ΤΕΥΧΟΣ #22 ΜΑΡΤΙΟΣ 2024

Μαθητές θύματα ενδοοικογενειακής βίας και οι υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών τους—επανορθωτικές πρακτικές

Χαράλαμπος Σφέτσος, υπ. Δρ & Δρ Ευτυχία Κατσιγαράκη, Εγκληματολόγος

 

Οι ανήλικοι βιώνουν την ενδοοικογενειακή βία είτε ως άμεσα θύματα είτε ως έμμεσοι οδυνηροί παρατηρητές των βίαιων περιστατικών που εξελίσσονται στο σπίτι ενώ παράλληλα αποτελούν μία ιδιαίτερη πληθυσμιακή ομάδα η προστασία της οποίας επισημαίνεται και θεσμοθετείται σε πλειάδα θεμελιωδών νομοθετημάτων, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Παράλληλα οι εκπαιδευτικοί αποτελούν τη βασικότερη ενήλικη παρουσία στη ζωή των μαθητών μετά τους γονείς τους και από τους ελάχιστους που μπορούν να αντιληφθούν έγκαιρα τις ενδείξεις κακοποίησης και παραμέλησης των παιδιών καθιστώντας την εφαρμογή των υποχρεώσεών τους για την αντιμετώπιση του φαινομένου ιδιαίτερα σημαντική.

Εισαγωγή

Η ενδοοικογενειακή βία στις μέρες μας αποτελεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό και πολυδιάστατο κοινωνικό φαινόμενο που αναμφίβολα επηρεάζει σημαντικά την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, καταρρίπτει το αξιακό και νομοθετικό της σύστημα ενώ παράλληλα εκφυλίζει και το επίπεδο ευζωίας του πληθυσμού, λόγω των αναπότρεπτων συνήθως επιπτώσεων που προκαλεί στη σωματική αλλά κυρίως στη ψυχική υγεία των εμπλεκομένων. Τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών στη χώρα μας είναι αυξητικά με αποτέλεσμα τα καταγεγραμμένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας το 2022 σε σύγκριση με το 2010 να είναι 8πλάσια (από 1303 το 2010 στα 11534 το 2022).

Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται μη δημοσιευμένα δεδομένα για το πρώτο 10μηνο του 2023 και το έτος 2022 τα οποία οι συγγραφείς αιτήθηκαν από το Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας ενώ αξιοποιήθηκαν και στατιστικά στοιχεία παλιότερων ετών τα οποία περιλαμβάνονται στις ετήσιες εκθέσεις για τη βία κατά των γυναικών της Γενικής Γραμματείας Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και τις ετήσιες εκθέσεις της Ελληνικής Αστυνομίας για τον Απολογισμό του Έργου των Υπηρεσιών Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας. Στόχοι της μελέτης αποτελούν η ανάδειξη του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας ως σύγχρονο κοινωνικό ζήτημα το οποίο εκτείνεται και στην ελληνική κοινωνία, η αποτύπωση του θεσμικού πλαισίου αντιμετώπισής του με ταυτόχρονη όμως εστίαση στις απορρέουσες υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών και στις δυσχέρειες και στα οφέλη εφαρμογής της εν λόγω διαδικασίας καθώς και στην ανάδειξη των πρακτικών της επανορθωτικής δικαιοσύνης ως βασικών στοιχείων για τη διαχείριση του ζητήματος ιδίως όσον αφορά τα ανήλικα θύματα.

Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας

Αναφορικά με τον ορισμό του θύματος της ενδοοικογενειακής βίας στο άρθ.1 του Ν.3500/06 αναφέρεται ότι «για τον παρόντα νόμο θεωρείται… θύμα ενδοοικογενειακής βίας κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθ. 6,7,8 και 9 του παρόντος. Θύμα είναι και το μέλος στην οικογένεια του οποίου τελέστηκε αξιόποινη πράξη κατά τα άρθ. 299 και 311 του Π.Κ. καθώς και ο ανήλικος κατά την παράγ.2, ενώπιον του οποίου τελείται μια από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας». Πιο συγκεκριμένα, στην έννοια του θύματος εμπεριέχεται κάθε μέλος της οικογένειας σε βάρος του οποίου τελέστηκαν τα αδικήματα της σωματικής βλάβης (άρθ. 6), της παράνομης βίας (άρθ. 7 παρ. 1), της απειλής (άρθ. 7 παρ. 2), του βιασμού (άρθ. 8 παρ. 1), της κατάχρησης σε ασέλγεια (άρθ.8 παρ.2) και της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθ. 9), το πρόσωπο στην οικογένεια του οποίου τελέστηκε κάποιο από τα αδικήματα των άρθ. 299 Π.Κ. (ανθρωποκτονία από πρόθεση) και 311 Π.Κ. (θανατηφόρα σωματική βλάβη) καθώς και ο ανήλικος ενώπιον του οποίου τελείται η αξιόποινη πράξη (Δημοπούλου, 2006:1048).

Από τον ανωτέρω ορισμό κρίνεται προφανές ότι ενδοοικογενειακή βία δεν υφίστανται μόνο οι γυναίκες σύντροφοι/σύζυγοι, αλλά και τα παιδιά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας όπως άνδρες, ηλικιωμένα άτομα και άλλα συγγενικά πρόσωπα ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας. Βέβαια οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν τα συχνότερα θύματα ενδοοικογενειακής βίας ενώ ειδικότερα τα παιδιά αποτελούν είτε άμεσα είτε έμμεσα θύματα ενδοοικογενειακής βίας αφού συχνά είναι οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες των βίαιων ενδοοικογενειακών επεισοδίων που διαδραματίζονται μπροστά τους (Kane, 2008:9-10, Ανδριανάκης, 2001:72).

Σχέσεις θύματος και δράστη στην ενδοοικογενειακή βία

Τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας στο εθνικό μας δίκαιο είναι τα πρόσωπα που συνδέονται με δεσμούς οικογένειας ή συντροφιάς ή άλλη νομική σχέση, όπως ορίζεται στις διατάξεις του Ν. 3500/06. Στη νομοθεσία γίνεται διαχωρισμός σχετικά με το αν τα θύματα συνοικούν με το δράστη ή όχι. Δηλαδή υφίστανται σχέσεις θύματος και δράστη που προστατεύονται από τον ποινικό νόμο ανεξάρτητα με το εάν τα δυο αυτά πρόσωπα συνοικούν (π.χ. γονέας-παιδί) ενώ υφίστανται και σχέσεις οι οποίες για να προστατεύονται από τον ειδικό Νόμο της ενδοοικογενειακής βίας η συμβίωση τους είναι απαραίτητη (π.χ. Προγιαγιά-δισέγγονο). Πιο συγκεκριμένα, οι σχέσεις μεταξύ προσώπων όπως σύζυγοι, πρόσωπα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης, γονείς, τέκνα αποκτηθέντα βιολογικά ή με υιοθεσία, μόνιμοι σύντροφοι και τέκνα κοινά ή ενός από αυτούς εμπεριέχονται στις διατάξεις της ενδοοικογενειακής βίας χωρίς να εξετάζεται εάν αυτοί αποτελούν παράλληλα και σύνοικοι. Στην ίδια κατηγορία υπάγονται επίσης οι τέως σύζυγοι, τα μέρη συμφώνου συμβίωσης που έχει λυθεί, οι τέως μόνιμοι σύντροφοι και οι συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δηλαδή τα αδέλφια, τα πεθερικά, ο παππούς, η γιαγιά, το εγγόνι, ο γαμπρός, η νύφη και ο κουνιάδος (Ελληνική Αστυνομία 2022a:10).

Πέρα από τις ανωτέρω αναφερόμενες σχέσεις θύματος-δράστη, από το Νόμο προστατεύονται επίσης και οι συγγενικές σχέσεις όλων των ατόμων είτε είναι εξ αίματος είτε εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού με την προϋπόθεση όμως ότι τα δυο μέρη συνοικούν, δηλαδή θείοι, ανιψιοί, προπαππούδες, προγιαγιάδες, δισέγγονα, ξαδέλφια κ.α. ενώ στην ίδια κατηγορία υπάγονται και τα πρόσωπα για τα οποία έχει οριστεί ως μέλος της οικογένειάς τους, επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια. Τέλος στον Ν.3500/06 προστατεύονται και τα πρόσωπα τα οποία δέχονται υπηρεσίες φορέα κοινωνικής μέριμνας με την προϋπόθεση ότι η αξιόποινη πράξη εναντίον τους έχει τελεστεί από εργαζόμενο στο Φορέα αυτό (Ελληνική Αστυνομία, 2021:6-7).

Αποτύπωση ερευνητικών δεδομένων

Στον Πίνακα Α΄ παρατίθεται ο αριθμός των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στην ελληνική επικράτεια από το έτος 2010 έως και το πρώτο 10μηνο του έτους 2023 που καταγγέλθηκαν στις αρμόδιες Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ενώ η σύγκριση τους αποκαλύπτει μια μόνιμη και σημαντική αύξησή τους ανά έτος.

ΠΙΝΑΚΑΣ Α΄

ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΑΝΑ ΕΤΟΣ
Στοιχεία για αδικήματα Ν.3500/06 Περί Ενδοοικογενειακής Βίας Σύνολο
Έτους 2010 1.303
Έτους 2011 2.005
Έτους 2012 2.455
Έτους 2013 2.896
Έτους 2014 3.512
Έτους 2015 3.572
Έτους 2016 3.839
Έτους 2017 3.134
Έτους 2018 4.722
Έτους 2019 5.221
Έτους 2020 5.413
Έτους 2021 8.776
Έτους 2022 11.534
Ιανουάριος έως Οκτώβριος έτους 2023 9.860

Από τα ανωτέρω ερευνητικά στοιχεία είναι πρόδηλα φανερό ότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας καταγράφουν μια μόνιμη και σημαντική αύξηση στον αριθμό τους κάθε χρόνο. Σχεδόν σε όλα τα έτη από το 2010 έως και το 2022 ο δείκτης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας που καταγγέλθηκαν στην ελληνική επικράτεια ήταν αυξητικός με αποτέλεσμα τα καταγεγραμμένα περιστατικά το 2022 σε σύγκριση με το 2010 να είναι 8πλάσια (από 1303 το 2010 στα 11534 το 2022). Εάν αυτή η διαπίστωση εστιαστεί στα τελευταία έτη παρατηρείται ότι από το 2018 στο 2019 η αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας πανελλαδικά ανέρχεται στο 10,5% καθότι από 4722 περιστατικά το 2018 ο αριθμός τους ανήλθε στα 5221 το 2019. Το 2020 σε σχέση με το 2018 η αύξηση ανέρχεται στο 14,6% (από 4722 σε 5413 περιστατικά) και το 2021 σε σχέση με το 2018 στο 85,8% αφού από 4722 περιστατικά αυτά αυξήθηκαν σε 8776. Το έτος 2022 η αύξηση των καταγεγραμμένων περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας εκτοξεύεται στο 144% σε σχέση με το 2018 αφού από 4722 καταγεγραμμένα περιστατικά αυτά αυξήθηκαν σε 11534. Τέλος από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του 2023 καταγράφονται 9860 περιστατικά τα οποία εάν τα ανάγουμε σε όλο το ημερολογιακό έτος ο αριθμός τους διαμορφώνεται στα 11.832 παρουσιάζοντας νέα αύξηση, αν και με μικρότερο ρυθμό, σε σχέση με αυτή του προηγούμενου έτους.

Στον πίνακα Β΄ παρουσιάζονται στοιχεία για θύματα ενδοοικογενειακής βίας στην επικράτεια, προσδιορισμένα ανά φύλο, από το έτος 2019 έως και τη συγγραφή της μελέτης τα οποία καταγγέλθηκαν στις αρμόδιες Αστυνομικές Υπηρεσίες  της Ελληνικής Αστυνομίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ Β΄

ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΥΜΑΤΩΝ ΑΝΑ ΦΥΛΟ
Στοιχεία για αδικήματα Ν.3500/06 Περί Ενδ. Βίας ΑΡΡΕΝ ΘΗΛΥ Σύνολο
Έτους 2019 1.356 4.171 5.527
Έτους 2020 1.566 4.243 5.809
Έτους 2021 2.567 7.375 9.942
Έτους 2022 3.435 10.131 13.566
Ιανουάριος έως Οκτώβριος έτους 2023 2.954 8.409 11.363
Σύνολο 11.878 34.329 46.207

Η αύξηση των καταγεγραμμένων περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας αναπόφευκτα επισύρει και μια σημαντική αύξηση του αριθμού των θυμάτων του φαινομένου. Ειδικότερα καταγράφεται μια μόνιμη αύξηση τόσο των γυναικών όσο και ανδρών θυμάτων ανά έτος, ενώ στη σύγκριση των δύο φύλων παρατηρούμε ότι σταθερά ο αριθμός των γυναικών θυμάτων είναι μεγαλύτερος από αυτόν των ανδρών. Πιο συγκεκριμένα την τελευταία τετραετία (2019-2022) προκύπτει ότι οι άρρενες (ανεξαρτήτου ηλικίας) θύματα ενδοοικογενειακής βίας, από 1356 που ήταν το 2019 αυξήθηκαν στους 1566 το 2020, ενώ το 2021 και το 2022 ο αριθμός τους ήταν 2567 και 3435 αντίστοιχα. Για τις γυναίκες θύματα (ανεξαρτήτου ηλικίας) παρατηρούμε ότι τα αριθμητικά δεδομένα είναι επίσης αυξητικά και καταγράφονται ως ακολούθως: 4171 το 2019, 4243 το 2020, 7375 το 2021 και 10131 το 2022. Παρομοίως και τα συνολικά αριθμητικά στοιχεία των θυμάτων είναι επίσης αυξητικά. Πιο συγκεκριμένα από το 2019 στο 2020 καταγράφεται αύξηση στο συνολικό αριθμό των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας κατά 5% (από 5527 σε 5809). Το 2021 σε σχέση με το 2019 η αύξηση ανέρχεται στο 80% (από 5527 σε 9942) ενώ το 2022 σε σχέση με το 2019 η αύξηση ανέρχεται στο 145% (από 5527 σε 13566).

Παράλληλα το πρώτο 10μηνο του έτους 2023 καταγράφονται πανελλαδικά 11.363 θύματα ενδοοικογενειακής βίας (ανεξαρτήτου ηλικίας) από τα οποία τα 2.954 ήταν άνδρες και τα 8.409 γυναίκες. Κάνοντας αναγωγή των αριθμητικών δεδομένων σε ολόκληρο το ημερολογιακό έτος προκύπτει μικρή αύξηση του αριθμού των θυμάτων σε σχέση με το 2022 αφού ο αριθμός τους διαμορφώνεται σε 13636 (3545 άνδρες και 10091 γυναίκες).

Από τα συνολικά αριθμητικά δεδομένα της τελευταίας πενταετίας προκύπτει ένα σχεδόν σταθερό ποσοστό αναλογίας μεταξύ θυμάτων ανδρών και γυναικών ανά έτος το οποίο αντιστοιχεί σε τρεις με τέσσερις γυναίκες θύματα έναντι ενός άνδρα. Ειδικότερα το 2019 το 75% των θυμάτων στη χώρα μας ήταν γυναίκες και το 25% άνδρες, το 2020 το 73% των θυμάτων ήταν γυναίκες και το 27% άνδρες ενώ το 2021 το 74% των θυμάτων ήταν γυναίκες και το 26% άνδρες. Τέλος το 2022 καταγράφεται μία μικρή ποσοστιαία αύξηση του αριθμού των γυναικών θυμάτων έναντι των ανδρών καθώς στις γυναίκες θύματα αντιστοιχούσε το 80% του συνολικού αριθμού θυμάτων και στους άνδρες το υπόλοιπο 20% ενώ από τα έως σήμερα στοιχεία του 2023 τα ποσοστά μεταξύ των δύο φύλων επιβεβαιώνονται εκ νέου αφού κυμαίνονται περίπου στο 74% και στο 26%.

Στους πίνακες Γ, Δ, Ε και ΣΤ παρουσιάζονται αριθμητικά στοιχεία για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας στην επικράτεια καταμερισμένα πέρα από το φύλο και στην ηλικιακή ομάδα στην οποία ανήκουν, ώστε να δύναται να εξαχθούν συμπεράσματα για τις σχολικές και προσχολικές ηλικίες.

ΠΙΝΑΚΑΣ Γ΄

ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΥΜΑΤΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ 0-13 ΕΤΩΝ ΑΝΑ ΦΥΛΟ
Στοιχεία για αδικήματα Ν.3500/06 Περί Ενδ. Βίας ΑΡΡΕΝ ΘΗΛΥ Σύνολο
2020 (Τα στοιχεία του 2020 αφορούν μόνο την ηλικιακή ομάδα 7-13 ετών) 121 89 220
2021 335 325 660
2022 535 448 983
Ιανουάριος έως Οκτώβριος έτους 2023 471 435 906

ΠΙΝΑΚΑΣ Δ΄

ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΥΜΑΤΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ 13-18 ΕΤΩΝ ΑΝΑ ΦΥΛΟ
Στοιχεία για αδικήματα Ν.3500/06 Περί Ενδ. Βίας ΑΡΡΕΝ ΘΗΛΥ Σύνολο
2020 105 161 266
2021 195 346 541
2022 264 472 736
Ιανουάριος έως Οκτώβριος έτους 2023 232 378 610

ΠΙΝΑΚΑΣ Ε΄

ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΥΜΑΤΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ 18 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ ΑΝΑ ΦΥΛΟ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 2022
Στοιχεία για αδικήματα Ν.3500/06 Περί Ενδ. Βίας ΑΡΡΕΝ ΘΗΛΥ Σύνολο
18-25 ετών 182 850 1.032
25-35 ετών 383 1.976 2.359
35-45 ετών 660 2.912 3.572
45-60 ετών 793 2.369 3.162
60-75 ετών 431 795 1.226
75 και άνω ετών 187 309 496
Σύνολο θυμάτων 2.636 9.211 11.847

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΤ΄

ΑΡΙΘΜΟΣ ΘΥΜΑΤΩΝ ΗΛΙΚΙΑΣ 18 ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΩ ΑΝΑ ΦΥΛΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ 2023
Στοιχεία για αδικήματα Ν.3500/06 Περί Ενδ. Βίας ΑΡΡΕΝ ΘΗΛΥ Σύνολο
18-25 ετών 169 708 877
25-35 ετών 304 1643 1.947
35-45 ετών 547 2381 2.928
45-60 ετών 711 1.961 2.672
60-75 ετών 373 654 1.027
75 και άνω ετών 147 249 396
Σύνολο θυμάτων 2.251 7.596 9.847

Εάν προβούμε σε έναν ειδικότερο ποιοτικό διαχωρισμό των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας καταμερίζοντας αυτά πέρα από το φύλο και σε διάφορες ηλικιακές ομάδες παρατηρούμε ότι μεταξύ των παιδιών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας τα αγόρια που κακοποιούνται στο οικογενειακό περιβάλλον είναι περισσότερα σε σχέση με τα κορίτσια. Πιο συγκεκριμένα, το 2021 και το 2022 τα ανήλικα θύματα αγόρια, ηλικίας από 0-13 ετών ήταν 335 και 535 ενώ τα αντίστοιχα κορίτσια ανέρχονταν στα 325 και 448. Επίσης τόσο το 2020 όσο και το πρώτο 10μηνο του έτους 2023 τα αριθμητικά δεδομένα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Αξίζει βέβαια να επισημανθεί ότι, εξαιρουμένης της παιδικής ηλικίας των 0-13 ετών κατά την οποία τα αγόρια θύματα διαχρονικά είναι περισσότερα από τα κορίτσια, σε όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες (από την εφηβεία έως και την τρίτη ηλικία) οι γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι σταθερά περισσότερες από τους άνδρες. Συνεπώς, στις προσχολικές ηλικίες και στους μαθητές του Δημοτικού προκύπτει ότι τα αγόρια θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι περισσότερα από τα κορίτσια ενώ μεταξύ των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αλλά και των ενηλίκων τα αριθμητικά δεδομένα είναι αντίθετα.

Το θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης στην Ελλάδα

Η διαφύλαξη του δικαιώματος κάθε ατόμου, ειδικά ανηλίκου, να ζει με ασφάλεια και χωρίς τον κίνδυνο της κακοποίησης και της παραμέλησης επισημαίνεται και θεσμοθετείται σε πλειάδα θεμελιωδών νομοθετημάτων σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνή επίπεδο. Στην Ελλάδα βασικά νομοθετήματα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, όχι μόνο σε βάρος των ανηλίκων αλλά εν γένει, αποτελούν το Σύνταγμα, οι Ν. 3500/06 και 4531/18 και ο Π.Κ..

Ειδικότερα το Σύνταγμα αποτελεί το πρωταρχικό Νόμο κάθε πολιτείας στον οποίο ρυθμίζεται η κρατική λειτουργία αλλά και η κοινωνική συμβίωση των πολιτών, μέσα από θεμελιώδεις αρχές που απορρέουν από την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους (Ακριβοπούλου & Ανθόπουλος, 2015:27). Στο ελληνικό Σύνταγμα περιλαμβάνονται άμεσες και έμμεσες αναφορές για τη ρύθμιση της κοινωνικής και έννομης τάξης και την προάσπιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των πολιτών αλλά και την προστασία της οικογένειας. Ειδικότερα, η οικογένεια τίθεται υπό την προστασία του κράτους ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους ενώ προστατεύονται επίσης ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία (Κοσμάτος, 2020:54).

Το 2006, ο εθνικός νομοθέτης με το Ν. 3500 προέβη στην κατάρτιση ενός ενιαίου νομοθετήματος με σκοπό την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στην οικογένεια (Αιτ. Εκθ. Ν. 3500/06:1). Με την ενέργεια αυτή η ελληνική πολιτεία εναρμονίστηκε με τις διεθνείς εξελίξεις αναγνωρίζοντας πλέον ξεκάθαρα ότι η βία υπό το μανδύα της οικογενειακής ή συντροφικής σχέσης δεν αποτελεί μια ιδιωτική υπόθεση, αλλά ένα αδίκημα που οφείλει να αποτρέπει.

Ειδικότερα στο Ν. 3500/06 ορίζονται οι οικογενειακές και συντροφικές σχέσεις καθώς και οι δεσμοί-ιδιότητες που απαιτούνται μεταξύ δράστη και θύματος για την εφαρμογή του. Βάσει αυτών όλοι οι ανήλικοι οι οποίοι συνοικούν μέσα στην οικογένεια προστατεύονται από το Νόμο της ενδοοικογενειακής βίας, ανεξαρτήτως βιολογικής σχέσης και βαθμού συγγένειας ή μη ως προς τους δράστες. Ο νομοθέτης θέλοντας να προστατέψει τους ανηλίκους από την άσκηση βίας σε βάρος τους, πέρα από τη γενική διάταξη του αρ. 2 του Ν. 3500/2006 με την οποία απαγορεύεται γενικά η άσκηση βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας, προέβη και στην ειδικότερη διάταξη του αρ. 4 του ίδιου Νόμου «Σωματική Βία σε βάρος ανηλίκων» με την οποία απαγορεύει την άσκηση σωματικής βίας σε βάρος ανηλίκων ως μέσο σωφρονισμού στο πλαίσιο ανατροφής τους παραπέμποντας στη σχετική διάταξη του Αστικού Κώδικα ενώ το 2010 με το Ν. 3868 στο εν λόγω άρθρο προστέθηκε και ο συμβολικός ορισμός της 30ης Απριλίου ως ημέρας κατά της σωματικής τιμωρίας ανηλίκων.

Πέρα από τον ορισμό των θυμάτων και της σχέσης του με το θύτη στο Ν. 3500/2006 προσδιορίζονται τα επιμέρους αδικήματα, οι ποινές που επιφέρει η τέλεσή τους αλλά και οι προστατευτικές διατάξεις για τα θύματα. Επιπλέον στον εν λόγω Νόμο προβλέφθηκαν και καινοτόμες ρυθμίσεις για το ελληνικό δικαιικό σύστημα, όπως η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, η ενημέρωση για παροχή υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής και νομικής υποστήριξης, η υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας αλλά και η υποχρέωση των εκπαιδευτικών να καταγγέλλουν στις Αρχές περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητών τους.

Σαφώς κομβική ρύθμιση για την προστασία των ανηλίκων θυμάτων αποτελεί και η αυτεπάγγελτη δίωξη των αξιόποινων συμπεριφορών. Με την αυτεπάγγελτη διαδικασία για την κίνηση της ποινικής έρευνας καθίσταται επαρκής μια μόνο απλή αναφορά ή καταγγελία ή ακόμα και είδηση σχετικά με τη διάπραξη αξιόποινης πράξης η οποία μπορεί να προέρχεται από τον παθόντα ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο (Ελληνική Αστυνομία, 2021). Επομένως όταν η κίνηση της ποινικής διαδικασίας πραγματοποιείται ακόμα και από μια απλή ανώνυμη αναφορά είναι πρόδηλα κατανοητό πόσο βαρύνουσα σημασία έχει η καταγγελία που προέρχεται από το Διευθυντή και τον εκπαιδευτικό μιας σχολικής μονάδας οι οποίοι μάλιστα υποχρεούνται να καταγγείλουν την πράξη που πληροφορήθηκαν ή διαπίστωσαν σε βάρος μαθητή τους.

Το 2018 με τη θέσπιση του Ν. 4531 επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο, αναφορικά με την αποτελεσματικότερη προστασία των θυμάτων. Ειδικότερα αναγνωρίστηκαν ως εγκλήματα συμπεριφορές όπως η επίμονη καταδίωξη-παρακολούθηση (stalking) και η τέλεση εξαναγκαστικού γάμου ενώ εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα και το άρθ. 315Β σχετικά με την απαγόρευση με οποιοδήποτε τρόπο του ακρωτηριασμού των γενετικών οργάνων των γυναικών-κοριτσιών. Ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων των κοριτσιών χρονολογείται από τα αρχαία χρόνια σε διάφορες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας ενώ η βάναυση αυτή πρακτική συνεχίζει να ακολουθείται έως σήμερα σε πολλά κράτη. Το συγκεκριμένο αποτρόπαιο ζήτημα, ιδίως λόγω των έντονων μεταναστευτικών ροών, απασχολεί πλέον και το δυτικό κόσμο και αναμφίβολα και τη χώρα μας ενώ και η εκπαιδευτική κοινότητα πρέπει να έχει γνώση του φαινομένου καθότι τα κορίτσια που βιώνουν την επίπονη αυτή κακοποιητική συμπεριφορά είναι συνήθως μαθήτριες της πρώιμης σχολικής ηλικίας (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, 2020, Ελληνική Αστυνομία, 2022).

Η υποχρέωση των εκπαιδευτικών που απορρέει από το Νόμο

Η διάταξη για τις υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών αναφορικά με τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αποτυπώνεται στο άρ. 23 παρ. 1 του Ν. 3500/06 σύμφωνα με τον οποίο: «Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, το διευθυντή της σχολικής μονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει αμέσως την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής». Άρα όλοι οι εκπαιδευτικοί, μέσω της Διεύθυνσης του Σχολείου, είναι υποχρεωμένοι να ενημερώνουν άμεσα την Εισαγγελία ή το Αστυνομικό Τμήμα όταν, κατά το εκπαιδευτικό τους έργο, με οποιοδήποτε τρόπο διαπιστώνουν ότι σε βάρος μαθητή έχει διαπραχθεί έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας ενώ στη ρύθμιση πολύ ορθά υπάγονται και οι υπεύθυνοι των Μονάδων Προσχολικής Αγωγής όπου η καταγγελία της πράξης από τα ενδεχόμενα θύματα φαντάζει σχεδόν αδύνατη.

Επομένως κάθε εκπαιδευτικός, ανεξάρτητα με τη βαθμίδα που υπηρετεί ή την ειδικότητα του είναι υποχρεωμένος, βάση του θεσμικού πλαισίου να ενημερώνει την Εισαγγελία ή την πλησιέστερη αστυνομική αρχή όταν, κατά το εκπαιδευτικό του έργο, με οποιοδήποτε τρόπο διαπιστώνει και πληροφορείται  ότι σε βάρος μαθητή έχει διαπραχθεί έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας. Στην εν λόγω ρύθμιση υπάγονται οι εκπαιδευτικοί τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ενώ την ίδια υποχρέωση έχουν και οι εκπαιδευτικοί των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των Μονάδων Προσχολικής Αγωγής. Η διαδικασία ενημέρωσης των μελών του ποινικοκατασταλτικού μας συστήματος πραγματοποιείται μέσω του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας τον οποίο ο εκπαιδευτικός οφείλει να ενημερώσει χωρίς καμία χρονοτριβή. Έπειτα ο Διευθυντής του σχολείου ενημερώνει εγγράφως ή προφορικά την εισαγγελία της περιοχής ενώ η καταγγελία της πράξης μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω του πλησιέστερου αστυνομικού τμήματος.

Στις συγκεκριμένες ειδικές διατάξεις (Ν. 3500/06) ο νομοθέτης υποχρεώνει τον εκπαιδευτικό να καταγγείλει πράξη ενδοοικογενειακής βίας μόνο όταν αυτή διαπιστώνεται κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου. Επομένως ο εκπαιδευτικός, στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου, δεν είναι υποχρεωμένος να καταγγέλλει οποιοδήποτε αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας διαπιστώνει κατά τη κοινωνική του ζωή σε βάρος οποιουδήποτε ανηλίκου μόνο και μόνο επειδή έχει την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, αλλά η υποχρέωση του αυτή περιορίζεται μόνο κατά την άσκηση των εκπαιδευτικών του καθηκόντων. Βέβαια αυτονόητο είναι ότι κάθε εκπαιδευτικός έχοντας την ιδιότητα του πολίτη υπόκειται στις γενικές υποχρεώσεις που απορρέουν συνολικά από το θεσμικό πλαίσιο διευκολύνοντας τις Αρχές στις έρευνες οποιουδήποτε περιστατικού και καταγγέλλοντας οποιαδήποτε αυτεπαγγέλτως διωκόμενη πράξη.

Αναφορικά με τον τρόπο διαπίστωσης από τον εκπαιδευτικό περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας με θύμα μαθητή του, ο νομοθέτης δεν τον διευκρινίζει περιοριστικά αναφέροντας ότι η διαπίστωση μπορεί να πραγματοποιηθεί με κάθε τρόπο. Ο μη περιοριστικός προσδιορισμός του τρόπου διαπίστωσης, σύμφωνα με τους συγγραφείς, είναι απόλυτα ορθός καθότι η κάθε περίπτωση κακοποίησης είναι διαφορετική ενώ ο οποιοσδήποτε περιορισμός δεν θα διευκόλυνε την καταγγελία του περιστατικού, την παροχή βοήθειας στο θύμα και την απόδοση της δικαιοσύνης γενικότερα. Άρα πέρα από τον ίδιο το μαθητή ο οποίος μπορεί να εκμυστηρευτεί την κακοποίηση που βιώνει στο δάσκαλό του ο εκπαιδευτικός μπορεί να πληροφορηθεί ένα περιστατικό κακοποίησης από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα από έναν άλλο μαθητή, από κάποιον εργαζόμενο στο σχολείο, από κάποιο πολίτη ή τελικώς να διαπιστώσει ο ίδιος την κακοποίηση ή την παραμέληση του παιδιού από εμφανή σημάδια στα άκρα, στο πρόσωπο ή στα ρούχα του ή ακόμα και από κάποιο ιδιόχειρο σημείωμά του.

Πάντως ειδικά για την αντίληψη περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητή από το δάσκαλό του είναι απαραίτητη η ανάπτυξη από τους εκπαιδευτικούς ικανοτήτων εκτίμησης αναφορικά με τη λεκτική και μη στάση των παιδιών-μαθητών. Στοχευμένες μετεκπαιδεύσεις αναφορικά με τη γλώσσα του Σώματος και το ισχύον νομικό πλαίσιο σίγουρα θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και θα διευκόλυναν τη διαπίστωση του κακοποιητικού περιστατικού. Πάντως σε κάθε περίπτωση, πέρα από την οποιαδήποτε εκπαίδευση και μετεκπαίδευση του εκπαιδευτικού προσωπικού, το βασικότερο προαπαιτούμενο για τη διαπίστωση από το δάσκαλο μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς που βιώνει ο ανήλικος στο οικογενειακό περιβάλλον είναι το χτίσιμο μιας ειλικρινής σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ μαθητή και δάσκαλου (Pease, 2006:283-305, Γιουτανή, Ιωάννου, Κακουρή, κ.α. 2017:18-23).

Οφέλη και δυσχέρειες

Η υποχρέωση των εκπαιδευτικών να καταγγέλλουν πράξεις ενδοοικογενειακής βίας που  διαπιστώνουν κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού τους έργου αναμφίβολα αποτελεί μια  καινοτόμα ρύθμιση η οποία δύναται να συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Η ενδοοικογενειακή βία εξελίσσεται στην οικογένεια και ταυτόχρονα συνήθως αποκρύπτεται μέσα σε αυτή προκαλώντας ένα φαύλο κύκλο που δυστυχώς οδηγεί τα θύματα σε αδιέξοδο. Ιδιαίτερα για τους μαθητές που κακοποιούνται η διαφυγή από το κακοποιητικό περιβάλλον είναι ακόμα πιο δύσκολη αφού η δυνατότητα καταγγελίας της όποιας παραβατικής συμπεριφοράς πρακτικά είναι εξαιρετικά δυσχερής για έναν ανήλικο. Τα παιδιά δεν γνωρίζουν και δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στους τρόπους, στα μέσα και στις διαδικασίες καταγγελίας ενός τέτοιου σοβαρού περιστατικού. Ο εκπαιδευτικός δύναται να αποτελέσει τη διέξοδο του ανηλίκου από το κακοποιητικό περιβάλλον αφού αποτελεί μια κομβική ενήλικη φιγούρα στη ζωή των νέων. Ο δάσκαλος, λόγω του θεσμικού του ρόλου, είναι ίσως η βασικότερη ενήλικη παρουσία στη ζωή των παιδιών μετά τους γονείς τους και από τους ελάχιστους που μπορούν, κυρίως λόγω του πολύ κοινού χρόνου με τα παιδιά, να αντιληφθούν έγκαιρα τις ενδείξεις κακοποίησης και παραμέλησής τους.

Επίσης ο εκπαιδευτικός είναι ένα πρόσωπο εκτός της οικογενείας, αλλά ταυτόχρονα ένας επαγγελματίας ο οποίος εμμέσως έχει πρόσβαση σε αυτή αφού γνωρίζοντας το οικογενειακό περιβάλλον και ενδεχομένως το οικογενειακό υπόβαθρο του μαθητή (για παράδειγμα διαζευγμένοι γονείς, μονογονεϊκή οικογένεια, παραβατικοί γονείς, χρήστες ουσιών κ.α.) είναι σε θέση να αξιολογήσει αξιόπιστα μια πληροφορία την οποία δέχθηκε ως προς την ορθότητά της. Επίσης ο εκπαιδευτικός αποτελεί για την κοινωνία ένα φερέγγυο πρόσωπο, με πανεπιστημιακή μόρφωση στο οποίο η πολιτεία έχει εμπιστευτεί την εκπαίδευση της νέας γενιάς της και παράλληλα ένα ουδέτερο πρόσωπο σε σχέση με την οικογένεια, δηλαδή ένα πρόσωπο που δεν διακατέχεται από προσωπικά ή ιδιοτελή συμφέροντα για να καταγγείλει μια κακοποιητική συμπεριφορά που διαπιστώνει ή πληροφορείται. Άρα η αναφορά του εκπαιδευτικού προς τις Αρχές για κακοποιητική συμπεριφορά σε βάρος μαθητή του φρονούμε ότι πληροί τα εχέγγυα αξιοπιστίας και αμεροληψίας, κρινόμενη εν γένει ως αντικειμενική, αφού ο καταγγέλλων εκπαιδευτικός διαθέτει τις απαραίτητες γενικές γνώσεις και κυρίως δεν επηρεάζεται από συναισθηματισμούς ή προσωπικές—οικογενειακές σχέσεις.

Παράλληλα μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή δύναται να αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Άλλωστε, η υποστήριξη και η καθοδήγηση του δασκάλου προς το μαθητή μπορεί να διαδραματίσει βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της ευημερίας και της ψυχικής υγείας του παιδιού. Επομένως ο μαθητής δύναται να εκμυστηρευτεί τη κακοποιητική συμπεριφορά που βίωσε στο δάσκαλό του. Σε αυτή την περίπτωση η καθημερινή επαφή των δύο προσώπων (δάσκαλου-μαθητή) εξυπηρετεί και χρονικά στο να μην απολεσθούν και βασικές προανακριτικές ενδείξεις οι οποίες δύναται διευκολύνουν την επιβεβαίωση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος όπως μώλωπες, αμυχές, εκδορές κλπ. (Νόνας, 1996:35).

Βέβαια στην εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας προκύπτουν και πάρα πολλές δυσχέρειες οι οποίες, παρ' όλη τη δεσμευτικότητα της διάταξης, ενδεχομένως να αποθαρρύνουν τους εκπαιδευτικούς στην καταγγελία του αδικήματος ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητή τους. Η πρώτη διάσταση αυτών των ενδοιασμών είναι ηθική, αφού η καταγγελία μιας παράνομης πράξης από ένα λειτουργό της εκπαίδευσης στους φορείς του ποινικοκατασταλτικού συστήματος αποτελεί μια βαρύνουσα ενέργεια που θα οδηγήσει στην εκκίνηση της ποινικής διαδικασίας. Επομένως ο εκπαιδευτικός για να προβεί σε μια τέτοια καταγγελία οφείλει ηθικά απέναντι στον εαυτό του, στο μαθητή του αλλά κυρίως στο καταγγελλόμενο γονέα να είναι βέβαιος ή έστω να πιστεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό ότι έχει τελεστεί η κακοποιητική συμπεριφορά σε βάρος του ανηλίκου μαθητή.

Οι εκπαιδευτικοί όμως δεν είναι ανακριτές, ούτε αστυνομικοί ή ιατροδικαστές, ώστε να είναι σε θέση να επαληθεύσουν τις δηλώσεις του παιδιού ή τις πληροφορίες που δέχτηκαν για κάποιο μαθητή τους και να προβούν σε συμπεράσματα για την ύπαρξη ή την πιθανή κακοποίηση ή παραμέλησή του τα οποία θα τους ωθήσουν να προβούν στη καταγγελία της πράξης. Ακόμα και όταν υφίστανται εμφανή σημάδια κακοποίησης στα άκρα ή στο πρόσωπο ενός παιδιού είναι αρκετά δύσκολο για τον εκπαιδευτικό να πειστεί ότι αυτά προέρχονται από κακοποίηση στο οικογενειακό περιβάλλον και να οδηγηθεί στο να καταγγείλει την πράξη. Παράλληλα οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί, παρ΄ όλες τις γενικές γνώσεις που κατέχουν και την εξειδικευμένη γνώση του αντικειμένου τους και την εμπειρία τους πάνω σε αυτό προφανώς δεν διαθέτουν όλες τις απαραίτητες νομικές και εγκληματολογικές γνώσεις αναφορικά με τα αδικήματα και τις διαδικασίες που ακολουθούνται στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ώστε να γνωρίζουν τι ακριβώς συνιστά ενδοοικογενειακή βία στην ποινική ή στην εγκληματολογική της διάσταση ενώ παράλληλα συνήθως δεν έχουν εκπαιδευτεί ή μετεκπαιδευτεί πάνω σε αυτή.

Ένας ακόμα ανασταλτικός παράγοντας στο να καταγγελθεί μία πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητή από το δάσκαλό του δύναται να αποτελέσει το γεγονός ότι η καταγγελία ελέγχεται και υποβάλλεται στις Αρχές μέσω του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας. Επομένως στις περιπτώσεις όπου ο εκπαιδευτικός θεωρεί ότι ένας μαθητής κακοποιείται συστηματικά στο οικογενειακό περιβάλλον και ο Διευθυντής του σχολείου είναι αναβλητικός, διαφωνεί, έχει διαφορετική άποψη για το χειρισμό της υπόθεσης ή γενικότερα δεν επιθυμεί την προώθηση της καταγγελίας υφίσταται ένα ακόμα σημαντικό ανάχωμα στη διερεύνηση των αδικημάτων. Σαφώς ο Διευθυντής του Σχολείου πρέπει να ενημερώνεται για τέτοια περιστατικά ενώ η αναγγελία του αδικήματος μέσω του ιδίου στις Αρχές είναι πιο ολοκληρωμένη, ίσως πιο διασταυρωμένη και αναμφίβολα δίνει μία άλλη βαρύτητα στη καταγγελλόμενη πράξη. Παραταύτα όμως άποψη των συγγραφέων αποτελεί ότι ο κάθε εκπαιδευτικός πρέπει να έχει αυτοτελώς το πλήρες δικαίωμα να καταγγέλλει την οποιαδήποτε παράνομη πράξη διαπιστώνει και να μην χρειάζεται η διαμεσολάβηση του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας για τη καταγγελία της.

Ένας ακόμα παράγοντας ο οποίος δύναται να αποθαρρύνει τους εκπαιδευτικούς από το να καταγγείλουν μια πράξη ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητών τους αποτελεί και η πρόδηλη καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας. Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελεί μια χρόνια, ελληνική και όχι μόνο, παθογένεια του ποινικοκατασταλτικού συστήματος η οποία παράγει ένα ευρύ φάσμα συνεπειών που εκτείνεται από την οικονομία μέχρι τη δικαιότητα διεξαγωγής μιας δίκης. Για το εν λόγω ζήτημα η χώρα μας έχει καταδικαστεί αρκετές φορές από το ΕΔΔΑ ενώ η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης εν γένει έχει ως αποτέλεσμα να χάνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών προς την έννομη τάξη (Ανδρουλάκης, 2018:53, Κοσμάτος, Λαμπάκης, 2019:208).

Πέρα όμως από τη γενικότερη εξασθένιση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το ποινικοκατασταλτικό σύστημα η καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης συντείνει στη μη καταγγελία έκνομων ενεργειών και για πιο πρακτικούς λόγους, αφού ο καταγγέλλων, ιδίως στην παρούσα περίπτωση όπου δεν διακατέχεται από κάποιο προσωπικό, ιδιοτελές κίνητρο, είναι υποχρεωμένος να υποστηρίξει τη καταγγελία του σε μια πολυετή χρονοβόρα διαδικασία κατά την οποία εντωμεταξύ μπορεί να έχει μετατεθεί, να αλλάξει σχολείο κ.τ.λ.

Βέβαια ο Νόμος προστατεύει τους εκπαιδευτικούς από την εμπλοκή τους κατά την προδικασία και τη κύρια διαδικασία αφού στην παρ. 2 του άρθ. 23 του Ν.3500/06 συγκεκριμένα αναφέρεται ότι: «Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχολικής μονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρμόδιες αρχές, και ο εκπαιδευτικός, ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες, μόνο αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο». Η εν λόγω προστασία του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας, αλλά και του εκπαιδευτικού κρίνεται απόλυτα σωστή όμως είναι προφανές ότι δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Για την απόδειξη της δικανικής πεποιθήσεως η παρουσία του μάρτυρα στο ακροατήριο του δικαστηρίου συνήθως κρίνεται απαραίτητη, αλλά ακόμα και εάν η Εισαγγελία δεν κλητεύσει τους εκπαιδευτικούς που διαπίστωσαν-πληροφορήθηκαν την πράξη να καταθέσουν στο Δικαστήριο η παρουσία τους εκεί μπορεί να απαιτηθεί από την υπεράσπιση του γονέα κατηγορουμένου. Γενικότερα ο εκπαιδευτικός γνωρίζει ότι καταγγέλλοντας μια παράνομη πράξη σε βάρος μαθητή του θα πρέπει πρακτικά να υποστηρίξει την καταγγελία του ενώπιον της Δικαιοσύνης σε όλα τα στάδια της ποινικής δίκης η οποία εκ των πραγμάτων, έως να τελεσιδικήσει, δύναται να διαρκέσει για χρόνια.

Επίσης η καταγγελία ενός περιστατικού ενδοοικογενειακής βίας από τον εκπαιδευτικό μπορεί να προκαλέσει για λόγους σκοπιμότητας την υποβολή μήνυσης σε βάρος του από το φερόμενο δράστη για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης. Παρότι κατά πάσα πιθανότητα η δικανική κρίση θα απαλλάξει τον εκπαιδευτικό που κατήγγειλε την πράξη από τις όποιες κατηγορίες, η υποβολή μήνυσης σε βάρος του από το γονέα και η παράλληλη αναμφίβολη κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος του από τους διοικητικούς προϊσταμένους του δεν παύει να αποτελεί για αυτόν μια διαδικασία ιδιαίτερα δυσχερής και ψυχοφθόρα η οποία θα του προκαλέσει άγχος και οικονομική ζημία ενδεχομένως, διαταράσσοντας εν γένει την ομαλή καθημερινότητά του.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς η θέσπιση του ακαταδίωκτου για όσους ανακοινώνουν στις Αρχές αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανηλίκων πρέπει να εξετασθεί. Ειδικότερα για τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο είναι υποχρεωμένοι να καταγγέλλουν τις εν λόγω παράνομες συμπεριφορές στις Αρχές προκειμένου να προστατεύσουν τους μαθητές τους, το μέτρο κρίνεται ως απαραίτητο. Η θέσπιση του ακαταδίωκτου θα διευκολύνει την καταγγελία της κακοποιητικής συμπεριφοράς και θα διαφυλάξει τους εκπαιδευτικούς από εκδικητικές μηνύσεις εναντίον τους [1].

Επανορθωτικές πρακτικές

Η ποινική αντιμετώπιση αποτελεί αναμφίβολα το ηχηρότερο όπλο της πολιτείας απέναντι στην ενδοοικογενειακή βία και στη βία γενικότερα. Δεν είναι όμως πάντα και το αποτελεσματικότερο καθότι πολλές φορές, πολλοί καταδικασμένοι δράστες υποτροπιάζουν διαπράττοντας τα ίδια αδικήματα (Λαγομάτης, 2021). Η Επανορθωτική Δικαιοσύνη είναι μια προσέγγιση της δικαιοσύνης που δίνει έμφαση στις ανάγκες των θυμάτων, των δραστών αλλά και ολόκληρης της κοινότητας (οικογένειας, επιχείρησης, οργανισμού κλπ) στην οποία συμβαίνει το βίαιο περιστατικό. Στόχος της επανορθωτικής δικαιοσύνης είναι η ανάληψη ευθύνης από τον δράστη και η επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε, ώστε να επανέλθει ισορροπία, με συμμετοχικές διαδικασίες και με τρόπο που να ικανοποιεί τις ανάγκες όλων των εμπλεκομένων (Αρτινοπούλου, 2010:18-23, Κρανιδιώτη, 2007:240-248).

Η ποινική διαμεσολάβηση αποτελεί μια κατεξοχήν εξωδικαστηριακή πρακτική που αποσκοπεί στην πρόληψη της ενδοοικογενειακής βίας εστιάζοντας στην επίλυση του ζητήματος σε ένα πλαίσιο συμβιβασμού με άμεσο σκοπό την επανόρθωση των σχέσεων θύτη-θύματος. Ο Ν. 3500/06 παρέχει στον εισαγγελέα τη δυνατότητα να προτείνει την ποινική διαμεσολάβηση στο θύμα και στο δράστη πριν την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η εφαρμογή της διαδικασίας γίνεται κάτω από προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρ. 11 του Ν. 3500/06 όπως η προθυμία του δράστη να μην τελέσει ξανά οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας, να αποδεχτεί να διαμείνει εκτός της κοινής οικίας για εύλογο χρονικό διάστημα εφόσον το ζητήσει το θύμα, να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό-θεραπευτικό πρόγραμμα σε δημόσιο φορέα και να αποκαταστήσει τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη του. Για να εκκινήσει η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης πρέπει το θύμα και ο δράστης να συμφωνήσουν ανεπιφύλακτα ότι επιθυμούν να συμμετάσχουν σε αυτή ενώ αν ο δράστης συμμορφωθεί στους όρους της για χρονικό διάστημα τριών ετών, τότε η σχετική διαδικασία ολοκληρώνεται και εξαλείφεται η ποινική αξίωση της πολιτείας για το έγκλημα που διέπραξε (Αρτινοπούλου, 2018:729-730).

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο θεσμός της σχολικής διαμεσολάβησης ο οποίος αποτελεί μια μορφή ειρηνικής επίλυσης συγκρούσεων η οποία οργανώνεται και εφαρμόζεται εντός του σχολικού πλαισίου. Η σχολική διαμεσολάβηση μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ εκπαιδευτικών, μεταξύ εκπαιδευτικού-γονέα ή μεταξύ εκπαιδευτικού-μαθητή ενισχύοντας το σεβασμό, την ενσυναίσθηση, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την ενεργό συμμετοχή και τη συνεργασία ανάμεσα στα μέλη της σχολικής κοινότητας (Αρτινοπούλου, 2010:121-125). Κατ΄ επέκταση η σχολική διαμεσολάβηση προσφέρει στους εμπλεκομένους, αλλά ιδίως στους μαθητές μια εναλλακτική επιλογή έναντι της βίας και της ανισότητας η οποία παρουσιάζεται ως ένας τρόπος διαχείρισης των προβλημάτων μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο υπευθυνότητας και σεβασμού. Επιπλέον ειδικά για περιστατικά εκφοβισμού και ενδοσχολικής βίας με τον ιδιαίτερα πρόσφατο Ν. 5029/23 προβλέφθηκε η δημιουργία ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας για την υποβολή ανώνυμων ή επώνυμων αναφορών στην οποία θα έχουν πρόσβαση οι μαθητές, οι γονείς και όσοι έχουν την επιμέλεια των μαθητών. Ο χειρισμός των αναφορών θα πραγματοποιείται από το Διευθυντή του Σχολείου ενώ σε επίπεδο Διεύθυνσης Εκπαίδευσης συστήνονται τετραμελείς ομάδες με τη συμμετοχή ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών που θα αναπτύσσουν υποστηρικτικές-επιμορφωτικές δράσεις ασκώντας εποπτεία σχετικά με το χειρισμό των υποθέσεων σε επίπεδο σχολικής μονάδας.

Παράλληλα η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, των γονέων και των κηδεμόνων αλλά και των μαθητών, συμπεριλαμβανομένης και της συμβουλευτικής καθοδήγησης των εκπαιδευτικών για την αναγνώριση περιστατικών βίας με την ανάπτυξη σχετικών δράσεων, προγραμμάτων και την αποστολή συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού, στοιχεία που προβλέπονται στο νέο Νόμο για την πρόληψη της ενδοσχολικής βίας και του εκφοβισμού μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής συμβάλλοντας στην πρόληψη των κακοποιητικών συμπεριφορών και μέσα στην οικογένεια αλλά και στην εξωδικαστηριακή αντιμετώπιση τους.

Επίσης η θέσπιση του ακαταδίωκτου υπέρ του εκπαιδευτικού, δηλαδή η μη δυνατότητα υποβολής μήνυσης σε βάρος του από το φερόμενο δράστη για αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας το οποίο διαπίστωσε ή πληροφορήθηκε κατά το εκπαιδευτικό του έργο, κρίνεται προς τη σωστή κατεύθυνση καθότι θα διευκολύνει τη καταγγελία των παράνομων περιστατικών στις Αρχές, τον εντοπισμό των θυμάτων και την παροχή βοήθειας σε αυτούς. Βέβαια και η θέσπιση του ακαταδίωκτου παρότι αποτελεί ένα μηχανισμό που σαφέστατα υπηρετεί την αρχή της σκοπιμότητας σίγουρα πρέπει να θεσπίζεται με ιδιαίτερη φειδώ αφού οι δικαιοκρατικοί προβληματισμοί που εγείρονται σχετικά με το εάν οι συγκεκριμένες διατάξεις είναι συμβατές με τις αρχές του δικαίου και του Κράτους Δικαίου είναι υπαρκτοί (Σφέτσος, 2020:31, Στεργιούλης & Σφέτσος, 2022:67).

Συμπεράσματα—Προτάσεις

Η ενδοοικογενειακή βία και η βία γενικότερα αποτελεί ένα υπαρκτό και παράλληλα πολύ σοβαρό κοινωνικό ζήτημα στη χώρα μας του οποίου η αντιμετώπιση δεν είναι απλή. Η ευαισθητοποίηση και η ενημέρωση του κοινού αναμφίβολα θα συνεισφέρει ουσιαστικά στην επίτευξη της κοινωνικοποίησης του προβλήματος. Οι συγγραφείς θεωρούν  σημαντικό να γίνει πλήρως αντιληπτό, γενικά από την κοινωνία αλλά και από το μέσο πολίτη ειδικότερα, ότι η ενδοοικογενειακή βία και γενικότερα η κακοποιητική συμπεριφορά δεν αποτελεί μια ιδιωτική υπόθεση δράστη-θύματος που ξεκινά και ολοκληρώνεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού. Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα ιδιαίτερα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα που αφορά όλους μας και ο καθένας πρέπει να κατανοήσει ότι η ενημέρωση των Αρχών για το συγκεκριμένο θέμα είναι επιβεβλημένη. Στο πλαίσιο αυτό η υποχρέωση των εκπαιδευτικών να ανακοινώνουν στις Αρχές αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος μαθητών τους που πληροφορούνται ή διαπιστώνουν είναι σωστή και δύναται να συμβάλλει ουσιαστικά στον περιορισμό του φαινομένου.

Γενικότερα πρέπει να εμπεδωθεί μια κουλτούρα από την οποία να απορρέει ότι να βοηθήσεις ένα παιδί καταγγέλλοντας στις Αρχές μια παράνομη πράξη σε βάρος του, είτε αυτή τελείται στην οικογένεια είτε στο σχολικό περιβάλλον, είτε οπουδήποτε αλλού δεν είναι κάτι μεμπτό, αλλά κάτι θεμιτό, εάν όχι επιβεβλημένο, για την πρόοδο της κοινωνίας μας. Σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν σωστό να διευρυνθούν και οι επαγγελματικές ομάδες που υποχρεούνται να αναγγέλλουν πράξεις ενδοοικογενειακής βίας που διαπιστώνουν σε βάρος ανηλίκων και πέραν των εκπαιδευτικών. Για παράδειγμα οι ιατροί και ιδίως οι παιδίατροι, οι λογοθεραπευτές, οι εργοθεραπευτές, οι φροντιστές ξένων γλωσσών, οι προπονητές αθλημάτων, οι παιδαγωγοί διαφόρων παιδικών δραστηριοτήτων όπως θεατρολόγοι, μουσικοί, ζωγράφοι αποτελούν επαγγελματίες που έρχονται σε συχνή προσωπική επαφή με τα παιδιά. Η ενημέρωση των Αρχών για κάθε παράνομη πράξη, πόσο μάλλον αυτή της ενδοοικογενειακής βίας που πολλές φορές ειδικά για τους ανηλίκους είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγγελθεί από τα θύματα, πρέπει να αποτελέσει βασική κουλτούρα όλων μας και ιδίως των επαγγελματικών ομάδων που αναφέρθηκαν.

Βέβαια για να λειτουργήσει το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο και να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στην απόδοση της δικαιοσύνης η θωράκιση των ανωτέρω επαγγελματιών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Η εκπαίδευση και η συχνή μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών αναφορικά με τα ζητήματα ενδοοικογενειακής βίας και τις απορρέουσες από το νομικό πλαίσιο υποχρεώσεις τους αλλά και η θέσπιση του ακαταδίωκτου σε βάρος τους θα διευκολύνουν την αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος των ανηλίκων και θα προστατέψουν τους εκπαιδευτικούς από εκδικητικές καταγγελίες.

Παράλληλα η στελέχωση όλων των σχολείων με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς θα συμβάλλει στη βελτίωση της ψυχικής υγείας των παιδιών, θα παρέχει ψυχολογική υποστήριξη στους εκπαιδευτικούς ενώ θα διευκολύνει τη διαπίστωση κακοποιητικών περιστατικών σε βάρος μαθητών όχι μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον αλλά και γενικότερα. Οι σχολικοί κοινωνικοί λειτουργοί θα έχουν τη δυνατότητα να έρθουν σε επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον του ανηλίκου εντοπίζοντας τις γενεσιουργές αιτίες της παραβατικής συμπεριφοράς και συμβάλλοντας στην εξωδικαστηριακή λύση τους μέσω της συμβουλευτικής καθοδήγησης των γονιών και της πρότασης παρακολούθησης ειδικών προγραμμάτων. Στο πλαίσιο αυτό οι σχολές γονέων ίσως αποτελούν κατάλληλα εργαλεία τα οποία δύναται να λειτουργήσουν προληπτικά, αλλά και θεραπευτικά για την αντιμετώπιση βίαιων ενδοοικογενειακών περιστατικών.

Βέβαια εκ των πραγμάτων ακόμα και η πιο υπεύθυνη και ολοκληρωμένη αντεγκληματική πολιτική δεν θα εξαλείψει το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας αλλά απλά θα το περιορίσει, γιατί η ενδοοικογενειακή βία, όπως και το έγκλημα γενικότερα, ως κοινωνικό φαινόμενο δεν εξαλείφεται αλλά απλά μετριάζεται. Παραταύτα οι εξωδικαστηριακές λύσεις και πρωτίστως οι επανορθωτικές πρακτικές φρονούμε ότι δύναται να αποτελέσουν μια πρωτοποριακή και πολλά υποσχόμενη προσέγγιση απέναντι στα ενδοοικογενειακά αναδυόμενα προβλήματα συμβάλλοντας καταλυτικά στην αντιμετώπιση της βίας σε βάρος μαθητών είτε αυτή τελείται στο σχολείο και στις κοινωνικές τους συναναστροφές είτε μέσα στο ίδιο  το οικογενειακό περιβάλλον.

Χαράλαμπος Σφέτσος, Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Πατρών - Κοινωνικός Λειτουργός

Ευτυχία Κατσιγαράκη, Εγκληματολόγος MSc. University of Surrey UK., Ph.D.

* Φωτογραφία από ELG21 στο Pixabay

Υποσημειώσεις:

[1] Μετά την ολοκλήρωση της παρούσας συγγραφής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης τέθηκε σε Δημόσια Διαβούλευση σχέδιο Νόμου το οποίο μεταξύ άλλων τροποποιεί και το Ν. 3500/2006. Στο άρθρο 23 προτείνεται η αντικατάσταση του τίτλου από «υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών» σε «υποχρεώσεις των επαγγελματιών» επεκτείνοντας την υποχρέωση αναφοράς αδικήματος ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανηλίκου πέραν από τους εκπαιδευτικούς και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες όπως Παιδαγωγοί, Κοινωνικοί Λειτουργοί, Προπονητές και Ιατροί. Παράλληλα στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται το ακαταδίωκτο των προσώπων που έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε αναφορά εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας ενώ παραλείπεται και η υποχρέωση υποβολής της καταγγελίας μέσω του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας. Σύμφωνα με τους συγγραφείς οι εν λόγω τροποποιήσεις κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση εκσυγχρονίζοντας το Νομοθετικό πλαίσιο για την πρόληψη και τη καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας ενώ εφόσον τελικά θεσπιστούν, θα συμβάλλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου αφού θεραπεύουν πρόδηλες δυσλειτουργίες της ισχύουσας σήμερα διάταξης.

Βιβλιογραφία:

Αιτιολογική Έκθεση, (2006). Στο Σχέδιο  Νόμου «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας». Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/g-oikovia-eis.pdf

Ακριβοπούλου, Χ. & Ανθόπουλος, Χ., (2015). Εισαγωγή στο δίκαιο και στους Συνταγματικούς θεσμούς. Ζωγράφου: Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα www.kallipos.gr

Ανδριανάκης, Ε., (2001). Θυματολογικά. Αθήνα-  Κομοτηνή :Σάκκουλας Αντ. Ν.2001

Ανδρουλάκης, Β. (2018) Το Δικαστικό Σύστημα: Οργάνωση-Λειτουργίες Νέοι Προσανατολισμοί στο: Η δικαιοσύνη στην Ελλάδα/Προτάσεις για ένα σύγχρονο δικαστικό σύστημα. Μαρούσι: διαΝΕΟσις

Αρτινοπούλου, Β., (2018). «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη - ένα άλλο παράδειγμα», στο Εξουσίες, επιστημονική ουδετερότητα και εγκληματολογικός λόγος. 50 χρόνια Howard Becker “Whose Side Are We On?” (επιμ.) Αρτινοπούλου, Β., Βιδάλη, Σ., Γεωργούλας, Σ., Θεμελή, Ό., Κουλούρης, Ν., Παπανικολάου, Γ. 1o συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού Ελέγχου. Αθήνα:24-27/5/2016.

Αρτινοπούλου, Β., (2010). Επανορθωτική Δικαιοσύνη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Γιουτανή, Σ., Ιωάννου, Χ.,  Κακουρή, Μ., Μαννούρη, Α., Φαίδωνος, Π., και  Σίππη-Χαραλάμπους, Ε., (2017). Εγχειρίδιο εκπαιδευτικού για αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου.

Δημόπουλου, Χ., (2006). Το σχέδιο Νόμου για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Ποινική Δικαιοσύνη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Ελληνική Αστυνομία, (2022). Ετήσιες Εκθέσεις Απολογισμού Έργου Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας. Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: https://www.astynomia.gr/odigos-tou-politi/chrisimes-symvoules/endooikogeneiaki-via/

Ελληνική Αστυνομία, (2022a). Εγχειρίδιο Αστυνομικής Ανταπόκρισης σε
περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Αθήνα: Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη/ Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας/Κλάδος Τάξης/Διεύθυνση Γενικής Αστυνόμευσης

Ελληνική Αστυνομία, (2021). Οδηγός Αστυνομικής Ανταπόκρισης στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, Σπάσε τη Σιωπή. Είμαστε Εδώ. Αθήνα: Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας/Κλάδος Τάξης/Διεύθυνση Γενικής Αστυνόμευσης/Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, (2020). Ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων: πού συμβαίνει, ποιες οι αιτίες και οι συνέπειες. Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: https://www.europarl.europa.eu/news/el/headlines/society/20200206STO72031/akrotiriasmos-ton-gunaikeion-gennitikon-organon-aities-kai-sunepeies

Kane, J., (2008). Family Violence. Daphne Booklets: Issues and experiences in combating violence against children, young people and women, European Commission

Κοσμάτος, Κ., (2020). Δίκαιο Ανηλίκων Θεωρία και Πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Κοσμάτος, Κ. και  Λαμπάκης, Χ., (2019) Εστίες διαφθοράς στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στο Εγκλήματα των Ισχυρών Διαφθορά, οικονομικό και οργανωμένο έγκλημα, (επιμ.) Σοφία Βιδάλη, Νικόλαος Κ. Κουλούρης, Χάρης Παπαχαραλάμπους Αθήνα: ΕΑΠ

Κρανιδιώτη, Μ., (2007). Η ολοκλήρωση. Μέθοδος Ανάπτυξης Θεωρίας στην Εγκληματολογία. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Λαγομάτης, Γ., (2021). Η υποτροπή στους δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας. Περιοδικό Crimes Times. Τεύχος 16 Ιούνιος 2021 https://www.crimetimes.gr/i-ypotropi-stous-drastes-egklimatwn-s/

Νόνας, Ε., (1996). Θέματα Ιατροδικαστικής & Τοξικολογίας. Αθήνα: Βασδέκης

Pease, A., Pease, B. (2006) Γλώσσα του Σώματος. Αθήνα: Έσοπτρον

Στεργιούλης, Ε. και  Σφέτσος, Χ., (2022). Η επιχειρηματική δράση του Οργανωμένου Εγκλήματος. Η περίπτωση της Ιταλικής Μαφίας. Εγκληματολογία – Τεύχος 12ο Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη

Σφέτσος Χ., (2020). Μάρτυρες του Στέμματος. Αστυνομική Ανασκόπηση - Τεύχος 321ο Αθήνα: Ελληνική Αστυνομία.

Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαδικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων (2023). Δημόσια διαβούλευση νομοθετικής πρωτοβουλίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τίτλο: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=17064

Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, (2022). Ετήσιες Εκθέσεις για τη Βία κατά των Γυναικών. Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: https://isotita.gr/3h-ethsia-ekthesi-gia-ti-via-2022/