ΤΕΥΧΟΣ #16 ΙΟΥΝΙΟΣ 2021

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο θεσμό της Ελληνικής Αστυνομίας

Μουζάκη Μαρία, υπ. Δρ. Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο θεσμό της Ελληνικής Αστυνομίας, μέσα από τους ίδιους τους λειτουργούς της

Η αστυνομία, όπως και ο στρατός ανήκει στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, έχοντας ωστόσο μία βασική διαφορά μεταξύ τους. Κύριος σκοπός της αστυνομίας είναι να διασφαλίζει και να διατηρεί την τάξη στο εσωτερικό, σε αντίθεση με το στρατό που μεριμνά για την εθνική άμυνα. Με αυτή την έννοια η ύπαρξη ιδίως της αστυνομίας, είναι εξαιρετικά επιτακτικής σημασίας σε κάθε πολιτιστικό περιβάλλον, εξαιτίας ακριβώς του πολυδιάστατου και πολυσύνθετου ρόλου που διαδραματίζει. Η δράση αυτού του θεσμού δεν περιορίζεται στην καταστολή ή στην πρόληψη παραβατικών συμπεριφορών· αποτελεί ταυτοχρόνως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος, μιας και συμβάλλει στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη του κράτους, ακολουθώντας τις συνταγματικές αρχές και τις εντολές της εκλεγμένης από τον λαό κυβέρνησης (Πήχας,1997:549-550).

Οι αλλαγές που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση σε κοινωνικό επίπεδο ήταν η αιτία γέννησης των αστυνομικών δυνάμεων τον 19ο αιώνα, προκειμένου να διαχειριστούν τα υψηλά επίπεδα κοινωνικής αναταραχής και πολιτικής δυσφορίας (Heywood,2006:540). Τα πρώτα σημάδια γέννησης του θεσμού βρίσκονται στην αρχαία Αθήνα κατά τον 5ο αιώνα π.Χ, όταν εμφανίζονται αστυνομικοί άρχοντες, έχοντας καθήκοντα γενικής αστυνόμευσης. Ανάλογες μορφές του αστυνομικού θεσμού συναντώνται και σε άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη, με μικρές διαφορές μεταξύ τους, ενώ αστυνομικά καθήκοντα φαίνεται να κατέχουν σπουδαίες προσωπικότητες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο Λυκούργος (Αντωνάκος,1973,a,b). Με το πέρασμα των ετών η αστυνομική εξουσία συγκεντρωνόταν στα χέρια επιφανών προσωπικοτήτων, οι οποίοι διαδραμάτιζαν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Ακολούθησαν σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως η σύσταση της Χωροφυλακής (άρθρο 1 του Β.Δ. 20.5.1833) και η Αστυνομία Πόλεων (Ν. 2461/1920). Δύο αστυνομικά σώματα, που συνυπήρχαν μέχρι το 1984, όπου με το Ν. 1481/1984 αυτά τα δύο σώματα συγχωνεύθηκαν σε ένα, με την ονομασία Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ), με το Ν.3585/2007 να αποδίδει στην Ελληνική Αστυνομία τη σημερινή της μορφή (Πήχας,1997:549).

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι λειτουργίες της παραμένουν στάσιμες. Οι λειτουργίες της Ελληνικής Αστυνομίας έχουν αλλάξει αισθητά τα τελευταία χρόνια, έχοντας προστεθεί ορισμένες αρμοδιότητες, εκ διαμέτρου αντίθετες σε σχέση με τον παραδοσιακό της ρόλο, όπως είναι η τήρηση του αντικαπνιστικού νόμου, καθώς και των μέτρων ενάντια της διασποράς του κορωνοϊού. Δεν πρέπει να παραλείπεται, ότι ο πολυδιάστατος ρόλος της σε συνδυασμό με τις «έκτακτες» αρμοδιότητες που αναλαμβάνει κατά καιρούς, έχουν οδηγήσει ένα ικανοποιητικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας να διατηρεί μία επιφυλακτική, αν όχι καχύποπτη στάση. Μία συμπεριφορά που ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό, από το πρόσφατο παρελθόν της χώρας και δη στο «ρόλο» των αστυνομικών δυνάμεων στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου και της Δικτατορίας των  Συνταγματαρχών.

Η επιφυλακτικότητα αυτή «ανατροφοδοτείται» από τα καταγεγραμμένα περιστατικά κατάχρησης εξουσίας και αστυνομικής βίας, που διαπιστώνονται στη χώρα μας. Σε έκθεση της Διεθνούς Αμνησίας (2014) επισημαίνεται η υπερβολική χρήση βίας, κακή χρήση χημικών, εναντίον κυρίως ειρηνικών διαδηλώσεων, καθώς και πολυάριθμες περιπτώσεις κακοποίησης ανθρώπων κατά τη σύλληψη ή την κράτησή τους. Αναφέρεται επίσης, η ανεπαρκής ανταπόκριση της αστυνομίας απέναντι σε εγκλήματα μίσους και σε επιθέσεις ακροδεξιών ομάδων εναντίον διαδηλωτών και δημοσιογράφων. Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, όπου υπογραμμίζεται η χρήση της πρακτικής του «εθνοτικού προφίλ» από την ελληνική αστυνομία, το οποίο εμφαίνεται από την στάση της απέναντι σε ρατσιστικά και άλλα εγκλήματα μίσους. Μετανάστες και Ρομά φαίνεται να πέφτουν συχνά, θύματα βίας και κακομεταχείρισης από τα όργανα επιβολής του νόμου. Τα περιστατικά αυτά άλλωστε επιβεβαιώνονται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έχει διαγνώσει σχετικές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την Ελλάδα. Ιδιαίτερη σφοδρή κριτική ασκείται στο ποινικό και πειθαρχικό σύστημα για τις κωλυσιεργίες, καθώς και για την επιείκεια που δείχνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζεται η αποτελεσματική πρόληψη παράνομων πράξεων, όπως τα βασανιστήρια (Δήμα,2018).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έννοιες όπως «μπασκίνας» και «μπάτσος», χρησιμοποιούνται έχοντας αρνητική σημασία, αναδεικνύοντας ουσιαστικά τη στάση της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους αστυνομικούς. Σε μελέτη της Δήμου (2012) αναφορικά με τις αναπαραστάσεις των αστυνομικών για το εγκληματικό φαινόμενο, διαπιστώθηκε ότι το 42,8% πιστεύει ότι οι πολίτες θεωρούν ότι κάνουν κατάχρηση εξουσίας, το 38,6% ότι χρηματίζεται και το 48% πως τους θεωρούν «μπάτσους». Μία αντίδραση που για πολλούς μελετητές οφείλεται στη «στολή» και στα συναισθήματα που δημιουργεί τόσο στους πολίτες, όσο και στους ένστολους. Μία κατάσταση που «οξύνθηκε» στα χρόνια της κρίσης, με τον ένστολο να προβάλλεται συχνά ως ένας υψηλά αμειβόμενος δημόσιος υπάλληλος που «στέκεται» απέναντι σε διαδηλωτές, που διαμαρτύρονται για τα υφεσιακά μέτρα. Μία προβολή που συντελούσε σε κοινωνικούς αυτοματισμούς και στη δημιουργία ενός κλίματος «διχόνοιας» στην ελληνική κοινωνία, δίχως κανείς να λαμβάνει υπόψη του ότι ο Έλληνας αστυνομικός, ως πολίτης, βίωνε αντίστοιχες έντονες εισοδηματικές περικοπές. Εύλογα σε αυτό το σημείο, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο ο θεσμός της αστυνομίας έχει «πληγεί» στα χρόνια της κρίσης και ποια είναι η νέα εικόνα που αναδεικνύεται για τον Έλληνα αστυνομικό στη μετα-μνημονίων εποχή.

Έρευνα: Οικονομική Κρίση και οι Επιπτώσεις της στον θεσμό της Αστυνομίας

 

Την άνοιξη του 2010 η Ελλάδα εισέρχεται σε ένα «πρωτόγονο καθεστώς» δανειακής σύμβασης, για τη μεταπολεμική της εποχή. Οι επιπτώσεις ήταν σφοδρές και άμεσες, επιφέροντας εντυπωσιακές μεταβολές τόσο σε μακρο-επίπεδο, στην κοινωνία, όσο και σε μικρο-επίπεδο, στο ίδιο το άτομο. Αυξημένα ποσοστά ανεργίας και μακροχρόνιων ανέργων, μείωση του εργατικού δυναμικού, αξιοσημείωτες εισοδηματικές περικοπές στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, εμφάνιση εναλλακτικών μορφών εργασίας και το φαινόμενο brain drain, ένα νέο πρότυπο μετανάστη, είναι ορισμένα αποτελέσματα της πολυετούς κρίσης που βιώνει η χώρα. Είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο 2009-2017 το εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών παρουσίασε μείωση ύψους 33,7%, με αισθητές απώλειες στις αποδοχές των εργαζομένων, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.

Οι δημοσιονομικές πολιτικές είχαν αντίκτυπο και σε βασικούς θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι ο τομέας της υγείας, της εκπαίδευσης και της άμυνας. Ο θεσμός της αστυνομίας δεν έμεινε ανεπηρέαστος από την κοινωνικοοικονομική κρίση. Από το 2011 υπήρξε ραγδαία μείωση του προσωπικού, αγγίζοντας ακόμη και τις μηδενικές προσλήψεις την διετία 2013-2014. Το διάστημα δε 2009-2011, «εκτινάσσεται» ο αριθμός των αποχωρήσεων που έγιναν οικειοθελώς με αίτηση από το σώμα, το οποίο θα πρέπει να ενταχθεί στο γενικότερο πλαίσιο φόβου και ανασφάλειας, αναφορικά με τις προβλεπόμενες περικοπές στις συνταξιοδοτικές αποδοχές τους (Ξανθός,2017).

Υπάρχει βέβαια, μία ειδοποιός διαφορά, όσον αφορά το θεσμό της αστυνομίας. Η αποτελεσματικότητά του, προϋποθέτει την ενεργό δράση και κινητοποίηση εκείνων των ατόμων που την απαρτίζουν. Ο Έλληνας αστυνομικός όμως, δεν παύει να είναι πρωτίστως πολίτης της χώρας. Με αυτή την έννοια δέχεται τις ίδιες σφοδρές πιέσεις που δέχεται το σύνολο της ελληνικής κοινής γνώμης, επηρεάζοντας όλο το φάσμα της προσωπικής και κοινωνικής του ζωής. Επιπτώσεις, οι οποίες ενδεχομένως έχουν αντίκτυπο στη ψυχοσυναισθηματική του υγεία και κατ’ επέκταση στην επαγγελματική του λειτουργικότητα.

Οι διαπιστώσεις αυτές αποτέλεσαν το «έναυσμα» για τη διεξαγωγή της παρούσας μελέτης, έπειτα από προσωπικό ενδιαφέρον. Η ερευνητική μεθοδολογία που επιλέχθηκε ήταν η ποιοτική μέθοδος, προκειμένου να διερευνηθούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο στο θεσμό της αστυνομίας, αλλά και στον ίδιο τον Έλληνα αστυνομικό, εξετάζοντας τις μεταβολές που έχουν επέλθει σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ειδικότερα, οι στόχοι της παρούσας έρευνας είναι η ανάδειξη θεμάτων όπως:

  • Πόσο επηρεάστηκε η λειτουργία και η δομή του θεσμού από την οικονομική κρίση.
  • Ποιες ήταν οι συνέπειες της μείωσης του προϋπολογισμού τόσο υπηρεσιακά, στη δομή και οργάνωση του θεσμού, όσο και στη διατήρηση της κοινωνικής ευρυθμίας και στην καταστολή του εγκλήματος.
  • Τι αντίκτυπο έχουν οι όποιες εισοδηματικές περικοπές στον ένστολο και στην παραγωγικότητά του.
  • Τυχόν αλλαγές στην εικόνα και στον ρόλο του αστυνομικού.

Η εξέταση των ερευνητικών ερωτημάτων βασίστηκε σε ημι- δομημένες προφορικές συνεντεύξεις (με τη μορφή ερωτηματολογίου) που πραγματοποιήθηκαν στο χώρο των συμμετεχόντων και σε χρόνο, που οι ίδιοι επέλεξαν ανάλογα με τη διαθεσιμότητά τους, το διάστημα Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2019. Στην έρευνα συμμετείχαν δέκα έξι (16) άτομα, εκ των οποίων οι δέκα (10) είναι εν ενεργεία αστυνομικοί –επτά (7) υπαξιωματικοί και τρεις (3) αξιωματικοί- και έξι (6) απόστρατοι, αξιωματικοί. Η πλειοψηφία του δείγματος είναι άνδρες –μόνο μία γυναίκα συμμετέχει στη μελέτη, που ανήκει στο σώμα των εν ενεργεία υπαξιωματικών- και έγγαμοι (12 από τους 16).

Το κύριο κριτήριο επιλογής του δείγματος ήταν η διερεύνηση των υποκειμενικών τους αντιλήψεων, ανάλογα με το βαθμό τους (αξιωματικός/υπαξιωματικός) και την ιδιότητά τους (εν ενεργεία/απόστρατοι). Ιδίως, η δεύτερη κατηγοριοποίηση του δείγματος, όπως θα διαπιστωθεί και στη συνέχεια, προσφέρει μία σφαιρική προσέγγιση του θεσμού, αναδεικνύοντας παράλληλα, διαχρονικές αλλαγές στην εικόνα και στο ρόλο του αστυνομικού. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί, ότι οι συμμετέχοντες διαθέτουν πολυετή εργασιακή εμπειρία, άνω των 12 ετών για τους εν ενεργεία αστυνομικούς (75%) και άνω των 25 ετών για τους απόστρατους (100%). Συνεπώς, πρόκειται για μία χαρακτηριστική περίπτωση σκόπιμης δειγματοληψίας (purposive sample), κατά την οποία το δείγμα έχει αφενός την γνώση και τα χαρακτηριστικά και αφετέρου, την θέληση να συμμετέχει δίνοντας αντιπροσωπευτικές και χαρακτηριστικές απαντήσεις στον ερευνητή, σχετικά με το διερευνώμενο θέμα (Κυριαζή,1999:118).

Αποτελέσματα έρευνας

Λόγοι επιλογής επαγγέλματος

Οι λόγοι και τα κίνητρα που κάποιος επέλεξε το επάγγελμα του ενστόλου, είναι εξαιρετικής σημασίας για την προσωπικότητά του, καθώς και για την μελλοντική επαγγελματική του ταυτότητα, μιας και οι απαντήσεις αυτές φανερώνουν το προσωπικό νόημα που αποδίδει ο κάθε συνεντευξιαζόμενος στο ρόλο του αστυνομικού. Για την πλειοψηφία του δείγματος (66%) η άμεση επαγγελματική αποκατάσταση και οι βιοποριστικοί λόγοι συνιστούν τους κυριότερους παράγοντες επιλογής του επαγγέλματος · «Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να επιλέξω κάτι άλλο. Αν την είχα, θα προτιμούσα να γίνω δάσκαλος, καθηγητής ή μηχανικός», «Την εποχή που μεγάλωσα δεν υπήρχαν πολλές ευκαιρίες και αυτές που υπήρχαν τις είχαν ‘λίγοι’(…) ήταν η τελευταία μου επιλογή για εύρεση εργασίας». Άλλοι συμμετέχοντες υποστηρίζουν ότι η επιλογή τους αυτή συνδέεται με την επιθυμία, την ανάγκη τους να προσφέρουν στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο ή με τα θέλγητρά τους –«Μου άρεσε. Πάντα μου άρεσε να προσφέρω», «Μου άρεσε και για αυτό με ώθησε και η οικογένεια»- όπως και με άλλα ιδανικά ή και την εθνική τους συνείδηση- «Το επέλεξα επειδή μου άρεσε να συμβάλλω στην ευταξία και την αίσθηση ασφάλειας των πολιτών, αλλά και της πατρίδας με παράλληλη επαγγελματική αποκατάσταση (…)». Επιρροές/παροτρύνσεις ή τυχόν πιέσεις αναφέρει μόνο ένας συμμετέχοντας, έστω και αν επικαλούνται την οικογένεια τουλάχιστον δύο (2) ακόμη συμμετέχοντες, με τον έναν να επικαλείται το πρότυπο πατέρα, αξιωματικού.

Οι απαντήσεις αυτές αναδεικνύουν ορισμένες αισθητές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους εν ενεργεία και τους απόστρατους αστυνομικούς, οι οποίες θα πρέπει να συσχετιστούν με το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Η άμεση επαγγελματική αποκατάσταση φαίνεται να αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα επιλογής για τους πρώτους, όταν οι δεύτεροι πρόσθεσαν και τους πατριωτικούς λόγους. Στο σύνολό τους οι συνταξιούχοι αστυνομικοί εργάζονταν ήδη τη δεκαετία του 1980, έπειτα από σημαντικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στο θεσμό της ελληνικής αστυνομίας- ενοποίηση του σώματος της Χωροφυλακής με την Αστυνομία Πόλεων.

Παρατηρώντας τις απαντήσεις τους αναφορικά με τα κίνητρα που τους οδήγησαν σε αυτή την επιλογή, δεν πρέπει να εκπλήσσει ότι η πλειοψηφία του δείγματος έθεσε την «επαγγελματική ασφάλεια» και τα «οικονομικά κίνητρα» ως τους πρωτεύοντες λόγους. Προκαλεί εντύπωση, ότι ένα ικανοποιητικό ποσοστό των συμμετεχόντων δήλωσε ότι ήταν το «κοινωνικό γόητρο» που τους ώθησε σε αυτό το επάγγελμα -πέντε (5) συνεντευξιαζόμενοι το κατέταξαν ως τον πρώτο παράγοντα και άλλοι έξι (6) ως δεύτερο. Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι το «κοινωνικό γόητρο» συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά σε αστυνομικούς με πολυετή εργασιακή εμπειρία και σε συνταξιούχους, ενώ οι πιο νέοι μοιάζουν κατηγορηματικοί –«Ούτε καν! Έχουν αλλάξει τα πράγματα. Παλαιότερα που υπηρετούσα στην Αθήνα μπορούσα να μετακινούμαι με τη στολή στο μετρό. Τώρα δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό. Θα κινδυνεύαμε». Το 62,5% του δείγματος, τόνισε ότι το κοινωνικό γόητρο στο επάγγελμα του αστυνομικού, ίσχυε παλαιότερα, «Παλαιότερα ναι. Τώρα δεν μπορούμε να κυκλοφορήσουμε με τη στολή», «Όχι. Πολλοί από εμάς δεν λένε καν ότι είναι αστυνομικοί. Όσοι μπαίνουν τώρα δεν το θέλουν ουσιαστικά (…) πιέζονται από τους γονείς». Μόνο για το 12,5%, το κοινωνικό γόητρο παραμένει υψηλό στη σημερινή κοινωνία, «Πιστεύω πως ναι, παρά τις αναταράξεις. Ο αστυνομικός είναι ένα πρόσωπο το οποίο εμπιστεύεται η κοινωνία», με το 25% να είναι αισιόδοξο για τη δημόσια εικόνα του, «Το παλεύουμε», «Αν και δεν είναι το ίδιο υψηλό με την εποχή μου, θεωρώ ότι είναι εφικτό να επανέλθει, να πάει και υψηλότερα. Αυτό μπορεί να γίνει με σκληρή δουλειά από όλη την πυραμίδα, μεθοδικά και αποτελεσματικά».

Εξετάζοντας το κατά πόσο η απόφασή τους ήταν μία συνειδητή επιλογή, τους ζητήθηκε να απαντήσουν εάν θα επέλεγαν το ίδιο επάγγελμα, γυρνώντας το χρόνο πίσω. Για την πλειοψηφία -11 από τους 16- η απάντηση ήταν θετική, έστω και αν δύο (2) συμμετέχοντες είχαν κάποιους ενδοιασμούς. Τέσσερις (4) συνεντευξιαζόμενοι ήταν αρνητικοί, παραθέτοντας τα διάφορα προβλήματα που ενυπάρχουν στο θεσμό –«Όχι γιατί αλλιώς ξεκινάς και αλλιώς τα βλέπεις. Προσγειώνεσαι ανώμαλα στην πραγματικότητα», «Όχι με τίποτα. Θα προτιμούσα μία άλλη δουλειά. Έχεις πολλούς περιορισμούς»- και ένας (1) μοιάζει προβληματισμένος –«Δεν ξέρω. Πιστεύω πως ναι».

Απαντώντας οι ίδιοι, στο εάν θα πρότειναν σε κάποιον να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα, μόλις εννέα (9) απάντησαν θετικά παραθέτοντας την επαγγελματική ασφάλεια και τυχόν άλλα προνόμια που παρουσιάζονται ως «δέλεαρ» για αυτή την προτίμηση. Τρεις (3) συμμετέχοντες δήλωσαν ότι θα ενημέρωναν για τα προβλήματα του θεσμού-  «Αν θέλει σιγουριά ναι», «Θεωρώ ότι υπάρχουν και καλύτερα. Στην αδελφή μου όμως, είχα πει να πάει λόγω όχι μόνο της σιγουριάς, αλλά και των αρμοδιοτήτων (…) θα ήταν άνετη, ήρεμη»-  και τέσσερις (4) ήταν αρνητικοί, «Όχι δεν θα το συμβούλευα. Επηρεάζεσαι». Τρεις (3) συμμετέχοντες φάνηκαν εξαιρετικά επιφυλακτικοί, παρουσιάζοντάς την ως την τελευταία λύση –«Αν δεν έχεις άλλες επαγγελματικές επιλογές και γνώσεις ναι. Αν έχεις όχι. Δεν προσφέρει κάτι από άποψη γνώσεων. Αν έβαζαν κάποιον αστυνομικό να κάνει μία άλλη δουλειά, δεν θα μπορούσε από άποψη γνώσεων».

 Εξετάζοντας το θεσμό της αστυνομίας και το ρόλο του αστυνομικού

Στο σύνολό τους, οι συμμετέχοντες υπογραμμίζουν διαχρονικές αλλαγές στο θεσμό της αστυνομίας, οι οποίες σαφώς και σχετίζονται με το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, το οποίο και επιβεβαιώνεται μέσα από τις απαντήσεις κυρίως των αποστράτων. Η δεκαετία του 1980 φαίνεται να ήταν καταλυτική στο θεσμό της αστυνομίας, εξαιτίας των νομοθετικών ρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν, επηρεάζοντας τη δομή, την οργάνωση και τον τρόπο λειτουργίας της, «Όταν εισήλθα στην αστυνομία το 1983, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Τότε υπήρχαν δύο σώματα, ενώ μέχρι το 1985 για να εισέλθει κάποιος θα έπρεπε να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Έκτοτε, όλα άλλαξαν (…)», «Έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές. Η αστυνομία έχει εκσυγχρονιστεί. Παλαιότερα, λόγω χούντας ήμασταν στιγματισμένοι. Τώρα τα παιδιά είναι πιο μορφωμένα». Επισημαίνονται εξίσου αλλαγές, στον τρόπο εργασίας, στις αρμοδιότητες, αλλά και στη φύση και συχνότητα του εγκλήματος, «Οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Οι ανάγκες είναι πιο απαιτητικές. Χρειάζεται περισσότερο προσοχή». «Έχει αλλάξει το έγκλημα, με αποτέλεσμα να αλλάζουν και οι συνθήκες στην αστυνομία. Είναι πιο δύσκολες οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ένας αστυνομικός».

Σε προσωπικό επίπεδο, οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρουν ότι οι όποιες αλλαγές στις αρμοδιότητές τους οφείλονται είτε σε αλλαγή βαθμού, είτε σε αλλαγή υπηρεσίας, τμήματος ή στο πλαίσιο των ελλείψεων που διαπιστώνονται σε πολλά τμήματα, «Πλέον υπάρχουν λιγότερα άτομα στα τμήματα, οπότε περισσότερη δουλειά». «Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός γιατί έχω αλλάξει υπηρεσία. Ξέρω όμως από συναδέλφους, αλλά και από προσωπική εμπειρία ότι στην Αττική υπάρχει πρόβλημα ‘λειψανδρίας’ (…) δεν βγαίνει η υπηρεσία με το υπάρχον προσωπικό». Ένας μόνο συνεντευξιαζόμενος, υποστήριξε ότι η μείωση των αρμοδιοτήτων του οφείλονται στις αλλαγές που έχουν επέλθει στην οργάνωση της υπηρεσίας, «Τότε είχα περισσότερες. Πλέον έχουν κατανεμηθεί, εν μέρει και σε άλλα γραφεία».

   Τουλάχιστον, τρεις (3) υπαξιωματικοί και ένας (1) αξιωματικός εν ενεργεία, εμμένουν ότι υπάρχει αύξηση αρμοδιοτήτων στο χώρο της αστυνομίας, δίχως να ανταποκρίνονται πρακτικά στο ρόλο του αστυνομικού, «Σαν αστυνομικοί έχουμε αρμοδιότητες που αντιστοιχούν σε άλλους κλάδους. Δες για παράδειγμα τον αντικαπνιστικό νόμο. Αντί ο αστυνομικός να ασχολείται με την πρόληψη και την καταστολή του εγκλήματος, απασχολείται σε αρμοδιότητες της Δημοτικής Αστυνομίας», «Οι αρμοδιότητες βαίνουν αυξανόμενες αφού στην Αστυνομία ανατίθενται κατά κανόνα και κατά χρονικά διαστήματα αρμοδιότητες άλλων φορέων του δημοσίου στις οποίες αδυνατούν να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικά οι καθ ύλην αρμόδιες υπηρεσίες του δημοσίου». «Παλαιότερα οι αρμοδιότητές μου ήταν η ασφάλεια και είχαμε αποτρέψει πολλές ληστείες και άλλες παραβατικές συμπεριφορές. Τώρα πολλοί αστυνομικοί έχουν πάει σε μονάδες μετανάστευσης, με αποτέλεσμα να έχουν αποδυναμωθεί τα τμήματα. Λείπει σχεδόν το 80%, με ότι αυτό συνεπάγεται (…) η αστυνομία χάνει το χαρακτήρα της». Οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρουν επίσης, θετικές αλλαγές στο σώμα τις τελευταίες δεκαετίες. Η υιοθέτηση βιολογικών μεθόδων, σύγχρονα μηχανήματα κατασκοπίας, βελτίωση ωραρίου, είναι αναμφισβήτητα θετικά βήματα στην λειτουργία του θεσμού, μιας και συμβάλλουν αισθητά στην καταστολή και πρόληψη του εγκλήματος, μεταβάλλοντας ποιοτικά την ζωή του ενστόλου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τους ζητήθηκε να περιγράψουν το θεσμό της αστυνομίας, όπως τον αντιλαμβάνονται οι ίδιοι. Το 31,25% και το 25% εκλαμβάνουν την αστυνομία είτε ως έναν κατεξοχήν, απαραίτητο, αποτρεπτικό θεσμό, είτε ως ένα λειτούργημα αντίστοιχα, «Για μένα η αστυνομία είναι η εργασία μου, το περιβάλλον μου, οι συνάδελφοί μου. Είναι λειτούργημα». «Απαραίτητος θεσμός για την ύπαρξη ευνομούμενης κοινωνίας, την ασφάλεια του κράτους και των πολιτών και την ανάπτυξη μιας χώρας δεδομένου ότι ουδείς επενδύει σε χώρα όπου δεν υπάρχει ασφάλεια κάτι που εξασφαλίζει η Αστυνομία πρωτίστως». «Ως έναν θεσμό του κράτους, ο οποίος με πολλές θυσίες προσπαθεί να επιτελέσει το έργο του και να προσφέρει στην κοινωνία».

Την ίδια ώρα, το 43,75% τον χαρακτηρίζει ως ελλιπή θεσμό, παραθέτοντας προτάσεις για την καλύτερη οργάνωσή του- «Θεωρώ ότι λείπει ένα ιδιωτικό management, που θα προσφέρει καλύτερη οργάνωση και έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό (…) Δεν γίνεται σε κάθε κρίση να αλλάζει ο θεσμός». Με αφορμή τα προβλήματα οργάνωσης, δύο (2) συνεντευξιαζόμενοι  περιγράφουν την αστυνομία ως «μπουρδέλο» και «θέατρο του παραλόγου»- «Είναι ένα μπουρδέλο. Θέλει πολλές αλλαγές, ακόμα και στα κριτήρια εισαγωγής, κυρίως όσον αφορά τους ειδικούς φρουρούς».

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης

Οι συνεντευξιαζόμενοι επισημαίνουν ότι επηρεάστηκαν αισθητά από τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας που εφαρμόστηκαν ιδίως στους τομείς της κατανάλωσης, των διαπροσωπικών τους σχέσεων, στην ποιότητα υγείας τους, αντιμετωπίζοντας ακόμη και δυσκολίες στις πληρωμές πάγιων εξόδων. Οι συνέπειες των μέτρων μοιάζουν να είναι εντονότερες στους έγγαμους συμμετέχοντες και πιο περιορισμένες στους μη έγγαμους.

Συσχετίζοντας τις εισοδηματικές περικοπές που έχουν δεχθεί, με τα παραπάνω προβλήματα, δηλώνουν ότι αν σύγκριναν τον τωρινό τους βαθμό με τις εισοδηματικές απολαβές που είχαν παλαιότερα στον ίδιο βαθμό, τα αποτελέσματα θα ήταν απογοητευτικά, υπογραμμίζοντας παράλληλα την ακρίβεια που παρατηρείται σε βασικά αγαθά, «Υπάρχει μείωση στο εισόδημα, που οφείλεται στις περικοπές ή στην απώλεια κάποιων επιδομάτων», «Τα χρήματα τώρα δεν φτάνουν. Είναι λιγότερα, όταν όλα τα υπόλοιπα έχουν ακριβύνει», «Αισθητά μειωμένο. Τώρα επιτρέπονται μόνο τέσσερα νυκτερινά», «Ο μισθός μας πάει από το κακό στο χειρότερο. Πλέον, ο μισθός φτάνει οριακά μέχρι 15-20 του μήνα». Για έναν συνεντευξιαζόμενο, οι βαθμοί που έλαβε στα χρόνια της κρίσης, του επέτρεψαν να καλύψει κάποιο κενό από αυτές τις εισοδηματικές περικοπές -«Τις έχω καλύψει εν μέρει εξαιτίας των επιδομάτων»- ενώ ένας άλλος αναφέρει ότι δεν μπορεί να εκφράσει κάποια άποψη, μιας και έχει εισέλθει στο σώμα στα χρόνια της ύφεσης, «Δεν πρόλαβα τις συνθήκες πριν την κρίση. Έχω ακούσει όμως, οπότε πίστεψέ με μιλάμε για μεγάλες διαφορές». 

Οι εισοδηματικές περικοπές φαίνεται να είναι εντονότερες στους απόστρατους αστυνομικούς –υπολογίζεται απώλεια ύψους 60%- η οποία συνδέεται άμεσα με την ποιότητα ζωής τους· «Η εκτίμησή μου είναι για διαφορά της τάξεως των χιλίων ευρώ μη συμπεριλαμβανομένων των δώρων και επιδομάτων». «Η σύγκριση είναι απογοητευτική. Η σύνταξη δεν ανταποκρίνεται ούτε στις κρατήσεις, ούτε στο βαθμό αποστρατείας».

Διφορούμενες μοιάζουν να είναι οι απαντήσεις τους όσον αφορά το χαρακτηρισμό του μισθού/σύνταξής τους, αν και όπως διαπιστώνεται, δεν παρουσιάζονται αξιοσημείωτες διαφορές στο δείγμα. Το 50% των αποστράτων και το 40% των εν ενεργεία αστυνομικών περιγράφουν το εισόδημά τους (σύνταξη ή μισθός), ως αρκετά καλό, πάντα στο πλαίσιο των γενικότερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, «Αρκετά καλό για την κοινωνία, μέτριο όμως για την αστυνομία». «Σε σχέση με άλλες δουλειές είναι καλό, αλλά για τη δουλειά που κάνουμε μέτριο».

Το 30% των εν ενεργεία θεωρεί ότι ο μισθός τους είναι σε μέτριο επίπεδο, με το 20% να το χαρακτηρίζει ως πολύ χαμηλό, όταν οι αντίστοιχες απαντήσεις στους απόστρατους ανέρχονται στο 17% και 33%, αντίστοιχα· «Όταν ακούω ότι ο μέσος μισθός είναι περίπου στα 600 ευρώ και εγώ παίρνω 1.700 σύνταξη, λέω ότι είμαι σε μέτριο επίπεδο μην σου πω και καλά. Βλέπω όμως τους κόπους μιας ζωής να καταρρέουν. Από όλες τις κυβερνήσεις, οι συνταξιούχοι δεχόμαστε περικοπές». «Να σου πω την αλήθεια, ο μισθός μου θυμίζει ένα νεκρό καρδιογράφημα. Είναι σταθερός, μέτριος. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις». «Πολύ χαμηλό. Δεν ανταποκρίνεται καν στις λειτουργικές ανάγκες που έχουμε και μην ξεχνάς ότι δεν έχουμε άλλους πόρους. Δεν μπορούμε να δουλέψουμε κάπου αλλού».

Μέσα από τις απαντήσεις τους, γίνεται κατανοητό το «χάσμα» που προβάλλουν ανάμεσα στις απαιτήσεις του επαγγέλματος και στο γενικότερο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον. Για το 87,5% το εισόδημα των ενστόλων, θα έπρεπε να ήταν υψηλότερο, λόγω της επικινδυνότητας, των αρμοδιοτήτων, καθώς και του ιδιαίτερου έργου που επιτελούν στην κοινωνία, «Θα έπρεπε να ήταν υψηλότερο. Η πλειοψηφία άλλωστε των ενστόλων βρίσκεται σε μία ξένη πόλη, το οποίο συνεπάγεται επιπλέον έξοδα (…) Είναι και η επικινδυνότητα του επαγγέλματος. Δεν αμειβόμαστε όπως θα έπρεπε». «Σαφώς και θα έπρεπε να ήταν υψηλότερες οι απολαβές. Μην ξεχνάς ότι είναι ένας κλάδος που αντιμετωπίζει κατά το πλείστον το οργανωμένο έγκλημα, οπότε πρέπει να του παρέχει τα ανάλογα κίνητρα για την αποφυγή συναλλαγών».

Οι απόστρατοι αξιωματικοί επισημαίνουν την αναγκαιότητα ιεραρχημένης μισθολογικής κλίμακας εντός του ίδιου του σώματος- «Η πολιτεία θα έπρεπε να είχε ιεραρχήσει ορισμένα επαγγέλματα-λειτουργήματα, π.χ. υγεία, ασφάλεια, εκπαίδευση, που θα αμείβονταν καλύτερα(…) Για παράδειγμα, εγώ είχα πάρει 25 μεταθέσεις, ενώ ο αστυφύλακας όχι και μετά έρχεται και μας δίνει τα ίδια. Είναι σωστό; Δεν είχαμε ούτε τις ίδιες κρατήσεις, ούτε τις ίδιες αρμοδιότητες». Το 12,5% αντίθετα, παρουσιάζεται πιο απαισιόδοξο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης- «Δεν ξέρω αν το κράτος μπορεί να κάνει κάτι για αυτό. Θα έπρεπε να ήταν καλύτερο (το εισόδημα), όπως και σε άλλους κλάδους».

Οι επιπτώσεις της κρίσης δεν περιορίζονται σε προσωπικό-ατομικό επίπεδο. Η Ελληνική Αστυνομία, ως ένας από τους βασικούς θεσμούς του ελληνικού κράτους δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τα μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας. Οι εν ενεργεία αστυνομικοί επιβεβαιώνουν ότι μετά το 2010 η υπηρεσία βρέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρές ελλείψεις σε υλικο-τεχνολογικό εξοπλισμό. Προβλήματα στη συντήρηση περιπολικών, στον ρουχισμό, ληγμένα αλεξίσφαιρα γιλέκα, θέματα με τη βενζίνη, έλλειψη φωτοτυπικού χαρτιού ήταν ορισμένα από τα αποτελέσματα της μείωσης των κονδυλίων· «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι χορηγοί. Αν δεν ήταν αυτοί ούτε φωτοτυπικό χαρτί δεν θα είχαμε», δηλώνει ένας υψηλόβαθμος αξιωματικός για να συμπληρώσει, «… όμως για πες μου πως μπορεί (ένας αστυνομικός) να ελέγξει αυτούς τους πολίτες, τις επιχειρήσεις μετά (εννοεί τους χορηγούς);». Στο σύνολό τους ωστόσο, επισημαίνουν διαχρονικά προβλήματα χρηματοδότησης στο σώμα, κυρίως επειδή τα κονδύλια ήταν περιορισμένα, με αποτέλεσμα η αποζημίωση να γίνεται σταδιακά, «Παλαιότερα υπήρχε ένα αλισβερίσι. Οπότε θα σου σβήσω τη κλήση, θα μου φέρεις ένα πάγκο χαρτί. Δεν ήταν διαφθορά αυτό. Γινόταν για να αποφευχθεί η γραφειοκρατία. Οι δαπάνες ήταν πάντα ελάχιστες». 

Εντύπωση προκαλεί ότι οι «περικοπές» αυτές έχουν αποκατασταθεί εν μέρει, όπως το ζήτημα του εφοδιασμού καυσίμων των περιπολικών, το οποίο ήδη από το 2012 έχει ανατεθεί στο οικείο στρατόπεδο ή έχουν περιοριστεί σε κάποια τμήματα ανά την χώρα- «Νομίζω ότι είναι λίγο καλύτερα τα πράγματα, αλλά εξακολουθούν να είναι δύσκολα». «Εδώ που είμαι τώρα η κατάσταση είναι καλύτερη. Στην Αθήνα, είχαμε πλαφόν και για το χαρτί και για τα καύσιμα». Μία πιο «μελανή» εικόνα παρουσιάζει το 80% των εν ενεργεία αστυνομικών, υπογραμμίζοντας ότι οι επιπτώσεις αυτές «απειλούν» την σωματική τους υγεία, «Σήμερα, η κατάσταση των οχημάτων είναι χειρότερη. Τα περιπολικά είναι σάπια. Βάζουμε ρεφενέ για να αλλάξουμε λάστιχα. Ριψοκινδυνεύει η ζωή μας. Το κράτος αδιαφορεί. Δεν μας αφήνει να δουλέψουμε όπως πρέπει». «Έχουμε σημαντικές ελλείψεις. Περιπολικά έχουμε χάρη σε κάτι χορηγίες. Δεν έχουμε αλεξίσφαιρα, είναι ληγμένα. Εδώ και 12 χρόνια δεν μας έχουν εφοδιάσει με ρούχα και παπούτσια».

Διαχρονικές ελλείψεις αναφέρουν και οι απόστρατοι, μολονότι οι τρεις (3) συνεντευξιαζόμενοι αποστρατεύτηκαν το 2010, έτος εναρκτήριο της κρίσης. Ελλείψεις σε προσωπικό, υλικο-τεχνολογικό εξοπλισμό και ανεπαρκή στέγαση των υπηρεσιών είναι τα κυριότερα ζητήματα που παραθέτουν, υποστηρίζοντας ότι ο κακός σχεδιασμός είναι υπαίτιος σε μεγάλο βαθμό για αυτές τις παθογένειες. Άλλοι τρεις (3) απόστρατοι δηλώνουν ότι η κατάσταση αυτή οξύνθηκε στα χρόνια της ύφεσης, «Είναι γεγονός ότι η Αστυνομία ανήκε και ανήκει στην κατηγορία του φτωχού συγγενή. Ζήσαμε κατάσταση άσχημη, που βελτιώθηκε ειδικά προ Ολυμπιακών Αγώνων, σε ότι αφορά τη χορήγηση επαρκών δαπανών παράδειγμα σε καύσιμα και άλλα αναλώσιμα». Μάλιστα και οι τρεις (3) επέλεξαν να αποστρατευτούν οικειοθελώς, έχοντας συμπληρώσει τα απαιτούμενα έτη, προκειμένου να διασφαλίσουν τις οικονομικές τους απολαβές και κυρίως το εφάπαξ, «Φοβήθηκα μην χάσω το εφάπαξ. Ήταν το διάστημα που ακούγαμε πολλά σενάρια για τα σώματα ασφαλείας». «Οικειοθελής λόγω της απαξίωσης της πολιτείας προς τους Αστυνομικούς η οποία εκφράστηκε και εκφράζεται πολλαπλώς τόσο σε οικονομικό επίπεδο δια των μειώσεων των αποδοχών όσο και σε επίπεδο προσωπικό».

Όσον αφορά τις εισοδηματικές περικοπές, δεν θα μπορούσε να παραληφθεί το φαινόμενο της διαφθοράς και κατά πόσο αυτό οφείλεται σε αυτές. Για το 87,5% του δείγματος, υπάρχει μία άμεση συσχέτιση της εισοδηματικής πολιτικής του κράτους με το φαινόμενο της διαφθοράς, «Βέβαια υπάρχει. Σου δίνει τη δυνατότητα να εφαρμόζεις το νόμο. Και να σου πω και κάτι που λέμε εμείς; Οι μισοί αστυνομικοί αν δεν ήταν αστυνομικοί, θα ήταν φυλακή». «Υπάρχει διαφθορά. Παντού υπάρχει. Ίσως  πιο περιορισμένη στην επαρχία, και πιο έντονη στα υψηλά στελέχη. Θα πρέπει να δούμε τα εισαγωγικά κριτήρια. Όταν κάποιος εισέρχεται με το θεσμό του ειδικού φρουρού τι γνωρίζουμε για αυτόν;». Το 70%, μολονότι αναγνωρίζει περιστατικά διαφθοράς στο σώμα,  δηλώνει ότι είναι σε περιορισμένο βαθμό, επισημαίνοντας ακόμη ότι τα όποια οικονομικά κίνητρα λειτουργούν κυρίως ως αφορμή, «Υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Στην αστυνομία, δεν θεωρώ ότι υπάρχει τόση γιατί οι περισσότεροι αγαπούν τη δουλειά τους. Είναι μία συνειδητή επιλογή».

Το 12,5%  του δείγματος από την άλλη, απαντά αρνητικά στην όποια σύνδεση της εισοδηματικής πολιτικής με το φαινόμενο της διαφθοράς, προβάλλοντας βαθύτερα αίτια που αφορούν την προσωπικότητα, το περιβάλλον και γενικότερα τα όποια βιώματα του παραβάτη, «Δεν πιστεύω ότι συνδέεται. Αν κάποιος θέλει να διαφθαρεί, θα το κάνει όσα λεφτά και αν παίρνει». Η άποψη αυτή, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι μόνο το 31% πιστεύει ότι η αποδοτικότητα των ενστόλων δεν επηρεάζεται από το εισόδημά τους, «Όχι, διότι το επάγγελμα του αστυνομικού είναι λειτούργημα». Αντίθετα, συσχετίζουν την αποδοτικότητα με τα κίνητρα που παρέχονται, όπως και με τις συνέπειες της ύφεσης σε προσωπικό επίπεδο- «Όχι. Ο τρόπος που δουλεύεις έχει να κάνει με το πόσο υψηλά θες να φτάσεις», «Είναι αυτό που λένε όσο με πληρώνουν, τόσο θα δουλεύω», «Σαφώς ναι εφόσον αναγκάζομαι να αγοράζω ατομικό εξοπλισμό και παράλληλα να είμαι τυπικός στις πληρωμές μου», «Όταν ο άλλος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει οικονομικά στο σπίτι, δεν θα αποδώσει ούτε στη δουλειά».

Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να απαντήσουν και κατά πόσο έχει αλλάξει η εικόνα του κόσμου για τους αστυνομικούς. Η πλειοψηφία του δείγματος θεωρεί ότι η εικόνα του αστυνομικού έχει αλλάξει, με το 52,25% να δηλώνει ότι η αστυνομία «στοχοποιήθηκε» στα χρόνια της ύφεσης, αφενός εξαιτίας του ρόλου της στις διάφορες κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν και αφετέρου, εξαιτίας της προβολής της από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, των οποίων η θεματολογία, συχνά, έκανε λόγο για υψηλόμισθους και απόστρατους αστυνομικούς, «πυροδοτώντας» με αυτό τον τρόπο τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης· «Δε θεωρώ ότι ο κόσμος έχει την καλύτερη εικόνα για την αστυνομία. Έχει επηρεαστεί από την κρίση. Σκέψου ότι εμείς καλούμαστε να εφαρμόσουμε το νόμο. Οπότε είναι λες και είμαστε απέναντί τους», «Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης το κύρος της αστυνομίας πέφτει διαρκώς. Άσε που ο κόσμος θεωρεί ότι παίρνουμε περισσότερα».

Σύμφωνα με το 47,75 των συμμετεχόντων, η όποια απαξίωση παρατηρείται στο θεσμό της αστυνομίας οφείλεται είτε σε παθογένειες του ελληνικού κράτους, γραφειοκρατικά προβλήματα, είτε στην αύξηση της εγκληματικότητας και της αλλαγής του εγκλήματος ή στις αλλαγές που συντελούνται στα πρότυπα και στο αξιακό σύστημα της οικονομίας- «Κάποτε ήταν η στολή που προκαλούσε εχθρικές αντιδράσεις. Τώρα οι συνθήκες ζωής, τα πρότυπα αλλάζουν διαρκώς με αποτέλεσμα να απαξιώνονται πολλοί θεσμοί, ανάμεσά τους και η αστυνομία», «Υπάρχουν αλλαγές αλλά όχι από την οικονομική κρίση. Είναι από την έλλειψη απόδοσης δικαιοσύνης στην επαναλαμβανομένη εγκληματικότητα». Παρόλα αυτά, το 22,75% τονίζει ότι η εικόνα του κόσμου για το θεσμό και δη τον ρόλο του αστυνομικού αλλάζει όταν τον χρειαστούν, το οποίο και αναδεικνύει μία διαρκώς «επαναδιαπραγματεύσιμη» στάση της ελληνικής κοινωνίας, «Με την πάροδο του χρόνου και ιδίως μεγαλώνοντας, ο κάθε πολίτης αντιλαμβάνεται τη σημασία του αστυνομικού στην καθημερινότητα», «Η εικόνα του κόσμου για την αστυνομία είναι διφορούμενη. Από την μία ο κόσμος δεν μας θέλει αλλά σπρώχνει το παιδί του να γίνει αστυνομικός (…) Μας αγαπούν, όσοι έχουν πάθει κάτι και έχει βρει η αστυνομία τη λύση».

Παρά τις όποιες αλλαγές, τουλάχιστον το 25% του δείγματος αναφέρει θετικές αλλαγές στη δομή και στην οργάνωση του θεσμού, εξαιτίας του υψηλού μορφωτικού επιπέδου που διαπιστώνεται στους νεοεισερχόμενους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς αστυνομικούς, οι οποίοι δεν περιορίζονται στις όποιες γνώσεις αποκομίζουν από τη Σχολή. Τέλος, οι ίδιοι συμμετέχοντες υπογραμμίζουν την ανάγκη της συνεχούς κατάρτισης των αστυνομικών, προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και στα όρια του επαγγέλματός τους, «Θα έπρεπε η εκπαίδευση των αστυνομικών να ήταν υψηλότερη. Να είχαν συνεχόμενη κατάρτιση, εξαιτίας των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι οι αστυνομικοί είναι και πολίτες, με προσωπικά προβλήματα, τα οποία θα πρέπει να μάθουν να ελέγχουν».

Συμπέρασμα 

Οι συνεντευξιαζόμενοι που συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα, κλήθηκαν να απαντήσουν σε ορισμένα βασικά ερωτήματα, που συνδέονται με τους ερευνητικούς στόχους που θέσαμε προηγουμένως. Στις απαντήσεις τους, γίνεται σαφές ότι η δομή και η λειτουργία του θεσμού έχουν επηρεαστεί αισθητά από την οικονομική κρίση. Οι επιπτώσεις αυτές εμφαίνονται στις ελλείψεις που παρατηρούνται σε υλικο-τεχνικά μέσα, όπως είναι το φωτοτυπικό χαρτί και η βενζίνη ή ακόμα και σε βασικά μέσα που άπτονται με την προσωπική τους ασφάλεια και τη σωματική τους ακεραιτότητα, προβλήματα στη συντήρηση των οχημάτων και ληγμένα αλεξίσφαιρα. Σήμερα, αν και τα προβλήματα αυτά έχουν «λυθεί» εν μέρει, ιδίως στην επαρχία, παραμένουν, έστω και περιορισμένα σε κεντρικές υπηρεσίες, οι οποίες συνεχίζουν να διατηρούν πλαφόν σε βασικά μέσα, π.χ. βενζίνη και φωτοτυπικό χαρτί, γεγονός που εγείρει ερωτήματα περί της αποδοτικότητάς τους.

Ένα άλλο ζήτημα που διαπιστώθηκε ήταν ο τρόπος με τον οποίο «καλύφθηκε» αυτό το υλικο-τεχνικό κενό, με τους συμμετέχοντες να υπογραμμίζουν ότι οι ελλείψεις αυτές είναι διαχρονικές, εξαιτίας κυρίως των γραφειοκρατικών διαδικασιών που διέπουν το σώμα. Δεν πρέπει να παραλείπεται, ότι οι χορηγίες αυτές, προήλθαν και από αρκετούς ιδιώτες, ανάμεσα στους οποίους κάποιοι έχουν ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πως όμως, ο αστυνομικός μπορεί έπειτα, να είναι αντικειμενικός στον έλεγχο;

Μιλώντας για τον αστυνομικό και δη το ρόλο του στην ελληνική κοινωνία, θα ήταν άτοπο να μην αναφερθούμε στο αντίκτυπο που έχουν οι εισοδηματικές περικοπές, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επαγγελματικό. Ο αστυνομικός όντας στην ελληνική κοινωνία της ύφεσης φαίνεται να βιώνει το σύνδρομο της «πολλαπλής απώλειας». Δεν είναι μόνο η αγοραστική του δύναμη που έχει περιοριστεί, αλλά είναι και ένα σημαντικό ποσοστό των εν ενεργεία αστυνομικών που δηλώνει ότι μετά βίας ο μισθός φτάνει για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Αν μάλιστα σε αυτό το ποσοστό, προστεθούν εκείνοι που έχουν κάποιο χρέος στη μισθοδοσία τους, τότε αντιλαμβανόμαστε την πίεση που βιώνουν. Οι εισοδηματικές περικοπές είναι εντονότερες στους απόστρατους αστυνομικούς, οι οποίοι νιώθουν ότι βιώνουν μία άνιση, απαξιωτική συμπεριφορά του κράτους απέναντί τους, το οποίο τους δημιουργεί μία εσωτερική σύγκρουση, ανάμεσα στο ποιοι ήταν και ποιοι είναι τώρα.

Οι εισοδηματικές περικοπές, σχετίζονται άμεσα με την παραγωγικότητά τους. Όταν κάποιος νιώθει ότι δεν αμείβεται σωστά και ότι δεν του παρέχονται καν τα μέσα για την εκπλήρωση του έργου του ή ακόμη χειρότερα, θα πρέπει ο ίδιος με προσωπικό κόστος να εξασφαλίσει την λειτουργικότητά του (π.χ. λάστιχα), είναι λογικό να χάσει το ενδιαφέρον του για την εργασία, όπως και να νιώθει απαξιωμένος. Στην αστυνομία ωστόσο, αυτή η έλλειψη ενδιαφέροντος είναι καθοριστικής σημασίας για την ίδια την κοινωνία, αφού ο ρόλος της είναι η καταστολή και η πρόληψη του εγκλήματος. Πράγματι, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι αστυνομικοί όπου στα πρώτα χρόνια της κρίσης, επέλεξαν να αποστρατευτούν οικειοθελώς, προκειμένου να μην χάσουν τα κεκτημένα τους. Είναι θέμα κινήτρων, όπως υπογραμμίζει η πλειοψηφία του δείγματος, που παρά τις μειώσεις που έχουν δεχθεί θα ξανά έκαναν την ίδια επαγγελματική επιλογή, εάν μπορούσαν να γυρίσουν το χρόνο πίσω.

Τα αρνητικά συναισθήματα που βιώνουν οι ένστολοι δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα από τη γενικότερη κοινωνική αντίδραση απέναντί τους. Παλαιότερα, ο θεσμός αυτός διέθετε κάποιο κύρος, κάτι το οποίο δεν ισχύει τα τελευταία χρόνια. Οι αστυνομικοί κλήθηκαν πολλές φορές να διατηρήσουν την κοινωνική ευρυθμία, το οποίο τους έφερε αντιμέτωπους με μία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που διαδήλωνε για τα υφεσιακά μέτρα. Επιπλέον, είναι και η προβολή τους από τα ΜΜΕ, που ευθύνεται για αυτή την κατάσταση. Πλήθος δημοσιευμάτων στα χρόνια της ύφεσης τόνιζαν την αδυναμία της αστυνομίας να διαχειριστεί το εγκληματικό φαινόμενο, ενώ ένα μέρος του τύπου «στοχοποίησε» τους ενστόλους ως υψηλόμισθους, το οποίο «πυροδότησε» εχθρικές αντιδράσεις εκ μέρους της κοινής γνώμης. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν περιπτώσεις υπέρβασης καθηκόντων εκ μέρους των αστυνομικών. Στα χρόνια της ύφεσης, αυξήθηκαν τα κρούσματα αστυνομικής βίας, το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί αφενός στην αδυναμία ορισμένων χαρακτήρων, αστυνομικών να εκπληρώσουν το ρόλο τους και αφετέρου στην «υπερσυγκέντρωση» αρμοδιοτήτων στο χώρο της αστυνομίας, το οποίο μπορεί να επιφέρει κάποια σύγχυση στους αστυνομικούς. Για αυτό άλλωστε, χρειάζεται μία συνεχιζόμενη εκπαίδευση του αστυνομικού.

Στα μάτια των περισσότερων συμμετεχόντων η αστυνομία παραμένει ένα λειτούργημα, ένας βασικός θεσμός του κράτους απαραίτητος για την κοινωνική ευταξία και ευρυθμία. Με αυτή την έννοια και παρά τις όποιες εισοδηματικές περικοπές, το φαινόμενο της διαφθοράς είναι περιορισμένο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο αυτό δεν υπάρχει ή δεν έχει αυξηθεί. Οι αιτίες φαίνεται να είναι βαθύτερες και να συνδέονται με την προσωπικότητα και τα όποια βιώματα του παραβάτη, διότι μπορεί το σύνολο του δείγματος να είναι απογοητευμένο, αλλά δεν παύει να αποτελεί μία συνειδητή επιλογή του, το επάγγελμα αυτό, το οποίο συνεχίζει να το διεκδικεί και να το προασπίζεται σε οποιαδήποτε αρνητική κοινωνική κριτική. Συνεπώς, δεν είναι η οικονομική κρίση καθεαυτή που έχει επιφέρει την όποια αμφισβήτηση, αλλά η γενικότερη κρίση των αξιών και προτύπων που επέρχονται εξαιτίας των σφοδρών μεταβολών στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Το γεγονός αυτό μαρτυρείται και από τη διφορούμενη εικόνα της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο θεσμό της αστυνομίας. Οι πιο μικρές ηλικίες παραμένουν επιφυλακτικές απέναντί της, ενώ οι μεγαλύτερες πιο θετικές. Είναι θέμα εμπιστοσύνης που «κερδίζεται» μέσα από το έργο της, διατηρώντας ακόμη και σήμερα, διαχρονικά υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης.

Κλείνοντας, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα μελέτη αφορά ένα μικρό δείγμα του αστυνομικού πληθυσμού, που υπηρετεί πλέον, στην ευρύτερη περιοχή του Νομού Κορινθίας. Ένας νομός που δεν παρουσιάζει ανάλογη εγκληματικότητα με άλλα μεγαλύτερα αστικά κέντρα, όπως είναι η Αττική και η Αχαΐα, όπου οι ανάγκες αστυνόμευσης είναι πιο επιτακτικές. Υπό αυτές τις συνθήκες, τα ευρήματα αυτής της έρευνας δεν μπορούν να γενικευθούν και να αναχθούν σε ευρύτερα πλαίσια. Θα πρέπει να επισημανθεί εκ νέου ότι μολονότι η παρούσα μελέτη διενεργήθηκε έπειτα από προσωπικό ενδιαφέρον του ερευνητή, οι συμμετέχοντες ήταν εντούτοις, εξαιρετικά πρόθυμοι να συμμετέχουν, ακόμα και εντός του χώρου εργασίας τους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, τόνιζαν ότι είναι η πρώτη φορά που τους ζητείται να συμμετέχουν σε παρόμοια έρευνα, που να αφορά το θεσμό της αστυνομίας, στην οποία να έχουν τη δυνατότητα να παραθέσουν τις απόψεις και τις προτάσεις τους. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη ανασυγκρότησης του αστυνομικού θεσμού, «γεφυρώνοντας» το χάσμα ανάμεσα στα όργανα διοίκησης και στους ίδιους τους λειτουργούς της, με τους τελευταίους να αισθάνονται εξαιρετικά «παραγκωνισμένοι» την τελευταία δεκαετία. Βάσει αυτών των διαπιστώσεων και παρά τους περιορισμούς που παρουσιάζονται, χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση των συνεπειών της οικονομικής ύφεσης στον αστυνομικό θεσμό σε πανελλαδική εμβέλεια, ώστε να πραγματοποιηθεί και μία σύγκριση μεταξύ των υπηρεσιών της εκάστοτε περιφέρειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούν να μελετηθούν οι όποιες αλλαγές έχουν επέλθει στον θεσμό αυτό, καθώς και τυχόν χρόνιες παθογένειες.

* εικόνα άρθρου: cocoparisiene on pixobay
1. Υποψήφια Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
2.Το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να περιλαμβάνει μία τυποποιημένη συνέντευξη, μέσω ανοιχτών και κλειστών ερωτήσεων · εντούτοις, όπως είναι φυσικό, κατά την πορεία της συνέντευξης, προστέθηκαν και άλλες ερωτήσεις, μέσω της συζήτησης με τον συνεντευξιαζόμενο.
3. Η διάκριση αυτή σε αξιωματικούς και υπαξιωματικούς δεν αντηχεί απλώς σε διαφορετικές αντιλήψεις και κριτήρια εισαγωγής στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Υπάρχουν εξίσου, εισοδηματικές και βαθμολογικές ανομοιογένειες, που εκφράζονται μέσω ανάλογων αρμοδιοτήτων. Ομοίως, ένας απόστρατος αστυνομικός, έχοντας ολοκληρώσει τη θητεία του σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, είναι λογικό οι απαντήσεις του να διαφέρουν από εκείνες ενός εν ενεργεία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Heywood, A. (2006), Εισαγωγή στην Πολιτική, Αθήνα: Πόλις.

Αντωνάκος, Σ. (1973a), Η αστυνομία εις την αρχαία Ελλάδα, Αστυνομικά Χρονικά,445:512-515.

Αντωνάκος, Σ. (1973b), Η αστυνομία εις την αρχαία Ελλάδα, Αστυνομικά Χρονικά,451:1012-1013. 

Δήμα, M. (2018), Η Ελλάδα... αθωώνει αστυνομικούς-βασανιστές, 30.9.2018. Διαθέσιμο στο https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiosyni/166251_i-ellada-athoonei-astynomikoys-basanistes. 

Δήμου, Β. (2012), Σχέσεις κοινού-αστυνομίας και αίσθημα ανασφάλειας, Εγκληματολογία, 2/2012: 87-92.

Διεθνής Αμνηστία (2014), Κράτος εν κράτει: κουλτούρα, κακομεταχείρισης και ατιμωρησίας στην ελληνική αστυνομία, Ηνωμένο Βασίλειο: Amnesty International. Διαθέσιμο στο  https://www.amnesty.org/download/Documents/8000/eur250052014el.pdf.

Κυριαζή, Ν. (1999), Η κοινωνιολογική έρευνα: κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνιτών, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ξανθός, Α. (2017), Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην Ελληνική Αστυνομία, Διπλωματική Εργασία, Πειραιάς: Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Πήχας, Κ. (1997), Ο Αστυνομικός Θεσμός, Κοινωνιολογική Επιθεώρηση, Σεπτέμβριος 1997: 548-551.