ΤΕΥΧΟΣ #19 ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

Η διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά την μετα-επαναστατική περίοδο

Παναγιώτα Βλάχου, υπ. Δρ.
Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση των πρώτων δικονομικών κειμένων που ψηφίστηκαν μετά την επανάσταση του 1821 στη χώρα μας, με έμφαση κυρίως στις καινοτομίες και στα μειονεκτήματα κάθε νομοθετήματος, αποφεύγοντας την αναγραφή περιττών λεπτομερειών. Αυτό που προκύπτει από την επισκόπηση των μετα-επαναστατικών αυτών κειμένων είναι ότι η χώρα μας κατέβαλε προσπάθειες για τη σύνταξη κειμένων όσο γίνεται πληρέστερων, έχοντας ως βάση τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά νομοθετήματα και υιοθετώντας τις δικονομικές αρχές που είχαν καθιερωθεί ήδη στην Ευρώπη, οι οποίες προσπάθειες κατέληξαν σταδιακά (και με ορισμένα πισωγυρίσματα) σε ένα νομοθέτημα (Ποινική Δικονομία του 1834) που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές δικονομίες.

Το προ της επανάστασης καθεστώς: Η ποινική διαδικασία κατά την τουρκοκρατία

Προτού αναλύσουμε την διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της μετα-επαναστατικής περιόδου, αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στη διαδικασία εκδίκασης των εγκλημάτων κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητή η εξέλιξη του δικαίου και οι καινοτομίες που υιοθετήθηκαν μόλις λίγα χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό.

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, την εκδίκαση των εγκλημάτων των Ελλήνων είχαν αναλάβει αποκλειστικά τα τουρκικά δικαστήρια και οι ποινές εκτελούνταν από τις τουρκικές αρχές[1]. Σε ορισμένες, ωστόσο, περιοχές της Ελλάδας (Χίος, Κυκλάδες, Μάνη, Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά) είχαν δοθεί προνόμια με αποτέλεσμα μιας κάποιας μορφής αυτοδιοικήσεως στις εν λόγω περιοχές, οι οποίες διοικούνταν από εκλεγμένους από τους κατοίκους άρχοντες, με ενιαύσια θητεία, οι οποίοι ονομάζονταν επίτροποι, προεστοί, γέροντες, δημογέροντες, επιστάτες και κοτζαμπάσηδες[2].

Οι υπόδουλοι Έλληνες κατόρθωσαν οι εν λόγω άρχοντες (κυρίως στα νησιά του Αιγαίου), πέρα από την εκδίκαση των πολιτικών διαφορών μεταξύ των Ελλήνων, να εκδικάζουν και τα εγκλήματα που τελούσαν οι τελευταίοι, περιορίζοντας έτσι τις εξουσίες των τουρκικών αρχών[3]. Οι άρχοντες αυτοί, όπως φαίνεται από έγγραφες πηγές, είχαν την εξουσία να εκδικάζουν κυρίως αγρονομικά αδικήματα, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας, των ηθών, της θρησκευτικής ειρήνης και της τιμής[4].

Αντιθέτως, οι τουρκικές αρχές είχαν διατηρήσει τη δικαιοδοσία τους για την εκδίκαση των εγκλημάτων, των οποίων ο τυχόν μη κολασμός από τον κατακτητή έθιγε την κρατική κυριαρχία του ή και γενικότερα ζωτικά οικονομικά συμφέροντα του τουρκικού δημοσίου[5]. Έτσι, η εκδίκαση των ανθρωποκτονιών και των σωματικών βλαβών που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο του παθόντος (το οποίο εξομοιωνόταν με ανθρωποκτονία), των εγκλημάτων περί το νόμισμα, της παραβιάσεως του μονοπωλίου επί του καπνού, κ.α., παρέμενε στη δικαιοδοσία των τουρκικών αρχών[6].

Για την απόδειξη της τέλεσης των υπαγόμενων στην δικαιοδοσία τους εγκλημάτων, οι άρχοντες στηρίζονταν κυρίως σε έγγραφες μαρτυρικές καταθέσεις, οι οποίες γίνονταν με πρωτοβουλία των παθόντων ενώπιον του καγκελάριου, λαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό πλήρη αποδεικτική ισχύ έναντι όλων των δικαστηρίων[7]. Εφόσον κάποιος μάρτυρας γνώριζε οτιδήποτε για τον δράστη και δεν προσερχόταν να καταθέσει, απειλούταν εις βάρος του ως μέσο εξαναγκασμού ο αφορισμός[8].

Αξιοσημείωτο είναι ότι σε ορισμένες περιπτώσεις εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας (π.χ. επί ζωοκλοπής), οι άρχοντες εφάρμοζαν με δική τους πρωτοβουλία μια sui generis διαιτησία (παρόμοια με αυτή που εφαρμοζόταν επί των πολιτικών διαφορών) και δεν επέβαλλαν ποινή στον δράστη[9]. Την ιδιότυπη αυτή διαιτησία, έχοντας κυρίως τον χαρακτήρα χρηματικού συμβιβασμού μεταξύ δράστη και θύματος, εφάρμοζαν οι άρχοντες και επί των εγκλημάτων της δικαιοδοσίας των τουρκικών αρχών (κυρίως της ανθρωποκτονίας), προκειμένου να αποφευχθεί η ανάμειξη των τελευταίων, η οποία θα τους επιβάρυνε οικονομικά[10].

Επειδή, τέλος, οι άρχοντες δεν είχαν την εξουσία να εκτελέσουν τις ποινές που επέβαλλαν, συμπεριλάμβαναν στις ποινικές αποφάσεις τους χρηματικές ποινές υπέρ Τούρκων αξιωματούχων σε περίπτωση μη εκτέλεσής τους, προκειμένου να γίνονται αυτές σεβαστές[11].

Οι πρώτες μετα-επαναστατικές προσπάθειες

Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, μεταξύ των προτεραιοτήτων των απελευθερωμένων Ελλήνων ήταν η ίδρυση δικαστηρίων και η ρύθμιση της ακολουθούμενης ενώπιόν τους διαδικασίας[12]. Ωστόσο, οι προσπάθειές τους αποδείχθηκαν ατελέσφορες μέχρι και το 1834, οπότε και ψηφίστηκε το πρώτο άρτιο νομοθετικό κείμενο για τη ρύθμιση της ποινικής διαδικασίας που τελικά έτυχε εφαρμογής.

Οι προσπάθειες ξεκίνησαν ήδη από την Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, κατά τη διάρκεια της οποίας ψηφίστηκε το 1822 το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος[13], με το οποίο, όσον αφορά στη δικαιοσύνη, καθιερώθηκε η διάκριση των εξουσιών και προβλέφθηκε η σύσταση Κριτή Ειρηνοποιού σε κάθε κοινότητα ή χωριό, Κριτηρίων των Επαρχιών, Κριτηρίων στις Κεντρικές Διοικήσεις της Ελλάδας (μεταξύ των οποίων ήταν οι Γερουσίες και ο Άρειος Πάγος) και Γενικού Κριτηρίου της Ελλάδος. Οι αποφάσεις κάθε κριτηρίου μπορούσαν να εκκαλούνται στο ανώτερο κατά μία βαθμίδα δικαστήριο[14]. Μέχρι τη σύνταξη εγκληματικής διαδικασίας θα εφαρμόζονταν οι βυζαντινοί νόμοι. Επίσης, υπήρχε πρόβλεψη ότι κανείς δεν φυλακίζεται χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση, εκτός αν συλληφθεί επ’ αυτοφώρω.

Τα ως άνω συγκεκριμενοποιήθηκαν περαιτέρω, τόσο για την πολιτική όσο και την ποινική δικαιοσύνη, με τα υπ’ αριθμόν 12 και 13 ψηφίσματα του Κώδικα των Νόμων του 1822[15]. Έτσι, στη δικαιοδοσία κάθε Ειρηνοποιού Κριτή ανατέθηκε η ανέκκλητη εκδίκαση των εξυβρίσεων, των συμπλοκών χωρίς πληγές και βαρειά χτυπήματα, των κλοπών που λαμβάνουν χώρα την ημέρα και δεν υπερβαίνουν το ποσό των εκατό γροσίων, των με βία ή δολίων καταπατήσεων των συνόρων, των κλοπών και των δολίων μεταθέσεων των υδάτων και των με δόλο προξενούμενων ζημιών[16]. Σε κάθε αντεπαρχία προβλέφθηκε η σύσταση εκτός από τον Ειρηνοποιό Κριτή και τριμελούς δικαστηρίου για τις πολιτικές και εμπορικές υποθέσεις, ονομαζόμενο Πρώτο Δικαστήριο. Στις αρμοδιότητες του τελευταίου υπήχθη και η διενέργεια προανακρίσεως για οποιοδήποτε έγκλημα, εκτός από αυτά που εκδικάζονται από τον Ειρηνοποιό Κριτή. Ο δράστης προφυλακίζεται άνευ ετέρου και μπορεί να αφεθεί ελεύθερος με την παροχή χρηματικής εγγύησης, εφόσον το έγκλημα δεν είναι θανατηφόρο ή σχεδόν τέτοιο. Όταν ολοκληρωθεί η προανάκριση, επανεξετάζεται αυτή από το Δικαστήριο των Εκκλήτων, το οποίο απαρτίζετο από πέντε μέλη, και στη συνέχεια η υπόθεση εκδικαζόταν από το τελευταίο. Κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου των Εκκλήτων μπορούσε να ασκηθεί έφεση, εφόσον είχε επιβληθεί η κεφαλική ή παρόμοια ποινή, η οποία έφεση εκδικαζόταν από το Γενικό Δικαστήριο της Ελλάδος.

Ο τελευταίος νόμος δεν έτυχε εφαρμογής λόγω της ατελούς μορφής του[17] και διατάχθηκε η αναθεώρησή του από τη Β’ Εθνοσυνέλευση που έλαβε χώρα στο Άστρος το 1823[18]. Έτσι, στο Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος του 1823 (Νόμος της Επιδαύρου) προβλέπεται η αρχή της δημοσιότητας της ποινικής δίκης και ότι όποιος συλλαμβάνεται πρέπει να λαμβάνει γνώση της κατηγορίας εις βάρος του εντός εικοσιτεσσάρων ωρών και να αρχίζει η ποινική διαδικασία εις βάρος του εντός τριών ημερών[19]. Το νομοθετικό σώμα κατόπιν της εντολής αυτής εξέδωσε την 21 Οκτωβρίου 1825 νέο περί ποινικής διαδικασίας νόμο[20] με την προσθήκη των ανωτέρω και χωρίς ουσιαστικές αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς, ο οποίος επίσης δεν εφαρμόστηκε λόγω των πολιτικών ανωμαλιών[21]. Στον τελευταίο, πέρα από τα Δικαστήρια των Ειρηνοποιών, το Πρώτο ή Επαρχιακό Δικαστήριο και το Δικαστήριο των Εκκλήτων, προβλέπεται η ίδρυση και Ανώτατου της Ελλάδος Δικαστηρίου[22]. Το Δικαστήριο των Εκκλήτων πέρα από την εκδίκαση εφέσεων κατά των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου, εκδικάζει και «παράπονα» κατά της προανάκρισης που διεξάγει το τελευταίο. Εάν η απόφαση του Δικαστηρίου των Εκκλήτων προβλέπει ποινή φυλάκισης άνω των τριών μηνών και χρηματική ποινή χιλίων γροσίων, μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Κατά τη διάρκεια της Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα το 1827 δεν τροποποιήθηκαν ιδιαίτερα τα όσα είχαν αποφασιστεί προηγουμένως, στο δε Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος του 1827[23] προβλέπονται για πρώτη φορά δικαστήρια ενόρκων και δίνεται η εντολή στη Βουλή να τα συγκροτήσει, η οποία όμως εντολή δεν εκτελέστηκε[24].

Μετά την άφιξή του, ο Ιωάννης Καποδίστριας αναγνώρισε την ανάγκη συστάσεως δικαστηρίων και με το ΙΘ’ Ψήφισμα της 15ης Δεκεμβρίου 1828 καθόρισε τον οργανισμό των δικαστηρίων[25]. Έτσι, προβλέφθηκε η σύσταση τριών βαθμίδων δικαστηρίων: των Ειρηνοδικών, οι οποίοι εκλέγονται μεταξύ των δημογερόντων από την Κυβέρνηση, των Πρωτόκλητων Δικαστηρίων, τα οποία απαρτίζονται από έναν πρόεδρο, δύο συνδικαστές και ένα γραμματέα, και το Ανέκκλητο Κριτήριο[26], το οποίο απαρτιζόταν από έναν πρόεδρο, έναν αντιπρόεδρο, επτά κριτές, έναν δημόσιο συνήγορο[27] και ένα γραμματέα. Η δικαιοσύνη διακρίθηκε σε διορθωτική και εγκληματική[28]. Την πρώτη απένειμαν οι Ειρηνοδίκες, οι οποίοι δίκαζαν τις καταπατήσεις των συνόρων, τις αρπαγές των ποτιστικών νερών, τις ζημιές που γίνονταν από ανθρώπους ή ζώα σε χωράφια, αμπέλια, περιβόλια ή κήπους εντός του έτους, τις εξυβρίσεις, τα «μαλώματα» και τους «δαρμούς», εφόσον δεν οδηγούσαν σε πληγές ή βαρειά χτυπήματα, και όλα τα πταίσματα που τιμωρούνταν με «ζημία»[29] ή φυλακή. Οι αποφάσεις τους εκκαλούνταν στο Πρωτόκλητο Δικαστήριο, εφόσον επέβαλλαν ποινή φυλάκισης από μία έως πέντε ημέρες ή «ζημία» δύο διστήλων ή αποζημίωση άνω των έξι διστήλων. Την εγκληματική δικαιοσύνη απένειμε το Πρωτόκλητο Δικαστήριο, οι αποφάσεις του οποίου εκκαλούνταν στο Ανέκκλητο Κριτήριο.

Η Εγκληματική Διαδικασία του 1829

Από τον Ιούλιο του 1829 θα ετίθετο σε ισχύ η Εγκληματική Διαδικασία, η οποία θα εφαρμοζόταν για τις διορθωτικές και εγκληματικές υποθέσεις που θα εκκινούσαν μετά την ημερομηνία αυτή[30]. Η Εγκληματική αυτή Διαδικασία ήταν μια ατελής απομίμηση της γαλλικής ποινικής δικονομίας[31], ωστόσο πληρέστερη από τα μέχρι τότε νομοθετήματα. Θα επιχειρηθεί μια όσο το δυνατόν συνοπτικότερη περιγραφή των βασικών προβλέψεων της διαδικασίας αυτής.

Στα εγκληματικά δικαστήρια εισαγόταν διπλή αγωγή: η δημόσια, η οποία εκινείτο από τους δημόσιους υπουργούς και η οποία καταργούταν με τον θάνατο του υπόπτου ή του εγκαλούμενου και της πολιτικής αγωγής, η οποία συνίστατο στην επανόρθωση της ζημίας και μπορούσε να ασκηθεί και κατά των κληρονόμων του υπόπτου ή του εγκαλούμενου[32]. Κάθε καθεστώσα εξουσία, υπουργός, δημόσιος αξιωματικός, που πληροφορούταν ένα έγκλημα, και κάθε αυτόπτης μάρτυρας εγκλήματος κατά της δημόσιας ασφάλειας, ζωής ή κτημάτων όφειλε να ειδοποιήσει τον Αστυνόμο της επαρχίας, στην οποία διεπράχθη το έγκλημα ή στην οποία βρίσκεται ο ύποπτος, ο οποίος εφόσον έκρινε ότι η κατηγορία είναι βάσιμη εγκαλούσε τον δράστη, ενώ δικαίωμα εγκλήσεως είχε και ο παθών οποιουδήποτε εγκλήματος ή πταίσματος[33]. Η ποινική δίωξη δεν ασκούταν από την εισαγγελική αρχή, η οποία απουσίαζε εντελώς από το νομοθέτημα αυτό, αλλά η έγκληση εισαγόταν απευθείας στο δικαστήριο.

Η δικαιοσύνη διακρίνεται και πάλι σε διορθωτική και εγκληματική. Οι Ειρηνοδίκες (διορθωτική δικαιοσύνη) δικάζουν τις παραβάσεις της αστυνομικής ευταξίας και τα υπόλοιπα πταίσματα. Κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικών μπορεί να ασκηθεί έφεση, εφόσον επιβάλλεται ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ημερών ή «ζημία» δύο διστήλων ή αποζημίωση άνω των έξι διστήλων, η οποία δικάζεται ανέκκλητα από το Πρωτόκλητο Δικαστήριο. Τα Πρωτόκλητα Δικαστήρια κρίνουν όλα τα υπόλοιπα εγκλήματα (εγκληματική δικαιοσύνη), μετά από ανάκριση που διενεργεί ένας εκ των δικαστών τους. Κατά το στάδιο της ανάκρισης ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σιωπής, ενώ απαγορεύεται η βία, ο φοβερισμός και τα απατηλά ή παραπειστικά ερωτήματα. Τα ίδια ισχύουν και για τους μάρτυρες, οι οποίοι επιπροσθέτως δεν υποχρεούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις που μπορούν να τους ενοχοποιήσουν (δικαίωμα μη αυτό-ενοχοποίησης). Οι αποφάσεις του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου εκκαλούνται ενώπιον του Ανέκκλητου Κριτηρίου από τον κατηγορούμενο, τον πολιτικό ενάγοντα (μόνο για την αστική αξίωσή του), τον δημόσιο συνήγορο του Ανέκκλητου Κριτηρίου αλλά και τον δικαστή που έκανε την ανάκριση. Προβλέπεται ειδική διαδικασία για τους φυγόδικους και ρυθμίσεις για τη σύγκρουση αρμοδιοτήτων.

Η διαδικασία και η απαγγελία της απόφασης είναι δημόσιες, ενώ προβλέπεται για πρώτη φορά ότι ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του παίρνει τον λόγο τελευταίος. Επίσης, οι αποφάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και προβλέπεται ότι μετά το πέρας της εκδίκασης της υπόθεσης κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί για το ίδιο πράγμα (αρχή ne bis in idem).

Ο Διοργανισμός των Δικαστηρίων και η Εγκληματική Διαδικασία του 1830

Και η εγκληματική αυτή διαδικασία του 1829 δεν μακροημέρευσε, προτάθηκε δε η αναθεώρηση των κυριότερων διατάξεών της στη Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829 και την εισαγωγή του θεσμού της εισαγγελικής αρχής[34]. Έτσι, υιοθετήθηκε το 1830 ο Διοργανισμός των Δικαστηρίων και η Πολιτική και Εγκληματική Διαδικασία[35], η οποία στα κυριότερα σημεία της προσιδιάζει με την προηγούμενη εγκληματική διαδικασία. Επικεντρωνόμαστε κυρίως στις διαφορετικές σε σχέση με την προηγούμενη διαδικασία προβλέψεις.

Τα προβλεπόμενα δικαστήρια ήταν το Δικαστήριο των Ειρηνοδικών (επανορθωτική δικαιοσύνη), το Πρωτόκλητο (εγκληματική δικαιοσύνη), το Έκκλητο και, για πρώτη φορά, ιδρύεται ένα Ανώτατο ή Ακυρωτικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο των Ειρηνοδικών κρίνει τις υποθέσεις καταπάτησης των συνόρων, της βίαιης ή δόλιας μετοχέτευσης της ροής των υδάτων, τη βίαιη κατάσχεση ή την παρά καιρόν έξωση των ενοικιασμένων κτημάτων, τις προξενούμενες ζημιές από ανθρώπους ή ζώα στα κτήματα, τη ζωοκλοπή, τις προφορικές εξυβρίσεις, τους «δαρμούς» χωρίς όπλα και πληγές, τις βαρειές απειλές, τις κλοπές που έγιναν ημέρα και δεν υπερβαίνουν τους 40 φοίνικες και την διατάραξη της νομής εντός του έτους. Οι αποφάσεις των Ειρηνοδικών είναι εκκλητές εφόσον υπερβαίνουν την ποινή της φυλάκισης 10 ημερών ή προστίμου 10 φοινίκων ή επιβάλλουν αποζημιώσεις άνω των 20 φοινίκων. Το Δικαστήριο των Ειρηνοδικών δικάζει τις επανορθωτικές υποθέσεις μόνο εφόσον το ζητήσει ο παθών.

Τα υπόλοιπα εγκλήματα δικάζονται από το Πρωτόκλητο Δικαστήριο. Σε περίπτωση μοιχείας ή παρθενοφθορίας τελεσμένης με την άσκηση βίας, η εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να παύσει με ανάληψη της ευθύνης μέσω συνδιαλλαγής. Το Πρωτόκλητο Δικαστήριο δικάζει επίσης ανεκκλήτως, επί της ουσίας αλλά και ακυρωτικώς, τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικών.

Ανακριτικά καθήκοντα ασκεί ο εξεταστής δικαστής και σε αναπλήρωσή του η αστυνομία. Όταν πρόκειται για επανορθωτικές υποθέσεις, αυτές εισάγονται αμέσως ενώπιον του Ειρηνοδίκη, εφόσον ο παθών δηλώσει ότι επιθυμεί να εκδικαστεί η υπόθεση, άλλως ο εγκαλούμενος, εφόσον έχει συλληφθεί, αποφυλακίζεται.

Ο δημόσιος συνήγορος δίνει για κάθε υπόθεση εγγράφως τα συμπεράσματά του, έχει δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου και αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο είτε ως ακυρωτικό είτε ως δικαστήριο τρίτου βαθμού. Επισημαίνεται ότι ο θεσμός του δημόσιου συνηγόρου δεν ταυτίζεται με τον θεσμό του εισαγγελέα, καθώς αυτός ασκεί παρόμοια καθήκοντα και στα πολιτικά δικαστήρια.

Ωστόσο, το Πρωτόκλητο Δικαστήριο αποφασίζει αν θα καλέσει τον μηνυτή και τον κατηγορούμενο, είτε προσωπικά είτε δια των συνηγόρων τους, να εκθέσουν και προφορικά τις απόψεις τους ή θα αρκεστεί στις αποδείξεις που εμπεριέχονται στο φάκελο δικογραφίας και έχουν συλλεγεί από τον εξεταστή ή τον εξεταστικό αστυνόμο, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται η κεφαλική ποινή ή ποινή φυλάκισης άνω των 8 ετών, οπότε και ο δικαστής υποχρεούται να καλέσει και να ακούσει τον μηνυτή και τον κατηγορούμενο. Με άλλα λόγια, καταργείται το απόλυτο των αρχών της δημοσιότητας και της προφορικής διαδικασίας, ενώ προβλέπεται πλέον ότι μόνο ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πλέον δικαίωμα ψήφου και όχι οι λοιποί δικαστές που απαρτίζουν το δικαστήριο.

Το Έκκλητο Δικαστήριο απαρτίζεται από τρεις δικαστές, έναν δημόσιο συνήγορο και έναν γραμματέα, και κρίνει όλες τις εκκλητές αποφάσεις του Πρωτόκλητου Δικαστηρίου ως δικαστήριο ουσίας αλλά και ως ακυρωτικό για τις παραβάσεις στους τύπους και στην ουσία. Οι αποφάσεις του Εκκλήτου, εφόσον επιβάλλουν ποινή φυλάκισης μέχρι τρεις μήνες, μπορούν να παραπεμφθούν στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο κρίνει ως ακυρωτικό[36]. Εάν οι αποφάσεις επιβάλλουν ποινή φυλάκισης άνω των τριών μηνών, εισάγονται επίσης στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο κρίνει όμως ως δικαστήριο τρίτου βαθμού (άρα ως δικαστήριο ουσίας και όχι ως ακυρωτικό).

Προβλέπεται ειδική διαδικασία για τους φυγόδικους και δίνεται η δυνατότητα αναθεώρησης καταδικαστικής απόφασης, εφόσον ο καταδικασθείς βρει έγγραφες αποδείξεις για την αθώωσή του, οι οποίες πρέπει να αποτελούν δημόσια και πρωτότυπα έγγραφα και να προϋπήρχαν της κατηγορίας. Επίσης, προβλέπεται ειδική διαδικασία για την εξέταση της βασιμότητας του άλλοθι που προβάλλει ο ύποπτος. Πέραν των ως άνω δικαστηρίων προβλέπεται και η συγκρότηση εξαιρετικού δικαστηρίου, το οποίο κρίνει τις μηνύσεις της Κυβέρνησης κατά δημόσιων υπουργών (δικαστικών και διοικητικών).

Η Εγκληματική Διαδικασία του 1830 πέρα από τις ελλείψεις της έχει κατηγορηθεί[37] για τη μετάβαση από την κατηγορητική στην εξεταστική διαδικασία, για την αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου από τα 2/3 των δικαστών, αλλά και για το γεγονός ότι η δημοσιότητα των συζητήσεων και η προφορική διαδικασία δεν είναι πλέον απόλυτες αλλά επαφίονται στην κρίση του δικαστηρίου.

Μέχρι την άφιξη του Καποδίστρια το 1828, ωστόσο, δεν ιδρύθηκαν δικαστήρια ποινικής δικαιοσύνης πέρα από ορισμένα που λειτούργησαν για μικρό χρονικό διάστημα[38]. Η έλλειψη εγκληματικών δικαστηρίων αναπληρώθηκε με την εκδίκαση των εγκλημάτων από Επιτροπές[39], ενώ ακυρωτικό δικαστήριο συστάθηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά στα τέλη του 1830[40].

Τέλος, μετά το θάνατο του Καποδίστρια, εκδόθηκε η Ποινική Δικονομία του 1834, πόνημα του Μάουρερ βάσει της αρχαίας Γερμανικής διαδικασίας[41]. Η ποινική αυτή δικονομία εφαρμόστηκε μέχρι το 1951, οπότε και τέθηκε σε ισχύ η προϊσχύσασα Ποινική Δικονομία, δηλαδή το κείμενο αυτό έτυχε εφαρμογής για πάνω από έναν αιώνα. Αναμφισβήτητα πρόκειται για ένα νομοθέτημα πληρέστερο τόσο σε σχέση με τα προγενέστερα δικονομικά κείμενα όσο και με τις αντίστοιχες αλλοδαπές δικονομίες εκείνης της εποχής[42].

Αντί επιλόγου

Από την ως άνω συνοπτική παρουσίαση των νομοθετημάτων που ρύθμιζαν την ποινική διαδικασία κατά τα πρώτα μετά την επανάσταση του 1821 χρόνια, γίνεται φανερό ότι αυτά εμφανίζουν σοβαρές ελλείψεις, όπως είναι μεταξύ άλλων η μειωμένη έκταση της προδικασίας και η παντελής απουσία της ενδιάμεσης διαδικασίας των δικαστικών συμβουλίων, ενώ ο θεσμός της εισαγγελικής αρχής προβλέφθηκε για πρώτη φορά το 1828, ωστόσο δεν καθιερώθηκε στα επόμενα νομοθετήματα. Πέρα, ωστόσο, από τα ανωτέρω μειονεκτήματά τους, τα νομοθετήματα αυτά υιοθέτησαν αρκετά νωρίς σύγχρονες δικονομικές αρχές, όπως το δικαίωμα σιωπής και μη αυτό-ενοχοποίησης και την αρχή ne bis in idem, καθώς και τη δημοσιότητα και προφορικότητα της ποινικής διαδικασίας (με εξαίρεση το νομοθέτημα του 1830), κατακτώντας σταδιακά τα ευρωπαϊκά κεκτημένα στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης, σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα μετά το τέλος της τουρκοκρατίας.

Παναγιώτα Βλάχου, Δικηγόρος, Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ

 

* photo by the new York public library
[1] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Περί τῆς ποινικῆς δικαιοσύνης ἐπί Τουρκοκρατίας και μετ' αὐτήν μέχρι και τοῦ Καποδιστρίου, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, εν Αθήναις 1972, τόμος 15, σελ. 1. Βλ. σχετικά και Κωστής Κωνσταντίνος, Εγχειρίδιον της Ποινικής Δικονομίας, Έκδοσις Τρίτη, εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ 1897, σελ. 118, ο οποίος αναφέρει ότι την απονομή της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είχαν αναλάβει οι βοϊβόδες, οι καδήδες και οι ιεραρχικά προϊστάμενοι αυτών πασσάδες. Έτσι, εάν η απόφαση του καδή ήταν αυστηρή ή άδικη υπήρχε δυνατότητα να εφεσιβληθεί ενώπιον του πασσά. Ο ίδιος αναφέρει ότι επί ελαφρότερων αδικημάτων με δράστη και παθόντα Έλληνες επιλαμβάνονταν την εκδίκαση οι Επίσκοποι, ενώ και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης είχε απεριόριστο δικαίωμα να εκδικάζει οποιουδήποτε είδους αδικήματα και να μετατρέπει την ποινή του θανάτου που επέβαλλαν τα τουρκικά δικαστήρια σε ποινή κάτεργου. Για τη θέση του κλήρου επί τουρκοκρατίας, η οποία ήταν καλύτερη ακόμη και από την βυζαντινή εποχή βλ. Βισβίζης Ιάκωβος, Τό πρόβλημα τῆς ἱστορίας τοῦ μεταβυζαντινοῦ δικαίου, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1977, τόμος 6, σελ. 146

[2] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π., σελ. 4 επ.

[3] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π., σελ. 6, Τουρτόγλου Μενέλαος, Ἡ νομολογία τῶν κριτηρίων τῆς Μυκόνου (17ος - 19ος αἰ.), Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1985, τόμοι 27-28, σελ. 4, Τουρτόγλου Μενέλαος – Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη Λυδία, Ἡ συμβολὴ τῶν δραγομάνων τοῦ στόλου στὴν προαγωγὴ τῆς δικαιοσύνης τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2002, τόμος 36, Παράρτημα ΙΙ, σελ. 7 επ. και όσον αφορά στην ποινική δικαιοσύνη ειδικότερα σελ. 26 επ., Βισβίζης Ιάκωβος, Δικαστικαί ἀποφάσεις τοῦ 17ου αἰώνος ἐκ τῆς νήσου Μυκόνου, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1957, τόμος 7, σελ. 20 επ.

[4] Μεταξύ των εγκλημάτων που φέρονται να δίκαζαν οι άρχοντες είναι η κλοπή, η παρασιώπηση εύρεσης απολωλότος πράγματος, περιπτώσεις σωματικών βλαβών, η εκούσια και ακούσια απαγωγή, η φθορά παρθένου, η εξύβριση των θείων και οι συκοφαντικές δυσφημήσεις. Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Περί τῆς ποινικῆς δικαιοσύνης ἐπί Τουρκοκρατίας και μετ' αὐτήν μέχρι και τοῦ Καποδιστρίου, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, εν Αθήναις 1972, τόμος 15, σελ. 10 επ.

[5] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π., σελ. 21

[6] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π., σελ. 12 και 21 επ.

[7] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π., σελ. 18 επ.

[8] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π.,  σελ. 24. Ο αφορισμός επίσης χρησιμοποιούταν και ως μέσο εξαναγκασμού για την εύρεση των κλοπιμαίων. Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 119

[9] Μάλιστα, από πηγές προκύπτει ότι συνήθως ορίζονταν τρεις διαιτητές, ένας από τον άρχοντα και ένας από κάθε πλευρά. Εν συνεχεία, παθών και δράστης δήλωναν ότι ουδέν έγκλημα τελέστηκε. Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π.,  σελ. 20

[10] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π., σελ. 22 επ., ο οποίος αναφέρει ότι επί ανθρωποκτονίας, εφόσον ο δράστης δεν είχε επαρκή περιουσία, η αποζημίωση του παθόντος αναζητούταν από τους συγγενείς και εν συνεχεία από τους κατοίκους της συνοικίας ή του χωριού, σε κάθε δε περίπτωση επιβαλλόταν και πρόστιμο εις βάρος των κατοίκων της περιφέρειας όπου τελέστηκε η ανθρωποκτονία. Επίσης, για κάθε ποινική εκδίκαση από τις τουρκικές αρχές επιβάλλονταν στους υπόδουλους Έλληνες τα έξοδα για την αποστολή υπαλλήλου.

[11] Την επιβολή χρηματικών ποινών υπέρ Τούρκων αξιωματούχων την εφάρμοζαν στα «συνυποσχετικά», τα οποία συνέτασσαν για την υποβολή των πολιτικών διαφορών τους σε διαιτησία, ως ποινική ρήτρα για την περίπτωση μη συμμορφώσεως προς τα συμφωνηθέντα. Την πρακτική αυτή μετέφεραν ευφυώς και στην εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων. Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, ό.π.,  σελ. 17 επ.

[12] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 119. Βλέπε και την ψήφιση τοπικών οργανισμών των δικαστηρίων για την απονομή της δικαιοσύνης μέχρι την ίδρυση δικαστηρίων, οι οποίοι οργανισμοί καταργήθηκαν με ψήφισμα της Β’ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους, σε: Κανίνιας Σπυρος, Ἡ δικαιοσύνη στο Μεσολόγγι: 1821 – 1826, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1985, τόμοι 27-28, σελ. 261 επ.

[13] Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, Συλλογή Ανδρέα Μάμουκα, εκ της του Ηλία Χριστοφίδου τυπογραφίας Η ΑΓΑΘΗ ΤΥΧΗ, ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ 1839, Τόμος Β’, σελ. 30 επ.

[14] Οι αποφάσεις του Ειρηνοποιού Κριτή επανεξετάζονταν από το Κριτήριο της Επαρχίας, οι αποφάσεις του τελευταίου από το Κριτήριο της κατά τόπον Κεντρικής Διοικήσεως και των τελευταίων από το Γενικό Κριτήριο της Ελλάδος.

[15] Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας μέχρι της εγκαταστάσεως της Βασιλείας, Περίοδος Α’, Τόμος Α’, εκ του τυπογραφείου Δ. Α. Μαυρομμάτη, Εν Αθήναις 1857, Επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήναι 1971, σελ. 161 επ., και Δημακόπουλος Γεώργιος, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της ελληνικής πολιτείας: 1822 – 1828, Η νομοθετική διαδικασία, τα κείμενα των νόμων, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1966, τόμοι 10-11, σελ. 80 επ. και 84 επ. αντίστοιχα

[16] Δηλαδή ανέλαβαν την εκδίκαση όλων των εγκλημάτων που τιμωρούνται με επανορθωτικές ποινές. Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 120

[17] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 121

[18] Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, ό.π., Τόμος Γ’, σελ. 86

[19] Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, ό.π., Τόμος Β’, σελ. 142 επ.

[20] Δημακόπουλος Γεώργιος, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της ελληνικής πολιτείας: 1822 – 1828, Η νομοθετική διαδικασία, τα κείμενα των νόμων, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1966, τόμοι 10-11, σελ. 166 επ.

[21] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 122

[22] Πρόκειται για δικαστήριο ουσίας και όχι ακυρωτικό, όπως και το προηγουμένως προβλεφθέν Γενικό Κριτήριο της Ελλάδος, τα οποία όμως παρά την πρόβλεψή τους ουδέποτε συστάθηκαν. Ανώτατο ή ακυρωτικό δικαστήριο συστάθηκε για πρώτη φορά το 1830. Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Τα πρώτα ἐν Ἑλλάδι ἀκυρωτικά δικαστήρια, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1966, τόμοι 10-11, σελ. 1 επ.

[23] Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, ό.π., Τόμος Θ’, σελ. 128 επ.

[24] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 122

[25] Περί του Διοργανισμού των Δικαστηρίων, σε: Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, Συλλογή Ανδρέα Μάμουκα, εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου, ΑΘΗΝΗΣΙΝ 1852, Τόμος ΙΑ’, σελ. 505 επ., και Δημακόπουλος Γεώργιος, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της ελληνικής πολιτείας: Α’ 1828 - 1829, Η διαδικασία της ψηφίσεως, τα κείμενα των ψηφισμάτων, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1970, τόμος 14, σελ. 133 επ. Βλέπε, ωστόσο, και τον ειδικό οργανισμό των δικαστηρίων της Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος ψηφίστηκε λόγω αδυναμίας εφαρμογής του ως άνω οργανισμού εξαιτίας των επικρατουσών συνθηκών την περίοδο εκείνη στην περιοχή, σε: Δημακόπουλος Γεώργιος, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της ελληνικής πολιτείας: Α’ 1828 - 1829, Η διαδικασία της ψηφίσεως, τα κείμενα των ψηφισμάτων, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1970, τόμος 14, σελ. 133 επ.

[26] Εάν υπήρχε ανάγκη, προβλεπόταν η δυνατότητα να συσταθούν και άλλα Ανέκκλητα Κριτήρια.

[27] Θεσπίστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός του εισαγγελέα με την ονομασία δημόσιος συνήγορος και ο πρώτος εισαγγελέας που διορίστηκε ήταν ο γνωστός νομομαθής της εποχής εκείνης Χριστόδουλος Κλονάρης. Βλέπε σχετικά Βισβίζης Ιάκωβος, Ἡ πρώτη ἐν Ἑλλάδι Εἰσαγγελική Ἀγόρευσις, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1954, τόμος 5, σελ. 9 επ.

[28] Διάκριση που υπονοείτο ήδη από τον Κώδικα των Νόμων του 1823, όπου ο Ειρηνοποιός Κριτής χαρακτηριζόταν ως επανορθωτικός και το Δικαστήριο των Εκκλήτων ως εγκληματικό.

[29] Η ζημία είναι στην ουσία το πρόστιμο που προβλεπόταν υπό τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα ως ποινή για τα πταίσματα.

[30] Βλ. Λ’ Ψήφισμα της 6ης Μαΐου 1829, σε: Τὰ κατὰ τὴν ἀναγέννησιν τῆς Ἑλλάδος, ό.π., Τόμος ΙΑ’, σελ. 519 επ., και Δημακόπουλος Γεώργιος, Ο Κώδιξ των ψηφισμάτων της ελληνικής πολιτείας: Α’ 1828 - 1829, Η διαδικασία της ψηφίσεως, τα κείμενα των ψηφισμάτων, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1970, τόμος 14, σελ. 160 επ.

[31] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 123

[32] Προφανές είναι ότι οι δύο αγωγές αντιστοιχούν στη σημερινή ποινική δίωξη και στην προϊσχύσασα πολιτική αγωγή ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.

[33] Πρόκειται για έναν συνδυασμό αυτεπάγγελτης και κατ’ έγκληση δίωξης.

[34] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 24

[35] Διαθέσιμος στην ιστοσελίδα http://srv1-vivl-volou.mag.sch.gr/islandora/object/voDKI%3A203

[36] Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και όταν το Ανώτατο Δικαστήριο δικάζει ως ακυρωτικό, μπορεί να αποφασίσει την τροποποίηση της ουσίας της υπόθεσης, οπότε και την παραπέμπει στο αρμόδιο δικαστήριο ουσίας ώστε να προβεί στην τροποποίηση αυτή.

[37] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 125. Βλέπε και πληρέστερη κριτική του νομοθετήματος αυτού σε: Τουρτόγλου Μενέλαος, Ὁ Διοργανισμός τῶν δικαστηρίων καί ἡ Πολιτική καί Ἐγκληματική διαδικασία τοῦ 1830: Κριτικαί παρατηρήσεις Αλ. Πάλμα – Απαντήσεις Ι. Γενατά, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1958, τόμος 8, σελ. 1 επ., όπου όσον αφορά στις ελλείψεις του νομοθετήματος αναφέρεται ότι οφείλονται στον προσωρινό του χαρακτήρα.

[38] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Η δικαιοσύνη εις την Μάνην επί Καποδίστρια, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1978, τόμος 23, σελ. 19, Τουρτόγλου Μενέλαος, Η κατάσταση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, 28 Αυγούστου 2011, διαθέσιμο σε: https://argolikivivliothiki.gr/2011/08/28/%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%AC/ , ο οποίος αναφέρει ότι το 1826 συστάθηκε εγκληματικό δικαστήριο στο Ναύπλιο, το οποίο καταργήθηκε με ψήφισμα το 1827. Ωστόσο, και μετά την άφιξη του Καποδίστρια παρουσιάζεται η ίδια τάση να καταργούνται νεοσυσταθέντα δικαστήρια. Για παράδειγμα, το 1832 καταργήθηκαν μεταξύ άλλων δικαστηρίων και δύο ειδικά δικαστήρια που είχαν συσταθεί ήδη το 1830 στη Σπάρτη λόγω υπάρξεως τοπικών εθίμων, που καθιστούσαν προβληματική την απονομή της δικαιοσύνης. Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Η δικαιοσύνη εις την Μάνην επί Καποδίστρια, ό.π.

[39] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Η κατάσταση της δικαιοσύνης στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια, ο.π.

[40] Βλ. Τουρτόγλου Μενέλαος, Τα πρώτα ἐν Ἑλλάδι ἀκυρωτικά δικαστήρια, Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, Ακαδημία Αθηνών, Εν Αθήναις 1966, τόμοι 10-11, σελ. 1 επ. Ακυρωτική δικαιοδοσία είχαν, δυνάμει του Διοργανισμού των Δικαστηρίων του 1830, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, και τα Πρωτόκλητα Δικαστήρια και τα Έκκλητα Δικαστήρια, όταν δίκαζαν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικών και των Πρωτόκλητων Δικαστηρίων αντίστοιχα, ενώ το Ανώτατο ή Ακυρωτικό Δικαστήριο δίκαζε και ως δικαστήριο τρίτου βαθμού (ουσίας) τις αποφάσεις του Εκκλήτου, εφόσον επέβαλλαν ποινή φυλάκισης πάνω από τρεις μήνες. Με άλλα λόγια, τα δικαστήρια αυτά αποτελούσαν άλλοτε δικαστήρια ουσίας και άλλοτε ακυρωτικά.

[41] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος. ό.π., σελ. 125

[42] Βλ. Κωστής Κωνσταντίνος, ό.π., σελ. 126