ΤΕΥΧΟΣ #18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022

Kοινοτική αστυνόμευση: Το βρετανικό παράδειγμα

Ντόρα Γιαννάκη

 

Περίληψη

Η κοινοτική αστυνόμευση αναπτύχθηκε γιά πρώτη φορά στο αγγλοσαξονικό πλαίσιο και σήμερα αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα πρότυπα αστυνόμευσης στο δυτικό κόσμο. Στη βρετανική εκδοχή της, περιλαμβάνει χαρακτηριστικά όπως το συναινετικό ήθος, η έμφαση στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με το κοινό, η προβληματοκεντρική-επιλυτική προσέγγιση, η ενεργός συμμετοχή του κοινού στις προσπάθειες πρόληψης του εγκλήματος, η εστίαση στη διαχείριση του φόβου του εγκλήματος, η οργανωτική αποκέντρωση και η εγγύτητα. Η κοινοτική αστυνόμευση παρουσιάζει θετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και της μικρομεσαίας παραβατικότητας, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στη μείωση του φόβου του εγκλήματος και στη βελτίωση των επιπέδων εμπιστοσύνης προς την αστυνομία. Ωστόσο, στο επίπεδο της εφαρμογής της καταγράφονται σημαντικές δυσκολίες που θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της, όπως ισχυρή αντίσταση από πλευράς αστυνομικής κουλτούρας, οργανωτικές δυσκολίες της αστυνομίας, αδυναμία ένταξης του συνόλου της κοινότητας στα προγράμματα, ανισομερή οφέλη για τα διαφορετικά μέρη της κοινότητας, προβλήματα συνεργασίας ανάμεσα στους δρώντες. Τέλος, αναδεικνύεται ένας σοβαρός προβληματισμός που σχετίζεται με τη διευρυμένη αποστολή της αστυνομίας και αφορά στην ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση του κοινωνικού ελέγχου μέσω των προγραμμάτων της κοινοτικής αστυνόμευσης[1] [2].

Λέξεις Κλειδιά: Αστυνομία, Αστυνόμευση, Μοντέλα Αστυνόμευσης, Κοινοτική Αστυνόμευση, Βρετανία

Τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινοτικής αστυνόμευσης

Η κοινοτική αστυνόμευση συνιστά σήμερα ένα από τα κυρίαρχα πρότυπα αστυνόμευσης στη Δύση,[3] το οποίο αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στον αγγλοσαξονικό χώρο (Denney & Jenkins, 2013: 6). Ειδικότερα, προέκυψε μετά από ορισμένες αποτυχίες της αστυνομίας στις ΗΠΑ και στη Βρετανία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990, οι οποίες είχαν δημιουργήσει την αίσθηση ότι οι σχέσεις μεταξύ αστυνομίας και κοινού δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικές (Savage, 2007: 2006· Tilley, 2011: 373). Στις αποτυχίες αυτές, θα μπορούσε να συμπεριλάβει κανείς τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας στις μεγάλες πόλεις, τον φόβο του εγκλήματος που διακατείχε την πλειονότητα των πολιτών, την αδυναμία πρόληψης και διαχείρισης εντάσεων και συγκρούσεων, καθώς και την κακομεταχείριση ατόμων ή και ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων, κυρίως, με μειονοτικό υπόβαθρο, κλπ. (Denney & Jenkins, 2013: 6, 18· Cordner, 2014: 150· Ramshaw, 2009: 18, 36).Στη Βρετανία, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των αστοχιών υπήρξαν τα βίαια φυλετικά επεισόδια στο Brixton το 1981,[4] τα οποία προκλήθηκαν από την υπερβολική αστυνόμευση της περιοχής μέσω της επίμονης διεξαγωγής στοχευμένων σωματικών ελέγχων σε μαύρους πολίτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο της ‘Operation Swamp 81’ που διεξήγαγε η Μητροπολιτική Αστυνομία στην περιοχή του Brixton, τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, μόνο κατά το διάστημα πέντε ημερών διενεργήθηκαν πάνω από 1.000 σωματικοί έλεγχοι σε μαύρους πολίτες. Η στοχοποίηση των έγχρωμων πολιτών από την αστυνομία είχε αποτυπωθεί και σε έρευνες της περιόδου εκείνης, οι οποίες είχαν καταδείξει ότι οι πιθανότητες να σταματηθούν και να ελεγχθούν από την αστυνομία μαύροι πολίτες ήταν τέσσερις φορές περισσότερες σε σύγκριση με άτομα που ανήκαν σε άλλες φυλετικές/εθνοτικές ομάδες. Τα γεγονότα του Brixton, προκάλεσαν θύελλα σε πολιτικό επίπεδο οδηγώντας τη βρετανική κυβέρνηση να διεξάγει επίσημη έρευνα για την ποιότητα της αστυνόμευσης στη χώρα. Η έρευνα αυτή κατέληξε στην περίφημη έκθεση του Λόρδου Scarman, τα συμπεράσματα της οποίας άσκησαν καταλυτική επίδραση στο σύστημα αστυνόμευσης στη Βρετανία. Σύμφωνα με την έκθεση Scarman, η επιδίωξη μιας αστυνόμευσης «υψηλού προφίλ», ιδιαίτερα παρεμβατικής και κατασταλτικής, η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, όπως συνέβη στην περίπτωση της ‘Operation Swamp 81’, έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις αστυνομίας-κοινού. Γι’ αυτό και προτεινόταν η υιοθέτηση ενός καινούργιου μοντέλου αστυνόμευσης, λιγότερο παρεμβατικού, που να είναι προσανατολισμένο στις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων (Savage, 2007: 206).

Στο πλαίσιο όλων αυτών, ξεκίνησε ένας εκτεταμένος διάλογος μεταξύ των αστυνομιών, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, αναφορικά με τα μειονεκτήματα του παραδοσιακού μοντέλου αστυνόμευσης. Να υπενθυμίσουμε ότι το παραδοσιακό μοντέλο αστυνόμευσης, που στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία είναι γνωστό με τον όρο ReactiveTraditional Policing, δίνει έμφαση στα γρήγορα αυτοκίνητα,στην ταχεία ανταπόκριση, στις τυχαίες (random) περιπολίες, στις συλλήψεις, καθώς και στην «ενεργητική» ανάκριση και διερεύνηση των υποθέσεων (Punch, 2007: 6). Μεταξύ των επιχειρημάτων που διατυπώθηκαν κατά του παραδοσιακού μοντέλου περιλαμβάνονταν τα εξής:

  • Οδηγεί σε σκληρά, κατασταλτικά και αντιδραστικά στυλ αστυνόμευσης και σε μια «πυροσβεστική» αντιμέτωπιση των περιστατικών. Δεν αποδίδεται δηλαδή καθόλου έμφαση στην προληπτική διάσταση της αστυνόμευσης. Πρόκειται για ένα σύστημα ανταπόκρισης βάσει της προσφοράς και της ζήτησης, αντίστοιχο με αυτό που εφαρμόζουν οι πυροσβεστικές υπηρεσίες.
  • Ωθεί σε μια διαίρεση των αστυνομικών λειτουργιών και στη δημιουργία ειδικών «ομάδων κρούσης». Στο μοντέλο αυτό, οι αστυνομικοί που διεξάγουν τις περιπολίες αφού φτάσουν γρήγορα σε ένα περιστατικό και το αντιμετωπίσουν, συντάσσουν την εκθέσεις τους και περνούν απευθείας την υπόθεση σε άλλη ομάδα (π.χ. στους detectives).
  • Στερεί την προσωπική επαφή ανάμεσα στον πολίτη και την αστυνομία εξαιτίας της αντικατάστασης των πεζών περιπολιών από μηχανοκίνητα συστήματα (κυρίως περιπολικά).
  • Kαλλιεργεί μια νοοτροπία αντιπαλότητας ανάμεσα στην αστυνομία και τους πολίτες, στη βάση μιας λογικής «εμείς και/ή αυτοί», δεδομένου ότι ενέχει παρεμβατικές πρακτικές και τακτικές, με εύκολες συλλήψεις,«έντονες» ανακρίσεις και εντατικούς ελέγχους (όπως, εξακριβώσεις στοιχείων, σωματικοί έλεγχοι, έλεγχοι οχημάτων), κλπ.[5]

Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της συζήτησης, προτάθηκε και αναπτύχθηκε το μοντέλο της κοινοτικής αστυνόμευσης. Σε ότι αφορά το περιεχόμενό της είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η κοινοτική αστυνόμευση δεν αποτελεί μια ενιαία και ολιστική προσέγγιση. Στην πραγματικότητα, κάτω από αυτόν τον γενικό τίτλο συμπεριλαμβάνεται μια ποικιλία διαφορετικών προγραμμάτων, στρατηγικών και πρακτικών (Innes, 1999: 401).Ακόμη και στην Ευρώπη, παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο εφαρμογής της.Μάλιστα, χρησιμοποιούνται ακόμη και διαφορετικές ονομασίες για να περιγραφεί, όπως: Community policing (κοινοτική αστυνόμευση), community-based policing (αστυνόμευση βασιζόμενη στην κοινότητα), neighborhood policing (αστυνόμευση της γειτονιάς), service style policing (αστυνόμευση τύπου υπηρεσίας),κλπ.[6]

Παρά τις διαφορετικές μορφές και εκδηλώσειςτης, τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινοτικής αστυνόμευσης, σε ότι αφορά την εκδήλωσή της στο βρετανικό χώρο, θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα παρακάτω:

  • Πρώτα απ’ όλα, η κοινοτική αστυνόμευση επιδιώκει να εφαρμόσει μεθόδους «ήπιας αστυνόμευσης» (soft-policing), διότι αντιμετωπίζει τον κοινωνικό έλεγχο σαν μία μόνο από τις λειτουργίες που επιτελεί η αστυνομία στο πλαίσιο της αποστολής της για την ασφάλεια και την τήρηση της τάξης. Έτσι, υιοθετεί περισσότερο αστυνομικές πρακτικές που βασίζονται στην πειθώ, στο διάλογο και στη διαντίδραση με τις τοπικές κοινότητες (Innes, 2005: 157).[7]Πρόκειται για το ήθος της αστυνόμευσης της συναίνεσης (policing by consent), που χαρακτηρίζει παραδοσιακά το βρετανικό σύστημα αστυνόμευσης και έχει τις καταβολές του στον κώδικα αστυνομικής δεοντολογίας που συνέταξε ο ιδρυτής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, Sir Robert Peel, το 1829, για τη λειτουργία της αστυνομίας του Λονδίνου. Σύμφωνα με μια από τις αρχές του Peel, «η αστυνομία είναι το κοινό και το κοινό είναι η αστυνομία, με την αστυνομία να είναι μόνο μέλη του κοινού που αμοίβονται για να επιτελούν καθήκοντα που εναπόκεινται σε κάθε πολίτη, προς το συμφέρον της ευημερίας και της ύπαρξης της κοινότητας».[8]Για τονTilley, το ήθος αυτό υπαγορεύει την εφαρμογή ενός αστυνομικού μοντέλου που να λειτουργεί όχι για την αστυνόμευση της κοινότητας, αλλά μαζί με την κοινότητα και για την κοινότητα (Tilley, 2011: 376). Κατά αυτόν τον τρόπο, η κοινοτική αστυνόμευση προωθεί την προσέγγιση μιας πιο διευρυμένης αποστολής της αστυνομίας, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο η καταπολέμηση του εγκλήματος και η επιβολή του νόμου, αλλά και η παροχή μιας ποικιλίας άλλου τύπου υπηρεσιών προς το κοινό (Reiner, 2010: 141), όπως η διαχείριση συγκρούσεων, η παροχή βοήθειας στα θύματα, η πρόληψη ατυχημάτων, η καταπολέμηση του φόβου, η προστασία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, κλπ. (Cordner, 2014: 154). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πανούσης, «(Ο) κοινωνικός ρόλος της Αστυνομίας...είναι κρίσιμος και αναγκαίος καθώς περιλαμβάνει τόσο την πρόληψη του εγκλήματος όσο και την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής προσφοράς (συμφιλίωση, διαχείριση εντάσεων κλπ.)» (Πανούσης, 2018: 124-125).Ήδη από τη δεκαετία του 1970, ο Alderson τόνιζε πως είναι απαραίτητη η εισαγωγή μιας νέας φιλοσοφίας αστυνόμευσης, στην οποία ο ρόλος της αστυνομίας δεν θα περιορίζεται στον έλεγχο του κακού αλλά θα περιλαμβάνει και την ενεργοποίηση του καλού, μέσω της παροχής υπηρεσιών κοινωνικού χαρακτήρα (Alderson, 1979: 38)

Υιοθετώντας μια τέτοια λογική, η κοινοτική αστυνόμευση αποσκοπεί στο να δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης (ή να βελτιώσει τα υφιστάμενα επίπεδα εμπιστοσύνης) με όλα τα τμήματα της κοινωνίας και να αλλάξει την εικόνα της αστυνομίας  από μηχανισμό καταστολής σε οργανισμό «υπόλογης (εξ)υπηρέτησης και προστασίας του πολίτη» (Πανούσης, 2018: 125). «Μια νέα σχέση Αστυνομίας – Κοινότητας – Πολίτη με κοινό παρονομαστή την παροχή (κοινωνικών) υπηρεσιών που ενδυναμώνει το συναίσθημα του συνανήκειν και των ενδοκοινοτικών και διαπροσωπικών υποχρεώσεων είναι το μέγα ζητούμενο» στην κοινοτική αστυνόμευση, σύμφωνα με τον Πανούση (Πανούσης, 2018: 127). Το ζήτημα της εμπιστοσύνης θεωρείται κομβικό για την επιτέλεση του αστυνομικού έργου, διότι μέσω της εμπιστοσύνης διασφαλίζεται πιο εύκολα η συνεργασία του κοινού με την αστυνομία (π.χ. στο επίπεδο της παροχής πληροφοριών για τη διαλεύκανση ενός εγκλήματος) καθώς και η συγκατάθεσή του απέναντι σε μελλοντικές αστυνομικές ενέργειες(Hughes & Rowe, 2007: 328· Tilley, 2011: 373· Innes, 2005: 164· Denney & Jenkins, 2013: 12). Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η εμπιστοσύνη του κοινού προς την αστυνομία εκτείνεται πέρα από την παραδοσιακή προσέγγιση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων της με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Περιλαμβάνει, επίσης, την αίσθηση ότι: Η αστυνομία κατανοεί τις ανάγκες της κοινότητας· μεταχειρίζεται τους πολίτες με δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια· παρέχει στο κοινό πληροφορίες για θέματα που το αφορούν· και επιτρέπει στα μέλη της κοινότητας να μιλήσουν για τα τοπικά προβλήματα (Jackson & Bradford, 2010: 5). Συνεπώς, όταν λέγεται ότι η κοινοτική αστυνόμευση αποσκοπεί στο να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την αστυνομία, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι τρεις παραπάνω διαστάσεις της εμπιστοσύνης: Αποτελεσματικότητα (τεχνική ικανότητα: όπως η ταχύτητα ανταπόκρισης σε ένα επείγον περιστατικό), δικαιοσύνη (κυρίως διαδικαστική δικαιοσύνη: όπως η μεταχείριση των ανθρώπων με σεβασμό) και επαφή/δημιουργία δεσμών με την κοινότητα (κοινές αξίες: π.χ. η αστυνομία να εισακούει τις ανησυχίες των πολιτών) (Jackson & Bradford, 2010: 5).

  • Σε συνέχεια των παραπάνω, ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό της κοινοτικής αστυνόμευσης είναι η υιοθέτηση μιας ισχυρής προβληματοκεντρικής-επιλυτικής προσέγγισης (Skogan & Hartnett, 1997: 7). Στη βιβλιογραφία των αστυνομικών σπουδών, αυτή η προσέγγιση έχει περιγραφεί με τον αγγλικό όρο Problem-Oriented Policing (POP). Σύμφωνα με τον Goldstein, η αστυνομία μπορεί να εξυπηρετήσει πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά τις τοπικές κοινότητες εάν εξοικειωθεί μεσυστηματικό τρόπο με τα επανεμφανιζόμενα προβλήματα που τις ταλανίζουν. Στο πλαίσιο αυτό, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον εντοπισμό προβλημάτων, στην ταυτοποίηση καταστάσεων και συνθηκών – μοτίβων ή patterns – που προηγούνται της εμφάνισης ενός προβλήματος, στον προσδιορισμό των αιτιών του, στο σχεδιασμό τακτικών για τη διαχείριση και αντιμετώπισή των προβλημάτων (σε συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες) και, τελικά, στην αξιολόγηση της εκάστοτε παρέμβασης (Goldstein, 2005· Skogan & Hartnett, 1997: 7).[9]Όπως αναφέρουν οι Πανούσης και Βιδάλη, «η Αστυνομία δεν πρέπει να ασχολείται αποκλειστικά με τα «συμβάντα» (incidents) αλλά να είναι προσανατολισμένη στο χειρισμό προβλημάτων – problem oriented – άλλωστε μέρος του ‘προβλήματος’ συνιστούν και τα ειδικότερα συμβάντα. Ο εντοπισμός του προβλήματος και κυρίως των αιτίων... οδηγεί στη σύγχρονη δράση, που έχει τα χαρακτηριστικά της επιστημονικής αστυνόμευσης (scientific policing), της επίλυσης προβλημάτων (problem solving) και τέλος της κοινοτικής αστυνόμευσης (community policing)» (Πανούσης & Βιδάλη, 2001: 67). Η συγκεκριμένη προσέγγιση ή μέθοδος ενθαρρύνει τη δημιουργική ανταπόκριση των αστυνομικών στα προβλήματα, με την εμπλοκή του κοινού ή και άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων για την επίλυσή τους (Tilley, 2011: 378-379· Skogan & Hartnett, 1997: 7). Κατά αυτόν τον τρόπο, η κοινοτική αστυνόμευση λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό προληπτικά, και όχι μόνον αντι-δραστικά ή «πυροσβεστικά» στην παραβατικότητα, με την έννοια ότι η αστυνομία προσπαθεί να αντιμετωπίσει ένα (τοπικό) πρόβλημα «προ-δραστικά»(pro-active)(Tilley, 2011: 373). Μάλιστα, η κοινοτική αστυνόμευση πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα υπογραμμίζοντας ότι η πρόληψη αποτελεί «ένα πολύ μεγάλο μέρος της εργασίας κάθε αστυνομικού» (Cordner, 2014: 156). Ευνόητο είναι ότι ένας τέτοιος τρόπος λειτουργίας προϋποθέτει την επαρκή εκπαίδευση τoυ αστυνομικού προσωπικού στον εντοπισμό και στην ανάλυση προβλημάτων (Goldstein, 2005: 407·Skogan & Hartnett, 1997: 7).

Αυτή ακριβώς η έμφαση στην επίλυση προβλημάτων συνοδεύεται επίσης από την υιοθέτηση μιας πελατοκεντρικής λογικής, η οποία καθοδηγείται από ιδέες και μεθόδους που προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα. Η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτή τη λογική είναι η δέσμευση σε έναν διαφορετικό τρόπο διάθεσης των δημόσιων υπηρεσιών, που στη Βρετανία έχει περιγραφεί με τον όρο New Public Management.Στο πλαίσιο αυτό, η αστυνομία εισάγει τεχνικές μέτρησης της αποδοτικότητας,ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό, ενσωματώνει την έννοια της βέλτιστης αναλογίας κόστους-οφέλους στον τρόπο λειτουργίας της, διενεργεί έρευνες για τη μέτρηση της ικανοποίησης των πολιτών (π.χ. μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων, ηλεκτρονικής επικοινωνίας, κ.α.), κλπ. (Loftus, 2009: xi·Skogan & Hartnett, 1997: 8· Ramshaw, 2009: 42).

  • Επιπλέον, η κοινοτική αστυνόμευση φιλοδοξεί να ανταποκριθεί στις τοπικές ανάγκες και προτεραιότητες μέσω της εγκαθίδρυσης σταθερών και διαρκών συνεργασιών (partnerships) με την τοπική κοινότητα και τους φορείς της. Στο πλαίσιο αυτό, προωθεί την ενεργό συμμετοχή του κοινού και τη διεταιρικότητα, τόσο ως προς την διάγνωση των προβλημάτων και των ιδιαίτερων αναγκών του, όσο και ως προς τον σχεδιασμό κατάλληλων λύσεων (Tilley, 2011: 378-379). Ειδικότερα, ως προς το πρώτο σημείο, δηλαδή τη διάγνωση των προβλημάτων, η κοινοτική αστυνόμευση καλεί την αστυνομία να λάβει σοβαρά υπόψη την αντίληψη που σχηματίζει η ίδια η τοπική κοινότητα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Γι’ αυτό και η αστυνομία, προκειμένου να αφουγκραστεί με τον πιο άμεσο τρόπο τα προβλήματα που η ίδια η κοινότητα θέτει ως προτεραιότητες, ορίζει τακτικές συναντήσεις/συζητήσεις με τα μέλη της τοπικής κοινότητας, ιδρύει συμβουλευτικές ομάδες, συνεργάζεται στενά με τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και την κοινωνία πολιτών, κλπ. Eπειδή οι τοπικές κοινότητες διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες που έχουν, με αποτέλεσμα να θέτουν διαφορετικές προτεραιότητες αστυνόμευσης, η κοινοτική αστυνόμευση αποτελεί κυρίως μια στρατηγική οργάνωσης της αστυνόμευσης και μια διαδικασία, και όχι ένα συγκεκριμένο προϊόν ή ένα σύνολο προγραμμάτων (Tilley, 2011: 376· Skogan & Hartnett, 2005: 428, 430· Denney & Jenkins, 2013: 8). Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται στην πράξη διαφέρει σημαντικά από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τις τοπικές περιστάσεις και συνθήκες (Van der Giessenκ.α., 2017: 46·Skogan & Hartnett, 1997: 8· Tilley, 2011: 378).

Ως προς το δεύτερο σημείο, το οποίο αναφέρεται στο σχεδιασμό κατάλληλων λύσεων για τα προβλήματα της κοινότητας με τη συμμετοχή του ίδιου του κοινού, αποτελεί μια πρακτική που συνιστά σήμερα κυρίαρχη τάση. Όπως είναι γνωστό, η ανάγκη για την εμπλοκή των κοινοτήτων στην αντεγκληματική πολιτική έχει τις βάσεις της στη δεκαετία του 1970. Τότε ακριβώς ήταν που οι κυβερνήσεις – σε διεθνές επίπεδο – συνειδητοποίησαν ότι το έγκλημα είχε ξεφύγει από τον έλεγχό τους και ότι για να μπορέσουν να το διαχειριστούν θα έπρεπε να μεταφέρουν κάποιες από τις δικές τους ευθύνες και αρμοδιότητες σε άτομα και οργανισμούς, εκτός των μηχανισμών της ποινικής δικαιοσύνης, δημιουργώντας έτσι νέα συστήματα κοινωνικού ελέγχου (Garland, 2001: 124-125). Αυτή η διαδικασία μεταφοράς ευθυνών για τον έλεγχο του εγκλήματος από το κράτος στους πολίτες (στον ιδιωτικό τομέα και την κοινωνία πολιτών), έχει περιγραφεί από τον David Garland με τον όρο responsibilisation strategy («στρατηγική ευθυνοποίησης») (Garland, 2001: 124). Πρωτοβουλίες όπως, τοπικά προγράμματα πρόληψης, ομάδες επιτήρησης της γειτονιάς, μέτρα εποπτείας ή φρούρησης της γειτονιάς από ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας, καμπάνιες ευαισθητοποίησης, δημοσίευση ενημερωτικών φυλλαδίων και εκπαιδευτικά σεμινάρια για την αποφυγή θυματοποίησης του κοινού, δημιουργία συμβουλευτικών επιτροπών, διοργάνωση εκδηλώσεων για τη νεολαία και άλλες συναφείς δράσεις στο πλαίσιο της κοινοτικής αστυνόμευσης, αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα αυτής της διαδικασίας «ευθυνοποίησης» του κοινού, το οποίο έτσι μετατρέπεται [μαζί με το κράτος] σε «συμπαραγωγό» πρόληψης του εγκλήματος και της δημόσιας ασφάλειας (Πανούσης, 2018: 127·Klockars, 2005: 449, 452·Skogan & Hartnett, 1997: 6· Skogan & Hartnett, 2005: 430). Εκφράσεις όπως «διεταιρικότητα», «πολυεπίπεδη προσέγγιση», «δημόσια-ιδιωτική σύμπραξη», «διασυνεργασία», κλπ. περιγράφουν τους στενούς δεσμούς και την αλληλεπίδραση μεταξύ κράτους και μη κρατικών δρώντων και οργανισμών στον τομέα της ασφάλειας (Zedner, 2003: 163).

  • Επιπροσθέτως, η κοινοτική αστυνόμευση επιδιώκει να διαχειριστεί και να καθησυχάσει τα άγχη και τα αισθήματα φόβου του κοινού για το έγκλημα σε τοπικό επίπεδο, γι’ αυτό και ανάμεσα στις περιγραφές του συγκεκριμένου μοντέλου χρησιμοποιείται και ο όρος reassurance policing. Διάφορες έρευνες που διενεργήθηκαν στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 – κυρίως στις ΗΠΑ –  έδειξαν ότι ο φόβος του εγκλήματος είναι ένα μετρήσιμο φαινόμενο και, σε κάποιον βαθμό, ανεξάρτητος από τα επίπεδα της εγκληματικότητας (Garland, 2001: 122). Υπήρξαν επίσης στοιχεία που καταδείκνυαν ότι στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων δεν είναι τα σοβαρά εγκλήματα τα οποία έχουν την μεγαλύτερη επίδραση στο αίσθημα ασφάλειάς τους, αλλά οι διάφορες μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς και η μικροπαραβατικότητα που λαμβάνουν χώρα στις γειτονιές (Burney, 2009: 5). Την ίδια περίοδο, αναπτύχθηκε και η θεωρία των «Σπασμένων Παράθυρων» από τους Wilson καιKelling (1982), σύμφωνα με την οποία μικρά σημάδια εγκατάλειψης μιας περιοχής σε συνδυασμό με τον μη αποτελεσματικό έλεγχο της αντικοινωνικής συμπεριφοράς ενθαρρύνουν την αταξία, οδηγώντας σε αυξημένα επίπεδα φόβου και, τελικά, στο έγκλημα και στην παρακμή της γειτονιάς (Wilson & Kelling, 2005: 462). Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Wilson και Kelling, «στο επίπεδο της κοινότητας, η αταξία και το έγκλημα συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, σε μια κλιμακωτή αλληλουχία. Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι και οι αστυνομικοί τείνουν να συμφωνήσουν μεταξύ τους πως εάν ένα παράθυρο σε ένα κτίριο σπάσει και δεν επισκευαστεί, σύντομα θα σπάσουν και όλα τα υπόλοιπα παράθυρα» (Wilson & Kelling, 2005: 462). Την θεωρία αυτή επιβεβαίωσε με μεταγενέστερη έρευνά του, το 1990, ο Skogan, ο οποίος έδειξε ότι υπάρχει πράγματι συσχέτιση ανάμεσα στην κοινωνική αταξία και την περιβαλλοντική υποβάθμιση, τον φόβο του εγκλήματος και τη θυματοποίηση (Burney, 2009: 26-27). Στο ίδιο πλαίσιο, ο Innes ανέπτυξε μια νέα θεωρητική προσέγγιση με βάση τους «παράγοντες ρίσκου», σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένες μορφές αταξίας στο δημόσιο χώρο έχουν πολύ μεγαλύτερη επίδραση στο αίσθημα της συλλογικής ασφάλειας σε σύγκριση με τα «σοβαρά» εγκλήματα, διότι λειτουργούν ως προειδοποιητικά «εγκληματικά σήματα» (signal crimes) (Innes, 2005: 163). Όπως επισημαίνει ο Innes, αυτά τα περιστατικά ερμηνεύονται από το κοινό ως δείκτες της αποδοτικότητας των τοπικών αρχών, ενώ, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες ανησυχία για την ασφάλειά τους στο πλαίσιο της τοπικής τάξης πραγμάτων (Innes, 2005: 162, 163). Συνήθως, η αστυνομία δεν γνωρίζει την επίδραση που έχουν τα περιστατικά αυτής της κατηγορίας στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών διότι τις περισσότερες φορές δεν καταγγέλονται (Skogan & Hartnett, 1997: 8). Σ’ αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις επικεντρώνει την προσοχή της η κοινοτική αστυνόμευση προκειμένου να καθησυχάσει τα άτομα και τις κοινότητες,[10] και για να το πετύχει αυτό φροντίζει να καταστήσει την παρουσία της αστυνομίας περισσότερο ορατή μιας και όπως έχουν δείξει διάφορες έρευνες η ορατότητα της αστυνομίας μπορεί να έχει πολύ θετικότερα αποτελέσματα στη βελτίωση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών απ’ ότι ακόμα και η καθεαυτή μείωση της εγκληματικότητας (Crawford κ.α., 2003: 3). Γι’ αυτό και το κεντρικό μόττο της κοινοτικής αστυνόμευσης είναι «ορατότητα, προσβασιμότητα, οικειότητα» (Visibility, Accessibility, Familiarity) (Crawford & Lister, 2004: 5· Innes, 2005: 160).Όπως υποστηρίζουν οι Crawford κ.α., «η ορατή παρουσία της αστυνομίας μπορεί να έχει ευρύτερα οφέλη στη μείωση του εγκλήματος, ενώ παρουσιάζει και ισχυρή συσχέτιση με την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών» (Crawford κ.α., 2003: 3).
  • Τέλος, η κοινοτική αστυνόμευση, είναι ένα μοντέλο το οποίο προωθεί την εγγύτητα (Van der Giessen κ.α., 2017: 39), τουλάχιστονσε τρία επίπεδα (Παπαχαραλάμπους, 2013: online): α)Στο χώρο, γι’ αυτό οργανωτικά στηρίζεται στην αποκέντρωση της αστυνομικής υπηρεσίας και στον επαναπροσανατολισμό της περιπολίας (αύξηση συχνότητας – χρήση κυρίως πεζών περιπολιών) προκειμένου να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ αστυνομίας και κοινού (Skogan & Hartnett, 1997: 6).[11]Εξάλλου, και μόνο η ονομασία της κοινοτικής αστυνόμευσης αναδεικνύει την έμφαση στο χώρο και τη σημασία της γεωγραφίας (Cordner, 2014: 156) ·β) Στο χρόνο, μέσω της όσο το δυνατόν πιο άμεσης επίλυσης των τοπικών προβλημάτων·γ) Στις σχέσεις της αστυνομίας με τα μέλη της κοινότητας, τόσο μέσω της δημιουργίας προσωπικών δεσμών ανάμεσα στους αστυνομικούς και στα μέλη των τοπικών κοινοτήτων, όσο και μέσω της διαρκούς παρουσίας της αστυνομίας στη ζωή της κοινότητας. Να σημειωθεί ότι η σταθερότητα όσον αφορά την παρουσία του προσωπικού της κοινοτικής αστυνόμευσης σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή είναι κομβικής σημασίας για τη διατήρηση αυτών των δεσμών.

Ας σταθούμε όμως λίγο παραπάνω στο στοιχείο της αποκέντρωσης της αστυνομικής υπηρεσίας: Παραδοσιακά, τα αστυνομικά τμήματα οργανώνονται σε μια λογική ‘top-down’, με τις κατευθύνσεις και εντολές να κυκλοφορούν από πάνω προς τα κάτω. Στο μοντέλο όμως της κοινοτικής αστυνόμευσης προάγεται η λογική της αποκέντρωσης, η οποία διευκολύνει την ανάπτυξη τοπικών λύσεων σε τοπικά προβλήματα και αποθαρρύνει την αυτοματοποιημένη εφαρμογή κεντρικά κατευθυνόμενων οδηγιών (Skogan& Hartnett, 1997: 6·Tilley, 2011: 378). Ως εκ τούτου, στην κοινοτική αστυνόμευση οι αστυνομικοί αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία και δυνατότητα λήψης αποφάσεων ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν πιο αποτελεσματικά στις τοπικές ανάγκες (Skogan & Hartnett, 1997: 6· Klockars, 2005: 454). Συνεπώς, δεν θα πρέπει να θεωρούμε την κοινοτική αστυνόμευση ως τέτοια επειδή απλά υπάρχει μια οργανωτική δομή σε τοπικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη ενός αστυνομικού σταθμού σε μια γειτονιά ή σε έναν δήμο. Η κοινοτική αστυνόμευση δεν σημαίνει απλά «τοπική αστυνόμευση». Το κρίσιμο στοιχείο εδώ είναι ότι η κοινοτική αστυνόμευση συνιστά μια πρωτοβουλία που εκκινείκαι καθοδηγείται από την ίδια την τοπική κοινότητα και συντελείται με την συναίνεση του ίδιου του κοινού (Cole, 2017: 22).

Οι βασικοί δρώντες της κοινοτικής αστυνόμευσης

Το επόμενο σημείο το οποίο θα θέλαμε να θίξουμε στην ενότητα αυτή σχετίζεται με τους βασικούς δρώντες της κοινοτικής αστυνόμευσης στη Βρετανία. Σε διεθνές επίπεδο, τα κράτη οργανώνουν τις αστυνομικές δυνάμεις τους με διάφορους τρόπους, ακολουθώντας συγκεντρωτικά, αποκεντρωμένα ή μεικτά πρότυπα. Στη Βρετανία, από την αρχή οργάνωσης του συστήματος της αστυνόμευσης έχει επικρατήσει ένα αποκεντρωμένο μοντέλο, με τοπικό χαρακτήρα και περιφερειακές συνεργασίες (Mawby & Wright, 2011: 231). Αυτός ο τρόπος οργάνωσης είναι κομβικός για την επιτυχία της κοινοτικής αστυνόμευσης, η οποία εξάλλου στηρίζεται στην ιδέα της αποκεντρωμένης αστυνομικής υπηρεσίας· εμμέσως, όμως, έτσι εξηγείται και γιατί είναι τόσο δύσκολο να πετύχει το μοντέλο της κοινοτικής αστυνόμευσης σε χώρες που η αστυνομία οργανώνεται στη βάση ενός συγκεντρωτικού προτύπου.

Ειδικότερα, η αστυνομία και η αστυνόμευση στη Βρετανία οργανώνονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα (Mawby & Wright, 2011: 225, 227, 230· Jones & Newburn, 2006: 48-49):

  • Σε εθνικό επίπεδο, με αστυνομικά σώματα ειδικών αρμοδιοτήτων με εμβέλεια δράσης σε όλη την Βρετανία, τα οποία δεν συνδέονται με το υπουργείο εσωτερικών (non-Home Office) (British Transport Police, Ministry of  Defense  Police, Civil Nuclear Constabulary, National Police Air Service).
  • Σε περιφερειακό επίπεδο: Πρόκειται για δομές αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών περιφερειών, όπως επί παραδείγματι, αντιτρομοκρατικές μονάδες, μονάδες αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος, κλπ.
  • Σε τοπικό επίπεδο, σε 45 ξεχωριστά αστυνομικά σώματα, τα οποία συνδέονται με το υπουργείο εσωτερικών. Τα 39 από αυτά έχουν τοπική αρμοδιότητα στην Αγγλία, τα 4 στην Ουαλία, 1 στη Σκωτία και 1 στη Βόρεια Ιρλανδία. Τα 45 αυτά αστυνομικά σώματα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ως προς τα χαρακτηριστικά της περιοχής που αστυνομεύουν (αστικές/αγροτικές περιοχές, διαφορετικοί πληθυσμοί), τη χρηματοδότηση που διαθέτουν, το μέγεθος του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολούν, κλπ.

Να σημειωθεί ότι οι ιδιωτικοί φορείς παροχής υπηρεσιών ασφάλειας εμπλέκονται με διάφορους τρόπους και στα τρία παραπάνω επίπεδα.

Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι η δομή των 45 αστυνομικών σωμάτων υπήρξε αποτέλεσμα πολιτικών συμβιβασμών και δεν βασίστηκε σε κάποιον επιχειρησιακό στρατηγικό σχεδιασμό, μιας και η άποψη που επικρατούσε ανέκαθεν στη Βρετανία ήταν εναντίον της δημιουργίας μιας αστυνομίας οργανωμένης σε εθνικό επίπεδο.[12] Παρότι ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει ισχυρή αντίσταση απέναντι στην προοπτική ενός συγκεντρωτικού συστήματος οργάνωσης της αστυνόμευσης, υπάρχουν πλέον φωνές που υποστηρίζουν την ανάγκη για περαιτέρω μείωση του αριθμού των  αστυνομικών σωμάτων για λόγους εκσυγχρονισμού, γραφειοκρατικού εξορθολογισμού, οικονομίας, αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας. Ειδικότερα, σε μια παλαιότερη έκθεση αξιολόγησης είχε επισημανθεί ότι το μέγεθος του αστυνομικού σώματος ασφαλώς μετράει και ότι απαιτείται μια κρίσιμη μάζα 4.000 αστυνομικών προκειμένου να εξασφαλιστεί η παροχή του απαραίτητου επιπέδου υπηρεσιών. Επειδή μόνο 7 αστυνομικά σώματα τηρούσαν το κριτήριο αυτό, η έκθεση πρότεινε περαιτέρω συνενώσεις αστυνομιών προκειμένου να διαμορφωθούν αστυνομικά σώματα με πλήρη επιχειρησιακή επάρκεια (Mawby & Wright, 2011: 230). Η περίπτωση της Μητροπολιτικής Αστυνομίας αποτελεί μία εξαίρεση σε σχέση με τα υπόλοιπα αστυνομικά σώματα στη Βρετανία διότι εκτός από τοπικές αρμοδιότητες αστυνόμευσης της ευρύτερης περιοχής του Λονδίνου (Greater London) διαθέτει επίσης περιφερειακές και εθνικες αρμοδιότητες (π.χ. είναι υπεύθυνη για τη λήψη μέτρων τάξης και ασφάλειας σε μεγάλες διοργανώσεις ή συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε περιφερειακό επίπεδο, υπεύθυνη για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε εθνικό επίπεδο, κλπ.).

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να παρουσιαστούν και ορισμένα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στο αστυνομικό προσωπικό στη Βρετανία. Τα δεδομένα μας αναφέρονται στην Αγγλία και την Ουαλία και αφορούν τα 43 από τα 45 αστυνομικά σώματα. Η Σκωτία και η Βόρεια Ιρλανδία δημοσιεύουν δικές τους ξεχωριστές εκθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, με βάση την πρόσφατη σχετική έκθεση ‘Police Workforce, England and Wales’ (Home Office, 2018), το σύνολο του προσωπικού (αστυνομικού και πολιτικού) που απασχολείται στα 43 αστυνομικά σώματα της Αγγλίας και της Ουαλίας ανέρχεται σε περίπου 200.000 άτομα. Λόγω των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται και των περικοπών που έχουν πραγματοποιηθεί από το 2009 έως σήμερα, ο αριθμός του αστυνομικού προσωπικού μειώνεται συνεχώς, και σήμερα ανέρχεται στους 122.404 αστυνομικούς (μείωση περίπου κατά 20 χιλιάδες σε σχέση με το 2009).

Πιο αναλυτικά στοιχεία παρατίθενται στον παρακάτω πίνακα:

Αστυνομικοί 122. 404

 

 

Με μειονοτικό υπόβαθρο

 

6.6%

 

7.850 άτομα

 

 

Γυναίκες

 

30%

 

36.417 άτομα

 

 

Αστυνομικοί απασχολούμενοι στην Κοινοτική Αστυνόμευση*

 

48%

 

53.822 άτομα

 

*

·         neighbourhood policing

·         specialist community liaison

·         working within the local policing command team

·         incident response management

Πολιτικό προσωπικό 62.820

 

Police Community Support Officers 10.139

 

Special Constables 11.690

 

Εντεταλμένο προσωπικό 4.380

 

Οι βασικοί δρώντες της κοινοτικής αστυνόμευσης λειτουργούν ακόμη με βάση το πλαίσιο το οποίο διαμορφώθηκε μετά το 2000, το οποίο έχει περιγραφεί με τον όρο ‘Neighbourhood Policing’. Βάσει αυτού του πλαισίου λειτουργούν μόνιμες και ειδικά αφιερωμένες στην αστυνόμευση της γειτονιάς ομάδες, οι Neighbourhood Policing Teams (NPTS), με ευθύνη συγκεκριμένης γειτονιάς, που αποτελούν τα οικεία πρόσωπα για όλους όσους ζουν και εργάζονται σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Αυτές οι ομάδες, εργάζονται σε πολύ στενή συνεργασία και σχεδιάζουν κοινές δράσεις με τις τοπικές αρχές, τις εθελοντικές οργανώσεις, τους φορείς ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφάλειας. Σύμφωνα με  τα διαθέσιμα στοιχεία, το 2013 υπήρχαν στην Αγγλία και την Ουαλία περίπου 3.600 τέτοιες μεικτές ομάδες.

Eκτός από τους αστυνομικούς που έχουν αναλάβει καθήκοντα κοινοτικής αστυνόμευσης, στις Ομάδες Αστυνόμευσης της Γειτονιάς συμμετέχουν επίσης (Jones & Newburn, 2006: 37; 45· Crawford & Lister, 2004: 9·Mawby & Wright, 2011: 238):

  • Οι Police Community Support Officers (PCSOs): Οι PCSOs παρότι φορούν στολή δεν είναι αστυνομικοί αλλά πολίτες με περιορισμένες αστυνομικές εξουσίες,[13] οι οποίοι λειτουργούν υποστηρικτικά στο υπόλοιπο αστυνομικό προσωπικό, σε τοπικό επίπεδο. Ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε το 2002 (Police Reform Act 2002), με βασικό στόχο την ενίσχυση της ορατότητας της αστυνομίας και την μείωση του φόβου του εγκλήματος στις τοπικές κοινότητες, γι’ αυτό και η διενέργεια πεζών περιπολιών – που εξασφαλίζει υψηλή ορατότητα – αποτελεί τον κύριο τρόπο ενεργοποίησής τους. Σε ότι αφορά τον ρόλο τους, οι PCSOs επικεντρώνουν στην αντιμετώπιση της αντι-κοινωνικής συμπεριφοράς και της μικρής παραβατικότητας, καθώς και σε ενέργειες πρόληψης της εγκληματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, θεωρείται ότι οι PCSOs απαλλάσσουν τους αστυνομικούς από έναν σημαντικό όγκο εργασίας, με τους τελευταίους να μπορούν να αφοσιωθούν σε άλλα – πιο απαιτητικά – καθήκοντα πρώτης γραμμής.
  • Οι Special Constables: Πρόκειται για εθελοντικό σώμα αστυνομικών (Special Constabulary), το οποίο ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1960 (Police Act 1964), με το κάθε αστυνομικό σώμα να διαθέτει τους δικούς τους εθελοντές από την τοπική κοινωνία. Οι εθελοντές αστυνομικοί υποστηρίζουν την αστυνομία σε τοπικό επίπεδο, είναι ένστολοι, λαμβάνουν παρόμοια εκπαίδευση με αυτή των υπόλοιπων αστυνομικών, διαθέτουν πλήρη αστυνομικά καθήκοντα και υπάγονται στους ίδιους ακριβώς κανόνες που διέπουν τους υπόλοιπους αστυνομικούς, και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, από 16 έως 25 ώρες τον μήνα (ο αριθμός των ωρών υπηρεσίας διαφοροποιείται ανάλογα με το αστυνομικό σώμα).[14]
  • Άλλοι δρώντες: Όπως οι Neighbourhood ή Street Wardens, δηλαδή οι φύλακες της γειτονιάς ή των δρόμων, οι οποίοι προσλαμβάνονται από τις τοπικές αρχές, τους οικιστικούς συνεταιρισμούς και τις διάφορες ομάδες της κοινωνίας πολιτών. Διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στις τοπικές κοινότητες, ειδικά στις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές, μιας και αποτελούν το πρώτο σημείο επαφής των πολιτών για την αντιμετώπιση προβλημάτων τους, όπως το γκράφιτι, η ρίψη απορριμάτων, κτλ. Ομοίως, συμμετοχή στις μεικτές ομάδες αστυνόμευσης της γειτονιάς, έχoυν οι φύλακες των πάρκων, οι παρκαδόροι, οι υπάλληλοι των οικιστικών συνεταιρισμών, το ιδιωτικό προσωπικό ασφαλείας, κλπ.

Αποτίμηση συμβολής και δυσκολίες εφαρμογής του μοντέλου της κοινοτικής αστυνόμευσης

Όπως δείχνουν τα ερευνητικά δεδομένα, η εφαρμογή του μοντέλου της κοινοτικής αστυνόμευσης επιφέρει θετικά αποτελέσματα σε διάφορα επίπεδα (Colover & Quinton, 2018: 8). Πρώτα απ’ όλα, η επίδραση της εμφανούς/ορατής αστυνόμευσης, που αποτελεί βασικό μηχανισμό της κοινοτικής αστυνόμευσης και εξασφαλίζεται (κυρίως) διά της διενέργειας πεζών περιπολιών,[15] είναι πολύ θετική, αφού αυξάνει τα επίπεδα ικανοποίησης του κοινού προς την αστυνομία, συντελεί στη μείωση του φόβου του εγκλήματος, καθιστά δυνατή την τήρηση της τάξης με τρόπους που οι μηχανοκίνητες περιπολίες δεν μπορούν, βοηθά στην καλύτερη ενημέρωση του αστυνομικού προσωπικού σχετικά με τις ανησυχίες και τα προβλήματα των πολιτών, ενθαρρύνει την επικοινωνία με το κοινό και διευκολύνει τη συλλογή πληροφοριών από την τοπική κοινότητα, ενώ επιπλέον ενισχύει το ηθικό του αστυνομικού προσωπικού καθώς και τα επίπεδα αυτονομίας του (Ramshaw, 2009: 40· Cordner, 2014: 150· Klockars, 2005: 455).

Σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως τα προγράμματα της κοινοτικής αστυνόμευσης έχουν αξιοσημείωτη συμβολή στην αντιμετώπιση της μικρής (και, σε κάποιον βαθμό και της μεσαίας)[16] εγκληματικότητας και των προβλημάτων που σχετίζονται με την αντικοινωνική συμπεριφορά και τις απρέπειες, γεγονός το οποίο συμβάλλει στη μείωση του φόβου του εγκλήματος (Higgins, 2018: 62·Cordner, 2014: 162-164· Skogan & Hartnett, 1997: 15, 197). Επίσης, επειδή τα προγράμματα της κοινοτικής αστυνόμευσης προϋποθέτουν τη συνεργασία με τις τοπικές κοινότητεςπροωθούν μια πιο αποτελεσματική επικοινωνία ανάμεσα στην αστυνομία και το κοινό, ενώ ταυτόχρονα επειδή στοχεύουν σε προβλήματα που ενδιαφέρουν πραγματικά τους πολίτες ενισχύουν τη δημόσια εικόνα της αστυνομίας και βελτιώνουν τα επίπεδα εμπιστοσύνης απέναντί της (Denney & Jenkins, 2013: 32· Colover & Quinton, 2018: 8, 12· Higgins, 2018: 13).

Επιπλέον, η κοινοτική αστυνόμευση φαίνεται να βοηθά στην καλύτερη διαχείριση της πολυμορφίας στις πολυπολιτισμικές πόλεις της Βρετανίας.[17] Ειδικότερα:

  • Προσφέρει στους αστυνομικούς την ευκαιρία να έρχονται σε τακτική επαφή με τα μέλη των πολιτισμικών και εθνοτικών κοινοτήτων, γεγονός το οποίο διευκολύνει την επικοινωνία και την αλληλοκατανόηση μεταξύ τους.
  • Παρέχει στα μέλη αυτών των κοινοτήτων την ευκαιρία να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο λήψης αποφάσεων των αστυνομικών οργάνων, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη δημιουργική και μη συμβατική διαχείριση της εγκληματικότητας σε τοπικό επίπεδο, συντελώντας και στην αλλαγή της παραδοσιακής εικόνας του αστυνομικού.
  • Συντελεί στη μείωση της καχυποψίας και του αισθήματος φόβου για την αστυνομία εντός των μειονοτικών ομάδων.
  • Συμβάλλει στη μείωση των περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας όσον αφορά τα μέλη των μειονοτικών κοινοτήτων.

Παρά τα θετικά αποτελέσματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχουν κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες που παρεμποδίζουν την επίτευξη των στόχων της κοινοτικής αστυνόμευσης και, επομένως, μειώνουν την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων της.

Κατ’αρχάς, η αστυνομική επαγγελματική κουλτούρα φαίνεται να μην συνάδει με την εφαρμογή ήπιων μορφών αστυνόμευσης, οι οποίες αποτελούν το βασικό εργαλείο της κοινοτικής αστυνόμευσης.[18] Ένα μεγάλο πλήθος ερευνών για την αστυνομική κουλτούρα έχει δείξει ότι η πλειονότητα των αστυνομικών θεωρεί ως «κανονική» αστυνομική εργασία μόνο τις λειτουργίες εκείνες οι οποίες συνδέονται με την καταπολέμηση του εγκλήματος (Loftus, 2009: 91). «Ήπια» καθήκοντα, με χαρακτήρα υπηρεσίας, όπως οι διοικητικές εργασίες και η διαχείριση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς και της απρέπειας, δεν αξιολογούνται ως σημαντική αστυνομική εργασία και ιεραρχούνται πολύ χαμηλά στο σύνολο των εργασιών του αστυνομικού οργανισμού. Αυτή η στάση συνδέεται με το ήθος της αρρενωπότητας που χαρακτηρίζει την ταυτότητα του αστυνομικού. Πιο συγκεκριμένα, εξαιτίας της επικινδυνότητας του αστυνομικού επαγγέλματος, αλλά και της ανάγκης για επίδειξη/επιβεβαίωση της αστυνομικής εξουσίας, το να διαθέτει ένας αστυνομικός υψηλά επίπεδα αρρενωπότητας θεωρείται ως ένα απολύτως απαραίτητο εφόδιο για την αποτελεσματική εκτέλεση της αστυνομικής εργασίας (Burke, 1994: 194). Στο ρεπερτόριο των εκδηλώσεων της «αρρενωπής» αστυνομικής κουλτούρας συμπεριλαμβάνονται στοιχεία όπως η επιθετικότητα, η σκληρότητα, η επίδειξη φυσικής/σωματικής δύναμης, μια ισχυρή αίσθηση ανταγωνισμού. Τέτοια όμως στοιχεία προάγουν μια συγκρουσιακή προσέγγιση αστυνόμευσης που λειτουργεί ανταγωνιστικά απέναντι στη φιλοσοφία της κοινοτικής αστυνόμευσης, καθώς η τελευταία δίνει έμφαση στην οικοδόμηση της συναίνεσης (Loftus, 2009: 96). Στο ίδιο πλαίσιο, φαίνεται ότι υποτιμώνται όχι μόνο τα καθήκοντα της ήπιας αστυνόμευσης, αλλά και οι αστυνομικοί που τα επιτελούν, οι οποίοι θεωρούνται – από την πλειονότητα των συναδέλφων τους – ως «δεύτερης κατηγορίας» αστυνομικοί που προσφέρουν κοινωνική, και όχι αστυνομική, εργασία (Tilley, 2011: 394).Τέλος, και η απαίτηση της κοινοτικής αστυνόμευσης για αντιμετώπιση του πολίτη ως «πελάτη» φαίνεται να είναι ασύμβατη με την αστυνομική επαγγελματική κουλτούρα, καθώς και με τις αντιλήψεις της πλειονότητας του αστυνομικού προσωπικού σχετικά με το περιεχόμενο της «κανονικής» αστυνομικής εργασίας (Loftus, 2009: 92). Συνεπώς, στο βαθμό που η κοινοτική αστυνόμευση ενσωματώνει μια ποικιλία ήπιων στοιχείων και μεθόδων, αποτυγχάνει να συμμορφωθεί με την κυρίαρχη αστυνομική αντίληψη σχετικά με την «κατάλληλη» αστυνομική εργασία, η οποία είναι πάντοτε προσανατολισμένη προς το έγκλημα και την καταπολέμησή του.[19] Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω αλλά και το γεγονός ότι οι αστυνομικοί καλούνται να διαδραματίσουν έναν κομβικό ρόλο εντός του πλαισίου της κοινοτικής αστυνόμευσης, ως «καθοδηγητές» ή «επικεφαλής» συλλογικών προσπαθειών μαζί με την τοπική κοινότητα, είναι αμφίβολο κατά πόσον οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού – δηλαδή οι αστυνομικοί – μπορούν να παίξουν επιτυχώς έναν ρόλο στον οποίο δεν πιστεύουν πραγματικά.

Μια άλλη δυσκολία στην εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης συνδέεται με τις οργανωτικές/επιχειρησιακές ανάγκες της αστυνομίας. Ειδικότερα, το μοντέλο της κοινοτικής αστυνόμευσης για να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα προϋποθέτει τη χρησιμοποίηση σημαντικών ανθρώπινων πόρων, δηλαδή την απασχόληση ενός συγκεκριμένου αστυνομικού προσωπικού, σε καθημερινή και σταθερή βάση, και σε καλά οριοθετημένες γεωγραφικές περιοχές. Όμως, οι πολιτικές λιτότητας που κυριαρχούν διεθνώς τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τις ισχυρές πολιτικές πιέσεις που ασκούνται στις αστυνομίες για επίτευξη μετρήσιμων αποτελεσμάτων στην καταπολέμηση του εγκλήματος, καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την ορθή εφαρμογή του μοντέλου της κοινοτικής αστυνόμευσης. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση της Βρετανίας καταγράφεται μια συνεχής μείωση του αστυνομικού προσωπικού που απασχολείται στην κοινοτική αστυνόμευση, ακόμη και εκείνου που επιτελεί πολύ κομβικά καθήκοντα (Higgins, 2018: 63). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αγγλία και την Ουαλία, από το 2008 έως το 2018, ο αριθμός των Police Community Support Officers, που αποτελούν έναν βασικό δρώντα της κοινοτικής αστυνόμευσης, μειώθηκε κατά 35% ενώ ο αριθμός των αστυνομικών κατά 13% (Higgins, 2018: 65). Επιπλέον, είναι πια πολύ συχνό το φαινόμενο της απασχόλησης του προσωπικού της κοινοτικής αστυνόμευσης σε άλλα, πιο επείγοντα, καθήκοντα που απαιτούν άμεση δράση (Ramshaw, 2009: 41· Higgins, 2018: 2-3). Έτσι, ενώ οι αστυνομικοί ενθαρρύνονται να εστιάζουν στις ανάγκες της τοπικής κοινότητας και στην επίλυση των προβλημάτων των πολιτών, την ίδια στιγμή αποσπώνται συχνά εκτός του πλαισίου της κοινότητας που υπηρετούν για να ικανοποιήσουν άλλους στόχους. Είναι χαρακτηριστικό, ότι 14 από τα 22 αστυνομικά σώματα που ανταποκρίθηκαν στην πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το The Police Foundation (2018), δήλωσαν ότι το προσωπικό της κοινοτικής αστυνόμευσης αποσπάται από τα καθήκοντά του «σε κάποιο βαθμό» ή «πολύ», ενώ τα υπόλοιπα 8 δήλωσαν ότι το προσωπικό τους αποσπάται από τα καθήκοντά του «λίγο» (Higgins, 2018: 2, 63).Ένα άλλο συναφές φαινόμενο που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία είναι η «υβριδοποίηση» του δυναμικού των αστυνομικών σωμάτων της Βρετανίας, τα οποία συνδυάζουν πλέον στοιχεία κοινοτικής αστυνόμευσης με στοιχεία «αντιδραστικής» (reactive) τοπικής αστυνόμευσης· πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι τοπικοί αστυνομικοί επιτελούν τόσο κατασταλτικά καθήκοντα, όσο και καθήκοντα κοινοτικής αστυνόμευσης (Higgins, 2018: 3, 64). Τέλος, ένα άλλο ζήτημα αστυνομικής οργάνωσης το οποίο μπορεί να επηρεάσει την εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης σχετίζεται με την έλλειψη αποτελεσματικών μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων που παράγονται στο πλαίσιο της κοινοτικής αστυνόμευσης, μιας και το σύνολο σχεδών των υφιστάμενων δεικτών είναι εγκληματοκεντρικοί, ενώ και η  εποπτεία των αστυνομικών της κοινοτικής αστυνόμευσης, που καλούνται να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια με έναν πιο ευαίσθητο και «έξυπνο» τρόπο, δεν αποτελεί καθόλου εύκολη υπόθεση (Tilley, 2011: 394· Innes, 2005: 166).

Μια επιπλέον δυσκολία για την υλοποίηση των στόχων της κοινοτικής αστυνόμευσης σχετίζεται με την προθυμία ή απροθυμία της ίδιας της τοπικής κοινότητας να συνεργαστεί με την αστυνομία. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της κοινοτικής αστυνόμευσης είναι η εξασφάλιση της συνεργασίας των μελών και των φορέων της τοπικής κοινότητας. Χωρίς την ενεργό συμμετοχή του κοινού, η κοινοτική αστυνόμευση είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Πόσο εύκολο είναι όμως να εξασφαλιστεί η συνεργασία των τοπικών κοινοτήτων; Πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν κατακερματισμένες κοινότητες που τα μέλη τους δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν σε καμία διαδικασία διαβούλευσης, είτε γιατί δεν εμπιστεύονται την αστυνομία, είτε γιατί η αστυνομία τηρεί διαχρονικά μια«εχθρική» στάση απέναντί τους. Όπως έχει δείξει η μέχρι τούδε εμπειρία, στις διαδικασίες διαβούλευσης συμμετέχουν συνήθως τα μέρη της τοπικής κοινότητας που ήδη εμπιστεύονται την αστυνομία. Σύμφωνα με τον Tilley, καλά οργανωμένες και νομοταγείς ομάδες της κοινότητας που εμπιστεύονται ήδη την αστυνομία (και που η ίδια η αστυνομία τις εμπιστεύεται) εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη ετοιμότητα συνεργασίας στην κοινοτική αστυνόμευση σε σχέση με άλλες ομάδες που προέρχονται από «προβληματικές» και αποδιοργανωμένες περιοχές (Tilley, 2011: 394· Colorer & Quinton, 2018: 9).[20] Συνεπώς, υπάρχει ο κίνδυνος η όποια διαβούλευση να διεξάγεται μόνο με την «καλή κοινωνία», δηλαδή με όσους έχουν ήδη εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας ή έχουν τη δυνατότητα να κινητοποιήσουν την προσοχή της αστυνομίας ώστε να αντλήσουν περισσότερους πόρους για την ασφάλειά τους, με  την παραγόμενη ατζέντα να ενσωματώνει μόνο (ή κυρίως) θέματα που ενδιαφέρουν αυτές τις ομάδες του πληθυσμού. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που λιγότερο προνομιούχες ομάδες λάβουν μέρος στη διαβούλευση/συνεργασία, τίθεται ζήτημα σχετικά με το ποιος και με ποια κριτήρια θα διαμορφώσεικαι θα αποφασίσει τις προτεραιότητες για το σύνολο της κοινότητας και ποιος τελικά θα ωφεληθεί περισσότερο από τα προγράμματα της κοινοτικής αστυνόμευσης. Όπως επισημαίνει η Βιδάλη, «[Η] έννοια και η εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης πρέπει να εξετάζεται με πολλή προσοχή και να αποκαλύπτεται η πραγματική της διάσταση...θα πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν ότι η κοινωνία είναι ταξικά δομημένη, η έννοια της κοινότητας δεν τους περιλαμβάνει όλους...και επιπλέον υπάρχουν μεγάλες ανισότητες» (Βιδάλη, 2018: 68). Σύμφωνα με σχετικές έρευνες στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, οι πιο ωφελημένοι των προγραμμάτων της κοινοτικής αστυνόμευσης είναι συνήθως λευκοί πολίτες από μεσαία κοινωνικά στρώματα, ενώ οι πιο αδικημένοι άτομα με μειονοτικό υπόβαθρο σε υποβαθμισμένες περιοχές (αφροαμερικανοί, λατίνοι, κλπ.) (Skogan & Hartnett, 1997: 14).Επίσης, όπως ανέδειξε η έρευνα του Loftus, περιοχές οι οποίες χαρακτηρίζονται από σταθερότητα στο επίπεδο τήρησης της τάξης τείνουν να αντιμετωπίζονται από την αστυνομία με εκτίμηση, επειδή θεωρείται ότι «αξίζουν» τις υπηρεσίες αστυνόμευσης· αντιθέτως, φτωχές και υποβαθμισμένες περιοχές που παρουσιάζουν προβλήματα αταξίας τείνουν να αντιμετωπίζονται από την αστυνομία με αδιαφορία ή απαξία, επειδή θεωρείται ότι φιλοξενούν πληθυσμούς με αντι-αστυνομικά αισθήματα και οικογένειες εθισμένες στο έγκλημα (Loftus, 2009: 165).Επίσης, η αναβαθμισμένη αστυνόμευση σε μια περιοχή μπορεί να προκαλέσει μετατόπιση του εγκλήματος σε μια άλλη περιοχή, δημιουργώντας ή ενισχύοντας έτσι τις διαιρέσεις μεταξύ κοινοτήτων – οδηγώντας σε πιο στρατευμένη αστυνόμευση ανάμεσα στις πιο πλούσιες και στις πιο φτωχές και επικίνδυνες περιοχές» (Denney & Jenkins, 2013, 33). Όπως γίνεται αντιληπτό, όταν επικρατούν τέτοιες συνθήκες σε μια κοινότητα, οι δυνατότητες συνεργασίας είναι πολύ περιορισμένες διότι απουσιάζει το στοιχείο της ύπαρξης ενός ελάχιστου επιπέδου αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Πάντως, ακόμη και στην περίπτωση που εξασφαλιστεί η συνεργασία μεταξύ μιας ποικιλίας δρώντων και μια ικανοποιητική αντιπροσώπευση της τοπικής κοινότητας, συχνά προκύπτουν και άλλα προβλήματα που παρεμποδίζουν τις προσπάθειες της κοινοτικής αστυνόμευσης. Όπως έχει αναδειχθεί σε διάφορες σχετικές έρευνες, κατά τη διάρκεια των συνεργασιών της κοινοτικής αστυνόμευσης έχουν παρατηρηθεί σημαντικές δυσκολίες που αφορούν στο συντονισμό του εγχειρήματος, όπως :

  • Πρώτον, φαινόμενα σύγκρουσης ανάμεσα σε δρώντες που μοιράζονται διαφορετικές κουλτούρες, στόχους, αξίες και τρόπους εργασίας (Hughes & Rowe, 2007: 332· Crawford κ.α. 2003: 18).
  • Δεύτερον, επειδή συχνά ο καταμερισμός εργασίας μεταξύ των διαφόρων δρώντων της κοινοτικής αστυνόμευσης δεν είναι καλά προσδιορισμένος, ούτε υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί λογοδοσίας, δημιουργείται σύγχυση στο κοινό σε σχέση με τις λειτουργίες και τις εξουσίες των παρόχων της αστυνόμευσης (Crawford & Lister, 2004: viii Crawford κ.α., 2003: viii, 19-20).
  • Τρίτον, πολύ συχνά, τίθενται εθνικά πρότυπα για την εφαρμογή της κοινοτικής αστυνόμευσης, τα οποία δεν ταιριάζουν με τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων (Hughes & Rowe, 2007: 333· Crawford & Lister, 2004: x).

Τέλος, ένα άλλο ζήτημα εφαρμογής σχετίζεται με τη διευρυμένη αποστολή της αστυνομίας στο πλαίσιο της κοινοτικής αστυνόμευσης που συχνά την αναγκάζει να έρθει αντιμέτωπη με ζητήματα που δεν μπορεί να επιλύσει διότι αυτά αποτελούν συμπτώματα ή αποτελέσματα της ευρύτερης κοινωνικής δυναμικής. Σύμφωνα με τον Innes, υπάρχουν κοινωνικά θέματα που ερμηνεύονται ως «εγκληματικά σήματα» από τους πολίτες για τα οποία η αστυνομία, παρότι της ζητείται, δεν μπορεί να κάνει τίποτα διότι η αντιμετώπισή τους ξεπερνά τις δυνατότητές της (Innes, 2005: 165). Γι’ αυτό ο Reiner αντιμετωπίζει με κάποιο σκεπτικισμό την ιδέα της διευρυμένης αποστολής της αστυνομίας, αφού όπως υποστηρίζει «το να λέμε ότι ο πρωταρχικός ρόλος της αστυνομίας είναι η τήρηση της τάξης δεν σημαίνει ότι της αναθέτουμε την ευθύνη για όλα τα θέματα της κοινωνικής ευταξίας. Η δική της ευθύνη περιορίζεται στην άμεση επιβολή τηςτάξης όταν αυτή διαταράσσεται και όχι στη δημιουργία των προϋποθέσεών της τελευταίας, όπως ευαγγελίζονται οι φιλοσοφίες [της διευρυμένης αποστολής της αστυνομίαςήτοι] της κοινοτικής αστυνόμευσης» (Reiner, 2010: 145).

Πάντως, σε σχέση με τη διευρυμένη αποστολή της αστυνομίας τίθεται και ένας άλλος σημαντικός προβληματισμός: Η διεύρυνση της αποστολής της αστυνομίας σε ευρύτερες διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, μπορεί να αποτελεί και μια ένδειξη της έμμεσης επέκτασης του ποινικού κράτους. Σύμφωνα με τη Zedner, παρότι το κράτος εμφανίζεται να αποσύρει την αξίωσή να είναι ο μοναδικός πάροχος της ασφάλειας, μέσω της διάχυσης της ευθύνης στην κοινωνία πολιτών και διά της ενθάρρυνσης του ιδιωτικού τομέα, στην πραγματικότητα εφαρμόζει συγχρόνως μια πολιτική αυξανόμενου εγκλεισμού η οποία βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της απόσυρσης (Zedner, 2003: 160). Συνεπώς, για την Zedner, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στα διάφορα προγράμματα της κοινοτικής αστυνόμευσης δεν συνιστά αποτέλεσμα (αυθόρμητης) κινητοποίησης της ίδιας της τοπικής κοινότητας, αλλά αποδοχή της πρόσκλησης του κράτους για συμμετοχή σε δράσεις που το ίδιο διαχειρίζεται και ελέγχει μέσω της αστυνομίας και των τοπικών αρχών (Zedner, 2003: 163). Στο ίδιο μήκος κύματος τοποθετείται και ο Garland, ο οποίος θεωρεί ότι μέσω των προγραμμάτων της κοινοτικής αστυνόμευσης επεκτείνεται περαιτέρω ο κοινωνικός έλεγχος, κυρίως ο άτυπος, σε πεδία που άλλοτε το κράτος δεν θα μπορούσε να παρέμβει (όπως είναι ο ιδιωτικός και ο εθελοντικός τομέας), ενώ ταυτόχρονα η κοινότητα μετατρέπεται από χώρο αστυνόμευσης σε μέσο αστυνόμευσης (Garland, 2001: 124).

 

Αντί επιλόγου

Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης προσπαθήσαμε να περιγράψουμε – αν και σε αδρές γραμμές – τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινοτικής αστυνόμευσης καθώς και κάποιους προβληματισμούς σε σχέση με την εφαρμογή της, λαμβάνοντας ως πρότυπο το βρετανικό παράδειγμα. Όπως αναδείχθηκε στις προηγούμενες ενότητες, τα προγράμματα της κοινοτικής αστυνόμευσης έχουν θετική επίδραση στα επίπεδα του φόβου του εγκλήματος και στην αντιμετώπιση της μικρής εγκληματικότητας που συνδέεται με την αντικοινωνική συμπεριφορά και τις απρέπειες, ενώ παράλληλα συντελούν στη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων αστυνομικών υπηρεσιών με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων εμπιστοσύνης του κοινού προς την αστυνομία.

Ταυτόχρονα, όμως, αναδείχθηκαν και μια σειρά από σημαντικοί προβληματισμοί στο επίπεδο της εφαρμογής, όπως:

  • Ισχυρή «αντίσταση» από την πλευρά της αστυνομικής επαγγελματικής κουλτούρας, η οποία φαίνεται να μην είναι συμβατή με τη συναινετική φιλοσοφία και τις ήπιες μορφές αστυνόμευσης που προάγει η κοινοτική αστυνόμευση.
  • Οργανωτικές προτεραιότητες και άλλες δυσκολίες εντός του οργανισμού της αστυνομίας, που υπό το βάρος της άσκησης πολιτικών πιέσεων για άμεση επίτευξη απτών αποτελεσμάτων στον τομέα της καταπολέμησης του εγκλήματος, οδηγούν πολύ συχνά στην απόσπαση του αστυνομικού προσωπικού σε πιο αντιδραστικές και επείγουσες εργασίες εκτός του πλαισίου της κοινοτικής αστυνόμευσης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την μείωση του προσωπικού της κοινοτικής αστυνόμευσης ενδέχεται να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα και βιωσιμότητα των προγραμμάτων της.
  • Σημαντική αδυναμία ενσωμάτωσης του συνόλου των μελών της κοινότητας στις διαδικασίες διαβούλευσης, με αποτέλεσμα να τίθεται ο κίνδυνος μετατροπής του εγχειρήματος της κοινοτικής αστυνόμευσης σε ένα σχέδιο αποκλειστικά για τις κοινότητες με χαμηλή εγκληματικότητα και για εκείνες τις ομάδες που ήδη απολαμβάνουν ένα επίπεδο ασφάλειας και εμπιστοσύνης στη σχέση τους με την αστυνομία.
  • Κίνδυνος μεγαλύτερου στιγματισμού και θυματοποίησης ολο ένα και περισσότερων συμπεριφορών και πληθυσμιακών ομάδων εξαιτίας της συνεχούς επέκτασης του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης μέσα από τα «συμμετοχικά» γρανάζια της κοινοτικής αστυνόμευσης και την σταδιακή εδραίωση μιας «κοινωνίας ελέγχου».

Όλοι αυτοί οι προβληματισμοί συνδέονται με ένα κρίσιμο ερώτημα σε σχέση με την αποστολή και το ρόλο της αστυνομίας: Μπορεί η αστυνομία να επιφορτιστεί, στο πλαίσιο ενίσχυσης του κοινωνικού ελέγχου, με την εδραίωση της δημοκρατικής νομιμότητας και την εξασφάλιση της ίδιας της κοινωνικής συνοχής (Βιδάλη, 2018); Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι ποτέ αυτονόητη. Πάντως ο καθηγητής Πανούσης φαίνεται να απαντά καταφατικά στο ερώτημα αυτό,[21] γεγονός το οποίο αποτυπώνεται τόσο στο επιστημονικό του έργο μέσα από το σύνολο των καλά εμπεριστατωμένων προτάσεών του για τη μεταρρύθμιση της αστυνομίας, όσο και στο πολιτικό του έργο μέσα από τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες που έλαβε ως υπουργός.

Ντόρα Γιαννάκη, Σχολή Εθνικής Ασφάλειας, Πολιτικός Επιστήμονας – Εμπειρογνώμονας Πολιτικών Ασφάλειας & Δικαιοσύνης

 

*photo by Kings church international on unspash
[1]*Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον Ομότιμο Καθηγητή Γιάννη Πανούση "Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον", εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
[2]Η παρούσα εργασία αντλεί από προηγούμενη μελέτη μου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ληντς το 2014, καθώς και από κείμενο εργασίας/προτάσεων το οποίο είχα καταθέσει στην Ειδική Επιτροπή για τη Μελέτη, Επεξεργασία και Υποβολή Προτάσεων Αναφορικά με τη Βελτίωση του Ρόλου του Αστυνομικού της Γειτονιάς, η οποία είχε συσταθεί με πρωτοβουλία του Ομότιμου Καθηγητή κ. Γιάννη Πανούση, κατά την περίοδο της υπουργικής θητείας του στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. 
[3]Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έπειτα, η κοινοτική αστυνόμευση χρησιμοποιήθηκε από πολλούς διεθνείς χορηγούς ως πρότυπο για την πραγματοποίηση σημαντικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες (εύθραυστα κράτη, κοινωνίες μετά από σύγκρουση, κλπ.).(Denney & Jenkins, 2013: 4, 6).
[4]Στις ΗΠΑ, ήταν η υπόθεση του Rodney King το 1982, η οποία άνοιξε τη δημόσια συζήτηση για την ποιότητα των σχέσεων αστυνομίας – κοινού, με έμφαση κυρίως στο θέμα της κακομεταχείρισης των μειονοτήτων (αφροαμερικανών, λατίνων, κλπ.).
[5]Για αυτήν την έλλειψη επαφής δεν φταίει μόνο η χρήση των αυτοκινήτων, αλλά και το γεγονός ότι στο παραδοσιακό μοντέλο αστυνόμευσης οι αστυνομικοί δεν περιπολούν συγκεκριμένες περιοχές σε σταθερή βάση ώστε να αναπτύσσουν σχέσεις με τους κατοίκους, αλλά επιχειρούν οπουδήποτε υπάρξει ανάγκη σε όλη την έκταση μιας πόλης. 
[6] Εκτός αγγλοσαξονικού χώρου, συναντούμε τον όρο «αστυνομία ή αστυνόμευση της εγγύτητας», Police de Proximite (Γαλλία) και Policia de Proximidad (Iσπανία) (Van der Giessen κ.α., 2017: 39), οοποίος αναφέρεται σε ένα μοντέλο αρκετά διαφορετικό από την αγγλοσαξονική εκδοχή της κοινοτικής αστυνόμευσης. Περισσότερα επί αυτού βλ. Denney & Jenkins, 2013: 19.
[7]Αντίστοιχα ο Πανούσης αναφέρει ότι «[Η] key practice της αστυνομίας...δεν εξαρτάται πλέον από μια παραστρατιωτική οργάνωση και αντίληψη...αλλά από την πειθώ της συμμόρφωσης, της διαπραγμάτευσης, της χρήσης του αναγκαίου και αναλογικού minimum καταναγκασμού» (Πανούσης, 2018: 117).
[8]Βλ. την ακόλουθη σύνδεση:https://www.durham.police.uk/About-Us/Documents/Peels_Principles_Of_Law_Enforcement.pdf
[9]Η αλληλουχία αυτών των ενεργειών έχει περιγραφεί με τον όρο SARA (Scanning, Analysis, Response and Assessment) (Tilley, 2011: 382).
[10] Παρότι η η κοινοτική αστυνόμευση αφορά κυρίως στη μικρή και μεσαία εγκληματικότητα, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη το 2001 και στο Λονδίνο το 2005 – αλλά και πιο πρόσφατα με την ανάδυση των νέων τρομοκρατικών απειλών, όπως η περίπτωση του ISIS – η κοινοτική αστυνόμευση θεωρείται πλέον ως ένα χρήσιμο εργαλείο και για την πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης και της τρομοκρατίας, κυρίως στο επίπεδο της συλλογής πληροφοριών (intelligence). Όπως το είχε θέσει ο πρώην αρχηγός της Μητροπολιτικής Αστυνομίας Sir Ian Blair, «το μάθημα κάθε αστυνομικής έρευνας είναι ότι οι παράγοντες που πυροδοτούν την εγκληματική δραστηριότητα και την τρομοκρατία ξεκινούν από το τοπικό επίπεδο...[Γι’ αυτό και]...η εθνική ασφάλεια εξαρτάται από την ασφάλεια στη γειτονιά. Δεν είναι κάποιος ανώτερος αξιωματικός της Σκότλαντ Γιαρντ που θα έρθει πρώτος σε επαφή με έναν τρομοκράτη, αλλά ένας απλός τοπικός αστυνομικός που εργάζεται στη γειτονιά» (Blair, 2005: online).
[11]Η εγγύτητα εξασφαλίζεται και μέσω της αφαίρεσης κάποιων στρωμάτων γραφειοκρατίας στην επικοινωνία ανάμεσα στους πολίτες και την αστυνομία (Skogan & Hartnett, 2005: 429).
[12] Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1857 υπήρχαν στην Αγγλία και την Ουαλία 243 αστυνομικά σώματα, μετά το 1945 ο αριθμός τους ελαττώθηκε στα 200, το 1960 στα 123, το 1964 στα 47 και, τελικά, το 1974 στα 43 αστυνομικά σώματα, αριθμός που ισχύει μέχρι και σήμερα.
[13]Οι εξουσίες των PCSOs ποικίλουν πολύ μεταξύ των διαφορετικών αστυνομικών σωμάτων, ωστόσο μεταξύ των τυπικών τους αρμοδιοτήτων προβλέπονται συνήθως τα εξής: Η δυνατότητα έκδοσης προστίμων για διάφορες μικροπαραβάσεις (όπως, για παράνομη στάθμευση, ρίψη απορριμάτων, παράνομο γκράφιτι, παράνομη αφισοκόλληση, θορυβώδη συμπεριφορά, ρύπανση από σκύλο, κλπ.)· η εξακρίβωση στοιχείων ατόμων που εμπλέκονται σε αντικοινωνική συμπεριφορά καθώς και σε μια ευρεία γκάμα παραβάσεων (από τροχαίες παραβάσεις μέχρι κατοχή ναρκωτικών ουσιών)· η ρύθμιση της κυκλοφορίας των οχημάτων και των πεζών· η απομάκρυνση εγκαταλελειμμένων οχημάτων· η κατάσχεση οχημάτων από άτομα που προκαλούν διατάραξη κοινής ησυχίας και ενόχληση ή οδηγούν επικίνδυνα· η κατάσχεση αλκοόλ από ανήλικους ή από άτομα που τους το προμηθεύουν· η κατάσχεση προϊόντων καπνού από άτομα ηλικίας κάτω των 16 ετών· η κατάσχεση ναρκωτικών ουσιών· η διεξαγωγή έρευνας για αλκοόλ και τσιγάρα· η διεξαγωγή έρευνας σε πρόσωπα και ιδιοκτησίες ατόμων (π.χ. οχήματα) – ακόμη και για λόγους τρομοκρατίας –  (πάντοτε όμως υπό την παρουσία αστυνομικού), κλπ. (Police and Justice Act 2006). Πάντως, οι PCSOs δεν έχουν το δικαίωμα να προβούν σε σύλληψη ύποπτου ατόμου. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τους παρέχεται η δυνατότητα της κράτησης υπόπτου για 30 λεπτά μέχρι να καταφθάσει στο σημείο του επεισοδίου αστυνομικός ή να συνοδευτεί ο ύποπτος σε αστυνομικό τμήμα. Τέλος χρειάζεται να επισημανθεί πως τα τελευταία χρόνια ορισμένα αστυνομικά σώματα έχουν προχωρήσει στην αναβάθμιση του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των PCSOs παρέχοντάς τους περισσότερες δυνατότητες παρέμβασης σε περιστατικά, που πολλές φορές ξεπερνούν τα όρια της εκπαίδευσής τους. Στο ίδιο πλαίσιο, διάφορα αστυνομικά σώματα έχουν αναπτύξει καινοτόμες εξειδικεύσεις για τους PCSOs (Higgins, 2018: 3, 47).
[14] Εκτός από τους Special Constables υπάρχει άλλη μια κατηγορία αστυνομικών εθελοντών που δραστηριοποιούνται σε τοπικό επίπεδο. Πρόκειται για τους Police Cadets, άτομα ηλικίας 14 έως 18 ετών, τα οποία συνδράμουν τις τοπικές αστυνομίες σε πρωτοβουλίες πρόληψης του εγκλήματος και σε προγράμματα δράσης που αφορούν την τοπική κοινότητα (Mawby & Wright, 2011: 238).
[15]Σε περιπτώσεις που υπάρχουν δυσκολίες για τη διενέργεια πεζών περιπολιών χρησιμοποιούνται άλλα μέτρα, όπως περιπολίες με ποδήλατα ή δίκυκλα χαμηλού κυβισμού, εγκατάσταση μικρών αστυνομικών υποσταθμών στις γειτονιές, κλπ. (Cordner, 2014: 151).
[16]Η συνεισφορά της κοινοτικής αστυνόμευσης στην πρόληψη της μεσαίας εγκληματικότητας αφορά κυρίως περιπτώσεις οπορτουνιστικών εγκλημάτων (όπως π.χ. κλοπές), προβλήματα που σχετίζονται με συμμορίες, ναρκωτικά, κλπ. (Skogan & Hartnett, 1997: 194· Crawford & Lister, 2004: 3).
[17]Σχετικά με τα οφέλη της κοινοτικής αστυνόμευσης σε συνδυασμό με την υιοθέτηση διαπολιτισμικών πολιτικών στην αστυνομία, βλ.Γιαννάκη, 2015.
[18]Σχετικά με την επίδραση της αστυνομικής επαγγελματικής κουλτούρας βλ.επίσης Γιαννάκη, 2018.
[19]Έτσι κι αλλιώς, η κοινοτική αστυνόμευση δεν συνάδει με ορισμένες πλευρές του αστυνομικού έργου.Όπως σημειώνει ο Tilley, «εάν οι αστυνομικοί αναμένεται τη μία μέρα να επιβάλλουν την τάξη, είναι δύσκολο την επόμενη να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους στο πλαίσιο της συνεργασίας με την κοινότητα» (Tilley, 2011: 394).
[20]Το ζήτημα της υποαντιπροσώπευσης ορισμένων πληθυσμιακών ομάδων υπογραμμίζεται και στην έκθεση Flanagan, στην οποία μάλιστα τονίζεται η ανάγκη για τη χρήση καινοτόμων μεθόδων ενεργοποίησης του κοινού ώστε να βελτιωθεί το υφιστάμενο επίπεδο αντιπροσώπευσης (Flanagan, 2008: 66).
[21]Επί αυτού βλ.Πανούσης, 2018.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Alderson, J., Policing Freedom, Plymouth, Macdonald and Evans, 1979.
Blair, I., ‘The Richard Dimbleby Lecture 2005: Sir Ian Blair’, Νοέμβριος 2005, URL: http://www.bbc.co.uk/pressoffice/pressreleases/stories/2005/11_november/16/dimbleby.shtml
Burney, E., ‘Talking Tough, Acting Coy: What Happened to the Anti-Social Behaviour Order?’,The Howard Journal, τευχ. 41 (5), σσ. 469-484
Βιδάλη, Σ., «Αλλάζοντας την Αστυνομία, Αλλάζοντας το Κράτος», στο: Βιδάλη Σ. (επιμ.), Αστυνομία και Αριστερά, Νήσος – Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, 2018, σσ. 52-95.
Βιδάλη, Σ., «Εισαγωγή», στο: Βιδάλη Σ. (επιμ.), Αστυνομία και Αριστερά, Νήσος – Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, 2018, σσ. 11-31.
Cole, B., ‘ “One for All and All for One’: Fostering Accountability in Community Policing’, στο: Bayerl, S., Karlovic, R., Akhgar, B. & Markarian, G. (επιμ.), Community Policing – A European Perspective, Springer, Cham-Switzerland, 2017, σσ. 21-34
Colover, S. &Quinton, P., Neighbourhood Policing: Impact and Implementation, Coventry, College of Policing, 2018.
Cordner, G., ‘Community Policing’, στο: Reisig, M. & Cane, R. (επιμ.), The Oxford Handbook of Police and Policing, Oxford University Press, New York, 2014, σσ. 148-171.
Crawford, A. & Lister, S., The Extended Policing Family – Visible Patrols in Residential Areas, York, Joseph Rowntree Foundation, 2004.
Crawford, A., Lister, S. & Wall, D., Great Expectations. Contracted Community Policing in New Earswick, York, Joseph Rowntree Foundation, 2003.
Γιαννάκη, Ν., «Αστυνομία και Έμφυλες Ταυτότητες», Σύγχρονα Θέματα, τευχ. 140-141, 2018, σσ. 45-51.
Γιαννάκη, Ν., «Διαπολιτισμικές Πολιτικές και Αστυνομία», Αστυνομική Ανασκόπηση, τευχ. 293, 2015, σσ. 34-38.
Denney, L. & Jenkins, S., Securing Communities: The What and the How of Community Policing, London, ODI, 2013.
Flanagan, R., The Review of Policing: Final Report, London, Home Office, 2008.
Garland, D., The Culture of Control, Oxford, Oxford University Press, 2001.
Goldstein, H. ‘Improving Policing: A Problem-Oriented Approach’, στο: Newburn, T. (επιμ.), Policing – Key Readings, Routledge, London and New York, 2005, σσ. 392-411. 
Higgins, A., The Future of Neighbourhood Policing, London, The Police Foundation, 2018.
Home Office, Police Workforce, England and Wales, 31 March 2018, Statistical Bulletin 11/18, Μάρτιος 2018,
URL:https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/726401/hosb1118-police-workforce.pdf
Hughes, G. & Rowe, M.,  ‘Neighbourhood Policing and Community Safety: Researching the Instabilities of the Local Governance of Crime, Disorder and Security in Contemporary UK’, Criminology and Criminal Justice, τευχ. 7 (4), 2007, σσ. 317-346.
Innes, M., ‘An Iron Fist in an Iron Glove?The Zero Tolerance Policing Debate’, The Howard Journal, τευχ.38 (4), 1999, σσ. 397-410.
Innes, M., ‘Why Soft Policing is Hard: On the Curious Development of Reassurance Policing, How it Became Neighbourhood Policing and What This Signifies About the Politics of Police Reform’, Journal of Community & Applied Social Phychology, τευχ. 15, 2005, σσ. 156-169.
Jackson, J. & Bradford, B., ‘What is Trust and Confidence in the Police?, Οκτώβριος 2012,
URL:http://eprints.lse.ac.uk/27716/1/What%20is%20trust%20and%20confidence%20in%20the%20police%20%28LSERO%29%20.pdf
Jones, T. & Newburn, T., ‘The United Kingdom’, στο: Jones, T. & Newburn, T. (επιμ.), Plural Policing, Routledge, Abingdon, 2006.
Klockars, C., ‘The Rhetoric of Community Policing’, στο: Newburn, T. (επιμ.), Policing – Key Readings, Routledge, London and New York, 2005, σσ. 442-459.
Loftus, B., Police Culture in a Changing World, Oxford, Oxford University Press, 2009. 
Mawby, R. & Wright, A., ‘The Police Organisation’, στο: Newburn, T. (επιμ.), Handbook of Policing, Δεύτερη έκδοση, Routledge, London and New York, σσ. 224 -252. 
Punch, M., Zero Tolerance Policing, Bristol, The Policy Press, 2007.
Πανούσης, Γ., «In Dubio Pro Libertate (Εν Αμφιβολία Υπέρ της Ελευθερίας)», στο:  Βιδάλη Σ. (επιμ.), Αστυνομία και Αριστερά, Νήσος – Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα, 2018, σσ. 111-141.
Πανούσης, Γ. & Βιδάλη, Σ., Κείμενα για την Αστυνομία και την Αστυνόμευση, Αθήνα – Κομοτηνή, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2001. 
Παπαχαραλάμπους, Χ., «Κοινοτική Αστυνόμευση: Σύγχρονες Τάσεις», Νοέμβριος 2013, URL:https://www.ucy.ac.cy/pr/documents/%CE%91rticles_speeches/2013/Papacharalambous.pdf
Reiner, R., The Politics of the Police, Τέταρτη έκδοση, Oxford, Oxford University Press, 2010.
Ramshaw, P., An Ethnographic Study of the Police Officer in the Community, a thesis submitted in fulfillment of the requirements of the University of Teeside for the Degree of Doctor of Philosophy, 2009.
Savage, S., ‘Neighbourhood Policing and the Reinvention of the Constable’, Policing, τευχ.1 (2), 2007, σσ. 203-213. 
Skogan, W. & Hartnett, S., Community Policing Chicago Style, New York and Oxford, Oxford University Press, 1997.
Skogan, W. & Hartnett, S., ‘Community Policing in Chicago’, στο: Newburn, T. (επιμ.), Policing – Key Readings, Routledge, London and New York, 2005, σσ. 428-441. 
Tilley, N., ‘Modern Approaches to Policing: Community, Problem-Oriented and Intelligence-Led’, στο: Newburn, T. (επιμ.) Handbook of Policing, Δεύτερη έκδοση, Taylor and Francis, Abingdon, 2011.
Van der Giessen, M., Brein, E. & Jacobs, G., ‘Community Policing: The Relevance of Social Contexts’, στο: Bayerl, S., Karlovic, R., Akhgar, B. & Markarian, G. (επιμ.), Community Policing – A European Perspective, Springer, Cham-Switzerland, 2017, σσ. 35-50.
Zedner, L., ‘Too Much Security?’,International Journal of the Sociology of Law, τευχ. 31, 2003, σσ. 155-184.
Wilson, J. & Kelling, G., ‘Broken Windows: The Police and Neighbourhood Safety’, στο: Newburn, T. (επιμ.), Policing – Key Readings, Routledge, London and New York, 2005, σσ. 460-471.