ΤΕΥΧΟΣ #17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021

Ξέρατε ότι η ψυχική υγεία του δράστη και του παθόντος αξιόποινων πράξεων ενδιαφέρει το Ποινικό Δίκαιο;

Βασιλική Σγάντζου, ΥπΔρ.

 

Στη συγκεκριμένη μελέτη η γράφουσα προτίθεται:

  • Πρώτον, να καταστήσει σαφή τη δυσκολία της εννοιολογικής προσέγγισης των όρων «ψυχική υγεία», «βλάβη της ψυχικής υγείας» και «ψυχική διαταραχή» στις επιμέρους διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
  • Δεύτερον, να αναλύσει τις διατάξεις 34 και 36 ΠΚ, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στον νέο ΠΚ μετά την τροποποίηση με τον Ν.4619/2019, αναφορικά με την επίδραση της «ψυχικής διαταραχής» στην ικανότητα προς καταλογισμό του δράστη.
  • Τρίτον, να αναφερθεί στο εύρος προστασίας της ψυχικής υγείας των θυμάτων στο Ποινικό Δίκαιο

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ψυχιατρική ορίζει μια σειρά από πρωταρχικές κατηγορίες της λειτουργίας του υποκειμένου τις οποίες ονομάζει ψυχικές λειτουργίες. Οι κατηγορίες αυτές είναι η συνείδηση, η συγκέντρωση, ο προσανατολισμός, η αντίληψη, η μνήμη, η σκέψη/ομιλία, η βούληση, η ψυχοκινητικότητα και το συναίσθημα[1].  H εξέτασή τους αποτελεί μια δομημένη αξιολόγηση της συμπεριφοράς και λειτουργικότητας του εξεταζόμενου στην τρέχουσα ψυχική του κατάσταση [2]. Έχει κεφαλαιώδη σημασία για την άσκηση της ψυχιατρικής, διότι παρέχει τη βάση για ορθολογικές, βασισμένες σε τεκμήρια προσεγγίσεις στη θεραπεία και την πρόγνωση [3]. Ο όρος «εξέταση ψυχικών λειτουργιών» αναφέρεται αφ’ ενός στις διαδικασίες συλλογής πληροφοριών για την ψυχική κατάσταση του ασθενή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και αφ’ετέρου στο τμήμα εκείνο της παρουσίασης του ιστορικού ενός περιστατικού [4].Για την αξιολόγησή της, ο κλινικός θα πρέπει να διαθέτει, μεταξύ άλλων, την ικανότητα προσεκτικής παρατήρησης της εξωτερικής εικόνας του εξεταζόμενου ατόμου και του εντοπισμού των σημείων που αφορούν το επίπεδο λειτουργικότητας [5]. Καθίσταται σαφές πως η ορθή ψυχιατρική αξιολόγηση συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της ψυχιατρικής έρευνας, ενισχύοντας την κλινική ομοιογένεια των ερευνητικών δειγμάτων [6] .

Η  έννοια της «ψυχικής διαταραχής» δε θα μπορούσε να έχει τον μείζονα ρόλο που  διαθέτει στο ποινικό οικοδόμημα, χωρίς τη «συναίνεση» της ψυχιατρικής επιστήμης σε μία περιγραφική και αδρή θεωρητική συγκρότηση που ειδάλλως θα άφηνε το πρόβλημα της λειτουργίας του ψυχισμού και της δημιουργίας των ψυχικών δομών στην αοριστία. Η εξέλιξή της ανά τους αιώνες έχει οδηγήσει και σε μία περαιτέρω προσέγγισή της με το δίκαιο και τη νομική επιστήμη, ώστε σήμερα να αποτελούν εξειδικευμένες κατευθύνσεις των επιστημονικών πεδίων, αλλά και  συγκεκριμένους τρόπους προσέγγισης του ποινικού φαινομένου.Το μεγάλο πεδίο αντιπαραθέσεων[7], που έχει κοστίσει στην Ψυχιατρική το κύρος και τις θεραπευτικές της δυνατότητες, ήταν εκείνο που αφορά στην έννοια της ψυχικής νόσου (πλέον ψυχικής διαταραχής)[8] και στα όρια της Ψυχιατρικής[9]. ‘Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για να ορισθεί εννοιολογικά η ψυχική νόσος[10], δυσκολία στην οποία συγκαταλέγεται και το γεγονός πως ήδη η έννοια της «υγείας» είναι δυσχερές να ορισθεί με τρόπο ορισμένο και σαφή. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ψυχική υγεία είναι μια «κατάσταση ευεξίας κατά την οποία το άτομο ανταποκρίνεται στις δυνατότητές του, μπορεί να αντιμετωπίσει τα αναμενόμενα άγχη της ζωής, εργάζεται παραγωγικά και γόνιμα και είναι σε θέση να συνεισφέρει στην κοινότητά του»[11]. Πάντως,  ο ορισμός της έννοιας της «ψυχικής διαταραχής» που έχει επικρατήσει στην ιατρική επιστήμη τις τελευταίες δύο δεκαετίες οφείλεται ομολογουμένως στον Wakefield που εισήγαγε την έννοια «harmfuldysfunction», στον οποίο στηρίχθηκε καθ’ολοκληρίαν ο ορισμός του DSM[12].

Στο ποινικό δίκαιο, οι διαταραχές των ψυχικών λειτουργιών («ψυχικές διαταραχές») δύνανται να εμφανίζονται είτε στο πρόσωπο του δράστη αξιόποινων πράξεων κι άρα να γίνεται λόγος για πλήρη ή μερική άρση του καταλογισμού κατά τα άρθρα 34 και 36 ΠΚ είτε στο πρόσωπο του παθόντος σε ορισμένα αδικήματα και έτσι να απαιτείται εκ του νόμου η ύπαρξή τους για την πλήρωση της αντικειμενικής τους υπόστασης.

Α. Η ΨΥΧΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΥ

Στον νέο Ποινικό Κώδικα διατηρήθηκε το πνεύμα της ρύθμισης του προϊσχύσαντος δικαίου με αναδιατύπωση των όρων[13]. Η ικανότητα προς καταλογισμό εξακολουθεί να ορίζεται αρνητικά, δηλαδή ορίζεται πότε αυτή ελλείπει[14]. Η νέα διατύπωση των άρθρων 34 και 36 ΠΚ φαίνεται να είναι ευρύτερη και αφήνει μεγαλύτερο περιθώριο να υπαχθούν σε αυτή και διαταραχές που αποκλείονταν στο παρελθόν. Υπό το προγενέστερο καθεστώς, η έννοια της νόσου δεν ερμηνευόταν με την ιατρική έννοια του όρου κατά το επικρατούν στη σύγχρονη Επιστήμη της Ψυχιατρικής βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο[15]με αποτέλεσμα ορισμένες διαταραχές καθαρά ψυχογενούς χαρακτήρα, εν απουσία του βιολογικού υποβάθρου, να κείνται εκτός του πλαισίου των άρθρων 34 και 36 του ΠΚ.

Κατά την άποψη της γράφουσας ο ισχύων ΠΚ ορθώς εγκατέλειψε τον όρο του προϊσχύσαντος ΠΚ «νοσηρή διατάραξη πνευματικών λειτουργιών», ο οποίος οδηγούσε σε υπερβολικά στενή ερμηνεία της ανικανότητας προς καταλογισμό. Η ορολογία ήταν εμφανώς επηρεασμένη από το έργο του Γερμανού Ψυχιάτρου KurtSchneider. Εάν κανείς στηριχθεί μεμονωμένα στην ψυχιατρική έννοια της νόσου, όπως στο παρελθόν την υποστήριξε κατά κύριο λόγο ο KurtSchneider[16], τότε υπάρχει «νόσος μόνο στο σώμα και μια νοσηρή ψυχική εμφάνιση είναι…αποκλειστικά αυτή, της οποίας η ύπαρξη εξαρτάται από νοσηρές μεταβολές του σώματος»[17].

Ορθώς, λοιπόν, απαλείφθηκε ο όρος «νοσηρή» και οι «πνευματικές» λειτουργίες αντικαταστάθηκαν με τις αντίστοιχες «ψυχικές ή διανοητικές». Αυτούσιος ο όρος «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών» ανέκαθεν δεν ήταν σε χρήση από την Ψυχιατρική[18]. Ούτε και οι όροι εκείνοι, στους οποίους προσέφυγε για να τον ορίσει η Εισηγητική Έκθεση του προηγούμενου ΠΚ («φρενοπάθεια», «παραφροσύνη[19]») είναι σε χρήση σήμερα στην επιστήμη αυτή. Ιδίως η Ψυχιατρική αγνοεί τον όρο «πνευματικός»[20], αλλά κάνει λόγο για «διαταραχή ψυχικών λειτουργιών». Οι αλλαγές αυτές κρίνονται ιδιαίτερα εύστοχες. Η εμφάνιση αυτή του όρου «ψυχική διαταραχή» έστω κι αν δε γενικεύεται, σηματοδοτεί μία σημαντική αλλαγή: το πέρασμα από τη «νόσο του σώματος» στη «νόσο της ψυχής» και κατόπιν στην έννοια της ψυχικής διαταραχής, όπως αυτή αποτυπώνεται στον νέο ελληνικό ποινικό κώδικα.

Εντούτοις, ούτε στον νέο Ποινικό Κώδικα δίδεται κάποιος σαφής ορισμός της έννοιας «ψυχικής διαταραχής», αλλά επαφίεται στον εφαρμοστή του δικαίου να εξειδικεύσει την ανωτέρω έννοια και να την εφαρμόσει σε ενώπιων του δικαστικές υποθέσεις. Πάντως, ως ψυχικές διαταραχές[21]  πρέπει να εκληφθούν εκείνες οι ψυχιατρικές και ψυχολογικές διαγνώσεις που προηγουμένως θεωρούνταν «ασθένειες»[22]. O ορισμός της «διαταραχής» προκύπτει από την αντίθεση στο μη διαταραγμένο υπό την έννοια του μέσου φυσιολογικού[23]. Ο δε χαρακτηρισμός «ψυχική» διαταραχή σύμφωνα με την Ψυχιατρική γλώσσα πρέπει να καταστήσει σαφές πως συμπεριλαμβάνονται όλες οι ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου.[24]

Συμπερασματικά, ψυχική διαταραχή υπό τον νέο ΠΚ πρέπει να αποτελούν, πλην άλλων, οι ψυχώσεις, οι οποίες διακρίνονται σε τοξικές ψυχώσεις, οργανικές ή εξωγενείς και ενδογενείς ή λειτουργικές, στις οποίες η σωματική αιτία δεν είναι ειδικώς εντοπισμένη[25]. Η νέα διατύπωση των άρθρων 34 και 36 ΠΚ φαίνεται να είναι ευρύτερη και αφήνει μεγαλύτερο περιθώριο να υπαχθούν σε αυτή και διαταραχές που αποκλείονταν υπό το προγενέστερο καθεστώς, εν αντιθέσει με τη διεθνή ποινική νομολογία, όπως οι διαταραχές προσωπικότητας[26], η μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD)[27], οι συναισθηματικές διαταραχές, η σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, η παραληρηματική ζηλοτυπική διαταραχή, διαταραχές από τζόγο ή το σύνδρομο Clérambault.  Το κατά πόσο, βέβαια, η παραπάνω διαφοροποίηση ως προς τη διατύπωση θα έχει επιρροή στην πρακτική εφαρμογή της διάταξης δεν είναι εκ προοιμίου εύκολο να προβλεφθεί[28].

 

Β. Ο ΨΥΧΙΚΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΑΞΙΟΠΟΙΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ

Η ψυχική υγεία, ομού με τη σωματική υγεία, αποτελούν υπέρτατο προστατευόμενο αγαθό της προσωπικότητας του ατόμου[29] και ως κεφαλαιώδες έννομο αγαθό  το Ποινικό Δίκαιο αρκούντως νομιμοποιείται να τιμωρεί την βλάβη της.

Αναφορικά με το εύρος προστασίας της ψυχικής υγείας στον Ποινικό Κώδικα, στην προσπάθεια ορισμένων ποινικών διατάξεων να εξασφαλίσουν την άνωθι προστασία στα θύματα αξιόποινων πράξεων, έρχεται στο προσκήνιο και το πάντα επίκαιρο ζήτημα για το εύρος αυτής της παρεχόμενης από το Ποινικό Δίκαιο  προστασίας σε μεγέθη τέτοια που δεν εμφανίζουν υλικότητα, αφού δεν είναι απτά στον κόσμο των αισθήσεων.

Συχνά, ο προβληματισμός των δικαστηρίων έγκειται στην αξιολόγηση των ψυχικών επιπτώσεων που προκαλούνται στα θύματα  ως απόρροια  της αξιόποινης συμπεριφοράς του εκάστοτε δράστη υπό το πρίσμα της στοιχειοθέτησης της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος της σωματικής βλάβης.Έτσι, για την στοιχειοθέτηση της «σωματικής κάκωσης», μεμονωμένα επιπτώσεις στην ψυχική υγεία δεν αρκούσαν, αλλά  απαιτούνταν μία άμεση ή έμμεση σωματική επενέργεια και μόνο εάν οι προσβολές της ψυχικής υγείας έθεταν το σώμα σε μία «παθολογική κατάσταση», σωματικά εκδηλούμενη συνιστούσαν «σωματική κάκωση»[30]. Υποστηρίχθηκε εντόνως και η αντίθετη άποψη[31] σύμφωνα με την οποία στην «βλάβη της υγείας» εντάσσονται και εκείνες οι ψυχικές προσβολές που δεν εμφανίζουν σωματικά συμπτώματα, κυρίως από θεωρητικούς που ασχολήθηκαν εντόνως με την προστασία των θυμάτων των αδικημάτων του stalking[32] και του mobbing[33] αντίστοιχα, ώσπου σήμερα να μην καταλείπεται αμφιβολία καμία για το εύρος προστασίας της ψυχικής υγείας στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο. Ώσπου, σταδιακά ο ελληνικός  Ποινικός  Κώδικας άρχισε να βρίθει διατάξεων που κάνουν ρητή  αναφορά σε καταστάσεις του ψυχικού κόσμου του ατόμου και πλέον ρυθμίζονται ποινικά τυχόν προσβολές αυτού. Εν προκειμένω, όλως ενδεικτικώς, γίνεται λόγος για τα αδικήματα των άρθρων 308 ΠΚ, 312παρ4 ΠΚ και 333ΠΚ, όπου ρητώς απαιτείται μία «παρεμβολή» του δράστη στον ψυχικό κόσμο του παθόντος[34].

Για την ερμηνεία των άρθρων 308επ. ΠΚ, αποδομώντας την έννοια «βλάβη της υγείας» γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό, μολονότι δεν αναφέρεται ρητώς, ότι σε αυτήν περιλαμβάνεται κάθε βλάβη της υγείας, είτε σωματική είτε ψυχική[35], αφού εν αντιθέσει  με την «σωματική κάκωση», στην «βλάβη της υγείας» δεν εισάγεται εκ του νόμου κάποιος περιορισμός ως προς την σωματική ή ψυχική φύση της βλάβης αυτής. Απεναντίας, στο άρθρο 312παρ.4 ΠΚ «Σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων»  γίνεται ρητώς μνεία για «σοβαρή ψυχική βλάβη» κι έτσι δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς το ότι η ψυχική υγεία αποτελεί προστατευόμενο έννομο αγαθό στην υπό κρίση διάταξη, παρά μόνο εγείρονται αμφιβολίες ως προς το ποιες περιπτώσεις υπάγονται στην προστατευτική εμβέλεια της διάταξης, ώστε να συνιστούν «σοβαρή» ψυχική βλάβη.

Για την προστασία της ψυχικής υγείας του θύματος πρέπει να γίνει δεκτό πως δεν αρκεί οποιαδήποτε ψυχική επιβάρυνση του θύματος. Έτσι, τα απλά συναισθήματα δεν εντάσσονται στην έννοια της ψυχικής βλάβης και δεν αποτελούν ψυχικές διαταραχές σύμφωνα με τα σύγχρονα διαγνωστικά συστήματα DSM-5 και ICD-10. Αντιθέτως, θα πρέπει οι ψυχικές διαταραχές που διαπιστώνονται στα θύματα να αποτελούν μια παθολογική κατάσταση, διότι  αυτή αποτελεί στοιχείο του ορισμού και προϋπόθεση κάθε βλάβης της υγείας σύμφωνα με την ψυχιατρική νοσολογία.

Έτσι, συνιστούν  βλάβη της (ψυχικής) υγείας η πρόκληση στο θύμα λόγω της αξιόποινης πράξης ψυχικών νόσων, όπως ενδεικτικώς μετατραυματικής διαταραχής στρες (PTSD)[36], διαταραχών προσωπικότητας[37], αντιδραστικής καταθλιπτικής διαταραχής, μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, αγχώδων διαταραχών[38], διαταραχών διάθεσης[39], διαταραχής αντιδραστικής προσκόλλησης/ διαταραχής αισθητηριακής επεξεργασίας[40] παρατηρούμενης στα παραμελημένα ή κακοποιημένα παιδιά[41]ή διαταραχών του κεντρικού νευρικού συστήματος[42], συμπεριλαμβανομένων της πρόκλησης ισχυρού τρόμου και του νευρικού κλονισμού. Για αυτό άλλωστε, στο πλαίσιο ποινικοποίησης των προσβολών της ψυχικής υγείας, ο Ποινικός Νομοθέτης απέκλεισε τη μετατόπιση της εμβέλειας προστασίας στα απλά συναισθήματα, καθιστώντας αναγκαία την οριοθέτηση του εύρους προστασίας σε εκείνες τις ψυχικές αντιδράσεις που θεώρησε άξιες ποινικές προστασίας. Έτσι, μετατοπιζόμενοι στο άρθρο 333παρ. 1εδ. β και παρ. 2 για το stalking,  επέλεξε να ποινικοποιήσει ακριβώς εκείνη τη συμπεριφορά που προκαλεί στο θύμα «τρόμο ή ανησυχία», διότι ακριβώς με αυτή τη συμπεριφορά του δράστη «επιδιώκεται κυρίως ένα είδος ψυχολογικής διείσδυσης του δράστη και την πρόκληση συνακόλουθων ψυχικών διαταραχών στο θύμα[43]», συμπεριφορά που προσιδιάζει σε ψυχολογική τρομoκρατία.

Για να αποκλεισθεί, εντούτοις, η άκρατη πλήρωση ειδικών υποστάσεων στο ποινικό δίκαιο, κρίνεται ορθότερο η  διαπίστωση «ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής» στο θύμα να τεκμηριώνεται με ορισμένη ψυχική δυσλειτουργία, ήτοι μέσω εκδήλωσης της συμπτωματολογίας που απαιτούν τα σύγχρονα διεθνή ταξινομικά συστήματα[44]. Για το λόγο αυτό, οι εφαρμοστές του νόμου, όταν απαιτούνται «ειδικές γνώσεις» για να καταλήξουν σε μία δικαστική απόφαση, τις οποίες δεν κατέχουν, προκειμένου να τις αποκτήσουν, τους δίδεται η δυνατότητα να καλέσουν έναν πραγματογνώμονα. Οι πραγματογνώμονες είναι από την Νομική Επιστήμη, «βοηθοί» του δικαστή και το Δικαστήριο δύναται να ζητά τη γνώμη τους, γιατί έχουν εκείνες τις εξειδικευμένες γνώσεις που διευκολύνουν το Δικαστήριο να κατανοήσει τεχνικά θέματα, τα οποία αγνοεί, στα πλαίσια του «καθήκοντος ανεύρεσης της αλήθειας».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Οι παρατηρούμενες ανθρώπινες συμπεριφορές δε μπορούν να «ταυτοποιηθούν» ως ενιαίες κανονικότητες, εάν δε ληφθεί υπόψη η κατανόηση του δρώντος προσώπου[45]. Στην Κλινική Ψυχιατρική δίδεται έμφαση στην κλινική εικόνα του ασθενούς και μέσω ψυχομετρικών εργαλείων και διεθνών ταξινομήσεων[46] (ICD-10,DSM-V) ομαδοποιούνται οι ψυχικές διαταραχές. Επιχειρείται με αυτόν τον τρόπο η κατανόηση της εξατομικευμένης δράσης όχι «εν διαισθητικώ κενώ», αλλά εντός του πλέγματος των εν ευρεία εννοία κανόνων εντός του οποίου αυτή συντελείται. Σε κάθε περίπτωση, σημαντικός καθίσταται ο ρόλος του ψυχιάτρου - πραγματογνώμονα, ο οποίος για να κατανοήσει τη διαφορετικότητα των ψυχικών λειτουργιών και να προβεί σε διάγνωση περί φυσιολογικού και παθογόνου αυτών , είτε πρόκειται να κρίνει την  ικανότητα καταλογισμού του δράστη είτε τις ψυχικές επιπτώσεις της εγκληματικής πράξης στο θύμα, καλείται να ενστερνιστεί τον ρόλο του βιογράφου που κατανοεί τον ήρωά του κάτι που δεν είναι εύκολο και δε διδάσκεται από κανένα ιατρικό εγχειρίδιο.

Βασιλική Σγάντζου, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μ.Δ.Ε Ποινικού Δικαίου & Ποινικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΠΜΣ «Ψυχιατροδικαστική» Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.

photo by nik shuliahim on unsplash
[1]Βλ σε  Παπαδημητρίου Γ, Λιάππας Ι, Λύκουρας Ε. Σύγχρονη ψυχιατρική. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2013, ΕνότηταΙΙΙ: ΨυχιατρικήΕκτίμηση.

[2]Βλαναλυτικάσε Walker K, Hall D, Hurst W. Clinical Methods: The History, Physical, and Laboratory Examinations. 3rd edition. Boston: Butterworths; 1990.

[3]ΒλσεCraddock N, Mynors-Wallis L. Psychiatric diagnosis: impersonal, imperfect and important.Br J Psychiatry 2014;204(2):93-5.

[4]Βλ σε Μάνος Ν. Βασικά στοιχεία κλινικής ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press,1997,σελ 91επ.

[5]Βλσε Bell R, Hall RC. The mental status examination. Am Fam Physician 1977;16(5):145-52.

[6]Βλ Ουλής Π. Οι ψυχικές λειτουργίες και οι διαταραχές τους σε: Σολδάτος Κ, Λύκουρας Ε. Σύγγραμμα Ψυχιατρικής. Επ. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2010.

[7]Οι εκπρόσωποι του λεγόμενου αντιψυχιατρικού ρεύματος ισχυρίστηκαν ότι δεν υπάρχει ψυχική νόσος  διότι η έρευνα ποτέ δεν κατόρθωσε να αποδείξει καμία σωματική ή βιολογική ανωμαλία στους ψυχικώς πάσχοντες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, ή καλύτερα στιγματίστηκαν, επειδή απλώς συμπεριφέρονται κατά τρόπους που αναστατώνουν τον κοινωνικό περίγυρο ή επειδή πιστεύουν σε πράγματα που δεν πιστεύουν οι άλλοι, λόγοι που δεν είναι αρκετά σοβαροί ώστε να χαρακτηριστούν οι άνθρωποι αυτοί ως ασθενείς.

[8]Να αναφερθεί πως στη σύγχρονη ψυχιατρική δεν γίνεται πλέον αναφορά σε νόσους ή ασθένειες αλλά, σχεδόν αποκλειστικά, σε «ψυχικές διαταραχές» (mentaldisorders).

[9]Μαγριπλής, Δ.  Το αντιψυχιατρικό κίνημα και οι εκπρόσωποί του, Τετράδια Ψυχιατρικής, 2001; 74:45–54

[10]Στη γενική ιατρική συναντώνται πέντε τύποι ορισμού.Βλαναλυτικότερασε Campell Ej, Scadding JG, Roberts RS. The concept of disease. British Medical Journal 1979;757-762.

[11]ΠαγκόσμιοςΟργανισμόςΥγείας.Ταξινόμηση ICD-10 ψυχικών διαταραχών και διαταραχών της συμπεριφοράς.  Αθήνα: ΒΗΤΑΙατρικέςΕκδόσεις, 2010.

[12] «A mental disorder is a syndrome characterized by clinically significant disturbance in an individual’s cognition, emotion regulation, or behavior that reflects a dysfunction in the psychological, biological, or developmental processes underlying mental functioning. Mental disorders are usually associated with significant distress or disability in social, occupational, or other important activities. An expectable or culturally approved response to a common stressor or loss, such as the death of a loved one, is not a mental disorder. Socially deviant behavior (e.g. political, religious, or sexual) and conflicts that are primarily between the individual and society are not mental disorders unless the deviance or conflict results from a dysfunction in the individual, as described above»

[13]Χαραλαμπάκης, Α. (2020). Ο νέος Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ’άρθρο του Ν. 4619/2019. Α’ τόμος. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

[14]Κοτσαλής, Λ. (2013). Δικαστική Ψυχιατρική. 5ηεκδ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

[15]Δουζένης, Α &Λύκουρας, Λ. (2008). Ψυχιατροδικαστική. Αθήνα: Π.Χ.ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ.

[16]ΒλτοέργοτουSchneider K. Die psychopathischen Persönlichkeiten.3rd Edition. Deuticke: Leipzig-Wien; 1934

[17]Βλ σχολιασμό του άρθρου 34ΠΚ στο συγγραφικό έργο Ανδρουλάκης Ν. Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα: άρθρα 1-133.Aθήνα: Π.Ν Σάκκουλας, 2005.

[18]Έτσι, όλως ενδεικτικώς στον Ν. 2071/1992 (άρ. 95 επ.) ορίζεται ως προϋπόθεση για την ακούσια (ψυχιατρική) νοσηλεία η «ψυχική διαταραχή» του ατόμου. Για «ψυχικές διαταραχές» κάνει λόγο και ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (άρ. 28 Ν. 3418/2005), ενώ και ο αναμορφωμένος (Ν. 2447/1996) θεσμός της δικαστικής συμπαράστασης χρησιμοποιεί τους όρους της «ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής» (άρ. 1666 ΑΚ).

[19]Συγκεκριμένα ως προς την έννοια της «παραφροσύνης» στην οποία κατέφευγε συχνά η ελληνική νομολογία για την εννοιολογική προσέγγιση του <εισαγωγικού> κριτηρίου «νοσηρή διατάραξη πνευματικών λειτουργιών» των άρθρων 34 και 36 ΠΚ, γίνεται δεκτό από πληθώρα ποινικών δικαστικών αποφάσεων ότι παράφρον είναι το πρόσωπο το οποίο «δι’ οιανδήποτε αιτίαν δεν έχει ομαλήν και φυσιολογική λειτουργία των πνευματικών του λειτουργών και των ψυχικών του δυνάμεων». Η έννοια της παραφροσύνης συναντάται συχνά στην παλαιότερη βιβλιογραφία της ψυχιατρικής ενώ σήμερα φαίνεται, εν πολλοίς, να έχει εγκαταλειφθεί χάριν μια νεότερης ορολογίας. Βλ σε Χριστοδούλου, Γ. (2012). Ψυχιατρική, Ι, Βήτα, Αθήνα, σελ 105.

[20]Η παραπάνω διαπίστωση επαναλαμβάνεται σε αστικές υποθέσεις, όπου κρίνονται περιπτώσεις ανικανότητας προς δικαιοπραξία. Έτσι, αναφέρεται πως ο όρος «πνευματική ασθένεια αποτελεί όρο που δε χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δε νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή». Βλ ενδεικτικώς σε ΑΠ 2169/2014 (Γ’ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ), ΑΠ 2245/2014 (Γ’ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ),ΑΠ 89/2013 (Γ’ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ). Βλ και σε Νικολάου Φ. Έλλειψη Ικανότητας προς καταλογισμό και ευθύνη του ακαταλόγιστου ζημιώσαντος: Μια συμβολή στην ερμηνεία των άρθρων 915-918 ΑΚ. Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 2019,σελ 549επ.

[21]Για τη συμπτωματολογία των ψυχικών διαταραχών βλ όλως ενδεικτικώς στα κάτωθι ιατρικά εγχειρίδια Sadock B, Sadock V. PocketHandbook of clinicalPsychiatry. (επ.μτφρ)Παπαδημητρίου Ν (επ.μτφρ). Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχιατρικής. 4ηεκδ. Αθήνα: Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας,2007, Αγγελόπουλος Ν. Ιατρική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία - Μία σύγχρονη Ψυχιατρική. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2014, Black D, Andreasen N. Introductory Textbook of Psychiatry. (Επ. μτφρ) Ανδρεουλάκης Η. Εισαγωγή στην Ψυχιατρική. 5ηεκδ. Αθήνα: Παρισιάνου Α.Ε, 2015, Γιωτάκος Ο. Ο συναισθηματικός εγκέφαλος. Αθήνα: εκδόσεις Παρισιάνου,2019, Ντινόπουλος Θ. Ας μιλήσουμε για τον εγκέφαλο-από τους νευρώνες στη συμπεριφορά. Αθήνα: UniversityStudioPress, 2019, Ουλής Π. Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας- Σημεία, Συμπτώματα, Μηχανισμοί, Φιλοσοφικά Θεμέλια. Αθήνα: Εκδόσεις Βήτα, 2012, Ουλής Π. Οι ψυχικές λειτουργίες και οι διαταραχές τους σε: Σολδάτος Κ, Λύκουρας Ε. Σύγγραμμα Ψυχιατρικής. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2010, Σακελλαρόπουλος Π. Ψυχοσωματική Ιατρική- Ψυχοπαθολογία και Κλινικό Έργο- Διασυνδετική Ψυχιατρική- Ψυχοογκολογία. Αθήνα: Παπαζήσης, 2007, Canter D.  Forensic Psychology: A Very Short Introduction. New York: Oxford University Press,2010, Felthtous A, Saβ H. The International Handbook of Psychopathic Disorders and the Law. Volume 1. Diagnosis and Treatment. England: John Wiley & Sons Ltd; 2007

[22]Schönke  A , Schröder  H.  Strafgesetzbuch Kommentar. München: Verlag C.H. Beck,2014 p.379.

[23] Ακόμη και στον προγενέστερο όρο «νοσηρή διατάραξη πνευματικών λειτουργιών», ως «πνευματικές λειτουργίες» εννοούνταν όλες οι ψυχικές λειτουργίες  (πχ και το συναίσθημα και η βούληση) και όχι μόνο οι ανώτερες νοητικές λειτουργίες (πχ κρίση, μνήμη, αντίληψη).

[24]Βλ σε BGHSt 14, 30 όπου αναφέρεται ρητώς πως στην έννοια της «ψυχικής διαταραχής» εμπίπτουν όχι μόνο οι ψυχικές ασθένειες με την κλινική-ψυχιατρική έννοια, αλλά και κάθε είδους διαταραχές της νοητικής δραστηριότητας, της βούλησης, των συναισθημάτων ή της ενόρμησης, οι οποίες στην περίπτωση ενός φυσιολογικού και πνευματικά ώριμου ατόμου επηρεάζουν τις ιδέες και τα συναισθήματα που καθορίζουν τον σχηματισμό της βούλησης, με το ανωτέρω να ισχύει και για τη σεξουαλική ενόρμηση, η οποία κανονικά έχει αναπτυχθεί τόσο έντονα ώστε ο φορέας της να μη μπορεί να αντισταθεί όπως πρέπει, ακόμα κι αν καταβάλει όλη τη δύναμη της θέλησής του ή η οποία ως αποτέλεσμα της δικής της διαταραχής αλλάζει ολόκληρη την εσωτερική βάση της στάσης του, αλλά και την ουσία του φορέα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχει τις αναστολές που χρειάζεται για να καταπολεμηθεί η  ενόρμηση, ακόμα και αν η ενόρμηση αυτή που αντιτίθεται στη φύση είναι μετρίας δύναμης.

[25]Φράγκος, Κ. (2020). Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019 και Ν. 4637/2019)-Κατ’ άρθρο Ερμηνεία & Νομολογία Αρείου Πάγου. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ ΑΕ, Μαργαρίτης, Μ. & Μαργαρίτη, Α. (2020). Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία-Εφαρμογή. 4η εκδ. Αθήνα: Π.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ.

[26]Όλως ενδεικτικώς στη γερμανική έννομη τάξη οι διαταραχές προσωπικότητας κατά παγία νομολογία αποτελούν «άλλη σοβαρή ψυχική διαταραχή» κατά τα άρθρα 20,21 του γερμΠΚ. Βλενδ. BGH, Beschlussvom 14.01.2009 - 2 StR 565/08

[27]Ειδικά για τη μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD) στην ελληνική έννομη τάξη δεν έχει υπάρξει καμία δικαστική απόφαση που να αναγνωρίζει λόγω αυτής μειωμένο ή πλήρες ακαταλόγιστο, εν αντιθέσει με άλλες έννομες τάξεις, κυρίως των ΗΠΑ που παγίως κρίνεται ο δράστης πάσχων από PTSD ως μειωμένου καταλογισμού. Βλόλωςενδεικτικώςσε Berger Ο, McNiel DE , Binder RL. PTSD as a Criminal Defense: A Review of Case Law. J AmAcadPsychiatry Law 40:509 –21, 2012

[28]Χαραλαμπάκης, Α.  Ο νέος Ποινικός Κώδικας: Συνοπτική Ερμηνεία κατ’άρθρο του Ν. 4619/2019. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη,2019. σελ 13-15.

[29]ΕφΑθ 5560/2013

[30]Για το υπό κρίση ζήτημα βλ αναλυτικότερα σε Φουσκαρίνης Γ. Συνιστούν οι προσβολές ψυχικης υγείας σωματική βλάβη; Δημοσιευμένο σε theartofcrime.gr Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://theartofcrime.gr/%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BD-%CE%BF%CE%B9-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AD%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%88%CF%85%CF%87%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%85%CE%B3/#_ftn17

[31] Βλ. Όλως ενδεικτικώς σε  Mühe, Mobbing am Arbeitplatz – Strafbarkeitsrisiko oder Strafrechtslücke? 2006, σ. 86 επ.

[32]Στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα το stalking ως «επίμονη καταδίωξη ή παρακολούθηση» ποινικοποιείται στο άρθρο 333παρ1εδβ’  ΠΚ και όταν τελείται εντός της οικογένειας με την παρ.2.

[33]Στον ελληνικό Ποινικό κώδικα το mobbing ποινικοποιείται στην παρ.4 του άρθρου 312 ΠΚ.

[34]Να σημειωθεί πως το ανωτέρω δε σημαίνει πως μόνο στα συγκεκριμένα αδικήματα υπάρχει προσβολή της ψυχικής υγείας του παθόντος. Ας αναλογισθεί κανείς  όλως ενδεικτικώς το θύμα βιασμού και το ψυχικό τραύμα που βιώνει ανακαλώντας στη μνήμη του το εγκληματικό γεγονός.

[35]Όλωςενδ. βλ σε Ανδρουλάκης,Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, σ. 126 επ., Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τομ. Δ’, σ. 97, Μπουρόπουλος,ΕρμΠΚ Β’ τ. 1960, σ. 504, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών 4η έκδοση, 2020 σ. 122 επ, Μπέκας, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, 2004, σ. 34.

[36]Βλ αναλυτικά το συγγραφικό έργο Βεντουράτου, Δ. (2009). Εισαγωγή στην Ψυχοτραυματολογία και στην τραυματοθεραπεία-Η μέθοδος EMDR. Αθήνα: ΠΕΔΙΟ.

[37]Harrison P, Cowen P, Burns T, Fazel M. Oxford Ψυχιατρική-ΒασικέςΑρχές. 7ηεκδ. ΜτφρΚαλαϊτζήΧ. Cyprus: Broken Hill Publishers Ltd; 2020 ,σελ 457επ. Αγγελόπουλος, Ν. Ιατρική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία: Μία σύγχρονη Ψυχιατρική. Αθήνα: ΒΗΤΑ., 2014, σελ 454επ.,  Ουλής Π. Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας-Σημεία, Συμπτώματα, Μηχανισμοί, Φιλοσοφικά Θεμέλια, Κλινικές Ασκήσεις. 2ηέκδοση. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2006,σελ 137επ.

[38]Harrison P, Cowen P, Burns T, Fazel M. ό.π. σελ 234επ., Αγγελόπουλος, Ν. ό.πσελ 504 επ.

[39]Totzeck C, TeismannT , Hofmann S, Ruth von Brachel,  Zhang X , Pflug V et al. Affective Styles in Mood and Anxiety Disorders – Clinical Validation of the «Affective Style Questionnaire» (ASQ). J Affect Disord 2018;238(1):392-398.

[40]Botbol M. Towards an integrative biological and psychodynamic approach of transmission of Attachment. J PhysiolParis 2010, 104:263–271

[41]Η παραμέληση και η κακοποίηση στην παιδική ηλικία ( οι λεγόμενες «ΑΨΕΠΗ») , είναι αυτές που αναγνωρίζονται πλέον σήμερα ως σημαντικός παράγοντας κινδύνου για εκδήλωση ψύχωσης. Βλ σε Ι. Κωστελέτος, Κ. Κόλλιας, Ν. Στεφανής. Αντίξοες ψυχοτραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας και σχιζοφρένεια. Ψυχιατρική 31 (1), 2020 σελ 27.

[42]Βλ σε Lyketsos C. Ψυχιατρική των νευρολογικών παθήσεων-Πρακτικές Προσεγγίσεις για τη φροντίδα του ασθενούς.επ. μτφρ Πολίτης Α. Αθηνα: Εκδ. ΒΗΤΑ, 2013.

[43]Βλ σε Φουσκαρίνης Γ. Η «έμμονη καταδίωξη» (stalking): Εγκληματολογικός φαινότυπος και ερμηνεία του άρθρου 333 παρ. 1 εδ. β΄ ΠΚ. ΠοινΧρ 4/2021 σελ 256επ.

[44]Έχει ασκηθεί, βέβαια, κριτική για τον συνεχώς αυξανόμενο αριθμό διαταραχών που εμπεριέχονται στο DSM αλλά και τη γενικότερη «χαλάρωση» των διαγνωστικών κριτηρίων, γεγονός που τείνει να οδηγεί στη διεύρυνση του ορισμού της εκάστοτε διαταραχής, αλλά και την αύξηση του αριθμού των διαγνώσεων.  Βλμεταξύάλλωνσε  Fabiano F, Haslam N. Diagnostic inflation in the DSM: A meta-analysis of changes in the stringency of psychiatric diagnosis from DSM-III to DSM-5. ClinicalPsychology Review [Internet] Νοέμβριος 2020;80. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S0272735820300775

[45]Στυλιανίδης Ν. Επιστημική οριοθέτηση και δυνατότητα θεμελίωσης μιας νομικής ανθρωπολογίας του φύλου σε Μαροπούλου Μ. Το φύλο, το σώμα και η έμφυλη διαφορά: Η συνάντηση δικαίου και κοινωνικής προβληματικής. Επιστημονική σειρά ΘΕ.ΦΥΛ.ΙΣ. Εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών & του Προγράμματος Σπουδών για Θέματα Φύλου και Ισότητας. 2008. Σελ 71-80.

[46]Στην Ψυχιατρική,  η ύπαρξη συστημάτων ταξινόμησης υποβοηθά τη διάγνωση. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά τους Schwartz και Wiggins « οι ψυχιατρικές ταξινομήσεις μας παρέχουν τρόπους σύλληψης της έννοιας των ψυχικών διαταραχών, εξυπηρετώντας τον σκοπό της ψυχιατρικής ως προς την προώθηση της ψυχικής υγείας και τη βελτίωση των ψυχικών ασθενειών.» βλ επ’αυτού σε Schwartz ΜΑ, Wiggins Ο. Diagnosis and Ideal Types: A ContributiontoPsychiatricClassification. ComprehensivePsychiatry [Internet] Ιούλιος-Αύγουστος 1987;28(4):277-291. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://www.sciencedirect.com/sci