“Joker”: H επικαιροποίηση βασικών εγκληματολογικών θεωριών πίσω από την συμπεριφορά ενός κινηματογραφικού δράστη και οι λόγοι που συντέλεσαν στο πέρασμά του στην πράξη
«Τι είναι ο Αρθουρ Φλεκ, δηλαδή ο Joker; Υιοθετημένος, κακοποιημένος, περιφρονημένος, εγκαταλειμμένος, περιθωριοποιημένος, θυμωμένος, εξοργισμένος, δολοφονικός… Αυτή η νοσηρή αλλά ταυτόχρονα σκοτεινή και στο βάθος ελκυστική τραμπάλα ανάμεσα στο γέλιο και τον θάνατο, είναι το εφαλτήριο του Joker: «Αρχικά θέλει να κάνει τους ανθρώπους να γελάσουν, να χαμογελάσουν. Και μετά αναρωτηθήκαμε γιατί να είναι κλόουν. Αποφασίσαμε ότι είναι κλόουν γιατί η μητέρα του, του έλεγε πάντα ότι έπρεπε να φέρνει το γέλιο και τη χαρά στον κόσμο. Όλα ξεκίνησαν από αυτό το σημείο. Δημήτρης Δανίκας, Πρώτο Θέμα, 11.10.2019.[1] |
1. Εισαγωγή
Η συγγραφική ενασχόληση με την συγκεκριμένη κινηματογραφική ταινία και τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή της, του Joker[2], δεν είναι ούτε τυχαία, ούτε συμπτωματική.
Πρόκειται για ένα κινηματογραφικό έργο που προβαίνει με ξεχωριστό τρόπο, για κάποιους σκληρό και σκοτεινό και για άλλους ρεαλιστικό, στη σκιαγράφηση της προσωπικότητας ενός serial Killer για πολλούς, -ενός ανθρώπου για τη γράφουσα- θύματος ενδοοικογενειακής βίας, αλλεπάλληλων συμπεριφορών εκφοβισμού (bullying), περιθωριοποίησης και συνεχούς κοινωνικής αδικίας. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την συναισθηματική του έκρηξη που εκδηλώνεται με την άσκηση συμπεριφορών άγριας βίας και ανθρωποκτονιών.
Η πορεία του προς την τρέλα και την παράνοια-υπάρχουν υποψίες για μια υπολανθάνουσα ψυχική ασθένεια- περικλείει τις εβδομαδιαίες συναντήσεις του με μία αδιάφορη κοινωνική λειτουργό, που συνταγογραφεί φάρμακα και ακούει χωρίς να αφουγκράζεται τον ειλικρινή και απεγνωσμένο μονόλογο ενός ανθρώπου του οποίου ο εσωτερικός κόσμος πυρπολείται. Κατά την πρόοδο της ταινίας, η συγκεκριμένη δομή πρόνοιας κλείνει λόγω της πολιτικής αδιαφορίας του κράτους να αναλάβει τα κόστη της υπηρεσίας και απομένει χωρίς την -απαραίτητη- ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κυρίως όμως χωρίς την ανθρώπινη επαφή (ζήτημα και ζητούμενο για τον ίδιο).
Τα ειδεχθή εγκλήματα τα οποία προδήλως διαπράττει ο Joker γεννούν μια σειρά ερωτημάτων για τους λόγους που προκάλεσαν ή καλλιέργησαν την συγκεκριμένη συμπεριφορά, την ανάγκη του να συγκρουστεί με το πολιτικό, κοινωνικό σύστημα. Με άλλα λόγια μας οδηγεί στην αναζήτηση της ερμηνείας της συγκεκριμένης εγκληματικής συμπεριφοράς. Αυτό είναι το πρώτο ζήτημα που θα μας απασχολήσει παρακάτω.
Η συγκεκριμένη ταινία όμως, περιλαμβάνει στοιχεία -όπως τα υψηλά εισπρακτικά μεγέθη (281.624.724 δολάρια σε εισπράξεις σε όλο τον πλανήτη), τη μεγαλύτερη διανομή ταινιών στις Η.Π.Α. (μόνο τον μήνα Οκτώβριο έκανε πρεμιέρα σε 4.374 αίθουσες)- τα οποία συνδυαστικά την καθιστούν πόλο έλξης των θεατών σε όλο τον κόσμο[3].
Ήδη, στο Festival της Βενετίας, έχει απονεμηθεί ο Χρυσός Λέοντας στην ομώνυμη ταινία[4] και αναμένεται με ενδιαφέρον η διάκρισή της στην επερχόμενη τελετή των Oscar, τον Φεβρουάριο του 2020.
Το κοινό στο οποίο απευθύνεται η εν λόγω ταινία αφορά σε ανήλικους άνω των 15 ετών, σύμφωνα με την επίσημη κατηγοριοποίησή της - στη χώρα μας ωστόσο-κατ’ εξαίρεση- έχει σημανθεί κατάλληλη για θεατές άνω των 18 ετών[5] ή αλλιώς «αυστηρά ακατάλληλη για νέους που δεν συμπλήρωσαν το 17 έτος της ηλικίας τους», όπως περιγράφεται στο άρθρο 36 περ. (δ) του Ν. 1597/86 .
Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Ελλήνων πολιτών που προέβησαν σε καταγγελίες προς την Αστυνομία, για την διερεύνηση της εφαρμογής της νομιμότητας, από τους ιδιοκτήτες των κινηματογραφικών αιθουσών.
Τα κριτήρια χαρακτηρισμού της καταλληλότητας μιας ταινίας στη χώρα μας, η –κατά νόμο- επιτροπή αξιολόγησης αυτών, οι γενόμενοι αστυνομικοί έλεγχοι αλλά και οι αιτιάσεις περί προαγωγής της βίας –από τον κινηματογράφο- στον πραγματικό κόσμο, θα αποτελέσει το δεύτερο ζήτημα αναφοράς μας.
2. Η ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Στην ενότητα αυτή θα επιχειρήσουμε μια κατάστρωση του προβλήματος από εγκληματολογική σκοπιά. Φως στην επιστημονική μας σκαπάνη θα ρίξουν ορισμένα από τα βασικότερα εγκληματολογικά θεωρητικά σχήματα, τα οποία θα αναπτύξουμε σε αδρές γραμμές.
2Α. Οι συντρέχουσες εγκληματολογικές θεωρίες.
Για την παρούσα ταινία, ο κεντρικός άξονας ανάλυσής μας περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις μεταξύ του εγκλήματος και των κυρίαρχων ιδεολογιών που αναπαράγονται για το έγκλημα, τους εγκληματίες και την εγκληματικότητα στο πλαίσιο ενός κινηματογραφικού σεναρίου και οι αντανακλάσεις αυτών των κατασκευών και προτύπων στην ανθρώπινη συμπεριφορά .
Η σχέση αυτή διαφωτίζεται από τις παραμέτρους και την οπτική που προβάλλουν η κοινωνιολογία της κουλτούρας και του πολιτισμού[6]. Ακολουθώντας τον Baudrillard[7] θα ήταν δυνατό να ειπωθεί ότι η κοινωνία μας γνωρίζει τον εαυτό της, μέσα από τα είδωλα και τις διαθλάσεις τους, που προβάλουν τα μέσα επικοινωνίας (πλέον κι εκείνα της κοινωνικής δικτύωσης).
Συνεπώς, η επισκόπηση μιας κινηματογραφικής ταινίας –προϊόντος πολιτισμού-μέσα από την διεισδυτική ματιά της επιστήμης της εγκληματολογίας, έχει ως απώτερο σκοπό την ανάδειξη του εγκλήματος στα πλαίσια του φαντασιακού (κινηματογράφος) και την ανάλυση της συμπεριφοράς του δράστη που οδηγεί ή προκαλεί το έγκλημα (εγκληματολογία). Κοινό σημείο-σύγκλισης- για τους παραπάνω δύο συνιστώσες είναι το έγκλημα[8]. Και το ερώτημα που συνήθως διατυπώνεται για την προβολή του εγκλήματος από τον κινηματογράφο, παρών, μερικώς αναπάντητο και διαρκές: Εάν το έγκλημα δανείζεται στοιχεία από την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα ή εάν η επιστήμη βρίσκει μέσα σε αυτό ερείσματα για νέες θεωρίες[9]. Στο ερώτημα που διατυπώνεται από τον Πανούση, στην παρούσα υπόθεση εργασίας, διαφαίνεται –κατά την άποψη της γράφουσας- ότι η επιστήμη τροφοδότησε τη σκιαγράφηση του πορτραίτου του κινηματογραφικού εγκληματία.
Η προσέγγιση του χαρακτήρα του Άρθουρ στην ταινία πραγματοποιείται τόσο με την αφηγηματική όσο και την ηθική πλοκή που καθοδηγείται από το θέμα της ψυχικής ασθένειας. Ο σεναριογράφος ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας αφήνοντας αρκετά στοιχεία της πλοκής αναπάντητα ή τα μετατρέπει σε υποθέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα να εγείρονται σημαντικά ερωτήματα σε σχέση με το ποιες ιδιαίτερες συνθήκες ή καταστάσεις ήταν υπεύθυνες για τα καταστροφικά γεγονότα που μετέτρεψαν τον Άρθουρ Φλεκ, σε κατεξοχήν εγκληματία.
Αυτή η πλοκή συνδέεται με την σύγχρονη εγκληματολογία και απηχεί τις απόψεις που επικρατούν στις κοινωνιολογικές θεωρίες του εγκλήματος, όπου η τέλεση των εγκλημάτων είναι συνήθως αποτέλεσμα της επέλευσης πολλαπλών αιτιών που εξελίσσονται βαθμιαία και το άθροισμά τους έχει καταστροφικές συνέπειες. Ακολούθως, θα αποπειραθούμε να αναφερθούμε σε εκείνες τις θεωρίες[10] που - κατά την άποψή μας- αναβιώνουν στην συγκεκριμένη πλοκή.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, βιώνει την κοινωνική ανισότητα, είτε ως νόθος γιος του Δημάρχου της πόλης, είτε ως ευκαιριακός κλόουν που χλευάζεται, κακοποιείται και περιθωριοποιείται ακόμη και από τους συναδέλφους του. Άρα η ροπή προς το έγκλημα, είναι συνακόλουθο του συγκρουσιακού χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων που βιώνει –ο ίδιος- ως θύμα, δηλαδή της στέρησης των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, όπως στην εργασία, στην υγεία-περίθαλψη, η εκμετάλλευσή του από τους εργοδότες του, η επίδειξη ρατσιστικής συμπεριφοράς σε βάρος του.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά απαντώνται και αναλύονται στις μαρξιστικές θεωρίες, αναφορικά με την ερμηνεία του εγκλήματος[11]. Καίτοι από μία μερίδα εγκληματολόγων, οι επιθέσεις κατά των πλουσίων είναι ένα είδος επιβολής της «λαϊκής δικαιοσύνης»[12]-νομιμότητας, στις μέρες μας αποδεικνύεται ότι οι αυξητικές τάσεις του εγκλήματος δεν απορρέουν από την συντελεσθείσα ανισότητα, στους κόλπους μιας κοινωνίας[13]. Επίσης, οι απόψεις που συνδέουν την ανεργία και την οικονομική ύφεση ως σημαντικού παράγοντα αύξησης της εγκληματικότητα, δεν επαληθεύονται[14]. Εκείνο που επισυμβαίνει συνήθως είναι η αλλαγή των αντιλήψεων και των σχέσεων του ατόμου με την κοινωνία.
Συνεπώς η επίκληση της συγκεκριμένης θεωρίας ως βάσης για την ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς, δεν φαίνεται να ευδοκιμεί.
Η επόμενη εξεταζόμενη, συντρέχουσα θεωρία, είναι η θεωρία της συνήθους δραστηριότητας (Routine Activity Approach), ως παρακλάδι της θεωρίας των ευκαιριών της εγκληματικότητας ( Routine Activity Theory), που αναπτύχθηκε από τους Marcus Felson and Lawrence Cohen το 1979[15]. Η εν λόγω θεωρία, μελετά το έγκλημα ως γεγονός, και το συνδέει στενά με το περιβάλλον του, αποτρέποντας την επιστημονική προσοχή από τους απλούς παρεκκλίνοντες. Η θεωρία της συνήθους δραστηριότητας έχει τις βάσεις της στην ανθρώπινη οικολογία και στη θεωρία της ορθολογικής επιλογής. Η προϋπόθεση[16] της θεωρίας αυτής είναι ότι, το έγκλημα μένει σχετικά ανεπηρέαστο από κοινωνικά αίτια όπως η φτώχεια , η ανισότητα και η ανεργία, γεγονός που υποδηλώνει ότι πολλά εγκλήματα συμβαίνουν πολύ απλά, λόγω της σύμπτωσης τριών στοιχείων: (α) των πιθανών παραβατών, (β) ενός κατάλληλου στόχου και (γ) της έλλειψης κηδεμονίας στο χώρο και χρόνο.
Η εν λόγω θεωρία περιγράφει πόσο πιθανό είναι ένας μελλοντικός δράστης να διαπράξει ένα έγκλημα που βασίζεται εν μέρει στις καθημερινές του δραστηριότητες. Οι συνήθεις διαδρομές του δράστη[17] μπορούν να τον φέρουν σε επαφή με το αντικείμενο του εγκλήματος, όπως είναι για παράδειγμα τα αφύλακτα σπίτια, η έλλειψη αστυνόμευσης σε μια γειτονία που ευνοεί το έγκλημα της κλοπής ή της ληστείας, η έλλειψη φωταγώγησης σε μια περιοχή που διευκολύνει τη διάπραξη ενός βιασμού ή μίας ανθρωποκτονίας. Άρα, η ταυτόχρονη σύμπτωση των τριών στοιχείων αποτελούν την ισχυρές ενδείξεις πιθανής εμφάνισης ενός εγκλήματος[18].
Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς συντρέχουν αυτές οι τρεις προϋποθέσεις στην ταινία.
Σύμφωνα με την πλοκή της υπόθεσης, ο Άρθουρ, μετά από μια άδικη και αναίτια επίθεση που υπέστη στα πλαίσια της εργασίας του, δέχεται από έναν συνάδελφό του ένα όπλο, ως μέσο προστασίας για μελλοντικές επιθέσεις. Το όπλο μετατρέπεται για αυτόν σε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς του. Το φέρει μαζί του, το ρίχνει τυχαία μπροστά στα συγκεντρωμένα παιδιά στο χώρο ενός νοσοκομείου, κατά τη διάρκεια μιας παράστασης ψυχαγωγίας που αναλαμβάνει ως κλόουν. Το χρησιμοποιεί όμως με ολέθρια αποτελέσματα το ίδιο βράδυ, ενώ έχει απολυθεί από τη δουλειά του, όταν υφίσταται κακοποίηση στο μετρό από νεαρούς άνδρες.
Οι νεαροί άνδρες, ως στόχοι, δεν ήταν προκαθορισμένοι για τον Άρθουρ, προέκυψαν και προκάλεσαν, άρα έγιναν κατάλληλοι προκειμένου να προστατευτεί είτε κατά μία άλλη -λιγότερο πιθανή ερμηνεία κατά την άποψή μας- να εκτονώσει το άγχος και την αγωνία που του δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο δράστης χρησιμοποίησε το όπλο μετά τις αλλεπάλληλες λεκτικές και σωματικές προκλήσεις που υπέστη, σε μια προσπάθεια να περισώσει τον ελάχιστο αυτοσεβασμό που φύλαγε στην ψυχή του. Δεν ήταν συνεπώς παραβάτης-εγκληματίας- έγινε τυχαία. Το γεγονός ότι στο χώρο που τελέστηκε το έγκλημα, στο βαγόνι του μετρό, ή στο σταθμό δεν υπήρχε αστυνόμευση για την άμεση σύλληψή του –με πιθανή τη διακοπή της εγκληματικής του πορείας- θεωρείται κατά την άποψή μας οντολογικό και όχι αξιολογικό.
Αν ο δράστης, δεν είχε λάβει με τον απλούστατο τρόπο της δωρεάς από φιλικό πρόσωπο το όπλο ή κάπως είχε αποθαρρυνθεί να το χρησιμοποιήσει δε θα συνέβαινε κανένα από τα αποτρόπαια εγκλήματα[19]. Από κανένα σημείο της ταινίας όπως, δεν προκύπτει ότι έφερε το όπλο και αναζητούσε τον κατάλληλο στόχο για να εκτονωθεί, δηλαδή να σκοτώσει.
Αρκεί όμως το επιχείρημα της σύμπτωσης των τριών παραπάνω στοιχείων ώστε να δικαιολογηθεί η κατά συρροή εγκληματικότητα του δράστη δια της θεωρίας της συνήθους δραστηριότητας; Σύμφωνα με όσα προηγήθηκαν, ως πραγματικά περιστατικά, η απάντηση είναι αρνητική.
Το τρίτο κατά σειρά σύνολο θεωριών που αποπειράται να ερμηνεύσει την εγκληματική συμπεριφορά του δράστη, σχετίζεται με την ανατομία της ψυχής του. Εδώ αναβιώνουν οι βιολογικές και ψυχολογικές απόψεις.
Οι βιολογικές θεωρίες αποδίδουν το έγκλημα –εν προκειμένω την ανθρωποκτονία- σε λόγους σωματικής κατασκευής ή κληρονομικής επιβάρυνσης[20].
Οι ψυχολογικές θεωρίες, με προεξάρχουσα τη θεωρία του Freud, προσεγγίζουν το εγκληματικό φαινόμενο μέσα από την ανάλυση της ψυχικής λειτουργίας του υποκειμένου, η οποία συνίσταται στις νευρώσεις, τις ψυχώσεις και τις ψυχονευρώσεις[21].
Σύμφωνα με όσα γίνονται γνωστά από την ταινία ο Άρθουρ Φλεκ υπέστη συστηματική κακοποίηση ως παιδί, γεγονός που του προκαλεί βαθύ ψυχικό τραύμα. Η θυματοποίησή του στην παιδική ηλικία (που είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του στο κεφάλι) σε συνδυασμό με μια υποφαινόμενη ψυχική ασθένεια –που φαίνεται να κληρονόμησε από την μητέρα του- και οι κοινωνικές προκλήσεις που δέχεται, επαρκούν ώστε να αντιληφθούμε αρχικά ότι πρόκειται για ένα πρόσωπο που φλέγεται εσωτερικά και να κατανοήσουμε στη συνέχεια-χωρίς να τον χαρακτηρίσουμε προεγκληματικά επικίνδυνο[22]- τις ανησυχητικές πράξεις βίας στις οποίες προέβηκε. Όποια κι αν ήταν η διάγνωση βάσει της οποίας λάμβανε τη θεραπευτική αγωγή, ο ψυχίατρος θα αρκέστηκε σε μόνο σε αυτή. Η οποιαδήποτε περαιτέρω πρόγνωση της μελλοντικής της εξέλιξης, θα ήταν αβέβαιη.
Ο κινηματογραφικός δράστης δεν είναι ψυχωτικός, αλλά μια μελαγχολική ψυχοπαθητική προσωπικότητα, που υποφέρει από ένα διαρκές αίσθημα καταπίεσης. Όπως επισημαίνει ο Schneider[23], τα άτομα αυτά δεν δύναται να εμπιστευτούν τους άλλους, ούτε να επαφεθούν σε αυτούς. Κυριαρχούνται δε, από έμμονες δυσάρεστες σκέψεις που δεν τους αφήνουν να ησυχάσουν.
Κατά συνέπεια η τέλεση των ανθρωποκτονιών προβάλλεται ως «αντιδραστική επιθετικότητα» του υποκειμένου απέναντι σε όσα βίωσε, οδηγήθηκε δε σε αυτή κλιμακωτά. Ο όρος «αντιδραστική επιθετικότητα» ανήκει στο Bρετανό νευροεγκληματολόγο Αndrian Raine[24] που χρησιμοποίησε τη νευροαπεικόνιση προκειμένου να μελετήσει τον πιθανό ρόλο της γενετικής στην εγκληματικότητα. Ο Raine υποστήριξε για την εγκληματική συμπεριφορά του «Joker», ότι αντέδρασε σε όσα βίωσε αυθεντικά, με συναίσθημα και παρόρμηση, χωρίς να έχει προσχεδιάσει το έγκλημά του (δόλο), όπως συμβαίνει τόσο σε φυσιολογικά άτομα, όσο και σε εκείνα που υποφέρουν από ορισμένες διαταραχές της προσωπικότητας. Κατά τον Raine η σχέση μεταξύ των προβλημάτων ψυχικής υγείας και βίας είναι αμφιλεγόμενη[25].
Συνακόλουθα, από τις παραπάνω αιτιάσεις γίνεται αντιληπτό ότι οποιαδήποτε μορφή ψυχικής παρέκκλισης[26] δεν συνδέεται με τη βία και κατ’ επέκταση με την εγκληματικότητα. Η «ανάγνωση» των αρνητικών στοιχείων της προσωπικότητάς του Άρθρουρ μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι διαμορφώθηκαν από μια σειρά παραγόντων που καλλιεργήθηκαν στους κόλπους του κοντινού και ευρύτερου περιβάλλοντός του. Έτσι και οι υποθέσεις εργασίας που προσάπτουν στον πρωταγωνιστή ένα «βιολογικό του ελάττωμα» λόγω της κληρονομικότητας, και μια ψυχική παθολογία του υποκειμένου, διαψεύδονται.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα αν μόνο με το χαρακτηρισμό τους ως «ψυχοπαθητικές προσωπικότητες», αυτές θεωρούνται και επικίνδυνες να προβούν στο έγκλημα; Η απάντηση είναι αρνητική και ο στιγματισμός τους ως «προεγκληματικά επικίνδυνες» απορριπτέος.
Οι κρατούσες στη «θεωρία του περάσματος στην πράξη» αντιλήψεις»[27] σχετικά με την προεγκληματική επικινδυνότητα του ατόμου, στηρίζονται στην εξέταση της προσωπικότητας του ατόμου. Ο Δημόπουλος υποστηρίζει ότι οι στατικές ενδείξεις (ιατρικές, ψυχολογικές, κοινωνικές, ιδεοπολιτικές) αποτελούν ενδεικτικά σημεία που πιστοποιούν την ύπαρξη επικίνδυνων καταστάσεων στο άτομο. Σημειώνει δε ότι για τη δυναμική πορεία προς το έγκλημα, στις ειδικά επικίνδυνες καταστάσεις- όπως οι ανθρωποκτονίες- θα πρέπει να υπάρχει ένας δυναμικός παράγοντας (που λογίζεται ως συνισταμένη των ατομικών, ψυχονευρωτικών στοιχείων και των περιστάσεων που ανήκουν στο εξωτερικό περιβάλλον) σε συνδυασμό με ένα ευνοϊκό πλαίσιο διάπραξης του εγκλήματος.
Η ψυχοδυναμική της «ψυχικής παρέκκλισης» συμπορεύεται με το εξηγητικό σχήμα της «θεωρίας του περάσματος στην πράξη»[28].
Τι κατισχύει τελικά στην προσωπικότητα του Άρθρουρ Φλεκ ώστε να περάσει στο έγκλημα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονολεκτική διότι το πέρασμα του δράστη στην πράξη, είναι ένας συνδυασμός παραγόντων και καταστάσεων.
Η δημόσια εικόνα του Joker περιλαμβάνει έναν ψηλό και αδύνατο άνδρα, με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα κάτω από το μακιγιάζ του χαρωπού κλόουν και τα ρούχα του άμεσα συνυφασμένα με το ρόλο που επαγγελματικά επέλεγε να υλοποιεί, έως ότου εκπληρώσει την προσδοκία του να εξελιχθεί σε έναν stand-up comedian. Τα προσωπικά του γνωρίσματα και το δυνατό γέλιο, του προσδίδουν στοιχεία παρεκκλίνουσας προσωπικότητας αφού η συμπεριφορά του αποκλίνει από τους κοινωνικά παραδεκτούς κανόνες. Με ευκολία λοιπόν του απονέμεται από το εγγύς περιβάλλον η κοινωνική ταυτότητα, του γραφικού, περιθωριακού ή παρείσακτου. Η στιγματιστική διαδικασία περιλαμβάνει για τον Άρθουρ ατιμωτικές πράξεις, εκφοβισμό, σωματική βία. Στην ετικέτα που του επικολλήθηκε, αντιδρά. Από την κοινωνική παρέκκλιση οδηγείται στην πραγματική, αφού η αντίδρασή του καταλήγει στο έγκλημα. Η συμπεριφορά των τρίτων προκαλεί τη ροπή του προς το έγκλημα.
Ο κινηματογραφικός δράστης, φαίνεται να ενσαρκώνει τους σκόπιμους μύθους στους οποίους στηρίζεται η θεωρία της αποβολής του αποδιοπομπαίου τράγου[29]. (α) Η συμπεριφορά του διαφοροποιείται από το κυρίαρχο μοντέλο, και για αυτό θα πρέπει να είναι ή άρρωστος ή εγκληματίας. (β) Ως άρρωστος είναι επικίνδυνος για τον εαυτό του (ως εγκληματίας είναι επικίνδυνος για τους άλλους). (γ) Δεν έχει επίγνωση της κατάστασής του, είναι κοινωνικά και ψυχολογικά κατώτερος από τα υγιή μέλη της ομάδας.
Η κοινωνία επέλεξε τον Joker ως αποδιοπομπαίο τράγο, δημιουργώντας έναν ακόμη εγκληματία. Με τον τρόπο αυτό μορφοποίησε τις ματαιώσεις, τις ενοχές, και το άγχος της εκδίκησης στην ετικέτα του αποδιοπομπαίου τράγου[30].
Με την ορμή του «τρελού» ο κινηματογραφικός δράστης προχωρά στο έγκλημα που έρχεται ως απάντηση και υπογραφή στη βασική θεώρηση που υποστηρίζει ο Καρύδης, ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται από αναρίθμητες, φανερές και υπόγειες ή λανθάνουσες επιρροές και διαδρομές, σε διαρκή μεταξύ τους αλληλεπίδραση[31].
Μέσω της «θεωρίας της αλληλεπίδρασης ή του στιγματισμού», που μελετά την κοινωνική διαδικασία που προκαλεί το έγκλημα., ερμηνεύεται κατά την άποψή μας ορθότερα η ροπή-και-υποτροπή προς το έγκλημα, του κινηματογραφικού Joker .[32]
Οι ανωτέρω σκιαγραφήσεις του χαρακτήρα του Joker υπό το φως των εγκληματολογικών θεωριών, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για έναν τυπικό εγκληματία, αλλά για ένα πρόσωπο που κατέληξε στο έγκλημα κυρίως, εξαιτίας της συμπεριφοράς τρίτων.
2Β. Η προαγωγή της βίας από τον κινηματογράφο.
Σε αντιδιαστολή με το θέατρο στην Αρχαία Ελλάδα, που είχε ως σκοπό την ηθική βελτίωση του θεατή, μέσα από τα στάδια της ευχαρίστησης και της ψυχαγωγίας, κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη, στο χάραμα του εικοστού αιώνα τα πράγματα αντιστρέφονται. Όπως παρατηρεί ο Γαρδίκας «Δυστυχώς, εν τοις θεατρικοίς έργοις και τη άλλη λογοτεχνία απεικονίζονται πολλάκις, ουχί οι συνήθεις, αλλ’ υπερβολικοί και διάστροφοι τύποι των εγκληματιών, οίτινες εν τω πραγματικώ βίω είναι σπάνιοι». Παράλληλα, σημειώνει για τον κινηματογράφο ότι: «Ο κινηματογράφος όργανον μορφώσεως του κοινού και αναπτύξεως του καλλιτεχνικού συναισθήματος, δύναται να αποβεί λίαν βλαπτικώς μάλιστα εις την νεολαίαν.»[33]
Η άποψη ότι ο κινηματογράφος προάγει τη βία, εγκαθιδρύσει βίαια πρότυπα και προτάσσει (κατά τους ηθικολόγους ή τους εργολάβους ηθικής)
ή καλλιεργεί μιμητικές συμπεριφορές, διατυπώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με τη λειτουργία του κινηματογράφου.
Ιδιαίτερη αναφορά στη βία παρουσιάζει το Γερμανικό σινεμά κατά τη δεκαετία του 1920, το Αμερικάνικο σινεμά στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και το Γαλλικό σινεμά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950.
Η κατάσταση, κάτω από τις έντονες πιέσεις που άσκησαν οι ηθικολόγοι της εποχής περί λανθασμένης εκμάθησης των αξιών μιας κοινωνίας, κινητοποίησε τους φορείς άσκησης του ρυθμιστικού ελέγχου. Στο Σικάγο, το 1907, με ένα διάταγμα που εκδόθηκε, ανατίθεται στην Αστυνομία το δικαίωμα να διακόπτει ή να αποσύρει ταινίες[34]. Στον MotionPicture Production Code, τον Κώδικα για την παραγωγή ταινιών που θεσπίστηκε το 1927 και εφαρμόστηκε την 1ηΙουνίου 1934, προβλέπονταν ότι ο φόνος επιτρέπεται να παρουσιάζεται μόνο με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείει τη μίμησή του[35]. Επίσης, ορίστηκε ότι η εξακρίβωση της ηλικίας των επιθυμούντων να παρακολουθήσουν τις ταινίες, ανατίθεται σε υπαλλήλους των κινηματογραφικών επιχειρήσεων που επιλέγουν οι διευθυντές τους, σε πόλεις άνω των δέκα χιλιάδων κατοίκων, με υπόδειξη της αστυνομικής αρχής.
Η ιστορική αναφορά των παραπάνω στοιχείων καταδεικνύει ότι τα προβλήματα περί προαγωγής της βίας και εγκληματικότητας από τον κινηματογράφο, παραμένουν ίδια κατά την πάροδο του χρόνου, εκείνο όμως που αλλάζει είναι η ανάγνωση και περαιτέρω η επίλυσή τους. Με βάση τα παραπάνω, στα δύο ειδικότερα ζητήματα που ανέκυψαν κατά την προβολή της ταινίας στη χώρα μας, δηλαδή τον έλεγχο καταλληλότητας και την προαγωγή βίαιων προτύπων, θα μπορούσαν να γίνουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις.
Η εν λόγω ταινία είχε σημανθεί κατάλληλη για θεατές άνω των 15 ετών στις περισσότερες χώρες ανά τον κόσμο, στη χώρα μας σημάνθηκε κατάλληλη για θεατές άνω των 18 ετών. Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 37 του Ν. 3905/2010[36], τα ζητήματα αυτά επιλύονται ως εξής: «1. Πριν από την προβολή κάθε κινηματογραφικού έργου σε κινηματογραφική αίθουσα, υποβάλλεται από τον παραγωγό ή τον διανομέα αίτηση στη Διεύθυνση Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΔΙ.Κ.ΟΜ), προκειμένου να αξιολογηθεί η καταλληλότητα του για παρακολούθηση από ανηλίκους σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η ΔΙ.Κ.Ο.Μ. εκδίδει πράξη κατάταξης του κινηματογραφικού έργου σε μία από τις κατηγορίες της παραγράφου 2, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση των επιτροπών αξιολόγησης καταλληλότητας κινηματογραφικών έργων. Για τη χορήγηση της πράξης αυτής καταβάλλεται παράβολο, το ύψος του οποίου καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού.»
Συνεπώς νομοθετική διάταξη για την επίλυση του ζητήματος υπήρχε, από τη διατύπωσή της αντιλαμβανόμαστε ότι έχει χαρακτήρα πρόληψης. Η όποια διερεύνηση του προβλήματος θα έπρεπε να στραφεί στην αναζήτηση της άμεσης εφαρμογή της.
Ως προς το δεύτερο ζήτημα της προαγωγής της βίας και της εγκληματικότητας από τον κινηματογράφο και της ενίσχυσης των εγκληματικών προτύπων ιδιαίτερα στους νέους, θα περιοριστούμε να πούμε ότι μόνο η προβολή μιας κινηματογραφικής ταινίας δε φαίνεται να αποτελεί την κύρια αιτία της εγκληματογένεσης. Είναι διαφορετική η επιρροή που ασκεί μια ταινία στο κοινό, καθώς, όπως σημειώνει ο Πανούσης, ο καθένας επηρεάζεται ανάλογα με τα βιώματα, τις εμπειρίες του και την προσωπικότητά του.
3. Κριτικές παρατηρήσεις
Φιλοτεχνώντας το εγκληματικό προφίλ του κινηματογραφικού Άρθουρ Φλεκ, θα ήταν δυνατό να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
- Επρόκειτο για ένα άτομο του οποίου η προσωπικότητα καθηλώθηκε λόγω της παγίδευσης της ψυχοσεξουαλικής του εξέλιξης[37]. Η ενηλικίωσή του δεν προχώρησε κανονικά, και η καθήλωση λειτούργησε ως καθυστέρηση για τον ίδιο[38], με αποτέλεσμα να αποκλίνει από τον μέσο συνομήλικο συμπολίτη του και να διαφοροποιείται ως προς τις πάγιες κοινωνικές και πολιτισμικές απαιτήσεις και τα αποδεκτά πρότυπα κοινωνικής διαγωγής[39]. Όλα τα γεγονότα που αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν μέσω της επικοινωνιακής διαδικασίας του υποκειμένου, στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής του, υποδήλωναν την ύπαρξη μιας ορισμένης ψυχικής παθολογίας για τον ίδιο, που δεν ήταν όμως προεγκληματικά επικίνδυνη.
- Για την πρόγνωση και τον έλεγχο της ατομικής του συμπεριφοράς, ως εγκληματικής, ελάχιστα περιθώρια υπήρξαν καθώς η ψυχική του πάθηση –όπως προσδιορίστηκε ανωτέρω-δε στέκεται ικανή να εξηγήσει τις περιπτώσεις εγκληματικότητας που προέκυψαν. Τα εξωτερικά γεγονότα που μεσολάβησαν κατά την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή (συστηματική κακοποίηση του ιδίου και της μητέρας του, εγκλεισμός της μητέρας) διαμόρφωσαν μια ιδιαίτερη ψυχολογική δομή στον πρωταγωνιστή του εγκλήματος.
- Η σκοτεινή απεικόνιση του δράστη προς την τρέλα, άλλοτε σκληρή και άλλοτε πάλι ρεαλιστική, δεν προάγει τη βία. Η ίδια η προβολή μιας ταινίας, δεν φαίνεται να αποτελεί την κύρια αιτία της εγκληματογένεσης, καθώς δεν έχει αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προβολής του εγκλήματος και της πρόσληψής του μηνύματος από τον θεατή.[40] Ωστόσο, σημαντική κρίνεται η στάση των μέσων επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης, ως « ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους»[41] καθώς έχει διαπιστωθεί ότι, παρότι δεν εγκαθιδρύουν, σε αρκετές περιπτώσεις διευκολύνουν τις επιθετικές προθέσεις στις ήδη υπάρχουσες (επιθετικές) δομές συμπεριφοράς. Η εκφορά της βίας , όταν προβάλλεται από τους κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς ενός κράτους, ενδέχεται να επιδρά ευνοϊκά στους έφηβους και μετέφηβους, όσον αφορά στη μετάβασή τους στο έγκλημα.[42]
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η επίθεση που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια προβολής της ταινίας «The Dark Knight Rises», στο Κολοράντο των ΗΠΑ, όπου δώδεκα άτομα έχασαν τις ζωές τους ή η ένοπλη επίθεση στο Columbine του Κολοράντο στις 20 Απριλίου του 1999[43] που φαίνεται να ενέπνευσε τον νεαρό Δημήτρη Παγουρτζή από το Τέξας, όταν στις 18 Μαϊου του 2018 εφόρμησε στο Λύκειο της Σάντα Φε όπου φοιτούσε και σκότωσε οκτώ μαθητές, δύο καθηγητές ενώ τραυμάτισε άλλα 13 άτομα[44].
- Εξαιτίας του πολυσήμαντου ρόλου των μέσων επικοινωνίας και κοινωνικής δικτύωσης στις ζωές των πολιτών –εν προκειμένω του κινηματογράφου- κρίνεται απαραίτητη η θέσπιση μέτρων εκδημοκρατισμού και εξυγίανσής τους ώστε να ανταποκριθούν στον αντεγκληματικό τους ρόλο. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να έχουν προληπτικό χαρακτήρα ώστε να προλαμβάνουν (μελλοντικά) επικίνδυνες συμπεριφορές.
- Τέλος, είναι σημαντική η καλλιέργεια της κινηματογραφικής παιδείας στο κοινό, ώστε να κατανοεί καλύτερα και να εκτιμά το περιεχόμενο μιας ταινίας. Στα διαλαμβανόμενα της αιτιολογικής έκθεσης που υποβλήθηκε προς την επιτροπή πολιτισμού και παιδείας του Ευρωπαίκού Κοινοβουλίου σχετικά με «τον ευρωπαίκό κινηματογράφο στην ψηφιακή εποχή» ((2010/2306(INI))[45] συγκαταλέγονται και οι ακόλουθες σκέψεις που δύναται να αποτελούν την απαρχή της όποιας προσπάθειας εκδημοκρατισμού καταγράφεται σε μια κοινωνία:
«Η διδασκαλία των πολιτών για το πώς να «διαβάζουν μια εικόνα» ως αναπόσπαστο στοιχείο της εκπαίδευσης διευρύνει τις γνώσεις τους για τον κόσμο, διαμορφώνει τη διαδικασία της αντίληψης και της σκέψης, αναπτύσσει τη φαντασία και τους βοηθά να μάθουν τη γλώσσα του κινηματογράφου. Εισάγοντας έναν θεατή μικρής ηλικίας στον κόσμο του κινηματογραφικού πολιτισμού, εμβαθύνοντας κατά τον τρόπο αυτόν τις γνώσεις του, έχουμε μεγάλες πιθανότητες να αναθρέψουμε έναν άνθρωπο με συνεχές ενδιαφέρον για πολύτιμες κινηματογραφικές δημιουργίες που θα είναι σε θέση να τις εκτιμήσει.»
Εξάλλου, όπως έχει αποδειχθεί, η καταστολή, ακόμη κι όταν ακολουθείται από καλές προθέσεις, δε βοηθά, διχάζει.
Βασιλική Κ. Θεολόγη, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας-Ειδική Επιστήμων Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
[1] Ανακτήθηκε από https://www.protothema.gr/culture/cinema/article/934214/joker-i-skoteini-kinimatografiki-istoria-pou-saronei-sta-sinema/
[2] Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον κ. Κ. Ρέμελη καθηγητή Δημοσίου Δικαίου, που με παρότρυνε να παρακολουθήσω την ταινία, αλλά και για το γόνιμο διάλογο που επακολούθησε.
[3] Βλ. σχετ., «Joker» ταινία: Μια σκοτεινή ιστορία που “ξύνει” πληγές – Σαρώνει και στην Ελλάδα», ανακτήθηκε από: https://www.alphafreepress.gr/2019/10/13/psixagogia/joker-tainia-mia-skoteini-istoria-pou-ksynei-pliges-saronei-kai-stin-ellada/
[4] Βλ. σχετ., «Στην ταινία Joker, ο Χρυσός Λέοντας της Βενετίας», Εφημερίδα «Καθημερινή», 07.09.2019.
[5] Βλ. σχετ., Χριστοδούλου Κωστή, «Joker: Ποιος καθορίζει ποια είναι η κατάλληλη ηλικία για να δούμε μία ταινία στην Ελλάδα», 21.10.2019, ανακτήθηκε από: https://www.news247.gr/koinonia/tzoker-poios-kathorizei-katallili-ilikia-tainia-ellada.7519159.html
[6] Βλ. σχετ., Λεμπέση Μάρθα, «Η κινηματογραφική αφήγηση και φαντασία για το έγκλημα. Ένα υπόδειγμα αναλυτικής ερμηνευτικής προσέγγισης. Η κινηματογραφική ταινία «Η Μαύρη Ντάλια», ανακτήθηκε από: https://www.academia.edu/11164832/%CE%9A%CE%B9%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B1%CF%86%CE%AE%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%86%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1_%CE%B3%CE%B9%CE%B1_%CF%84%CE%BF_%CE%AD%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1._%CE%88%CE%BD%CE%B1_%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B1_%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82._%CE%97_%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%84%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CE%97_%CE%9C%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%B7_%CE%9D%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%B1_
[7] Βλ. σχετ., Baudrillard Jean (2005) ,” Η Καταναλωτική Κοινωνία”, μτφ. Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 11.
[8] Βλ. σχετ. Λεμπέση Μάρθα, “Η μελέτη της κινηματογραφικής εικόνας του ανθρωποκτόνου κατ’ εξακολούθηση (serialkiller)-σημαίνον και σημαινόμενο. Ένα υπόδειγμα ρεαλιστικής ερμηνευτικής προσέγγισης η κινηματογραφική ταινία “Zodiac (2007)” . Ανακτήθηκε από:https://www.academia.edu/11164679/%CE%97_%CE%BC%CE%B5%CE%BB%CE%AD%CF%84%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%8C%CE%BD%CE%BF%CF%85_%CE%BA%CE%B1%CF%84_%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%8D%CE%B8%CE%B7%CF%83%CE%B7_serial_killer_-_%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%BF%CE%BD_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF._%CE%88%CE%BD%CE%B1_%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B3%CE%BC%CE%B1_%CF%81%CE%B5%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%AD%CE%B3%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%B7%CF%82_%CE%B7_%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CF%84%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CE%B1_Zodiac_2007_
[9] Βλ. σχετ, Πανούση Γιάννη, «Κινηματογράφος και έγκλημα: 13 σημεία επαφής.» Πρακτικά συνάντησης «Οι πολιτισμικές σπουδές σήμερα και αύριο, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών , Αθήνα, Ιούνιος 2004, σελ. 40
[10] Η παράθεση των θεωριών δεν ακολουθεί τη συνήθη χρονολογική τους αποτύπωση και τούτο διότι η προσπάθειά μας εκκινεί από το γεγονός ότι η ανάλυση της εγκληματικής συμπεριφοράς του κινηματογραφικού δράστη θα πρέπει στη συγκεκριμένη προσέγγιση να πραγματοποιείται παράλληλα με την ανάδειξη των στοιχείων της ανθρώπινης ψυχής. Για αυτό εξετάζουμε πρώτα τις συντρέχουσες θεωρίες με τα μικρότερα στοιχεία επαληθευσιμότητας.
[11] Βλ. σχετ., Αλεξιάδη Στέργιο, (2004), Εγκληματολογία, Δ ΄Έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 25-26.
[12] Για την εννοιολόγησή της λαϊκής δικαιοσύνης, βλ. ενδεικτικά, Κουράκη Ν. (2014), Τέσσερα παράλληλα συστήματα νομιμότητας στην Ελλάδα της Κατοχής, Νέα Πολιτική 11, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης, σελ. 74, ιδίως παραπομπή 16, ανακτήθηκε από: http://crime-in-crisis.com/wp-content/uploads/pdfbio3/H%20NEA%20POLITIKH%202.pdf, Michel Faucault (2018/7), «Για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη. «Δικαιοσύνη- Λόγοι, Δοκίμια, Διαλέξεις», Εκδόσεις Έρμα.
[13] Βλ. σχετ., Πανούση Γιάννη., (1999), «ΤΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ στην κοινωνία του 2000 μ.Χ»., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 14.
[14] Βλ. σχετ, Πανούση Γιάννη., (2011), «Το ρήγμα πλουσίων-φτωχών οδηγεί στο έγκλημα», άρθρο στο aixmi. gr, ανακτήθηκε από: https://giannispanousis.gr/politics/talks/i343/.
[15] Βλ. σχετ., Cohen, L. E., & Felson, M. (1979). Social Change and Crime Rate Trends: A Routine Activity Approach. American Sociological Review, 588-608. Ανακτήθηκε από:https://www.jstor.org/stable/2094589
[16] Βλ. σχετ., Felson, M., & Cohen, L. E. (1980). Human Ecology and Crime: A Routine Activity Approach. Human Ecology, 8(4), 389-406. Ανακτήθηκε από:https://www.jstor.org/stable/4602572?seq=1#page_scan_tab_contents
[17] Βλ. σχετ., Clifton L. Smith, David J. Brooks, (2013), «Security Science. Τhe theory and Practice of Security», 1st edition, Chapter 5, p. 101, ISBN: 9780123947857
[18] Βλ. σχετ., Jonathan Allen Kringen, Marcus Felson, (2018), «Routine Activities Approach» Encyclopedia of Criminology And Criminal Justice, ανακτήθηκε από: https://link.springer.com/referenceworkentry/10.1007%2F978-1-4614-5690-2_586
[19] Βλ. σχετ., Kowen Nick (2019), «Joker: an evidence-based criminology review (spoilers)», ανακτήθηκεαπό:https://notesonliberty.com/2019/10/08/joker-an-evidence-based-criminology-review-spoilers/ . Με την παράθεση ορισμένων από τις επίμαχες θεωρίες, ασχολείται ο εν λόγω καθηγητής, με κεντρική επεξηγηματικό σχήμα τη θεωρία της συνήθους δραστηριότητας (routineactivity approach). Βασικό του επιχείρημα για την ανάλυση της εγκληματικής συμπεριφοράς, είναι η έλλειψη αστυνόμευσης στο χώρο και το χρόνο, όπως η απουσία πρόσβασης στη διάθεση και χρήση όπλου και η έλλειψη αστυνόμευσης στο μετρό, επιχείρημα το οποίο αντιμαχόμαστε, όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια.
[20] Βλ. σχετ., Λομπρόζο Τσεζάρε (2002), «Ο εγκληματίας άνθρωπος», (εισαγωγή Γ. Πανούσης), μετάφραση Μπάμπης Άννινος, εκδόσεις Κάκτος, σελ. 27.
[21] Βλ. σχετ., Sigmund Freud (2010), «Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση», Τόμος Β΄, Ειδική Έκδοση της Εφημερίδας «Το Βήμα», σελ. 17-18. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις που παρατίθενται για την ειδοποιό διαφορά μεταξύ Ψυχιατρικής και Ψυχανάλυσης, όπου εμφατικά σημειώνεται ότι: Η Ψυχιατρική δε χρησιμοποιεί τις τεχνικές μεθόδους της ψυχανάλυσης, παραμελεί κάθε εξέταση του περιεχομένου της παραίσθησης, και, παραπέμποντας στην κληρονομικότητα, δεν μας δίνει παρά μια γενική και απομακρυσμένη αιτιολογία, αντί να αποκαλύπτει πρώτα την πιο επιστημονική και πιο κοντινή αφορμή, (σελ. 20)
[22] Βλ. σχετ. Δημόπουλο Χαράλαμπο (1988), «Η προεγκληματική επικινδυνότητα και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή.
[23] Βλ. σχετ., Shneider Kurt, (1962), «Κλινική Ψυχοπαθολογία», Μετάφραση Ν. Σ. Φωτάκη, εκδόσεις Γρηγορίου Παρισιάνου, Αθήνα, σελ. 42-43.
[24] Βλ. σχετ., Miller Julie, (14.10.2019), «Leading Neurocriminologist Considers Joker “a Great Educational Tool”,περιοδικό Vanity Fair, ανάκτησηαπό: https://www.vanityfair.com/hollywood/2019/10/joker-joaquin-phoenix-psychology
[25] Βλ. σχετ., Raine Andrian, (2019), “A neurodevelopmental perspective on male violence”, Volume 40, Issue1 Special Issue: The Early Biopsychosocial Development of Boys and the Origins of Violence in Males. January/February 2019, p.p: 84-97,ανακτήθηκε από: https://onlinelibrary.wiley.com/doi/full/10.1002/imhj.21761
[26] Βλ. σχετ., Τσαλίκογλου Φωτεινή (1984), «Σχιζοφρένεια και Φόνος, Μια ψυχολογική-εγκληματολογικής έρευνα», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, σελ. 192-194.
[27] Βλ. σχετ. Δημόπουλο Χαράλαμπο, (2008), «Εισαγωγή στην Εγκληματολογία», Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 373-375.
[28] Βλ. σχετ., Δημόπουλο Χαράλαμπο, (1997), «Ο ανήλικος ανθρωποκτόνος», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 256, ιδίως παραπομπή 365.
[29] Βλ. σχετ., Θεολόγη Βασιλική, (2011), «Εγκληματικότητα και ΜΜΕ», Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 44-45
[30] Βλ. σχετ., Δημόπουλο Χ, «Η Προεγκληματική επικινδυνότητα», όπ. π.σελ. 193.
[31] Βλ. σχετ., Καρύδη Βασίλη, (2010) «Η Ανατομία μιας Ανθρωποκτονίας: Κοινωνικές Αξίες και Δικαστικός Λόγος», στο συλλογικό έργο «Εγκληματολογικές Αναζητήσεις», Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ. 487
[32] Βλ. σχετ. Αλεξιάδη Στ, . «Εγκληματολογία», όπ. π. σελ. 82
[33] Βλ. σχετ., Γαρδίκα Κωνσταντίνου (1968), «Εγκληματολογία. Τόμος Α΄. Τα Γενικά και ατομικά αίτια των εγκλημάτων», έκδοσις έκτη, σελ. 369, 370.
[34] Βλ. σχετ., Sklar Robert, (1994), “Movie Made America”, New Edition, New York, σελ. 127.
[35] Βλ. σχετ., Θεολόγη Β., όπ. π. σελ. 15. Σημεία προσοχής του εν λόγω Κώδικα αποτέλεσαν το έγκλημα, η ανηθικότητα, η αμαρτία, η παραβατική συμπεριφορά.
[36] Βλ. σχετ., ΤΝΠ NOMOS. Στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου , επισημαίνονται οι ποινικές κυρώσεις σε περιπτώσεις όπου ανήλικοι παραβιάζουν τη νομοθεσία με την ανοχή των επιχειρηματιών των κινηματογραφικών αιθουσών. «Απαγορεύεται η παρακολούθηση ακατάλληλων ταινιών σε ανηλίκους που δεν έχουν συμπληρώσει την απαιτούμενη από την κατάταξη της ταινίας ηλικία. Οποιος επιτρέπει σε ανηλίκους να εισέλθουν σε αίθουσα ή υπαίθριο χώρο στους οποίους προβάλλεται ταινία ακατάλληλη για την ηλικία τους τιμωρείται με χρηματική ποινή από 1.000 έως 10.000 ευρώ. Η τέλεση από αμέλεια της πράξης αυτής τιμωρείται με χρηματική ποινή από 500 έως 5.000 ευρώ.»
[37] Βλ. σχετ., Freud, όπ. π. σελ. 27 επ.
[38] Βλ. σχετ., Δημόπουλο Χαράλαμπο, (1985) «Η ψυχικά παρεκκλίνουσα συμπεριφορά», στο συλ. Έργο, Γ. Πανούση, Λ. Δημόπουλο, Δ. Κασσαβέτη, Ειδικά Θέματα Κοινωνιολογίας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, σελ. 50.
[39] Βλ. σχετ. Δημόπουλο Χ, .οπ. π. σελ. 233.
[40] Βλ. σχετ., Πανούση Γ., Εγκληματογενείς και Εγκληματογόνοι κίνδυνοι, όπ. π. σελ. 267.
[41] Βλ. σχετ., Θεολόγη Β., όπ. π., σελ. 86.
[42] Βλ. σχετ., σελ. 265
[43] Αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν ο θάνατος δώδεκα μαθητών και ενός δασκάλου και ο τραυματισμός είκοσι ενός ατόμων. Το γεγονός, ενέπνευσε τον Γκας Βαν Σαντ να γυρίσει το 2003 την αμερικάνικη δραματική ταινία ο Ελέφαντας (πρωτότυπος τίτλος: Elephant).
[44] Βλ. σχετ., Καρνή Λουκά, «Σφαγή στο Κολουμπάιν: το μακελειό που ενέπνευσε τον μακελάρη του Τέξας στοιχειώνει ξανά», 21. 05.2018, ανακτήθηκε από: https://www.cnn.gr/news/kosmos/story/130994/sfagi-sto-koloympain-to-makeleio-poy-enepneyse-ton-makelari-toy-texas-stoixeionei-xana.
[45] Βλ. σχετ. την Έκθεση στις 19 Οκτωβρίου 2011, σχετικά με «τον ευρωπαίκό κινηματογράφο στην ψηφιακή εποχή», ανακτήθηκε από:http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+REPORT+A7-2011-0366+0+DOC+XML+V0//EL