ΤΕΥΧΟΣ #17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021

Μαρτυρίες ανηλίκων παραβατών και ο ρόλος των επιμελητών ανηλίκων

Αφροδίτη Μαλλούχου

Ομιλία της Επιμελήτριας Ανηλίκων-Κοινωνικής Λειτουργού, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Αφροδίτης Μαλλούχου, στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της Αγγελικής Καρδαρά «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους»

 

«Η σύλληψη ενός ανηλίκου πάντοτε βιώνεται ως σοκ, αδικία, κεραυνός εν αιθρία για την οικογένεια, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και ως η έναρξη μίας διαδικασίας οριοθέτησης, η οποία δεν τέθηκε έγκαιρα από τους γονείς. Όταν ο νόμος παραβιάζεται και αυτό γίνει αντιληπτό από τους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, η σύλληψη του παιδιού από την αστυνομία είναι η στιγμή της «έξωθεν» οριοθέτησης της συμπεριφοράς του παιδιού. Αυτή η στιγμή είναι τόσο δύσκολη και οδυνηρή για τον ανήλικο και την οικογένειά του, ώστε αν παραβλεφθεί η ανάγκη τους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να τα μοιραστούν, έχει χαθεί μία σημαντική ευκαιρία να βοηθηθούν».

Η στιγμή της σύλληψης του ανήλικου παραβάτη είναι αναμφίβολα ένα καθοριστικό σημείο για τη ζωή του, ένα σημείο καμπής που είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποτελέσει την έναρξη μίας θετικής διαδικασίας για τον ανήλικο, η οποία θα του δώσει μία ουσιαστική, δεύτερη ευκαιρία, με αποχή από την παραβατική δράση και θα τον ενεργοποιήσει θετικά προς άλλες κατευθύνσεις, αποτρέποντάς τον από μία εγκληματική «σταδιοδρομία» στην ενήλικη ζωή του. Εδώ ο ρόλος των Επιμελητών Ανηλίκων είναι καταλυτικός και η συνεργασία της οικογένειας πολύτιμη για την πορεία που θα ακολουθήσει ο ανήλικος. Εξίσου σημαντικά στοιχεία είναι η συνειδητοποίηση από τον ίδιο τον ανήλικο παραβάτη της βαρύτητας της πράξης του που τον οδήγησε σε αυτήν τη δυσμενή κατάσταση και ταυτόχρονα η ανάληψη της ευθύνης του.

Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε απόσπασμα της ομιλίας της Επιμελήτριας Ανηλίκων -  Κοινωνικής Λειτουργού, ΜSc, υπ.Δρος Αντεγκληματικής Πολιτικής, Διαπιστευμένης Διαμεσολαβήτριας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Αφροδίτης Μαλλούχου, όπως εκφωνήθηκε στις 6-10-2021, στο πλαίσιο της παρουσίασης του νέου βιβλίου της Αγγελικής Καρδαρά, Δρος Τμήματος ΕΜΜΕ ΕΚΠΑ, Φιλολόγου, Τακτικής Επιστημονικής Συνεργάτιδας Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος, Συγγραφέως-Εισηγήτριας και Εκπαιδεύτριας Ε-Learning ΕΚΠΑ. Η ομιλία της κας Μαλλούχου παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς σκιαγραφεί το προφίλ των νεαρών παραβατών και των οικογενειών τους που προσέρχονται στις υπηρεσίες ανηλίκων και αναδεικνύει τον σημαίνοντα ρόλο της πρόληψης και της ουσιαστικής κοινωνικής μέριμνας και πρόνοιας για τον ανήλικο παραβάτη. Μεγάλη κοινωνική χρησιμότητα έχουν και οι μαρτυρίες ανήλικων δραστών που περνούν ένα μήνυμα ελπίδας στην ευρύτερη κοινωνία για τη δυνατότητα αλλαγής, όπως καταγράφονται από την κ. Μαλλούχου, η οποία μεταξύ άλλων υπογράμμισε τα ακόλουθα, στην ομιλία της:

Παρόλο που τόσο η παραβατικότητα όσο και η θυματοποίηση ανήλικων και νέων είναι φαινόμενα σύνθετα και πολυδιάστατα, που απασχολούν διαχρονικά τις κοινωνίες και την επιστημονική κοινότητα, η συγγραφέας του βιβλίου «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους», Αγγελική Καρδαρά, καταφέρνει να τα προσεγγίσει, δίνοντας αφενός έμφαση στα χαρακτηριστικά και τις προκλήσεις της σημερινής εποχής και φωτίζοντας αφετέρου την κάθε πτυχή τους με την ευαισθησία και την προσοχή που τους αξίζει. Εξάλλου, όπως αναδεικνύεται και σε όλο το βιβλίο, μία διαρκής ανταλλαγή ρόλων καταγράφεται μεταξύ ανήλικων θυμάτων και δραστών βίας, εφόσον συχνά οι νέοι  παγιδεύονται σε έναν φαύλο κύκλο βίας-θυματοποίησης και παραβατικής δράσης.

Η συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο στα παιδιά που ονειρεύονται, σαν μια «υπόσχεση», όπως αναφέρει στο εισαγωγικό της σημείωμα, ότι «θα προσπαθήσουμε με την αγάπη και το ουσιαστικό ενδιαφέρον μας να προστατεύσουμε τα όνειρά τους». Μία τέτοια υπόσχεση κινητοποιεί και τη δική μου επαγγελματική πορεία. Συνδυάζοντας τη σημαντικότητα της θεωρίας με την ουσία της πράξης, η κα Καρδαρά με κάλεσε να μεταφέρω εδώ σήμερα αυτή την πράξη και να τη μοιραστώ μαζί σας.   

Ως Επιμελητές Ανηλίκων, συνεργαζόμαστε -στο πλαίσιο της ποινικής αντιμετώπισης της παραβατικότητας- με ανηλίκους που έχουν συγκρουστεί με τον νόμο εμπλεκόμενοι σε μία παραβατική δραστηριότητα και επίσης -στο πλαίσιο της πρόληψης- με ανηλίκους που εκδηλώνουν δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής και βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο να γίνουν δράστες αξιόποινων πράξεων ή να θυματοποιηθούν, και παρέχουμε υποστήριξη στους ίδιους και τις οικογένειές τους. Στόχος της συνεργασίας μας είναι -μέσα από την οικοδόμηση μίας σχέσης εμπιστοσύνης- αφενός η κοινωνική διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων, προκειμένου να ενδυναμωθούν, να προσαρμοσθούν στον κοινωνικό ιστό με άρτιο τρόπο και να εξελιχθούν προσωπικά επαναπροσδιο-ρίζοντας τους στόχους τους και αφετέρου η ενεργή και υπεύθυνη ανάληψη από τους γονείς του γονεϊκού τους ρόλου.

Η σύλληψη ενός ανηλίκου πάντοτε βιώνεται ως σοκ, αδικία, κεραυνός εν αιθρία για την οικογένεια, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και ως η έναρξη μίας διαδικασίας οριοθέτησης, η οποία δεν τέθηκε έγκαιρα από τους γονείς. Όταν ο νόμος παραβιάζεται και αυτό γίνει αντιληπτό από τους επίσημους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου, η σύλληψη του παιδιού από την αστυνομία είναι η στιγμή της «έξωθεν» οριοθέτησης της συμπεριφοράς του παιδιού. Αυτή η στιγμή είναι τόσο δύσκολη και οδυνηρή για τον ανήλικο και την οικογένειά του, ώστε αν παραβλεφθεί η ανάγκη τους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και να τα μοιραστούν, έχει χαθεί μία σημαντική ευκαιρία να βοηθηθούν. Η παρέμβαση του Επιμελητή στη ζωή του ανήλικου δράστη και της οικογένειάς του λαμβάνει χώρα σε αυτή την κρίσιμη φάση της ζωής του ανηλίκου, κατά την οποία ο ίδιος είναι ιδιαίτερα ευάλωτος, εφόσον νιώθει, αναμένοντας την εκδίκαση της υπόθεσής του, ότι αναστέλλονται τα όνειρά του και ίσως υποθηκεύεται το μέλλον του. Ο Επιμελητής είναι ο πρώτος, μετά τη σύλληψη, που αναγνωρίζει και φροντίζει την ανάγκη του ανηλίκου και της οικογένειάς του να αφηγηθούν την εμπειρία τους, να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κρίση, να λάβουν υποστήριξη, ενημέρωση, κατανόηση, και να αντιμετωπισθούν χωρίς κριτική αλλά με σεβασμό.

Όσον αφορά το πεδίο της πρόληψης, αναλαμβάνουμε να υποστηρίξουμε ψυχοκοινωνικά και συμβουλευτικά παιδιά και εφήβους, που είτε ο γονιός τους έχει προσφύγει στον Εισαγγελέα, δηλώνοντας αδυναμία να διαχειριστεί την εναντιωματική συμπεριφορά του παιδιού του ή και τις φυγές του από το σπίτι, είτε ο Διευθυντής του σχολείου έχει ζητήσει τη συνδρομή μας μέσω του Εισαγγελέα για μαθητές που αναστατώνουν έντονα τη σχολική κοινότητα. Συχνά, η σοβαρή επιθετικότητα των παιδιών αυτών ως εκδραμάτιση δυσάρεστων συναισθημάτων αποτελεί ένα σύμπτωμα μίας παρατεταταμένης δυσλειτουργίας, καθώς δεν έχει δοθεί συστηματικά στα παιδιά ο ζωτικός ψυχικός χώρος (αρχικά στην οικογένεια και αργότερα στο σχολείο) να εκφράσουν τη δυσφορία τους με έναν πιο πρόσφορο τρόπο.

Η  επιθετικότητα παρουσιάζεται συχνά ως ένας μηχανισμός άμυνας - επιβίωσης, με τον οποίο τα παιδιά προσπαθούν να κρατήσουν τη θέση τους σε ένα οικογενειακό/σχολικό πλαίσιο, που δεν τα σέβεται, ή που δυσκολεύεται να κατανοήσει και να ανταποκριθεί στις συναισθηματικές και αναπτυξιακές ανάγκες και επιθυμίες τους.

H εφηβεία αποτελεί μία κρίσιμη περίοδο στην ανάπτυξη του ατόμου και διακρίνεται από τάσεις για ανεξαρτησία, αυτονόμηση, ιδεολογική διαφοροποίηση από την κοινωνία των ενηλίκων και συμμόρφωση προς την ομάδα των συνομηλίκων. Οι αλλαγές που συντελούνται κατά την περίοδο αυτή σηματοδοτούν τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Mπροστά στις νέες βιοψυχοκοινωνικές απαιτήσεις, η δομή της προσωπικότητας του εφήβου παρουσιάζεται περισσότερο εύθραυστη, ευεπηρέαστη και ευάλωτη, εφόσον ο έφηβος ενώ δεν είναι ακόμα έτοιμος να διαχειριστεί τις επερχόμενες αλλαγές, καλείται να διαμορφώσει την προσωπική του ταυτότητα και να μεταβεί στην ενηλικίωσή του ως ώριμο και υπεύθυνο άτομο.

Η εμφάνιση αντικοινωνικής ή/και παραβατικής συμπεριφοράς των ανηλίκων χαρακτηρίζεται ως μία μορφή επανάστασης και αντίστασης στην εξουσία, αφού η ανηλικότητά τους βιώνεται συχνά από τους ίδιους ως χρόνος εξάρτησης και καταπίεσης. Ένα μεγάλο ποσοστό των ανηλίκων που συγκρούονται με τον νόμο είναι παιδιά που έχουν ανάγκη να βγουν στη σκηνή, να γίνουν αντιληπτοί στον κοινωνικό τους περίγυρο, να βρουν έναν τρόπο να ακουστούν.

Έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου η περίπτωση πρόληψης ενός οκτάχρονου μαθητή, ο οποίος ήδη από το νηπιαγωγείο λόγω της εναντιωματικής του συμπεριφοράς είχε στιγματιστεί ως «ο φόβος και ο τρόμος του σχολείου» και «ο μπελάς του δασκάλου», οπότε η είσοδός του στο δημοτικό συνοδεύτηκε με καμπανάκι «συναγερμού», το οποίο ο ίδιος έδειχνε να αποδέχεται και με καμάρι να υιοθετεί τον ρόλο του δράστη ακόμα και σε περιπτώσεις που ο ίδιος δεν είχε καμία ανάμειξη, γιατί μόνο μέσα από αυτόν τον ρόλο εκείνος αποκτούσε οντότητα και συγκέντρωνε την προσοχή όλων, κάτι που τελικά είχε τόσο μεγάλη ανάγκη, με αποτέλεσμα να αποφανθούν από την πρώτη στιγμή κάποιοι εκπαιδευτικοί ότι «αυτό το παιδί δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ» και κάποιος άλλος να ΄΄γνωμοδοτήσει΄΄ ότι «αυτό το παιδί είναι ο αυριανός δολοφόνος». Ευτυχώς, το 8χρονο εκείνο αγόρι μέσα από μία συντονισμένη και πολυσυστημική παρέμβαση τροποποίησης της επιθετικής συμπεριφοράς του και με αδιάλειπτη συνεργασία με το οικογενειακό και σχολικό του περιβάλλον, δεν επαλήθευσε τις προφητείες, και τρία χρόνια αργότερα, αφού είχε σταματήσει πλέον να ασκεί βία και να πλακώνεται με όποιον τον λοξοκοίταξε, όντας μαθητής της Ε΄ τάξης με δάκρυα χαράς έτρεξε να μοιραστεί με την επιμελήτριά του το μεγάλο για εκείνον γεγονός: «σήμερα όλοι οι συμμαθητές μου ψήφισαν ότι μπορώ πια να παίζω μαζί τους». Ο Γ… κατάφερε να είναι σήμερα μαθητής της Α΄ Λυκείου, χωρίς καμία καθυστέρηση στην εκπαιδευτική διαδικασία και παρόλες τις δυσκολίες εξακολουθεί να ονειρεύεται το μέλλον του.

Αναζητώντας τους αιτιολογικούς παράγοντες της παραβατικότητας ανηλίκων σε πολλά ερευνητικά πορίσματα καταδεικνύεται πίσω από τον ανήλικο παραβάτη μία οικογενειακή «δυσαρμονία» σε ποικιλία αποχρώσεων. Ανήλικοι που μεγαλώνουν σε ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο βιώνουν συναισθηματική, ψυχική ή σωματική παραμέληση ή/και κακοποίηση, εμφανίζουν μειωμένη ενσυναίσθηση και ιδιαίτερες δυσκολίες στον σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων και παρουσιάζονται πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη μίας αντικοινωνικής, επιθετικής ή/και παραβατικής συμπεριφοράς.

Οι σχέσεις των γονιών που προσέρχονται στην Υπηρεσία μας με τα παιδιά τους, ως επί το πλείστον, παρουσιάζονται κλονισμένες με ένα διαμορφωμένο ρήγμα, εξαιτίας συνεχών και έντονων διαφωνιών σε βασικά θέματα της καθημερινότητας και οι ίδιοι δηλώνουν ανίσχυροι και αδύναμοι να διαχειριστούν τις εφηβικές και νεανικές εξάρσεις των παιδιών τους. Η αγωνία και η αίσθηση απώλειας του ελέγχου από την πλευρά των γονέων και ο ταυτόχρονος αγώνας διεκδίκησης των εφήβων οδηγεί το οικογενειακό σύστημα σε σύγκρουση και ίσως σε αποξένωση. Οι ανήλικοι νιώθουν πως οι γονείς τους προσπαθούν απλά να τους επιβάλλουν τις απόψεις τους, χωρίς να νοιάζονται για τα δικά τους θέλω, ενώ οι «παντογνώστες» γονείς εμμένουν ότι εκείνοι γνωρίζουν το καλύτερο για τα παιδιά τους και αντιμετωπίζουν τους εφήβους ως «επαναστάτες χωρίς αιτία». Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ των γονέων ή οι ακραίες συμπεριφορές απέναντι στα παιδιά (είτε πολύ αυταρχικές και άκαμπτες, είτε πολύ ανεκτικές και ελαστικές με άλογη κατάργηση κάθε ορίου), χωρίς προηγούμενη συζήτηση και επικοινωνία, συχνά δημιουργούν τέτοια δυσλειτουργία στο οικογενειακό σύστημα, που μπορεί να οδηγήσει και στη διάλυσή του. 

Οι γονείς παρουσιάζονται μπροστά μας άλλοτε φοβισμένοι για την τύχη του παιδιού τους, άλλοτε νιώθουν ενοχικά για την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που εκείνο εκδηλώνει,  αλλά και συχνά γίνονται επιθετικοί εκφράζοντας τον θυμό και την αγανάκτησή τους για όλη αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει εξαιτίας της εναντιωματικής συμπεριφοράς του παιδιού τους και για την οποία θεωρούν ότι οι ίδιοι δεν φέρουν καμία ευθύνη. Υπάρχουν επίσης φορές που αδυνατώντας να διανοηθούν ότι το δικό τους παιδί είναι δυνατό να εμπλακεί σε παραβατική πράξη, με μία τάση υπερπροστατευτισμού και χωρίς να έχουν προσπαθήσει να διερευνήσουν πραγματικά την αλήθεια, γιατί πιθανότατα νιώθουν ότι δεν μπορούν να την διαχειριστούν, προτρέπουν άμεσα ή έμμεσα το παιδί τους να αρνηθεί να αναλάβει οποιαδήποτε ευθύνη, προκειμένου να έχουν περισσότερες ελπίδες εξασφάλισης μιας αθωωτικής δικαστικής απόφασης.

Σε έρευνα που διενήργησε πρόσφατα η ομιλούσα στα πλαίσια της διδακτορικής της διατριβής με επαγγελματίες που υπηρετούν στο ΣΠΔΑ (επιμελητές ανηλίκων, εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς, αστυνομικούς, δικηγόρους),  αναδεικνύεται, κατά την εκτίμησή τους, κάτι που διαπνέει και το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, ότι η παραβατική δράση δεν αποκαλύπτει απαραίτητα την έναρξη μιας εγκληματικής «σταδιοδρομίας», αλλά την πίστη τους ότι θα μπορούσε αυτή να αντιμετωπιστεί και να αναχαιτιστεί με τις κατάλληλες παρεμβάσεις διαπαιδαγώγησης, αρκεί αυτές να είναι ολιστικές και στοχευμένες στην υποστήριξη και ενδυνάμωση:

α) του οικογενειακού πλαισίου του ανηλίκου, ώστε να σταθεί ικανό να επιτελέσει τον εξαιρετικά σημαντικό υποστηρικτικό του ρόλο, προσφέροντας ασφάλεια, φροντίδα και καλλιέργεια του αισθήματος ατομικής ευθύνης στον ανήλικο,

β) του σχολικού του περιβάλλοντος, ώστε να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές όχι με τιμωρητικές και στιγματιστικές πρακτικές, αλλά με λογική οριοθέτηση εντασσόμενη σε μια κουλτούρα συμπερίληψης, και

γ) του ίδιου του ανηλίκου, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί πιθανή δική του προηγούμενη θυματοποίηση και παράλληλα τις εφηβικές του παρορμήσεις, να αναπτύξει την αυτοεκτίμησή του, για να αντεπεξέλθει με ικανό τρόπο στις κοινωνικές απαιτήσεις, αναλαμβάνοντας με ωριμότητα και συνέπεια τις ευθύνες του και να ενταχθεί ομαλά στον κοινωνικό ιστό. 

Υπό το πρίσμα αυτό, η παραβατική συμπεριφορά του ανηλίκου γίνεται αντιληπτή κυρίως μέσα και σε άμεση συνεξάρτηση από το οικογενειακό και ευρύτερα κοινωνικό σύστημα στο οποίο αναπτύσσεται, ως μία εναγώνια αναζήτηση της ψυχοκοινωνικής ταυτότητας του ανηλίκου, κατά τη διάρκεια της οποίας επέρχεται ενδεχόμενα ρωγμή με το κοινωνικό του περιβάλλον, ειδικά όταν νιώθει ότι αυτό δεν είναι υποστηρικτικό απέναντί του, αλλά αντίθετα τον περιορίζει, τον εγκλωβίζει ή τον τιμωρεί στιγματίζοντάς τον ή του ασκεί οποιασδήποτε μορφής βία καθιστώντας τον προηγουμένως θύμα. Με μία τέτοια οπτική σταδιακά αποδραματοποιείται η παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων και οι λειτουργοί της δικαιοσύνης φαίνονται πιο έτοιμοι να στραφούν σε επανορθωτικές πρακτικές, υιοθετώντας έναν μη στιγματιστικό λόγο, προκειμένου να επιτύχουν τη διαπαιδαγώγηση και όχι την τιμωρία του ανηλίκου. 

Η δυσκολία προσαρμογής των νέων στους κοινωνικούς και νομικούς κανόνες και η εκδήλωση μίας παρεκκλίνουσας ή / και παραβατικής συμπεριφοράς απαιτεί μία πολυεπίπεδη και ολιστική προσέγγιση. Η αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητα της καταστολής έστρεψε το εγκληματολογικό ενδιαφέρον στην πρόληψη της παραβατικότητας και της θυματοποίησης. Το σύγχρονο δίκαιο ανηλίκων απηχεί την τάση για ελαχιστοποίηση της παρέμβασης του ποινικού προς όφελος των εναλλακτικών «επανορθωτικών» λύσεων.

Οι στρατηγικές για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας θα πρέπει να εμπλέκουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να αντιμετωπίζονται εγκαίρως οι παράγοντες που εξωθούν από νωρίς νεαρά άτομα στον κίνδυνο του εγκλήματος, και όπως τονίζει η κα Καρδαρά «η προστασία της ανηλικότητας οφείλει να είναι προτεραιότητα της αντεγκληματικής πολιτικής». Η επανορθωτική προσέγγιση του εγκλήματος παρουσιάζει μία πιο δημοκρατική, ανθρωποκεντρική και αλληλεπιδραστική απάντηση στο φαινόμενο της παραβατικότητας, εφόσον την ερμηνεύει ως πράξη που προκαλεί βλάβη και ανθρώπινο πόνο σε επίπεδο προσωπικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό. Καλεί σε μία ουσιαστική, οικειοθελή επαφή τον ανήλικο δράστη και το θύμα, δίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα στον δράστη να αναλάβει ενεργά την ευθύνη της πράξης του, ως μία ευκαιρία να συνειδητοποιήσει, με ενσυναίσθηση, το μέγεθος και τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκαλέσει σε ένα άλλο πρόσωπο και να τις αποκαταστήσει και ταυτόχρονα δίνει έναν ενεργό «πρωταγωνιστικό» ρόλο στο θύμα ώστε να ακουστεί η φωνή του, να εκφράσει τα συναισθήματά του, να νιώσει ηθική ικανοποίηση και άμβλυνση του αισθήματος αδικίας που έχει υποστεί και να αποβάλει τον φόβο του για ενδεχόμενη επανάληψη της πράξης. Μέσα στην αποκαταστατική θεώρηση όλοι αξίζουν να αντιμετωπίζονται με σεβασμό και αποδοχή, λαμβάνοντας μέρος σε συμμετοχικές διαδικασίες χωρίς αποκλεισμούς, συνδεόμενοι μεταξύ τους με ένα αίσθημα ευθύνης για τον άλλο και αναλαμβάνοντας με εκούσια επιλογή την επούλωση της βλάβης.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ακούσουμε την εμπειρία δύο δεκαοκτάχρονων αγοριών από την εμπλοκή τους με τη δικαιοσύνη όταν ήταν στην ηλικία των 15 ετών (ο ένας από τη θέση του δράστη και ο άλλος του θύματος) για μία πράξη επικίνδυνης σωματικής βλάβης για την οποία επιβλήθηκε από το δικαστήριο το αναμορφωτικό μέτρο της συνδιαλλαγής[1]:

Γ. (δράστης) «Όταν με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, σταμάτησαν όλα γύρω μου. Ξαφνικά ένιωσα ένα τεράστιο κενό. [….]  Όταν φτάσεις στο δικαστήριο, νιώθεις ότι είσαι στο χείλος της καταστροφής και δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα. [….] Αν μου έριχναν φυλακή, όχι μόνο θα μου κατέστρεφαν τη ζωή, αλλά δεν θα μου έδιναν και την ευκαιρία να έρθω αντιμέτωπος με το θύμα και να μιλήσω μαζί του. Γιατί μέσα στο δικαστήριο μπορεί και να ζητήσεις συγγνώμη, αλλά αυτό γίνεται σχεδόν αναγκαστικά. Όλη η διαδικασία πριν το δικαστήριο είναι πολύ ψυχοφθόρα. Ο δράστης ήδη έχει τιμωρηθεί πολύ. Έχει σκεφτεί το λάθος του και θέλει να πάει να μιλήσει με το θύμα. Πέρα από τη συγγνώμη, πρέπει να συζητήσουν γιατί έγινε ό,τι έγινε. Θα μπορούσαν μάλιστα μετά να γίνουν και φίλοι, όπως συνέβη με μένα .. Πρέπει να πω όμως ότι στην αρχή της διαδικασίας ένιωσα ντροπή, ντροπή που είχα απέναντί μου τον άνθρωπο που πλήγωσα. [….] Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα δεχόταν να συναντηθούμε κάπου έξω από το δικαστήριο, να συζητήσουμε τι έγινε τότε. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να γίνει. Η Επιμελήτρια, που ανέλαβε τη διαμεσολάβηση, το πίστεψε περισσότερο και έκανε την προσπάθεια να τον προσεγγίσει στο δικαστήριο. [….] Νιώθουμε ότι φεύγει ένα βάρος από πάνω μας. Εμένα με βοήθησε η διαδικασία να θάψω μέσα μου το περιστατικό και να μη μου μείνει στο μυαλό. Κάθε μέρα πριν το δικαστήριο είχα εφιάλτες, το σκεπτόμουν διαρκώς και με απασχολούσε. Μετά τη συνδιαλλαγή άλλαξαν όλα μέσα μου. Τότε ηρέμησα απόλυτα. Κοίταξα πια μπροστά. Δεν κοιτούσα πια πίσω. Το θυμάμαι σαν πράξη, μου περνά σαν σκέψη, όχι όμως οι λεπτομέρειες και όχι πια σαν κάτι που με βαραίνει.»    

Η. (Θύμα) «Η διαδικασία του δικαστηρίου ήταν αγχωτική, γιατί ήμουν εγώ ο μόνος όρθιος και με κοιτούσαν όλοι. Νευρίασα με τους δικηγόρους των δραστών, γιατί όσα ισχυρίζονταν ήταν όλα ψέματα. Τότε ένιωσα εκτεθειμένος και ότι δεν προστατευόμουν από το δικαστήριο, αφού εγώ έλεγα από την αρχή όλη την αλήθεια χωρίς καμία υπερβολή και οι δικηγόροι μου έκαναν ψαρωτικές ερωτήσεις, χωρίς να τους εμποδίζει κανένας. Προσπάθησαν να πουν ότι εγώ είχα προκαλέσει τους δράστες, αλλά εγώ δεν τους γνώριζα, ούτε καν τους είχα δει ποτέ. [….] Νομίζω ότι κι εκείνοι (οι δράστες) μπλέχτηκαν σε μία ιστορία για την οποία μετά μετάνιωσαν πολύ. Όμως τότε που είμασταν πιο μικροί δεν καταλαβαίναμε τίποτα. [….]  Όταν μου εξήγησε η Επιμελήτρια το μέτρο, το βρήκα σαν μία ευκαιρία να πάρω τις απαντήσεις που έψαχνα. [….] Ήθελα να καταλάβω το τι έγινε. Πιστεύω ότι αυτοί (οι δράστες) καταπιέστηκαν περισσότερο, αφού έπρεπε να παραδεχτούν όλη την αλήθεια μπροστά στην Επιμελήτρια και απέναντι σε μένα. Ένιωσα ότι πραγματικά είχαν μετανιώσει. [….] Μπήκα κι εγώ στη θέση τους, αφού είμαστε στην ίδια ηλικία και κατάλαβα ότι όλα τελικά έγιναν από μία παρεξήγηση. [….]  Μετά τη διαδικασία, έτυχε να συναντηθούμε κάποιες φορές και όχι απλά χαιρετηθήκαμε, αλλά μιλήσαμε και πολύ φιλικά. Υπήρξε πραγματικά συμφιλίωση μεταξύ μας, αφού μπήκαμε ο ένας στη θέση του άλλου και καταλάβαμε ότι από τη μια στιγμή στην άλλη θα μπορούσα να βρεθώ εγώ στη θέση τους κι εκείνοι στη δική μου. [….] Νομίζω ότι όλα θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολύ νωρίτερα. Ταλαιπωρηθήκαμε χρόνια με τις αναβολές του δικαστηρίου. Αν είχε μεσολαβήσει νωρίτερα κάποιος για να λυθεί η παρεξήγηση, δεν θα περνούσαμε όλο αυτό το άγχος. [….]  Νιώθω ότι βγήκα κερδισμένος και πιο ώριμος από πριν. Να σας πω ένα περιστατικό. Πριν λίγους μήνες μου έκλεψαν το κινητό και όταν ανακάλυψα ποιος το είχε κάνει, πήγα και τον βρήκα και ενώ σε άλλη περίπτωση ίσως λύναμε το θέμα με μπουνιές, καθίσαμε και τα βρήκαμε ειρηνικά.» 

Σήμερα, λοιπόν, προβάλλει πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη εξισορρόπησης των αναγκών τόσο των θυμάτων και των δραστών όσο και ολόκληρης της κοινωνίας. Οι αξίες που η αποκαταστατική δικαιοσύνη πρεσβεύει, όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η ενεργητική ανάληψη ευθύνης, η αλληλεγγύη κ.λπ., είναι αξίες που οι σύγχρονες κοινωνίες χρειάζονται για την ανάπτυξή τους και ιδιαίτερα η χώρα μας, μετά την κοινωνικοοικονομική κρίση που την ταλανίζει την τελευταία δεκαετία και την υγειονομική που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Η επώδυνη συνειδητοποίηση ότι όλα στη χώρα μας συντελούνται με πολύ αργά βήματα, δεν πρέπει να λειτουργήσει αποθαρρυντικά ως προς την επίταση της όποιας προσπάθειας. Είναι γεγονός ότι κατά καιρούς και με πνεύμα καλής θέλησης σημειώνονται αποσπασματικές ενέργειες χωρίς όμως συνέπεια στο χρόνο και γι’ αυτό απαιτείται  εγρήγορση. Ενδεικτικά αναφέρω προγράμματα διαχείρισης θυμού και ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων που λειτουργήσαμε στην υπηρεσία μας για έφηβους παραβάτες σε επίπεδο δευτερογενούς πρόληψης και μεταφορά αντίστοιχων προγραμμάτων σε σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης σε επίπεδο πρωτογενούς πρόληψης παραβατικότητας, με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα, μέσω των οποίων αναδείχθηκε:

  • η ανάγκη για εφαρμογή τους σε συστηματική και οργανωμένη βάση
  • η ανάγκη για παράλληλη ψυχοεκπαίδευση των γονέων στη διαχείριση του θυμού των ιδίων και των παιδιών τους
  • η ανάγκη επιμόρφωσης και υποστήριξης των εκπαιδευτικών για την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων μέσα στο σχολικό χώρο.

 Η προστασία της ευάλωτης ανηλικότητας αποτελεί μία σίγουρη επένδυση σε μια καλύτερη κοινωνία. Κάθε ανήλικος έχει ανάγκη να αντιμετωπιστεί με αγάπη, εμπιστοσύνη και σεβασμό, ώστε να νιώσει ότι βάζει το δικό του λιθαράκι στο κοινωνικό γίγνεσθαι και το συν-κατασκευάζει. Αυτή η αίσθηση συνδημιουργίας ενός κόσμου που τον εμπεριέχει, μπορεί να οδηγήσει τελικά τόσο στην προσωπική του εξέλιξη όσο και σε μία βαθιά κοινωνική… Τότε, ίσως θα μπορούσε να υπάρξει μία συνέχεια στο παρόν βιβλίο της κας Καρδαρά και από το «Νέοι παγιδευμένοι στα παιχνίδια της βίας» να περάσουμε στο «Νέοι απελευθερωμένοι με γεφύρια φροντίδας»…

Η παρουσίαση αυτή θα κλείσει με τον τρόπο που ξεκίνησε η συγγραφέας το βιβλίο της… μελωδικά… με μία νότα αισιοδοξίας…. Ας φέρουμε στο μυαλό, τα χείλη και την καρδιά, τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη με την αξεπέραστη μελωδία του προσφάτως εκλιπόντος μεγάλου μας μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, ελπίζοντας ότι μέσα από μία ανοιχτή κι ενσυναισθητική ματιά για τα παιδιά μας θα πετύχουμε ως κοινωνία:  «λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα…»

 

[1] Οι συνεντεύξεις λήφθηκαν στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής διατριβής της ομιλούσας, διερευνώντας το μέτρο της συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος στο ΣΠΔΑ

*Φωτογραφία από Marcos Cola από το Pixabay