Η «παρατεταμένη απομόνωση» ως μορφή ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα του άρθρου 312 παρ. 4 του νέου ΠΚ.
Περίληψη
H ενδοοικογενειακή βία διακρίνεται σε ορατή και αόρατη όταν στην τελευταία περίπτωση λαμβάνει χώρα και μένει πίσω από τις κλειστές πόρτες και περιλαμβάνει όχι μόνο την σωματική κακοποίηση αλλά τις άμεσες και έμμεσες απειλές, την συναισθηματική και ψυχολογική βία, την σεξουαλική κακοποίηση, την απομόνωση και τον οικονομικό έλεγχο και γενικότερα όλες εκείνες τις συμπεριφορές που ωθούν ένα άτομο να ζει υπό ένα διαρκή φόβο με καταπατημένα τα κυρίαρχα ανθρώπινα δικαιώματά του, της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της ασφάλειας, της ισότητας και της αυτοδιάθεσης[1].
Εισαγωγή στην ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας
Ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» φαίνεται πως δεν έχει αυστηρά ποινικό περιεχόμενο, δεν είναι δηλαδή «terminus technicus»[2], αλλά έννοια της εγκληματολογίας με την οποία περιγράφεται και απαξιολογείται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο. Είναι δε αλήθεια πως η ενδοοικογενειακή βία αποτελούσε περισσότερο ένα χρόνιο και σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, εμφανιζόμενο σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, παρά ένα ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα.[3] Kι αυτό συμπεραίνεται από το ότι πριν τη θέσπιση του Ν. 3500/2006 η ενδοοικογενειακή βία ως προς το νομικό της σκέλος ρυθμιζόταν από τις αντίστοιχες διατάξεις του Π.Κ, όπως τις διατάξεις για τα εγκλήματα κατά της ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, κατά της προσωπικής ελευθερίας, της τιμής, της προσωπικότητας του ατόμου, καθώς και αντίστοιχες διατάξεις για τα εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ ο δε βιασμός στο γάμο ενέπιπτε στην αντικειμενική υπόσταση της παράνομης βίας και όχι στο βιασμό.[4] Εντούτοις, με την υπ' αριθ. 32456/31-3-2005 Υ.Α. συγκροτήθηκε Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή προς κατάρτιση νομοσχεδίου για την πρόληψη και αντιμετώπιση του ενδοοικογενειακού δυσλειτουργικού φαινομένου στην Ελλάδα. Στη βάση των αρχών της ελευθερίας της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στο πλαίσιο της οικογένειας, ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 10-10-2006 ο ν. 3500/2006, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 232/24-10-2006[5]. Πρωτοβουλία του νομοθέτη ήταν να απαξιώσει κάθε μορφή βίας που ασκείται μέσα στην οικογένεια, αλλά και να «προκαλέσει» την ευαισθητοποίηση του ευρύτερου πληθυσμού στο ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά και γενικότερα της βίας εναντίον των αδύναμων κρίκων στις οικογενειακές σχέσεις. [6] Κατόπιν της τελευταίας τροποποίησης του ΠΚ με τον Ν. 4619/2019, η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας φαίνεται πως έχει εμφιλοχωρήσει στις νέες διατάξεις 330παρ2 ΠΚ, 333παρ2 ΠΚ και 312 ΠΚ.[7]
Η Έννοια «ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ» στο άρθρο 312παρ.4 του νέου ποινικού κώδικα
Η Διχογνωμία ως προς την προστασία της ψυχικής υγείας στο ποινικό δίκαιο
Στην ελληνική θεωρία διάχυτος υπήρξε ο προβληματισμός σχετικά με την αξιολόγηση των ψυχικών επιπτώσεων που προκαλούνται στα θύματα ως απόρροια εγκληματικής συμπεριφοράς του δράστη υπό το πρίσμα των σωματικών βλαβών [8]. Αρχικά, με το άρθρο 8 του Ν.4322/2015, ο Έλληνας νομοθέτης έλαβε υπόψη του το «κενό» προστασίας της ψυχικής υγείας στον Ποινικό Κώδικα[9], προσθέτοντας στο εγκληματικό αποτέλεσμα της διάταξης του 312 ΠΚ πέραν της βλάβης της σωματικής ακεραιότητας και αυτή της ψυχικής υγείας[10]. Σήμερα, εύλογα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η αμφισβήτηση αίρεται με το άρθρο 312 του νέου ΠΚ («σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων»), όπου στην παρ. 4 μνημονεύεται πως «με την πρόκληση σωματικής βλάβης κατά την παράγραφο 1 στοιχείο γ’ εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση […] ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των προσώπων της πρώτης παραγράφου», κατά ταυτόσημη διατύπωση με το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006[11]. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται εύλογο πως η ψυχική υγεία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της υγείας του ανθρώπου και δεν πρέπει να διασπάται η ενότητα της σωματικής από την ψυχική υγεία.
Η Εννοιολογική προσέγγιση της «ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗΣ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ» στο αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας
Ι. Η έννοια της «παρατεταμένης απομόνωσης» δεν προσδιορίζεται εννοιολογικώς στην ελληνική νομοθεσία και στα διεθνή κείμενα και δεν έχει γίνει εμφανής η σχέση της με την πρόκληση ψυχικού πόνου. Ο όρος αυτός περιλαμβανόταν ήδη, πάλι χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, τόσο στην παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ειδικού ποινικού νόμου 3500/2006, όσο και στο άρθρο 137 Α του Ποινικού Κώδικα[12]. Η δε παραπάνω διάταξη φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αποτελεί ουσιαστικώς επανάληψη της διατύπωσης του άρθρου 137Α ΠΚ, η οποία τιμωρεί τα βασανιστήρια, ως βαρύτατη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.[13] Άλλωστε εύλογα θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως ο υπό κρίση τρόπος τέλεσης του αδικήματος της ενδοοικογενειακής βίας προσιδιάζει με τα βασανιστήρια, αφού προς συγκρότησή του απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, ήτοι του βασανισμού του θύματος, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του, το οποίο τελεί διαρκώς υπό την εγκληματική διάθεση του οικείου προς αυτό δράστη. Αυτό που άλλωστε χαρακτηρίζει τα βασανιστήρια και τα διακρίνει από τις υπόλοιπες μορφές αυθαίρετης βίας είναι το γεγονός ότι η υποταγή της βούλησης των ατόμων και η προσβολή της ελευθερίας τους γίνεται στο πλαίσιο μιας σχέσης εξουσίασης[14]. Να τονισθεί στο χωρίο αυτό η γνώμη του δικαστή Ευρυγένης στην υπόθεση Ιρλανδία κατά Ην. Βασιλείου όπου παρατήρησε πως τα βασανιστήρια αποκτούσαν μία νέα μορφή που διατάρασσε την πνευματική και ψυχολογική ισορροπία του ατόμου εκμηδενίζοντας την προσωπικότητά του. Η πράξη, δηλαδή, στρεφόταν ευθέως κατά της ψυχοσύνθεσης του προσώπου χωρίς να επενεργεί επί του σώματος με την πρόκληση του πόνου[15]. Εν προκειμένω δε κάνουμε λόγο για μια οποιαδήποτε θεσμοθετημένη σχέση εξουσίασης σε επίπεδο σχέσεων μεταξύ του κράτους και του πολίτη, αλλά αναφερόμαστε στα μέλη μίας οικογένειας, όπου αυτή ακριβώς η οικογενειακή σχέση προσφέρει στο δράστη προνομιούχα «πρόσβαση» στα έννομα αγαθά του θύματος, το οποίο τελεί «υπό την εξουσία» του, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα αυτοδιάθεσης[16]. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της σχέσης, η χρήση των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δεν συνεπάγεται απλώς μια συνηθισμένη προσβολή της ελευθερίας, αλλά οδηγεί κατά κυριολεξία στην εξουδετέρωση της βούλησης του ατόμου και στον υποβιβασμό του σε αντικείμενο εξουσίασης. Μιλάμε, συνεπώς, κατά την άποψη της γράφουσας για μία ολική στρέβλωση ή αλλοίωση της προσωπικότητας του θύματος, που πάσχει ως εκ τούτου ισχυρά ή ακόμη και αφόρητα, ωσάν θύμα βασανισμού.
ΙΙ. Η παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, όπως απαντάται στο άρθρο 312 παρ. 4 του νέου ΠΚ φαίνεται να συνιστά έναν ενδεικτικώς από τον νομοθέτη αναφερόμενο τρόπο τέλεσης του εγκλήματος, καταδεικνύοντας αφ’ ενός πως ο νομοθέτης χαρακτηρίζει άξια ποινικής προστασίας μεγέθη που δεν εμφανίζουν υλικότητα και αφ’ ετέρου πως η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να λάβει και άλλες μορφές έκφανσης πλην της σωματικής βλάβης καθαρά «ψυχογενούς χαρακτήρα», αρκεί να προκαλείται σοβαρή ψυχική βλάβη στο θύμα. Το πρώτο μειονέκτημα της προκείμενης διατάξεως έγκειται στο ότι για να τύχει εφαρμογής, θα πρέπει να διαπιστώνεται και πράξη απλής σωματικής βλάβης, όπως προκύπτει από την γραμματική διατύπωση της διάταξης[17].
III. H εγκληματική πράξη της απομόνωσης φαίνεται πως ποινικοποιείται µόνο εφόσον είναι «παρατεταµένη» και χωρίς να εξειδικεύεται αν η αποµόνωση νοείται µε τρόπο απόλυτο ή περιλαµβάνει και τον κοινωνικό αποκλεισµό ο οποίος αποτελεί συνηθέστατη µορφή ενδοοικογενειακής βίας. Κατά την άποψη της γράφουσας ορθότερη κρίνεται η δεύτερη άποψη. Άλλωστε, η «κοινωνική απομόνωση» ως μορφή ενδοοικογενειακής βίας αναγνωρίζεται ήδη και ποινικοποιείται από την αγγλική έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, η Αγγλία είναι από τις χώρες που αναγνωρίζει με νόμο πως στην ενδοοικογενειακή βία συμπεριλαμβάνονται και ποινικοποιούνται ακόμη και μη βίαιες συμπεριφορές. Πιο αναλυτικά, στις 29 Δεκεμβρίου 2015 Κυβέρνηση[18] εισήγαγε το αδίκημα του «ελέγχου ή εξαναγκασμού»[19] στρεφόμενου κατά μέλους οικογένειας ή κατά νόμιμου συντρόφου του δράστη[20] ως μέρος του νόμου Serious Crime Act 2015[21].Η θέσπιση του ποινικού αδικήματος του εξουσιαστικού ελέγχου δυνάμει του άρθρου 76 του Serious Crime Act 2015 εισάγει μία νέα μορφή ενδοοικογενειακής βίας, που αποσκοπεί στην καταπολέμηση μη σωματικής βίας[22], που ασκείται από το άτομο εκμεταλλευόμενο τη σχέση εγγύτητας που διατηρεί με το θύμα, επιδρώντας καθοριστικά στην καθημερινότητά του και τον ψυχικό του κόσμο[23]. Στην παράγραφο 76 κατέστη αξιόποινο ένα νέο είδος συμπεριφοράς υπό τον τίτλο «coercive or controlling behavior»[24]. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 76 [25] ο δράστης συμπεριφέρεται στο θύμα συνεχώς και επανειλημμένα με τρόπο που το ελέγχει ή το καταπιέζει και η συμπεριφορά του αυτή έχει σοβαρές επιπτώσεις σε αυτό και ο δράστης το ξέρει ή οφείλει να το ξέρει, οι δε επιπτώσεις αυτές προκαλούν στο θύμα φόβο ότι θα χρησιμοποιηθεί βία εναντίον του ή του προκαλεί έντονο άγχος ή αγωνία με αντίκτυπο στις συνήθεις καθημερινές του δραστηριότητες. Ανάμεσα στις συμπεριφορές που ποινικοποιούνται με τον άνωθι αγγλικό ποινικό νόμο εντάσσεται και αυτή της «κοινωνικής απομόνωσης[26]», έννοια η οποία προσιδιάζει στην αντίστοιχη της ελληνικής ποινικής διάταξης και ισοδυναμεί με την καθυπόταξη του θύματος στον δράστη μέσω της κοινωνικής απομόνωσής του, την απομάκρυνσή του από την οικογένεια και τους φίλους του, τη στέρηση βασικών αναγκών, την αποστέρησή του από υποστηρικτικές δομές και οικονομικούς πόρους και της εν γένει αποφασιστικής επίδρασης στην καθημερινή ζωή του[27]. Έτσι, εν αντιθέσει με την αγγλική έννομη τάξη, στην ελληνική νομολογία δεν συγκαταλέγονται αποφάσεις ποινικοποίησης περιπτώσεων απομόνωσης στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο[28], πολλώ δε μάλλον δεν έχει αναγνωρισθεί νομολογιακά ρητώς πως η απομόνωση του θύματος από τον δράστη συνιστά μία μορφή ενδοοικογενειακής βίας.
ΙV. Η προσθήκη της λέξεως «παρατεταμένη[29]» φαίνεται να κρίνεται επιβεβλημένη ακόμη και στη νέα ρύθμιση του άρθρου 312 παρ. 4 ΠΚ, ενώ δεν απουσίαζε και από την προϊσχύσασα ρύθμιση στον Ν.3500/2006 . Χωρίς να εξειδικεύεται με ακρίβεια στον νόμο και τη νομολογία το περιεχόμενο του όρου, θα λέγαμε πως αυτός αντιστοιχεί στο περιεχόμενο της έννοιας «συνεχής», αναφερόμενος ως αντικειμενικός όρος της πράξης προσβολής του δράστη, απέναντι στο θύμα που γίνεται με θετική ενέργεια αυτού. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε, ότι για την ερμηνεία της έννοιας θα ισχύσουν τα ίδια που αναφέρονται στην ερμηνεία της έννοιας της «συνέχειας» της συμπεριφοράς του δράστη, ώστε «παρατεταμένη» να καθίσταται η συμπεριφορά εκείνη η οποία παρουσιάζει διάρκεια στον χρόνο ή που επαναλαμβάνεται συχνά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, χωρίς ο νόμος να προσδιορίζει την χρονική της έκταση. Έτσι, ο νομοθέτης θέλησε να ποινικοποιήσει εκείνη την αξιόποινη πράξη της απομόνωσης του θύματος, που να μην εκδηλώνεται μία μόνο φορά, αλλά να επαναλαμβάνεται σταθερά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε με κάθε πράξη του δράστη απέναντι στο θύμα, να μην έχει ειρηνεύσει το προστατευόμενο έννομο αγαθό, χωρίς να απαιτείται η δημιουργία μίας μόνιμης κατάστασης στο θύμα. Σε κάθε περίπτωση, κατά την άποψη της γράφουσας θα επρόκειτο περί αφόρητης επιείκειας υπέρ του δράστη η προϋπόθεση της πλήρωσης του στοιχείου της επανάληψης ή της εγκαθίδρυσης μόνιμης κατάστασης για να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη για παράβαση της διάταξης του άρθρου 312 παρ. 4, όταν ακριβώς ο νομοθέτης με την προκείμενη διάταξη, επιφυλάσσει την αυστηρότερη μεταχείριση για να αποδοκιμάσει εντόνως τις παραπάνω συμπεριφορές, που καταφέρουν και βαρύτατο πλήγμα στην αξιοπρέπεια του θύματος.
V. Η μεγαλύτερη αποδεικτική δυσχέρεια έγκειται σε ό,τι αφορά τα ζητήματα αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παρατεταμένης απομόνωσης και της πρόκλησης ψυχικού πόνου και σοβαρής βλάβης της ψυχικής υγείας[30]. Μολονότι δεν εξειδικεύεται στον ελληνικό ποινικό κώδικα ο όρος της «σοβαρής ψυχικής βλάβης», τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια φαίνεται πως ποινικοποιούν συμπεριφορές ενδοοικογενειακής βίας όταν αυτές προκαλούν στα θύματα ορισμένη «ψυχική διαταραχή»[31]. Η έννοια της «ψυχικής ασθένειας» είναι από πολλές απόψεις προβληματική στη βάση της και ως εκ τούτου απαιτεί ιδιαίτερα προσεκτική , αλλά και διαρκή επιστημολογική σκέψη[32]. Η δε οριοθέτηση ανάμεσα στο «υγιές» και το «παθολογικό» καθίσταται ακόμη πιο δυσχερής. Διότι, η παθολογική ή μη φύση των καλούμενων ψυχικών λειτουργιών είναι ανεξάρτητη της νοσολογικής ενότητας ή ετερογένειας των κλινικών συνδρόμων τους[33]. Σε κάθε περίπτωση, το τι συνιστά ψυχική διαταραχή το ορίζει ήδη το DSM-V. Επαφίεται, όμως, στον έλληνα εφαρμοστή του νόμου να κάνει τη σωστή υπαγωγή στον νόμο, ώστε να μην καταλήγουμε σε ανεπιεική αποτελέσματα. Άλλωστε, σύμφωνα με την κυρίαρχη ψυχιατρική γλώσσα, ο χαρακτηρισμός «ψυχική» διαταραχή θα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι συμπεριλαμβάνονται σε αυτή όλες οι περιοχές του ανθρώπινου ψυχισμού, που παρεκκλίνουν από το μέσο φυσιολογικό, χωρίς να έχει σημασία εάν επηρεάζεται περισσότερο η νοητική ή η συναισθηματική περιοχή[34]. Με τον δε όρο «σοβαρή» ψυχική διαταραχή εντάσσονται οι καταστάσεις πράγματι σημαντικής υποβάθμισης του ψυχικού κόσμου του θύματος, συνεπεία της συμπεριφοράς τού δράστη, όπως επί παραδείγματι η διαταραχή αντιδραστικής προσκόλλησης[35] και το κλινικά αναγνωρισμένο «σύνδροµο γονεϊκής αποξένωσης[36]» που απαντώνται στα παιδιά λόγω απομόνωσης και παραμέλησης και δύνανται να προκαλέσουν µόνιµο ψυχικό τραύµα [37]. Η αναγνώριση των σοβαρών επιπτώσεων που έχουν οι διαταραχές στη διαδικασία της πρόσδεσης, εξαιτίας παραγόντων όπως η αποστέρηση και η απομόνωση σηματοδότησε μια αξιοσημείωτη στροφή στην κατανόηση της ανάπτυξης στα βρέφη και τα μικρά παιδιά[38], ώστε να αναπτυχθεί μια διαγνωστική ταξινόμηση που να περιλαμβάνει την κλινική εικόνα παιδιών που βίωσαν την λεγόμενη «παθολογική φροντίδα» ιδιαίτερα με τη μορφή της απομόνωσης. Με τον τρόπο αυτό αποκλείονται οι περιπτώσεις ήπιων ψυχικών διαταραχών ή συναισθημάτων[39], οι οποίες δεν αγγίζουν το όριο της ψυχοπαθολογίας και που η ποινικοποίηση αυτών θα διεύρυνε υπερβολικά το αξιόποινο κατά παράβαση της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Κατά τη διάρκεια των χρόνων έχουν δοθεί πολλές εννοιολογικές προσεγγίσεις στο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας κι αυτό λόγω της βαθιάς κοινωνικής του υπόστασης, που τείνει να επηρεάζεται από τις κοινωνικές εξελίξεις μέσα στις οποίες αναδύεται. Στις ατέρμονες επιχειρήσεις πλαισίωσης του όρου «ενδοοικογενειακή βία» τόσο μέσω των νομοθετικών επιλογών όσο και μέσω των διάφορων θεωριών για την ερμηνεία του φαινομένου, θα συνοψίζαμε πως ένας ορισμός που χρησιμοποιείται παγίως είναι εκείνος που προσεγγίζει την ενδοοικογενειακή βία ως «την κακοποίηση και άσκηση εξουσίας από ένα μέλος της οικογένειας έναντι σε κάποιο άλλο, με τρόπο τέτοιο που παραβιάζει τα ατομικά και νομοθετικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του/ της». Αδιαμφισβήτητα πρωτοποριακή διάταξη για τα ελληνικά δεδομένα, όπως η γράφουσα έχει επανειλημμένως τονίσει, είναι η πρόβλεψη ποινικοποίησης της πρόκλησης ψυχικού πόνου στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Όμως, η νομοθετική κατοχύρωση της έννομης προστασίας της ψυχικής υγείας του θύματος της υπό κρίση αξιόποινης πράξης, διαφέρει από την εν τοις πράγμασι προστασία που το θύμα δύναται να λάβει στο πλαίσιο τέλεσης της εις βάρος του ενδοοικογενειακής βίας. H αστοχία έγκειται στο ότι ο νόμος δεν εξειδικεύει ποιες είναι συγκεκριμένα οι περιπτώσεις εκείνες όπου το θύμα μπορεί να υποφέρει ψυχικά από την αξιόποινη πράξη και να υποστεί σοβαρή ψυχική βλάβη, παρά μόνο αναλίσκεται στην ενδεικτική περίπτωση που μας απασχολεί εν προκειμένω, ήτοι στην «παρατεταμένη απομόνωση», χωρίς να εξειδικεύει περαιτέρω ακόμη και αυτή την έννοια που επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε στο παρόν. Κρίνεται αναγκαίο η εν λόγω έννοια να ερμηνευθεί ορθά από τον εφαρμοστή του νόμου σε σχετικές υποθέσεις, ώστε να μην υπάρξουν αντιφατικά συμπεράσματα ως προς τον τρόπο αυτό τέλεσης του αδικήματος 312 παρ. 4 του νέου ΠΚ.
*Εικόνα άρθρου: Photo by Annie Spratt on Unsplash
[1] Σωτηροπούλου Ε. Ο ρόλος του εισαγγελικού λειτουργού στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας και στην ποινική διαμεσολάβηση. Προβλήματα κατά την εφαρμογή του ν. 3500/2006 και προτάσεις βελτίωσης του νομοθετικού πλαισίου. Ελληνική Δικαιοσύνη 2016, Τεύχος 5 σελ. 1318-1322
[2] Βλ. Ν.Λίβος, Σκέψεις για την ποινική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε: Ενδοοικογενειακή Βία: Προοπτικές μετά το ν. 3500/2006, Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28-6-2007 (Προλεγόμενα-Επιμέλεια Φωτεινής Α. Μηλιώνη), 2008, σ. 177
[3] Βλ. αναλυτικότερα σε Pamela Abbott & Emma Williamson, Women, Health and Domestic Violence, Journal of Gender Studies, Vol 8, No 1, pp 83-1999 και Dr Mrs. B Bala Parameswari M.A, M.Phil, Ph.B, Assistant Professor of History, S.F.R. College for Women, Sivanakasi, IOSR Journal Of Humanities And Social Science (IOSR-JHSS), Volume 20, Issue 2, Ver III, February 2015, pp 56-59 και Β. Αρτινοπούλου, Σκέψεις για την ποινική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε: Ενδοοικογενειακή Βία: Προοπτικές μετά το ν. 3500/2006, Πρακτικά Επιμορφωτικής Ημερίδας 28-6-2007 (Προλεγόμενα-Επιμέλεια Φωτεινής Α. Μηλιώνη), 2008, σελ 57 περί της κοινωνικής αναγνώρισης του ζητήματος με παρεμβάσεις στο επίπεδο της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και του ΚΕΘΙ , http://www.kethi.gr/greek/bia/index.htm
[4] Το άρθρο 336 ΠΚ κάλυπτε την εξαναγκαστική σεξουαλική πράξη σε εξώγαμη συνουσία, Βλ. Γ-Α Μαγκάκης « Τα εγκλήματα περί την γενετήσιον και οικογενειακήν ζωήν», εκδόσεις Σάκκουλα 1967
[5] Βλ. ΦΕΚ Α΄ 232/24-10-2006 ηλεκτρονικά προσπελάσιμο σε https://www.e-nomothesia.gr/oikogeneia/n-3500-2006.html
[6] Βλ. Πρακτικά Βουλής (Ολομέλεια), Συνεδρίαση της 27-09-2006, σ. 9523
[7] Για τη σχέση μεταξύ των νέων άρθρων ΠΚ και του Ν.3500/2006 βλ αναλυτικότερα σε Σγάντζου Β. H νομική αξιολόγηση των νέων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας. Crime Times.gr Τεύχος Μαρτίου 2021, Στεφανίδου Α. « Απειλή Ενδοοικογενειακή - Απειλή σε βάρος συζύγων/συντρόφων, ανηλίκων, ανυπεράσπιστων στο νέο Ποινικό Κώδικα, Σχέση μεταξύ των δύο εγκλημάτων - Έκταση Εφαρμογής» στον ιστότοπο lawspot.gr, Κατσανδρή Κ. Τα άρθρα 312 και 333 του νέου ΠΚ σε ευθυγράμμιση με τον Ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας στον ιστότοπο justina.gr.
[8] Βλ. τις αντικρουόμενες απόψεις γύρω από το προστατευόμενο έννομο αγαθό στο αδίκημα της σωματικής βλάβης του άρθρου 308ΠΚ σε Γάφος, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, τομ. Δ’, σ. 96, Μαργαρίτης, Σωματικές βλάβες, 2η έκδ. 2000, σ. 157, Ανδρουλάκης, Ποινικόν Δίκαιον, Ειδικόν Μέρος, σ. 126 επ., Μπουρόπουλος, ΕρμΠΚ Β’ τ. 1960, σ. 504, Φαρσεδάκης-Σατλάνης, Ειδικό Μέρος ΠΚ, σ. 829, Στάικος, Επίτομος Ερμ. Ελλ. ΠΚ, Γ’τ., σ. 281, Κονταξής, ΠΚ 2000, σ. 2575, Φιλιππίδης, Μαθήματα Ποινικού Δικαίου ΕΜ Β’ τ., σ. 179. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών 3η έκδοση, σ. 125, Μπέκας, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, 2004, σ. 34.
[9] Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιον Ειδ. Μέρος, εκδ.1974, σελ.170 όπου από πολύ παλιότερα είχε τονίσει ότι «σκοπός του νομοθέτη είναι η προστασία της ψυχικής ανελίξεως του εν αναπτύξει νεαρού ατόμου κατ’ επέκτασι δε και του ψυχικού κόσμου ετέρων εν υποδεεστέρα κοινωνική θέσει τελούντων αδυνάμων προσώπων».
[10] Για την αναμόρφωση του α.312 ΠΚ βλ. Σπυρόπουλο Φ., Τραμπουκισμός (bullying) και ελληνική ποινική έννομη τάξη. Σκέψεις με άξονα την τροποποίηση του άρ. 312 ΠΚ με το άρ. 8 του ν. 4322/2015, σε: Τιμητικό Τόμο Κουράκη, 2016, σ. 2027 επ.
[11] Βλ. σχολιασμό του νέου άρθρου 312 παρ.4 αναλυτικότερα σε Συμεωνίδου Κ. Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών. 4η εκδ. 2020. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη,σελ 152-164, Μπέκας Ι. Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος. Τα εγκλήματα κατά των περιουσιακών αγαθών άρθρα 372 επ., 385 επ.ΠΚ), της ζωής (άρθρα 299 επ.ΠΚ) και της σωματικής ακεραιότητας (άρθρα 308 επ.ΠΚ). 2021. Αθήνα: Π.Ν Σάκκουλας, σελ 774-786, Καραγιαννόπουλος Α. Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος. 2019. Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας ΕΕ, Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α. Ποινικός Κώδικας: Ερμηνεία-Εφαρμογή. 2020. Αθήνα: Π.Ν Σάκκουλας
[12] Βλ. σχετικώς Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η έννοια των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον Ποινικό Κώδικα, ΠοινΧρ 2009, σ. 3
[13] Αξίζει να επισημανθεί πως το άρθρο 137Α παρ. 6 μεταβλήθηκε με τον νέο ΠΚ και ο όρος «μεθοδευμένη πρόκληση» αντικαταστάθηκε από τον αντίστοιχο «εσκεμμένη πρόκληση», αλλαγή η οποία δεν έλαβε χώρα και στο άρθρο 312 παρ.4. Η διατήρηση της έννοιας μεθοδευμένη δεν προβληματίζει, ωστόσο, διότι στην έννοια «εσκεμμένη πρόκληση» περιλαμβάνεται αναμφισβήτητα και η μεθοδευμένη πρόσκληση νοούμενη ως μη διαρκής αλλά οργανωμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου κ.λπ, και ως εκ τούτου ο όρος μεθοδευμένη πρόκληση πρέπει αναμφίβολα να ερμηνευθεί ως «εσκεμμένη» πρόκληση, προκειμένου να υπάρχει συστηματική συνοχή και αλληλουχία (συστηματική τελεολογική ερμηνεία) ανάμεσα στην περιγραφή του ερευνώμενου εγκλήματος και την αντίστοιχη περιγραφή των βασανιστηρίων, από την οποία εξαρτάται νοηματικά η συγκεκριμένη εξεταζόμενη αξιόποινη συμπεριφορά. Βλ. επ’ αυτού σε Μπουρμάς Γ. Ερµηνευτικές προσεγγίσεις στο έγκληµα της κακουργηµατικής ενδοοικογενειακής σωµατικής βλάβης (άρθρο 312 παρ. 4 νέου ΠΚ, πρώην άρθρο 6 παρ. 4 Ν 3500/2006) (Με αφορµή το ΣυµβΠληµΧαν 136/2018, σελ. 899), Ποινική ∆ικαιοσύνη, Τεύχος 8-9/2020. Αν και μπορούμε να καταφύγουμε στο άρθρο 137Α ΠΚ για άντληση ορισμένων πληροφοριών, πρέπει να γίνει αντιληπτό πως τα άρθρα αυτά δεν ταυτίζονται εννοιολογικά. Διότι για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του 137Α ΠΚ γίνεται νομολογιακά δεκτό πως απαιτείται το στοιχείο της επανάληψης ως μεθόδευσης για τη στοιχειοθέτηση του ψυχικού πόνου και πως θα πρέπει να εξαιρεθούν στιγμιαίες συμπεριφορές. Αντιθέτως, στο αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας θα ήταν παράλογο να αναμένουμε να επαναλάβει ο δράστης τη συμπεριφορά του, για να θεμελιωθεί ποινική του ευθύνη, ενώ συνάμα ανεπιεκές να τιμωρηθεί ο δράστης το πολύ για το πλημμέλημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης
[14] Βλ. σε Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε. Η έννοια των βασανιστηρίων και των άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον Ποινικό Κώδικα. ΠοινΧρ 2009, Χαραλαμπάκης Α.Το ελληνικό νομικό πλαίσιο που αφορά τα βασανιστήρια. Υπερ.1995
[15] Ireland v. United Kingdom, Application Number 5310/71, European Court (1978) 2 EHRR 25, χωριστή γνώμη Δικαστή Ευρυγένη
[16] ΤριμΠλημΘεσ 806/2011, δημοσιευμένη σε ΠοινΧρ 2012, σ. 469
[17] Παναγόπουλος Π. Ενδοοικογενειακή Βία: Εγκληματολογικές διαστάσεις και η αντιμετώπιση του φαινομένου με τις διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου του Ν. 3500/2006.(αδημοσίευτη διατριβή). 2017. Διαδικτυακά προσπελάσιμη στο https://www.didaktorika.gr/eadd/
[18] Βλ. σε URL: Developing a measure of controlling or coercive behaviour - Office for National Statistics (ons.gov.uk)
[19] Soliman F. Is coercive control a crime?, Research Matters, Northern Ireland Assembly, 2019
[20] controlling or coercive behaviour in an intimate or family relationship
[21] Serious Crime Act 2015, s 76.
[22] Lehmann P. The validation of the checklist of controlling behaviors (CCB): Assessing coercive control in abusive relationships, Violence Against Women 18(8):913-33, 2012, διαδικτυακάπροσπελάσιμοσε URL: https://www.researchgate.net/
[23] Τέτοιες διατάξεις δεν είναι άγνωστες στο ευρωπαϊκό στερέωμα. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Ιταλία στο άρθρου 610 του ιταλικού ΠΚ περί «ιδιωτικής βίας», τιμωρεί με ποινή φυλάκισης έως 4 έτη όποιον με βία ή απειλή εξαναγκάζει άλλον να πράξει, να ανεχθεί ή να παραλείψει κάτι. Η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμόζεται επί περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας και περιλαμβάνει συμπεριφορές όχι μόνον φυσικής αλλά και ηθικής βίας. Στη δε Ολλανδία η «βίαιη» συμπεριφορά υπερβαίνει τις παραδοσιακές αντιλήψεις για την έννοια της σωματικής βλάβης και εκτείνεται σε βλάβες αμιγώς ψυχικού χαρακτήρα.
[24] Βλ. σε Pat Strickland Grahame Allen, Domestic Violence in England and Wales, BRIEFING PAPER, House of Commons Library
[25] «A person (A) commits an offence if(a)A repeatedly or continuously engages in behaviour towards another person (B) that is controlling or coercive, (b)at the time of the behaviour, A and B are personally connected, (c)the behaviour has a serious effect on B, and (d)A knows or ought to know that the behaviour will have a serious effect on B. A’s behaviour has a “serious effect” on B if (a)it causes B to fear, on at least two occasions, that violence will be used against B, or (b)it causes B serious alarm or distress which has a substantial adverse effect on B’s usual day-to day activities.»
[26] Cowling Patrick, Domestic abuse: Majority of controlling cases dropped,2018, BBC News, σεhttps://www.bbc.com/news/ , Shackelford Todd K., Men’s Sexual Coercion in Intimate Relationships: Development and Initial Validation of the Sexual Coercion in Intimate Relationships Scale, Violence and Victims, Volume 19, Number 5, October 2004, Aaron T. Goetz, Sexual Coercion in Intimate Relationships: A Comparative Analysis of the Effects of Women’s Infidelity and Men’s Dominance and Control,2009, σε DOI:10.1007/s10508-008-9353-x, Holly Johnson, Intimate Femicide: The Role of Coercive Control,2017, Feminist Criminology, σε https://doi.org/10.1177/1557085117701574 και Kuennen Tamara L. , Analyzing the Impact of Coercion on Domestic Violence Victims: How Much is Too Much?Berkeley Journal of Gender, Law & Justice, Vol. 22, p. 2, 2007U Denver Legal Studies Research Paper No. 07-31
[27] Βλ. πραγματικά περιστατικά σε https://www.staffordshire.police.uk/SysSiteAssets/media/downloads/staffordshire/coercive-behaviour-brochure.pdf pp8-10: «He knocked me out twice. He cut all the phone lines. He made me wear his clothes. I woke to find his hands around my throat. This was my life. I thought it was normal. It isn’t.», «I met my husband when I was 19 and the first ten years were ok. I had my first child when I was 26. He said I didn’t need to go to work anymore. He smashed all of my make-up.», «He wouldn’t let me go anywhere apart from walking the children to school and back, but if I was more than five minutes late he would accuse me of sleeping with other men»
[28] Βλ. και ΣυμβΠλημΧαν 136/2018
[29] Βλ. σε www.wikipedia.gr λήμμα παρατεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατείνω: αυτός που έχει σχετικά μεγάλη διάρκεια, «παρατείνεται περισσότερο από μία λογική μέση διάρκεια»
[30] Βλ. άρθρο 312 σε Φράγκος Κ, Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019 και Ν. 4637/2019), Κατ’ άρθρο ερμηνεία και Νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2020.
[31] ΑΠ 1046/2019
[32] Kröber H.-L, Dölling D, Leygraf N, Saß H. Handbuch der Forensischen Psychiatrie Band 2 Psychopathologische Grundlagen und Praxis der Forensischen Psychiatrie im Strafrecht, Βerlin: Springer,2010. p 4-14.
[33] Ουλής Π. Εγχειρίδιο Κλινικής Ψυχοπαθολογίας-Σημεία, Συμπτώματα, Μηχανισμοί, Φιλοσοφικά Θεμέλια, Κλινικές Ασκήσεις. 2η έκδοση. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2006,σελ 8-11.
[34] Schönke, A. & Schröder, H. (2014). Strafgesetzbuch Kommentar. München: Verlag C.H. Beck.
[35]Βλ. σε Boris, N. W., Zeanah, C. H., Bernet, W., Burkstein, O., Arnold, V., Beitchman, J., et al. (2005). Practice parameter for the assessment and treatment of children and adolescents with reactive attachment disorder of infancy and early childhood. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 44(11), 1206–1219, Hall, S. E. K., & Geher, G. (2003). Behavioral and personality characteristics of children with reactive attachment disorder. The Journal of Psychology, 137(2), 145–
162
[36] Ωστόσο, η αξιολόγηση της γονεϊκής αποξένωσης ως ψυχικού βασανισµού έχει αντιµετωπιστεί µε επιφυλακτικότητα από τη νοµολογία ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις όπου η αποξένωση δεν είναι ολική αλλά υπάρχει επικοινωνία µεταξύ τέκνου και γονέα έστω και στοιχειώδης.
[37] Zeanah, C. H., Scheeringa, M., Boris, N. W., Heller, S. S., Smyke, A. T., & Trapani, J. (2004). Reactive attachment disorder in maltreated toddlers. Child Abuse and Neglect, 28,877–888.
[38] Bowlby, J. Some pathological processes set in train by early mother-child separation. 1953. Journal of Mental Science, 99, 265-272, Ainsworth, M. D. S. (1985). Attachment across the life span. Bulletin of the NY Academy of Medicine, 61, 9, 792-812, Bartholomew, K., & Horowitz, L. (1991). Attachment styles among young adults: A test of a four-category model. Journal of Personality and Social Psychology , 61, 2, 226-244,
[39] Τα καθημερινά συναισθήματα που πυροδοτούνται με αφορμή συγκεκριμένα αντικείμενα, γεγονότα, σχέσεις και καταστάσεις