activity in Dissociative identity disorder: A controlled fMRI perfusion study. PLoS One, 9(6), e98795.
Spanos, N. P., Weekes, J. R., & Bertrand, L. D. (1985). Multiple personality: A social psychological perspective. Journal of Abnormal Psychology, 94(3), 362.
World Health Organization. (2018). International classification of diseases for mortality and morbidity statistics (11th Revision). Retrieved from https://icd.who.int/browse11/l-m/en
Ελληνική
Ιωαννίδου, Ε. Μ. (2018). Ψυχοπαθητικότητα. Στο: Ν. Κουράκης, Κ. Δ. Σπινέλλη, Μ. Κρανιδιώτη (επιμ.), Λεξικό Εγκληματολογίας. Αθήνα: Εκδ. Τόπος.