ΤΕΥΧΟΣ #17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2021

Η υπόθεση του Ν. Κοεμτζή ως πρόκληση για τη σύγχρονη εγκληματολογική θεωρία

Δρ. Ανδρέας Δαβαλάς

 

«Δυστυχώς είμαστε το πιο βάναυσο, επιθετικό και εκδικητικό είδος που περπάτησε ποτέ πάνω στη γη».
Άντονυ Στορ

Εισαγωγικά

Παρά την ιστορική αποδραματοποίηση της εγκληματικής ενέργειας του Νίκου Κοεμτζή, η οποία για χρόνια έδωσε τροφή στο φαντασιακό της κοινωνίας, η εγκληματολογική σκέψη μάλλον δεν έχει οριοθετήσει τελεσίδικα, αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση. Στο γεγονός αυτό συνέτειναν τόσο η ιδιόμορφη προσωπικότητα του δράστη, όσο και οι  περιστάσεις που επικρατούσαν στο πολιτικό - κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Με άλλα λόγια βρισκόμαστε ενώπιον μια πρόκλησης να «ανακατασκευάσουμε» ένα ερμηνευτικό πλαίσιο φωτίζοντας αιτιώδεις σχέσεις, χωρίς όμως να υποκύψουμε στον πειρασμό να αναπαράξουμε την ψευδοαιτιότητα. Σκοπός λοιπόν του συγκεκριμένου άρθρου, είναι να αναδείξει τον πολυπαραγοντικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου εγκλήματος (κι όχι μόνο), υπό το πρίσμα της σύγχρονης εγκληματολογικής θεωρίας. Ακόμη κι αν κάτι τέτοιο εμφανίζει αντικειμενικές δυσκολίες, η εγκληματολογία, ως κλάδος που αναζητά την αιτιώδη συνάφεια κινήτρων και πράξεων μακριά από στερεότυπα και κοινωνικές προκαταλήψεις, βγαίνει σίγουρα κερδισμένη.

Ένα σύντομο ιστορικό της υπόθεσης που απασχόλησε την κοινή γνώμη

Βρισκόμαστε στο Φεβρουάριο του 1973. Σε νυχτερινό κέντρο της Αθήνας, διαδραματίζεται ένα πρωτοφανές γεγονός στα αστυνομικά χρονικά. Ένας άντρας, κατά πάσα πιθανότητα μεθυσμένος, διακόπτει το μουσικό πρόγραμμα και σε κατάσταση αμόκ αρχίζει να μαχαιρώνει όσους βρίσκει στην πίστα. Το μανιακό ξέσπασμά του, είναι απάντηση  στην προσβολή που δέχτηκε, όταν κάποιοι θαμώνες δεν σεβάστηκαν την παραγγελιά του αδελφού του. Στον άγραφο νόμο της νύχτας, κανείς δεν παραβίαζε το δικαίωμα στο ζεϊμπέκικο. Ο απολογισμός ήταν τραγικός. Τρεις νεκρούς (εκ των οποίων οι δύο Αστυνομικοί) και δέκα τραυματίες άφησε πίσω του ο δράστης, μετατρέποντας σε σφαγή, το αποκριάτικο γλέντι των Αθηναίων. Ο άνθρωπος που σκόρπισε τον θάνατο, ήταν ο Νίκος Κοεμτζής, ένα άτομο με βεβαρημένο παρελθόν, που είχε μόλις αποφυλακιστεί για μικροληστεία, που είχε διαπράξει στη Θεσσαλονίκη....

Το έγκλημα έλαβε χώρα μέσα σε μια ταραγμένη περίοδο. Ήταν χούντα και οι ένστολοι ήταν σύμβολο του αυταρχισμού της εξουσίας. Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι αστυνομικοί αδιαφόρησαν για την παρουσία του Κοεμτζή και της παρέας του και  πυροδότησαν τον θυμό του. Ο ίδιος είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των αρχών, λόγω του αριστερού παρελθόντος του πατέρα του. Θόλωσε -όπως είπε- όταν γύρισαν την πλάτη στην παραγγελιά του μικρού αδελφού του. Αργότερα, όταν ρωτήθηκε γιατί είχε τόσο μένος εναντίον των αστυνομικών, είπε: «Γιατί κάθε τόσο με τραβάγανε στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο, πετούσανε νερό μέσα και με είχανε τρεις – τέσσερις ημέρες νηστικό, χωρίς να έχω κάνει τίποτα. Τώρα σκοτώνουμε και δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν, μου έλεγαν»....

Η δίκη και η κατάληξη του Κοεμτζή.

Μετά τη σύλληψή του, ο Κοεμτζής υποστήριξε ότι θόλωσε από το ποτό και από την προσβολή. Στη δίκη, ο συνήγορος του προσπάθησε να αποδείξει, ότι ο δράστης είχε ψυχολογικά προβλήματα. Με αυτό το επιχείρημα, στο παρελθόν είχε αποφύγει τη στράτευση, αλλά αυτή τη φορά οι δικαστές δεν του χαρίστηκαν. Απέρριψαν το αίτημα να εξεταστεί από ψυχίατρο και τον καταδίκασαν με την εσχάτη των ποινών, χωρίς ωστόσο η ποινή του να εκτελεστεί.

Ο Κοεμτζής έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια. Στις 31 Μαρτίου 1996, μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Η παραμονή του στις φυλακές ήταν υποδειγματική. Η ιστορία του έγινε τραγούδι, ταινία και  ντοκιμαντέρ...

Α. Η Λομπροζιανή οπτική

Όπως είναι γνωστό, ο Lombroso, εμπνευσμένος από τις θεωρίες του Darwin, υποστήριξε ότι ο εγκληματίας γεννιέται (αταβιστική θεωρία του εκ γενετής εγκληματία) και αφορά σε έναν ιδιαίτερο τύπο ατόμου με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, μορφολογικά, σωματοτυπικά και ψυχικά, τα οποία τον προδιαθέτουν στο έγκλημα εξαιτίας αυτής της βιολογικής οργάνωσής του (Bernard J. 2002). Η λομπροζιανή σχολή σκέψης σίγουρα δεν θα μπορούσε να αντλήσει δικαίωση μέσα από την περίπτωση του Κοεμτζή, καθώς δεν εμφάνιζε τα μορφολογικά και ψυχολογικά εκφυλιστικά γνωρίσματα που ήταν απαραίτητα για να δικαιολογήσουν την πράξη του. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ήταν ψυχολογικά ασταθής προσωπικότητα, δεν θα μπορούσαμε να συνδέσουμε πειστικά την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του με τη βαρύτητα της πράξης του. Από τα πραγματικά περιστατικά, το μόνο που θα μπορούσε να συνηγορήσει υπέρ των λομπροζιανών, αποτελεί η απόφανση του ιατροδικαστή Δημ. Καψάσκη ο οποίος διεξήγαγε τη νεκροψία, και κάνει λόγο για χτυπήματα πρωτοφανούς αγριότητας που προήλθαν από «επαγγελματία δολοφόνο» (Σόμπολος 2017: 28-29). Αλλά και πάλι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο Καψάσκης ήταν ιατροδικαστής κι όχι εγκληματολόγος, άρα ο χαρακτηρισμός «επαγγελματίας δολοφόνος» ενδέχεται να προσδιορίζει την εγκληματική πράξη καθαυτή κι όχι να αποδίδει το ψυχο-κοινωνικό προφίλ του δράστη.  Άλλωστε η πνευματική συγκρότηση του Κοεμτζή όπως αποτυπώθηκε στη βιογραφία του και τις συνεντεύξεις που έδωσε (βλ. ανωτ. Σόμπολος 2017), καθώς και η ειλικρινής μεταμέλειά του κατά την παραμονή του στη φυλακή, αποδεικνύουν στην πράξη ότι δεν επρόκειτο ούτε καν περί καθ΄ έξιν εγκληματία. Με το σκεπτικό αυτό ο όρος επαγγελματίας δολοφόνος παραμένει μετέωρος δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε κάποιο δράστη για μία μόνο πράξη, όσο σκληρή κι αν ήταν. Ωστόσο στην νεολομπροζιανή σχολή, ο Di Tullio επισήμανε τον αλκοολισμό ως παράγοντα «προετοιμασίας» για έγκλημα, (Πανούσης 1988 : 125) γεγονός το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και στην σύγχρονη εγκληματολογία και έχει ενσωματωθεί στη νομοθεσία περί μειωμένου ποινικού καταλογισμού. Στην περίπτωσή μας γνωρίζουμε από τα πραγματικά περιστατικά ότι ο Κοεμτζής βρισκόταν υπό την επήρεια του αλκοόλ σε τέτοιο βαθμό που σίγουρα δεν διέθετε διαύγεια πνεύματος και ευθυκρισία. Απορίας άξιο βέβαια, παρέμεινε το γεγονός ότι το δικαστήριο δεν έκρινε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μειωμένου καταλογισμού της ποινής.

Β. Η επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος

Ο Durkheim ήταν ο κύριος εκφραστής της «Σχολής του Κοινωνικού Περιβάλλοντος» που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αι.   Γι’ αυτόν η κεντρική έννοιας της ανομίας, οφείλεται στην «έλλειψη ρυθμιστικών κανόνων που οδηγεί στη χαλάρωση του κοινωνικού δεσμού ή με άλλα λόγια η αδυναμία του κοινωνικού συνόλου να προσανατολίσει τη συμπεριφορά των μελών του» (Τσαούσης 1991: 131). Στην περίπτωση αυτή διαταράσσονται οι κοινωνικοί μηχανισμοί ρύθμισης των επιδιωκόμενων στόχων, με αποτέλεσμα να ανάγονται στο μέγιστο οι φιλοδοξίες του ανθρώπου και να καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωσή τους. Επομένως προκαλούνται συμπλέγματα αποστέρησης που οδηγούν στην έκνομη συμπεριφορά.

Υπό το πρίσμα της σχολής του κοινωνικού περιβάλλοντος, οποιαδήποτε εγκληματική αναφορά μπορεί να έχει κοινωνική αιτιολόγηση (Αντωνοπούλου 2008). Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό όν, για να θυμηθούμε και τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί να διαπράξει ανομικές συμπεριφορές εκτός κοινωνικής επιρροής. Ωστόσο η περίπτωση του εγκλήματος του Κοεμτζή, δεν αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της σχολής σκέψης, καθώς κυριαρχούν ατομικοί και συγκυριακοί καταλυτικοί παράγοντες που οδήγησαν στην τέλεση της πράξης. Ακόμη και η κλασική προσέγγιση του Tarde που ανάγει τη μίμηση από το ψυχολογικό στο κοινωνικό γίγνεσθαι (Χρηστάκης 2014: 175), δεν θα μπορούσε να βρει πεδίο εφαρμογής δεδομένου ότι στο οικογενειακό περιβάλλον του Κοεμτζή δεν υπήρχε προϊστορία εγκληματικότητας. Βέβαια είναι γεγονός ότι από νέος είχε ξαναβρεθεί τρόφιμος του σωφρονιστικού συστήματος, αλλά δεν τεκμηριώνεται κανένας κοινωνικός συσχετισμός του με χαρακτηριστικά προτυποποίησης συμπεριφοράς.

Παρά ταύτα, αν εξετάσουμε το ευρύτερο ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πράξη του Κοεμτζή, εμφανίζει αρκετά χαρακτηριστικά ταξικής και ιδεολογικής σύγκρουσης κατά την μαρξιστική έννοια. Ήταν αριστερός σε μια εποχή που η δεξιά είχε μεταβληθεί από παρακράτος σε κράτος και είχε «φιλοξενηθεί» στην ασφάλεια ως αποτέλεσμα της αριστερής ιδεολογίας του. Θα ήταν λοιπόν εύλογο να αναπτύξει ένα κοινωνικό μίσος και στην απλή θέα των οργάνων καταστολής που γνωρίζουμε ότι παραβρίσκονταν στον τόπο του εγκλήματος αν δεν «ιντριγκάρισαν» κιόλας την πρόκληση της εγκληματικής πράξης. Ωστόσο παρά την ιδεολογική διαφοροποίηση που για την εποχή ισοδυναμούσε με αυτοτελές έγκλημα και την χαμηλή κοινωνική του προέλευση, δεν θα μπορούσαμε να κατατάξουμε το έγκλημά του στην κατηγορία αυτή. Άλλωστε ούτε ο ίδιος το συνέδεσε ευθέως με τις υφιστάμενες ιδεολογικές του πεποιθήσεις παρότι τη συγκεκριμένη στιγμή η παρουσία των αστυνομικών ενδέχεται να πυροδότησε αυτό το ανεξέλεγκτο ξέσπασμα οργής. Εξάλλου ήταν μια εποχή γενικευμένων ιδεολογικών διώξεων και καταπίεσης οι οποίες συσσώρευσαν κοινωνική οργή, αλλά δεν  προσέλαβαν χαρακτηριστικά ατομικής εκδικητικότητας.

Γ. ‘Έχει την απάντηση η Σχολή του Σικάγο;

Για τη σύγχρονη εγκληματολογική σκέψη, η Σχολή του Σικάγο έφερε μια κοσμογονία, εισάγοντας την οικολογική διάσταση στην εγκληματολογία, η οποία μελετά τη συμπεριφορά των ατόμων σε συνδυασμό με τους όρους του τοπικού περιβάλλοντος. Ο Sutherland που επηρεάστηκε από τη σχολή του Σικάγο, διατύπωσε την κλασσική στο είδος της «θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού» το 1934. Σύμφωνα μ' αυτή, η εγκληματική προσωπικότητα διαπλάθεται με τη συναναστροφή μέσα σε κλειστές ομάδες, όπου το άτομο «διδάσκεται» την καταστρατήγηση του νόμου. H υποκουλτούρα της ομάδας μπορεί να λειτουργήσει ως φυτώριο παραβατικής συμπεριφοράς, ιδιαίτερα όταν υπό συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού, τα άτομα αναζητούν υποκατάστατα κοινωνικής ένταξης και αποδοχής (Bernard J. 2002). Ο Cohen (μαθητής του Sutherland) προσπάθησε να συνδυάσει την έννοια της υποκουλτούρας µε αυτήν της ανομίας. Με βάση τη θέση του, «οι υποκουλτούρες υπάρχουν γιατί δίνουν λύσεις σε προβλήματα προσαρμογής που αντιμετωπίζουν τα µέλη κάποιων ομάδων. Η συµµετοχή στις συµµορίες λειτουργεί ως μηχανισμός προσαρμογής μέσα από μια διαδικασία αντίδρασης και απαξίωσης εκείνων των στοιχείων στα οποία έχουν αποτύχει» (Πετούση 2011: 38). Με άλλα λόγια, κατά τον Cohen το βασικό χαρακτηριστικό του εγκληματικού υποπολιτισμού είναι ένα σύστημα αξιών που αντιπροσωπεύει μια αντιστροφή των κυρίαρχων αξιών.

Ο Κοεμτζής ήταν ένας νέος ο οποίος είχε βιώσει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, γεγονός το οποίο αν συνδυαστεί με προγενέστερη συμπεριφορά εγκληματικότητας (μικροκλοπές) και παραμονής στη φυλακή, ίσως συνθέτει ένα σκηνικό ζύμωσης με ανομικές υποκουλτούρες. Μπορεί βέβαια να μην υπήρξε ποτέ μέλος οργανωμένης συμμορίας, αλλά σίγουρα διέθετε κάποια χαρακτηριστικά τα οποία επιφέρουν κοινωνικό στιγματισμό, ο οποίος αναπαράγει το φαύλο κύκλο της έκνομης συμπεριφοράς που μπορεί και να κλιμακώνεται όσο περισσότερο το άτομο εξωθείται στο κοινωνικό περιθώριο. Παράλληλα, η αφορμή του εγκλήματος του Κοεμτζή που σχετίζονταν με τον άγραφο νόμο του σεβασμού της «παραγγελιάς»  μας οδηγεί και στην κατεύθυνση αναζήτησης των αιτίων σε μια ανομική συμπεριφορά με χαρακτηριστικά υποκουλτούρας όπως περιγράφονται από τον Cohen. Μπορούμε ίσως να ισχυριστούμε ότι, κατ’ αναλογία, ο άγραφος νόμος της νύχτας σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Κοεμτζής οπλοφορούσε, συνιστά μιας μορφής «υποκουλτούρα» η οποία δικαιολογεί την έκνομη συμπεριφορά. Αναμφίβολα ο νόμος της νύχτας περιλαμβάνει ένα αξιακό πλαίσιο, συγκρουσιακό με τους κοινά παραδεκτούς κώδικες συμπεριφοράς, αλλά στην περίπτωσή μας η ένταση και η βαρύτητα της πράξης δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο υπό το πρίσμα αυτό. Η επίκληση της παραγγελίας ενός τραγουδιού, δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογήσει το φονικό, όπως θα γίνονταν π.χ. σε ένα έγκλημα τιμής (βεντέτα) που επίσης συνιστούσε την εποχή εκείνη μια «αποδεκτή» μορφή άσκησης βίας για συγκεκριμένες τοπικές κοινωνικές ομάδες.

Επίσης, κατά μία έννοια, ο Κοεμτζής μπορεί να υποστηριχθεί ότι βρισκόταν υπό καθεστώς παράσυρσης κατά Matza, δηλαδή σε ευκαιριακή αποδέσμευση από τους ηθικούς περιορισμούς που αποτρέπουν από τη διενέργεια εγκληματικών πράξεων, χωρίς ωστόσο να απαιτείται αφοσίωση σε παραβατικές αξίες. Με αυτή την οπτική, το έγκλημα του Κοεμτζή συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της παράσυρσης, αλλά δεν αποτελεί ενδεικτικό τύπο τέτοιου είδους εγκλήματος. Και τούτο διότι βρισκόταν σε τέτοιο βαθμό απώλειας συνείδησης λόγω μέθης και ψυχικού αναβρασμού, ώστε δεν διέθετε ούτε το minimum ελεύθερης βούλησης που θα απαιτείτο για να επιλέξει μια συγκεκριμένη αντίδραση έναντι μιας άλλης. Ωστόσο αν ξεφύγουμε από την προσκόλληση στο δραματικό συμβάν καθαυτό, η θεωρία του Hirschi περί έλλειψης κοινωνικού ελέγχου, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της εγκληματογένεσης. Ο Hirschi περιγράφοντας τους μηχανισμούς δημιουργίας κοινωνικών προτύπων (την σύνδεση, τη δέσμευση, τη συμμετοχή και την πίστη) σκιαγραφεί μια ολιστική διάσταση της παραβατικότητας η οποία δεν προσκολλάται στην αιτιοπαθογένεια αλλά επικεντρώνει στην «έλλειψη των αιτίων της συμβατικότητας».  (Πετούση 2011: 50) Εάν κάποιος έχει λάβει μια σημαντική εκπαίδευση, έχει μια συγκροτημένη οικογένεια και έχει δημιουργήσει επιτυχημένη επαγγελματική φήμη, θα συνέτρεχε στο πρόσωπό του μια σημαντική έλλειψη διάθεσης να παραβεί το νόμο, ισχυρίζεται και ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τον Κοεμτζή;

Δ. Επρόκειτο για ψυχασθενή εγκληματία; 

Ακόμα και στις αρχές του 21ου αι. ένα πέπλο μυστηρίου επικρατεί στην κοινή γνώμη αναφορικά με ζητήματα ψυχικών διαταραχών, το οποίο αυξάνεται εκθετικά αν συνδυασθεί με εγκληματικές συμπεριφορές. Η ψυχική ασθένεια εξακολουθεί εν πολλοίς να ορίζεται σε αντιδιαστολή με μια στερεοτυπική αλλά αόριστη έννοια «ομαλότητας». Ο Στριγγάρης (1980: 7) επισημαίνει με γλαφυρότητα: «Αν θέλουμε να ξέρουμε που αρχίζει η ανωμαλία, πρέπει να ξέρουμε που φτάνει η ομαλότητα. Όμως τέτοια διαχωριστική γραμμή είναι αδύνατο να χαραχτεί». Την ίδια άποψη υποστηρίζει η Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου (1979: 100) γράφοντας: «Τα όρια μεταξύ ομαλού και μη ομαλού ανθρώπου είναι πολύ ρευστά. Διότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε ορισμένες αποκλίσεις από έναν ιδεώδη μέσο άνθρωπο που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει...». Και η Τσαλίκογλου (1987: 88) προχωρώντας ακόμη περισσότερο, θεωρεί ότι «η ψυχική ασθένεια είναι μία κοινωνικά προσδιορισμένη κατάσταση», όπως άλλωστε κι η έννοια του εγκλήματος.

Η υπόθεση Κοεμτζή εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για το αν επρόκειτο περί ψυχασθενή εγκληματία μειωμένου καταλογισμού. Το γεγονός ότι είχε απαλλαγεί από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του για ψυχολογικά αίτια, συνηγορεί προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο το δικαστήριο, που είναι επίσης δημόσια αρχή, τον μεταχειρίσθηκε ως «κοινό» εγκληματία, αφήνοντας το ζήτημα ανοιχτό. Επρόκειτο για συνειδητή επιλογή του Κοεμτζή να αποφύγει τη στράτευση επικαλούμενος ψυχική νόσο ή για μεροληψία του δικαστηρίου εις βάρος του; Είναι γεγονός ότι η σφοδρότητα τέλεσης του εγκλήματος μαρτυρά πως σίγουρα βρισκόταν υπό καθεστώς ψυχικού αναβρασμού, αλλά και πάλι αυτό δεν τον καθιστά ψυχασθενή. Η έρευνά μας θα μπορούσε να προδικάσει ότι ήταν επικίνδυνος ψυχασθενής, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα πέφταμε στο μεθοδολογικό σφάλμα να αναπαράξουμε ένα «βολικό» στερεότυπο. Διότι σε όλη τη διάρκεια του μετέπειτα βίου του εντός και εκτός φυλακής, ο Κοεμτζής δεν εμφάνισε κανένα δείγμα βίαιης συμπεριφοράς παρότι είναι διαπιστωμένο ότι σε πολλές περιπτώσεις, ο εγκλεισμός διεγείρει την επιθετικότητα. (Στορ: 1979) Επίσης ποτέ δεν χρειάσθηκε να νοσηλευθεί σε ψυχιατρική δομή λόγω αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ούτε έλαβε ειδική ψυχιατρική αγωγή. Τα παραπάνω γεγονότα καταδεικνύουν ότι παρά την αφύσικη και υπερβολική αντίδραση στην «παραγγελιά» η περίπτωση χρήζει έρευνας και άλλων παραγόντων που συντέλεσαν στο έγκλημα πέραν της όποιας ψυχικής δυσλειτουργίας. Τέλος όπως ήδη αναφέρθηκε, παρά την πιθανολογούμενη απουσία ψυχιατρικής παθολογίας, ο Κοεμτζής βρισκόταν σε κατάσταση μέθης η οποία μπορεί να αλλοιώσει τη συμπεριφορά του ατόμου σε τέτοιο βαθμό ώστε οι πράξεις ενός ατόμου να προσιδιάζουν ή και να ξεπερνούν σε σφοδρότητα αυτές που οφείλονται αμιγώς σε ψυχική νόσο.

Αντί Συμπεράσματος

Από τις ανωτέρω συνοπτικές αναφορές μας, κατέστη σαφές ότι το συγκεκριμένο έγκλημα, όπως και η πλειοψηφία των εγκλημάτων, ως συνδυασμός πολυπαραγοντικών επιδράσεων και συγκυριών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο από μία σχολή σκέψης, χωρίς να υποπέσουμε στο σφάλμα της θεωρητικής μονομέρειας. Ωστόσο διατηρούμε την εντύπωση ότι τα μεθοδολογικά εργαλεία που προσφέρει η εγκληματολογία, είναι απαραίτητα όχι μόνο για την ορθή διατύπωση δικανικής κρίσης, αλλά πρωτίστως γιατί συμβάλλουν στην λύτρωση της κοινωνίας από προκαταλήψεις, στερεότυπα και αφοριστικές γενικεύσεις. Με το σκεπτικό αυτό, διευρύνεται η δυνατότητά μας να αποδαιμονοποιήσουμε την έκνομη συμπεριφορά, να επικεντρωθούμε στην πρόληψη του εγκλήματος και κυρίως να αντιληφθούμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία όσων παραβιάζουν το ποινικό δίκαιο, είναι άτομα της διπλανής πόρτας που χρήζουν σωφρονισμού κι όχι εκδίκησης.

Ανδρέας Δαβαλάς, Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου

Βιβλιογραφικές αναφορές

Αντωνοπούλου Μ., 2008, Οι Κλασικοί της κοινωνιολογίας, Αθήνα, Σαββάλας

Bernard J., 2002,  Vold's Theoretical Criminology, by Thomas J. Bernard, George B. Vold, Jeffrey B. Snipes, Alexander L. Gerould, Oxford University Press. 

Γιωτοπούλου- Μαραγκοπούλου Α., 1979, Παραδόσεις Εγκληματολογίας, Αθήνα χ.ε.

Πανούσης Γ., 1983, Εισαγωγή στην Εγκληματολογία, Αθήνα, Σάκκουλας

Πετούση Β., 2011, Εισαγωγή στην Εγκληματολογία, Πανεπιστήμιο Κρήτης / Τμ. Κοινωνιολογίας χ.ε.

Σόμπολος Π., 2017,  Οι αστέρες του εγκληματικού πανθέου. Όπως τους έζησα, Αθήνα,  Πατάκης

Στορ Α., 1979, Ανθρώπινη επιθετικότητα, μτφ. Μ. Λώμη, Αθήνα, Γλάρος

Στριγγάρης Μ., 1980, Σχιζοφρένεια και Εγκληματικότητα, Αθήνα, Νευρολογική και Ψυχιατρική Βιβλιοθήκη

Τσαλίκογλου Φ., 1987, Ο Μύθος του Επικίνδυνου Ψυχασθενή, Αθήνα, Παπαζήσης

Τσαούσης Δ. Γ., 1991, Η Κοινωνία του Ανθρώπου, Αθήνα, Gutenberg

Χρηστάκης Ν. 2014, Όψεις της Κοινωνικής Σκέψης του Gabriel Tarde, στο περ. Επιστήμη & Κοινωνία τ.32, Αθήνα, Gutenberg