ΤΕΥΧΟΣ #19 ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

Οι νέες ( ; ) τάσεις εγκληματικότητας: το παράδειγμα της πανδημίας δύο χρόνια μετά

Κωνσταντίνα - Μαρία Κωνσταντίνου

Πανδημία και Εγκληματολογία

 Ο Covid-19 έφερε στο προσκήνιο ένα ερώτημα πολύ καίριο, αυτό της απόστασης από τη ζωή. Η ζωή ρέει - κατά τον G. Simmel, «ροή»[1] - προχωρά με οποιονδήποτε τρόπο και κατεύθυνση, όταν έρχεσαι σε επαφή – αλληλεπίδραση με τους ανθρώπους, με τον δημόσιο χώρο, κι όλα αυτά παράλληλα με τον Εαυτό. Ο χωροχρόνος και οι κοινωνικές συνθήκες ή κι αλλιώς κατά A. Giddens, οι «κοινωνικές πρακτικές ζωντανεύουν» μέσω της αλληλεπίδρασης, μέσω του δυϊσμού ανθρώπων ως μονάδων δράσης και δομών[2].

Οι θεωρίες εξήγησης και ερμηνείας της συμπεριφοράς των ανθρώπων εντός μιας κοινωνίας ανά τον χρόνο και την εποχή στην επιστήμη της Κοινωνιολογίας, είτε προσαρμόζονται στην κοινωνική εξωτερική πραγματικότητα με έμφαση το άτομο που επιδρά με τη δράση του περισσότερο στους θεσμούς, ή συμβαίνει το αντίστροφο, οι θεσμοί επιδρούν με μεγαλύτερη δυναμική στα άτομα (δυϊσμός)[3]. Στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας (τουλάχιστον από την πρόσφατη ιστορία από το 1940 και έπειτα), έχουμε δει να συμβαίνουν και τα δύο με εναλλαγή δημοσίου και ιδιωτικού βίου, αντιστοίχως. Κοινή συνιστώσα αυτών των συμβάντων είναι η δυναμική τους ως καθ’ αυτά κοινωνικά γεγονότα[4], που υπάρχουν πέραν της δομής και των ατόμων.

Ο G. Tarde, Εγκληματολόγος της σχολής σκέψης του κοινωνικού περιβάλλοντος, εστίασε στη θεωρία του περί μίμησης με δύο νόμους που διατύπωσε, σε ένα θέμα άκρως παιδαγωγικού χαρακτήρα και ενός εκ των στοιχείων της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου και των ζώων στο φυσικό περιβάλλον ως εσωτερικής διαδικασίας / ως εσωτερικού μηχανισμού ψυχο-διανοητικής και συναισθηματικής, σε ένα ευρύτερο εξωτερικό επίπεδο, παρατήρησης, παρά σε ένα πλαίσιο εκκίνησης του χρόνου της κοινωνικοποίησης στον άνθρωπο[5].

Θέλοντας να αναδείξει και να εξηγήσει τάσεις εγκληματικότητας, τόνισε τον παράγοντα περιβάλλον και σήμερα, συνδυαστικά, θα μπορούσε κανείς να τοποθετήσει και τον παράγοντα Μ.Μ.Ε. και δη της τηλεόρασης και της νέας «τηλεόρασης» (social media) εντός του πλαισίου της πανδημίας και της δυναμικής που είχε καθ’ όλη τη διάρκειά της, μέσω της ειδησεογραφίας και της υποκατάστασης με άνθρωπο για τη διάδοση των νέων[6]: «1) ένας άνθρωπος μιμείται κάποιον άλλον, ανάλογα με τη συχνότητα των επαφών που έχει με αυτόν. Εδώ διακρίνει δύο καταστάσεις: α) στις πόλεις, οι επαφές είναι συχνές και πολλαπλές. Τα φαινόμενα της μίμησης φθάνουν στο ανώτατο σημείο τους, αλλά δεν είναι σταθερά. Αυτό που επικρατεί είναι η μόδα. β) Αντίθετα, στην ύπαιθρο οι επαφές παραμένουν, ίσως, λιγότερο συχνές, αλλά περιορίζονται σε μικρό αριθμό ατόμων. Οι ομάδες είναι σταθερές και η μίμηση εκδηλώνεται κάτω από τη μορφή του σεβασμού στην παράδοση. 2) Ο ιεραρχικά ανώτερος επηρεάζει τον κατώτερο. Αυτός που έχει κύρος επηρεάζει αυτόν που εντυπωσιάζεται από το κύρος αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με την εγκληματικότητα.

Ο Tarde δείχνει πως οι εγκληματικές «μόδες» ξεκινούν, κατά κανόνα, από τις μεγάλες πόλεις για να εξαπλωθούν, στη συνέχεια, στην επαρχία και στην ύπαιθρο. Από τις μεγάλες χώρες προς τις μικρότερες. 3) Τέλος, αν δύο αποκλειόμενες μόδες συγκρούονται, μία απ’ αυτές - συνήθως, η πιο πρόσφατη - θα υποκαταστήσει, τελικά, την άλλη»[7].

Βασικό ερώτημα και εξέλιξη των ποινικών νόμων

Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, εάν το έγκλημα ως πράξη με επαναληπτική διάσταση και επαναληπτικό τρόπο – μοτίβο δράσης, συνιστά τάση μόδας; Πρόκειται για κάτι πολύ πιο πέρα από τη δράση - αντίδραση, ενώ ταυτόχρονα και σύμφωνα με τον Ε. Durkheim, το έγκλημα θεωρείται ένα φυσιολογικό κοινωνικό φαινόμενο στις ανθρώπινες κοινωνίες[8]. Μία συμπεριφορά, είτε ενός δικαστή, είτε ενός ληστή, κατά τον E. Durkheim, δεν είναι μία εκδήλωση της προσωπικότητάς του μόνο, αλλά, δείγμα ενός συλλογικού τρόπου ύπαρξης και ζωής[9].

Η εξέλιξη των ποινικών νόμων διαχρονικά έχει επιφέρει ποιοτικές αλλαγές, όχι μόνο ποσοτικές αλλαγές στα ποσοστά της εγκληματικότητας στην Ελλάδα. Κατά τον E. Durkheim, η συμβολική λειτουργία της ποινής, εκτός από την κανονιστική, την τιμωρητική και την στιγματιστική λειτουργία που την χαρακτηρίζουν, «συνίσταται στη διατήρηση άθικτης της κοινωνικής συνοχής, με τη διατήρηση ολοζώντανης της συλλογικής συνείδησης»[10].

Για τον Γάλλο Κοινωνιολόγο, θεσμοί όπως το ποινικό σύστημα, η θρησκεία, το κράτος είναι δημιουργήματα «ατομικών συνειδήσεων» των ανθρώπων που ζουν στις κοινωνίες μέσα στις οποίες αναπτύσσονται (συμβολικά: τα άτομα εκπροσωπούν τις κοινωνίες τους ιστορικά[11]. Ο Ε. Durkheim στο άρθρο του «Δύο νόμοι για την ποινική εξέλιξη» διατύπωσε δύο νόμους[12]:

  • για τη διαχρονικότητα και τις διακυμάνσεις των ποινικών κυρώσεων κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των κοινωνιών έχοντας ως δεδομένα, βέβαια, την κοινωνία της εποχής του και την εξέλιξη του κατασταλτικού ποινικού συστήματος, έτσι όπως αυτό κυριαρχούσε στη Γαλλία,
  • για τη σύνδεση εγκληματικότητας («ανθρώπινης» και «θρησκευτικής» κατά τον Ε. Durkheim) και των αισθημάτων της συλλογικής συνείδησης των κοινωνιών που άφησαν το στίγμα τους μέσα στην ιστορία - διαφοροποίηση συλλογικών αισθημάτων ανάλογα με την προσπάθεια ανάπτυξης της κάθε κοινωνίας και των θεσμών της,
  • για το ρόλο και τον χαρακτήρα της εξουσίας («διοικητική εξουσία») στην παραπάνω σχέση (ποινικού συστήματος και κοινωνίας).

Ο νόμος των ποσοτικών μεταβολών:

«Η ένταση της ποινής είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο οι  κοινωνίες ανήκουν σε ένα λιγότερο υψηλό τύπο – και στις οποίες η κεντρική εξουσία έχει ένα χαρακτήρα περισσότερο απόλυτο».

Γενικότερα, σύμφωνα με τον πρώτο νόμο, η τιμωρία τείνει να είναι αυστηρότερη στις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες, στο βαθμό που η εξουσία είναι περισσότερο συγκεντρωτική και απολυταρχική. Εξετάζεται ο ρόλος και ο χαρακτήρας της εξουσίας σε σχέση με την εκάστοτε κοινωνία. Εκ πρώτης όψεως, για τον Γάλλο Κοινωνιολόγο, φαίνεται πως η εξουσία παίζει ανεξάρτητο ρόλο από την κοινωνία ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να ισχύει.

Αναλυτικότερα, όταν οι κοινωνικές λειτουργίες μιας διοικητικής εξουσίας είναι απούσες στην πράξη ή αδύναμες, δεν μπορούν να συγκρατήσουν ή να περιορίσουν τον απόλυτο χαρακτήρα της στην άσκηση της δύναμής της. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι όταν όλες οι λειτουργίες της κοινωνίας κατευθύνονται σε ένα και μόνο πρόσωπο (απολυταρχία) επειδή δεν υπάρχουν, δεν έχουν αναπτυχθεί άλλες οργανωμένες λειτουργίες στην κοινωνία ώστε να λειτουργήσουν ως αντίβαρα. Κατά τον Ε. Durkheim, οι αναπτυγμένες κοινωνίες, οι «ανώτερες», χαρακτηρίζονται, μέχρι και τον 14ο αιώνα, δηλαδή, από την περίοδο της Αυτοκρατορίας έως την εμφάνιση του Μεσαίωνα και των χριστιανικών κοινωνιών:

  • από το στοιχείο της πόλης,
  • από τις ήπιες ποινές με την έννοια της μη εφαρμογής, πλέον, των ακρωτηριασμών σε αδικήματα που έπλητταν την ηθική υπόσταση της συλλογικής ζωής,
  • «αν και τα μόνα πραγματικά ανεξιλέωτα γεγονότα ήσαν ο φόνος, η προδοσία, η ανθρωποκτονία και ο βιασμός»,
  • από εξουσίες απόλυτες και τιμωρητικές.

Βέβαια, τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά ισχύουν και για τις χριστιανικές κοινωνίες με ιδιαίτερη εμπλοκή της Εκκλησίας σε ορισμένα αδικήματα (αίρεση, αθεΐα, ιεροσυλία, βλασφημία) που πίστευαν πως έθιγαν τις Θεϊκές εντολές και κλόνιζαν τη βάση της θρησκευτικής ζωής, την πίστη. Οι ποινές δεν προέβλεπαν ακρωτηριασμούς μεν, αλλά γδάρσιμο πάνω σε σιδερένια σχάρα και ρίξιμο στην πυρά. Από τον 14ο αιώνα και μετά και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, την τιμωρία των εγκλημάτων που είχε αναλάβει η Εκκλησία στο όνομα της πίστης, την ανέλαβε ο βασιλιάς στο όνομά του. Εμφανίζονται ξανά τα βασανιστήρια και οι ακρωτηριασμοί, με τον τροχό να επικρατεί ως κύριο τιμωρητικό μέσο των εγκλημάτων με ποινή θανάτου από τον βασιλιά.

Ειδικότερα, όμως, η εξήγηση αυτού του νόμου εστιάζεται στον τρόπο μεταβολής του ίδιου του κατασταλτικού – καταναγκαστικού δικαίου. Το βάρος πέφτει πλέον στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια (ανθρωπιστικά ιδεώδη) και αυτό είναι ακριβώς το στοιχείο που, συλλογικά, αναγκάζει τους ανθρώπους να τρέφουν κάποια συμπάθεια και μία αίσθηση ανθρωπιάς, όχι μόνο για τον παθόντα αλλά και για τον δράστη. Το ενδιαφέρον για τον ίδιο τον δράστη αποτελεί, με λίγα λόγια, ένδειξη πολιτισμού και άρα, η μέριμνα αποκλειστικά και μόνο με την τιμωρία χαρακτηρίζει τις λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες. Η οργή ενάντια στον δράστη δεν υπερβαίνει τη συμπάθεια προς τον παθόντα με την τελευταία να μπορεί να διαχυθεί και προς τους δύο.

Ο νόμος των ποιοτικών μεταβολών:

 «Οι περιοριστικές της ελευθερίας, και μόνο της ελευθερίας, ποινές, για ποικίλες χρονικές περιόδους, ανάλογα με τη σοβαρότητα των εγκλημάτων, τείνουν ολοένα και περισσότερο να καταστούν ο φυσιολογικός τύπος της καταστολής»

Ο Ε. Durkheim με αυτόν το νόμο επιθυμεί να αναδείξει, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μεταβολών της ποινής. Συγκεκριμένα, μέσα από την ύπαρξη χώρων έκτισης της ποινής των σοβαρών εγκλημάτων. Η φυλάκιση ως έκτιση της ποινής του θανάτου, καταχρηστική χρήση της οποίας οδήγησε σε νέους τρόπους τιμωρητικότητας για την εποχή και για τις ανώτερες κοινωνίες. Για όλες τις ανώτερες κοινωνίες, η επιβολή των βασανιστηρίων μαζί με τη φυλάκιση (προστιθέμενη) ήταν προληπτική και σε δημόσιους τόπους κράτησης. Η φυλακή ως χώρος και τόπος έκτισης της ποινής, με τον τρόπο που την εννοούμε σήμερα, ήταν δημιούργημα των χριστιανικών κοινωνιών[13]. Όπως υπογραμμίζεται, «η Εκκλησία απέκτησε πολύ νωρίς τη συνήθεια να συνιστά εναντίον ορισμένων εγκληματιών την πρόσκαιρη φυλάκιση ή την ισόβια μέσα σ’ ένα μοναστήρι»[14].

Τι γίνεται, όμως, στη χώρα μας και πώς σχετίζεται η εξέλιξη των ποινικών νόμων με την αύξηση εγκληματικότητας και τα εγκλήματα που «σοκάρουν» την κοινωνία σήμερα σε καθημερινό επίπεδο;

Συνεπώς και κατ’ αναλογίαν, κάθε φορά που αλλάζει κάτι εντός και ανάμεσα στα άτομα που δρουν στο κοινωνικό περιβάλλον με συνεχόμενη κίνηση και εν προκειμένω λόγω πανδημίας με την κίνηση να τίθεται σε παύση ροής, η δυναμική κάθε γεγονότος σπάει τα όρια της συλλογικής ηθικής είτε με αναθεώρηση είτε με διατήρηση αυτής[15]. Αυτό είναι ένα πλαίσιο το οποίο συνθέτει τη συναίνεση και τη σύγκρουση της κοινωνίας μαζί, όταν σταματά απότομα ο «ασφαλής» δημόσιος χώρος να υφίσταται ως χώρος, τουλάχιστον από πλευράς «μόλυνσης» του συνολικού πληθυσμού της χώρας, και ανανοηματοδότησης εμπειριών και εναλλαγής αναπαραστάσεων. Αυτό σημαίνει ότι η ροή εγκλωβίζεται και εξαναγκάζεται να συμβαίνει σε έναν και μοναδικό χώρο: τον προσωπικό / ιδιωτικό[16].

Η επικρατέστερη ατομική και συλλογική συνείδηση των ατόμων με όρους και έννοιες του E. Durkheim κατ’ αναλογίαν σήμερα, θυμίζουν πολύ πρακτικές συμπεριφορών και καταστάσεις μυαλών (mindsets - state of minds) Ιεράς Εξέτασης με κάθε ευκαιρία πυροδότησης στο άκουσμα της λέξης βία, ενώ ο τύπος της «τιμωρίας» των δραστών δεν ποικίλει και επιβεβαιώνει τη πολλαπλή χρήση της φυλακής ως τύπο ποινής που τείνει να καταστεί μόνιμη επιλογή στις ποινές λόγω αυστηροποίησης συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων[17].

Πιο συγκεκριμένα και ειδικότερα, οι μορφές εγκληματικότητας που «ξέσπασαν» εντός της κοινωνίας, η οποία ανεχόταν τις ίδιες μορφές πριν την πανδημία και που, ξαφνικά, αποφάσισε να εστιάσει σε αυτές, ακριβώς λόγω της πανδημίας και της στασιμότητας της ροής άλλων κοινωνικών συμβάντων εκτός από αυτήν, χωρίς απαραίτητα να ακυρώνει τη σοβαρότητα των θεμάτων, δεν αποτελούν νέες μορφές εγκληματικότητας.

Πριν την πανδημία παρέμεναν στον «σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας»[18] εντός ενός δημόσιου χώρου που τα «έκρυβε» λόγω του γρήγορου ρυθμού της καθημερινής ζωής[19] και των ευθυνών που δεν παύουν, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μετατράπηκαν σε έκδηλες μορφές εγκληματικότητας με επιπρόσθετες διατάξεις στην ποινική νομοθεσία να θεωρούνται «νέες», όπως το ‘revenge porn’ και γενικώς, την αναπροσαρμογή αυτών στις νέες διαστάσεις ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσω της Τεχνολογίας.

Ενδιαφέρον δεν αποτελεί ο όρος «γυναικοκτονία». Ο όρος απέκτησε αυτό το περιεχόμενο το 1976, όταν η συγγραφέας και ακτιβίστρια Diana H. Russell τον καθόρισε με την έκδοση του βιβλίου της, για να καταδείξει ότι στο πλαίσιο της έμφυλης βίας, είναι δυνατή η δολοφονία μιας γυναίκας λόγω του φύλου της[20]. Ενδιαφέρον θα  αποτελούσε η εκάστοτε τοπική κοινωνία της υπαίθρου, εάν επαγρυπνούσε σε τέτοια φαινόμενα, άρχιζε να τα παρατηρεί ως τέτοια και τα αντιμετώπιζε με τη σοβαρότητα που τους αρμόζει αφού κάνουμε λόγο για σωματική / ηθική βλάβη και σε αρκετές περιπτώσεις, κανέναν σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Πριν την πανδημία, η εστίαση σε πολλά πράγματα σήμαινε, σαφώς, αποσπασματική προσοχή σε καθημερινές ανθρώπινες λειτουργίες και ένας συνεχόμενος επαναπροσδιορισμός του ανθρώπινου εγκεφάλου σαν ηλεκτρονικός υπολογιστής ανά εβδομάδα λόγω σαρωτικής επίδρασης της Τεχνολογίας στη ζωή μας[21]. Με την πανδημία, ο ανθρώπινος εγκέφαλος εστίασε στην ατομική και συλλογική υγεία. Η αποσπασματικότητα θεωρείται από τα κεντρικά στοιχεία της μετανεωτερικής εποχής που διανύουμε σε ακραίο βαθμό. Έρευνες έχουν αποδείξει πως σε ιστορικές περιόδους κρίσεων, οικονομικών, ιατρικών θεμάτων, ανθρωπιστικών κ.ο.κ., η εγκληματικότητα σχετίζεται με αντιφατικό τρόπο, δηλ. αυξάνεται ραγδαία όπως και σε περιόδους ευημερίας[22]. Τα είδη των εγκλημάτων που συμβαίνουν έχουν τον αποτρόπαιο χαρακτήρα τους[23] ακριβώς λόγω των «κρίσεων» και της επιρροής της δομής - της κοινωνίας προς τους ανθρώπους.

Φύλο, Έγκλημα, Εγκληματικότητα: για ποια εγκληματικότητα μιλάμε;

Δεν αποτελεί «νέο» ότι ο Ποινικός Κώδικας και η Ποινική Δικονομία είναι προσανατολισμένος με έμφυλο τρόπο γέρνοντας προς το αρσενικό φύλο, αλλά, εξίσου, δεν αποτελεί «νέο» το γεγονός ότι η Τεχνολογία πάντα θα βρίσκεται πιο μπροστά χρονικά από την προστασία του πολίτη και τους ποινικούς νόμους.

Όταν, λοιπόν, η κοινωνία, συλλογικά, συνειδητοποιεί ότι το δούναι και λαβείν με τον δημόσιο χώρο (αυτή η αλληλεπίδραση), ακόμη και χωρίς την άμεση κοινωνική αλληλεπίδραση άγνωστων / γνωστών ανθρώπων μεταξύ τους, σχετίζεται άμεσα με τη ψυχική υγεία, τις (ανα)παραστάσεις του μυαλού, έρχεται και θέτει ζητήματα τέτοιου είδους στο προσκήνιο, ζητήματα που χρόνια «κρύβονταν κάτω από το χαλάκι», ζητήματα που δύσκολα τίθενται δημόσια αφού τα ελληνικά ήθη και έθιμα και το σύστημα οργάνωσης της οικογένειας, έμαθαν στη σιωπή και την υπακοή για ζητήματα ιδιωτικά, κλειστά και μάλιστα, έμαθαν να ντρεπόμαστε για αυτά[24]. Όπως ακριβώς η Εκκλησία επηρέασε το Ποινικό Δίκαιο σε ακραίο βαθμό τον Μεσαίωνα, έτσι και στο πεδίο σήμερα, συμπεριφορές που έχουν τη βάση τους σε παραδοσιακές αξίες μιας προηγούμενης εποχής, νομιμοποιούν κάθε βίαιη πράξη και νοοτροπία στο σήμερα.

Δεν αποτελούν νέες μορφές εγκληματικότητας η ενδοοικογενειακή βία, η χειραφέτηση της γυναίκας, η σεξουαλική εκμετάλλευση της γυναίκας και οι σωματικές βλάβες της γυναίκας[25], η ωμή βία με τσεκούρι σε εφορία, αλλά νέα τάση είναι η συνεχόμενη επανάληψη αυτών σε καθημερινό επίπεδο, το σπάσιμο της σιωπής, και η έμφυλη διάσταση Στην ιστορία των αποτρόπαιων εγκλημάτων σχετικά με το φύλο (sex), την ταυτότητα του φύλου (gender identity) και του κοινωνικού φύλου (gender), πρώτη θέση κατέχει στα αρχεία της ελληνικής Αστυνομίας και των δικαστηρίων, η γυναίκα ως θύμα και όσ@ αισθάνονται γυναίκες είτε αφορά σεξουαλικό έγκλημα, σωματική βλάβη, βιασμό, ενδοοικογενειακή βία[27].

Η νέα τάση, επίσης, σήμερα, έφερε στο προσκήνιο και τα εγκλήματα τα οποία βρίσκονταν ως στο αρχείο ως ανεξιχνίαστα, πριν τη ρατσιστική νομοθεσία και προστασία που έθιξε για πρώτη φορά το φύλο, την ταυτότητα φύλου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό ως κατηγορίες νομικής προστασίας[28], με ελάχιστη θέληση και βούληση προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εγκλήματα κατά των ομοφυλόφιλων, και γενικώς της LGBTQI+ κοινότητας[29]. Σαφώς, μόνο όσα καταγγέλθηκαν, καταγράφηκαν[30]. Σε αυτό το σημείο, να τονιστεί, πως δεν ήταν καθόλου εύκολη η διαδικασία καταγγελίας ενώ το βίωμα της θέσης «θύμα» επαναλαμβάνεται κατά την αστυνομική προανακριτική, ανακριτική διαδικασία, η οποία απαρτιζόταν από άνδρες κατά την πλειοψηφία και τα αντίστοιχα Τμήματα που υπάρχουν σήμερα, δεν υπήρχαν κατά τα παλαιότερα έτη[31].

Το παράδειγμα της πανδημίας, ως κοινωνικό συμβάν, έφερε αλλαγές στο ποινικό σύστημα και την ποινική δικονομία, οι οποίες από καιρό προετοιμάζονταν ως τέτοιες, ΔΗΛΑΔΗ ως αλλαγές, σε συνθήκες παύσης και συνειδητοποίησης του συλλογικού γίγνεσθαι σχετικά με αποτρόπαια εγκλήματα που, ούτως ή άλλως, η χώρα είχε ως εικόνες εγκλήματος π.χ. τεμαχισμός γυναικών και παιδιών, δράκος του Σέιχ Σου, «μέσω της ειδησεογραφικής παράδοσης στο έγκλημα με εικόνες των Μ.Μ.Ε.»[32].

Γεγονότα που από την ελάχιστη απόλαυση της κοινωνικής θέσης της γυναίκας και τον χειρισμό της ίδιας προς επιβίωσή της απέναντι στη σαρωτική ανδρική κυριαρχία στον καταμερισμό της εργασίας και των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων[33], ξεσπούσαν, όπως σήμερα, τη δεκαετία του 1980 και έπειτα. Ο όρος «γυναικοκτονία» υποδηλώνει την επιτακτική ανάγκη διεθνώς, ευρωπαϊκά, εθνικά για την κοινωνική προστασία της γυναίκας εκτός σπιτιού, νοικοκυριού (να μην προσλαμβάνεται και προσμετράται το φύλο στην πολιτειακή κατηγοριοποίηση όπως και σε κοινωνικές έρευνες της ΕΛ.ΣΤΑΤ. με τη λέξη «νοικοκυριό») και ατομικότητας στον ιδιωτικό χώρο που υπόσχεται την αναπαραγωγή ως συνέχεια γενιάς και ονόματος[34].

Κωνσταντίνα - Μαρία Κωνσταντίνου, Κοινωνιολόγος - ΜΔΕ Εγκληματολόγος Παντείου Πανεπιστημίου

*Φωτογραφία από Isaac Quesada στο Unsplash

[1] Simmel G., The Sociology of Georg Simmel, επιμ. Kurt H. Wolff, New York, Free Press, 1950.

[2] Giddens A., The Constitution of Society, Oxford, Polity Press, 1984.

[3] Μικροκοινωνιολογικές θεωρήσεις και «μεγάλες αφηγήσεις», Craib I., Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία. Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Μτφ.: Λέκκας Ε. Π., Αθήνα, Τόπος, 2011.

[4] Mauss A. L., Social Problems as Social Movements, Philadelphia, J.B. Lippincot, 1975, pp. 32-37, για κατάταξη των θεωριών κοινωνικών προβλημάτων.

Fuller R. C. & Myers R. R., ‘The Natural History of a Social Problem’, American Sociological Review, pp. 320 - 327, 1941.

Blumer H., ‘Social Problems as Collective Behavior’, Social Problems, pp. 298 - 306, 1971.

[5] Νόβα - Καλτσούνη Χ., Κοινωνικοποίηση. Η γένεση του κοινωνικού υποκειμένου, Αθήνα, Gutenberg, 2000.

[6] Λαμπροπούλου Ε., Η κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997.

[7] Φαρσεδάκης Ι. Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2005.

Tosti G., ‘The Sociological Theories of Gabriel Tarde’, Political Science Quarterly, Vol. 12, No. 3, pp. 490 - 511, 1897.

[8] Durkheim E., The Division of Labor in Society, Glencoe, Illinois, The Free Press, 1933.

[9] Durkheim E., Sociology and Philosophy, New York, The Free Press, 1953.

[10] Durkheim E., De la division du travail social, Paris:Presses Universitaires de France, 1973, σελ. 76.

[11] «Ατομική συνείδηση»: ο κάθε άνθρωπος μέσα στην κοινωνία όπου ζει, είναι, ουσιαστικά, η ύπαρξη της κοινωνίας του, ένα μικρό δείγμα εκπροσώπησης αυτής μέσα στην ιστορική εξέλιξή τους.

«Συλλογική συνείδηση»: οι ατομικές συνειδήσεις των ανθρώπων που αναπτύσσονται μέσα στις κοινωνίες που ζουν. Ουσιαστικά, η  «συλλογική συνείδηση» είναι οι εκάστοτε πεποιθήσεις, αξίες, πρότυπα, ήθη και έθιμα που έχουν αφήσει το στίγμα τους μέσω των ανθρώπων που έζησαν σε διαφορετικές κοινωνίες ιστορικά.

«Μηχανικές κοινωνίες»: οι αναγκαστικοί δεσμοί των ατόμων μεταξύ τους αποσκοπούν στην πρακτική επιβίωση («μηχανική αλληλεγγύη» των πρωτόγονων κοινωνιών) και σε αυτές τις κοινωνίες παρατηρείται ελάχιστος καταμερισμός της εργασίας, εξειδίκευση.

«Οργανικές κοινωνίες»: οι δεσμοί των ατόμων μεταξύ τους συνέχονται μέσα από τον ζωντανό «οργανισμό» της κοινωνίας («οργανική αλληλεγγύη» των σύγχρονων κοινωνιών) και σε αυτές τις κοινωνίες παρατηρείται αναπτυγμένος ο καταμερισμός της εργασίας.

[12] Durkheim E., Δύο Νόμοι για τη ποινική εξέλιξη, Νομική Βιβλιοθήκη, Μετάφραση: Σαγκουνίδου – Δασκαλάκη Η., Αθήνα, 2005.

Άρθρο δημοσιευμένο στην Επιθεώρηση Annee Sociologique (τόμος Ι, στήλη «Memoires originaux»), εκδ. P.U.F., Παρίσι, 1899 – 1900, σελ. 65 – 95.

Επαναδημοσίευση άρθρου στην Επιθεώρηση Journal Sociologique, P.U.F., Παρίσι, 1969, σελ. 245 – 273.

[13]  Στο ίδιο.

[14]  Τρωιάνου – Λουλά Α., Έγκλημα και Μεταφυσική, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2004, σελ. 74 – 90.

[15] Delmas - Marty M., Πρότυπα και τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής, Μτφ.: Ζαραφωνίτου Χ., Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, 2002.

[16] Μαλούτας Θ., «Θεωρίες του χώρου και χώρος της θεωρίας: Γεωγραφία και φαινομενολογία: Δοκιμή φαινομενολογικής θεμελίωσης της έννοιας του χώρου», The Greek Review of Social Research, 63, pp. 280 - 292, 1986.

Σταυρίδης Σ., Μνήμη και εμπειρία του χώρου, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2006.

[17] https://www.e-nomothesia.gr/law-news/demosieutheke-sto-phek-nomos-4855-2021.html, Δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ο νόμος 4855/2021 με τις τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τελευταία πρόσβαση: 22/05/2022.

[18] Δασκαλάκης Η., «Η εγκληματολογική σημασία τού σκοτεινού αριθμού τής εγκληματικότητας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, σελ. 371 - 384, 1975.

[19] Τριχοπούλου, «Κωνσταντοπούλου Χριστιάνα, 2009, Κοινωνιολογία της «Καθημερινότητας»: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία της Καθημερινής Ζωής», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 130, σελ. 129 - 133, 2014.

[20] http://www.dianarussell.com/f/femicde%28small%29.pdf, Radford J. & Russell D. H., Femicide, The Politics of Woman Killing, New York, Twayne Publishers, 1992, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[21] Castells M., The Rise of the Network Society, The Information Age: Economy, Society and Culture Vol. I. Malden, MA, Oxford, UK, Blackwell, 1996, 2009.

Bauman Z., Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, Μτφ.: Μπαμπασάκης Γ. Ι., Αθήνα, Ψυχογιός, 2002.

[22] Ζαραφωνίτου Χ., Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 99 - 115, 2004.

[23] Δημητρίου Σ., Μορφές βίας, Αθήνα, Σαββάλας, σελ. 151 - 216, 2003.

[24] https://www.kethi.gr/search/content?type=research&keys=%CE%B2%CE%AF%CE%B1, Έρευνες / Μελέτες για τη Βία, Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

https://diotima.org.gr/?s=%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BA%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1, για πιο εξειδικευμένα κείμενα, επίσημη ιστοσελίδα του Κέντρου Διότιμα, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[25]http://www.astynomia.gr/images/stories/2021/files21/16062021endooikogerneiakivia.pdf, συγκριτικά στατιστικά στοιχεία ενδοοικογενειακής βίας από την Ελληνική Αστυνομία, Ετήσια Έκθεση Απολογισμού Έτους 2020, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗΣ, ΤΜΗΜΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

https://www.aegean.gr/sites/default/files/static/20/07/ellada-gynaikoktonia.pdf, επίσημη ιστοσελίδα της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων, Κοντοχρήστου Α., «Ένα πρώτο σχόλιο για τη Γυναικοκτονία στην Ελλάδα. Ανάλυση δεδομένων και εξαγωγή πρώτων συμπερασμάτων», Υποψήφια Διδακτόρισσα του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Μέλος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[26] Για μία αναφορά στη διαχρονική εξέλιξη της κοινωνικής θέσης της γυναίκας και της νομικής κατοχύρωσής της, εδώ:

https://www.goethe.de/ins/gr/el/m/kul/mag/21269245.html, Τσώμου Μ., «Πολιτική των φύλων στην Ελλάδα. ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ», τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[27]https://isotita.gr/wp-content/uploads/2018/07/%CE%9F%CE%B4%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%82-%CE%A3%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CE%92%CE%99%CE%91.pdf, Υπουργείο Εσωτερικών, Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων, Οδηγός Συμβουλευτικής για τη Βία, σελ. 8 - 13, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[28]https://www.lawspot.gr/nomika-nea/egklima-me-ratsistika-haraktiristika-analysi-ton-diataxeon-toy-arthroy-82a-toy-poinikoy, Στεφανίδου Α., «Έγκλημα με Ρατσιστικά Χαρακτηριστικά: Ανάλυση των διατάξεων του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα», Μελέτη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών, ημ. δημοσ.: 27/03/2020, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[29] Μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δημοσιογραφική ερευνητική καταγραφή εγκλημάτων εις βάρος των ομοφυλόφιλων ανθρώπων από το 1978 έως το 2005 (και ανεξιχνίαστα και εξιχνιασθέντα) με θύματα άνδρες ομοφυλόφιλους κυρίως, αναδεικνύοντας πολύ σημαντικά στοιχεία για το μοτίβο (πώς) και κίνητρο (γιατί) δραστών, στην Ελλάδα, βρίσκεται εδώ: Τσαρούχας Κ., Η δολοφονία του Συγγραφέα: Ποιος, πώς και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή, Αθήνα, Αλήθεια, Α' έκδοση, 2008, σελ. 263 - 277. 

[30]https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra-2014-vaw-survey-at-a-glance-oct14_el.pdf, Πανευρωπαϊκή έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) το 2014 για τις πράξεις βίας εναντίον γυναικών.

Στην έκθεση τονίζεται ότι πρόκειται για τον αριθμό των καταγγελθέντων πράξεων βίας, με τη στατιστική να μην απεικονίζει στοιχεία για την πραγματική βία.

[31]http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=66&Itemid=57&lang, Γυναίκες στην Ελληνική Αστυνομία, αριθμοί ανά έτη, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[32] Καρδαρά Α., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον αστυνομικό και δικαστικό συντάκτη, Αθήνα, Παπαζήσης, 2017.

[33]http://www.isotita-epeaek.gr/iliko_sxetikes_ereunes/koinonia/Athanasiadoy_X_H_koinoniki_reduce.pdf,  Απόσπασµα από τη διδακτορική διατριβή της Αθανασιάδου Χ., «Νέες γυναίκες µε πανεπιστηµιακή µόρφωση και η συµφιλίωση της ιδιωτικής και της δηµόσιας σφαίρας στο σχεδιασµό της ενήλικης ζωής», Τµήµα Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, 2002, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.

[34]https://socialpolicy.gr/2021/07/%ce%b3%ce%bb%cf%89%cf%83%cf%83%ce%ac%cf%81%ce%b9-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7-%ce%b2%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%ac-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b3%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%b9%ce%ba%cf%8e%ce%bd-%ce%ba.html?fbclid=IwAR0ziSZOoZAdJ29guegqf4N5XqQD0uNZY__ls2_gZm-vP00iuqQhu17Hi4g, Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, Γλωσσάρι για τη βία κατά των γυναικών και την ισότητα των φύλων, αναδημοσίευση, ημ. αναδημ.: 28/07/2021, τελευταία πρόσβαση: 26/08/2021.