Plea bargaining (ποινική διαπραγμάτευση)
Το μέλλον ή η καταστροφή της ποινικής δίκης;
Βρίσκεσαι στον καναπέ σου και η ώρα περνάει παρακολουθώντας μία αστυνομική ταινία. Ξαφνικά ο αστυνομικός μπαίνει σε μία αίθουσα ανάκρισης, όπου βρίσκεται ο ύποπτος που μόλις έπιασαν. Μετά από μία μικρή συζήτηση και την άρνηση του υπόπτου για οποιαδήποτε συμμετοχή του στην εγκληματική πράξη για την οποία εξετάζεται, οι αστυνομικοί του κάνουν μια πρόταση:
Αν μιλήσει και τους βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος, θα μεσολαβήσουν, ούτως ώστε ο εισαγγελέας να του προτείνει μία συμφωνία. Η σκηνή αυτή, η οποία επαναλαμβάνεται με παραλλαγές σε όλες σχεδόν τις ταινίες του είδους, φαίνεται να έχει παρθεί από την πραγματικότητα. Η διαδικασία που ακούει στο όνομα της ποινικής διαπραγμάτευσης (plea bargaining), αποτελεί έναν ταχύτατα εξελισσόμενο θεσμό, ο οποίος φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από το σύνολο σχεδόν του νομικού κόσμου.
Τι είναι το plea bargaining (ποινική διαπραγμάτευση);
Ως plea bargaining νοείται γενικώς μία διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου. Ο εισαγγελέας προτείνει, ως εκπρόσωπος της πολιτείας, μία συμφωνία και ο κατηγορούμενος μπορεί να την αποδεχθεί ή όχι. Η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των ανωτέρω οδηγεί στην, άνευ δίκης, επιβολή της ποινής που αναφέρεται στη συμφωνία. Η μη επίτευξη συμφωνίας από την άλλη πλευρά, οδηγεί στην εφαρμογή της συνήθους ποινικής διαδικασίας. Η διαμόρφωση και ευρεία εφαρμογή της παραπάνω πρακτικής οφείλεται κυρίως στην ανάγκη αντιμετώπισης πρακτικών προβλημάτων, όπως η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και η εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος[1].
Τι μορφές μπορεί να πάρει;
Η ποινική διαπραγμάτευση παρουσιάζεται με διάφορες παραλλαγές ανάλογα με την έννομη τάξη στην οποία συναντάται και την πράξη στην οποία εφαρμόζεται. Ενδεικτικά αναφέρονται παρακάτω τα παραδείγματα των ΗΠΑ, της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, τα οποία κρίνονται και ως χαρακτηριστικά του θεσμού.
Στις ΗΠΑ, γενέτειρα χώρα του θεσμού[2], θεσμοθετείται το facts bargain (συμφωνία για την παρουσίαση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και την παράλειψη παρουσίασης άλλων ενώπιον του δικαστηρίου με σκοπό την μη αποκάλυψη επιβαρυντικών στοιχείων ή την απόκρυψη συμμετοχής ορισμένου προσώπου), το charge bargain (παραδοχή ενοχής για κάποιες από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και είτε με απόρριψη των υπολοίπων κατηγοριών (count bargaining) είτε μεταβολή της κατηγορίας που τον βαραίνει προς το ηπιότερο) και το sentence bargaining - ‘’καθαρό’’ Plea Bargaining (η παραδοχή της ενοχής και η παραίτηση από το δικαίωμα σε δίκη συνεπάγεται την επιεικέστερη μεταχείρισή του)[3]. Δυνατή, επίσης, κατά τη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων, είναι και η απλή παραίτηση από το δικαίωμα αντίκρουσης της κατηγορίας χωρίς ταυτόχρονη αποδοχή της ενοχής (Plea of nolo contedere)[4]. Η συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου επικυρώνεται στο τέλος από το δικαστήριο. Έκτοτε οι συμφωνίες αποκτούν τον χαρακτήρα συμβολαίου (οιωνεί συμβατική σχέση[5]) και όχι απλής συμφωνίας κυριών[6].
Στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών χωρών τα πράγματα εμφανίζονται λίγο διαφορετικά, όπου η παραδοχή της ενοχής είναι πάντα προϋπόθεση για την επίτευξη της συμφωνίας. Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι λόγος της διαφοροποίησης αυτής είναι η φύση της ομολογίας του κατηγορουμένου που αποδέχεται το κάθε σύστημα. Στο πλαίσιο του αγγλοσαξωνικού συστήματος η ομολογία του κατηγορουμένου σχετικά με τη διάπραξη ενός εγκλήματος (guilty plea) αρκεί για την καταδίκη του από το δικαστήριο, επιτελεί λοιπόν μία λειτουργία αποπεράτωσης της δίκης[7] [8]. Αντιθέτως, στο πλαίσιο του ηπειρωτικού συστήματος η ομολογία αποτελεί απλώς ένα εκ των αποδεικτικών μέσω τα οποία δύναται να χρησιμοποιήσει το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης[9], αφού πρώτα την ελέγξει ως προς την αξιοπιστία της. Αυτή η διαφορά δημιουργεί και έναν από τους κύριους προβληματισμούς σχετικά με τη νομιμοποίηση του θεσμού της διαπραγμάτευσης στις έννομες τάξεις που θα αναφερθούν παρακάτω, μιας και το guilty plea φαίνεται να ξεπερνά κατά πολύ την έννοια της ηπειρωτικής ομολογίας[10].
Στη Γερμανία, με το άρθρο 257c του Γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προβλέπεται η διαδικασία της συνεννόησης[11], η οποία επικυρώνει νομοθετικά την επί δεκαετίες νομολογιακή εφαρμογή της συμβιβαστικής αυτής λύσης. Κυρίαρχο ρόλο έχει εδώ το δικαστήριο (με τον προεδρεύοντα δικαστή ως αρμόδιο) αντί του εισαγγελέα όπως στις λοιπές έννομες τάξεις. Ο δικαστής γνωστοποιεί το περιεχόμενο της πρότασης περί ‘’συνεννόησης’’ στα μέρη. Όταν υπάρξει συμφωνία του εισαγγελέα και του συνηγόρου υπεράσπισης πάνω στην πρόταση του δικαστηρίου, η διαδικασία ολοκληρώνεται. Αντικείμενο της συνεννόησης δύναται να είναι μόνο οι έννομες συνέπειες και όχι τα πραγματικά περιστατικά μίας υπόθεσης ή η ενοχή του δράστη. Ως έννομες συνέπειες υποκείμενες σε διαπραγμάτευση νοούνται: το είδος και το ύψος της ποινής, η επιβολή ποινής με αναστολή, η παύση της ποινικής δίωξης κ.ο.κ. Η επίτευξη συμφωνίας δεσμεύει το δικαστήριο, μόνο, ως προς το μέγιστο ύψος της ποινής που μπορεί αυτό να επιβάλλει.
Στην Ιταλία συναντάται η διαδικασία της κατ’ αίτηση επιβολή της ποινής (applicazione della pena su richiesta della parti ή patteggiamento στην καθομιλουμένη)[12], η οποία βασίζεται στην συμφωνία μεταξύ εισαγγελέα και κατηγορουμένου σχετικά με την επιβολή ποινής. Εξαιρούνται ρητά από την εφαρμογή της διαδικασίας κατηγορίες αδικημάτων και παραβατών, όπως οι δράστες εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, οι κατ΄επάγγελμα και καθ΄ έξη δράστες[13]. Απαραίτητη είναι η έγκριση της συμφωνίας εκ μέρους του δικαστηρίου. Ο δικαστής λειτουργεί ως εγγυητής της συνταγματικότητας της διαδικασίας και της επιβολής μίας δίκαιης ποινής και μπορεί είτε να εγκρίνει είτε να απορρίψει τη συμφωνία, μη δυνάμενος ωστόσο να την τροποποιήσει. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο νομοθέτης, ως αντιστάθμισμα της περικοπής της κύριας διαδικασίας και θέλοντας να καταστήσει ελκυστική την επιλογή διαδικασία της patteggiamento, προβλέπει ορισμένες ευνοϊκές για τον κατηγορούμενο ρυθμίσεις, όπως η απαλλαγή από τα δικαστικά έξοδα, η μη καταχώρηση στο ποινικό μητρώο κ.ο.κ.
Στη Γαλλία, τέλος, από το 1999 συναντάται η διαδικασία της ποινικής σύνθεσης[14]. Κατά τη διαδικασία αυτή, η εισαγγελική αρχή προτείνει στον δράστη την επιβολή κάποιου τιμωρητικού μέτρου[15], τα οποία δεν αποτελούν όμως ποινές υπό την κλασική έννοια του όρου, ως εναλλακτική της άσκησης της ποινικής δίωξης και ο τελευταίος δύναται είτε να αποδεχθεί την πρόταση είτε να την απορρίψει και να ακολουθηθεί η κανονική διαδικασία. Λαμβάνει χώρα σε όλα τα πταίσματα και στα πλημμελήματα με ποινή φυλάκισης έως 5 έτη και τυγχάνει εφαρμογής και στους ανήλικους. Το αρμόδιο δικαστήριο καλείται στη συνέχεια είτε να εγκρίνει είτε να απορρίψει τη συμφωνία. Η έγκριση της συμφωνίας από την άλλη πλευρά, έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του αξιοποίνου. Παρόμοιας νοοτροπίας διαδικασία προβλέπεται και στο άρθρο 495 του γαλλικού ΚΠΔ περί άμεσης παράστασης επί προηγούμενης αναγνώρισης της ενοχής, η οποία εφαρμοζόμενη στα πλημμελήματα[16] δίνει τη δυνατότητα στον εισαγγελέα να προτείνει στον κατηγορούμενο την έκτιση μίας ή περισσοτέρων ποινών από τις προβλεπόμενες στο νόμο, μειωμένης κατά τα οριζόμενα στο νόμο, εφόσον αναγνωρίσει την ενοχή του[17].
Επιχειρήματα υπέρ της εφαρμογής ή γιατί ‘’θέλουμε’’ να το εισάγουμε στην ελληνική έννομη τάξη;
Η πληθώρα των εκκρεμών ποινικών υποθέσεων έχει ως αποτέλεσμα την ‘’εμπλοκή’’ και υπερφόρτωση του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης[18]. Ο ανυπόφορος αυτός φόρτος εργασίας ενδέχεται να επιφέρει αρνητικές συνέπειες τόσο στη διάρκεια όσο και το κόστος αλλά και την ποιότητα της δικαιοσύνης[19]. Παρότι η σχολαστική και πλήρης εφαρμογή των δικονομικών κανόνων είναι προτιμότερη στις περιπτώσεις που ασχολούμαστε με μία εξατομικευμένη υπόθεση, αν αναχθούμε στο σύνολο της κοινωνίας, η εκδίκαση των υποθέσεων με αυτόν τον τρόπο έχει καταστροφικά αποτελέσματα για την απονομή της δικαιοσύνης[20]. Η εισαγωγή, λοιπόν, εναλλακτικών θεσμών περάτωσης της δίκης αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την επίτευξη της αποσυμφόρησης, την εξοικονόμηση οικονομικών πόρων και ανθρωπίνου δυναμικού αλλά και για την επιτάχυνση της διαδικασίας, προς εκπλήρωση της προβλεπόμενης στην ΕΣΔΑ υποχρέωσης της εύλογης διάρκειας της δίκης στα πλαίσια μίας δίκαιης δίκης[21].
Εξυπηρετεί άμεσα τον σκοπό της οικονομίας της δίκης και της εξοικονόμησης πόρων, της ελάφρυνσης του φόρτου εργασίας, της ‘’απελευθέρωσης’’ του χρόνου όλων των εμπλεκομένων μερών (αστυνομικοί, δικαστές, εισαγγελείς, μάρτυρες, δικηγόροι, διάδικοι), της ευκολότερης διαχείρισης περίπλοκων και δυσαπόδεικτων υποθέσεων, αλλά και της επιτάχυνσης της δίκης με την επίτευξη της συνακόλουθης άμεσης τιμωρίας των ενόχων δραστών. Ταυτόχρονα ενδυναμώνει την ιδιωτική αυτονομία και την ελεύθερη επιλογή[22]. Επιπροσθέτως επιτυγχάνεται άμεσα η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, ως υπέρτερος σκοπός της ποινικής δίκης, μπορεί μέσω των αμοιβαίων (ή και μονομερών) υποχωρήσεων τόσο από την πλευρά του κράτους όσο και από την πλευρά του κατηγορουμένου αλλά και του θύματος.
Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι οι τυχόν αδικίες που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης αντισταθμίζονται από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει όχι μόνο στον κατηγορούμενο αλλά και στην κοινωνία[23]. Το κράτος με την υιοθέτηση συμβιβαστικών θεσμών και των πλεονεκτημάτων που τις ακολουθούν, καταφέρνει να προστατεύσει πραγματικά και όχι μόνο ονομαστικά τα δικαιώματα των πολιτών.
Την ίδια άποψη φαίνεται να ακολουθεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο κρίνει τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης συμβατή με τα δικαιώματα που προστατεύει, εφόσον η συμμετοχή του ατόμου στη διαδικασία θεωρείται ελεύθερη, ηθελημένη και συνειδητή[24] και εφόσον η δικαιότητα της διαδικασίας υπόκειται σε επαρκή δικαστικό έλεγχο[25].
Όλα τα παραπάνω οδήγησαν τον Έλληνα νομοθέτη σε σκέψεις για την εισαγωγή των συμβιβαστικών διαδικασιών στο ελληνικό σύστημα[26]. Ο προτεινόμενος θεσμός της ‘’ποινικής συνδιαλλαγής’’[27], ως εναλλακτικό μέσο ποινικής διαδικασίας σε μία κατάσταση ανάγκης[28], αποτελεί μία συμφωνία μεταξύ του εισαγγελέα και του κατηγορουμένου για την επιβολή μειωμένης ποινής με αντάλλαγμα την ομολογία του. Η γνήσια συμβιβαστική διαδικασία της διαπραγμάτευσης εισάγεται στο ελληνικό δίκαιο υπό τη μορφή[29] της no contest plea, η οποία επιτρέπει την επιβολή της ποινής χωρίς να είναι απαραίτητη η ομολογία της ενοχής εκ μέρους του κατηγορουμένου. Το πεδίο εφαρμογής του θεσμού εκτείνεται σε ορισμένα μόνο εγκλήματα από άποψης βαρύτητας[30]. Η διαδικασία παρουσιάζεται, τέλος. ως υποχρεωτικής εφαρμογής και η διενέργειά της παίρνει τη μορφή θετικής, ειδικής, προσωρινής και αμιγούς δικονομικής προϋπόθεσης.[31] Η προηγούμενη διενέργειά της καθίσταται αναγκαία για την ποινική δίωξη στα πλημμελήματα και αναγκαία για την εξακολούθηση της ποινικής δίωξης στα κακουργήματα. Μετά την επίτευξη συμφωνίας ακολουθεί η (υποχρεωτική) επικύρωση της συμφωνίας σε δημόσια συνεδρίαση, το πρακτικό λαμβάνει το χαρακτήρα αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Φυσικά δίνεται στον κατηγορούμενο και η δυνατότητα της απόρριψης της πρότασης του εισαγγελέα και η επιστροφή στην τεκμαιρόμενη αθωότητα[32].
Επιχειρήματα κατά της εφαρμογής
Παρά τα πρακτικά πλεονεκτήματα που εμφανίζει η υιοθέτηση και εφαρμογή των λύσεων αυτών, παρατηρείται στo πλαίσιo της διεξαγωγής τους η αλλοίωση βασικών χαρακτηριστικών του δικονομικού δικαίου καθώς και η προσβολή συνταγματικών αλλά και προβλεπομένων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων. Η επιτάχυνση της διαδικασίας τείνει να προσλάβει χαρακτήρα αυτοσκοπού αντί να επιδιώκεται η σύζευξή της με την ποιότητα της απονομής της δικαιοσύνης[33].
Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη από αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστήριο (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) θίγεται από τους συνεχώς εναλλασσόμενους ρόλους των εμπλεκομένων μερών[34], καθώς η γνώμη τους διαμορφώνεται ήδη σε προηγούμενα της δίκης στάδια, χωρίς να καθίσταται δυνατή η διατήρηση της αντικειμενικότητας και της ουδετερότητάς τους[35].
Η έλλειψη κριτηρίων επιμέτρησης και η (συνήθης) ανέλεγκτη διακριτική ευχέρειας που απολαμβάνει ο εισαγγελέας κατά τις διαπραγματεύσεις θίγει ακολούθως την αρχή της ισότητας[36]. Η επιβαλλόμενη ποινή εξαρτάται λοιπόν από τις προσωπικές απόψεις των μερών και την εκάστοτε διάθεσή τους[37]. Ελλοχεύει με αυτό τον τρόπο ο κίνδυνος όμοιες καταστάσεις να κρίνονται ανόμοια[38] βάσει συγκυριακών παραγόντων που ουδεμία σχέση έχουν με την επιμέτρηση της ποινής, όπως η φυλετική καταγωγή του κατηγορουμένου, η κοινωνικοοικονομική του θέση (εφόσον είναι πλούσιος θα επιτύχει συμφωνία, ενώ αν είναι φτωχός θα δικαστεί κανονικά)[39], οι διαπραγματευτικές ικανότητες συνηγόρου και οι σχέσεις του με την εισαγγελία, οι απόψεις του εκάστοτε δικαστή για την ποινική διαπραγμάτευση κοκ[40]. Ειδικότερα ζητήματα ανισοτήτων δημιουργούνται και σε σχέση με το διασυνοριακό έγκλημα. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ΕΕ, όπου ισχύει η αρχή ne bis in idem και η αλλοδαπή απόφαση δεσμεύει τα ελληνικά δικαστήρια, εμφανίζεται ο κίνδυνος να επιλέξει το άτομο να δικαστεί σε χώρα που αναγνωρίζει το θεσμό της διαπραγμάτευσης με στόχο την καταδίκη του σε επιεικέστερη ποινή (forum shopping)[41]. Με αυτό τον τρόπο εμφανίζονται φαινόμενα, όπου οι (συγ)κατηγορούμενοι, αν και τέλεσαν το ίδιο έγκλημα, τιμωρούνται με σαφώς διαφορετικό τρόπο βάσει της χώρας που επέλεξαν να δικαστούν.
Μιας και το plea bargaining λειτουργεί στα σκοτάδια [42], μέσω της εφαρμογής του θίγονται συνταγματικές αρχές όπως η αρχή της δημοσιότητας, της αμεσότητας, της προφορικότητας αλλά και της διαφάνειας. Οι άτυπες συνεννοήσεις και η επίτευξη συμφωνίας εκτός του ακροατηρίου σε συνδυασμό με την ακόλουθη απλή επικύρωση της συμφωνίας από το δικαστήριο, χωρίς την παρουσίαση ενώπιον του δικαστηρίου των αποδεικτικών μέσων που οδήγησαν στην απόφαση αυτή, παραβιάζουν τις αρχές του κράτους δικαίου[43].
Μόνη η συναίνεση του κατηγορουμένου για την επιβολή της ποινής δεν μπορεί να αναχθεί σε τελική και μόνη δικαιολογητική βάση της απόφασης λόγω των συνεπειών που αυτή επιφέρει στην κοινωνία[44]. Οι επαχθείς συνέπειες της ποινής πρέπει να αντισταθμίζονται από μία αντίστοιχη σοβαρή, αυστηρή και αντικειμενική διαδικασία επιβολής της, ούτως ώστε να γίνουν αποδεκτές από το κοινωνικό σύνολο αλλά και τον ίδιο το δράστη[45]. Ο κολασμός του εγκλήματος θα πρέπει άλλωστε να επέρχεται ύστερα από δίκαιη δίκη[46].
Ακολούθως λόγω των παραπάνω φαίνεται να θίγεται και η προσταγή προς ύπαρξη ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένης δικαστικής κρίσης[47] μιας και ο ρόλος του δικαστηρίου εμφανίζεται ως τυπικός και η απόφαση συνίσταται στην επικύρωση ενός απλού πρακτικού χωρίς την γνώση των δεδομένων εκ μέρους του δικαστή.
Η αρχή της μη αυτοενοχοποίησης φαίνεται επίσης να πλήττεται μέσω του άμεσου ή έμμεσου εξαναγκασμού προς επίτευξη συμφωνίας. Το κύρος μίας ομολογίας που λήφθηκε μετά από πίεση των κρατικών αρχών είναι μειωμένο. Επέρχεται παραβίαση της αρχής της ενοχής και της άρρηκτα με αυτή συνδεδεμένης υποχρέωσης σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αν τυχόν γίνει δεκτή μία τέτοια ομολογία ανεπιφύλακτα και χωρίς έλεγχο της γνησιότητάς της από το δικαστήριο. Η απλή επικύρωση ενός πρακτικού διαπραγμάτευσης δε συνεπάγεται και την απαιτούμενη από την ΕΣΔΑ νόμιμη απόδειξη της ενοχής. Η ποινική αντίδραση και η επιβολή ποινής που δεν στηρίζεται πλέον στην προσωπική μομφή της πολιτείας έναντι του δράστη για το έγκλημα που τέλεσε είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτη, πρακτικώς άσκοπη, ηθικώς αδικαίωτη και λογικώς αντιφατική[48]. Το άτομο πρέπει να τιμωρείται για το άδικο που αποδεδειγμένα έθεσε και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης δεν μπορεί να στηρίξει την τιμωρία του σε μόνη την ομολογία του, η οποία είναι αμφίβολης προέλευσης και συμβατότητας προς την αλήθεια.
Η αρχή της ενοχής παραβιάζεται από την άλλη πλευρά και μέσω της επιβολής μικρότερης ποινής από αυτής που αντιστοιχεί στο μέγεθος της ενοχής του κατηγορουμένου. Με αυτό τον τρόπο εξασθενεί η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη δικαιοσύνη και πλήττεται η γενική και ειδική πρόληψη ως κατεξοχήν σκοποί επιβολής της ποινής[49] [50]. Το κράτος δικαίου φαίνεται άμεσα θιγόμενο από τη μη εφαρμογή του ισχύοντος κανόνα και τη συνακόλουθη ακατάλληλη αντίδραση της πολιτείας στην εγκληματική συμπεριφορά, γεγονός που παρατηρείται συχνά να επέρχεται μέσω της μη ανάλογης προς το έγκλημα μειωμένης ποινής[51].
Η καταδίκη του κατηγορουμένου με μόνο το στοιχείο της ομολογίας του, μη προερχόμενη κάποιες φορές από την ελεύθερη βούλησή του και παραβιάζοντας την αρχή της αυτοενοχοποίησης, παραβιάζει επιπροσθέτως και το τεκμήριο της αθωότητας. Το άτομο καταδικάζεται σε μία ποινή υπόνοιας χωρίς να έχει αποδειχθεί από το δικαστήριο η ενοχή του σύμφωνα με τις τασσόμενες από το δίκαιο προϋποθέσεις[52]. Ενδέχεται, λοιπόν, να οδηγήσει και στην καταδίκη αθώων, οι οποίοι για να αποφύγουν την περαιτέρω εμπλοκή με το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, θα δεχθούν την επιβολή της μειωμένης ποινής[53]. Δυνατή η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και όταν η ποινική διαπραγμάτευση ξεκινά μετά από πρωτοβουλία των δικαστικών αρχών ή του εισαγγελέα, καθώς εμμέσως φαίνεται να θεωρούν τον κατηγορούμενο ήδη ένοχο[54].
Μέσω της αποδοχής της ομολογίας ως μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την καταδίκη και τη συνακόλουθη εισαγωγή «νομικών κανόνων απόδειξης» θίγεται ευθέως και η αρχή της ηθικής απόδειξης[55].
Οι συμβιβαστικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα είτε ερήμην του είτε χωρίς τον ουσιαστικό έλεγχο της κατηγορίας θίγουν και την αρχή της δικαστικής ακροάσεως[56].
Επίσης, υπάρχει η τάση εξάλειψης των διαφορών μεταξύ πολιτικής και ποινικής δίκης (δυνατότητα διάθεσης αντικειμένου και αντιμετώπιση ως διαιτητική διαδικασία). Γίνεται, λοιπόν, λόγος για ιδιωτικοποίηση του ποινικού δικαίου[57].
Τέλος, η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας[58], η οποία αποτελεί έναν από τους σκοπούς της ποινικής δίκης και προϋπόθεση της επιβολής μίας δίκαιης ποινής, φαίνεται να αντικαθίσταται από ένα είδος τυπικής - συναινετικής αλήθειας, ανατρέποντας με αυτό τον τρόπο τα θεμέλια της ποινικής δικαιοσύνης.
Αντί επιλόγου-Γιατί δεν πρέπει τελικά να εφαρμοστεί;
H επικράτηση του θεσμού στο σύνολο σχεδόν του δυτικού κόσμου αποτελεί μία αναμφισβήτη πραγματικότητα, οφειλόμενη στην επιτακτική ανάγκη εξεύρεσης λύσεων στα πρακτικά προβλήματα της ποινικής δικαιοσύνης. Η χρησιμότητα τους είναι αναμφισβήτητη μιας και χωρίς αυτές η κατάρρευση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης θα επέλθει με μαθηματική ακρίβεια[59]. Η θεμελίωση, όμως, της διαδικασίας αποκλειστικά σε λόγους σκοπιμότητας οδηγεί στην ανέλεγκτη δράση του κράτους, χωρίς να προβλέπεται καμία θωράκιση του κατηγορουμένου έναντι της παντοδύναμης αυτής πολιτείας. Δεν αρκεί οι υποθέσεις να διεκπεραιώνονται σε εύλογο χρόνο, πρέπει να διεκπεραιώνονται σωστά και δίκαια[60]. Επιβάλλεται λοιπόν η ανεύρεση της χρυσής τομής ανάμεσα στην επίτευξη της επιτάχυνσης της δίκης, την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου αλλά και την αποτελεσματικότητα της ποινικής καταστολής[61]. Η ικανοποίηση του θύματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και οι σκοποί της ποινής (γενική και ειδική πρόληψη) πρέπει να εξυπηρετούνται.
Εφόσον το ζήτημα που ανακύπτει έγκειται πρωτίστως στην επιτάχυνση της δίκης και την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και μιας και ο ιδανικός τύπος της μη ιεραρχικά δομημένης πολιτείας[62], όπου τα μέρη που διαπραγματεύονται τη συμφωνία θα είναι ίσα, δεν έχει επιτευχθεί ακόμα, η απεγκληματοποίηση πράξεων, η τροπή ποινικών παραβάσεων σε διοικητικές κυρώσεις, ο περιορισμός της εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας στο χώρο της μικρής και της μεσαίας εγκληματικότητας[63], η προσφυγή σε απλοποιημένες ή συντομευμένες δίκες[64], η επίλυση των διαφορών με κριτήρια αποκαταστατικής δικαιοσύνης[65], ή ακόμα και πρακτικές λύσεις όπως η αύξηση του ωραρίου των δικαστηρίων[66] φαίνεται να επιτυγχάνουν τους προαναφερθέντες στόχους δίχως τα μειονεκτήματα της ποινικής διαπραγμάτευσης.
Ίσως, τέλος, πρέπει να παραδεχτούμε, ότι το μοντέλο της παραδοσιακής δίκης και η θεωρία που το συνοδεύει έχει ξεπεραστεί. Ίσως το σύστημα να πρέπει να προσδιοριστεί εκ νέου με μία ευρύτερη στροφή προς μία δικαιοσύνη, η οποία δρώντας με βάση αποκαταστατικές και όχι εκδικητικές - τιμωρητικές μεθόδους, δύναται να διασφαλίσει επαρκώς τα δικαιώματα του κοινωνικού συνόλου μέσω της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής.
* Η Άννα - Χριστίνα Στυλιανίδου είναι φοιτήτρια Νομικής Αθηνών.
[1] Καλφέλης Γ., Οι ραγδαίες αλλαγές στο ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο (και ο πρόσφατος νόμος 3904/2010 για την ποινική συνδιαλλαγή), ΠοινΧρ ΞΑ’ (2011), σελ. 241
[2] Σημειώνεται ότι το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης της Αμερικής λειτουργεί με ουσιωδώς διαφορετικό τρόπο. Εφαρμόζεται το σύστημα της κατ’ αντιδικία δίκης (adversarial system) όπου, o εισαγγελέας, ως αντίδικος του κατηγορουμένου, αναλαμβάνει και το καθήκον να αποδείξει την ενοχή του. Ο δικαστής λειτουργεί ως διαιτητής, ο οποίος ως αμερόληπτος και ουδέτερος τρίτος λύνει τη διαφορά μεταξύ των μερών βασιζόμενος στα στοιχεία που έχουν παρουσιάζει οι δύο πλευρές. Βλ. επ’ αυτού Ανδρουλάκης Ν., Επιτάχυνση της προδικασίας στην ποινική δίκη- με κάθε κόστος;, ΠοινΧρ ΞΑ’ (2011), σελ. 161, Ανδρουλάκης Ν., Το Plea Bargaining κατά το νέο Σχέδιο Κ.Π.Δ., ΠοινΧρ 2014, σελ. 401, Hettinger M., Οι δικονομικές συμφωνίες στην ποινική δίκη ως πρόβλημα του κράτους δικαίου, ΠοινΧρ ΞΑ’ (2011), σελ. 40, Weigend Th., Η κατάρρευση του εξεταστικού ιδεώδους. Οι δικονομικές διαπραγματεύσεις εισβάλλουν στη γερμανική ποινική δίκη, ΠοινΧρ ΞΑ’ (2011), σελ. 171
[3] Παπαδημητράκη Γ., Ο θεσμικός ρόλος της εισαγγελικής αρχής στις ΗΠΑ υπό το πρίσμα της αρχής της σκοπιμότητας, ΠοινΔικ 2011, σελ. 375 επ., Τριανταφύλλου Γ., Δικονομικές συμφωνίες ως προς το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας: Δυνατότητες συνεννόησης μεταξύ του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του και των οργάνων απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, Ελευθερία, Υπευθυνότητα, Κράτος Δικαίου, Σειρά ΠΟΙΝΙΚΑ αριθμ. 82, σελ. 163 επ.
[4] Τζαννετής Α., Η μετεξέλιξη του παραδοσιακού υπερασπιστικού προτύπου σε συναινετικές και εξωποινικές διαδικασίες- Οι νέοι ρόλοι του συνηγόρου στην ποινική διαπραγμάτευση (Plea Bargaining), εισήγηση σε 7ο Συνέδριο Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων (Το δικαίωμα υπερασπίσεως. Όψεις και όρια), 2016 και Δαγκλής Ν., Μορφές συμβιβαστικής περάτωσης της ποινικής δίκης De Lege Lata και De Lege Ferenda, εκδόσεις Σάκκουλα, 2016 , σελ 23. Γνωστός ο ισχυρισμός και ως Alford Plea ή best interest plea.Περί αυτού βλ. την απόφαση του Supreme Court North Carolina v. Alford, 400 U.S. 25, 28 (1970).
[5] Τζαννετής Α., Το Plea Bargaining και η αρχή αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας- Συνηγορία υπέρ του νέου θεσμού, ΠοινΧρ 2016, σελ. 14
[6] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 68
[7] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, 2012, σελ.166 επ. και Tzannetis A., Zur Freiwilligkeit des abgesprochenen Geständnisses, ZIS 2016, σελ. 281
[8] Επισημαίνεται ότι σκοπός της ποινικής δίκης στις ΗΠΑ είναι η επίλυση συγκρούσεων οπότε μέσω της ομολογίας του κατηγορουμένου αίρεται η σύγκρουση και καθίσταται περιττή η περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης, Τριανταφύλλου Γ., ο.π., σελ. 171. Το guilty plea λειτουργεί λοιπόν ως ένα τυπικό δικονομικό κώλυμα για τη συνέχιση της δίκης, Τζαννετής Α., Το plea bargaining, ο.π., σελ. 14
[9] Χαραλάμπους Θ., Η συμβολή του συγκριτικού δικαίου στην προσπάθεια εισαγωγής του θεσμού της ποινικής διαπραγμάτευσης (‘’plea bargaining’’) στην ελληνική έννομη τάξη, ΠοινΔικ 2015, σελ. 85
[10] Tzannetis A., ο.π., σελ. 281
[11] βλ. ενδεικτικά για την ρύθμιση στη γερμανική έννομη τάξη Μυλωνόπουλος Χ., Εναλλακτικοί τρόποι περάτωσης της ποινικής δίκης στη Γερμανία (‘’παύση της ποινικής δίωξης’’, ‘’συνεννόηση’’) και η σημασία τους για την ελληνική έννομη τάξη, ΠοινΔικ 2015, σελ. 438 επ., Τζαννετής Α., Το plea bargaining, ο.π., σελ. 14, Τριανταφύλλου Γ, ο.π., σελ. 190 επ., Hettinger M., ο.π., σελ. 401 επ, Weigend Th, ο.π., σελ. 167
[12] Παπαδόπουλος Κ., Διαδικασίες ποινικής επιτάχυνσης στην ΕΕ και ο ν. 3904/2010 για τον εξορθολογισμό της ποινικής δικαιοσύνης, ΠοινΔικ 2011, σελ. 77 επ. και Δαλακούρας Θ., Ο νέος ιταλικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας: Ατυχές ρήγμα στο ηπειρωτικό δίκαιο ή μοντέλο προοπτικής;, Υπερ 1993, σελ. 478, 485
[13] Τζαννετής Α., Το Plea Bargaining ο.π., σελ. 14
[14] Βλ. για τις διαδικασίες στα πλαίσια της γαλλικής έννομης τάξης: Παπαδόπουλος Κ., Η ποινική δίωξη στο γαλλικό δίκαιο, ΠοινΔικ 2010, σελ. 1059 επ και Καρδίμης Θ., Σκέψεις επί της προτεινόμενης ‘’ποινικής συνδιαλλαγής’’ του σχεδίου της Επιτροπής Μαργαρίτη με βάση την αντίστοιχη γαλλική νομοθεσία και αφορμή την απόφαση Natsvlishvili, ΠοινΔικ 2015, σελ. 74 επ., Παπαδόπουλος Κ., Διαδικασίες ποινικής, ο.π., σελ. 76, Τριανταφύλλου Γ., ο.π., σελ. 169 επ.
[15] Περιλαμβάνονται ενδεικτικά σε αυτά τα μέτρα: η επιβολή προστίμου(το συνηθέστερο μέτρο), η δήμευση αγαθών, η παροχή κοινωφελούς εργασίας κοκ.
[16] Πλην των δια του τύπου τελουμένων, των πλημμελημάτων που τελούν οι ανήλικοι, των πολιτικών εγκλημάτων και της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας
[17] Για την διαδικασία της άμεσης παράστασης και τα κοινά με τα προτεινόμενα 45Β και 45Γ βλ. Καρδίμης Θ., ο.π., σελ. 75 επ. και Τζαννετής Α., Το Plea Bargaining ο.π., σελ. 14
[18] Μητρούλιας Δ., Ο θεσμός του ‘’plea bargaining’’ στην ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2013, σελ. 1131, Παπαδόπουλος Κ., Διαδικασίες ποινικής, ο.π., σελ. 73, Καρδίμης Θ., ο.π., σελ. 74, Χαραλάμπους Θ., ο.π., σελ. 85 κ.α.
[19] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 17
[20] Μυλωνόπουλος Χ., Ο θεσμός της (ποινικής) διαπραγμάτευσης (plea bargaining). Σκέψεις για τη θεωρητική θεμελίωση και την πρακτική λειτουργία του, ΠοινΧρ ΞΓ’ (2013), σελ. 81 με περαιτέρω παραπομπές
[21] Καλούδης Γ., Επιτάχυνση ποινικής δίκης. Ρεαλισμός ή ουτοπία, ΠοινΧρ 2012, σελ. 153, Παπαδημητράκη Γ., ο.π., σελ. 376, 381, Κοκκινάκη Κ., Η δυνατότητα εισαγωγής θεσμών αποσυμφόρησης της Ποινικής Δικαιοσύνης, Το παράδειγμα της ‘’Ιδιωτικής Ποινικής Αγωγής’’ του Γερμανικού Δικαίου, ΠοινΔικ 2008, σελ. 897
[22] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 71
[23] Μυλωνόπουλος Χ., Ο θεσμός της, ο.π., σελ. 81
[24] Καρδίμης Θ., ο.π., σελ. 74.
[25] Καρδίμης Θ., ο.π., σελ. 74
[26] Αντίστοιχες πρακτικές φαίνεται βέβαια να υπάρχουν ήδη, όταν οι διάδικοι τα ‘’βρίσκουν’’ μεταξύ τους και ακολουθεί μία κατ’ επίφαση διαδικασία, Ζαμπίτης Ε., Το Plea Bargaining και η παρ’ υμίν ποινική συνδιαλλαγή. Ζητήματα αναφυόμενα κατά την εφαρμογή της τελευταίας, ΠοινΔικ 2014, σελ. 294
[27] Ανακριβής ο όρος καθώς παραπέμπει σε μέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης (βλ. ήδη υπάρχον 308Β ΚΠΔ) και ενδέχεται να επιφέρει σύγχυση. Βλ. Ανδρουλάκης Ν., Το Plea Bargaining ο.π., σελ. 401, Τζαννετής Α., Παρατηρήσεις στις διατάξεις του σχεδίου ΚΠΔ για την ποινική διαπραγμάτευση (άρθρα 45β και 45γ)
[28] Παπαδαμάκης Α., Σκέψεις για την υιοθέτηση της ποινικής διαπραγμάτευσης (plea bargaining) στην ελληνική ποινική διαδικασία, Ενώπιον 2014, σελ. 32
[29] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 226 επ.
[30] 45Β- αυτεπαγγέλτως διωκόμενα πλημμελήματα[30] και το 45Γ-κακουργήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου και στα κακουργήματα αρμοδιότητας Τριμελούς Εφετείου που τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης έως 10 χρόνια
[31] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 227
[32]Καρδίμης Θ., ο.π., σελ. 77
[33] Παπαδαμάκης Α., ο.π., σελ. 31
[34] Ο εισαγγελέας π.χ. παρουσιάζεται ως διάδικος κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων· ως δικαιοδοτικό όργανο σε περίπτωση επιτυχίας της διαπραγμάτευσης κατά τη σύνταξη του πρακτικού περί συμφωνίας ενώ σε περίπτωση αποτυχίας της διαπραγμάτευσης αναλαμβάνει τον υφιστάμενο και κλασικό του όλο στο ακροατήριο[34]. Ο κατηγορούμενος εύλογα μπερδεύεται μέσω των διαφορετικών αυτών προσεγγίσεων αφού καλείται να αποδεχθεί ως αμερόληπτο και απροκάλυπτο κριτή της υπόθεσής του το ίδιο άτομο που πριν τον προέτρεπε να αποδεχτεί τη συμφωνία. Το ίδιο ισχύει και για τον συνήγορο υπεράσπισης, ο οποίος καλείται να λάβει τα χαρακτηριστικά που αναλύονται παρακάτω ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση.
[35] Λύκου Ο., Ο θεσμός της ποινικής διαπραγμάτευση, διατριβή (μεταπτυχιακή), Τομέας Ποινικών Επιστημών, Αθήνα, 2014, σελ. 75
[36] Τριανταφύλλου Γ., ο.π., σελ. 179
[37] Hettinger M., ο.π., σελ. 401
[38] Καλφέλης Γ., ο.π., σελ 241
[39] Μυλωνόπουλος Χ., Ο θεσμός της., ο.π., σελ. 81
[40] Τριανταφύλλου Γ., ο.π., σελ. 191
[41] Ρυθμιζόμενη από κείμενα όπως η ΣΛΕΕ (άρθρο 82), το Σύμφωνο Εφαρμογής της Συνθήκης του Σένγκεν (άρθρο 54) και το Χάρτη Θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 50). Δεν ενδιαφέρει για την εφαρμογή της αρχής του ne bis in idem το αν η δική μας έννομη τάξη αναγνωρίζει τον τρόπο αυτό περάτωσης της ποινικής δίκης. Το κύρος της δικονομικής πράξης εξαρτάται από το κύρος που του προσδίδει η έννομη τάξη στην οποία διενεργήθηκε. Αν το ένα κράτος μέλος δεσμευεται από το δεδικασμένο το ίδιο ισχύει και για το άλλο. Βλ. Μυλωνόπουλος Χ., Ο θεσμός της, ο.π., σελ. 81
[42] Ανδρουλάκης Ν., Επιτάχυνση ο.π., σελ. 161 με περαιτλερω παραπομπές
[43] Hettinger M.,ο.π., σελ. 401 με περαιτέρω παραπομπές
[44] Weigend Th., ο.π., σελ. 167 με περαιτέρω παραπομπές
[45] Ανδρουλάκης Ν., Το plea bargaining ο.π., σελ 401.
[46] Ανδρουλάκης Ν., Θεμελιώδεις έννοιες ο.π., σελ 167
[47] Ανδρουλάκης Ν., Το plea bargaining ο.π., σελ 401.
[48] Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος I, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 576-577
[49] Μυλωνόπουλος Χ., Ο θεσμός της, ο.π., σελ. 81 και Λύκου Ο., ο.π., σελ. 46
[50] Με τις όποιες συνέπειες παρουσιάζει αυτό το γεγονός από άποψη αντεγκληματικής πολιτικής, Θεοδωράκης Ν., Το Plea bargaining ως εργαλείο ταχύτητας και αποτελεσματικότητας στην Ελληνική έννομη τάξη: Προς αναζήτηση μιας εφικτής και λειτουργικής πρότασης μέσω συγκριτικής νομικής επισκόπησης, Τιμητικός τόμος Ν. Κουράκη, 2016
[51] Καλφέλης Γ., ο.π., σελ. 241
[52] Τριανταφύλλου Γ., ο.π., σελ. 200 επ.
[53] Για την εξήγηση του φαινομένου αυτού με βάση τη θεωρία των παιγνίων βλ. ενδεικτικά Θεοδωράκης Ν., ο.π.
[54] Λύκου Ο., ο.π., σελ. 77
[55] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 167
[56] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 169-170
[57] Παπαδαμάκης Α., ο.π., σελ. 31
[58] Ανδρουλάκης Ν., Το Plea Bargaining ο.π., σελ. 401
[59] Δαγκλής Ν., ο.π., σελ. 79
[60] Ανδρουλάκης Ν., Το plea bargaining ο.π., σελ 401
[61] Ανδρουλάκης Ν., Επιτάχυνση ο.π., σελ. 161
[62] Κατά τον Mirjan Damaška, όπως παρατίθεται η άποψή του από τον Weigend Th., ο.π.,σελ. 167, οι ποινικές διαπραγματεύσεις μπορούν να λάβουν χώρα μόνο στα πλαίσια μίας κοινωνίας, όπου η εξουσία κατανέμεται ισότητα σε σύνολα που επηρεάζουν και ελέγχουν το ένα το άλλο. Εφόσον δεν θα υπάρχουν εξουσιαστικές σχέσεις μεταξύ των μερών, τα εμπλεκόμενα μέρη θα προσχωρούν όντως ελεύθερα στην διεκπεραίωση του ζητήματος που τους απασχολεί μέσω διαπραγματεύσεων.
[63] Παπαδόπουλος Κ., Διαδικασίες ποινικής, ο.π., σελ. 85
[64] Weigend Th., ο.π., σελ. 167
[65] Καλούδης Γ., ο.π.,, σελ 153
[66] Ανδρουλάκης Ν., Το plea bargaining ο.π., σελ 401