ΤΕΥΧΟΣ #21 ΙΟΥΝΙΟΣ 2023

Γυναικοκτονία, Εξαναγκασμός και Έλεγχος: Αντιμετωπίζοντας της Αφηγήσεις Βίας των Ανδρών

Dr. Fiona Brookman, Καθ. Εγκληματολογίας South Wales University
Το παρόν αποτελεί μετάφραση του πρωτότυπου αγγλικού άρθρου το οποίο δημοσιεύθηκε αρχικά στο ιστολόγιο του Κέντρου Εγκληματολογίας του South Wales University και μπορείτε να το βρείτε εδώ. Η μετάφραση έγινε από την Ευαγγελία Μουρτζούκου, μεταφράστρια, απόφοιτη Ιονίου Πανεπιστημίου.

Η Γουέντι, 52 ετών, έμενε με τον γιο της Στίβεν, 16 ετών. Για περίπου δυο χρόνια είχε ανά διαστήματα σχέση με τον Μπράιαν, 54 ετών. Μια Παρασκευή, λίγο πριν τις 5 μ.μ., ο γείτονας της Γουέντι την είδε να στέκεται στην κουζίνα, μέσα στα κόκκινα, και να χτυπάει το παράθυρο. Ο γείτονας έτρεξε στη Γουέντι και τη βρήκε ξαπλωμένη στο πάτωμα. Η Γουέντι μπόρεσε να μιλήσει για λίγο και έστρεψε την προσοχή του στον τραυματισμένο της γιο στο σαλόνι, υποδεικνύοντας ότι ο Μπράιαν είχε επιτεθεί και στους δυο. Η Γουέντι είχε δεχτεί πάνω από 40 μαχαιριές και πέθανε επιτόπου. Ο Στίβεν είχε δεχθεί επανειλημμένα χτυπήματα στο κεφάλι με βαρύ, αμβλύ αντικείμενο. Επιβίωσε, αλλά με τραύματα που του άλλαξαν τη ζωή. Οι έρευνες της αστυνομίας αποκάλυψαν ότι, λίγες μέρες πριν την επίθεση, η Γουέντι είχε μάθει ότι είχε ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, το οποίο νόμιζε ότι είχε κολλήσει από τον Μπράιαν. Ο Μπράιαν, ωστόσο, υποπτευόταν ότι η Γουέντι είχε απιστήσει και, δυο μέρες πριν την επίθεση, έστειλε μήνυμα στην κόρη του δηλώνοντας ότι, αν είχε κολλήσει τη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη από τη Γουέντι, θα της «έκοβε το λαρύγγι».

Αργότερα την ίδια μέρα, ο Μπράιαν πήγε στο σπίτι της Γουέντι και επιτέθηκε στον γιο της Στίβεν, που ήταν μόνος του. Στη συνέχεια περίμενε τη Γουέντι να επιστρέψει και επανειλημμένα τη μαχαίρωσε και την έκοψε τον λαιμό, το κεφάλι, το στήθος και την πλάτη. Η αστυνομία θεώρησε ότι ο φόνος ήταν προμελετημένος, με κίνητρο την εξουσιαστική φύση του Μπράιαν και την υποψία του ότι η Γουέντι ίσως να είχε σχέση με άλλον άνδρα. Αποδείχθηκε ότι η Γουέντι δεν μετέδωσε σεξουαλική λοίμωξη στον Μπράιαν.

Συχνότητα και αιτίες

Συνολικά 87.000 γυναίκες δολοφονήθηκαν σε όλο τον κόσμο τη χρονιά που δολοφονήθηκε η Γουέντι (Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα, UNODC, 2019a: 9). Από αυτές τις γυναίκες, περισσότερες από τις μισές (50.000) δολοφονήθηκαν από συντρόφους ή άλλα μέλη της οικογένειας και πάνω από το ένα τρίτο (30.000) δολοφονήθηκε από νυν ή πρώην σύντροφο. Περίπου το 82% όλων των θυμάτων ανθρωποκτονίας από σύντροφο σε όλο τον κόσμο είναι γυναίκες.

Στρέφοντας την προσοχή μας στην Αγγλία και την Ουαλία, (i) οι γυναικοκτονίες (οι δολοφονίες γυναικών από άντρες) αποτελούν περίπου το 30% των ανθρωποκτονιών κάθε χρόνο (Homicide Index, HI, 2008-19). (ii) Σχεδόν τα δύο τρία όλων των γυναικών ηλικίας 16 ετών ή άνω, που δολοφονήθηκαν στην Αγγλία και την Ουαλία σε περίοδο 11 ετών μέχρι το 2019, δολοφονήθηκαν από πρώην σύζυγο, σύντροφο ή εραστή και μόλις το 7% δολοφονήθηκε από άγνωστο.

Ενώ οι λόγοι που οδηγούν στη γυναικοκτονία είναι διάφοροι (κάποιοι παραβάτες, για παράδειγμα, έχουν καταναλώσει αλκοόλ και/ή ναρκωτικά, άλλοι έχουν προβλήματα ψυχικής υγεία, κάποιες δολοφονίες είναι προμελετημένες και άλλες φαίνεται να συμβαίνουν παρορμητικά), έχει από καιρό παρατηρηθεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό γυναικοκτονιών από σύντροφο σχετίζεται με χωρισμό, κτητικότητα, ζήλεια και έλεγχο (Radford και Russell, 1992).

Ο Daly και η Wilson (1988) ήταν από τους πρώτους ερευνητές ανθρωποκτονιών που επισήμαναν τον σημαντικό ρόλο της κτητικότητας και της ζήλιας σε ανθρωποκτονίες από σύντροφο που διαπράχθηκαν από άνδρες, σημειώνοντας: «Θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι άντρες σε όλο τον κόσμο σκέφτονται και μιλάνε για τις γυναίκες και τον γάμο με όρους ιδιοκτησίας» (σ. 189). Αυτή η ιδέα συχνά αναφέρεται ως « σεξουαλική κτητικότητα» και αναφέρεται στην τάση των ανδρών να πιστεύουν ότι οι γυναίκες τους ανήκουν, ειδικά η σεξουαλικότητά τους και οι αναπαραγωγικές τους ικανότητες. Ο Daly και η Wilson υποστηρίζουν ότι η σεξουαλική κτητικότητα έχει γενετική προέλευση: την εξελικτική ανάγκη των ανδρών να ελέγχουν τη γυναικεία αναπαραγωγή, βελτιώνοντας τις πιθανότητες ο φαινομενικός απόγονος ενός άντρα να είναι πράγματι δικός του (Johnson και Dawson, 2011). Παραθέτουν στοιχεία από νόμους και κοινωνικούς κανόνες διαφόρων περιοχών του κόσμου που καταδικάζουν ρητά τη γυναικεία απιστία.

Φεμινιστές ερευνητές, αντιθέτως, εστιάζουν λιγότερο στο εξελικτικό μας παρελθόν και περισσότερο στην κοινωνική δομή. Η φεμινιστική θεωρία βασίζεται στην πεποίθηση ότι η πατριαρχία και, κατά συνέπεια, η καταπίεση και η ανισότητα των φύλων έχουν ενσωματωθεί στον ιστό των περισσότερων κοινωνιών (Taylor και Jasinksi, 2011). Φεμινιστές ακαδημαϊκοί στρέφουν το ενδιαφέρον τους στο πώς η βία κατά των γυναικών είναι αποτέλεσμα απόψεων οι οποίες ανέχονται την καταπίεση των γυναικών, απόψεων οι οποίες είναι δομικά τοποθετημένες και έχουν πολιτισμική στήριξη ή έγκριση. Εξερευνούν πατριαρχικά συστήματα ελέγχου, κυριαρχίας και ισχύος.

Αφηγήσεις βίας

Αποδείξεις για την πολιτισμική στήριξη της πατριαρχίας μπορούν να εντοπιστούν στον τρόπο με τον οποίο οι άντρες συζητούν και δικαιολογούν τις πράξεις βίας που τελούν κατά των γυναικών. Η Anderson και η Umberson (2014), για παράδειγμα, διεξήγαγαν σε βάθος συνεντεύξεις με 33 άντρες που είχαν χτυπήσει τις συντρόφους τους και αποκάλυψαν πως οι αυτοί οι άντρες αυτοπαρουσιάζονταν ως «ικανά αρσενικά δρώντα υποκείμενα», η βία των οποίων ήταν λογική, αποτελεσματική και εκρηκτική, ενώ ταυτόχρονα παρουσίαζαν τη βία των γυναικών ως ασήμαντη, υστερική και αναποτελεσματική (σελ. 143-144). Επίσης, οι άντρες απέδωσαν τη βία στο φύλο, υποστηρίζοντας ότι οι σύντροφοί τους έφταιγαν για τη βία εντός της σχέσης. Πιο συχνά οι άντρες ανέφεραν ότι οι σύντροφοί τους ήταν εξουσιαστικές, απαιτητικές ή αυταρχικές και κάποιοι είπαν ότι ένιωθαν ευνουχισμένοι (σελ. 148). Όπως σημειώνει η Connell (2002: 94), «η έρευνα με κακοποιητικούς άντρες και βιαστές πράγματι εντοπίζει τύψεις και ντροπή ... αλλά εντοπίζει και αισθήματα ανωτερότητας, αιτιολογήσεις και την πρόθεση επιβολής ελέγχου».

Ο τρόπος με τον οποίο οι άντρες μιλούν για τη βία τους και την εκλογικεύουν έχει σημαντικές συνέπειες στη μελλοντική τους συμπεριφορά. Αυτό αποτυπώνεται σε πρόσφατη έρευνα εγκληματολόγων που χρησιμοποιούν αφηγηματική προσέγγιση. Οι εγκληματολόγοι αυτοί υποστηρίζουν ότι οι αφηγήσεις επιτρέπουν στα άτομα να εξηγήσουν συμπεριφορές του παρελθόντος, όταν ερωτώνται (π.χ. με τη μορφή αναδρομικών δικαιολογιών και αιτιολογήσεων), αλλά το σημαντικότερο είναι ότι μπορούν επίσης να ενθαρρύνουν ή να περιορίσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές (Presser και Sandberg, 2015). Για την αφηγηματική προσέγγιση, οι ιστορίες του παρελθόντος μπορούν να καθορίσουν, να παρακινήσουν και να ενθαρρύνουν μελλοντικές πράξεις (βλ. επίσης Copes et al, 2022).

Τι μπορούμε να πάρουμε από αυτό το σώμα ερευνών που θα μπορούσε να συμβάλει στην πρόληψη των γυναικοκτονιών και της βίας κατά γυναικών και κοριτσιών; Ως εγκληματολόγος με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις μαρτυρίες των παραβατών, βλέπω τη δυνατότητα να ερευνήσουμε νέους τρόπους αποδόμησης και αμφισβήτησης των αφηγήσεων βίας των ανδρών. Για παράδειγμα, να δείξουμε στους άντρες πώς οι ίδιοι ή άλλοι άντρες ουδετεροποιούν, αιτιολογούν, εκλογικεύουν, δικαιολογούν και ανέχονται τη βία. Να αποκαλύψουμε τις επιπτώσεις που έχουν αυτές οι αφηγήσεις στα θύματα. Και να ερευνήσουμε πώς αυτές οι αφηγήσεις συμβάλλουν στη διαιώνιση της βίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους, παραδείγματος χάριν μέσω ομαδικών συζητήσεων, μέσω της τέχνης, του θεάτρου, μέσω podcast, blog και vlog. Θα μπορούσε να συμπεριληφθεί σε προγράμματα σε σχολεία, κολέγια, πανεπιστήμια και εργασιακούς χώρους. Ανεξάρτητα από τον χώρο και το μέσο, είναι ώρα να ενωθούμε για να αμφισβητήσουμε τις αφηγήσεις βίας.

Dr. Fiona Brookman, Εγκληματολόγος, καθηγήτρια Εγκληματολογίας του South Wales University

Η Φιόνα Μπρούκμαν είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Ουαλίας του Η.Β. Πήρε το διδακτορικό της από το Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ το 2000 και έκτοτε έχει πραγματοποιήσει έρευνες και δημοσιεύσεις κυρίως στα πεδία της ανθρωποκτονίας, της βίας και της αστυνόμευσης. Χρησιμοποιώντας μεθόδους ποιοτικής έρευνας, η έρευνά της επικεντρώνεται στις αιτίες της ανθρωποκτονίας και της βίας, στις αφηγήσεις βίας και στη διερεύνηση και πρόληψη ανθρωποκτονιών.

* Φωτογραφία από Sydney Sims στο Unsplash

Brookman, F. (2022) Understanding Homicide. 2nd Edition. London: Sage.

Brookman, F. (2015) ‘The Shifting Narratives of Violent Offenders’ in L. Presser., and S. Sandberg (Eds.), Narrative Criminology. New York: New York University Press.

Copes, H., Brookman, F., Beaton, B., & Raglan, J. (forthcoming) “Sex, Drugs and Coercive Control: Gendered Narratives of Methamphetamine Use, Relationships and Violence”, Criminology.

i. Εδώ ο όρος «γυναικοκτονία» αναφέρεται στις δολοφονίες γυναικών από άντρες. Κάποιοι σχολιαστές χρησιμοποιούν τον όρο ευρύτερα, αναφερόμενοι στη δολοφονία γυναικών ανεξάρτητα από το κοινωνικό φύλο του δράστη (βλ. Mouzos, 1999b), ενώ άλλοι ορίζουν στενότερα τη γυναικοκτονία ως «μισογυνική δολοφονία γυναικών από άντρες» (Radford και Russell, 1992: xi).

ii. Υπολογισμός με βάση τη δολοφονία γυναίκας 16 ετών ή άνω από άντρα κύριο ύποπτο 16 ετών ή άνω ως ποσοστό επί του συνολικού αριθμού ανθρωποκτονιών όπου είναι γνωστό το φύλο θυμάτων και υπόπτων.