ΤΕΥΧΟΣ #21 ΙΟΥΝΙΟΣ 2023

Πόσο πιθανός είναι ο επιστημονικός θάνατος του εγκληματολόγου;

Ομ. Καθηγ. Γιάννης Πανούσης

Ανοίγουν τα βιβλία τους

Κρατάνε σημειώσεις

Χαϊδεύουν τα κρανία τους

Και λύνουν εξισώσεις

Ανέστης Μωυσιάδης, Κραυγή χρόνου

Το θεμελιώδες και κρίσιμο ερώτημα: από ποιούς εξαρτάται η επιστημονική επιβίωση των εγκληματολόγων;

Εξηγούμαι.

Α. Το αν η Εγκληματολογία συνιστά ‘βοηθητικό’(;) κλάδο του Ποινικού δικαίου ή αυτοτελή επιστήμη,το αν είναι μία θεωρητική επιστήμη αντικρουόμενων και συχνά αλληλοαναιρούμενων απόψεων ή έχει πρακτικές συνέπειες, το αν επηρεάζεται  από την επίσημη αντεγκληματική πολιτική ή από την ανεπίσημη αντικρατική αντίσταση, το αν η εγκληματικότητα κατασκευάζεται ή εκπροσωπεί μία [έστω ενδεικτική] εικόνα της πραγματικότητας, το αν προσεγγίζει το εγκληματικό φαινόμενο πρωτίστως από την πλευρά του εγκληματία και δευτερευόντως από τη σκοπιά του θύματος, και τόσα άλλα ΑΝ, έχουν απαντηθεί από τους εγκληματολόγους, όχι εν σώματι ή εν τω συνόλω τους, αλλά από τον καθένα ξεχωριστά. Ορισμένοι υπο-στηρίζουν τη μία εκδοχή κι άλλοι την αντίθετη. Αυτές οι προ-θέσεις δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε διάσπαση του ενιαίου και συμπαγούς πυρήνα της εγκληματολογικής επιστήμης αλλά συχνά η σύνθεσή τους εμπλουτίζει την έρευνα. Αρκεί να μην εκφυλίζονται οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις σε ιδεοληψίες ή σε αποκλεισμούς των διαφορετικών γνωμών, λόγω κομματικών περιχαρακώσεων μερικών στρατευμένων εγκληματολόγων. Κοινός αντίπαλος παραμένει η διαχείριση της εγκληματικότητας και ο ποινικός πανοπτισμός κι όχι η –διαφορετικών χρωμάτων- αξιολόγηση κι ερμηνεία του φαινομένου.Έτσι δεν είναι;

Β. Η μη-ίδρυση αυτοτελών πανεπιστημιακών Τμημάτων Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής πολιτικής στα ελληνικά ΑΕΙ δεν πρέπει ν’ αποδίδεται μονομερώς στην αντίδραση/αδυναμία/αμφιθυμία των αρμοδίων υπουργών, γιατί κάπου φταίνε και οι ίδιοι οι εγκληματολόγοι. Σε κάθε περίπτωση, πέραν των άλλων αρνητικών επιπτώσεων (π.χ φοιτητική μετανάστευση/επιστημονική διαρροή), αυτή η έλλειψη στερεί από τον πτυχιούχο τη δυνατότητα αναγνώρισης της εξειδίκευσής του, δηλαδή της επιστημονικής/επαγγελματικής του ταυτότητας (με τα σχετικά δικαιώματα). Αυτή η υστέρηση φάσης ευνοεί και πάλι τους ‘καθαρούς’ (sic) ποινικολόγους, οι οποίοι ελέγχουν -και με τον τρόπο αυτό (ιδίως στις Νομικές σχολές)- την πορεία/εξέλιξη της καθόλου ποινικής επιστήμης. Θυμίζω ότι στη Νομική Αθηνών και στη Νομική Θεσσαλονίκης η Εγκληματολογία δεν εντάσσεται στα υποχρεωτικά μαθήματα, δηλαδή ένας πτυχιούχος νομικός (δικαστής/δικηγόρος) μπορεί να μην έχει ποτέ διδαχθεί τις σχετικές θεωρίες. Μας βρίσκει σύμφωνους κάτι τέτοιο; και τί κάνουμε για να το αλλάξουμε;

Γ. Η συμπόρευση, η συσχέτιση αλλά και η διείσδυση άλλων επιστημονικών κλάδων, όπως η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Βιολογία, η Πολιτική επιστήμη  στην εγκληματολογική έρευνα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει την κατάργηση της αυτοτέλειας της Εγκληματολογίας και τη συγχώνευσή της με τις λοιπές κοινωνικές επιστήμες. Με τεράστιες δυσκολίες κατόρθωσε ο κλάδος ν’ απαλλαγεί από τη μέγγενη του Ποινικού δικαίου, άρα θα ήταν λάθος ν’ απορροφηθεί από άλλους, και μάλιστα μη-νομικούς, κλάδους. Η απαραίτητη πολυεπίπεδη και διακλαδική προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως υποχώρηση της Εγκληματολογίας ή ως αδυναμία. Υπάρχει αντίρρηση σ’ αυτό;

Δ. Οι νέες τεχνολογίες (τύπου CSI) εμπλουτίζουν την (εγκληματολογική) Ανακριτική αλλά δεν αποστερούν τον κλάδο από το ειδικό θεωρητικό του υπόβαθρο. Η Εγκληματολογία δεν είναι μία ‘τεχνική’ εξιχνίασης αλλά μία επιστημονική/ερευνητική προσέγγιση κι ερμηνεία.Το αν η τεχνητή νοημοσύνη και η γενετική μηχανική μπορεί ν’ αλλάξουν δραματικά τα δεδομένα (όλων των επιστημών) είναι προς στιγμήν ζητούμενο. Οι σύγχρονοι νέοι εγκληματολόγοι το πιστεύουν αυτό ή έχουν γοητευτεί τόσο από τους αλγόριθμους ή τις Νευροεπιστήμες ώστε να έχουν αφήσει πίσω τη θεωρία;

Ε. Από τα παραπάνω ίσως, έμμεσα τουλάχιστον, να δίνεται μία απάντηση στο αρχικό ερώτημα.Η Εγκληματολογία μπορεί να εργαλειοποιηθεί ως αμφισβήτηση του Κράτους, ως άρνηση του Νόμου, ως  κοινωνιοβιολογικό πεπρωμένο, ως πολιτική αντι-παρά-θεση, ως αμαρτωλή παρέκκλιση, ως μυστικιστικός άγνωστος Χ, ως...., ως...., ως....Οι εκδοχές και οι υποθέσεις ατέρμονες.

Για άλλους το έγκλημα οφείλεται στη φτώχεια και στην κοινωνική  ταπείνωση και για άλλους στην αλαζονεία και την κακοήθεια (Αριστοτέλης). Άλλοι καταγγέλλουν κι άλλοι ‘συμψηφίζουν’. Όπως όμως έχει υπογραμμίσει ο Πλάτων στους Νόμους “κανένα από τα Κακά δεν είναι άξιο τιμής”. Άρα όσοι δοξολογούν το ‘καλό έγκλημα’ (sic) δεν πρέπει να λησμονούν ότι η επιτυχία που κερδίζεται με έγκλημα οδηγεί και πάλι σε νέο [αντίθετο] έγκλημα. Ακόμα κι αν πολλάκις ορισμένοι νόμοι αξιολογούνται από την κοινωνία ως ‘μη-δίκαιοι’ δεν δικαιολογούν τη μετατροπή του εγκληματολόγου σε ακτιβιστή κι αντί για ‘μαιευτήρας ψυχών’ (Σωκράτης) να εμφανίζεται σαν λαύρος ‘επαναστάτης’.

Ο εγκληματολόγος πρέπει να χρησιμοποιεί το ‘δαιμόνιον’ (δηλαδή τη διαίσθηση και την επίγνωση) προς όφελος της κοινωνίας κι όχι για τη δικαίωση των προσωπικών του πιστεύω.

Στα χέρια μας δεν είναι συνεπώς η Ζωή και ο Θάνατος της Εγκληματολογίας και των εγκληματολόγων;

ΥΓ1. Παραμένω,ύστερα από 40 και πλέον χρόνια ενασχόλησης με τη διδασκαλία/έρευνα  στον κλάδο, υπέρ μιάς Οραματικής Εγκληματολογίας, που σημαίνει υπαρξιστική προσέγγιση του εγκληματία, με σεβασμό στο θύμα, αλλά και με σταθερή προσήλωση σε μία Επιστήμη της Κατανόησης και της Συγχώρεσης.

ΥΓ2. Ελπίζω αυτή η εγκληματολογική/σωφρονιστική μου άποψη να μη μου στερεί το δικαίωμα να εντάσσομαι ως ενεργός πολίτης στο χώρο της Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Αριστεράς.

ΥΓ3. Δεν έκρινα σκόπιμο να συνοδεύσω το κείμενο αυτό με υποσημειώσεις και παραπομπές. Όποιος ενδιαφέρεται κι έχει μελετήσει ή ανατρέξει και τώρα στα βιβλία μου (κι όχι μόνο στα δικά μου,αλλά και σε πολλών συναδέλφων) ίσως εντοπίσει πιο πλούσια επιχειρηματολογία για τα θέματα αυτά.