ΤΕΥΧΟΣ #19 ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και προγράμματα κανονιστικής συμμόρφωσης:

Αθανασία Λιονάτου, ΜΔΕ

Σχέση αποκλεισμού ή σιωπηρής συμπόρευσης;

 

Η προσπάθεια νομιμοποίησης των εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες είναι μια παλιά, προσφιλής και ευρέως διαδεδομένη λύση στους κύκλους των εγκληματιών.[1] Το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ή αλλιώς ‘‘money laundering’’ όπως είναι γνωστό με τη διεθνή του ορολογία, είναι η διαδικασία με την οποία οι εγκληματίες ‘‘καθαρίζουν’’ τα οφέλη των δραστηριοτήτων τους για να κρύψουν την παράνομη πηγή τους. Συνήθως το αδίκημα αυτό, συνδέεται με επιμέρους αδικήματα του οργανωμένου εγκλήματος που αποφέρουν τεράστια κέρδη σε μετρητά, όπως είναι η εμπορία ναρκωτικών, όπλων ανθρώπων, καθώς και η απάτη.[2]

Για την καταπολέμηση του φαινομένου, οι αρχές παγκοσμίως εδώ και χρόνια έχουν θεσπίσει αυστηρούς νόμους.[3] Η προσφάτως δημοσιευμένη έκθεση της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force) σχετικά με την πρόοδο  συμμόρφωσης των χωρών με τις συστάσεις της για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, παρατηρεί ότι ενώ έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου, πολλές χώρες, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες όσον αφορά την ανάληψη αποτελεσματικής δράσης. Οι δυσκολίες έγκειται κυρίως στη διερεύνηση και δίωξη διασυνοριακών υποθέσεων υψηλού προφίλ και στην αποτροπή της χρήσης ανωνύμων εταιρειών και καταπιστευμάτων για παράνομους σκοπούς.[4]

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ως δίαυλοι νομιμοποίησης εσόδων παράνομων δραστηριοτήτων και η χρήση εργαλείων κανονιστικής συμμόρφωσης

Μια συνηθισμένη τακτική που ακολουθούν οι δράστες  στην προσπάθειά τους να ‘‘ξεπλύνουν’’ τα χρήματα που αποκόμισαν από παράνομες δραστηριότητες, είναι να χρησιμοποιούν τεχνηέντως τις τράπεζες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις κεφαλαιαγορές και άλλες ρυθμιζόμενες οντότητες.[5]  Η συνειδητοποίηση από τις κυβερνητικές και εποπτικές αρχές ότι οι χρηματοπιστωτικοί φορείς, και ειδικότερα τα πιστωτικά ιδρύματα, χρησιμοποιούνται ως δίαυλοι για τη νομιμοποίηση του προϊόντος παράνομων δραστηριοτήτων, οδήγησε σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις και στη θέσπιση κανόνων που μετακύλησαν σημαντικό βάρος ελέγχου στις τράπεζες και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Η μη συμμόρφωση με τους νόμους για την καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος από πλευράς τραπεζών, συνεπάγεται σοβαρά πειθαρχικά πρόστιμα, αυστηρές κυρώσεις, αλλά και ποινικές διαδικασίες σε ορισμένες περιπτώσεις[6], καταστάσεις που αναπόφευκτα προκαλούν ζημιά στη φήμη των τραπεζών κάτι που επιφέρει ακολούθως απώλεια της εμπιστοσύνης που αυτές απολαμβάνουν από μετόχους και πελάτες.[7] Στον απόηχο των συνεπειών, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν εντάξει τα τελευταία χρόνια στην επιχειρηματική τους πολιτική, πρακτικές  βασισμένες στην αποφυγή των ζημιών από διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλονται σε αυτά εξαιτίας του μη εντοπισμού περιπτώσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούν  προγράμματα ελέγχου (KYC) τα οποία στοχεύουν στο να αποτρέψουν τα οικονομικά εγκλήματα προτού αυτά συμβούν[8].

Παρόλο που ο φόβος των κυρώσεων, μοιάζει να είναι ένας ισχυρός παράγοντας για τη διατήρηση και συνεχή αναβάθμιση των προγραμμάτων συμμόρφωσης (compliance systems), παρατηρείται τον τελευταίο καιρό τα πρόστιμα εναντίων των τραπεζών για παραβάσεις νομοθεσίας περί καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα να έχουν φτάσει στο πιο υψηλό επίπεδο όλων των εποχών.[9]  Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς, γιατί τα προγράμματα συμμόρφωσης αποτυγχάνουν με αποτέλεσμα ένα τεράστιο ποσό μαύρου χρήματος να παραμένει απαρατήρητο; Δεν είναι ικανά να αποτρέψουν τις προσπάθειες νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή μήπως συντρέχουν και έτεροι παράγοντες; Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια προσέγγισης δυό λόγων που εξηγούν γιατί τα προγράμματα κανονιστικής συμμόρφωσης δεν είναι από μόνα τους επαρκή να αποτρέψουν το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

Τεχνικής φύσεως εμπόδια: ανεπαρκής κατάρτιση του προσωπικού και αδυναμία χειρισμού του όγκου των δεδομένων

Έχει πράγματι παρατηρηθεί ότι  η καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος έχει καταστεί μια από τις βασικές δραστηριότητες των τραπεζών για την οποία μάλιστα έχουν επενδυθεί υπέρογκα ποσά.[10] Παρά το γεγονός αυτό και παρά το ότι σημαντικά ποσά έχουν διατεθεί για την στελέχωση προσωπικού για τον εντοπισμό ύποπτων συναλλαγών, η εκπαίδευση του προσωπικού δυστυχώς δεν είναι επαρκής ώστε να καταφέρει να εκμηδενίσει τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.[11] Επιπλέον, στη μη επαρκή εκπαίδευση των εργαζομένων, προστίθεται και η αδυναμία διαχείρισης των τεράστιων δεδομένων που λαμβάνουν οι τράπεζες. Τα δεδομένα πελατών μπορεί να είναι ελλιπή, να μην είναι εύκολα προσβάσιμα ή σε ορισμένες περιπτώσεις να αποθηκεύονται μόνο σε φυσική μορφή.[12]  Σαν αποτέλεσμα, συνδυαστικά τα ελλιπή δεδομένα, η έλλειψη γρήγορης πρόσβαση σε αυτά και η μη χρήση εξειδικευμένης τεχνολογίας, συνιστούν εμπόδιο για τους εργαζομένους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη μάχη για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.

Η επιχειρηματική λογική ‘‘cost benefit analysis’’ ως εμπόδιο

 Πέρα από τα εμπόδια τεχνικής φύσεως και κατάρτισης του προσωπικού, έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις που οι έλεγχοι δέουσας επιμέλειας (Due Diligence) παρακάμφθηκαν σκοπίμως. Αυτό συνέβη ιδίως σε περιπτώσεις συναλλαγών που αφορούσαν λογαριασμούς πελατών υψηλής αξίας.[13] Οι διευθύνοντες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στοχεύοντας στην αύξηση της κερδοφορίας της επιχείρησης και βασισμένοι στη λογική του υπολογισμού κόστους - οφέλους, (cost benefit analysis[14]) είναι πιθανό πράγματι να παραβλέψουν ηθελημένα ύποπτες συναλλαγές όταν τα κέρδη και η ρευστότητα που θα αποκομίσουν από τις συναλλαγές αυτές, θα είναι σημαντικά υψηλότερη συγκριτικά με την οικονομική ζημία που θα υποστούν από την επιβολή των όποιων προστίμων από τη μη εφαρμογή των διατάξεων για την καταπολέμηση περιπτώσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Το επιχείρημα αυτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν έχει αποδειχθεί συσχετισμός μεταξύ υψηλότερων προστίμων και επακόλουθης αυξημένης επιμέλειας από πλευράς τραπεζών. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, όπως αποκάλυψε η Διεθνής Κοινοπραξία Ερευνητικών Δημοσιογράφων (ICIJ), ότι τέσσερις μεγάλες τράπεζες – η JPMorgan Chase, η HSBC, η Standard Chartered Bank και η Bank of New York Mellon – συνέχισαν να συναλλάσσονται με επικίνδυνους πελάτες παρά το ότι τους είχαν επιβληθεί στο παρελθόν σημαντικά σχετικά πρόστιμα.[15]

Το μέλλον της κανονιστικής συμμόρφωσης: Αρτιότερα προγράμματα κανονιστικής συμμόρφωσης, εκπαιδευμένο προσωπικό και αυστηρότερες ποινικές κυρώσεις σε βάρος των τραπεζών

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι αναγκαίο να παραμένουν συνεχώς ενήμερα για τις τεχνικές και μεθόδους που χρησιμοποποιούν οι εγκληματίες για να ξεπεράσουν τον σκόπελο των AML προγραμμάτων. Προκειμένου να αποφύγουν τις αστοχίες κατά την παρακολούθηση και εξέταση συναλλαγών, και με σκοπό να ανιχνεύουν ακόμη και εκείνες τις συναλλαγές που δεν είναι αυτονόητα ύποπτες, χρειάζεται να χρησιμοποιούν επικαιροποιημένα συστήματα κανονιστικής συμμόρφωσης. Πέραν τούτου, κάθε εργαζόμενος που συναλλάσσεται με πελάτες ή παρακολουθεί τις συναλλαγές, πρέπει να κατανοεί τον τρόπο λειτουργίας των προγραμμάτων κανονιστικής συμμόρφωσης. Η εκπαίδευση του προσωπικού δεν είναι κάτι που αρκεί να γίνει άπαξ. Χρειάζεται συνεχής κατάρτιση των εργαζομένων ώστε να είναι σε θέση, αφενός να χειρίζονται αναβαθμισμένα προγράμματα και αφετέρου να μπορούν να διαπιστώνουν αν και αυτά έχουν καταστεί παρωχημένα. Από την άλλη, οι έλεγχοι και ο τρόπος απάντησης από πλευράς διοικητικών αρχών, αποτελούν αναγκαίο μέρος της καταπολέμησης του εγκλήματος. Εάν η μη συμμόρφωση ή η αδυναμία συμμόρφωσης στους νόμους επέφερε αυστηρές ποινικές κυρώσεις εις βάρος των διοικούντων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πιθανόν οι παραβάσεις της νομοθεσίας για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες να ήταν συγκριτικά λιγότερες, καθώς η πιθανή στέρηση της ελευθερίας θα μπορούσε να αποτελέσει αντικίνητρο για την προτεραιοποίηση του κέρδους έναντι της νομιμότητας.

Αθανασία Λιονάτου, Δικηγόρος, LLM

*photo by viadeslav byblyb on unsplash
[1] Το ξέπλυμα χρήματος είναι μια πανάρχαια πρακτική. Ήδη από το 2000 π.Χ., οι πλούσιοι Κινέζοι έμποροι μετέφεραν τα κέρδη τους εκτός Κίνας, διότι η κυβέρνησή τους δεν υποστήριζε τις εμπορικές συναλλαγές. Δείτε περισσότερα XB Li, ‘‘Money Laundering and its Regulation in China’’, CORE Research Service, 2009. Στις ΗΠΑ, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920 κατά την εποχή της απαγόρευσης. Καθώς το αλκοόλ έγινε παράνομο, δημιουργήθηκε μια κερδοφόρα μαύρη αγορά. Ο όρος ‘’ξέπλυμα χρήματος’’ προέρχεται από τα πλυντήρια (Laundromats) τα οποία άνοιγαν μέλη της Μαφίας στις Ηνωμένες Πολιτείες ώστε να αναμείξουν τα νόμιμα κέρδη που προέρχονταν από τα πλυντήρια με τα παράνομα κέρδη που αποκόμιζαν από εκβιασμούς, χαρτοπαιξίες και πώληση αλκοολούχων ποτών και έτσι να τα νομιμοποιήσουν. Δείτε περισσότερα στο History of Money Laundering, International Money Laundering Information Bureau  http://www.imlib.org/page1_hist.html

[2] Ορισμός της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, όπως έχει δοθεί από την Ευρωπαϊκη Επιτροπή. Δείτε περισσότερα στον ιστότοπο https://ec.europa.eu/home-affairs/policies/internal-security/organised-crime-and-human-trafficking/money-laundering_el?etrans=el

[3] Δείτε το νομικό πλαίσιο όπως ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/banking-and-finance/financial-supervision-and-risk-management/anti-money-laundering-and-countering-financing-terrorism_el?etrans=el. Για μια ιστορικη αναδρομή στους νόμους των ΗΠΑ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, δείτε την έκθεση με τίτλο‘’History of Anti-Money Laundering Laws’’, του Αμερικάνικου Οργανισμού ‘’Financial Times Enforcement Network΄΄ διαθέσιμη στον ιστότοπο https://www.fincen.gov/history-anti-money-laundering-laws.

[4] Δείτε ολόκληρη την έκθεση στον επίσημο ιστότοπο της FATF:https://www.fatf-gafi.org/publications/fatfgeneral/documents/effectiveness-compliance-standards.html

[5] Βλ. έτερο ορισμό: ‘‘Με τον όρο ξέπλυμα χρήματος νοείται η νομιμοποίηση μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος των εσόδων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα’’ Σταύρος Α. Κάτσιος, ‘‘Ξέπλυμα Βρώμικου Χρήματος’’, Εκδόσεις Σάκκουλας Α.Ε., 1998.

[6] Για παράδειγμα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ν. 4816/2021 μια από τις περιπτώσεις τιμωρίας με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή, είναι η περίπτωση που το έγκλημα τελείται από υπόχρεα προς αναφορά ύποπτων συναλλαγών πρόσωπα κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους. Επιπλέον, ο Αμερικάνικος Νόμος για την καταπολέμηση του money laundering από πλευράς τραπεζών, το λεγόμενο Bank Secrecy Act, προβλέπει ότι  ένα άτομο που παραβιάζει εσκεμμένα τον νόμο BSA ή τους κανονισμούς εφαρμογής του υπόκειται σε ποινικό πρόστιμο έως 250.000 $ ή φυλάκιση πέντε ετών ή και τα δύο. Άρθρο: 31 USC 5322(a). Δείτε περισσότερα:https://www.occ.treas.gov/topics/supervision-and-examination/bsa/index-bsa.html

[7] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανικής τράπεζας Deutsche Bank, της οποίας η φήμη έχει τρωθεί λόγω των συνεχών παραβάσεων των κανόνων κανονιστικής συμμόρφωσης. Δείτε πρόσφατο σχετικό άρθρο δημοσιευμένο στην εφημερίδα Business Daily διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://www.businessdaily.gr/diethni/62770_ereyna-ton-germanikon-arhon-sta-grafeia-tis-deutsche-bank

[8] Δείτε παραπάνω πληροφορίες στο άρθρο ‘‘Τι είναι οι μέθοδοι KYC (Know-Your-Customer) που χρησιμοποιούν οι fintech εταιρείες;’’ δημοσιευμένο στο Business Review, διαθέσιμο στον ιστότοπο https://businessrev.gr/2020/07/30/ti-einai-to-kyc-know-your-customer/

[9] Περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως έχουν επιβληθεί ως πρόστιμα για παραβίαση της AML νομοθεσίας. Δείτε περισσότερα στο άρθρο ‘’The war against money-laundering is being lost’’, The Economist, Apr 16, 2021. Διαθέσιμο: https://www.economist.com/finance-and-economics/2021/04/12/the-war-against-money-laundering-is-being-lost

[10] Δείτε δημοσιευμένο  το σχετικό άρθρο ‘‘ The cost of compliance for banks: preparing for FinCEN’s customer due diligence rule’’ στους Thomson Reuters, διαθέσιμο στον ιστότοπο: https://legal.thomsonreuters.com/en/insights/articles/cost-of-compliance-for-banks-with-new-cdd-rule

[11] Δείτε περισσότερα: Stefano Siggia ‘‘why most aml programs fail?’’, Μαρ 15, 2021 διαθέσιμο στον ιστότοπο https://pideeco.be/articles/why-most-aml-programs-fail/

[12] Δείτε ανωτέρω.

[13] Δείτε Gloria Riva, ‘‘ICIJ’s FinCEN Files Expose How Banks Turn a Blind Eye to Suspicious Transactions’’ Promarket, Οκτ 2020, διαθέσιμο στον ιστότοπο https://www.promarket.org/2020/10/11/icij-fincen-files-banks-ignore-suspicious-transactions/

[14] Jean Dreze And Nicholas Stern, ‘‘The Theory of Cost-Benefit Analysis’’, Handbook of Public Economics, vol. II, edited by A.J. Auerbach and M. Feldstein, 1987, Elsevier Science Publishers B. V. (North-Holland).

[15] Δείτε περισσότερα στο άρθρο ‘’Global banks defy U.S. crackdowns by serving oligarchs, criminals and terrorists’’ δημοσιευμένο στο ιστότοπο της διεθνούς κοινοπραξίας ερευνητικών δημοσιογράφων https://www.icij.org/investigations/fincen-files/global-banks-defy-u-s-crackdowns-by-serving-oligarchs-criminals-and-terrorists/