ΤΕΥΧΟΣ #6 ΙΟΥΝΙΟΣ 2018

Η ψυχολογία πίσω από το "σκοτεινό διαδίκτυο"

Αμαλία Παπαγεωργίου
Το σκοτεινό διαδίκτυο ή αλλιώς Dark Web είναι ένας διαδικτυακός ιστός, με συγκεκριμένο λογισμικό και άδειες, όπου χρήστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε παράνομες υπηρεσίες ανώνυμα (Αναγνωστόπουλος, 2017). Το σκοτεινό διαδίκτυο είναι ένα μέσο όπου άτομα οποιασδήποτε ηλικίας μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να αγοράζουν και να πωλούν παράνομα  προϊόντα καθώς και να προσφέρουν παράνομες υπηρεσίες αλλά και να προσελκύουν, να προσλαμβάνουν και να εκπαιδεύουν νέους συνεργάτες στην παρανομία. Σύμφωνα με την Aiken (2016), υπάρχουν όχι μόνο ιστοσελίδες που δίνουν οδηγίες αλλά και tutorials που εξηγούν βήμα βήμα πως μπορείς εύκολα και απλά να πραγματοποιήσεις μία απάτη.

Όπως το περιβάλλον επηρεάζει την εγκληματική συμπεριφορά έτσι και το διαδικτυακό περιβάλλον επηρεάζει το έγκλημα. Ο Canter (2003) επησήμανε ότι οι εγκληματίες αποκαλύπτουν ποιοι είναι και που μένουν όχι μόνο από τα εγκλήματά τους αλλά και από την τοποθεσία που επιλέγουν να εγκληματίσουν. Η νέα γενιά έχοντας πάντα εύκολη πρόσβαση στο διαδίκτυο έχει μάθει να το χειρίζεται από νεαρή ηλικία και για πολλές ώρες μέσα στη μέρα. Επομένως είναι αρκετά εύκολο για τα συγκεκριμένα άτομα να επηρεαστούν από μία ιστοσελίδα καθώς και από τις γνωριμίες που θα κάνουν μέσω αυτής.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι εκείνο που ανησυχεί κάποιον που αγοράζει παράνομα προϊόντα ή γενικά εγκληματεί είναι η πιθανότητα να τον αντιληφθούν οι Αρχές ή/και οι φορείς άτυπου κοινωνικού ελέγχου. Έτσι λοιπόν, οι ιστοσελίδες που σχετίζονται με την παρανομία οποιασδήποτε μορφής είναι με τέτοιο τρόπο σχεδιασμένες ώστε να προκαλούν την αίσθηση της ασφάλειας στους χρήστες. Όταν ένας χρήστης επισκέπτεται μία καινούρια ιστοσελίδα έρχεται σε επαφή με φράσεις που του προκαλούν την αίσθηση της άνεσης, της ασφάλειας και της σιγουριάς. Φράσεις όπως: «Εδώ βρίσκεστε σε ένα ασφαλές μέρος, ένα μέρος κατάλληλο για τη δουλειά που ψάχνετε, ένα μέρος όπου μπορείτε να κάνετε πολλούς νέους φίλους» καθησυχάζουν τον χρήστη ότι έχει μπει στην κατάλληλα σελίδα. Μπορούμε δηλαδή να δούμε τον κυβερνοχώρο σαν μία γειτονιά, όπου δεν υφίσταται ουσιαστικός έλεγχος των Αρχών. Το έγκλημα μπορεί να αναπτυχθεί και να αυξηθεί πολύ εύκολα, όπως ακριβώς και τα θύματά του.

Σημαντικό ρόλο στην αλυσίδα του σκοτεινού διαδικτύου παίζουν οι χάκερς. Χάκερ ονομάζεται συνήθως το άτομο το οποίο εισβάλει παράνομα σε υπολογιστικά συστήματα και πειραματίζεται με κάθε πτυχή τους. Κατά κύριο λόγο, τα άτομα αυτά είναι προγραμματιστές, σχεδιαστές συστημάτων αλλά μπορεί και να μην ασχολούνται επαγγελματικά με τομείς της πληροφορικής αλλά να έχουν αναπτύξει τέτοιες δεξιότητες και να δουλεύουν είτε σε ομάδες (hacking-groups) είτε μόνοι τους. Η Aiken (2016) παρατηρεί ότι τα κίνητρα ενός χάκερ μπορούν να είναι τα εξής: ανία, συναισθηματική αποφόρτιση, σεξουαλικές ορμές, περιέργεια, χρηματικό κέρδος, πολιτικά, θρησκευτικά ή φιλοσοφικά πιστεύω. Παράλληλα, ο Schinder (2008) επισημαίνει ότι οι χάκερς έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Οι περισσότεροι χάκερς παρατηρείται να έχουν κάποια ανοχή στο ρίσκο, να απολαμβάνουν να ελέγχουν και να χειραγωγούν τους άλλους καθώς και να παραβιάζουν με ευκολία τον νόμο ή τουλάχιστον να αιτιολογούν με λογικά επιχειρήματα γιατί ορισμένοι νόμοι δεν είναι ορθοί και δεν είναι υποχρεωμένοι να τους σέβονται. Βέβαια, σύμφωνα με την Aiken (2016) δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν χάκερς που παραβιάζουν την ασφάλεια του διαδικτύου εξαιτίας καθαρής κακίας ή προσωπικού οφέλους.

Επίσης, υπάρχουν και εκείνοι που προσλαμβάνονται από εταιρείες με σκοπό να ελέγξουν την ασφάλεια των ηλεκτρονικών τους συστημάτων και τις πιθανές αδυναμίες τους και να τους πληροφορήσουν σχετικά με αυτό. Παράλληλα, υπάρχουν και χάκερς με πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες ιδεολογίες που «δουλεύουν» εναντίον οργανισμών για τους οποίους θεωρούν ότι βλάπτουν με τις ενέργειές τους τον κόσμο. Ένα παράδειγμα αποτελεί η ομάδα των «Ανωνύμων», η οποία προτάσσεται ενάντια στην αίρεση της Σαηεντολογίας με το κίνημα με τίτλο «Project Chanology» (Atkinson, 2015).

Όσον αφορά την πλευρά των κινήτρων, οι χάκερς φαίνεται να έχουν μία βάση, η οποία θεωρούν ότι είναι πραγματοποιήσιμη. Αρχικά, όταν τίθεται ένας στόχος είτε από το ίδιο το άτομο είτε από φίλους ή συναδέλφους στο κοινωνικό ή εργασιακό περιβάλλον, ο χρόνος και τα μέσα είναι απαραίτητα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Το άτομο λοιπόν -αφού θέσει τον στόχο του- θα προσπαθήσει να συλλέξει τα μέσα για την επίτευξή του, καθώς η ιδέα της εκπλήρωσης του στόχου μπορεί να δράσει ως πραγματικό κίνητρο σε ένα κοινωνικό περιβάλλον (οποιασδήποτε μορφής) καθώς η καυχησιολογία για την πραγματοποίησή του και τελικά η εκτίμηση από τους άλλους είναι κινητήρια δύναμη για πολλά άτομα (Kirwan, 2011).

Επισπρόσθετα, ο Rogers (2006) μετά από έρευνα του ίδιου και συνεργατών του επισημαίνει ότι ορισμένα από τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητας ενός εγκληματία υπολογιστών είναι η εσωστρέφεια, ο νευρωτισμός, η τάση για εκμετάλλευση και χειραγώγηση και ότι είναι ανοιχτός σε νέες εμπειρίες στο πλαίσιο του ηλεκτρονικού συστήματος. Παράλληλα, η Atkinson (2015) μιλάει για τις ικανότητες που δείχνουν να έχουν από κοινού οι χάκερς, όπως: 1. υπομονή και επιμονή, καθώς χρειάζεται χρόνος και θέληση για να κατανοήσει κάποιος το σύστημα και να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες, 2. τεχνικές ικανότητες για την διαχείριση του ηλεκτρονικού συστήματος, 3. το αίσθημα της απληστίας όσον αφορά τη συλλογή πληροφοριών και στο έπαρκο αξιοποίηση των κερδών και 4. ικανότητα να συλλέγει κα να χειρίζεται δεδομένα χωρίς να γίνεται αντιληπτός. Επίσης, η συγκεκριμένη ομάδα ατόμων δείχνει να κάνει εξαιρετική διαχείριση του στρες της, ιδιαίτερα όταν κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα και δρουν υπό πίεση.

Ο Bosworth και οι συνεργάτες του (2012) επισημαίνουν ότι εξαιτίας του απρόσωπου χαρακτήρα του υπολογιστή, το επίπεδο της υπακοής στους κοινωνικούς «νόμους» μειώνεται κατά την χρήση του. Η συγκεκριμένη παρατήρηση ίσως εξηγεί ότι πολλοί χάκερς -πέρα από το ότι ενεργούν αβίαστα χωρίς να φοβούνται ότι θα τους πιάσουν οι αρχές- δρουν αγνοώντας κατά ένα τρόπο ότι απέναντί τους έχουν ένα άλλο ανθρώπινο ον.

Παράλληλα, είναι σημαντικό να αναφέρουμε την θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης, η οποία υποστηρίζει ότι οποιοδήποτε έγκλημα αποτελεί απόρροια μιας μαθημένης συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι τείνουν να μαθαίνουν μία εγκληματική συμπεριφορά μέσα από τις ομάδες που συναναστρέφονται, όπως αναφέρει και ο Leighninger (1996). Αν ένα άτομο, λοιπόν, συναναστρέφεται με ομάδες που θεωρούν αποδεκτή την παρανομία τότε είναι πιο πιθανό να υιοθετήσει και εκείνο εγκληματική συμπεριφορά συγκριτικά με ένα άτομο που δεν συναναστρέφεται παρόμοιες ομάδες (Bergeron, 2015).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το διαδίκτυο αποτελεί ένα ακόμη περιβάλλον, με διαφορετικά χαρακτηριστικά, συνήθειες και «κανόνες», το οποίο κάποια άτομα επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν για εγκληματικές ενέργειες. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η συγκεκριμένη χρήση του διαδικτύου έχει έρθει για να μείνει, αλλάζοντας ολοκληρωτικά τον κόσμο του εγκλήματος.

_______________________________________________________________________________________________

*H Αμαλία Παπαγεωργίου είναι ψυχολόγος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αναγνωστόπουλος, Χ. (2017). Τι Είναι το Deep Web και το Dark Web, Μύθοι και Αλήθειες, Ανακτήθηκε από https://www.pcsteps.gr/200164-%CF%84%CE%B9-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-deep-web-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-dark-web-%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82/

Atkinson, S. (2015). Psychology and the Hacker: Psychological Incident Handler, SANS Institute

Bosworth, S., Kabay, M., Whyne, E. (2012) Computer Security Handbook. 5th Edition. Wiley & Sons

Bergeron, D. (2015). Differential Association Theory, Criminology Wiki, Retrieved from http://criminology.wikia.com/wiki/Differential_Association_Theory

Canter, D. (2003). Mapping Murder: the Secrets of Geographical Profiling. London: Virgin Books

Kirwan G (2011). The Psychology of Cyber Crime: Concepts and Principles. IGI Global

Leighninger, L., & Popple, Phillip R. (1996). Social Work, Social Welfare, and American Society (3rd. ed.). Needham Heights, MA: Allyn and Bacon.

Shinder, L. D., Cross, M. (2008). Scene of the Cybercrime, Burlington: Mass.: Elsevier

Rogers, M., Seigfried, K., Tilde, K. (2006). Digital Investigation. Retrieved from
www.dfrws.org/2006/proceedings/15-Rogers.pdf.

Fitch, C. (2003). Crime and Punishment: The Psychology of Hacking in the New Millennium, Global Information Assurance Certification Paper, SANS Institute.