ΤΕΥΧΟΣ #17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021

Νεανική Παραβατικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο

Μαρίνα Τσαλούπη

Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι αναλυθεί το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας όπως εξελίσσεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, με το ερευνητικό μας ενδιαφέρον να στρέφεται στους παράγοντες που επηρεάζουν το φαινόμενο αυτό. Για να διερευνηθεί το αντικείμενο της μελέτης μας, παρουσιάζονται και αναλύονται διεξοδικά τέσσερις πρόσφατες εμπειρικές μελέτες. Η κοινή τομή αυτών των ερευνών είναι δυο παράγοντες που επηρεάζουν καθοριστικά τη νεανική παραβατικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο πρώτος είναι η συναναστροφή με παραβατικούς φίλους και ο δεύτερος το ελλιπές κοινωνικό κεφάλαιο. Συνολικά, το πόρισμα είναι διττό. Αφενός ο αριθμός των νέων που έρχονται σε επαφή για πρώτη φορά με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώνεται σταδιακά με τα χρόνια, αφετέρου οι παραβάσεις των νέων τείνουν να είναι πιο βίαιες και να λαμβάνουν βαρύτερες ποινές.

Λέξεις κλειδιά: νεανική παραβατικότητα, Ηνωμένο Βασίλειο, παραβατικοί φίλοι, παιδική κακοποίηση, Μ.Μ.Ε., γονεϊκοί δεσμοί, κοινωνικό κεφάλαιο.

Εισαγωγή

H παραβατικότητα των νέων μπορεί να μελετηθεί ξεχωριστά στο εκάστοτε χρονικό και τοπικό πλαίσιο. Έτσι, ο ανήλικος παραβάτης ορίζεται διαφορετικά σε μία χώρα αναλόγως το νομικό της πλαίσιο, το οποίο βέβαια καθρεφτίζει τις αντιλήψεις της εκάστοτε κοινωνίας για τον όρο «νεανική παραβατικότητα».

Η εφηβική ηλικία είναι η ηλικία κατά την οποία το άτομο έρχεται πιο συχνά σε σύγκρουση με την κοινωνία και αντιμέτωπο για πρώτη φορά με τον νόμο. Πολύ συχνά μια συμπεριφορά που ενέχει μέσα ρίσκο χρησιμοποιείται από έναν ανήλικο για να εντυπωσιάσει μια παρέα ανηλίκων. Τα νεαρά αυτά άτομα εκτιμούν πως τα οφέλη, τα οποία προκύπτουν από τις προς εντυπωσιασμό δραστηριότητες τους, υπερτερούν έναντι του ρίσκου (Weichold & Blumenthal, 2018).

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης του Ηνωμένου Βασιλείου, ο αριθμός των νέων που έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τον νόμο στην Αγγλία και Ουαλία παρουσιάζει σταδιακή μείωση από το 2009 έως 2019 (Ministry of Justice, 2021). Παρόλα αυτά, το ποσοστό των νέων που λαμβάνει για πρώτη φορά ποινή αυξάνεται σημαντικά ανά έτος. Θα μπορούσε με διαφορετικά λόγια να ειπωθεί ότι από το 2009 έως το 2019 όλο και λιγότερες περιπτώσεις νεανικής παραβατικότητας καταλήγουν στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, αλλά όταν καταλήγουν είναι περισσότερο πιθανό να λάβουν ποινές. Συνολικά, ο αριθμός των νέων που ήρθαν σε επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης για πρώτη φορά από το 2009 έως το 2019 μειώθηκε μεν κατά 84% αλλά το ποσοστό των νέων που έλαβαν εν τέλει ποινή αυξήθηκε από 11% σε 46%. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να υποδεικνύει ότι ενώ υπάρχει φαινομενική μείωση των ανήλικων παραβατών, δεν υπάρχει αντίστοιχη μείωση στη σοβαρότητα των αδικημάτων. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι η μέση ποινή αυξάνεται από 12,3 μήνες το 2010 σε 19,7 μήνες το 2020. Τέλος, είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι τα βίαια εγκλήματα αυξήθηκαν από 30% (ως ποσοστό  των συνολικών εγκλημάτων) σε περίπου 55% την τελευταία πενταετία (Ministry of Justice, 2021). Παρόλα αυτά, το Ηνωμένο Βασίλειο παρουσιάζει σημαντική μείωση των υπότροπων ανηλίκων, τουλάχιστον μέχρι το 2018 με βάσει τα στοιχεία που δίνονται.

H παρούσα μελέτη με τίτλο: “Η νεανική παραβατικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο: Διερεύνηση του φαινομένου μέσα από έρευνες και από την προβολή των Μ.Μ.Ε.” εκπονήθηκε από την Μαρίνα Τσαλούπη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια του University of Essex στην εγκληματολογία και εγκληματική ψυχολογία, στο πλαίσιο των επιστημονικών δράσεων του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος και με επιστημονικά υπεύθυνη την Αγγελική Καρδαρά, Δρα τμήματος ΜΜΕ ΕΚΠΑ, φιλόλογο, συγγραφέα-εκπαιδεύτρια & εισηγήτρια στο ΕΚΠΑ E-Learning. Η παρούσα μελέτη θέτει ως στόχο να εξετάσει διεξοδικά την παραβατική συμπεριφορά των νέων στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσα από την παρουσίαση προηγούμενων ερευνών. Πιο συγκεκριμένα, ο απώτερος στόχος αυτής της ανάλυσης είναι να εντοπιστούν κοινά μοτίβα που οδηγούν τα νέα παιδιά στο Η.Β. να παραβατήσουν, και συνεπώς να παρουσιαστούν κάποιοι κοινοί προστατευτικοί παράγοντες που μπορούν να προλάβουν την εμπλοκή, όσο είναι ακόμα νωρίς.

   Για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης μελέτης αναζητήθηκαν όλες οι έρευνες από το 2015 έως 2021 που αφορούν τους νέους μέχρι 18 χρονών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι βάσεις που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: Google Scholar και Academia. Τα κριτήρια, τα οποία καθόρισαν την επιλογή των ερευνών, ήταν η συμπερίληψη των όρων στους τίτλους τους: νεανική παραβατικότητα και Ηνωμένο Βασίλειο. Τελικά (4) τέσσερις έρευνες κρίθηκαν κατάλληλες προς ανάλυση με βάση τα παραπάνω κριτήρια, οι οποίες και παρουσιάζονται αναλυτικά στην παρούσα μελέτη.

Στην παρούσα μελέτη γίνεται η αναφορά στον όρο της νεανικής παραβατικότητας, και ακολουθεί η διάκριση του νομοθετικού πλαισίου του ανήλικου παραβάτη σε Ελλάδα και Ηνωμένο Βασίλειο. Έπειτα, παρουσιάζονται τέσσερις (4) έρευνες και γίνεται αναφορά στον τρόπο προβολής και προσέγγισης των νεαρών παραβατών από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Τέλος, προβάλλονται οι περιορισμοί της παρούσας μελέτης και προτείνεται ανάλογη διερεύνηση του φαινομένου και στην Ελλάδα.

Ο όρος «Νεανική Παραβατικότητα» στην Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο

Ενώ ακόμη τη δεκαετία του 1930 επικρατούσε στην ελληνική βιβλιογραφία ο όρος «ανήλικος εγκληματίας» (Ι. Παπαζαχαρίου, 1956; Γαρδίκας, 1951), ήδη από την δεκαετία του 1970 ο όρος αυτός αντικαθίσταται από ένα τουλάχιστον μέρος της επιστημονικής κοινότητας, από αυτόν του «νεαρού παραβάτη» (Ν. Κουράκης, 1986). Κυρίαρχος στόχος αυτής της μετονομασίας ήταν βέβαια η απαλλαγή του ανήλικου παραβάτη από την ετικέτα του «εγκληματία», ενώ παράλληλα η έννοια της παραβατικότητας των ανηλίκων, ως γενικότερη έννοια μπορούσε να συμπεριλάβει οποιαδήποτε μορφή συμπεριφοράς που δεν συμμορφώνεται με τις επιταγές της κοινωνίας (Χάϊδου, 2013).

Ηλικία έναρξης ποινικής ευθύνης νεαρού ατόμου

Η ηλικία ποινικής ευθύνης ορίζεται ως η ηλικία από την οποία ένα άτομο μπορεί να τιμωρηθεί για μια πράξη, την οποία ο νόμος ορίζει ως εγκληματική (Campistol & Aebi, 2017). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 126 του Π.Κ  του Ν. 4619/2019, ο ανήλικος κάτω των 15 ετών θεωρείται ποινικά ανεύθυνος, γι’ αυτό και στην περίπτωση αυτή μπορούν να επιβληθούν στον ανήλικο παραβάτη από το δικαστήριο μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Άνω των 15 ετών επιβάλλονται επίσης εναλλακτικά μέτρα εκτός από την περίπτωση που κριθεί απαραίτητος ο ποινικός σωφρονισμός – φυλάκιση του ανήλικου παραβάτη, - στην περίπτωση δηλαδή που εάν η εγκληματική πράξη τελούνταν από ενήλικο θα αποτελούσε κακούργημα και θα περιλάμβανε στοιχεία βίας ή θα στρεφόταν κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας (ΦΕΚ 95/Α/11-6-2019, 127).

Ωστόσο, στο Ηνωμένο Βασίλειο και συγκεκριμένα στην Αγγλία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία η ηλικία της ποινικής ευθύνης του ανήλικου παραβάτη αρχίζει ήδη από τα 10 του χρόνια (Section 16 of the Children and Young Persons Act, 1963). Παράλληλα, στην Σκωτία η ποινική ευθύνη ξεκινάει ακόμη νωρίτερα, ήδη από τα οκτώ χρόνια του παιδιού (Section 41 of the Criminal Procedure Scotland Act, 1995). Η υπόθεση ότι το παιδί κάτω των 14 χρόνων δεν γνωρίζει την διαφορά μεταξύ καλού και κακού καταργήθηκε ήδη το 1998 (Section 34  of the Ν. Crime and Disorder Act, 1998), (The national archives, N.D.).

Έρευνες για τη νεανική παραβατικότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο

Η πρώτη έρευνα που αναλύεται στην παρούσα μελέτη είναι η έρευνα των Hoffmann et al. (2020). Η έρευνα αυτή επισημαίνει ότι η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου (social capital)[1] αποθαρρύνει την εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς [2]. Το κοινωνικό κεφάλαιο σε μικρό-επίπεδο που αναλύεται στη συγκεκριμένη έρευνα, μπορεί να αναπτυχθεί μέσα στην οικογένεια, το σχολείο, τη γειτονιά και άλλους φορείς που μεταφέρουν κοινωνικές νόρμες στα παιδιά και θα αποθαρρύνουν ενδεχομένως την παραβατική τους συμπεριφορά (Dufur et al., 2015; Dufur et al., 2019; Hoffmann et al., 2020; Hoffmann & Dufur, 2018; Wright et al., 2001; Wright & Fitzpatrick, 2006).

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, η επίβλεψη των ανηλίκων από τους γονείς, οι σπάνιοι διαπληκτισμοί μεταξύ τους, και η επικοινωνία μεταξύ τους κάθε φορά που υπάρχει ένα αίσθημα ανησυχίας συνδέεται με μειωμένη παραβατική συμπεριφορά. Επιπλέον, τα παιδιά που ανέφεραν ότι οι γονείς τους γνώριζαν που και με ποιους συναναστρέφονταν στις εξόδους τους παρουσίασαν μικρότερο ρίσκο αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Επιπλέον, ο φορέας των φιλικών σχέσεων εμφάνισε επίσης συσχέτιση με την παραβατικότητα των νέων, καθώς οι νέοι που ανέφεραν ότι οι φίλοι τους διάβαζαν περισσότερο στο σχολείο ή δεν εμπλέκονταν σε μπελάδες, εκδήλωναν σε μικρότερο βαθμό παραβατικές δραστηριότητες.

Σύμφωνα με την δεύτερη έρευνα των Spink et al. (2019) που αναλύεται στην παρούσα μελέτη, η παραβατική κοινωνική ταυτότητα συντίθεται από τρεις (3) υποκλίμακες [3]. Αυτές είναι: η γνωστική κεντρικότητα (cognitive centrality), τα θετικά συναισθήματα εντός της ομάδας (in-group affect) και οι δεσμοί εντός της ομάδας (in-group ties).

Η γνωστική κεντρικότητα ορίζεται ως το αίσθημα του «ανήκειν» σε μια κοινωνική ομάδα που ανταποκρίνεται στην ιδέα της αυτό-κατηγοριοποίησης του εκάστοτε ατόμου, τα συναισθήματα εντός της ομάδας αντιπροσωπεύουν τον βαθμό των θετικών συναισθημάτων που έχει ένα άτομο προς μια κοινωνική ομάδα και οι δεσμοί εντός της ομάδας αφορούν τον δεσμό, την συναισθηματική σύνδεση και την αφοσίωση που έχει το άτομο προς την κοινωνική ομάδα και τα μέλη της (Jackson, 2002).

Από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι η γνωστική κεντρικότητα (cognitive centrality) και τα θετικά συναισθήματα προς τα μέλη της ομάδας (in-group affect) συνδέονται θετικά με τον συντελεστή του «φίλου παραβάτη». Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η συναναστροφή των νέων με άλλους νεαρούς παραβάτες αυξάνει την ταύτιση του ατόμου με την ομάδα και το αίσθημα του «ανήκειν». Ο παράγοντας της γνωστικής κεντρικότητας-αίσθημα του ανήκειν εξετάστηκε με ερωτήσεις όπως: «Λαμβάνω σεβασμό από άλλους, επειδή έχω εμπλακεί στο παρελθόν σε αντικοινωνικές δράσεις» και οι απαντήσεις αξιολογήθηκαν με βάσει την κλίμακα Likert, η οποία έχει πέντε (5) βαθμίδες (όπου 1= διαφωνώ πλήρως και 5= συμφωνώ πλήρως).

Ωστόσο, από  την ίδια έρευνα προκύπτει επίσης σε μεγάλο βαθμό αρνητική συσχέτιση μεταξύ του παράγοντα των θετικών συναισθημάτων προς τα μέλη της ομάδας (in-group affect) και της αυτοεκτίμησης του ατόμου, υποδηλώνοντας ότι τα θετικά συναισθήματα προς την παραβατική ομάδα δεν αυξάνουν τελικά την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Ο παράγοντας των θετικών συναισθημάτων εξετάστηκε με ερωτήσεις όπως: «To να είμαι με φίλους μου, οι οποίοι παραβαίνουν το νόμο με κάνει να αισθάνομαι πιο δυνατός», και οι απαντήσεις αξιολογήθηκαν με βάσει τις πέντε (5) βαθμίδες της κλίμακας Likert.  Συνεπώς, η παραπάνω αρνητική συσχέτιση καταδεικνύει ότι παρόλο που οι νέοι διαθέτουν θετικά συναισθήματα προς τα μέλη της παραβατικής ομάδας, μπορεί να αισθάνονται «κατώτερα» προς μέλη άλλων ομάδων «υψηλού status». Αξίζει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αυτοεκτίμησης μπορεί να επηρεάζεται από την ένταξη προσωπικών στοιχείων και να είναι προϊόν υποκειμενικής αξιολόγησης.

Τέλος, από τη συγκεκριμένη έρευνα φαίνεται ότι οι δυο (2) παράγοντες, το αίσθημα του ανήκειν και των θετικών συναισθημάτων προς τα παραβατικά μέλη συνδέονται αρνητικά με τους γονεϊκούς δεσμούς. Με διαφορετικά λόγια, ο έφηβος που έχει θετικά συναισθήματα προς την παραβατική ομάδα, την ίδια στιγμή παρουσιάζει χαλαρές σχέσεις με τους γονείς του. Το συγκεκριμένο εύρημα υποδεικνύει πως οι ασθενείς δεσμοί μεταξύ των νέων και γονέων αυξάνουν την ανάγκη ταύτισης με άλλους συνομήλικους παραβάτες ως προσπάθεια κάλυψης αυτού το συναισθηματικού κενού.

Η τρίτη έρευνα των Haylock et al. (2020), που αναλύεται, κάνει βιβλιογραφική ανασκόπηση σε 16 έρευνες και εξετάζει τους παράγοντες κινδύνου,[4] οι οποίοι οδηγούν στην εμφάνιση εγκλημάτων, τα οποία τελούνται υπό την χρήση όπλων από νεαρές ηλικίες μεταξύ 10 και 24 χρονών.[5]

Από τα ευρήματα της παραπάνω έρευνας προκύπτει  ότι το ασταθές περιβάλλον σε οικογενειακό, κοινοτικό και κοινωνικό επίπεδο, το οποίο πηγάζει από μια πληθώρα παραγόντων κινδύνου φαίνεται να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο για την εμπλοκή ενός νεαρού ατόμου σε εγκλήματα υπό την χρήση όπλου. Πιο συγκεκριμένα 7 από τις 16 έρευνες που μελετήθηκαν κατέδειξαν ότι οι αντίξοες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας συνδέονται άρρηκτα με την εμφάνιση της νεανικής βίας, κυρίως μέσω της  χρήσης όπλων (Alleyne & Wood, 2010; Bailey et al., 2001; Falshaw & Browne, 1997, Smith, 2007; Smith et al., 2007; Wood et al., 2017; Briggs, 2010). Επιπροσθέτως, (6) έρευνες έδειξαν θετική συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής εξαθλίωσης και των εγκλημάτων μέσω της χρήσης μαχαιριών (Alleyne & Wood, 2010; Alleyne et al., 2016; Nasr et al.,2010; Wood, 2010; Briggs et al., 2010; Densley, 2011).

Τέλος, δυο επιπρόσθετοι παράγοντες που επηρεάζουν τη νεανική εμπλοκή με τη χρήση όπλου είναι τα ζητήματα ψυχικής υγείας που προκύπτουν από τις αντίξοες παιδικές εμπειρίες (Bailey et al., 2001; Barlas & Egan, 2006; Wood J et al., 2017) και η επιρροή από συνομήλικα άτομα (Alleyne & Wood, 2010; Alleyne et al., 2016; Barlas & Egan, 2006; Falshaw & Browne, 1997; Hayden et al, 2010; Smith, 2007; Briggs, 2010).

Με βάσει την τέταρτη έρευνα των Mazoni & Schwarzenegger (2019) που διεξήχθη σε 26 χώρες, μεταξύ αυτών και το Ηνωμένο Βασίλειο, βρέθηκε ότι η σωματική κακοποίηση των νέων από τους γονείς έχει άμεση επίδραση στην εκδήλωση της νεανικής βίας.[6] Παρ’ όλα αυτά, η μελέτη καταδεικνύει ότι υπάρχουν παράγοντες που μετριάζουν τη βαρύτητα της επίδρασης της γονεϊκής κακοποίησης στην νεανική παραβατικότητα. Πιο συγκεκριμένα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο πιο σημαντικός παράγοντας που μετριάζει την βαρύτητα της παιδικής κακοποίησης στην μετέπειτα εκδήλωση βίας, είναι η παρέα με συνομήλικους παραβάτες. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι στη συγκεκριμένη χώρα, η παιδική κακοποίηση δεν επιδρά τόσο πολύ στην εκδήλωση της βίας όσο επιδρά η παρέα με τους παραβάτες-φίλους στην εκδήλωση της βίας. Με διαφορετικά λόγια, τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο, εάν αλληλοεπιδρούν με μη παραβατικά παιδιά, είναι περισσότερο πιθανόν να μην ασκήσουν βία από τα παιδιά που έχουν κακοποιηθεί. Συνολικά, προκύπτει πως η παρέα με παραβατικούς φίλους μετριάζει την επίδραση της νεανικής κακοποίησης στην μετέπειτα εκδήλωση βίας από τους νέους κατά 25% υποδηλώνοντας ότι αυτός ο παράγοντας έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από τους υπόλοιπους στην απόφαση των νέων παιδιών να εμπλακούν ή όχι σε παραβάσεις.

 H προβολή και η συμμετοχή στην νεανική παραβατικότητα από τα Μ.Μ.Ε.

   Ανέκαθεν υπήρχε το φαινόμενο της υπερπροβολής συγκεκριμένων εγκλημάτων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Reiner et al., 2012). Συγκεκριμένα, η βία των συμμοριών συχνά λαμβάνει την ιδιαίτερη προσοχή των  Μ.Μ.Ε. και τείνει να παρουσιάζεται ως ο κύριος  παράγοντας προς την αύξηση των εγκλημάτων με τη χρήση μαχαιριών στο Λονδίνο. Στις αρχές του έτους 2019 οι αναφορές των Μ.Μ.Ε. για επιθέσεις με μαχαίρια και ανθρωποκτονίες αυξήθηκε δραματικά, δημιουργώντας έτσι σύγχυση γύρω από τον ορισμό των συμμοριών και τα χαρακτηριστικά τους. Για παράδειγμα, μόνο τον Μάρτιο του 2019 το κανάλι BBC news ανέφερε πέντε (5) μέλη συμμοριών που  συνελήφθησαν για αδικήματα με την χρήση μαχαιριών στο σχολείο (BBC news, 4 March, 2019).

Η προτίμηση για την παρουσίαση των παραβατών μικρής ηλικίας φαίνεται ακόμα και από σειρές. Ένα είδος αστυνομικής ψυχαγωγίας, το Cops παρουσίαζε τους παραβάτες ως έγχρωμους και νέους που ανήκουν σε χαμηλή κοινωνική τάξη (Fishman & Cavender, 1998; Valverde, 2006).

Σύμφωνα με την Rogan (2021), παρά την μεγάλη μείωση του αριθμού των νεαρών παραβατών σε Αγγλία και Ουαλία από το 2007/2008 μέχρι το 2017/2018, από σε 217,185 σε 31,383, που αναφέρεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Ηνωμένο Βασίλειο (Ministry of Justice, 2021), οι βρετανικές εφημερίδες παρουσίασαν σταθερότητα ως προς την αναφορά των νεανικών παραβάσεων.

Όπως αναφέρεται από τον Weitekamp (2015: 542): «Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι συχνά οι αιτίες της νεανικής παραβατικότητας δεν γίνονται γνωστές, διότι τα Μ.Μ.Ε είναι απασχολημένα με τις εντυπωσιακές αναφορές τους στα αδικήματα των συμμοριών με τέτοιο τρόπο μάλιστα που το κοινό αποκτά την εντύπωση ότι μέσα από τους βανδαλισμούς, τα κέντρα των πόλεων και οι δημόσιοι χώροι καθίστανται ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Αυτό συχνά οδηγεί σε προκαταλήψεις απέναντι στους νέους, το οποίο με την σειρά του μπορεί να μειώσει - ιδιαίτερα για τους μη προνομιούχους νέους - τις ευκαιρίες για συμμετοχή τους στην κοινωνία».

Συζήτηση

Σκοπός της έρευνας αυτής είναι να αναδειχθεί το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσα από την παρουσίαση και την αφηγηματική σύνθεση πρόσφατων ερευνών. Με βάσει τα ευρήματα των τεσσάρων (4) ερευνών που αναφέρθηκαν σε αυτήν τη μελέτη διεξοδικά, προκύπτουν κάποιοι επιδραστικοί και ταυτόχρονα αποτρεπτικοί παράγοντες εμπλοκής των νεαρών πληθυσμιακών ομάδων του Ηνωμένου Βασιλείου σε παραβατικές συμπεριφορές.

Συνολικά και στις τέσσερις (4) έρευνες η συναναστροφή με παραβατικούς φίλους βρέθηκε να επηρεάζει την ψυχοσύνθεση του ατόμου. Πιο συγκεκριμένα, ένα παιδί, το οποίο κάνει παρέα με φίλους παραβάτες, νιώθει ότι ανήκει σε μια κοινωνική ομάδα, και ότι αναγνωρίζεται και ταυτίζεται με τα μέλη της παραβατικής ομάδας, καθώς αποκτά θετικά συναισθήματα προς αυτήν. Εφ’ όσον σε ένα δεύτερο στάδιο βρέθηκε ότι το αίσθημα του «ανήκειν» και η αυτοεκτίμηση συνδέονται θετικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αφού το παιδί αισθάνεται ότι γίνεται κάπου αποδεκτό, κατ’ επέκταση ανεβαίνει και η αυτοεκτίμηση σου. Συνεπώς, είναι αρκετά πιθανόν τα νεαρά άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα οποία νιώθουν κοινωνικά αποκλεισμένα να είναι περισσότερο επιρρεπή στο να εκδηλώσουν παραβατική συμπεριφορά αν συναναστραφούν με άλλους συνομήλικους παραβάτες.

Ειδικά, η συναναστροφή με φίλους φαίνεται να αποτελεί έναν τόσο ισχυρό επιδραστικό παράγοντα για το εάν ένα νέο άτομο θα παραβατήσει, καθώς μπορεί να μετριάσει μέχρι και την επίδραση της παιδικής κακοποίησης στην μετέπειτα κακοποίηση που θα ασκήσει το ίδιο το παιδί, δηλαδή τον κύκλο της βίας. Συνεπώς, οι φίλοι μπορούν να επηρεάσουν τόσο αρνητικά όσο και θετικά την συμπεριφορά του νέου.

Τόσο οι αντίξοες όμως παιδικές εμπειρίες, όπως η σωματική κακοποίηση, όσο και το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον επιδρούν στη νεανική βίαιη παραβατικότητα, κυρίως μέσω της χρήσης όπλων. Αντιστρόφως ανάλογα, η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως περισσότερη επιτήρηση των παιδιών από τους γονείς, λιγότεροι διαπληκτισμοί και περισσότερη επικοινωνία μεταξύ τους φαίνεται να μειώνει το φαινόμενο της εμπλοκής των νέων. Μάλιστα, σύμφωνα με μια έρευνα των Buchanan et al. (2020), στην Φλόριντα των Η.Π.Α. εν μέσω κορωνοϊού σημειώθηκε σημαντική μείωση των εναλλακτικών μέτρων αντί της σύλληψης (civil citation) στο τμήμα της Φλόριντας που επικεντρώνεται στην νεανική δικαιοσύνη (Florida Department of Juvenile Justice-FDJJ). Η μείωση αυτή σημειώθηκε από τον Φεβρουάριο μέχρι Μάρτιο 2020 και θα μπορούσε μάλλον να αποδοθεί στον κατοίκων περιορισμό των νέων και την μεγαλύτερου βαθμού επιτήρησή τους από τους γονείς (Dazio et al., 2020).

Ο προστατευτικός ρόλος ενός σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος και οι ισχυροί γονεϊκοί δεσμοί επισημαίνονται επίσης, ενώ η αρνητική σύνδεση των γονεϊκών δεσμών με το αίσθημα ανήκειν καθιστά πιθανό ότι οι ασθενείς γονεϊκοί δεσμοί αυξάνουν την ανάγκη του ατόμου να ταυτιστεί με άλλους συνομήλικους, καλύπτοντας αυτό το κενό.

O ρόλος των Μ.Μ.Ε. μέσα από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας όχι μόνο δεν φαίνεται να αποτελεί έναν αποτρεπτικό παράγοντα στην εκδήλωση της παραβατικής συμπεριφοράς στο Ηνωμένο Βασίλειο μέσω του ενημερωτικού χαρακτήρα, αλλά θα μπορούσε μέσα από τα στατιστικά που παρουσιάστηκαν, ακόμα να ειπωθεί, ότι αυξάνει τις προκαταλήψεις του κοινού απέναντι σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, με αποτέλεσμα οι νέοι από χαμηλές κοινωνικοοικονομικές τάξεις και ξένων εθνικοτήτων να βρίσκουν την μοναδική διέξοδο σε παραβατικές ομάδες, όπου γίνονται τελικά αποδεκτοί. Ο ρόλος των Μ.Μ.Ε. εν τέλει τείνει να διαθέτει εμπορικό χαρακτήρα, καθώς περιορίζεται σε σκηνές βίας και τίτλους εντυπωσιασμού, στιγματίζοντας ως εκ τούτου οποιονδήποτε στοχεύει. Ως εκ τούτου, τα Μ.Μ.Ε. θα μπορούσαν να εστιάσουν στην πρόληψη μέσα από προτάσεις για την ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου και την αποτροπή των νέων από μια ενδεχόμενη μελλοντική παραβατική εμπλοκή, προσφέροντας έτσι στο ευρύ κοινό μία πιο ολοκληρωμένη ενημέρωση για το φαινόμενο.

Επίλογος

Εν κατακλείδι, πολλαπλοί παράγοντες επιδρούν στην ψυχοσύνθεση του νεαρού ατόμου, που θα εκδηλώσει εν τέλει παραβατική συμπεριφορά. Οι παράγοντες αυτοί ξεκινούν να επιδρούν στην ψυχοσύνθεση του ατόμου από την στιγμή που εκείνο έρχεται σε επαφή με την πρώτη μορφή κοινωνίας, δηλαδή με την οικογένεια, και συνεχίζουν να επιδρούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου και σε κάθε κοινωνική του συναναστροφή.

Στη βιβλιογραφία, κατά κόρον το βάρος μελέτης αυτού του φαινομένου τοποθετείται στην διερεύνηση της επίδρασης των εξωτερικών παραγόντων στην εκδήλωσης παραβατικής συμπεριφοράς, όπως οι ισχυροί ή χαλαροί γονεϊκοί δεσμοί,  το ασταθές οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, η εθνικότητα, το φύλο του ατόμου, η οικονομική εξαθλίωση ή ευημερία, παρέα με παραβατικούς ή μη φίλους, αντίξοες παιδικές εμπειρίες, ελλιπής γονεϊκός έλεγχος, αφήνοντας ίσως να εννοηθεί ότι ένα νεαρό άτομο είναι πιθανόν να είναι έρμαιο των εξωτερικών συνθηκών, στις οποίες δεν καλείται να επιλέξει. Λιγότερο συχνά η βιβλιογραφία εξετάζει την επίδραση των εσωτερικών συνθηκών στην εκδήλωση της παραβατικής συμπεριφοράς όπως είναι η αυτοπεποίθηση, η εμπιστοσύνη και πίστη στις ικανότητες του ατόμου, η θετική στάση, η αυτό εκτίμηση, η πνευματική ανθεκτικότητα, αυτό-έλεγχος η ικανότητα διαχείρισης στρεσογόνων καταστάσεων και ο βαθμός  της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Συγκεκριμένα, μόνο δυο (2) από τις παραπάνω έρευνες που αναλύθηκαν σε αυτήν την μελέτη εξετάζουν τις εσωτερικές συνθήκες ως επιδραστικούς παράγοντες, και αυτές όχι σε εκτενή βαθμό.

Συνεπώς, μελλοντικές έρευνες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσαν να στοχεύσουν περισσότερο στη διερεύνηση εσωτερικών επιδραστικών παραγόντων, όπως αυτός της πνευματικής ανθεκτικότητας που καθιστά ένα άτομο πιο πιθανό να παραβατήσει παρά τους εξωγενείς παράγοντες που το ωθούν στην εμπλοκή, ή αντιστρόφως ανάλογα στην έλλειψη της ανθεκτικότητας που ακόμα και σε ευνοϊκές εξωτερικές συνθήκες (π.χ. σταθερό οικογενειακό περιβάλλον, οικονομική ευημερία) ένα νεαρό άτομο καθίσταται πιθανόν να παραβατήσει. Μέσω αυτού του τρόπου, ίσως θα μπορούσε να εξομαλυνθεί και το στίγμα που σχηματίζεται και από τα Μ.Μ.Ε. για συγκεκριμένες μη προνομιούχες πληθυσμιακές ομάδες.

Τέλος, αφού εντοπίστηκε σημαντική μείωση του αριθμού ανηλίκων που έρχονται συνολικά σε επαφή για πρώτη φορά με το σύστημα της δικαιοσύνης του Ηνωμένου Βασιλείου, θα αποτελούσε σημαντική συνεισφορά στην βιβλιογραφία σε ένα επόμενο στάδιο αυτής της μελέτης, η αναζήτηση και ανάλυση των αιτιών της μείωσης του φαινομένου. Κατ’ επέκταση απώτερος στόχος της παρούσας μελέτης είναι η εξέταση του φαινομένου από περισσότερες πτυχές, καθώς και η σφαιρική προσέγγιση της αλήθειας.

Μαρίνα Τσαλούπη, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια εγκληματολογίας του University of Essex

*photo by wat vanacker on unsplash

Βιβλιογραφία

Ξενόγλωσση

Alisa Spink, Daniel Boduszek, Agata Debowska. (2020) Investigating the Integrated Psychosocial Model of Criminal Social Identity (IPM-CSI) within a sample of community-based youth offenders. Journal of Human Behavior in the Social Environment 30:2. 118-137.

Alleyne, E. & Wood, J.L (2010) Gang involvement: Psychological and behavioral characteristics of gang members, peripheral youth, and nongang youth. Aggressive behavior, 36(6): 423-436.

Alleyne, E., Wood, J.L., Mozova, K. and James, M. (2016) Psychological and behavioural characteristics that distinguish street gang members in custody. Legal and Criminological Psychology, 21(2): 266-285.

Barlas, J. & Egan, V. (2006) Weapons carrying in British teenagers: The role of personality, delinquency, sensational interests, and mating effort. The Journal of Forensic Psychiatry & Psychology, 17(1): 53-72.

Bailey, S., Smith, C. and Dolan, M. (2001) The social background and nature of “children” who perpetrate violent crimes: A UK perspective. Journal of Community Psychology, 29(3): 305-317.

Briggs, D. (2010) ‘True stories from bare times on road’: Developing empowerment, identity and social capital among urban minority ethnic young people in London, UK. Ethnic and Racial Studies, 33(5): 851-871.

Buchanan, M., Castro, E.D., Kushner, M. and Krohn, M.D. (2020) It’s F** ing Chaos: COVID-19’s impact on juvenile delinquency and juvenile justice. American journal of criminal justice. 45(4): 578-600.

Campistol, C., & Aebi, M. F. (2018). Are juvenile criminal justice statistics comparable across countries? A study of the data available in 45 European nations. European Journal on Criminal Policy and Research, 24(1): 55-78.

Centre for longitudinal studies (N.D.) MCS Age 14 Sweep. Available from: https://cls.ucl.ac.uk/cls-studies/millennium-cohort-study/ [Accessed 14 October 2021].

Cockcroft, T. (2012). Police culture: Themes and concepts. Routledge.

Crosnoe, R. (2004). Social capital and the interplay of families and schools. Journal of Marriage and family, 66(2): 267-280.

Dazio, S., Briceno, F., & Tarm, M. (2020) Crime drops around the world as COVID-19 keeps people inside. ABC News. Available from: https://apnews.com/article/chicago-tx-state-wire-il-state-wire-ny-state-wire-virus-outbreak-bbb7adc88d3fa067c5c1b5c72a1a8aa6  [Accessed 15 October 2021].

Densley, J. (2011) Ganging up on gangs: Why the gang intervention industry needs an intervention. The British Journal of Forensic Practice 13(1): 12-23.

Dufur, M. J., Hoffmann, J. P., Braudt, D. B., Parcel, T. L., & Spence, K. R. (2015). Examining the effects of family and school social capital on delinquent behavior. Deviant Behavior, 36(7), 511-526.

Dufur, M. J., Thorpe, J. D., Barton, H. S., Hoffmann, J. P., & Parcel, T. L. (2019). Can Social Capital Protect Adolescents from Delinquent Behavior, Antisocial Attitudes, and Mental Health Problems? Archives of Psychology, 3(6).

Fishman, M. & Cavender, G. (1998). Entertaining crime: Television reality programs (eds.)

Haylock, S., Boshari, T., Alexander, E. C., Kumar, A., Manikam, L., & Pinder, R. (2020) Risk factors associated with knife-crime in United Kingdom among young people aged 10–24 years: a systematic review. BMC Public Health 20(1): 1-19.

Hoffmann, J.P., Thorpe, J.D. & Dufur, M.J. (2020) Family social capital and delinquent behavior in the United Kingdom. Social Sciences 9(10): 178. DOI:

Hoffmann, J. P., & Dufur, M. J. (2018) Family social capital, family social bonds, and juvenile delinquency. American Behavioral Scientist 62(11): 1525-1544. DOI:

Jackson, J. W. (2002) Intergroup attitudes as a function of different dimensions of group identification and perceived intergroup conflict. Self and identity 1(1), 11-33.

Manzoni, P., & Schwarzenegger, C. (2019) The influence of earlier parental violence on juvenile delinquency: The role of social bonds, self-control, delinquent peer association and moral values as mediators. European Journal on Criminal Policy and Research 25(3): 225-239.

Ministry of Justice. (2021) Youth Justice Statistics 2019/2020. Available from: https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/956621/youth-justice-statistics-2019-2020.pdf [Accessed 13 June 2021]

Northeastern University (N.D.) International Self-Report Delinquency Study, Available from: https://web.northeastern.edu/isrd/isrd3/ [Accessed 15 October 2021].

Parcel, T. L., Dufur, M. J., & Cornell Zito, R. (2010). Capital at home and at school: A review and synthesis. Journal of marriage and family, 72(4), 828-846.

Paxton, P. (1999). Is social capital declining in the United States? A multiple indicator assessment. American Journal of sociology, 105(1), 88-127.

Putnam, R. D. (2000). Bowling alone: America’s declining social capital. In Culture and politics (pp. 223-234). Palgrave Macmillan, New York.

Reiner, R., Livingstone, S. and Allen, J. (2012) ‘From law and order to lynch mobs: Crime news since the Second World War’, in Mason, P. (eds) Criminal visions. Routledge. 25-44.

Rogan, A. (2021). The Demonization of Delinquency: Contesting Media Reporting and Political Rhetoric on Youth Crime. International Modern Perspectives in Academia and Community Today, (1).

Wood, R. (2010) UK: the reality behind the ‘knife crime’debate. Race & class. 52(2): 97-103.

Smith, I. D. (2007) Being tough on the causes of crime: Tackling family breakdown to prevent youth crime. Social Justice Challenge 1-15.

Smith, D.J. & Ecob, R. (2007) An investigation into causal links between victimization and offending in adolescents. The British Journal of Sociology, 58(4): 633-659.

Wood, J.L., Kallis, C. & Coid, J.W. (2017) Differentiating gang members, gang affiliates, and violent men on their psychiatric morbidity and traumatic experiences. Psychiatry. 80(3): 221-235.

Spink, A., Boduszek, D., Debowska, A. and Bale, C. (2019) Validation of the Measure of Delinquent Social Identity among youth offenders in the UK. Deviant Behavior 40(9): 1031-1042.

Valverde, M. (2006) Law and order: Images, meanings, myths. Rutgers University Press.

Weichold, K. & Blumenthal, A (2018) Problemverhalten. In: Lohaus, A. (Ed.), Entwicklungspsychologie des Jugendalters, Berlin: Springer. 22: 169–196.

Weitekamp, E.G. (2015) ‘A Look at the Street Gang Violence Situation in Europe’ in Krohn, M.D. & Lane, J. (eds) The Handbook of Juvenile Delinquency and Juvenile Justice. John Wiley & Sons. 536-543.

World Health Organization (2020) Youth Violence. Available from:  https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/youth-violence [Accessed 8 June 2021].

Nasr, I., Sivarajasingam, V., Jones, S. and Shepherd, J. (2010) Gender inequality in the risk of violence: material deprivation is linked to higher risk for adolescent girls. Emergency medicine journal. 27(11): 811-814.

Wright, D. R., & Fitzpatrick, K. M. (2006). Social capital and adolescent violent behavior: Correlates of fighting and weapon use among secondary school students. Social Forces, 84(3), 1435-1453.

Wright, J. P., Cullen, F. T., & Miller, J. T. (2001) Family social capital and delinquent involvement. Journal of Criminal Justice 29(1), 1-9.

BBC News (4 March, 2019) Knife crime: ‘No single solution’ says Sajid Javid. BBC news. Available from: https://www.bbc.co.uk/news/uk-47440487 [Accessed 19 June 2021]

Falshaw, L. & Browne K., (1997) Adverse childhood experiences and violent acts of young people in secure accommodation. Journal of Mental Health, 6(5): 443-456.

The national archives (N.D.) Children and Young Persons Act 1933. Available from: https://www.legislation.gov.uk/ukpga/Geo5/23-24/12  [Accessed 16 October 2021].

Ελληνόγλωσση

Γαρδίκας, Κ. (1951) Οι ανήλικοι εγκληματίαι. Ποινικά Χρονικά, 212-223

Κουράκης, Ν. (1986) Ανήλικοι παραβάτες και ποινική δικαιοσύνη (Σκέψεις για μια επανεξέταση του ισχύοντος ποινικού δικαίου ανηλίκων). Αθήνα: Νομικό Βήμα, 175-179

Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Ν. 4619/2019. Κύρωση του Ποινικού Κώδικα. Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 95/Α/11-6-2019).

Παπαζαχαρίου, Ι. Κ. (1956) Αναμορφωτική αγωγή ανηλίκων εγκληματιών, υπό το κράτος του Ελληνικού Ποινικού Κώδικος έτους 1950. Αστυνομικά Χρονικά, 3449 επ.

Χάϊδου, Α. (2013) Εγκληματικότητα ανηλίκων: αιτιολογικές προσεγγίσεις και κοινωνικός έλεγχος. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

[1] Το κοινωνικό κεφάλαιο ορίζεται ως προς το μακρό-επίπεδο, δηλαδή στις κοινωνικές επενδύσεις στα κοινά αγαθά  του κοινωνικού συνόλου (Paxton, 1999; Putnam, 2000) ή σε μικρό-επίπεδο, δηλαδή στις κοινωνικές σχέσεις που συνάπτονται μεταξύ των ατόμων και άλλων φορέων (Crosnoe, 2004;  Parcel et al., 2010).

[2] Τα δεδομένα της έρευνας των Hoffmann et al., (2020) συλλέχτηκαν το 2015-2016  από τον έκτο κύμα της Ομαδικής Μελέτης της Χιλιετίας (UK Millennium Cohort Study), όταν οι ηλικίες των νέων ήταν 14 ετών. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν με την χρήση ερωτηματολογίων, τα οποία απαντήθηκαν από παιδιά και γονείς, όπου n=11,352. Η Ομαδική Μελέτη της Χιλιετίας (UK Millennium Cohort Study - MCS) παρακολουθεί τη ζωή περίπου 19.000 νέων που γεννήθηκαν σε όλη την Αγγλία, τη Σκωτία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία το 2000-02 (Centre for longitudinal studies, N.D.).

[3] Για την διεξαγωγή της έρευνας μέσω ερωτηματολογίου, λήφθηκαν ως ευκαιριακό δείγμα πέντε (5) παραβατικές ομάδες νέων στην περιοχή Yorkshire στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι συμμετέχοντες (n=536) είχαν ηλικίες από 12 έως 17 ετών και εξέτιαν εκείνο το χρονικό διάστημα την ποινή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα 2/3 των συμμετεχόντων ζούσαν σε μονογονεϊκές οικογένειες.

[4] Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας οι παράγοντες κινδύνου διακρίνονται σε τέσσερις (4) κατηγορίες: ο ατομικός παράγοντας, ο παράγοντας σχέσεων, ο παράγοντας της κοινότητας και ο κοινωνικός παράγοντας (World Health Organization, 2020).

[5] Για την συλλογή δεδομένων της συγκεκριμένης έρευνας αξιοποιήθηκε αγγλική βιβλιογραφία μέσα από τέσσερις (4) βάσεις δεδομένων (EMBASE, Medline, PsycINFO & OpenGrey) και ενσωματώθηκαν μόνο 16 άρθρα από το 1990 και μετά.

[6] Τα δεδομένα συλλέχτηκαν από την τρίτη σάρωση της Διεθνούς Μελέτης Αυτό-αναφοράς για την Παραβατικότητα (International Self-Report Delinquency - ISRD3), μελέτης που ερευνά την νεανική παραβατικότητα και θυματοποίηση. Η  μελέτη αυτή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται συνολικά 35 χώρες διήρκησε από 2012 έως 2019 (Northeastern University, N.D.). Στο τρίτο γκρουπ μελέτης (ISRD3) ενσωματώθηκαν 26 χώρες, μεταξύ των οποίων και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα δεδομένα που συλλέχτηκαν με την μορφή τυποποιημένου ερωτηματολογίου που συμπληρώθηκε από παιδιά 13 έως 15 ετών με N=52,994.