ΤΕΥΧΟΣ #16 ΙΟΥΝΙΟΣ 2021

Η υποτροπή στους δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας

Γεώργιος Γ. Λαγομάτης Λαζόπουλος, MSc, Αξ. ειδ. καθ. ΕΛ.ΑΣ.

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι η εξέταση πιθανών παραγόντων κινδύνου και άλλων μεταβλητών θετικά ή αρνητικά συσχετιζόμενων με την εκδήλωση της υποτροπής των σεξουαλικώς αδικοπραγούντων και η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας θεραπευτικών προγραμμάτων στη μείωση της πιθανότητας υποτροπής αυτών των δραστών.

Πρόλογος

Η προβληματική σεξουαλική συμπεριφορά αναφέρεται σε ένα μεγάλο φάσμα ανάρμοστης συμπεριφοράς, η οποία δύναται να ποικίλλει από την έκθεση των γεννητικών οργάνων έως τον βιασμό και έχει αποσπάσει επανειλημμένα την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, κυρίως όταν πρόκειται για περιστατικά εναντίον παιδιών (Chaffin et al., 2008). Κατά τους Tewksbury, Jennings & Zgoba (2012), ένας από τους λόγους για τους οποίους το ενδιαφέρον των αστυνομικών και δικαστικών αρχών σχετικά με τα εγκλήματα σεξουαλικής βίας έχει αυξηθεί, είναι το γεγονός ότι οι δράστες αυτού του τύπου αδικημάτων διακρίνονται από ένα υψηλό ποσοστό υποτροπής. Επίσης, η σχέση μεταξύ ψυχοπαθολογίας και σεξουαλικής παρέκκλισης καθώς και η συσχέτισή τους με την υποτροπή των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας έχει προξενήσει το ενδιαφέρον της ψυχιατρικής κοινότητας. Είναι πιθανή η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ ψυχοπαθολογίας και σεξουαλικής αποκλίνουσας συμπεριφοράς και ένας συνδυασμός αυτών πιθανόν να ισχυροποιεί τον κίνδυνο της υποτροπής (Olver & Wong, 2006).

Κύριο μέρος

Από τις επιδημιολογικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί, προκύπτει ισχυρή δυσαναλογία μεταξύ των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας ανδρικού φύλου έναντι αυτών του γυναικείου φύλου, καθώς τα ποσοστά των τελευταίων αγγίζουν μόλις το 5%. Εξαιτίας αυτού του ιδιαίτερα χαμηλού ποσοστού, η σχετική βιβλιογραφία είναι περιορισμένη όσον αφορά τόσο στην εκτίμηση βασικών επιδημιολογικών δεικτών όσο και τον προσδιορισμό των παραγόντων κινδύνου της υποτροπής τους (van der Put, 2015). Αναφορικά με τους δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας νεαρής ηλικίας, η βιβλιογραφία είναι εκτενέστερη από αυτή που αφορά στους σεξουαλικώς αδικοπραγούντες γυναικείου φύλου, ωστόσο, παραμένει περιορισμένης έκτασης, λαμβάνοντας κανείς υπόψη τα υψηλά ποσοστά των σεξουαλικών αδικημάτων που διαπράττονται από αυτούς (Zinzow & Thompson, 2015). Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιδημιολογικές μελέτες κατά τον προσδιορισμό της επικράτησης της παιδεραστίας, ερευνητικά δεδομένα που προέρχονται κυρίως από τον Καναδά και τις Η.Π.Α. καταγράφουν αυξανόμενα ποσοστά αυτής, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη πρόληψης σεξουαλικών εγκλημάτων σε βάρος παιδιών συμπεριλαμβανομένης της παιδικής πορνογραφίας (Beier et al., 2015). Επίσης, θεαματική αύξηση παρουσιάζουν τα ποσοστά επικράτησης του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας (Rettenberger & Eher, 2013).

Σημαντικό εύρημα της πλειοψηφίας των μελετών της σχετικής βιβλιογραφίας αποτελεί το συμπέρασμα ότι οι σεξουαλικώς αδικοπραγούντες είναι πιθανότερο να διαπράξουν ένα έγκλημα μη σεξουαλικού τύπου παρά ένα έγκλημα σεξουαλικής βίας. Σχεδόν ένας στους έξι δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας υποτροπιάζει, εμφανίζοντας εκ νέου σεξουαλική παραβατικότητα. Στο ίδιο συνηγορούν και στοιχεία που δείχνουν ότι η πλειοψηφία των νέων εγκλημάτων σεξουαλικής βίας διαπράττεται από δράστες μη σεξουαλικών εγκλημάτων (Babchishin, Hanson & Blais, 2016). Ωστόσο, μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας έχει στραφεί στη μελέτη των παραγόντων κινδύνου της υποτροπής των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας υποστηρίζοντας στο σύνολό της, με ελάχιστες εξαιρέσεις, την αναγκαιότητα θεώρησης ενός συνδυαστικού μοντέλου πολλαπλών μεταβλητών κατά την κατανόηση του φαινομένου της υποτροπής. Οι μεταβλητές αυτές διακρίνονται σε στατικούς παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η ηλικία και το ιστορικό βίαιης παραβατικότητας σεξουαλικού ή άλλου τύπου και σε δυναμικούς παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η ψυχοκοινωνική και επαγγελματική λειτουργικότητα, οι σεξουαλικές στάσεις, προτιμήσεις και συμπεριφορές, η συμμόρφωση στη θεραπεία, ο τόπος διαμονής και οι κοινωνικές επιρροές (Hsieh, Hamilton & Zgoba, 2016). Αντίστοιχα, τα εργαλεία που έχουν αναπτυχθεί για την αξιολόγηση των παραγόντων κινδύνου της υποτροπής των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, εστιάζουν τόσο στους σταθερούς όσο και στους δυναμικούς παράγοντες (Rettenberger, Matthes, Boer & Eher, 2010). Οι παράγοντες που εξετάζονται εκτενέστερα στη βιβλιογραφία, ως προς την ικανότητά τους να προβλέπουν την υποτροπή στους δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, είναι οι παραφιλίες και η αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας/ψυχοπαθητικότητα, των οποίων η διάγνωση παρουσιάζει υψηλά ποσοστά μεταξύ του πληθυσμού των δραστών της ανωτέρω κατηγορίας (Hill et al., 2012).

Εκτός από τη μελέτη των παραγόντων κινδύνου της υποτροπής των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής  βίας, η βιβλιογραφία αναφέρεται στους προστατευτικούς παράγοντες αυτής, οι οποίοι παίζουν καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό των θεραπευτικών προγραμμάτων που απευθύνονται στους δράστες αυτής της κατηγορίας. Μεταξύ των παραγόντων αυτών συμπεριλαμβάνονται οι δεξιότητες διαχείρισης, ο αυτοέλεγχος, η ενσυναίσθηση, η συμμόρφωση, η επαγγελματική κατάρτιση, το καθεστώς διαβίωσης και απασχόλησης καθώς επίσης και η κοινωνική δικτύωση (Yoon et al., 2016). Η συμμετοχή σε θεραπευτικά προγράμματα αλλά και παρεμβάσεις σωφρονιστικής φύσης συσχετίζεται με την υποτροπή των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας. Η ολοκληρωμένη συμμετοχή των σεξουαλικώς αδικοπραγούντων στα υφιστάμενα θεραπευτικά προγράμματα μειώνει την επικράτηση της σεξουαλικής υποτροπής κατά περίπου 30%. Ένα μεγάλο μέρος των ερευνητικών δεδομένων που αναφέρονται στα θεραπευτικά προγράμματα των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, τα οποία στοχεύουν στη μείωση της υποτροπής τους, υποστηρίζει τον συνδυασμό βιολογικών θεραπειών και ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων (Garcia, Delavenne, Assumpcao Ade & Thibaut, 2013).

Αναφορικά με τις βιολογικές θεραπείες (χειρουργικός ευνουχισμός, χημικός ευνουχισμός, φαρμακοθεραπεία), αυτές συνεπάγονται ένα πλήθος δεοντολογικών προβλημάτων (Khan et al., 2015), ενώ δίλημμα για την ερευνητική κοινότητα αποτελεί το ερώτημα εάν η θεραπεία της σεξουαλικής δυσλειτουργίας προκαλεί αύξηση ή όχι της υποτροπής της σεξουαλικής παραβατικότητας (Phillips, Rajender, Douglas, Brandon & Munarriz, 2015). Σχετικά με τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, η πλειοψηφία των μελετών υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα των γνωστικο-συμπεριφορικών θεραπειών, κυρίως σε ατομικό επίπεδο (Mpofu, Athanasu, Rafe & Belshaw, 2016). Παράγοντες θεραπείας, στους οποίους δίνει έμφαση μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας, είναι ο χρόνος παραμονής των συμμετεχόντων στο θεραπευτικό πρόγραμμα, η σχέση αυτών με τον θεραπευτή και το θεραπευτικό κλίμα (Blasko & Jeglic, 2016). Άλλα θεραπευτικά μοντέλα συστημικής προσέγγισης, ψυχοεκπαιδευτικές παρεμβάσεις και βασισμένα στην κοινότητα προγράμματα θεραπείας, τα οποία εστιάζουν στη διαπροσωπική και συναισθηματική λειτουργικότητα των συμμετεχόντων, προτείνονται από τις πλέον σύγχρονες μελέτες (Gillespie et al., 2016). Ωστόσο, μεμονωμένες μελέτες περιορίζουν τη χρησιμότητα των ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων και άλλες αμφισβητούν τη δυνατότητα εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων αναφορικά με την αποτελεσματικότητά τους (Doren & Yates, 2008).

Η αποτελεσματικότητα των θεραπευτικών προγραμμάτων αυξάνει όταν αυτά προσαρμόζονται στο επίπεδο επικινδυνότητας του δράστη, κάτι που αφορά τόσο τις φαρμακευτικές όσο και τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις (Smid, Kamphuis, Wever & Van Beek, 2016). Επίσης, κρίνεται απαραίτητη η προσαρμογή αυτών των προγραμμάτων στα χαρακτηριστικά της υποτροπής καθώς επίσης και στο στυλ μάθησης, τις ικανότητες και την ηλικία των θεραπευομένων, με δεδομένο ότι οι νεαροί δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς παράγοντες κινδύνου και, επομένως, παρουσιάζουν διαφορετικές θεραπευτικές ανάγκες (Hanson & Yates, 2013). Η αξία των θεραπευτικών προγραμμάτων ενισχύεται όταν οι συμμετέχοντες σε αυτά ολοκληρώνουν τη θεραπεία τους και βάσει σχετικών κλιμάκων πιστοποιείται η θετική τους εξέλιξη μετά την παρέμβαση (McGrath, Lasher & Cumming, 2012). Τέλος, η συνεργατική προσέγγιση των εμπλεκόμενων φορέων στην αντιμετώπιση των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας εγγυάται καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά στη μείωση της υποτροπής τους (Underwood, Robinson, Mosholder & Warren, 2008).

Επίλογος

Για τη μελέτη της υποτροπής των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας, κρίνεται απαραίτητη η προσέγγιση του φαινομένου τόσο από ψυχιατρικής όσο και από νομικής πλευράς. Η συντριπτική πλειοψηφία της υπάρχουσας βιβλιογραφίας αφορά στους ενήλικες δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας ανδρικού φύλου. Το επικρατέστερο αιτιολογικό μοντέλο για την υποτροπή των δραστών εγκλημάτων σεξουαλικής βίας αναφέρεται σε έναν συνδυασμό στατικών παραγόντων κινδύνου (ηλικία, ιστορικό βίαιης παραβατικότητας) και δυναμικών παραγόντων κινδύνου (ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σεξουαλικώς αδικοπραγούντες είναι πιθανότερο να διαπράξουν ένα έγκλημα μη σεξουαλικού τύπου παρά ένα έγκλημα σεξουαλικής βίας και η πλειοψηφία των νέων εγκλημάτων σεξουαλικής βίας διαπράττεται από δράστες μη σεξουαλικών εγκλημάτων. Σχεδόν ένας στους έξι δράστες εγκλημάτων σεξουαλικής βίας υποτροπιάζει, εμφανίζοντας εκ νέου σεξουαλική παραβατικότητα, ενώ η ολοκληρωμένη συμμετοχή τους στα υφιστάμενα θεραπευτικά προγράμματα μειώνει την επικράτηση της σεξουαλικής υποτροπής κατά περίπου 30%. Οι βασικές θεραπευτικές προτάσεις καταλήγουν στον συνδυασμό βιολογικών και ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων.

Γεώργιος Γ. Λαγομάτης Λαζόπουλος, Ψυχολόγος MSc, Αξιωματικός Ειδικών Καθηκόντων ΕΛ.ΑΣ.

* Εικόνα άρθρου: photo by Alexas_Fotos on pixobay
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Babchishin, K.M., Hanson, R.K., Blais, J. (2016). Less Is More: Using Static-2002R Subscales to Predict Violent and General Recidivism Among Sexual Offenders. Sexual Abuse, 28(3):187-217.

Beier, K.M., Grundmann, D., Kuhle, L.F., Scherner, G., Konrad, A., Amelung, T. (2015). The German Dunkelfeld project: a pilot study to prevent child sexual abuse and the use of child abusive images. The Journal of Sexual Medicine, 12(2):529-42. 
Blasko, B.L., Jeglic, E.L. (2016). Sexual Offenders' Perceptions of the Client-Therapist Relationship: The Role of Risk. Sexual Abuse, 28(4):271-90.

Chaffin, M., Berliner, L., Block, R., Johnson, T.C., Friedrich, W.N., Louis, D.G., Lyon, T.D., Page, I.J., Prescott, D.S., Silovsky, J.F., Madden, C. (2008). Report of the ATSA task force on children with sexual behavior problems. Child Maltreatment, (13)2:199-218. 

Doren, D.M., Yates, P.M. (2008). Effectiveness of sex offender treatment for psychopathic sexual offenders. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, 52(2):234-45.

Garcia, F.D., Delavenne, H.G., Assumpção Ade, F., Thibaut, F. (2013). Pharmacologic treatment of sex offenders with paraphilic disorder. Current Psychiatry Reports, 15(5):356.

Gillespie, S.M., Bailey, A., Squire, T., Carey, M.L., Eldridge, H.J., Beech, A.R. (2016). An Evaluation of a Community-Based Psycho-Educational Program for Users of Child Sexual Exploitation Material. Sexual Abuse, doi: 10.1177/1079063216639591.

Hanson, R.K., Yates, P.M. (2013). Psychological treatment of sex offenders. Current Psychiatry Reports, 15(3):348.
Hill, A., Rettenberger, M., Habermann, N., Berner, W., Eher, R., Briken, P. (2012). The utility of risk assessment instruments for the prediction of recidivism in sexual homicide perpetrators. Journal of Interpersonal Violence, 27(18):3553-78.
 
Hsieh, M.L., Hamilton, Z., Zgoba, K.M. (2016). Prison Experience and Reoffending. Sexual Abuse, doi: 10.1177/1079063216681562.

Khan, O., Ferriter, M., Huband, N., Powney, M.J., Dennis, J.A., Duggan, C. (2015). Pharmacological interventions for those who have sexually offended or are at risk of offending. The Cochrane Database of Systematic Reviews, 18(2):CD007989.

McGrath, R.J., Lasher, M.P., Cumming, G.F. (2012). The sex offender treatment intervention and progress scale (SOTIPS): psychometric properties and incremental predictive validity with static-99R. Sexual Abuse, 24(5):431-58.

Mpofu, E., Athanasu, J.A., Rafe, C., Belshaw, S.H. (2016). Cognitive-Behavioral Therapy Efficacy for Reducing Recidivism Rates of Moderate- and High-Risk Sexual Offenders: A Scoping Systematic Literature Review. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, doi: 10.1177/0306624X16644501.

Olver, M.E., Wong, S.C. (2006). Psychopathy, Sexual Deviance, and Recidivism Among Sex Offenders. Sexual Abuse, 18(1): 65-82.
Phillips, E.A., Rajender, A., Douglas, T., Brandon, A.F., Munarriz, R. (2015). Sex Offenders Seeking Treatment for Sexual Dysfunction--Ethics, Medicine, and the Law. The Journal of Sexual Medicine, 12(7):1591-600.

Rettenberger, M., Eher, R. (2013). Actuarial risk assessment in sexually motivated intimate-partner violence. Law and Human Behavior, 37(2):75-86.

Rettenberger, M., Matthes, A., Boer, D.P., Eher, R. (2010). Prospective actuarial risk assessment: a comparison of five risk assessment instruments in different sexual offender subtypes. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, 54(2):169-86.

Smid, W.J., Kamphuis, J.H., Wever, E.C., Van Beek, D.J. (2016). A Quasi-Experimental Evaluation of High-Intensity Inpatient Sex Offender Treatment in the Netherlands. Sexual Abuse, 28(5):469-85.

Tewksbury, R., Jennings, W.G., Zgoba, K.M. (2012). A longitudinal examination of sex offender recidivism prior to and following the implementation of SORN. Behavioral Sciences and the Law, 30(3):308-28.

Underwood, L.A., Robinson, S.B., Mosholder, E., Warren, K.M. (2008). Sex offender care for adolescents in secure care: critical factors and counseling strategies. Clinical Psychology Review, 28(6):917-32.

van der Put, C.E. (2015). Female adolescent sexual and nonsexual violent offenders: a comparison of the prevalence and impact of risk and protective factors for general recidivism. BMC Psychiatry, 15:236.

Yoon, D., Turner, D., Klein, V., Rettenberger, M., Eher, R., Briken, P. (2016).  Factors Predicting Desistance From Reoffending: A Validation Study of the SAPROF in Sexual Offenders. International Journal of Offender Therapy and Comparative Criminology, doi: 10.1177/0306624X16664379. 

Zinzow, H.M., Thompson, M. (2015). A longitudinal study of risk factors for repeated sexual coercion and assault in U.S. College men. Archives of Sexual Behavior, 44(1):213-22.