ΤΕΥΧΟΣ #18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022

Η πρόσφατη τροποποίηση του αδικήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων

Παναγιώτα Βλάχου, υπ. Δρ.

(άρ. 191 ΠΚ) με το Ν. 4855/2021

 

Η πρόσφατη τροποποίηση του αδικήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 191 ΠΚ προσανατολίζεται προς την διεύρυνση του αξιοποίνου με την ταυτόχρονη αυστηρότερη τιμώρησή του, καθώς, μεταξύ άλλων, το αδίκημα μεταβάλλεται από έγκλημα αποτελέσματος σε έγκλημα συμπεριφοράς, επαναφέρεται το αξιολογικό στοιχείο της επιτηδειότητας των ψευδών ειδήσεων να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες και από έγκλημα βλάβης καθίσταται έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού της δημόσιας τάξης, με αποτέλεσμα τον περαιτέρω περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης.

Εισαγωγή

Διανύουμε την εποχή της πληροφορίας, η μετάδοση της οποίας έχει αλλάξει τόσο ποιοτικά, όσο και ποσοτικά. Ο μέσος άνθρωπος λαμβάνει έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών καθημερινά μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης αλλά κυρίως μέσω του διαδικτύου. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας βομβαρδίζουν σε κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας με νέα από όλον τον κόσμο, ενώ έχουν αυξηθεί τόσο αυτοί που μεταδίδουν τις πληροφορίες όσο και οι αποδέκτες τους, με συνακόλουθη επίδραση στην ποιότητα των πληροφοριών και στον έλεγχο της αξιοπιστίας τους.

Παρά τα προφανή, ωστόσο, οφέλη που παρέχουν οι νέες δυνατότητες της τεχνολογίας για την πολυφωνία και την ελευθερία της έκφρασης, καθίσταται επίκαιρη όσο ποτέ η οριοθέτηση μεταξύ της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και της κατάχρησης αυτού με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων[1], η οποία μπορεί να επιφέρει δυσάρεστες συνέπειες στην ομαλή κοινωνική συμβίωση και να αποτελέσει προσβολή της προσωπικότητας, της τιμής και της υπόληψης τρίτων. Πρέπει να γίνεται επομένως μια στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος ελευθερίας της έκφρασης του εκάστοτε πολίτη και της προσβολής των δικαιωμάτων μεμονωμένων ατόμων ή του κοινωνικού συνόλου. Προς την κατεύθυνση της προστασίας του τελευταίου έχει θεσπιστεί το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων (191 ΠΚ).

Και ενώ η νομολογία[2] μας έχει κρίνει ότι το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν αντίκειται στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης, δεχόμενη ότι η ανακοίνωση ψευδών ειδήσεων αποτελεί καταχρηστική άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος και άρα η τιμώρησή της είναι συνταγματικά ανεκτή, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ως προς τον περιορισμό του δικαιώματος αυτού[3], ο οποίος πρέπει να αρκείται σε περιπτώσεις που πράγματι θίγονται δικαιώματα, ελευθερίες και συμφέροντα τρίτων ή του κοινωνικού συνόλου μετά από στάθμιση των εκατέρωθεν προσβολών των δικαιωμάτων, ώστε να νιώθουν όλοι οι πολίτες την ασφάλεια να εκφράσουν ελεύθερα τη γνώμη τους και να μην αποθαρρύνονται από ενδεχόμενη δίωξή τους.

Το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων προβλεπόταν στο άρθρο 191 ΠΚ του προϊσχύσαντα Ποινικού Κώδικα χωρίς να τροποποιηθεί μέχρι τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), ο οποίος επέφερε ριζικές, προοδευτικές αλλαγές στο αδίκημα αυτό. Ωστόσο, ήδη δύο σχεδόν χρόνια από τη θέση σε ισχύ του νέου αυτού κώδικα, το άρθρο τροποποιείται εκ νέου (άρ. 36 Ν. 4855/2021) επαναφερόμενο κατά βάση στη μορφή που είχε 70 χρόνια πριν. Το άρθρο αυτό έχει σήμερα ως εξής:

Άρθρο 191. Διασπορά ψευδών ειδήσεων

Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων.

Βασικές έννοιες

Για να γίνει κατανοητή η διαφοροποίηση της ειδικής υπόστασης του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων υπό την πρόσφατη τροποποίησή του απαιτείται πρώτα μια επισκόπηση των βασικών στοιχείων του εγκλήματος και η αποσαφήνιση των βασικών εννοιών της αντικειμενικής του υπόστασης.

Προστατευόμενο έννομο αγαθό στο έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων είναι η υπό στενή έννοια δημόσια τάξη, η οποία συνίσταται στην επικρατούσα στο κράτος ευταξία, συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η δημοσία δε τάξη προστατεύεται τόσο ως προς την πολιτειακή της όψη, ως επιβολή της κρατικής βουλήσεως, όσο και ως προς την κοινωνική της όψη, ως η ομαλή και ειρηνική συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών[4].

Τρόποι τέλεσης του εγκλήματος είναι η διάδοση και η διασπορά ψευδών ειδήσεων. Διασπορά αποτελεί η ανακοίνωση της είδησης σε διάφορα πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων, η οποία μπορεί να γίνει είτε κατ’ επανάληψη είτε μία μόνο φορά, αλλά με τέτοιο τρόπο που να κυκλοφορήσει μεταξύ του κοινού[5]. Έτσι, αρκεί η κυκλοφορία της εφημερίδας που περιέχει την είδηση στο κοινό[6]. Αντιθέτως, η ανακοίνωση της είδησης σε ένα μόνο πρόσωπο δεν συνιστά διασπορά και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 191 ΠΚ[7]. Διάδοση δε μιας είδησης είναι η μετάδοση ανακοίνωσης γεγονότος που έχει γίνει από άλλον[8].

H διάδοση ή η διασπορά πρέπει να γίνεται δημόσια, δηλαδή κατά τρόπο που να γίνεται δυνατή η περιέλευσή της σε ευρύτερο κύκλο προσώπων τα οποία δεν συνδέονται μεταξύ τους[9], ή μέσω του διαδικτύου, για παράδειγμα μέσω ιστοσελίδων, ιστολογίων, λογαριασμών σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κ.λπ.

Ως είδηση ορίζεται η ανακοίνωση για ένα γεγονός του παρόντος ή του πρόσφατου παρελθόντος[10]. Ανακοίνωση για γεγονός του απώτερου παρελθόντος δεν συνιστά είδηση αλλά ιστορική ανακοίνωση ή επανάληψη ιστορικής γνώσης, ενώ ανακοινώσεις για μελλοντικά γεγονότα αποτελούν εικασίες[11]. Ωστόσο, μπορεί να αποτελέσει είδηση η ανακοίνωση γεγονότος που πρόκειται να συμβεί στο εγγύς μέλλον, εφόσον στηρίζεται σε γεγονός που έχει ήδη συμβεί[12]. Από τα ανωτέρω γίνεται κατανοητό ότι στην έννοια της ειδήσεως δεν συμπεριλαμβάνονται κρίσεις, σκέψεις ή γνώμες, οι οποίες και δεν γίνεται να είναι αληθινές ή ψευδείς. Οι εκτιμήσεις γεγονότων και οι συσχετισμοί τους με άλλα γεγονότα δεν αποτελούν ειδήσεις, αλλά κρίσεις, σκέψεις και γνώμες[13]. Έτσι, πρέπει να διαχωρίζεται σε κάθε υπόθεση ποια περιστατικά εκφερόμενα με το λόγο του δράστη συνιστούν γεγονότα και ποια δεικνύουν την υποκειμενική στάση του δράστη στα γεγονότα αυτά και επομένως αποτελούν κρίσεις, σκέψεις ή γνώμες του.

Οι ειδήσεις που διασπείρονται πρέπει να είναι ψευδείς, τέτοια δε είναι η είδηση που δεν ανταποκρίνεται αντικειμενικά στην αλήθεια, δηλαδή αναφέρεται σε ανύπαρκτο γεγονός[14], ανεξάρτητα από την πρόσληψη αυτής από τον δράστη. Η ψευδής είδηση πρέπει να είναι πρόσφορη να προκαλέσει φόβο ή ανησυχία στους πολίτες υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις[15]. Η διάδοση ή διασπορά αληθινών γεγονότων, ακόμη και εάν έχει το αποτέλεσμα πρόκλησης φόβου στους πολίτες που περιγράφεται στο άρθρο 191 ΠΚ σε καμία περίπτωση δεν συνιστά αξιόποινη συμπεριφορά[16], καθώς αποτελεί τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Ψευδής, ωστόσο, μπορεί να θεωρηθεί και ανακοίνωση που περιέχει κομμάτια μόνο της είδησης, με την απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων του γεγονότος, δίνοντας την εντύπωση στον αποδέκτη της είδησης ότι αυτή έχει νόημα διαφορετικό από το αληθινό[17].

Η διάδοση ή διασπορά ψευδών ειδήσεων πρέπει να είναι ικανή να προκαλέσει φόβο ή ανησυχίες στους πολίτες. Φόβος είναι το συναίσθημα που βιώνει κάποιος μπροστά στο κακό, βρίσκεται δε μεταξύ της ανησυχίας και του τρόμου, ενώ ανησυχία είναι το συναίσθημα για επικείμενο/μελλοντικό κακό, ενώ τρόμο συνιστά το συναίσθημα μέσα στο κακό[18].

Για την τέλεση του εγκλήματος αρκεί ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση ή έστω στην ύπαρξη υπονοιών για το ψεύδος της διαδιδόμενης ή διασπειρόμενης είδησης[19]. Υπό την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου καταργήθηκε η εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος.

Περιπτώσεις διασποράς ψευδών ειδήσεων που έχουν κριθεί από την ελληνική νομολογία είναι η ανάρτηση στο διαδίκτυο άρθρου, στο οποίο αναφερόταν ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες εξαπλώνουν μέσω των εμβολίων τους καρκίνο, AIDS, κ.λπ., περιεχόμενο το οποίο μπορούσε να προκαλέσει ανησυχίες και φόβο στους πολίτες που έχουν πρόσβαση στο δημοσίευμα αυτό και να αποτρέψει τους γονείς να εμβολιάσουν τα παιδιά τους[20] και η ανακοίνωση της είδησης ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει ιδιοποιηθεί παρανόμως το ποσό επιταγής ύψους 5.000.000 δραχμών και ότι η Κυβέρνηση το συγκάλυψε παραχωρώντας ανταλλάγματα σε γνωστή επιχειρηματία[21].

Αντιθέτως, έχει κριθεί ότι δεν πραγματώθηκε η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος στην περίπτωση ανακοίνωσης επικείμενου μετασεισμού μεγάλης έντασης από επιστήμονες σεισμολόγους, η οποία μεταδόθηκε από διάφορους τηλεοπτικούς σταθμούς, διότι κρίθηκε ότι η ως άνω ανακοίνωση ναι μεν αποτελούσε είδηση, καθώς παρά του μελλοντικού της χαρακτήρα στηριζόταν σε γεγονός που είχε ήδη συμβεί, ήταν ωστόσο αληθινή βάσει των επιστημονικών γνώσεων και του σεισμικού παρελθόντος της περιοχής[22]. Επίσης, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι η ανακοίνωση ότι ο σεισμός απελευθέρωσε ενέργεια ίση με δύο ατομικές βόμβες αποτελεί κρίση, εκτίμηση ή γνώμη, οι οποίες δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.

Διαφορές στη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος υπό την πρόσφατη τροποποίησή του και την προηγούμενη μορφή που είχε λάβει με το νέο Ποινικό Κώδικα

Το άρθρο 191 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4855/2021, δεν διαφέρει ουσιαστικά από τη μορφή που είχε αυτό κατά τον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα, διαφέρει όμως ουσιωδώς από τη μορφή που είχε λάβει το άρθρο υπό το νέο Ποινικό Κώδικα.

Υπό την προηγούμενη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων του νέου Ποινικού Κώδικα, για την τέλεση του αδικήματος δεν αρκούσε διάδοση ή διασπορά που να είναι ικανή να προκαλέσει φόβο ή ανησυχίες στους πολίτες, αλλά απαιτείτο να προκλήθηκε ένα αποτέλεσμα εμπειρικά διαπιστώσιμο, δηλαδή απαιτείτο να προκλήθηκε πράγματι φόβος σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, τέτοιας έντασης[23] που οι πολίτες να εξαναγκασθούν σε μη προγραμματισμένες ενέργειες ή σε ματαίωσή τους και να δημιουργηθεί κίνδυνος ζημίας για την οικονομία, τον τουρισμό, την αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις. Ως εκ τούτου, το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων είχε μεταβληθεί από έγκλημα συμπεριφοράς σε έγκλημα αποτελέσματος, καθώς υπό την αρχική μορφή του, το έγκλημα ήταν τετελεσμένο ήδη με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων ικανών να διαταράξουν τη δημόσια τάξη χωρίς να απαιτείτο η πρόκληση κάποιου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει και με την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 191 ΠΚ.

Επίσης, υπό την προγενέστερη μορφή του, είχε καταργηθεί το αξιολογικό στοιχείο της επιτηδειότητας των ψευδών ειδήσεων να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διατάραξη των διεθνών σχέσεων της χώρας, το οποίο επαναφέρθηκε με την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου, και αρκούσε η εμπειρική διαπίστωση της υλοποίησης μη προγραμματισμένων ή ματαίωσης προγραμματισμένων ενεργειών για τη διάγνωση του απαιτούμενου φόβου.

Τέλος, ο κίνδυνος δεν αρκούσε να πιθανολογείται, αλλά έπρεπε πράγματι να επήλθε κίνδυνος ζημίας για την οικονομία, τον τουρισμό, την αμυντική ικανότητα της χώρας και διατάραξης των διεθνών σχέσεων της χώρας[24]. Επίσης, ο κίνδυνος δεν αναζητείτο στην ψυχική στάση (εμπιστοσύνη) των πολιτών προς το εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή στην πρόκληση ανησυχιών ή φόβου γενικά ή στη διατάραξη της δημόσιας πίστης, δηλαδή σε υποκειμενικά στοιχεία δύσκολα διαγνώσιμα εμπειρικά, αλλά στη ζημία της οικονομίας, του τουρισμού, κ.λπ., κατάσταση αντικειμενική και εμπειρικά διαπιστώσιμη. Η απόφαση αυτή του νομοθέτη ήταν ορθή, καθώς η προστασία της δημόσιας τάξης υπό την κοινωνική της όψη δεν έχει την έννοια της προστασίας των υποκειμενικών συναισθημάτων των πολιτών, αλλά του συναισθήματος φόβου που έχει ορατό αντίκτυπο στην κοινωνική ζωή[25]. Αντιθέτως, υπό την πρόσφατη τροποποίησή του ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών επαναφέρεται ως στοιχείο της επιτηδειότητας των ειδήσεων.

Όσον αφορά στο έννομο αγαθό, υπό το νέο Ποινικό Κώδικα το αποτέλεσμα της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν ήταν πλέον η διακινδύνευση αλλά η πράγματι διασάλευση της δημόσιας τάξης τόσο υπό την κοινωνική της όψη, εφόσον διαταράσσεται η ομαλή και ειρηνική κοινωνική συμβίωση των πολιτών, όσο και υπό την πολιτειακή της όψη, εφόσον βλάπτεται η επιβολή του κρατικού μηχανισμού στον τομέα της οικονομίας, του τουρισμού, της αμυντικής ικανότητας της χώρας και των διεθνών της σχέσεων εξαιτίας των αντιδράσεων των πολιτών[26]. Έτσι, από έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης η διασπορά ψευδών ειδήσεων είχε καταστεί έγκλημα βλάβης της δημόσιας τάξης[27], πράγμα που ανατράπηκε με την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου.

Επομένως, όπως είναι σαφές, οι όποιες βελτιωτικές κινήσεις έγιναν στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος με το νέο Ποινικό Κώδικα, αναιρέθηκαν με την πρόσφατη τροποποίησή του, η οποία υιοθέτησε κατά βάση την αρχική μορφή που είχε το άρθρο στον προϊσχύσαντα ποινικό κώδικα. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι το αδίκημα μετατράπηκε από έγκλημα βλάβης σε έγκλημα διακινδύνευσης του εννόμου αγαθού, αυξήθηκαν οι απειλούμενες ποινές, οι οποίες ταυτίζονται πλέον με αυτές του προϊσχύσαντα ποινικού κώδικα[28]. Αλλά και συστηματικά ιδωμένες οι ισχύουσες ποινές εμφανίζονται δυσανάλογες με την προσβολή του εν λόγω εννόμου αγαθού, καθώς εγκλήματα βλάβης της δημόσιας τάξης που προβλέπονται στο ίδιο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα τιμωρούνται με μικρότερες ποινές σε σχέση με την ισχύουσα μορφή του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων ως εγκλήματος διακινδύνευσης του ίδιου εννόμου αγαθού.

Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι υπό την πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου επαναφέρθηκε το αξιολογικό στοιχείο της επιτηδειότητας των ειδήσεων να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχίες στους πολίτες και να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού, μετατρεπόμενο από έγκλημα βλάβης σε έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης. Περαιτέρω, το αδίκημα μετατράπηκε σε έγκλημα συμπεριφοράς από έγκλημα αποτελέσματος[29], επαναφέρθηκε το στοιχείο της ψυχικής στάσης των πολιτών (κλονισμός της εμπιστοσύνης τους) και προστέθηκε η πρόκληση φόβου ή ανησυχιών και ο κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού και στη δημόσια υγεία ένεκα της πρόσφατης επικαιρότητας που βιώνουμε παγκοσμίως[30]. Προστέθηκε, επίσης, και η επιτηδειότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχίες και όχι απλώς φόβο στους πολίτες, αν και η ανησυχία είναι συναίσθημα μικρότερης έντασης από τον φόβο, όπως εκτέθηκε ανωτέρω. Τέλος, προστέθηκε η απειλή ποινής στον πραγματικό ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκε η διασπορά, εφόσον είχε δόλο προς τούτο, «ο οποίος πρέπει να καλύπτει τη συνείδησή του ότι οι ειδήσεις είναι ψευδείς και ικανές να επιφέρουν κάποια από τα περιγραφόμενα αποτελέσματα»[31]. Πέρα, ωστόσο, από τα ως άνω, προς τη σωστή κατεύθυνση φαίνεται να κινείται η κατάργηση της εξ αμελείας τέλεσης της διασποράς[32].

Συμπεράσματα

Είχε ήδη επισημανθεί[33] ότι το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων λόγω της δυνατότητας χρήσης του ως κυβερνητικού/πολιτικού όπλου, έπρεπε να προβλέπεται ως έγκλημα αποτελέσματος για να ανταποκρίνεται στο σύγχρονο δημοκρατικό πνεύμα του Ποινικού Κώδικα, όπως και πράγματι συνέβη με την τροποποίηση του άρθρου 191 με το νέο Ποινικό Κώδικα.

Το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης παρά την υποστηριζόμενη άποψη ότι δεν υπάρχει δικαίωμα στο ψεύδος. Τα όρια μεταξύ ψεύδους και αλήθειας ή είδησης, κρίσης, γνώμης και εικασίας είναι σε ορισμένες περιπτώσεις ιδιαίτερα ρευστά, ενώ υφίσταται ο κίνδυνος να γίνει χρήση της εν λόγω διάταξης για πολιτικούς λόγους. Για να μην οδηγεί η πρόβλεψη αυτού του αδικήματος σε προσκόμματα και παρεμπόδιση της ελευθερίας έκφρασης οποιουδήποτε ανθρώπου, το αξιόποινο πρέπει να περιορίζεται στην απολύτως απαραίτητη έκταση, δηλαδή στην κάλυψη περιπτώσεων που πράγματι δημιουργείται κίνδυνος ζημίας για ορισμένους τομείς του κρατικού μηχανισμού και που πράγματι βλάπτεται η δημόσια τάξη υπό την πολιτειακή και κοινωνική της όψη.

Η επιλογή από το νομοθέτη των στοιχείων που αποτελούν την αντικειμενική υπόσταση του προσφάτως τροποποιημένου άρθρου φαίνεται ως οπισθοδρόμηση από την θετική κατεύθυνση που είχε λάβει η προγενέστερη μορφή του αδικήματος με το Ν. 4619/2019, καθώς διευρύνεται και πάλι το αξιόποινο του εγκλήματος από την πράγματι βλάβη της δημόσιας τάξης στη δυνητική διακινδύνευση αυτής, αφού πλέον αρκεί οι ειδήσεις να ήταν ικανές να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχίες στους πολίτες και όχι να προκλήθηκαν πράγματι οι τελευταίες, και από έγκλημα αποτελέσματος σε έγκλημα συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να διευρύνεται και ο περιορισμός του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Κλείνουμε με το σχόλιο ότι το ποινικό δίκαιο, ενώ βεβαίως διαμορφώνεται από τις κοινωνικές εξελίξεις, δεν θα πρέπει να καθίσταται έρμαιο της εκάστοτε επικαιρότητας.

Παναγιώτα Βλάχου, Δικηγόρος, Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ

*photo by memyselfandeye on pixabay
[1] Τα λεγόμενα fake news είναι πολύ συχνά, διαδίδονται πολύ γρήγορα και σε μεγάλο αριθμό ατόμων, ενώ συνήθως σκοπός του συντάκτη τους είναι το λεγόμενο “like farming” και η απόκτηση ενός αυξανόμενου αριθμού διαδικτυακών «φίλων» με απώτερο σκοπό το κέρδος μέσω διαφημίσεων από την αύξηση της επισκεψιμότητας της ιστοσελίδας τους. Βλ. Jougleux Philippe, Η παραπληροφόρηση στην ψηφιακή εποχή, Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας 2016, σελ. 504 επ.

[2] ΕφΑθ 5280/1981, ΝοΒ 1982, σελ. 314, ΠλημΑθ 44203/1980, ΠοινΧρ 1981, σελ. 188

[3] Οποιοσδήποτε περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης πρέπει να σέβεται την ελευθερία συμμετοχής στους δημόσιους διαλόγους, την ισότητα των επικοινωνιακών ευκαιριών, δηλαδή κανένας πολίτης δεν θα πρέπει να στερείται του δικαιώματος αυτού λόγω των πεποιθήσεών του και της διαφωνίας των υπολοίπων με αυτές, και την αρχή του μη καταναγκασμού, με την έννοια της αποχής από τον καταναγκασμό για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος. Βλ. Χρ. Παπαστυλιανός, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου: Προϋποθέσεις μιας σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του ΠΚ, ΠοινΔικ 2005, σελ. 333 επ.

[4] Μαργαρίτης Μιχαήλ, Μαργαρίτη Άντα, Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία – Εφαρμογή, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2020, σελ. 532, ΑΠ (Ολ.) 2/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ (Ολ.) 1463/1981, ΠοινΧρ 1982, σελ. 632, ΑΠ 1126/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1519/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔιατΕισΠρΑθ 47/2015, ΠοινΔικ 2015, σελ. 521 επ.

[5] Μαργαρίτης Μιχαήλ, Μαργαρίτη Άντα, ό.π., σελ. 532, Σπυρόπουλος Φώτιος, Η διασπορά ψευδών ειδήσεων στην εποχή των “fake news”, CrimeTimes, Τεύχος 8, Ιανουάριος 2019, διαθέσιμο σε: https://www.crimetimes.gr/%CE%B7-%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CF%83%CF%80%CE%BF%CF%81%CE%AC-%CF%88%CE%B5%CF%85%CE%B4%CF%8E%CE%BD-%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%AE%CF%83%CE%B5%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%BF%CF%87%CE%AE/, ΠλημμΒερ 582/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΔιατΕισΠρΑθ 189.400/62/1989, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5280/1981, ΝοΒ 1982, σελ. 314, ΠλημΑθ 44203/1980, ΠοινΧρ 1981, σελ. 188, Αναθεωρητικό Δικαστήριο 187/2015, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

[6] ΕφΑθ 5280/1981, ΝοΒ 1982, σελ. 315, ΠλημΑθ 44203/1980, ΠοινΧρ 1981, σελ. 188

[7] Μανωλεδάκης Ιωάννης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης: άρθρα 183-197 ΠΚ, 2η έκδ. Σάκκουλας Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 217, Σπυρόπουλος Φώτιος, ό.π. Βλ. και Αναθεωρητικό Δικαστήριο 187/2015, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, στην οποία κρίθηκε ότι δε συνιστά διασπορά ψευδών ειδήσεων η ανακοίνωση ότι έχει τοποθετηθεί βόμβα σε συγκεκριμένο αεροπλάνο, διότι η ανακοίνωση της ψευδούς είδησης έγινε μόνο σε ένα άτομο (στο άτομο που εκτελούσε καθήκοντα τηλεφωνητή σε τηλεοπτικό κανάλι). Πρβλ. Κρίππας Γεώργιος, Το έγκλημα διασποράς ψευδών ειδήσεων και φημών, ΠοινΧρ 1969, σελ. 503, όπου αναφέρει ότι μπορεί να τελεστεί διασπορά και με την ανακοίνωση της είδησης σε ένα μόνο πρόσωπο, εφόσον ο δράστης αποσκοπεί να γίνει αυτή γνωστή σε μεγαλύτερο αριθμό ατόμων και το οποίο πράγματι να συνέβη.

[8] ΑΠ 301/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 328/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 378/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[9] ΑΠ 458/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1790/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[10] Μαργαρίτης Μιχαήλ, Μαργαρίτη Άντα, ό.π., σελ. 532, Σπυρόπουλος Φώτιος, ό.π., ΔιατΕισΕφΑθ 36863/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Γνωμοδότηση ΕισΑθ 1-8/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γνωμ Εισ. ΑΠ 3/1964, ΠοινΧρ 1964, σελ. 119, ΕφΑθ 5280/1981, ΝοΒ 1982, σελ. 315, ΔιατΕισΠρΑθ 189.400/62/1989, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 781/1976, ΠοινΧρ 1977, σελ. 222, ΑΠ 236 /1978, ΠοινΧρ 1978, σελ. 485, ΠλημΑθ 44203/1980, ΠοινΧρ 1981, σελ. 188

[11] Μανωλεδάκης Ιωάννης, ό.π., σελ. 217 επ., Σπυρόπουλος Φώτιος, ό.π.

[12] Φράγκος Κωνσταντίνος, Φράγκου Δήμητρα (Επιμελ.), Φράγκου Ελένη (Επιμελ.), Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019 και Ν. 4637/2019): Κατ' άρθρο ερμηνεία & νομολογία Αρείου Πάγου, Εκδόσεις Σάκκουλας, ΑΘΗΝΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2020, σελ. 887, Μαργαρίτης Μιχαήλ, Μαργαρίτη Άντα, ό.π., σελ. 532, ΔιατΕισΕφΑθ 36863/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Γνωμοδότηση ΕισΑθ 1-8/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[13] Σπυρόπουλος Φώτιος, ό.π., ΔιατΕισΕφΑθ 36863/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Γνωμοδότηση ΕισΑθ 1-8/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[14] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4619/2019, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-234), Εκδόσεις ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΟΒΛΙΟΘΗΚΗ 2020, σελ. 1318, Μανωλεδάκης Ιωάννης, ό.π., σελ. 219, Σπυρόπουλος Φώτιος, ό.π., ΔιατΕισΠρΑθ 47/2015, ΠοινΔικ 2015, σελ. 521 επ., ΔιατΕισΕφΑθ 36863/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Γνωμοδότηση ΕισΑθ 1-8/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5280/1981, ΝοΒ 1982, σελ. 315, ΔιατΕισΠρΑθ 189.400/62/1989, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[15] ΔιατΕισΕφΑθ 36863/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

[16] Γνωμοδότηση ΕισΑθ 1-8/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[17] Κρίππας Γεώργιος, ό.π., ΠοινΧρ 1969, σελ. 505 Ζήτημα γεννάται για το εάν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων σε περίπτωση παραπλανητικού τίτλου ενός άρθρου/δημοσιεύματος που δεν έχει σχέση με το περιεχόμενό του, δημιουργώντας έτσι ψευδείς εντυπώσεις στο κοινό που ενδεχομένως θα σταθεί απλώς στον τίτλο του άρθρου και δεν θα αναγνώσει το περιεχόμενό του, δηλαδή εάν ο τίτλος θα κριθεί ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του άρθρου ή σε σχέση με αυτό. Βλ. ΑΠ 392/1990, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ Σχετικά με την υποχρέωση των δημοσιογράφων να υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ του τίτλου και του περιεχομένου του δημοσιευθέντος άρθρου βλ. Ανθόπουλος Χαράλαμπος, Όψεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, Αρμ 1999, σελ. 1047

[18] Μανωλεδάκης Ιωάννης, ό.π., σελ. 221

[19] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 1319, Κρίππας Γεώργιος, ο.π., σελ. 509, Γνωμ Εισ. ΑΠ 3/1964, ΠοινΧρ 1964, σελ. 119, ΑΠ 197/1961, ΠοινΧρ 1961, σελ. 469

[20] ΠλημμΒερ 582/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[21] ΠλημΑθ 44203/1980, ΠοινΧρ 1981, σελ. 190

[22] ΔιατΕισΕφΑθ 36863/2017, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Γνωμοδότηση ΕισΑθ 1-8/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[23] Έπρεπε να υπάρχει φόβος και όχι ανησυχία, όπως προβλεπόταν διαζευκτικά στην αρχική μορφή του άρθρου αλλά και υπό τη νέα τροποποίησή του, ως ανησυχία δε ορίζεται «το συναίσθημα κλονισμού της πεποίθησης για συνέχιση της ομαλής ροής της κοινωνικής ζωής σε συγκεκριμένη περίπτωση». Βλ. Μανωλεδάκης Ιωάννης, ό.π., σελ. 221

[24] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 1316

[25] Βλ. σχετικές παρατηρήσεις ως προς την προηγούμενη μορφή του εγκλήματος σε: Χρ. Παπαστυλιανός, ό.π., σελ. 333 επ.

[26] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 1317

[27] Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ό.π., σελ. 1316 επ.

[28] Βεβαίως η αυστηροποίηση των ποινών δεν οδηγεί απαραίτητα σε μείωση της εγκληματικότητας, ωστόσο, παρέλκει μια εκτενής ανάλυση του ζητήματος αυτού στο παρόν άρθρο.

[29] Ο νομοθέτης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, θεωρεί ότι η απαίτηση της διενέργειας εκ μέρους των πολιτών μη προγραμματισμένων πράξεων ή της ματαίωσης αυτών, «δεν εισφέρει στον σκοπό της ύπαρξης της προκείμενης διάταξης, που αποβλέπει στην προστασία της υπό στενή έννοια δημόσιας τάξης», θεωρώντας ότι το έννομο αγαθό προστατεύεται καλύτερα με την κατάργηση του αντικειμενικού στοιχείου της διενέργειας εκ μέρους των πολιτών μη προγραμματισμένων πράξεων ή τη ματαίωσης αυτών και την προσθήκη του υποκειμενικού στοιχείου της ψυχικής στάσης των πολιτών (κλονισμός της εμπιστοσύνης του κοινού).

[30] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4855/2021 άρ. 36: «Επιπλέον, με την προτεινόμενη διάταξη συμπεριλαμβάνεται ρητά και η δημόσια υγεία, προσθήκη αναγκαία, καθώς, κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού COVID19, έχουν παρατηρηθεί φαινόμενα εκτεταμένης διασποράς ειδήσεων και πρόκλησης ανησυχίας και πανικού στους πολίτες ιδίως για θέματα δημόσιας υγείας».

[31] Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4855/2021 άρ. 36

[32] Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4855/2021 άρ. 36, «καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 191 ΠΚ που τιμωρεί την εξ αμελείας τέλεση της πράξης διότι η ποινική της απαξία εξαντλείται στους δράστες εκείνους, συντάκτες, εμφαινόμενους ή υποκρυπτόμενους ιδιοκτήτες ή εκδότες που εκ προθέσεως και συνειδητά μεταδίδουν ψευδείς ειδήσεις».

[33] Μανωλεδάκης Ιωάννης, ό.π., σελ. 2