ΤΕΥΧΟΣ #21 ΙΟΥΝΙΟΣ 2023

Η παιδοφιλία και η παιδεραστία μέσα απ’ το φίλτρο της ψυχολογίας και της νομικής επιστήμης

Εύη Καλούτσου, MSc, Ελένη Κοπαΐλα, LL.M.

Το παρόν άρθρο έχει σκοπό να εξετάσει τις διαφορές μεταξύ παιδοφιλίας και παιδεραστίας τόσο όσον αφορά την κλινική εικόνα των δραστών, όσο και τις ποινές που προβλέπονται από το Ελληνικό Κράτος σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα.

 

Στο άκουσμα ειδήσεων σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων ενεργοποιείται αυτομάτως σε μια μεγάλη μερίδα κόσμου το αίσθημα του θυμού και απαιτούνται οι χείριστες των ποινών για τον θύτη. Αξιοσημείωτο είναι πως και κατά την παραμονή του θύτη στο κρατητήριο ή στο εκάστοτε σωφρονιστικό κατάστημα αναμένονται βίαιες αντιδράσεις από τους συγκρατούμενούς του. Ο ορθός χαρακτηρισμός των θυτών τέτοιων εγκλημάτων συχνά αποτελεί πρόκληση για τους δημοσιογράφους, κι όχι μόνο, καθότι τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούνται λανθασμένα οι όροι «παιδόφιλος» και «παιδεραστής», δημιουργώντας σύγχυση στο κοινωνικό σύνολο. Τα πράγματα έρχεται να περιπλέξει περισσότερο το νέο γλωσσικό δημιούργημα «παιδοβιαστής». Για χρόνια χρησιμοποιούνταν ο όρος «παιδεραστής» για να χαρακτηρίσει τους ανθρώπους που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά. Ετυμολογικά, η λέξη «εραστής» έχει μέσα της κάτι μυστηριακό και ερωτικό. Τοποθετώντας μπροστά το συνθετικό «παιδί» κακοποιείται η ίδια η σημασία της λέξης και μειώνεται η σημαντικότητα των πράξεων. Αυτό το σκεπτικό οδήγησε στη δημιουργία του όρου «παιδοβιαστής» που ετυμολογικά είναι πιο ορθός και που από την πρώτη του εμφάνιση στην επιστημονική κοινότητα άρχισε να κατακτά έδαφος. Στο παρόν άρθρο, δεδομένου ότι θα δούμε το φαινόμενο και από τη νομική του σκοπιά, θα διατηρήσουμε τον όρο «παιδεραστής», καθότι αυτός χρησιμοποιείται στη νομική θεωρία και νομολογία και είναι ευρέως οικείος.

Εκτιμάται πως 1 στα 4 κορίτσια και 1 στα 6 αγόρια, θα πέσουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης πριν την ολοκλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους (Unicef, 2020). Σύμφωνα με το National Society for the Prevention of Cruelty to Children (NSPCC) (2016), το 80% των περιπτώσεων κακοποίησης συμβαίνει στα χέρια κάποιου που το παιδί γνωρίζει και εμπιστεύεται, ενώ σύμφωνα με τη Unicef (2020), οι δράστες στο 90% των περιπτώσεων είναι άντρες. Τα ίδια στατιστικά μας ενημερώνουν πως τα κορίτσια τείνουν να καταγγέλλουν 2-3 φορές περισσότερο, ενώ τα αγόρια αποσιωπούν σε μεγάλο βαθμό το έγκλημα εναντίον τους. Σε κάθε περίπτωση, ενώ όλοι οι δράστες που έχουν κακοποιήσει σεξουαλικά παιδιά μπορούν να χαρακτηριστούν ως παιδεραστές, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν όλοι οι παιδεραστές ως παιδόφιλοι.

H παιδοφιλία προσδιορίστηκε για πρώτη φορά ως διαταραχή το 1968, από την Ένωση Αμερικανών Ψυχιάτρων (ΑΡΑ). Από ψυχοπαθολογική άποψη, έκτοτε και μέχρι και σήμερα, η παιδοφιλία ορίζεται ως ψυχική διαταραχή  κατηγοριοποιημένη ως παραφιλία, και πληροί συγκεκριμένα κριτήρια σύμφωνα με το DSM-5 (2013) και το ICD-11 (2019). Ένας παιδόφιλος δεν αντλεί κατ’ ανάγκην σεξουαλική ευχαρίστηση από τη σωματική επαφή με παιδιά, καθώς η παρακολούθηση και η σεξουαλική ικανοποίηση μέσω πορνογραφικού υλικού ανηλίκων αποτελεί επίσης παιδοφιλική συμπεριφορά. Για τον παιδόφιλο, η εκπλήρωση της φαντασίωσης, είτε με πραγματική επαφή είτε μέσω πορνογραφικού υλικού, δεν προσφέρει μόνο σεξουαλική ικανοποίηση αλλά και συναισθηματική πλήρωση, καθώς οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζουν σοβαρά δομικά ελλείμματα στην ψυχοσεξουαλική συγκρότηση αλλά και σε διάφορες πτυχές της ζωής τους, όπως κοινωνικά, επαγγελματικά και διαπροσωπικά. Σύμφωνα με τα κρτιήρια της παιδοφιλίας στο DSV-5 (2013) θα πρέπει να είναι παρόντα τα κάτωθι για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών:

  • Επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις, ορμές ή συμπεριφορές που περιλαμβάνουν σεξουαλική δραστηριότητα σχετιζόμενη με παιδιά (γενικότερα ηλικίας κάτω των 13 ετών).
  • To άτομο έχει πραγματοποιήσει αυτές τις σεξουαλικές παρορμήσεις κι αν όχι τότε του προκαλούν σημαντική ενόχληση και διαταράσσουν την ομαλή λειτουργικότητά του σε προσωπικό ή κοινωνικό επίπεδο, αποκλίνοντας από την αναμενόμενη κοινωνική συμπεριφορά βάσει του κοινωνικού πλαισίου.
  • Το άτομο είναι τουλάχιστον 16 ετών και τουλάχιστον 5 χρόνια μεγαλύτερο από το παιδί που εμπλέκεται στις σεξουαλικές ορμές του.

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ παιδοφιλίας και παιδεραστίας είναι ότι η πρώτη δεν απαιτεί σεξουαλική παρενόχληση ή/και κακοποίηση ανηλίκου, άρα ένας παιδόφιλος δεν είναι απαραίτητα παιδεραστής (Camilleri, & Quinsey, 2008; Whitakeretal., 2008). Βέβαια μια πιθανή διάγνωση παιδοφιλίας δεν αποτελεί αιτιολογία ούτε παθοφυσιολογία, που σημαίνει πως από μόνη της δε συντελεί λόγο για άρση του καταλογισμού, όπως θα δούμε και παρακάτω. Μάλιστα, ο Finkelhor (2016) μελετώντας πώς κάποιος δρα σεξουαλικά εναντίον παιδιών, δημοσίευσε «το μοντέλο των τεσσάρων προϋποθέσεων» που πρέπει να πληρούνται: (1) ένας δράστης με προδιάθεση για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού, (2) η ικανότητα να ξεπεραστούν τυχόν εσωτερικές αναστολές ενάντια σε αυτή την προδιάθεση, (3) η ικανότητα να ξεπεραστούν εξωτερικά εμπόδια, όπως η έλλειψη πρόσβασης στο παιδί ή η επίβλεψη του παιδιού από άλλους και (4) η ικανότητα να υπερνικήσει κάθε αντίσταση ή απροθυμία εκ μέρους του παιδιού. Παρόλο που αυτό το μοντέλο θεωρείται μια απ’ τις καλύτερες προσεγγίσεις επί του θέματος, αποτυγχάνει να εξηγήσει τί δημιουργεί αυτή την προδιάθεση και τελικά ωθεί κάποιον σε τέτοιες συμπεριφορές, ενώ δε γίνεται διαχωρισμός μεταξύ παιδοφιλίας και παιδεραστίας.

Όσον αφορά το κλινικό προφίλ των παιδεραστών, σε αντίθεση με τους παιδόφιλους, συνήθως είναι ηλικιακά μικρότεροι και άνθρωποι απόλυτα εναρμονισμένοι με τις κοινωνικές νόρμες. Οι δράστες αυτοί συνήθως πληρούν κριτήρια διαταραχών προσωπικότητας, κυρίως αντικοινωνικής και ναρκισσιστικής, καθώς και ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά (Gannon, & Ward, 2008). Και σε αυτή την περίπτωση, οποιαδήποτε παρουσία των παραπάνω διαταραχών ή χαρακτηριστικών δεν δικαιολογεί την πράξη, ούτε αποτελεί παράγοντα άρσης καταλογισμού βάσει του Ποινικού Κώδικα (Ahlmeyer et al., 2003;  Fazel et al., 2002). Όσον αφορά τις εγκληματικές τους ανάγκες (criminogenic needs) αυτές συνήθως συνοψίζονται ως εξής: έλλειμμα οικειότητας, αρνητικές επιρροές, ελλείμματα σεξουαλικής και συναισθηματικής αυτορρύθμισης (emotional regulation) και προβληματικές κανονιστικές πεποιθήσεις (normative beliefs) (π.χ. εφόσον έχω έντονη σεξουαλική επιθυμία λογικό είναι να τη διοχετεύσω όπου και όπως θέλω) (Craissati, 2005).

Πώς, όμως, αντιμετωπίζει η ελληνική νομοθεσία τα φαινόμενα παιδοφιλίας και παιδεραστίας;

Ο Ποινικός Κώδικας ρυθμίζει το αξιόποινο των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας στο 19ο κεφάλαιο με μια σειρά άρθρων ποικίλης βαρύτητας, τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν υποστεί πολλές τροποποιήσεις (Σγάντζου, 2022). Τα εγκλήματα αυτά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη εντάσσονται πράξεις που είναι αξιόποινες αποκλειστικά και μόνο επειδή στρέφονται κατά ανηλίκων, ενώ στην δεύτερη εντάσσονται γενικώς αξιόποινες πράξεις, όπου η ανηλικότητα του θύματος συνιστά επιβαρυντική περίπτωση. 

Ο όρος «παιδεραστία» δεν χρησιμοποιείται αυτολεξεί στον Ποινικό Κώδικα, αλλά αποδίδεται αντί αυτού κυρίως ως αποπλάνηση ανηλίκων (άρθρο 339 ΠΚ) και ως κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια (άρθρο 342 ΠΚ), ενώ εάν η εγκληματική ενέργεια συνίσταται σε συνουσία μεταξύ συγγενών ο δράστης τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 345 ΠΚ. Πέραν αυτών, ένας παιδόφιλος ή παιδεραστής είναι πιθανό να προβεί σε βιασμό ανηλίκου ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του (άρθρα 336 και 337 ΠΚ) ή ακόμη και να διωχθεί για το έγκλημα της πορνογραφίας ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ).

Σε κάθε περίπτωση, απώτερος στόχος των διατάξεων αυτών είναι η προστασία της γενετήσιας ελευθερίας, της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης, της αγνότητας της παιδικής ηλικίας και της ομαλής σεξουαλικής ανάπτυξης των ανηλίκων, ενώ στην περίπτωση της αιμομιξίας προστατεύεται και ο θεσμός της οικογένειας (Παρασκευόπουλος, & Φυτράκης, 2021).

Ας εξετάσουμε λοιπόν λίγο πιο αναλυτικά τις επιμέρους περιπτώσεις:

Βιασμός (άρθρο 336 ΠΚ):

Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται η ύπαρξη δύο αντικειμενικών προϋποθέσεων: α) σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, β) εξαναγκασμός σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης. Ως σωματική βία νοείται οποιαδήποτε χρήση δύναμης που στοχεύει στην κάμψη της αντίστασης του θύματος (π.χ. χορήγηση ναρκωτικής ουσίας για πρόκληση αναισθησίας), ενώ ο κίνδυνος της απειλής θα πρέπει να απευθύνεται πλέον αποκλειστικά κατά της ζωής ή της ακεραιότητάς του και δεν επαρκεί κάποια απειλή μικρότερης βαρύτητας, όπως η απειλή για καταστροφή κάποιου αντικειμένου (Παρασκευόπουλος, & Φυτράκης, 2021). Η προβολή αντίστασης από το θύμα δεν είναι απαραίτητη, εφόσον το ίδιο θεωρήσει ότι είναι μάταιη (ΑΠ 1949/2019, www.areiospagos.gr), ενώ ως γενετήσια πράξη θεωρείται η συνουσία και κάθε άλλη πράξη αντίστοιχης βαρύτητας χωρίς περιορισμό στο φύλο του δράστη ή του θύματος (Παρασκευόπουλος, & Φυτράκης, 2021; Σατλάνης, 2019).

Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας (άρθρο 337 ΠΚ):

Η ρύθμιση αυτή αφορά κάθε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο δράστης μπορεί να προσβάλλει την τιμή ενός άλλου ανθρώπου με: α) χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, β) προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, γ) γενετήσιες πράξεις τελούμενες ενώπιον του θύματος ή/και δ) επίδειξη γεννητικών οργάνων. Ως χειρονομία γενετήσιου χαρακτήρα νοείται κάθε σωματική επαφή μικρότερης βαρύτητας συγκριτικά με τις γενετήσιες πράξεις, όπως οι θωπείες των γεννητικών οργάνων του θύματος (Παρασκευόπουλος, & Φυτράκης, 2021; Σατλάνης, 2019). Μάλιστα, πρόβλεψη υπάρχει και για το φαινόμενο της διαδικτυακής αποπλάνησης (grooming), το οποίο αποτελεί μια συνήθη τακτική προσέγγισης του ανήλικου θύματος μέσω υπολογιστή. Σε αυτήν την περίπτωση και με την προϋπόθεση ότι ο ανήλικος είναι κάτω των 15 ετών, ο δράστης τιμωρείται εάν προέβη σε άσεμνες χειρονομίες ή προτάσεις, ενώ η συνάντηση με τον ανήλικο λειτουργεί επιβαρυντικά, χωρίς να απαιτείται επιπλέον και η τέλεση γενετήσιων πράξεων (Παρασκευόπουλος, & Φυτράκης, 2021).

Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιον τους (άρθρο 339 ΠΚ):

Πρόκειται για την τροποποιημένη ρύθμιση περί αποπλάνησης ανηλίκου, με την οποία τιμωρείται οποιαδήποτε γενετήσια πράξη με άτομο κάτω των 15 ετών. Μάλιστα, το έγκλημα στοιχειοθετείται και σε περίπτωση παραπλάνησης του ανηλίκου προκειμένου να ενεργήσει ή να υποστεί κάποια γενετήσια πράξη, ενώ τιμωρείται ακόμη και η περίπτωση κατά την οποία ο ανήλικος παρίσταται σε ασελγή πράξη άλλων, χωρίς να συμμετέχει σε αυτή (Παρασκευόπουλος, & Φυτράκης, 2021). Η νέα αυτή ρύθμιση, κατόπιν τροποποίησής της με τον Ν. 4855/2021, είναι σαφώς αυστηρότερη των προηγούμενων προβλέψεων, καθώς δεν προβλέπεται πια η φυλάκιση ως ποινή ενώ η ηλικιακή διάκριση αφορά τη συμπλήρωση ή μη των 12 και όχι των 14 ετών. Η συναίνεση του ανήλικου για συμμετοχή σε οποιαδήποτε από τις ανωτέρω πράξεις είναι αδιάφορη, καθώς ο νομοθέτης θεωρεί πως οποιοδήποτε πρόσωπο νεότερο των 15 ετών δεν διαθέτει την απαιτούμενη ωριμότητα για μια τέτοια απόφαση (Συμεωνίδου– Καστανίδου, 2016).

Κατάχρηση ανηλίκων (άρθρο 342 ΠΚ):

Λειτουργώντας συμπληρωματικά ως προς το άρθρο 339 ΠΚ, η ρύθμιση αυτή μεριμνά έναντι προσώπων, τα οποία εκμεταλλευόμενα την θέση τους προβαίνουν σε γενετήσιες πράξεις με ανήλικο ή προσβάλλουν την αξιοπρέπεια του με άσεμνες χειρονομίες ή προτάσεις. Τέτοια πρόσωπα μπορεί να είναι π.χ. η babysitter ή ακόμα και τα αδέρφια ή οι γονείς του ανήλικου (Συμεωνίδου – Καστανίδου, 2020), ενώ πάντοτε προϋπόθεση είναι η δημιουργία μιας σχέσης εμπιστοσύνης, μέσω της οποίας ο δράστης επιβλέπει, προσέχει ή φροντίζει τον ανήλικο μόνιμα ή προσωρινά (Μαργαρίτης, 2009)

Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών (άρθρο 345 ΠΚ):

Δεν είναι δυστυχώς σπάνιες οι περιπτώσεις όπου ο δράστης συνδέεται με το θύμα με σχέση συγγένειας, εξ αίματος ή από υιοθεσία. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι τα δύο πρόσωπα θεωρούνται συναυτουργοί αυτού του εγκλήματος, με τον νόμο να παρέχει τη δυνατότητα μη επιβολής ποινής στον ανήλικο συμμετέχοντα (Συμεωνίδου – Καστανίδου, 2020). Επιπλέον, τιμωρείται και η συνουσία μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών.

Πορνογραφία ανηλίκων (άρθρο 348Α ΠΚ):

Η παιδική πορνογραφία θεωρείται πηγή κινδύνου για τους ανηλίκους είτε αυτοί είναι συμμετέχοντες είτε απλοί θεατές του υλικού (Κιούπης, 2008). Εν προκειμένω, ο νομοθέτης παραθέτει μια σειρά τρόπων τέλεσης του εγκλήματος, από παραγωγή και διανομή πορνογραφικού υλικού έως και πώληση, αγορά ή απλή κατοχή του, ενώ τιμωρείται και η διάδοση πληροφοριών σχετικά με την τέλεση οποιασδήποτε από τις προηγούμενες πράξεις. Οι πράξεις αυτές μπορεί να συμβούν είτε με συμβατικά είτε με ηλεκτρονικά μέσα, με τις τελευταίες να επισύρουν βαρύτερες ποινές λόγω της χρήσης του διαδικτύου.

Σαφώς και δεν αποκλείεται ο δράστης με τις ενέργειες του να τελεί συγχρόνως περισσότερες από μια αξιόποινες πράξεις, οπότε και τίθεται το ζήτημα συρροής αυτών. Εάν ο δράστης θα τιμωρηθεί ξεχωριστά για κάθε μια από αυτές ή όχι, εξαρτάται κυρίως από το κατά πόσο προσβάλλονται ίδια ή διαφορετικά έννομα αγαθά

Αναφορικά με τις ποινές, η πλειοψηφία των ανωτέρω πράξεων τιμωρείται με κάθειρξη (5 έως 15 έτη), η οποία πολλές φορές είναι τουλάχιστον δεκαετής. Συχνά δε η τέλεση της πράξης σε βάρος ανήλικου θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση, οπότε και προβλέπεται ισόβια κάθειρξη (πχ. βιασμός). Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο νόμος λειτουργεί προστατευτικά ιδίως εάν το θύμα είναι μικρότερο των 12 ετών. Για παράδειγμα, στην πορνογραφία ανηλίκων, η ποινή μετατρέπεται από φυλάκιση σε κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, εάν στην παραγωγή του υλικού συμμετείχε ανήλικος κάτω των 12 ετών.

Υπάρχει, όμως, περίπτωση ο δράστης ενός ή περισσότερων από τα ανωτέρω εγκλήματα να μην τιμωρηθεί τελικά ή να τιμωρηθεί με μειωμένη ποινή; Το άρθρο 34 ΠΚ προσφέρει τη δυνατότητα μη τιμώρησης του δράστη αίροντας πλήρως τον καταλογισμό του. Η ευρεία αυτή διάταξη περιλαμβάνει κάθε ψυχική ή διανοητική διαταραχή ή διατάραξη της συνείδησης, λόγω της οποίας ο δράστης δεν μπορεί να αντιληφθεί το άδικο της πράξης ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη που έχει για αυτό. Η διαφορά της διαταραχής με την διατάραξη της συνείδησης έγκειται στο ότι η τελευταία εμφανίζεται σε ψυχικώς υγιή άτομα και είναι παροδική (ΑΠ 2029/2019 και ΑΠ 360/2020, www.areiospagos.gr). Σε περίπτωση που η ικανότητα του δράστη για καταλογισμό έχει μεν μειωθεί αλλά όχι εξαφανιστεί πλήρως, είναι δυνατή η επιβολή μειωμένης ποινής βάσει του άρθρου 36 παρ.1 ΠΚ (ΑΠ 863/2022, www.areiospagos.gr). 

Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ένας παιδόφιλος μπορεί να υπαχθεί σε κάποια από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον φυσικά προβεί σε κάποια ενέργεια σε βάρος ανήλικου. Ορθότερη φαίνεται η αρνητική απάντηση, καθώς παρά το γεγονός ότι ο παιδόφιλος είναι ψυχικώς ασθενής, δεν παύει να έχει συνείδηση των πράξεων του και μάλιστα να αντιλαμβάνεται το λάθος αυτών. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι πράττει άδικα, δεν μπορεί να επικαλεστεί το ακαταλόγιστο των πράξεών του. Στην υποθετική περίπτωση που αντιλαμβάνεται μεν το άδικο, αλλά δεν μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψη που έχει για αυτό, η εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων κατά την εκδίκαση της υπόθεσης φαντάζει δυνατή. Από την άλλη πλευρά, ένας παιδεραστής, ο οποίος δεν πάσχει από καμία ψυχική ασθένεια, αλλά λαμβάνει ικανοποίηση από την πράξη του και δεν την θεωρεί λανθασμένη, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπαχθεί στις διατάξεις περί άρσης του καταλογισμού.

Αντί Επιλόγου

Ανωτέρω επιχειρήθηκε ο διαχωρισμός και η διασαφήνιση των εννοιών της παιδοφιλίας και της παιδεραστίας, καθώς και η ανάλυση των συνηθέστερων εγκλημάτων που μπορεί να τελεστούν από έναν παιδόφιλο ή παιδεραστή, η οποία σαφώς και δεν είναι περιοριστική. Η επιστήμη της ψυχολογίας σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τις ρίζες αυτής της συμπεριφοράς, αλλά και να βοηθήσει στη δημιουργία θεραπευτικών πρωτοκόλλων για την ανάπτυξη της λειτουργικότητας των δραστών και τη μείωση πιθανής υποτροπής, έχει αναπτύξει πολλές θεωρίες και τυπολογίες, ωστόσο τίποτα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Οι σεξουαλικοί παραβάτες ανηλίκων, παρόλο που παρουσιάζουν παρόμοιες κλινικές και εγκληματικές ανάγκες, εμφανίζουν ετερογενή χαρακτηριστικά τα οποία αποτελούν πρόκληση κάθε φορά για τους επαγγελματίες ως προς την αντιμετώπισή τους. Επιπλέον, κανένα μοντέλο κατηγοριοποίησης (τυπολογίες) δεν είναι ικανό να προβλέψει πιθανή υποτροπή ή να προτείνει αποτελεσματικά κάποια θεραπευτική προσέγγιση (Simmons, 2015). 

Από νομικής πλευράς, παρατηρούμε ότι ο Έλληνας νομοθέτης επιχειρεί να ρυθμίσει αυτά τα φαινόμενα με διάφορες διατάξεις, δημιουργώντας ένα πλαίσιο ανάλογο των ευρωπαϊκών και διεθνών προτύπων. Προβληματικό φαίνεται ωστόσο ότι δεν έχει υιοθετηθεί ένας ενιαίος ορισμός της ασέλγειας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης, με τις ίδιες πράξεις να θεωρούνται ασελγείς σε κάποιες δικαστικές αποφάσεις και σε άλλες όχι. Τέλος, εμφανής είναι και η τάση αυστηροποίησης των ποινών σε μια προσπάθεια κατευνασμού του γενικού αισθήματος αποτροπιασμού της κοινωνίας αναφορικά με σεξουαλικά εγκλήματα σε βάρος ανηλίκων. Ωστόσο, αυτό σαφώς και δεν είναι αρκετό για τον περιορισμό τέτοιων νοσηρών φαινομένων, μιας και απαιτούνται συντονισμένες προσπάθειες από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, όχι μόνο για την αντιμετώπιση αλλά κυρίως για την πρόληψη των φαινομένων αυτών.

Εύη Καλούτσου, Δικαστική Ψυχολόγος (ΜSc), Διδάσκουσα στο ICPS College (UCLAn), Επιστημονική Συνεργάτης ΚΕΜΕ και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab

Ελένη Κοπαΐλα, Δικηγόρος, LL.M. Ποινικού Δικαίου και Εγκληματολογίας, Μέλος του Forensic Psychology Lab (ΚΕΜΕ)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Καϊάφα – Γκμπάντι Μ. (2005). Στο: Ι. Μανωλεδάκης. Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους Άρθρα 1 – 49 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 695 – 698
Κιούπης Δ., Πορνογραφία ανηλίκων – Ερμηνευτικές προσεγγίσεις του άρθρου 348Α ΠΚ, ΠΛογ 2008, σελ. 6 επ.
Μαργαρίτης Μ. (2009). Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία – Εφαρμογή, Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα
Παρασκευόπουλος Ν., Φυτράκης Ε. (2021). Αξιόποινες Σεξουαλικές Πράξεις, Άρθρα 336-353 ΠΚ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη
Σατλάνης Χ. (2019). Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
Σγάντζου Β. (2022). Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής: Επισκόπηση ελληνικής νομολογίας μετά τους Ν 4619/2019, Ν 4637/2019, Ν 4855/2021, Ν 4947/2022 (ΜΕΡΟΣ Α’), https://www.crimetimes.gr/egklimata-kata-tis-genetisias-elefthe/
Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε. (2016). Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα
Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε. (2020). Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ahlmeyer, S., Kleinsasser, D., Stoner, J., & Retzlaff, P. (2003). Psychopathology of incarcerated sex offenders. Journal of personality disorders, 17(4), 306-318.
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: Author.
Camilleri, J. A., & Quinsey, V. L. (2008). Pedophilia: Assessment and treatment.
Craissati, J. (2005). Sexual violence against women: A psychological approach to the assessment and management of rapists in the community. Probation Journal: The Journal of Community and Criminal Justice, 52, 401–422
Fazel, S., Hope, T., O’DONNELL, I., & Jacoby, R. (2002). Psychiatric, demographic and personality characteristics of elderly sex offenders. Psychological medicine, 32(2), 219-226.
Gannon, T.A. & Ward, T. (2008). Rape: Psychopathology and theory. In D.R. Laws & W. O' Donohue (Eds.), Sexual Deviance: Theory, Assessment, and Treatment, vol. 2 (pp. 336–355). New York: Guilford Press.
National Society for the Prevention of Cruelty to Children(2016/2017). Annual Report 2016/17 https://www.nspcc.org.uk/globalassets/documents/annual-reports/annual_report_2016-17
Simons, D. A. (2015). Sex offender typologies. Sex offender management and planning initiative, 55-75.
Unicef, (2020). Action to End Child Sexual Abuse and Exploitation https://www.unicef.org/media/89206/file/CSAE-Brief-v3.pdf
Whitaker, D. J., Le, B., Hanson, R. K., Baker, C. K., McMahon, P. M., Ryan, G., & Rice, D. D. (2008). Risk factors for the perpetration of child sexual abuse: A review and meta-analysis. Child abuse & neglect, 32(5), 529-548.
World Health Organization. (2019). International statistical classification of diseases and related health problems (11th ed.).

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
ΑΠ 176/2010, ΝΟΜΟΣ
ΑΠ 1949/2019, www.areiospagos.gr
ΑΠ 2029/2019, www.areiospagos.gr
ΑΠ 360/2020, www.areiospagos.gr
ΑΠ 1135/2020, www.areiospagos.gr
ΑΠ 863/2022, www.areiospagos.gr