ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

Online σεξουαλικός εκβιασμός των παιδιών. Ο θύτης και τα θύματα.

Νεφέλη - Αικατερίνη Μπαφούνη

Σου έχει τύχει ποτέ κάποιος που γνώρισες online να σου ζητήσει να του στείλεις σεξουαλικές φωτογραφίες σου ή βίντεο ή να πραγματοποιήσεις σεξουαλικές πράξεις μέσω κάμερας; Σου έχει ζητήσει επίσης να κρατήσεις την επαφή σας μυστική, απειλώντας ότι θα δημοσιοποιήσει το υλικό ή θα το δείξει στην οικογένεια και του φίλους σου εάν δεν του αποστείλεις χρήματα ή άλλες φωτογραφίες και βίντεο;

Το παραπάνω αποτελεί αδίκημα. Εάν σου έχει συμβεί #ΠέςΌχι! Αναζήτησε βοήθεια. Πες το σε ένα φίλο ή έναν ενήλικα που εμπιστεύεσαι ή κατήγγειλέ το στην αστυνομία. Δεν είσαι μόνος.

Το προαναφερθέν μήνυμα αποτελεί μέρος της καμπάνιας #SayNo! της Ελληνικής Αστυνομίας με πρωτοβουλία της Europol, με στόχο την ενημέρωση των πολιτών για το φαινόμενο του σεξουαλικού εκβιασμού και εξαναγκασμού των παιδιών μέσω του διαδικτύου.

Ο σεξουαλικός εκβιασμός και εξαναγκασμός ανηλίκων μέσω του διαδικτύου (online sexual coercion and extortion of children) αποτελεί εξειδικευμένη «μέθοδο του εγκληματικώς επιχειρείν» (modus operandi) και συνίσταται, εν ολίγοις, στον εκβιασμό παιδιών των οποίων έχει γίνει διαθέσιμο υλικό σεξουαλικού περιεχομένου μέσω του διαδικτύου με στόχο την απόσπαση κάποιου οικονομικού, σεξουαλικού ή προσωπικού οφέλους. Προσομοιάζει σε φαινόμενα, όπως το sexting και το grooming, τα οποία ενδέχεται να περιλαμβάνονται στην εν λόγω αλληλεπίδραση συνδυαστικά με άλλες πράξεις. Εναλλακτικά έχουν χρησιμοποιηθεί και οι εξής όροι, για να περιγράψουν το ίδιο φαινόμενο: sextortion, sexual blackmail, webcam sex scams κ.ά.

Γενικά έχουν καταδειχθεί τρία βασικά στοιχεία που διακρίνουν το εν λόγω φαινόμενο και βοηθούν στον ορισμό του. Το πρώτο στοιχείο είναι το υλικό (material)· κάθε περίπτωση περιλαμβάνει κάποιας μορφής ευαίσθητο υλικό, το οποίο το θύμα επιζητά να διατηρήσει ιδιωτικό και του οποίου τη δημοσιοποίηση προσπαθεί να αποτρέψει. Επομένως, το δεύτερο είναι το στοιχείο της απειλής (threat)· ο θύτης εκβιάζει το θύμα ότι θα γνωστοποιήσει το υλικό και θα ρεζιλέψει το άτομο εάν δεν εκπληρώσει τα αιτήματά του. Το τελευταίο αυτό είναι και το τρίτο στοιχείο: η αξία (value), δηλαδή τι απαιτεί ο θύτης σε αντάλλαγμα για τη σιωπή του.

Το προφίλ του θύτη

Συνοπτικά τα γεγονότα εξελίσσονται ως εξής: ο θύτης προσεγγίζει το θύμα σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, εφαρμογές συνομιλίας ή γνωριμιών ή ακόμα και μέσα από ομαδικά διαδικτυακά παιχνίδια. Μετά την εδραίωση μιας σχέσης εμπιστοσύνης, η συνομιλία μεταφέρεται σε κάποια άλλη εφαρμογή για μηνύματα ή σε ζωντανή συνομιλία μέσω βίντεο και μέσω μιας ποικιλίας τεχνικών, ο θύτης αποκτά υλικό σεξουαλικής φύσεως, όπου πρωταγωνιστεί το παιδί, είτε με την συγκατάθεση του είτε εν αγνοία του. Στη συνέχεια, εκβιάζει το παιδί με πολλαπλούς τρόπους και ζητά κάποιο αντάλλαγμα, όπως χρήματα, περισσότερο υλικό, άμεση επαφή με το παιδί, στοιχεία φίλων του κ.ά. Το παιδί, θεωρώντας ότι έτσι θα αποτρέψει το θύτη, ενδίδει στις απαιτήσεις του και παγιδεύεται σε έναν ατέρμονο φαύλο κύκλο.

Τι είδους άτομα, όμως, επιδίδονται σε τέτοια εκβιαστική συμπεριφορά; Σε γενικές γραμμές έχει παρατηρηθεί ότι οι θύτες διακρίνονται από αντικοινωνικές τάσεις και επηρεάζονται από κοινωνικοσυναισθηματικούς παράγοντες, όπως η έλλειψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων και οι επιθετικές ή βίαιες διαθέσεις. Παρά την ποικιλία στρατηγικών και τεχνασμάτων, που αποτρέπει μια απόλυτη κατηγοριοποίηση, συνοπτικά διακρίνονται δύο προφίλ ανθρώπων, ανάλογα με το υποβόσκον κίνητρο, που διαφέρουν σημαντικά στα χαρακτηριστικά, αλλά και στον τρόπο που λειτουργούν.

Τα κίνητρα για την πράξη

Από τη μία πλευρά, το κίνητρο μπορεί να είναι σεξουαλικό, δηλαδή ο διαδικτυακός εκβιασμός και εξαναγκασμός να έχει ως στόχο την απόκτηση υλικού με σεξουαλικό περιεχόμενο ή τη συνάντηση δια ζώσης με σκοπό την αποπλάνηση του ανηλίκου. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δράστης είναι συνήθως άντρας και λειτουργεί μόνος του, αν και μοιράζεται ή ανταλλάσσει το αποκτηθέν υλικό με άλλους. Δεν ανήκει σε συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (έχει αναφερθεί ότι το φάσμα εκτείνεται μεταξύ 14-70 ετών), γεγονός που αποδεικνύει ότι τόσο ενήλικες όσο και συνομήλικοι των θυμάτων προβαίνουν σε τέτοιες πράξεις. Δραστηριοποιείται είτε σε τοπικό, εθνικό επίπεδο είτε διεθνώς, ανάλογα με το επίπεδο γνώσης διάφορων γλωσσών, που δίνει στο άτομο πρόσβαση στον αντίστοιχο πληθυσμό-στόχο. Τα θύματα είναι κυρίως κορίτσια και, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι σπάνιο θύτης και θύμα να γνωρίζονται πριν αρχίσουν να συνομιλούν στο διαδίκτυο.

Από την άλλη πλευρά, το κίνητρο μπορεί να είναι οικονομικό, όπου κύριος στόχος είναι η απόκτηση χρημάτων μέσω εκβιασμών για δημοσιοποίηση ευαίσθητου υλικού, όπου πρωταγωνιστεί το παιδί. Οι δράστες αυτοί ανήκουν και στα δύο φύλα, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων προσποιούνται ότι είναι γυναίκες. Δουλεύουν σε ομάδες και αποτελούν μέλη οργανωμένων εγκληματικών επιχειρήσεων με έδρα συνήθως σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα.

Δρουν τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και διεθνώς, ανάλογα με το επίπεδο γνώσης διάφορων γλωσσών. Τα θύματα είναι κυρίως αγόρια, άγνωστα προς το θύτη και η μοναδική επαφή μεταξύ τους γίνεται πίσω από την οθόνη. Σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι εργαζόμενοι μιας τέτοιας “επιχείρησης” λάμβαναν σχετική εκπαίδευση και αποκτούσαν προνόμια, όπως χρηματικές απολαβές ή διακοπές, ανάλογα με τις επιδόσεις τους.

Αν και οι παραπάνω δύο τυπολογίες αποτελούν χρήσιμο εργαλείο έρευνας αλλά και αντιμετώπισης του φαινομένου, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ακριβής διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών αποδεικνύεται δύσκολη υπόθεση. Τα κίνητρα των δραστών είναι συνήθως πολυπαραγοντικά και συχνά οι σεξουαλικές ανάγκες επικαλύπτονται με τις οικονομικές και αντίστροφα. Εξάλλου, η διαδικασία διαμόρφωσης αιτημάτων από πλευράς του θύτη είναι δυναμική και επηρεάζεται από καταστασιακούς παράγοντες, όπως η αλληλεπίδραση με το εκάστοτε θύμα και άλλα πρακτικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα η γνώση και χρήση της τεχνολογίας.

Ενδεικτικά, η χρονική περίοδος αλληλεπίδρασης θύτη και θύματος ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τον απώτερο στόχο του πρώτου και μπορεί να κυμανθεί μεταξύ λίγων ωρών και πολλών χρόνων. Όπως είναι φυσικό, το γεγονός αυτό έχει πολυσήμαντες συνέπειες τόσο για τον τρόπο που εξελίσσεται η επαφή, όσο και για τις επιπτώσεις αυτής στο θύμα. Δεδομένης της περιορισμένης βιβλιογραφίας σχετικά με το φαινόμενο και λόγω των κενών της έρευνας, δεν έχει ακόμα χαρτογραφηθεί ένα τυπικό προφίλ για τα θύματα.

Πότε είναι εύκολη η θυματοποίηση

Φαίνεται, ωστόσο, ότι όσο τα παιδιά μεγαλώνουν θυματοποιούνται πιο εύκολα, πιθανώς λόγω της χαλάρωσης του γονεϊκού ελέγχου όσον αφορά την πρόσβαση στο διαδίκτυο και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εφηβικής περιόδου. Κατά την περίοδο αυτή οι έφηβοι πειραματίζονται με τη σεξουαλικότητά τους, σε μία προσπάθεια διαμόρφωσης της ταυτότητάς τους, ενώ υποτιμούν τους κινδύνους και υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους, θεωρώντας ότι είναι άτρωτοι και ότι σε εκείνους δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ τίποτα κακό. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «προσωπικός μύθος» και μπορεί να αποτελέσει αιτία θυματοποίησης των εφήβων.

Άλλο χαρακτηριστικό που ευνοεί τη θυματοποίηση των παιδιών είναι η αφέλεια και η άγνοια σε διαπροσωπικό αλλά και τεχνικό επίπεδο. Παιδιά που χρησιμοποιούν εκτεταμένα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ειδικά μέσω του προσωπικού τους κινητού τηλεφώνου, στο οποίο οι γονείς δεν έχουν άμεση πρόσβαση) αποδέχονται πιο εύκολα «αιτήματα φιλίας» από άγνωστα άτομα και προβαίνουν σε συζητήσεις σεξουαλικού περιεχομένου με αυτά. Η εύπιστη και πρόθυμη στάση τους, σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκών τεχνολογικών γνώσεων για τον τρόπο που λειτουργεί το διαδίκτυο, τους αφήνουν εκτεθειμένους στον επιδέξιο χειρισμό από επιτήδειους και στην εκπλήρωση αιτημάτων για αποστολή ευαίσθητου υλικού.

Επιπρόσθετοι παράγοντες επικινδυνότητας αποτελούν η δυσμενής ψυχολογική και προσωπική κατάσταση του παιδιού και η ελλιπής ενασχόληση των γονέων, ακραία εκδήλωση της οποίας αποτελεί η παραμέληση. Παιδιά με χαμηλή αυτοπεποίθηση που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το σχολείο, την οικογένεια και τους φίλους έχουν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν θύματα αυτής της μορφής εκβιασμού.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτές τις περιπτώσεις τα παιδιά δεν είναι σε θέση να συζητήσουν για τη διαδικτυακή συμπεριφορά τους και να εκφράσουν τυχόν προβληματισμούς τους με σημαντικά για αυτούς πρόσωπα, όπως είναι οι γονείς, και να αποκαλύψουν απειλές που δέχονται. Υπολογίζεται ότι 50% των παιδιών που αναφέρουν μια τέτοια κατάσταση γίνονται πιστευτά, με το υπόλοιπο 50% να μη τυγχάνει κατανόησης και υποστήριξης! Όπως γίνεται αντιληπτό, το γεγονός αυτό εντείνει το αίσθημα αβοηθητότητας, μοναξιάς και ντροπής που νιώθουν τα θύματα, ενισχύει τη δευτερογενή θυματοποίηση τους και αποτρέπει την αποκάλυψη και κατά συνέπεια την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.

Εάν το αναλογιστούμε, κάνοντας χρήση του διαδικτύου σε όλους μας θα έχει τύχει να αισθανθούμε ότι πλέουμε σε ανεξερεύνητα νερά και ότι εισερχόμαστε σε άγνωστα για εμάς “μονοπάτια”. Είναι απόλυτα φυσικό, όταν κάποιος βρεθεί αντιμέτωπος με μια τέτοια κατάσταση, στην αρχή να τον κατακλύσει άγχος, φόβος και ντροπή. Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας, αφού υποχωρήσει το πρώτο σοκ, να επαναφέρει την ψυχραιμία του και να ακολουθήσει τα παρακάτω βήματα:

  • να μην μοιράσει άλλο υλικό,
  • να αναζητήσει βοήθεια,
  • να μην διαγράψει τα αποδεικτικά στοιχεία (συνομιλίες, e-mail κτλ.),
  • να διακόψει κάθε επικοινωνία, «μπλοκάροντας» τον επιτήδειο διαδικτυακό δράστη,
  • να αναφέρει το συμβάν στις αρμόδιες  Αστυνομικές ή Δικαστικές Αρχές (ειδικότερα στην Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος).
Εάν έχετε πέσει θύμα διαδικτυακού σεξουαλικού εξαναγκασμού και εκβιασμού, μην ενδώσετε στον εκβιασμό πληρώνοντας και μην αισθάνεστε ντροπή να το καταγγείλετε στις αρμόδιες Αρχές επιβολής του νόμου.

__________________________________________________________________________________

Η Νεφέλη - Αικατερίνη Μπαφούνη είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια του τμήματος Ψυχολογίας του Ε.Κ.Π.Α.