ΤΕΥΧΟΣ #21 ΙΟΥΝΙΟΣ 2023

Λήψη και ανάλυση DNA στην ποινική δίκη με το νέο ΚΠΔ

Μπόκας Νικόλαος, LL.M, MBA
Περίληψη: Ένα από τα σημαντικότερα εργαλεία που χρησιμοποιείται από τους πραγματογνώμονες για την εξιχνίαση εγκλημάτων αφορά στην λήψη και ανάλυση DNA. Η διαδικασία ταυτοποίησης μέσω του DNA εισήχθη για πρώτη φορά από τον Sir Alec Jeffreys, καθηγητή και γενετιστή στο Πανεπιστήμιο του Leicester στο Ηνωμένο Βασίλειο, to 1984[1]. Στα χρόνια που ακολούθησαν επήλθε ταχεία ανάπτυξη στη χρησιμοποίηση δείγματος DNA κυρίως σε εγκληματολογικά θέματα αλλά και σε άλλους τομείς του δικαίου. Παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρακτική συμβάλλει τα μέγιστα στην ολοκλήρωση ερευνών κυρίως στο ποινικό δίκαιο, εντούτοις προβλήθηκαν και πλείστες αντιρρήσεις σχετικά με τη νομιμότητα και την υποχρεωτικότητα αυτής. Στην παρούσα εργασία αναλύονται τα θέματα νομιμότητας και υποχρεωτικότητας λήψης δείγματος DNA, τόσο από ένα πρόσωπο όσο και από μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, καθώς και το ζήτημα αξιοπιστίας αυτής της πρακτικής.

Εισαγωγή

Το γενετικό υλικό ορίζεται ως «κάθε υλικό βιολογικής προέλευσης, όπως π.χ. αίμα, σάλιο, τρίχες, σπέρμα κλπ., του οποίου η ανάλυση επιτρέπει την πρόσβαση στο ανθρώπινο DNA, δηλαδή στην χημική ουσία του δε(σ)οξυριβονουκλεϊκού οξέος που ενυπάρχει στα 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων κάθε σωματικού κυττάρου και ενσωματώνει πολύτιμες, διαχρονικής αξίας γενετικές πληροφορίες». Εννοιολογικά διακριτός, στενότερος έναντι του γενετικού υλικού, είναι ο όρος γενετικό αποτύπωμα ή γενετικό προφίλ/ προφίλ DNA[2].

Ειδικότερα, ο καθηγητής βιοχημείας στο τμήμα βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Χρήστος Γεωργίου, ανέλυσε λεπτομερώς το DNA επισημαίνοντας πως είναι το γενετικό υλικό́ του κυττάρου[3],[4],[5].

Το θεσμικό πλαίσιο λήψης DNA στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα

Στον Ευρωπαϊκό χώρο η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων περιλάμβανε ένα αρχικά μη νομικά δεσμευτικό κείμενο, τη σύσταση ΝοR (87) 15 του Συμβουλίου της Ευρώπης[6],[7]. Ακολούθησαν η σύσταση ΝοR (92) 1 του Συμβουλίου της Ευρώπης[8],[9], η Ευρωπαϊκή Σύμβαση 108 του 1981[10], η απόφαση του Συμβουλίου 2008/615/ΔΕΥ[11], η απόφαση 616/2008/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου[12],η Απόφαση Πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ της 27ης Νοεμβρίου 2008[13], η Οδηγία (ΕΕ) 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016[14] και η Οδηγία (EE) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016[15].

Στον Ελληνικό ΚΠΔ η λήψη DNA περιλαμβάνεται στο άρθρο 201. Η πρώτη ουσιαστική[16]προσπάθεια έλαβε χώρα το 2001 με το άρθρο 5[17] του ν. 2928/2001[18]. Έκτοτε επήλθαν αρκετές τροποποιήσεις ώστε το άρθρο 201 του ΚΠΔ να πάρει την σημερινή του μορφή. Η πρώτη τροποποίηση έλαβε χώρα με το Ν. 3251/2004[19]. Ακολούθησαν οι  Νόμοι 3727/2008[20], 3783/2009 (άρθρο 1 παρ.3)[21], 4274/2014 (άρθρο 7 παρ.1,2)[22]και 4322/2015 (άρθρο 19 παρ.1)[23]. Η τελευταία τροποποίηση που επήλθε αφορούσε μόνο την εκ νέου αρίθμηση και από 200 διαμορφώθηκε σε 201 του ΚΠΔ[24].

Πότε κρίνεται αναγκαία η λήψη γενετικού υλικού

Η διαδικασία ανάλυσης DNA περιγράφεται στο άρθρο 201[25]. Οι διωκτικές αρχές προβαίνουν στην λήψη γενετικού υλικού όταν προηγουμένως υφίστανται σοβαρές ενδείξεις τέλεσης εγκλήματος, κακουργήματος ή πλημμελήματος, με επαπειλούμενη ποινή τουλάχιστον ενός έτους[26].

 Ο όρος «σοβαρές ενδείξεις» συμβάλλει στην εγγύηση προστασίας των ατόμων απέναντι στις αυθαιρεσίες των δημόσιων αρχών. Διαφοροποιείται από τους όρους των «επαρκών» και «αρκούντων» ενδείξεων, γεγονός που εξασφαλίζει την προστασία του ατομικού συμφέροντος αλλά και της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του κάθε ατόμου[27]. Αναφορικά με την αίτηση του κατηγορουμένου σχετικά με την υποχρεωτικότητα της  λήψης γενετικού υλικού οι γνώμες διίστανται[28].

Λαμβάνοντας υπόψη ο ποινικός νομοθέτης τόσο την πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου όσο και την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή οριοθετείται από τις επιμέρους αρχές της αναγκαιότητας και της προσφορότητας του μέσου προς το σκοπό, προέβη σε αναδιάρθρωση, καθορίζοντας ότι η λήψη και εξέταση γενετικού υλικού θα πραγματοποιείται για την εξιχνίαση εγκλημάτων που επισύρουν ποινές τουλάχιστον ενός έτους. Επομένως στον όρο «σοβαρές ενδείξεις» εμπεριέχεται η εν λόγω προϋπόθεση[29].

Πότε διενεργείται η λήψη DNA

Η έρευνα η οποία διενεργείται κατά την διαδικασία των ανακριτικών πράξεων έγκειται στην συλλογή και εξασφάλιση του αποδεικτικού υλικού που κρίνεται αναγκαίο για την συνέχεια της ανακριτικής πράξης αλλά και στην εξακρίβωση της εμπλοκής του κατηγορουμένου ακόμη και σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 251 του ΚΠΔ, τόσο ο ανακριτής όσο και οι ανακριτικοί υπάλληλοι στους οποίους ανατέθηκαν ανακριτικές πράξεις οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν σε οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος[30].

Η διαδικασία λήψης γενετικού υλικού και ανάλυσης DNA «συνιστά (σύγχρονη) μορφή πραγματογνωμοσύνης και παράλληλα, σύνθετη διαδικαστική - ανακριτική πράξη, διακρινόμενη στις επιμέρους πράξεις της συλλογής του βιολογικού υλικού και της αποκωδικοποίησης των ενσωματωμένων σ’ αυτό δεδομένων με τη βοήθεια ειδικής εργαστηριακής εξέτασης»[31]. Ζήτημα γεννάται σχετικά με την ορθότητα της πράξης του διορισμού τεχνικού συμβούλου, από τον κατηγορούμενο, στην διαδικασία της ανακριτικής πράξης[32],[33]. Η εισαγγελία του ΑΠ αποφάνθηκε ότι ο  κατηγορούμενος δικαιούται να διορίσει τεχνικό σύμβουλο στην διαδικασία της κύριας ανάκρισης όχι όμως και στα αυτόφωρα εγκλήματα[34].

Ποια είναι η διαδικασία λήψης DNA

 Στο άρθρο 201 παρ. 1 ΚΠΔ γίνεται λόγος για «διωκτικές αρχές». Ο ορισμός παραπέμπει στην αστυνομική προανάκριση, στην προκαταρκτική εξέταση αλλά και στην τακτική προανάκριση όταν α) οι αστυνομικές αρχές προβαίνουν στη διενέργεια λήψης και ανάλυσης γενετικού υλικού και β) η παραγγελία που δίδεται από τον Εισαγγελέα είναι γενική. Πρόβλημα είχε ανακύψει, μέχρι και την τροποποίηση του ΚΠΔ, σχετικά με την εξειδίκευση του όρου «σοβαρές ενδείξεις ενοχής» από τις αστυνομικές αρχές[35]. Η εν λόγω αστοχία αποκαταστάθηκε με την τροποποίηση που επήλθε με το άρθρο 19 του ν. 4322/2015[36].

Τα κρατικά ή τα πανεπιστημιακά εργαστήρια αποτελούν τους αρμόδιους φορείς, μέσω των οποίων υλοποιείται η ανάλυση DNA[37], ένα εκ των οποίων είναι το Εργαστήριο Ανάλυσης DNA, που ανήκει στη Δ.Ε.Ε. και υπάγεται στην ΕΛ.ΑΣ.[38]

Στην περίπτωση της ταυτοποίησης μέσω της διαδικασίας ανάλυσης DNA, το πόρισμα της κοινοποιείται στο πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε το γενετικό υλικό. Το πρόσωπο αυτό διατηρεί το δικαίωμα να επαναληφθεί η διαδικασία σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής έρευνας. Επιπροσθέτως του δίδεται το δικαίωμα να ορίσει τεχνικό σύμβουλο σύμφωνα με τα άρθρα 204 – 208 ΚΠΔ. Δύο ζητήματα που ανέκυψαν είναι αφενός αν πρέπει η τήρηση του ειδικού αρχείου γενετικών αποτυπωμάτων να πραγματοποιείται μόνο από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (στο εξής ΑΠΔΠΧ) αφετέρου αν τα στοιχεία που τηρούνται για την αξιοποίηση στην διερεύνηση και εξιχνίαση άλλων εγκλημάτων πρέπει να υφίστανται μέχρι και τον θάνατο του προσώπου που το αφορούν.

Σχετικά με το πρώτο ζήτημα, η ΑΠΔΠΧ στην γνωμοδότησή της υπ’ αριθμ 2/2009 επεσήμανε ότι σε περίπτωση που αποδυναμωθεί ο ρόλος της ΑΠΔΠΧ, ήτοι να της αφαιρεθούν αρμοδιότητες θα προσέκρουε αφενός στο άρθρο 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ αφετέρου στις προϋποθέσεις που θέτουν οι συστάσεις 87 (15) και 92 (1) του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπογράμμισε δε την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή που διαθέτει αλλά και τις ειδικές γνώσεις που κατέχει το προσωπικό της[39]. Το μείζον ερώτημα που τίθεται είναι αν η ΑΠΔΠΧ καθίσταται αξιόπιστη και συμβάλλει στην διατήρηση του κράτους δικαίου με προεξέχον σκοπό την ασφάλεια και την ευημερία των ανθρώπων[40],[41].

 Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, η διατήρηση των δεδομένων που έχουν προκύψει από την λήψη και ανάλυση του γενετικού υλικού, για μεγάλο χρονικό διάστημα ήτοι μέχρι τον θάνατο του προσώπου, προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας[42].

Νομιμότητα και υποχρεωτικότητα λήψης γενετικού υλικού

Η ανάλυση γενετικού υλικού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αποδεικτικά στοιχεία για την εξιχνίαση εγκλημάτων. Τα ερωτήματα που τίθενται αφορούν την νομιμότητα[43],[44]και τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα στον πληροφοριακό αυτοκαθορισμό. Το δικαίωμα του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού διατυπώθηκε αρχικά από τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων και αναφέρεται στο δικαίωμα των ανθρώπων να αποφασίζουν ποια στοιχεία, που αφορούν τα προσωπικά τους δεδομένα, θα είναι προσιτά στους άλλους. Εν ολίγοις τι θα επιτρέπουν να γνωρίζουν οι άλλοι για το άτομο τους. Στην εσωτερική έννομη τάξη, αρχικά με το ν. 2472/1997 της 10.4.1997[45] και εν συνεχεία με το ν. 4624/2019 της 29.10.2019[46] κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις σχετικά με την συλλογή, επεξεργασία και προστασία των προσωπικών δεδομένων των ανθρώπων.

Η νομολογία του ΣτΕ αποδέχεται τους περιορισμούς στα ατομικά δικαιώματα υπό κάποιες προϋποθέσεις. Οι περιορισμοί ορίζονται ενιαία και αντικειμενικά, όταν α) υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που τους δικαιολογούν, β) βρίσκονται σε λογική συνάφεια για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, γ) είναι πρόσφοροι, κατάλληλοι και αναγκαίοι για τον σκοπό που έχουν τεθεί και τέλος δ) η δημόσια διοίκηση δεν έχει περιθώρια ευρείας διακριτικής ευχέρειας[47].

Συναφώς με τα προηγούμενα, το ΕΔΔΑ αρχικά προέβη στην αιτιολόγηση αν μια συγκεκριμένη ενέργεια, όπως η λήψη γενετικού υλικού, αποτελεί επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα των ανθρώπων[48].

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντ. όπου διατυπώνεται η αρχή της αναλογικότητας, οι περιορισμοί που τίθενται στα ατομικά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επιδίωξη του σκοπού για τον οποίο επιβάλλονται[49].

Τόσο στη νομολογία του ΕΔΔΑ όσο και σε αυτή των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας επικρατούσε η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η προσβολή της θεωρούταν αναγκαία για την εξιχνίαση μείζονων εγκλημάτων, κυρίως αυτά που αφορούσαν τις εγκληματικές οργανώσεις. Τα τελευταία χρόνια όμως το υπέρτερο αυτό ατομικό δικαίωμα[50], έχει υποστεί προσβολές. Υπό το πρίσμα αυτό η χρήση βίας για την απόσπαση γενετικού υλικού βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την απόκτηση πληροφοριών πρέπει να τηρούν τις απαιτούμενες διαδικαστικές εγγυήσεις της εντιμότητας και νομιμότητας. Ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας της λήψης γενετικού υλικού πραγματοποιείται υπό τις εξής προϋποθέσεις: 1) Το έγκλημα να είναι τόσο επαχθές ώστε να δικαιολογείται ο εξαναγκαστικός χαρακτήρας, 2) Να μην υπάρχουν άλλα μέτρα απόκτησης πληροφοριών τα οποία να είναι λιγότερο επαχθή, 3) Από την εν λόγω διαδικασία να μην προκύπτει σοβαρός κίνδυνος για την υγεία του δράστη, 4) να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής[51], 5) να μην υποβάλλεται ο δράστης σε μεταχείριση από τα διωκτικά όργανα που προσβάλλουν σε μέγιστο βαθμό την τιμή και την αξιοπρέπεια και 6) να υφίστανται δικαστικές εγγυήσεις[52].

Ιδιότητα που φέρει ο δράστης και νομιμότητα λήψης γενετικού υλικού από μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες

Κατά την διάρκεια ψήφισης του ν. 2928/2001 διατυπώθηκαν διαφωνίες σχετικά με την ιδιότητα που πρέπει να έχει ο δράστης για την λήψη γενετικού υλικού. Και αυτό διότι στο άρθρο 72 του ΚΠΔ ρητά αναφέρεται ότι κατηγορούμενος είναι αυτός για τον οποίο έχει ασκηθεί από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη καθώς και εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης ενώ στο άρθρο 201 του ΚΠΔ επισημαίνεται ότι οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν υποχρεωτικά γενετικό υλικό μόνο όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα πρόσωπο έχει τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Το άρθρο 201 ΚΠΔ παραπέμπει στην έννοια του υπόπτου[53]. Στο αμφιλεγόμενο αυτό ζήτημα θέση πήρε ο τότε υπουργός δικαιοσύνης ο οποίος δήλωσε ότι ο νόμος παραμένει στην έννοια του κατηγορουμένου, όπως αυτή προσδιορίζεται από το άρθρο 72 του ΚΠΔ[54].

Ενδιαφέρον ζήτημα ανέκυψε στην υπόθεση βιασμού και ανθρωποκτονίας δύο νεαρών κοριτσιών στην Αγγλία σχετικά με τη νομιμότητα της διαδικασίας λήψης  δειγμάτων από ένα ευρύ αριθμό ατόμων.[55]  Οι αρχές προέβησαν στην μαζική λήψη γενετικού υλικού από 5.000 άνδρες από τρία χωριά[56]. Το γενετικό υλικό ήταν αυτό με βάση το οποίο κατηγορήθηκε ο Pitchfork. Το θέμα είχε διχάσει τότε τους ειδικούς καθώς είχε τεθεί το ερώτημα κατά πόσο αυτή η μαζική λήψη γενετικού υλικού αποτελεί προσβολή στην πληροφοριακή διάθεση του κάθε ανθρώπου. Άλλες δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες έγινε μαζική λήψη γενετικού υλικού ήταν στην Γερμανία (όπου ένας ασύλληπτος αριθμός προσώπων της τάξης των 16.400 ατόμων κλήθηκαν από τις αρχές για λήψη δείγματος) και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (όπου κλήθηκαν αντίστοιχα 10.000 άτομα).

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να επιλύσει το ζήτημα των λήψεων δειγμάτων από μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες.  Σε αντίθεση με την Ευρώπη, η Ελληνική νομοθεσία απαγορεύει έμμεσα την ομαδική λήψη γενετικού υλικού. Αυτό προκύπτει από το γεγονός αφενός ότι δεν υφίσταται ανάλογη διάταξη για τις μαζικές λήψεις αφετέρου ότι το δείγμα λαμβάνεται υπό προϋποθέσεις από τον ύποπτο ή κατηγορούμενο ήτοι να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο συγκεκριμένος έχει διαπράξει έγκλημα που να τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Με άλλα λόγια οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής προϋποθέτουν την αξιολόγηση τους από τις αρμόδιες εισαγγελικές ή δικαστικές αρχές[57].

Αξιοπιστία της λήψης γενετικού υλικού ως αποδεικτικού στοιχείου

Η διαδικασία της λήψη και ανάλυση γενετικού υλικού αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό εργαλείο στην εξιχνίαση εγκλημάτων. Τα τελευταία χρόνια όμως βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στους ειδικούς μια έντονη διαμάχη σχετικά με το κατά πόσο είναι αξιόπιστο το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο. Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών υπ’ αριθμ 1898/2018[58].

Έχει τονισθεί ότι μια πραγματογνωμοσύνη, η οποία λαμβάνει χώρα σε ένα εργαστήριο, δεν είναι αρκετά ικανή από μόνη της για να καταδικάσει κάποιον σε ενοχή. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, στην περίπτωση που έχει ληφθεί γενετικό υλικό από τον φερόμενο ως δράστη του εγκλήματος και ταυτίζεται με αυτό που βρέθηκε στο όπλο, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, τίποτα δεν προδικάζει την ενοχή του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο φερόμενος ως δράστης ενδέχεται να είχε έρθει σε επαφή με το όπλο στο παρελθόν, για παράδειγμα κατά την διάρκεια που έλαβε χώρα η δραστηριότητα μιας προπόνησης σκοποβολής.

Επίλογος – Συμπέρασμα

Στο άρθρο 201 ΚΠΔ παρέχονται εγγυήσεις ώστε η διαδικασία της λήψης και ανάλυσης DNA να είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις αρχές της αναλογικότητας και της νομιμότητας. Αυτό προσδίδει περισσότερη ασφάλεια σχετικά με την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων των ατόμων που θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινων πράξεων.

Η λήψη και η ανάλυση DNA αποτελεί αξιόπιστο εργαλείο για την εξιχνίαση εγκλημάτων. Για να διαταχθεί η λήψη γενετικού υλικού κρίνεται απαραίτητο να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Ένα από τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης μεθόδου αφορά στην προστασία των ατόμων που θεωρούνται ύποπτοι ή κατηγορούνται για αξιόποινες πράξεις να προβαίνουν στον διορισμό τεχνικού συμβούλου αλλά και να αιτούνται την επανεξέταση της ανάλυσης DNA. Παρόλα τα θετικά βήματα συνεχίζουν να υφίστανται αρνητικές πτυχές οι οποίες επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα. Σε αυτά εμπίπτουν η έλλειψη χρονικού προσδιορισμού των αρχειοθετημένων δεδομένων καθώς και ο τρόπος λήψης γενετικού υλικού.

Μπόκας Νικόλαος, Στρατιωτικός, LL.B., LL.M., MBA

* Φωτογραφία από Louis Reed στο Unsplash

[1] Πρίφτη Κ., Το DNA σε ποινικές υποθέσεις. Η διεθνής αμφισβήτηση και η ανησυχητική ελληνική πραγματικότητα από τη στιγμή της λήψη μέχρι την ερμηνεία και την αξιολόγηση ενώπιον του δικαστηρίου, HuffingtonPost, 16 Φεβρουαρίου 2018, Διαθέσιμο στο  https://www.huffingtonpost.gr/entry/to-dna-se-poinikes-epotheseis-e-diethnes-amfisvetese-kai-e-anesechetike-ellenike-praymatikoteta-apo-te-stiyme-tes-lepse-mechri-ten-ermeneia-kai-ten-axioloyese-enopion-toe-dikasterioe_gr_5a64d123e4b002283003cc3d

[2]Συλλογικό Έργο, Λεξικό Νομικής Ορολογίας, Ποινικό Δίκαιο και Εγκληματολογία, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 142-144. Ο συγκεκριμένος όρος υποδηλώνει το αποτέλεσμα που προκύπτει από την ανάλυση του, εν δυνάμει εξίσου πλούσιου κατά το πληροφοριακό του φορτίο, μη πυρηνικού ή μη κωδικοποιημένου τμήματος DNA (=ζώνες χρωμοσωμάτων που δεν περιέχουν κάποια γενετική έκφραση και άρα δεν είναι γνωστό εάν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα συγκεκριμένα κληρονομικά χαρακτηριστικά)»

[3] Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται και δομούν το DNA είναι τα νουκλεοτίδια, που αποτελούνται από μία αζωτούχο βάση [Αδενίνη (Α), Θυμίνη (Τ), Γουανίνη (G) Κυτοσίνη (C)], μίαπεντόζη (σάκχαρο) [δεσοξυριβόζη] και μία φωσφορική ομάδα.

[4]Βλ. Απόφαση ΠεντΕφΚακΑθ 1898_2018 Ανάλυση DNA - Πραγματογνωμοσύνη - Εγκληματική οργάνωση - Τρομοκρατικές πράξεις - Κατοχή_μεταφορά_απόκρυψη όπλων και πυρομαχικών

[5]βλ. Χρ. Γεωργίου, το τεστ DNA στην ποινική διαδικασία. Παράγοντες αναξιοπιστίας και όρια χρήσης του, καθηγητή βιοχημείας στο τμήμα Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο ΠατρώνΠοινΔικ 2003, 679 επ.

[6]Βλ. https://rm.coe.int/168062dfd4 προσπελάσιμο την 07/05/2022.

[7]Ειδικότερα δόθηκε περισσότερο έμφαση στους τρόπους λήψης προσωπικών δεδομένων από τους αρμόδιους φορείς αλλά και στην αποθήκευση αυτών. Συγκεκριμένα εξουσιοδοτεί ευρύτερες αστυνομικές εξουσίες για τη συλλογή πληροφοριών.

[8]Σπινέλλη Δ., Η σύσταση NoR(92) για την χρήση της ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις;, ΠοινΧρον, 2001, σελ. 286 επ.

[9]Βλ. https://rm.coe.int/09000016804e54f7 Αρχή 3 της Σύστασης

[10] Βλ. https://www.e-nomothesia.gr/kat-dedomena-prosopikou-kharaktera/nomos-2068-1992-phek-118-a-9-7-1992.html

[11]Βλ.https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32008D0615#ntr2-L_2008210EL.01000101-E0002 Απόφαση 2008/615/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την αναβάθμιση της διασυνοριακής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος

[12] Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/el/TXT/?uri=CELEX:32008D0616

[13] Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32008F0977

[14] Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A32016L0343

[15]Βλ. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:32016L0680&from=DE

[16] Προηγήθηκαν δύο Νόμοι (Νόμος 774/1978 περί Καταστολής της τρομοκρατίας και προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος και Νόμος 1916/1990 για την Προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο νόμοι έχουν καταργηθεί. Συγκεκριμένα ο Νόμος 774/1978 καταργήθηκε με το άρθρο 9 του Νόμου 1366/1983 και ο Νόμος 1916/1990 καταργήθηκε με τον μεταγενέστερο Νόμο 2172/1993

[17]https://www.e-nomothesia.gr/kat-egklema-organomeno/n-2928-2001.html

[18]Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Ανάλυση DNA στη ποινική δίκη: Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, ΠοινΧρον, 2011, σελ. 47επ.

[19]https://www.e-nomothesia.gr/kat-egklema-organomeno/n-3251-2004.html

[20]https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/n3727-2008/arthro-6-nomos-3727-2008»

[21]https://www.e-nomothesia.gr/kat-epikoinonies-telepikoinonies-telephonia/n-3783-2009.html 

[22]https://www.e-nomothesia.gr/kat-dikasteria-dikaiosune/n-4274-2014.html 

[23]https://www.e-nomothesia.gr/kat-dikasteria-dikaiosune/n-4322-2015.html»

[24]Δαλακούρας Θ., Ο νέος κώδικας ποινικής δικονομίας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 165

[25]Σεβαστίδης Χ., Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/20219), εκδόσεις Σάκκουλα, 2019, Σελ. 489-490

[26]ΓνμδΕις ΑΠ 15/2011, ΠοινΔικ, 2011, σελ. 1299 επ.

[27]Δαλακούρας Θ., Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρον 2001, σελ. 1024

[28] Βλ. TOPIĆ v. CROATIA (coe.int) Το δικαστήριο δεν έκανε δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου για ανάλυση δακτυλικών αποτυπωμάτων προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ήταν αυτός που πέταξε το κουτάκι με τα ναρκωτικά

[29] Κακλαμάνη Α., Η εξέταση του DNA στην ποινική δίκη Διαθέσιμο στο https://www.mcaounilaw.gr/%CE%BD%CE%B5%CE%B1/15-%CE%B1%CF%81%CE%B8%CF%81%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AF%CE%B1-%CF%83%CF%87%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82/515-%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-dna-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B7

[30]Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2021, σελ. 219 και επ.

[31] Γνωμ. ΕισΑΠ 16/2011 ΠοινΔικ 2013, σελ. 33, Γνωμ. ΕισΑΠ 15/2011 ΠοινΔικ 2011, σελ. 1229, Α. Μαργαρίτη "Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη", έκδ. 2014, σελ. 79, 110

[32]http://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=FBQ53ZVG8NUXT8DR98J2C86I6LQ4NJ&apof=1_2017&info=%D0%CF%C9%CD%C9%CA%C5%D3%20%20%20%CF%CB%CF%CC%C5%CB%C5%C9%C1 Η ολομέλεια του ΑΠ στην απόφαση της 1/2017 απεφάνθη ότι ορθά ενήργησε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών και ακύρωσε την ανακριτική πράξη της λήψης γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο διότι αυτή πραγματοποιήθηκε πριν παρέλθει το 48ωρο που απαιτείται για τον διορισμό τεχνικού συμβούλου

[33]Βλ. Βούλευμα υπ’ αριθμ 2595/2015.

[34] Βλ. ΓνωμΕισΑΠ 4/2018 http://dikastis.blogspot.com/2018/06/42018-dna.html

[35]Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ 140-142

[36] Ειδικότερα, αρμόδιο θεσμικό όργανο που διατάσσει την ανάλυση είναι α) σε ύποπτο στην προκαταρκτική εξέταση ή σε κατηγορούμενο τόσο στην αστυνομική προανάκριση όσο και στην τακτική προανάκριση ο εισαγγελέας, β) σε κατηγορούμενο στην κύρια ανάκριση ο Ανακριτής, γ) όταν υφίσταται διαφωνία μεταξύ ανακριτή και εισαγγελέα αφορούσα την πραγματοποίηση της ανάλυσης σε βάρος του κατηγορουμένου το δικαστικό συμβούλιο της ουσίας, ήτοι σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό και δ) σε κατηγορούμενο το Δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή πρώτου ή δευτέρου βαθμού.

[37] Η αλλοίωση αποτελέσματος αναφέρεται στην παρουσίαση άλλου γενετικού υλικού από αυτό που λήφθηκε με σκοπό την αθώωση του κατηγορουμένου

[38] Βλ. http://www.astynomia.gr/images/stories/2013/prokirikseis13/parousiasi_dee_26112013.pdf

[39]Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ 278

[40]Κοτσαλής Λ., Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, Νομικό Βήμα, τόμος 57, σελ. 63 επ.

[41] Τόσο η υλικοτεχνική υποδομή που διαθέτει όσο και το εξειδικευμένο προσωπικό είναι ικανά να φέρουν εις πέρας μια τέτοια αποστολή, πλην όμως υφίσταται ο κίνδυνος της κατάχρησης εξουσίας από τα άτομα που στελεχώνουν την ανεξάρτητη αρχή, είτε για να εξυπηρετήσουν ίδιον όφελος είτε για να ικανοποιήσουν εντολές προερχόμενες από «άνωθεν» κλιμάκια.

[42] Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ 192-193. Ειδικότερα: α) Δεν εισάγει καμία διάκριση με βάση την βαρύτητα του εγκλήματος, β) Δεν προβλέπει διαφορετικά χρονικά όρια αποτυπωμάτων ιδιαίτερα όταν το υποκείμενο είναι ανήλικος, γ) Δεν οριοθετεί χρονικά την τήρηση αποτυπωμάτων μετά την έκτιση της ποινής και δ) δεν εναρμονίζεται με την αρχή της χρονικά πεπερασμένης διατήρησης των πληροφοριών.

[43]Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ 91

[44] Καπούλα Σ., Περιορισμοί στην Ανάλυση DNA στο Πλαίσιο της Ποινικής Διαδικασίας , «…Αντίστοιχα, το ΕΔΔΑ εξετάζει κατ΄ αρχάς εάν η συγκεκριμένη ρύθμιση αποτελεί επέμβαση (περιορισμό) του ατομικού δικαιώματος, την οποία δέχεται από την στιγμή αποθηκεύσεως/ τηρήσεως προσωπικών δεδομένων (:εν προκειμένω από την στιγμή της αποθηκεύσεως/ τηρήσεως προσωπικών δεδομένων γενετικών αποτυπωμάτων). Ακολούθως, ερευνά αν η  επέμβαση προβλέπεται σε νόμο που φέρει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά και αν αυτή ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη με αναφορά σε  έναν από τους θεμιτούς σκοπούς περιορισμού του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή του άρθρου 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Σε καταφατική περίπτωση, ελέγχει εάν το μέτρο ήταν αναγκαίο σε μία δημοκρατική κοινωνία-δηλαδή αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο σκοπό». Διαθέσιμο στο https://www.crimetimes.gr/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-dna-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CF%83%CE%B9%CE%BF/

[45]Βλ. https://www.e-nomothesia.gr/kat-dedomena-prosopikou-kharaktera/n-2472-1997.html

[46] Βλ. https://www.e-nomothesia.gr/kat-dedomena-prosopikou-kharaktera/nomos-4624-2019-phek-137a-29-8-2019.html

[47] Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 90

[48] Βλ. https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-90051%22]} . Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι η απόφαση S. And Marper. v. The United Kingdom (Applications nos. 30562/04 and 30566/04) της 4ης Δεκεμβρίου 2008

[49] Βλ. Λαζαράκος Γ., Βιομετρία: Προστασία των προσωπικών δεδομένων μέσω της επεξεργασίας ευαίσθητων (σωματικών) πληροφοριών, ΠοινΔικ 2001, σελ. 1165 επ.

[50]Case of Jalloh v. Germany (Application no. 548100/00), Judgement, Strasbourg, 11-7-2006, (echr.).

[51]ΠορσμΑναφΕισΕφΘες της 14.10.2013, Προϋποθέσεις λήψης και εξέτασης γενετικού υλικού (DNA) – Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ΠοινΔικ, 2013, σελ. 904

[52] Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 142 επ.

[53]Πρίφτη Κ., Το DNA σε ποινικές υποθέσεις. Η διεθνής αμφισβήτηση και η ανησυχητική ελληνική πραγματικότητα από τη στιγμή της λήψη μέχρι την ερμηνεία και την αξιολόγηση ενώπιον του δικαστηρίου, HuffingtonPost, 16 Φεβρουαρίου 2018, Διαθέσιμο στο  https://www.huffingtonpost.gr/entry/to-dna-se-poinikes-epotheseis-e-diethnes-amfisvetese-kai-e-anesechetike-ellenike-praymatikoteta-apo-te-stiyme-tes-lepse-mechri-ten-ermeneia-kai-ten-axioloyese-enopion-toe-dikasterioe_gr_5a64d123e4b002283003cc3d

[54] Βλ. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ. 152-153.

[55] Στην συγκεκριμένη υπόθεση (γνωστή και ως υπόθεση Pitchfork),ο δράστης του εγκλήματος ήταν παντρεμένος με δύο παιδιά. Ήταν νεαρός και εργαζόταν σε αρτοποιείο. Τον Νοέμβριο του 1983, στο χωριό Narborough, διέπραξε το έγκλημα του βιασμού και της ανθρωποκτονίας (με στραγγαλισμό) της 15χρονης Lynda. Το άψυχο σώμα του άτυχου κοριτσιού εντοπίστηκε το επόμενο πρωί σε ένα απομακρυσμένο μονοπάτι. Τρία χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1986, στο χωριό Enderby, βίασε και δολοφόνησε την Dawn. Ο τρόπος που δολοφονήθηκε ήταν βάναυσος, σύμφωνα με την ιατρό που εξέτασε το σώμα της.

[56]Katie Feehanfor Mailonline, Mother of Colin Pitchfork victim blasts Parole Board decision to reject appeal and release child killer who raped and murdered her daughter and another schoolgirl in the 1980s, 13 July 2021, available https://www.dailymail.co.uk/news/article-9783433/Child-killer-Colin-Pitchfork-raped-murdered-two-schoolgirls-80s-released.html?ito=social-twitter_dailymailUK

[57]Καλφέλης Γ., Επικίνδυνες υπερβάσεις κατά την διενέργεια επαχθών ανακριτικών πράξεων: Το παράδειγμα της μαζικής εξέτασης DNA, Ποινική Δικαιοσύνη, 2020

[58] Το τεστ DNA διέρχεται από δύο στάδιο. Το πρώτο από αυτά αφορά τον εργαστηριακό έλεγχο και το δεύτερο στάδιο, το οποίο αποκαλείται και στάδιο της πληθυσμιακής ανάλυσης, χρησιμοποιούνται όλα τα δείγματα DNA από τον τόπο του εγκλήματος, και με κριτήριο την συχνότητα κατανομής τους γίνεται προσπάθεια να εκτιμηθεί πόσα άτομα, σε ένα πληθυσμό ενδέχεται να έχουν το ίδιο γενετικό αποτύπωμα. Κύριο ρόλο σε αυτό διαδραματίζει η στατιστική μέθοδος.

Βιβλιογραφία

1. Δαλακούρας Θ., Οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 του Ν. 2928/2001, ΠοινΧρον 2001, σελ. 1022 επ.
2. Λαζαράκος Γ., Βιομετρία: Προστασία των προσωπικών δεδομένων μέσω της επεξεργασίας ευαίσθητων (σωματικών) πληροφοριών, ΠοινΔικ 2001, σελ. 1165 επ.
3. Πολλάτου Ι., Ανάλυση DNA και νέοι ορίζοντες στην διερεύνηση του εγκλήματος, ΠοινΔικ 2001, σελ. 1179 επ.
4. Σάμιος Θ., Ανακριτικές πράξεις επί εγκληματικών οργανώσεων, ΠοινΔικ 2001, σελ. 1034 επ.
5. Σιαπέρας Γ., Η συναίνεση του ατόμου στη λήψη και ανάλυση του γενετικού του υλικού (DNA), ΠοινΔικ 2001, σελ. 1451 επ.
6. Σπινέλλη Δ., Η σύσταση NoR(92) για την χρήση της ανάλυσης DNA στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης – αξιοποιήσεις χωρίς καταχρήσεις;, ΠοινΧρον, 2001, σελ. 286 επ.
7. ΒουλΣυμΕφΑθ 2031/2002, Εφαρμογή άρθρου 200Α ΚΠΔ, ΠοινΔικ, 2002, σελ. 1240 επ.
8. Γεωργίου Χ., Το τεστ DNA στην ποινική διαδικασία: παράγοντες αναξιοπιστίας και όρια χρήσης του, Ποινική Δικαιοσύνη 2003. Σελ. 679 επ.
9. Case of Shannon v. the United Kingdom (Application no. 6563/03), Judgement, Strasbourg, 4-10-2005 (echr.)
10. Case ofJalloh v. Germany (Application no. 548100/00), Judgement, Strasbourg, 11-7-2006, (echr.)
11. Κοτσαλής Λ., Τράπεζα DNA, ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα, Νομικό Βήμα, τόμος 57, σελ. 63 επ.
12. Αγγελής Β., Η αρχειοθέτηση γενετικών αποτυπωμάτων για την διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 12 παρ. 3 Ν.3783/2009, ΠοινΧρον, 2009, σελ. 945 επ.
13. Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε., Ανάλυση DNA στη ποινική δίκη: Το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο, ΠοινΧρον, 2011, σελ. 3 επ.
14. ΓνμδΕις ΑΠ 15/2011, ΠοινΔικ, 2011, σελ. 1299 επ.
15. Δημόπουλος Χ., Ανακριτική, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2η Έκδοση, 2011.
16. ΓνμδΕισΑΠ 16/2011, Διενέργεια DNAτης ταυτοποίηση λειψάνων αγνώστων, ΠοινΔικ, 2012, σελ. 33 επ.
17. ΠορσμΑναφΕισΕφΘεςτης 14.10.2013, Προϋποθέσεις λήψης και εξέτασης γενετικού υλικού (DNA) – Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, ΠοινΔικ, 2013, σελ. 903 επ.
18. Case of Topic v Croatia (Application no. 51355/10), Judgement, Strasbourg, 10-10-2013, (echr.)
19. Μαργαρίτης Λ. – Καστανίδου Ελ., Ανάλυση DNA στην ποινική δίκη, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2014
20. Πρίφτη Κ., Το DNA σε ποινικές υποθέσεις. Η διεθνής αμφισβήτηση και η ανησυχητική ελληνική πραγματικότητα από τη στιγμή της λήψη μέχρι την ερμηνεία και την αξιολόγηση ενώπιον του δικαστηρίου, HuffingtonPost, 16 Φεβρουαρίου 2018, Διαθέσιμο στο https://www.huffingtonpost.gr/entry/to-dna-se-poinikes-epotheseis-e-diethnes-amfisvetese-kai-e-anesechetike-ellenike-praymatikoteta-apo-te-stiyme-tes-lepse-mechri-ten-ermeneia-kai-ten-axioloyese-enopion-toe-dikasterioe_gr_5a64d123e4b002283003cc3d

21. Σεβαστίδης Χ., Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019) και Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν. 4620/20219), εκδόσεις Σάκκουλα, 2019
22. Σαχίνογλου Δ-Μ, Γεωργιάδη Αικ., DNA και επαχθείς ανακριτικές πράξεις βάσει του νέου ΚΠΔ, TheEuropeanLawStudent’sAssociation, DeJure, τεύχος 25, Νοέμβριος 2020
23. Δαλακούρας Θ., Ο της κώδικας ποινικής δικονομίας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
24. Καλφέλης Γ., Επικίνδυνες υπερβάσεις κατά την διενέργεια επαχθών ανακριτικών πράξεων: Το παράδειγμα της μαζικής εξέτασης DNA, Ποινική Δικαιοσύνη, 2020
25. Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, 10η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, 2021
26. Katie Feehanfor Mailonline,Mother of Colin Pitchfork victim blasts Parole Board decision to reject appeal and release child killer who raped and murdered her daughter and another schoolgirl in the 1980s, 13 July 2021, Διαθέσιμο στο https://www.dailymail.co.uk/news/article-9783433/Child-killer-Colin-Pitchfork-raped-murdered-two-schoolgirls-80s-released.html?ito=social-twitter_dailymailUK

27. Καπούλα Σ., Περιορισμοί στην Ανάλυση DNA στο Πλαίσιο της Ποινικής Διαδικασίας Διαθέσιμο στο https://www.crimetimes.gr/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-dna-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CE%AF%CF%83%CE%B9%CE%BF/