Πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοικογενειακής βίας ΤΕΥΧΟΣ #6 ΙΟΥΝΙΟΣ 2018

Πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοικογενειακής βίας

Σοφία Ακρίβου

Με αφορμή τον Ν.4531/2018, ο οποίος εμπεριέχει αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και στην Κύρωση της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, θα ήταν ενδιαφέρον να προσεγγίσουμε το θέμα αυτό από μια άλλη οπτική, πέραν της αμιγώς νομικής.

Τροποποιήσεις σε Ποινικό Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, καθώς και στο νόμο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, περιλαμβάνει το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την Κύρωση της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης). Καταδικάζονται όλες οι μορφές βίας κατά των γυναικών και η ενδοοικογενειακή βία. Η υλοποίηση της de jure και de facto ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών αποτελεί βασικό στοιχείο για την πρόληψη της βίας κατά των γυναικών.

Η βία κατά των γυναικών συνιστά εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων ισχύος μεταξύ των γυναικών και των ανδρών, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε επικυριαρχία και διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην παρακώλυση της πλήρους προόδου των γυναικών. Επιπλέον, η δομική φύση της βίας κατά των γυναικών ως βίας βασιζόμενης στο φύλο, και η βία κατά των γυναικών αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κοινωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι γυναίκες εξαναγκάζονται σε υποδεέστερη θέση σε σύγκριση με τους άνδρες. Οι γυναίκες και τα κορίτσια συχνά εκτίθενται σε σοβαρές μορφές βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός, ο εξαναγκασμός σε σύναψη γάμου, στα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της ούτως αποκαλουμένης «τιμής» και σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, τα οποία συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών, καθώς και σοβαρό εμπόδιο στην επίτευξη ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια ενόπλων συγκρούσεων, οι οποίες επηρεάζουν τον άμαχο πληθυσμό - ειδικότερα τις γυναίκες - και οι οποίες προσλαμβάνουν τη μορφή εκτεταμένου ή συστηματικού βιασμού και σεξουαλικής βίας και εντείνουν την πιθανότητα για αυξημένη βία που βασίζεται στο φύλο, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τις συγκρούσεις. Οι γυναίκες και τα κορίτσια εκτίθενται σε υψηλότερο κίνδυνο βίας που βασίζεται στο φύλο απ' ότι οι άνδρες.

Συνεπώς, η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει τις γυναίκες σε δυσανάλογο βαθμό, παρόλο που και  οι άνδρες δύνανται επίσης να αποτελέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Όσον αφορά τα παιδιά είναι θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ακόμη κι όταν είναι μάρτυρες βίας στην οικογένεια.

Αποσκοπώντας στη δημιουργία μίας Ευρώπης απαλλαγμένης από τη βία κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία, έγιναν κάποιες τροποποιήσεις σύμφωνα με τον νόμο Ν.4531/2018.[1]

Η παρούσα σύμβαση σκοπεύει στην προστασία των γυναικών ενάντια σε όλες τις μορφές βίας, καθώς και την πρόληψη, την ποινική δίωξη και εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. Επιπλέον, σκοπός της είναι να συνεισφέρει στην εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών και στην προώθηση ουσιαστικής ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, μέσω και της ενδυνάμωσης των γυναικών. Στοχεύει στον σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, πολιτικών και μέτρων για την προστασία και την υποστήριξη όλων των θυμάτων βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. Τέλος, επιδιώκει την παροχή υποστήριξης και συνδρομής σε οργανισμούς και φορείς επιβολής του νόμου για την αποτελεσματική συνεργασία τους με στόχο την υιοθέτηση μίας συνεκτικής προσέγγισης που οδηγεί στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.

Αναφορικά με τις τροποποιήσεις που έχουν γίνει, στο άρθρο 2 του νόμου διαφαίνονται οι εξής αλλαγές: Η περίπτωση α΄ της παρ. 3 του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα (δικαστική επιμέτρηση ποινής) τροποποιείται ως εξής (με έντονη γραφή η προσθήκη): «α) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και το σκοπό που επιδίωξε. Τα έθιμα και οι παραδόσεις που ακολουθεί ο δράστης, καθώς και η θρησκεία του δεν συνιστούν στοιχεία ικανά να μειώσουν την ποινή.» Από την παραπάνω προσθήκη γίνεται αντιληπτό ότι επιβάλλεται ποινή ισάξια των άλλων εγκλημάτων, για εγκλήματα τιμής, εγκλήματα στο όνομα κάποιας θρησκείας, ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων κτλ.

Οι διακρίσεις του σήμερα

Στην σημερινή πραγματικότητα, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις απίστευτες διακρίσεις, τις οποίες υφίστανται οι γυναίκες στον λεγόμενο Μουσουλμανικό Κόσμο, τις χώρες στις οποίες επικρατεί η πίστη στον Μωάμεθ και η διδασκαλία του, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τη σύγχρονη εποχή και την πρόοδο κυρίως στους τομές των επιστημών και της τεχνολογίας. Στις δυτικές κοινωνίες, η βία κατά των ανηλίκων αντιμετωπίζεται με δρακόντεια νομοθεσία, με βάση την οποία καταδιώκεται ακόμα κι εκείνος που επιτρέπει να εισχωρήσει στον προσωπικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή (pc) κάποιο ερωτικό σχέδιο που θα έχει σχέση με ανήλικο. Πολύ περισσότερο, καταδιώκεται και τιμωρείται με αυστηρές ποινές κάθειρξης εκείνος που κακοποιεί ανηλίκους ή θίγει την αγνότητα της ηλικίας τους. Αντίστοιχη νομοθεσία δεν υπάρχει στις μουσουλμανικές χώρες και στις ανά την υφήλιο μουσουλμανικές κοινότητες.

Σε αυτές ισχύει ο νόμος της σαρία, ο οποίος παραδόξως ισχύει και σε ορισμένες περιοχές της ελληνικής Επικράτειας. Ο παραπάνω νόμος καταδικάζει και τα εγκλήματα τα οποία γίνονται στο όνομα κάποιας θρησκείας. Από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος ένιωσε την ανάγκη να στηριχτεί σε κάτι δυνατότερο από αυτόν και μπροστά στην αδυναμία του να ερμηνεύσει με τη λογική του όλα εκείνα που συνέβαιναν στη φύση γύρω του, υπήρξαν κάποιοι επιτήδειοι που άρπαξαν την ευκαιρία για να εξουσιάσουν το μυαλό του και να τιθασεύσουν την οποιαδήποτε αντίδραση στην εξουσία τους. Αυτοκράτορες λατρεύτηκαν ως θεοί σε κάθε μήκος και πλάτος της γης, έχοντας πίσω τους πανίσχυρα ιερατεία που στην ουσία κυβερνούσαν κινώντας τα νήματα.

Έτσι, με την πρώτη παράγραφο τροποποιείται η περίπτωση α' της παρ. 3 του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα με σκοπό την προσαρμογή στο άρθρο 42 της Σύμβασης. Η πρόβλεψη του άρθρου 42 της Σύμβασης σκοπεί να αποκλείσει κοινωνικές αντιλήψεις άλλων εποχών (π.χ. «η τιμή της οικογένειας» κ.λπ.) από το να αποτελέσουν δικαιολογητικό λόγο για την διάπραξη εγκλημάτων. Από απόψεως νομοθετικών ρυθμίσεων το ποινικό μας σύστημα είναι κατά βάση επαρκές, αφού δεν προβλέπεται κάποιος σχετικός λόγος άρσεως του αδίκου ή του καταλογισμού. Ωστόσο, προκειμένου η προστασία του θύματος να καταστεί πληρέστερη, πρέπει να αφαιρεθεί η δυνατότητα να επικαλεσθεί ο δράστης των σχετικών εγκλημάτων την τιμή, τη θρησκεία, τα έθιμά του κ.λπ. και κατά το στάδιο της επιμέτρησης της ποινής, κατά το οποίο αξιολογείται η προσωπικότητά του.

Επιπλέον, προστίθεται το νέο άρθρο 315Β του Ποινικού Κώδικα ως εξής:

«Άρθρο 315Β: "Όποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο γυναίκα να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων, καθώς και όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει στην πράξη αυτή τιμωρείται με φυλάκιση."[2]

Όσον αφορά την εν λόγω προσθήκη, γίνεται αντιληπτό ότι τιμωρείται κάθε πρακτική η οποία αφορά των ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων. Ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων (Α.Γ.Γ.Ο.) , δηλώνει κάθε διαδικασία που περιλαμβάνει μερική ή ολική αφαίρεση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων ή την πρόκληση οποιουδήποτε άλλου τραυματισμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων για μη ιατρικούς λόγους. Η πρακτική αυτή είναι πολλές φορές εσφαλμένα αποτυπωμένη με τον όρο «κλειτοριδεκτομή». Ο Α.Γ.Γ.Ο. μπορεί να είναι διαφορετικού τύπου και να επιφέρει διαφορετικές συνέπειες στις γυναίκες και στα κορίτσια. Σε κάθε περίπτωση πάντως, περιλαμβάνει την εκτομή, τη ραφή ή τη μερική ή ολική αφαίρεση των εξωτερικών γυναικείων γεννητικών οργάνων για μη θεραπευτικούς λόγους. Όλοι οι τύποι του Α.Γ.Γ.Ο. αναγνωρίζονται διεθνώς ως κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών. Η πρακτική αυτή στερεί από τις γυναίκες και τα κορίτσια το δικαίωμα στη σωματική και διανοητική ακεραιότητα, στην ελευθερία από τη βία, στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο υγείας, στην ελευθερία από τη διάκριση για λόγους φύλου, στην ελευθερία από βασανιστήρια, σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τέλος στη ζωή (όταν η πρακτική καταλήγει στο θάνατο).[3]

Ο Α.Γ.Γ.Ο. αποτελεί μέρος της ατζέντας του Συμβουλίου της Ευρώπης από το 1994. Από τότε μέχρι σήμερα υπάρχει μια σταδιακή μετακίνηση από τη θέσπιση μη δεσμευτικού πλαισίου πολιτικής στην δημιουργία δεσμευτικής νομοθεσίας. Mε ψήφισμά του, το 2001, το Συμβούλιο αναγνώρισε τον Α.Γ.Γ.Ο ως απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση στο πλαίσιο του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ταυτόχρονα προέτρεψε όλα τα κράτη να λάβουν μέτρα για την πρόληψη και καταπολέμησή του αλλά και την προστασία των θυμάτων και των εν δυνάμει θυμάτων.

Τον Απρίλιο του 2011 έθεσε ενώπιον των μελών του τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης). Η Σύμβαση πραγματεύεται ειδικά τα θέματα βίας κατά των γυναικών, και είναι η πρώτη νομοθετική πράξη στην Ευρώπη με δεσμευτικό χαρακτήρα που πραγματεύεται αποκλειστικά θέματα έμφυλης βίας.

Σύμφωνα με το άρθρο 3(a) της Σύμβασης,  «βία κατά των γυναικών» συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια μορφή διακρίσεων κατά των γυναικών και περιλαμβάνει όλες τις έμφυλες πράξεις βίας, που έχουν ως αποτέλεσμα ή είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική ζημία ή πόνο των γυναικών, περιλαμβανομένων των απειλών τέτοιων πράξεων, του εξαναγκασμού ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας, είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή. Η Σύμβαση ορίζει την έμφυλη βία κατά των γυναικών ως «βία που στρέφεται εναντίον μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα ή που πλήττει τις γυναίκες δυσανάλογα». Ο όρος «γυναίκες», για τους σκοπούς της Σύμβασης, περιλαμβάνει και τα κορίτσια κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών. Ως μια μορφή βίας κατά των γυναικών αναγνωρίζεται και ο ακρωτηριασμός γυναικείων γεννητικών οργάνων. Η Σύμβαση προτρέπει τα συμβαλλόμενα μέλη να λάβουν τα απαραίτητα νομοθετικά και άλλα μέτρα για την ποινικοποίηση του Α.Γ.Γ.Ο και συναφών πράξεων, όπως ο εξαναγκασμός και η υποκίνηση πραγματοποίησης του σε γυναίκες ή κορίτσια.

Όσον αφορά την παρ. 1 του άρθρου 323Α του Ποινικού Κώδικα (εμπορία ανθρώπων) μετά τη φράση «την επαιτεία του» διαγράφεται το κόμμα και προστίθεται η φράση «ή με σκοπό να εξαναγκάσει το πρόσωπο αυτό σε τέλεση γάμου». Η νέα διατύπωση έχει ως εξής (με έντονη γραφή η προσθήκη): «Όποιος, με τη χρήση βίας, απειλής βίας ή άλλων εξαναγκαστικών μέσων, με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας ή με απαγωγή, προσλαμβάνει, μεταφέρει, προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπο, με σκοπό την αφαίρεση κυττάρων, ιστών ή οργάνων του σώματος του ή για να εκμεταλλευτεί ο ίδιος ή άλλος την εργασία ή την επαιτεία του, ή με σκοπό να εξαναγκάσει το πρόσωπο αυτό σε τέλεση γάμου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. Στο σημείο αυτό γίνεται φανερό ότι καταδικάζονται επίσης οι εξαναγκαστικοί γάμοι, γεγονός που μπορεί να υποθάλπει εθιμικά στοιχεία ή και στοιχεία κουλτούρας. Μπορεί να μην αποτελεί φαινόμενο στις σύγχρονες κοινωνίες αλλά παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κοινωνίες που μένουν ακίνητες στις θρησκευτικές αντιλήψεις και στις παραδόσεις. Στην προηγμένη Ευρώπη, όπου με κόπο και αγώνα πέτυχαν οι λαοί να εξασφαλίσουν τις ατομικές ελευθερίες τους, βλέπουμε σημάδια οπισθοδρόμησης, νησίδες μεταναστών που ίσως δεν μπορούν εύκολα να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή κοινωνία.

Με την τέταρτη παράγραφο και σύμφωνα με το άρθρο 34 της Σύμβασης ποινικοποιείται το λεγόμενο Stalking, δηλαδή μία επίμονη συμπεριφορά καταδίωξης ή παρακολούθησης, με την οποία η επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα του θύματος είναι ιδιαιτέρως επαχθής. Ως εκ τούτου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 333 ΠΚ προστίθεται δεύτερο εδάφιο. Το νέο αδίκημα που τυποποιείται, σε αντίθεση με αυτό της απειλής, δεν τελείται με απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, αλλά με την επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθηση του θύματος, η οποία πραγματοποιείται είτε με την επιδίωξη διαρκούς επαφής μέσω τηλεπικοινωνιακού ή ηλεκτρονικού μέσου (π.χ. αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τηλέφωνα κλπ.), είτε με διαρκείς επισκέψεις στο περιβάλλον του θύματος, παρά την εκπεφρασμένη αντίθετη βούλησή του, προκαλώντας στο θύμα τρόμο ή ανησυχία.

Τέλος, με την παρ. 5 καταργείται η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 339 του Ποινικού Κώδικα. Η εν λόγω διάταξη προβλέπει την παύση της ποινικής δίωξης ή την αποχή από αυτήν, αν μεταξύ του δράστη του αδικήματος της αποπλάνησης ανηλίκου κάτω των 15 ετών και του θύματος τελέστηκε γάμος. Η διάταξη αυτή έχει κατακριθεί από εθνικά και διεθνή όργανα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από την Κοινωνία των Πολιτών. Περαιτέρω, δεν συνάδει με το βέλτιστο συμφέρον και την προστασία του ανήλικου.

__________________________________________________________________

*Η Σοφία Ακρίβου είναι Κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακό στη Διοίκηση ανθρώπινων πόρων.

[1] http://www.legalnews24.gr/2018/04/45312018.html

[2] http://www.legalnews24.gr/2018/04/45312018.html

[3] https://curia.gr/akrotiriasmos-ginaikeion-gennitikon-organon-a-g-g-o/