ΤΕΥΧΟΣ #22 ΜΑΡΤΙΟΣ 2024

Μια επισκόπηση του geographical profiling στην εγκληματολογία

Βασιλεία Γεωργαλή Κόλλια, Κοινωνιολόγος Μέρος Α'

Μία σύντομη αλλά ουσιώδης ανάλυση του geographical profiling ως εγκληματολογική μέθοδος, η οποία δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα στην Ελλάδα επαρκώς και η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες επιστημονικές μεθόδους και εργαλεία που επιστρατεύουν οι Αστυνομικές Αρχές στις έρευνές τους.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το παρόν άρθρο αποσκοπεί σε μία πρώτη ‘’γνωριμία’’ του αναγνώστη με το Geographical Profiling, ένα ερευνητικό εργαλείο αλλά και μία ερευνητική μέθοδο, η οποία συλλέγει πληροφορίες από περιοχές όπου έχουν διαπραχθεί εγκλήματα, στοχεύοντας στην ανάδειξη της πιο πιθανής περιοχής όπου εδρεύει ο δράστης. Το Geographical Profiling στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα ενταχθεί στις αστυνομικές έρευνες, ενώ μάλιστα δεν του έχει δοθεί μέχρι στιγμής και η απαραίτητη—κατά την άποψή μας—προσοχή σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο.

Το άρθρο πρόκειται να δημοσιευτεί σε μέρη Α’ και Β’. Στο Α’ Μέρος του άρθρου θα αναλυθούν καταρχήν γενικές πληροφορίες για το geographical profiling, δηλαδή τι ορίζεται ως geographical profiling, ποιος είναι ο στόχος του, καθώς και το ποιες είναι οι θεωρητικές βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται για να δημιουργηθεί και να διεξαχθεί το geographical profiling ενός δράστη.

Ορισμός του geographical profiling και ο στόχος του

Το geographical profiling (GP ή Geographical Offender Profiling - GOP) συνιστά εγκληματολογική ερευνητική μέθοδο, η οποία επεξεργάζεται και αναλύει τις όποιες πληροφορίες και δεδομένα διαθέτει αναφορικά με ένα διαπραχθέν έγκλημα σε μία συγκεκριμένη περιοχή, με στόχο να εντοπιστεί η κατοικία του κατ’ εξακολούθηση δράστη ή/και η περιοχή όπου εδρεύει, το λεγόμενο «offender’s anchor point» (το σημείο αγκύρωσης του δράστη ή, αλλιώς, θα μπορούσαμε να πούμε η έδρα του δράστη) (Hunt et al., 2021; Nichols, 2019; Rombouts & Rossmo, 2017; Rossmo, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008). Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το geographical profiling εφαρμόζεται για κατ’ εξακολούθηση εγκληματίες (Nichols, 2019). Χρησιμοποιούνται τόσο ειδικά ηλεκτρονικά συστήματα και βάσεις δεδομένων όσο και έρευνες από παρόμοια διαπραχθέντα εγκλήματα με συγκεκριμένη χωρική και χρονική συμπεριφορά που χαρακτηρίζουν τον εν λόγω δράστη, τα οποία βοηθούν τις Αστυνομικές Αρχές να προσανατολίζουν τις έρευνές τους σε μία πιθανότερη τοποθεσία όπου ενδέχεται να βρίσκεται και να μειώνουν σημαντικά τον αριθμό των υπόπτων τους, που συνήθως στην αρχή είναι εξαιρετικά μεγάλος και μη διαχειρίσιμος (Hunt et al., 2021).

Δύο κατατοπιστικοί και—κατά την άποψή μας—ολοκληρωμένοι ορισμοί του geographical profiling είναι οι εξής:

  1. «Μία εγκληματολογική ερευνητική μεθοδολογία που αναλύει τις τοποθεσίες μίας συνδεδεμένης σειράς εγκλήματος/-μάτων, ώστε να προσδιορίσει την πιο πιθανή περιοχή διαμονής του δράστη» (Rossmo, όπως αναφέρεται στους Hunt et al., 2021, p. 2).
  2. «Μια ερευνητική τεχνική διερεύνησης, η οποία αναφέρεται στη διαδικασία εντοπισμού και ανάλυσης τοποθεσιών εγκλημάτων, για την διαμόρφωση πληροφοριών σχετικά με τους δράστες και πιο συγκεκριμένα, [με το] πού είναι πιθανό να εντοπιστούν οι δράστες συγκεκριμένων αδικημάτων» (Hunt et al., 2021, p. 2).

Με άλλα λόγια, στόχος του geographical profiling αποτελεί η αναγνώριση και η εύρεση της πιθανότερης περιοχής όπου εδρεύει ο δράστης (Levine, όπως αναφέρεται στους Laukkanen et al., 2003) και κατ’ επέκταση η επίτευξη ανακάλυψης της ταυτότητάς του και εν τέλει της σύλληψής του (Nichols, 2019). Στην ουσία, ο προαναφερθείς στόχος βασίζεται στην θεωρητική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία το μοτίβο που ακολουθεί ο δράστης και η ανάλυση αυτού με την βοήθεια του geographical profiling αποκαλύπτει βαρυσήμαντα στοιχεία για (Rombouts & Rossmo, 2017):

  • Τον ίδιο,
  • Τον εγκληματικό στόχο του,
  • Το είδος σχέσης και διαντίδρασης αυτών των δύο τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με την τοποθεσία όπου έλαβε μέρος το έγκλημα,
  • Την οικειότητα, την γνώση του δράστη για το συγκεκριμένο περιβάλλον σε συνδυασμό με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται και κατανοεί αυτό το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον—ο λεγόμενος «γνωστικός χάρτης» (Levine, όπως αναφέρεται στους Laukkanen et al., 2003),
  • Το ποσοστό προμελέτης και προετοιμασίας του εγκληματικού σχεδίου του, κ.ά.

Χρησιμοποιούνται ποιοτικές και ποσοτικές μέθοδοι, βοηθώντας τις Αστυνομικές Αρχές να εστιάσουν σε συγκεκριμένες περιοχές—ή ακόμα σε συγκεκριμένες ώρες και μέρες της εβδομάδας (Wikstrom, όπως αναφέρεται στους Bottoms & Wiles, 1992), να ξεδιαλύνουν την πληθώρα υπόπτων που ενδέχεται να προκύψουν από τις έρευνες και να επικεντρωθούν σε συγκεκριμένους δράστες που συγκεντρώνουν χαρακτηριστικά και κριτήρια που επιδεικνύει το geographic profiling, το οποίο με την σειρά του ακολουθεί τις προσεγγίσεις της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας (Rombouts & Rossmo, 2017). Ενδεικτικά κάποιες χώρες που έχουν χρησιμοποιήσει ή και συνεχίζουν να χρησιμοποιούν βάσεις δεδομένων εφαρμόζοντας τις αρχές του geographical profiling είτε σε αστυνομικές έρευνες είτε και σε ερευνητικό επίπεδο είναι π.χ. οι ΗΠΑ, η Φινλανδία, η Σουηδία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, κ.ά. (Κομπογιάννη, 2012).

Περιβαλλοντική Εγκληματολογία και Geographical Profiling

Η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία (Environmental Criminology) επιδιώκει τον εντοπισμό πιθανών εγκληματικών μοτίβων (crime patterns), προσπαθώντας να τα εξηγήσει μέσα από τις ποικίλες επιδράσεις που δέχονται από το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον (Bottoms & Wiles, όπως αναφέρονται στη Nichols, 2019; Townsley & Wortley, 2017). Εν συνεχεία, προσπαθεί να διαμορφώσει σχετικές θεωρίες, οι οποίες θα εμπεριέχουν σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με τα τρέχοντα εγκληματολογικά ζητήματα και τα οποία με την σειρά τους θα αξιοποιηθούν για την εκπόνηση ή/και την βελτίωση των κατάλληλων στρατηγικών για την μείωση και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας (Townsley & Wortley, 2017). Εν ολίγοις, προσπαθεί να κατανοήσει το έγκλημα αυτό καθ’ αυτό μελετώντας και ερευνώντας το περιβάλλον όπου λαμβάνει χώρα, το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται (Andresen, 2010), καθώς το έγκλημα έχει την δική του γεωγραφική εξήγηση, το δικό του γεωγραφικό αποτύπωμα (Andresen, 2006).

Γι’ αυτό, η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία λαμβάνει υπ’ όψιν της όλα εκείνα τα στοιχεία που απαρτίζουν και δομούν ένα περιβάλλον: Την αρχιτεκτονική του, τον λεπτομερή αστικό σχεδιασμό του, όπως παραδείγματος χάριν τους δρόμους, τα κτίρια, τα κέντρα διασκέδασης, τις αρτηριακές οδούς, τις γειτονιές, τον επαρκή ή μη φωτισμό αυτών κατά τις βραδινές ώρες, κ.ά., αλλά και τους κοινωνικούς θεσμούς που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό, π.χ. ύπαρξη σχολείων, επιχειρήσεων, υπηρεσιών, χώρων κοινωνικοποίησης, όπως τα πάρκα, η ίδια η ποιότητα της ζωής στην εκάστοτε περιοχή, η ύπαρξη ή μη αστυνόμευσης και αστυνομικού τμήματος στην εν λόγω περιοχή, η ύπαρξη ή μη νυχτερινής ζωής, κ.ά., καθώς και τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα που ζουν μέσα στο εν λόγω περιβάλλον (Andresen, 2010). Οι επιστημονικές βάσεις της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας που αιτιολογούν, θα λέγαμε, αυτόν τον προσανατολισμό της στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον συναρτήσει των κοινωνικών υποκειμένων μπορούν να συνοψιστούν με τα λόγια του Andersen (2010):

«[…] ανταποκρινόμαστε, προσαρμοζόμαστε κι αλλάζουμε ως αποτέλεσμα του περιβάλλοντος του οποίου αποτελούμε μέρος του» (p. 3).

Με τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, και η εγκληματική συμπεριφορά συνιστά έναν τρόπο απόκρισης, προσαρμογής και αλλαγής σε ένα περιβάλλον (Andresen, 2010).

Συνοπτικά, λοιπόν, η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία ερευνά τα εγκληματικά μοτίβα και εξηγεί το έγκλημα μέσα από την επίδραση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, προσπαθώντας να κατανοήσει τη γεωγραφική εξήγηση του εγκλήματος. Λαμβάνοντας υπόψη την αρχιτεκτονική, τον αστικό σχεδιασμό, τους κοινωνικούς θεσμούς και τα κοινωνικά υποκείμενα που απαρτίζουν ένα περιβάλλον, η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία επιδιώκει να αναπτύξει θεωρίες και στρατηγικές για τη μείωση και καταπολέμηση της εγκληματικότητας. Μέσω αυτής της προσέγγισης, αναδεικνύεται η σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο έγκλημα και το περιβάλλον, καθώς και η επίδραση που έχει το περιβάλλον στην εγκληματική συμπεριφορά. Με απλά λόγια, η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία προσφέρει τις κατάλληλες και απαραίτητες θεωρητικές βάσεις εξήγησης των εγκληματικών μοτίβων, πάνω στις οποίες ειδικοί του geographical profiling βασίζονται, προκειμένου να διαμορφώσουν τις εκτιμήσεις τους για την τέλεση ενός εγκλήματος, ενώ η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία με τη σειρά της χρησιμοποιεί τα πορίσματα των τελευταίων για να βελτιστοποιήσει και επαληθεύσει τις ανάλογες θεωρίες της (Townsley & Wortley, 2017).

Βασικές Αρχές στο Geographical Profiling:

Α) Η Εγγύτητα και οι Αρχές της

Οι αρχές του geographical profiling βασίζονται στην κατανόηση των αποφάσεων του δράστη για την επιλογή της περιοχής όπου τέλεσε την αξιόποινη πράξη, αρχές που εφάπτονται της «έννοιας της εγγύτητας και της μορφολογίας» (Canter & Youngs, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021). Συγκεκριμένα, η εγγύτητα παραπέμπει στις κοντινές αποστάσεις μεταξύ της τοποθεσίας όπου λαμβάνει χώρα το έγκλημα και της τοποθεσίας εντός της οποίας κινείται καθημερινά ο δράστης, ενώ η μορφολογία αναφέρεται στο γενικό μοτίβο της κατανομής της εγκληματικότητας, η οποία εμφανίζεται γύρω από την βάση του δράστη (Canter & Youngs, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021).

Α1) Η Βάση των Δραστών

Η λεγόμενη «βάση των δραστών» (base of offenders’ operations) συνιστά τα μέρη όπου είθισται να κινείται και να συχνάζει ο δράστης καθημερινά για την εκπλήρωση των μη εγκληματικών δραστηριοτήτων του (π.χ. στην δουλειά, σε σπίτια φίλων, σε χώρους για τις ψυχαγωγικές του δραστηριότητες, κ.ά.) (Andresen, 2006; Hunt et al., 2021; Rombouts & Rossmo, 2017). Η βάση των δραστών θεωρείται πως αποτελεί καταρχήν το σημείο αγκύρωσής τους (offenders’ anchor point) και κατά δεύτερον ένα γεω-χωρικό μοτίβο για την τέλεση εγκλημάτων των δραστών (Hunt et al., 2021).

Α2) Η Αποσύνθεση της Απόστασης

Στην έννοια τής εγγύτητας εντάσσεται η αρχή της «αποσύνθεσης της απόστασης» (distance decay), σύμφωνα με την οποία η πιθανότητα για διάπραξη ενός εγκλήματος μειώνεται όσο αυξάνεται η απόσταση που χρειάζεται να διανύσει ο δράστης από την βάση του (Turner, όπως αναφέρεται στους Laukkanen et al., 2003; Rossmo & Rombouts, 2017; van der Kemp & van Koppen, 2008). Εδώ συγκαταλέγεται και η «Αρχή της ελάχιστης προσπάθειας» (Least-effort Principle), η οποία σε γενικές γραμμές υποστηρίζει πως οι περισσότεροι δράστες καταβάλλουν την ελάχιστη απαιτούμενη και μόνο προσπάθεια για να επιτύχουν την ολοκλήρωση των αξιόποινων πράξεών τους (Gottfredson & Hirschi, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008 και Zipf, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008).

Πιο συγκεκριμένα, η «αποσύνθεση της απόστασης» προέρχεται από την Θεωρία της Ορθολογικής Επιλογής και ομοιάζει σημαντικά με την προαναφερθείσα αρχή της ελάχιστης προσπάθειας (Cornish & Clarke, όπως αναφέρονται στους  van der Kemp & van Koppen, 2008 και Βecker, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008). Σύμφωνα με τη Θεωρία της Ορθολογικής Επιλογής, ο κάθε δράστης, όντας ένα κοινωνικό υποκείμενο, προτού προβεί στην τέλεση της αξιόποινης πράξης του υπολογίζει σε πρώτο επίπεδο τα κόστη και τα οφέλη που θα προκύψουν σε συνδυασμό με την ελάχιστη προσπάθεια που απαιτείται να καταβάλλει για την ολοκλήρωσή της (Baldwin & Bottoms, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008 και Bullock, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008 και Capone & Nichols, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008).

Η συνάρτηση της «αποσύνθεσης της απόστασης» βασίζεται πάνω σε αυτήν την γνώση των δραστών αναφορικά με τον υπολογισμό τους για τα κόστη και τα οφέλη (van der Kemp & van Koppen, 2008). Παρ’ όλα αυτά, οι ίδιοι δεν γνωρίζουν τα πραγματικά κόστη και οφέλη, ενώ οι αποφάσεις τους θεωρείται ότι είναι λιγότερο ορθολογικές απ’ ό,τι συνήθως υποτίθεται, και αυτό γιατί οι αποφάσεις τους βασίζονται στα κόστη και στα οφέλη που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται (van der Kemp & van Koppen, 2008). Αυτή η επεξηγηματική προσέγγιση ενσαρκώνεται στο λεγόμενο «Μοντέλο Περιορισμένης Ορθολογικής Επιλογής» (‘’Bounded rational choice model’’) (Simon, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008 και Johnson & Payne, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008). Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, από τη μία πλευρά, οι κοντινές τοποθεσίες για διάπραξη εγκλημάτων αποφεύγονται από τον δράστη λόγω των υψηλών πιθανοτήτων ανακάλυψης και σύλληψής του και, από την άλλη, οι μεγάλες αποστάσεις από τη βάση ή την κατοικία του γενικώς αποφεύγονται λόγω του μεγάλου κόστους μετακίνησης—από άποψη κυρίως χρόνου και κόπου—που απαιτείται από τον δράστη, με εξαίρεση, βέβαια, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μακρινές αποστάσεις παρουσιάζουν εγκληματικούς στόχους με πολλά υποσχόμενα κέρδη για τον ίδιο (όπως π.χ. μία ληστεία με κλοπιμαία πολύ μεγάλης αξίας, αν η αξιόποινη πράξη στεφθεί με επιτυχία) (Cornish & Clarke, όπως αναφέρονται στους Laukkanen et al., 2003; van Koppen & Jansen, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008).

Η συνάρτηση αποσύνθεσης της απόστασης υποστηρίζεται πως είναι μία από τις μεθόδους του geographical profiling που αποδίδει μία ολιστική περιγραφή της γεω-χωρικής συμπεριφοράς του δράστη ως προς τις μετακινήσεις του (van der Kemp & van Koppen, 2008). Στην ουσία, πρόκειται για ζητήματα τα οποία καλείται ο δράστης να λάβει υπ’ όψιν του, με την απόσταση που θα χρειαστεί να διανύσει για να φτάσει στην περιοχή όπου θα τελέσει την αξιόποινη πράξη του να είναι ένα από τα κυριότερα ζητήματα που τον απασχολούν (Rengert, 1992; Townsley, 2017). Η απόφασή του αυτή επηρεάζεται από παραμέτρους, όπως το εάν το εν λόγω μέρος είναι προσβάσιμο και γνώριμο στον ίδιο, καθώς και την ελαχιστοποίηση του ποσοστού διαφοροποίησης του από τους υπόλοιπους παρόντες στο συγκεκριμένο μέρος (Townsley, 2017): Εν ολίγοις πρόκειται για την πρόθεση του δράστη να ‘’ανακατευτεί’ με το πλήθος χωρίς να ξεχωρίζει με τον οποιονδήποτε τρόπο. Σχετικές έρευνες, μάλιστα, έχουν αναδείξει πως οι επιλογές των δραστών σχετικά με τις περιοχές όπου δρουν δεν είναι καθόλου τυχαίες, ενώ παράλληλα είναι συνειδητά ή/και ασυνείδητα καθορισμένες ήδη πριν από την διάπραξη του εν λόγω αδικήματος (Hunt et al., 2021).

Μία επιπρόσθετη παράμετρος που καλείται να λάβει υπόψη του ο δράστης είναι η επιλογή του ίδιου του τόπου όπου θα τελέσει το έγκλημά του, επιλογή η οποία έχει υποστηριχθεί πως συσχετίζεται κι επηρεάζεται από την ποικιλία των εγκληματικών ευκαιριών που συγκεντρώνονται στην συγκεκριμένη περιοχή, όπως π.χ. σκοτεινά σοκάκια, ανυπαρξία αστυνόμευσης, ελάχιστη κίνηση κατά τις βραδινές ώρες, κ.λπ. (Canter & Youngs, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021 και Lino et al., όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021 και Wiles & Costello, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021; Rossmo & Rombouts, 2017; Townsley, 2017). Μάλιστα, ο δράστης από την στιγμή που επιλέξει την καταλληλότερη για εκείνον περιοχή, ώστε να ξεκινήσει ή/και να συνεχίσει τις εγκληματικές του ενέργειες, το αμέσως επόμενο στάδιο είναι να εντοπίσει περισσότερα εν δυνάμει θύματα/εν γένει εγκληματικούς στόχους (Rombouts & Rossmo, 2017). Θεωρείται, τέλος, πως περισσότερες εγκληματικές ευκαιρίες οδηγούν και σε περισσότερα εγκλήματα (Hunt et al., 2021; Townsley, 2017; Κομπογιάννη, 2012). Τέλος, η Κομπογιάννη (2012, σ. 24) μάς υπενθυμίζει το εξής:

«Οι κοινωνιολόγοι και οι εγκληματολόγοι συμφωνούν ότι το κίνητρο των εγκληματιών δεν είναι ανεξέλεγκτο, απλά ο δράστης περιμένει για την κατάλληλη ευκαιρία. Ανεξάρτητα αν οι εγκληματίες πλέον έχουν την επιλογή διαφορετικών μέσων μετακίνησης, παραμένει το γεγονός ότι οι δράστες θέλουν να γνωρίζουν την περιοχή, εξακολουθούν να επιλέγουν περιοχές μεταξύ των 3 ή 4 μιλίων (6,4 χιλιόμετρα) (Taner & Tiesdell, 1997)».

Γενικά, η πλειοψηφία των ειδικών υποστηρίζει πως ο μέσος όρος των αποστάσεων ανάμεσα στην τοποθεσία του εγκλήματος και στην τοποθεσία της βάσης του δράστη σχετίζεται με τον τύπο του εγκλήματος, τη συμπεριφορά του δράστη, καθώς και τον χρόνο που χρειάζεται για να τελέσει την εγκληματική του πράξη, κ.λπ. (Capone & Nichols , όπως αναφέρονται στους Laukkanen et al., 2003). Παράλληλα, η τοποθεσία του διαπραχθέντος εγκλήματος, όπως έχει προαναφερθεί, παρέχει κρίσιμες πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο της εγκληματικής δράσης του δράστη, τον λόγο για τον οποίο επέλεξε τον συγκεκριμένο εγκληματικό στόχο/θύμα—ή διαφορετικά το ποια χαρακτηριστικά στο θύμα τον προσέλκυσαν για να επιλέξει αυτό το άτομο ως θύμα του—τις μεθόδους του, κ.ά. (Rombouts & Rossmo, 2017). Επιπλέον, έρευνες έχουν επισημάνει πως οι ίδιες οι τοποθεσίες εγκλημάτων μπορούν να αναδείξουν συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές που για κάποιον λόγο θεωρούνται σημαντικές για τον δράστη και τα αδικήματά του (Canter & Youngs, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021 και Lino et al., όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021 και Wiles & Costello, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021). Τέλος, ο τόπος του εγκλήματος όπου αφήνει το θύμα/θύματά του είναι, επίσης, ένα σημαντικότατο στοιχείο αναφορικά με το γεωγραφικό και ψυχολογικό προφίλ του (Nichols, 2019).

Σε πλήρη συνάρτηση με τα παραπάνω, έχει υποστηριχθεί πως αρκετά συχνά ο δράστης θα εντοπίσει τα κατάλληλα μέρη για να διαπράξει το έγκλημά του κατά την διάρκεια των μη εγκληματικών δραστηριοτήτων του (Andresen, 2010; Brantingham & Brantingham, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021).

Α3) Η Ζώνη Ασφαλείας και Η Εγκληματική Εμβέλεια

Εν συνεχεία, άλλη αρχή που εμπερικλείεται στην έννοια της εγγύτητας είναι αυτή της «ζώνης ασφαλείας» (buffer zone), κατά την οποία οι δράστες συνηθίζουν να διατηρούν μια μικρή απόσταση ανάμεσα στην περιοχή του ενδιαφέροντός τους και στην τοποθεσία της βάσης τους, προκειμένου να μειώσουν στο ελάχιστο τις πιθανότητες να τους αναγνωρίσουν πιθανοί μάρτυρες που ξέρουν την εγκληματική τους δραστηριότητα και ως εκ τούτου να μειώσουν τις πιθανότητες να συλληφθούν από τις Αρχές (Brantingham & Brantingham, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021; Rengert, 1992; van der Kemp & van Koppen, 2008; Κομπογιάννη, 2012). Ο Turner (όπως αναφέρεται σε Rengert, 1992) επισήμανε πως οι δράστες τείνουν να αποφεύγουν να διαπράττουν τα εγκλήματά τους πολύ κοντά στην κατοικία τους—1 με 2 οικοδομικά τετράγωνα γύρω από το σπίτι τους- προκειμένου να μειώσουν τις πιθανότητες να τους αναγνωρίσουν οι κάτοικοι της περιοχής.

Η περιοχή ανάμεσα στο buffer zone (ζώνη ασφαλείας) και στο distance decay (αποσύνθεση της απόστασης) ονομάζεται «εγκληματική εμβέλεια» (criminal range), όπου ο γεωγραφικός στόχος του δράστη είναι περιοχές γνωστές στον ίδιο και τις επιλέγει ακριβώς για αυτόν τον λόγο, προκειμένου να τελέσει τα εγκλήματά του (Hunt et al., 2021). Διαφορετικά, με τα λόγια των van der Kemp και van Koppen (2008, σ. 335) αναφερόμενοι στους Canter & Larkin (1993) η «εγκληματική εμβέλεια είναι η γενικότερη περιοχή, όπου έχουν διαπραχθεί τα εγκλήματα: ή πιο συγκεκριμένα […] η περιοχή που ορίζεται από τον μικρότερο κύκλο που περιλαμβάνει όλους τους χώρους εγκληματικότητας ενός συγκεκριμένου δράστη».

Η ζώνη ασφαλείας εξηγείται από τις υψηλές πιθανότητες ανακάλυψης της ταυτότητας και σύλληψης του δράστη στην περίπτωση που μετακινείται στην περιοχή όπου διαπράττει τα εγκλήματά του (Laukkanen et al., 2003; van der Kemp & van Koppen, 2008). Εξ ου και αφήνουν μία απόσταση ανάμεσα στην τοποθεσία όπου έχουν την βάση ή την κατοικία τους και στην περιοχή όπου διαπράττουν τα εγκλήματά τους (Rengert, 1992; van der Kemp & van Koppen, 2008; Κομπογιάννη, 2012).

Γι’ αυτό τον λόγο και η συνάρτηση αποσύνθεσης της απόστασης εμφανίζει ότι η περιοχή ακριβώς γύρω από την κατοικία ή την βάση του δράστη έχει χαμηλότερο κόστος μετακίνησης για τον ίδιο, αλλά ταυτόχρονα μεγαλύτερο κόστος ανακάλυψης και σύλληψής του (van der Kemp & van Koppen, 2008). Από την άλλη πλευρά, οι μεγαλύτερες αποστάσεις από την τοποθεσία ή την βάση του δράστη ναι μεν ενέχουν μεγαλύτερο κόστος μετακίνησης αλλά παράλληλα λιγότερο κόστος σύλληψής του. Η ισορροπία ως προς τα κόστη-οφέλη και την απόσταση θα προκύψει είτε στην κορυφή είτε γύρω από την εν λόγω συνάρτηση, ενώ το σχήμα της συνάρτησης ποικίλει και εξαρτάται από το είδος του εγκλήματος και του δράστη (van der Kemp & van Koppen, 2008).

Μάλιστα, υπολογίζεται πως είναι αρκετά μικρός ο αριθμός περιπτώσεων που ο δράστης διαπράττει τα εγκλήματά του σε πολύ κοντινή απόσταση γύρω από την τοποθεσία της κατοικίας του (Rengert, 1992; van Koppen & Jansen, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008 και Phillips, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008 και Rengert, 1975, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008). Αν και, σύμφωνα με το FBI, το πρώτο έγκλημα που θα διαπράξει ο κατ’ εξακολούθηση δράστης βρίσκεται πολύ κοντά στην κατοικία του, οι περισσότεροι εξ αυτών ακολουθούν ένα μοτίβο στην συμπεριφορά τους, παραμένοντας παράλληλα εντός της ζώνης ασφαλείας τους (Nichols, 2019).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το έγκλημα καθ’ εαυτό δεν κατανέμεται με τυχαίο τρόπο τόσο χωροταξικά όσο και χρονικά (Bottoms & Wiles, 1992). Υπάρχουν περιοχές, δρόμοι, πόλεις ολόκληρες που εμφανίζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση εγκληματικότητας σε σύγκριση με μία άλλη πόλη, περιοχή, κ.λπ. (Andresen et al., 2017). Η όλη δομή του εγκλήματος και των περιοχών συγκέντρωσής του προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών υποκειμένων με τον περιβάλλοντα χώρο εντός μίας περιοχής, πόλης, κ.ο.κ. (Nichols, 2019). Η συγκοινωνιακή επικοινωνία, οι προσβάσιμοι και μη δρόμοι, οι συνηθέστεροι κεντρικοί δρόμοι που παρουσιάζουν συχνά μεγάλη κίνηση, τα σκοτεινά σοκάκια, κ.ά., είναι κάποιοι από τους γεω-χωρικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις περιοχές συσσώρευσης τέλεσης εγκλημάτων, οι οποίες και αυτές με την σειρά τους επηρεάζουν το κάθε άτομο ξεχωριστά στην κοινωνική και γεω-χωρική τους συμπεριφορά, στον τρόπο δηλαδή που συμπεριφέρονται και μετακινούνται εντός ενός συγκεκριμένου κάθε φορά φυσικού/αστικού και κοινωνικού περιβάλλοντος (Andresen et al., 2017). Οι Bottoms και Wiles (1992) υποστηρίζουν πως για να κατανοήσουμε τη χωροταξική διάσταση της εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένου του γεωγραφικού πλαισίου μέσα στο οποίο δρα ο κάθε δράστης, της βάσης του, της σχέσης του με το περιβάλλον, των περιοχών με περισσότερες πιθανότητες θυματοποίησης, κ.ά., χρειάζεται ένα εξειδικευμένο επεξηγηματικό μοντέλο, το οποίο θα μπορεί να εντοπίζει, να αναλύει και να εξηγεί την εγκληματικότητα στον χρονικό και τον γεωγραφικό άξονα βάσει, μεταξύ άλλων, του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, της κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής διαμόρφωσης αυτού του περιβάλλοντος μαζί με τον πολεοδομικό σχεδιασμό του.

Βασικός σκοπός αυτού του άρθρου ήταν καταρχήν μία πρώτη γνωριμία του αναγνώστη με το geographical profiling—είτε πρόκειται για ειδικό είτε για το ευρύ κοινό—και τις κυριότερες αρχές του βάσει των οποίων λειτουργεί και εφαρμόζεται. Δεύτερος σκοπός του άρθρου ήταν να καταφανεί η χρησιμότητα του ως ερευνητικό εγκληματολογικό εργαλείο στις έρευνες της Αστυνομίας. Θεωρούμε πως εάν η Αστυνομία στην Ελλάδα αξιοποιήσει το geographical profiling και το εντάξει σε ένα ενιαίο ψηφιακό σύστημα, σε μία ενιαία βάση δεδομένων, όπως έχουν κάνει άλλες χώρες μέχρι τώρα, το οποίο θα διαχειρίζονταν επιστήμονες του κλάδου, θα βοηθούσε την Αστυνομία τόσο στον περιορισμό του εύρους των περιοχών που θα έπρεπε να ερευνήσουν όσο και στο να διαθέτουν συγκεκριμένα στοιχεία για τον τρόπο δράσης του εκάστοτε δράστη. Με απλά λόγια, θα βοηθούσε και από άποψη χρόνου και από άποψη κόπου: Η Αστυνομία θα ήξερε πού—ή ακόμα και το πότε—να ερευνήσει, το πώς συμπεριφέρεται και κινείται ο δράστης εντός ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, αλλά ακόμα και γιατί ο τελευταίος επέλεξε την εν λόγω περιοχή για την τέλεση των αξιόποινων πράξεών του. Μία τελευταία σημαντική επισήμανση είναι πως οι πληροφορίες από την εφαρμογή του geographical profiling στις αστυνομικές έρευνες, θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες για την χάραξη της Αντεγκληματικής Πολιτικής: Η Πολιτεία θα γνώριζε ποια και για ποιον λόγο περιβάλλοντα συνιστούν «hotspots» περιοχές, ενώ με την συνδρομή μίας ειδικής επιστημονικής ομάδας θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα σχέδιο καταπολέμησης της εγκληματικότητας.

Βασιλεία Γεωργαλή Κόλλια, Κοινωνιολόγος

*Φωτογραφία από paulbr75 στο Pixabay

Ξένη Βιβλιογραφία:

Andresen, M., A. (2006, March). Crime Measures and the Spatial Analysis of Criminal Activity, The British Journal of Criminology, 46 (2), 258-285. https://www.jstor.org/stable/pdf/23639377.pdf?refreqid=excelsior%3A1eaf17691e8de60f27c635318632c16c&ab_segments=&origin

Andersen, M. A. (2010). The place of environmental criminology within criminological thought. CrimRxiv. http://dx.doi.org/10.21428/cb6ab371.f40341d1

Bottoms A., E., & Wiles P. (1992). Explanations of crime and place. In D. J. Evans, N. R. Fyfe & D. T. Herbert (Eds.), Crime, Policing and Place. Essays in environmental criminology (pp. 11-35). London: Routledge.

Evans, D., J., Fyfe, N., R., & Herbert, D., T. (Eds.). (1992). Crime, Policing and Place. Essays in environmental (1st ed.). London: Routledge.

Hunt D., Mojtahedi D., & Willmott D. (2021). Criminal Geography and Geographical Profiling within Police Investigations – A Brief Introduction. Internet Journal of Criminology. https://www.internetjournalofcriminology.com/_files/ugd/9280ee_ba2436e454a24befa584f18c1b571986.pdf

Laukkanen, M., Picozzi, M., Santtila, P., & Zappalà, A. (2003, January 9). Testing the utility of a geographical profiling approach in three rape series of a single offender: a case study, Forensic Science International, 131 (1), 42-52. https://doi.org/10.1016/S0379-0738(02)00385-7

Nichols, B. (2019). Geographic Profiling: Contributions to the Investigation of Serial Killers [PhD Thesis, Wright State University- Dayton]. https://etd.ohiolink.edu/apexprod/rws_etd/send_file/send?accession=wright1559164233007786&disposition=inline

Rengert G., F. (1992). The journey to crime: Conceptual foundations and policy implications. In D. J. Evans, N. R. Fyfe & D. T. Herbert (Eds.), Crime, Policing and Place. Essays in environmental criminology (pp. 109-117). London: Routledge.

Rombouts, S., & Rossmo, D., K. (2017). Geographical profiling. In M. Townsley, & R. Wortley (Eds.), Environmental Criminology And Crime Analysis (pp. 162-179). London: Routledge.

Townsley, M. (2017). Offender mobility. In M. Townsley & R. Wortley (Eds.), Environmental Criminology And Crime Analysis (pp. 142-161). London: Routledge.

Townsley, M., & Wortley, R. (Eds.). (2017). Environmental Criminology And Crime Analysis (2nd ed.). London: Routledge.

Townsley, M., & Wortley, R. (2017). Situating the theory, analytic approach and application. In M. Townsley & R. Wortley (Eds.), Environmental Criminology And Crime Analysis (pp. 1-25). London: Routledge.

van der Kemp, J., J. & van Koppen P., J. (2008). Criminal Profiling (R. N. Kocsis, Eds.). Humana Press. https://link.springer.com/chapter/10.1007/978-1-60327-146-2_17

Ελληνική Βιβλιογραφία:

Κομπογιάννη, Σ. (2012). Η γεωγραφία της αστικής εγκληματικότητας: Χαρτογραφώντας δράστες και αδικήματα στην πόλη του Βόλου [Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Βόλος] https://ir.lib.uth.gr/xmlui/bitstream/handle/11615/41293/10247.pdf?sequence=1