ΤΕΥΧΟΣ #19 ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

... η γνωστική συνέντευξη είναι ένα μοντέλο απολογίας του κατηγορουμένου που διαφέρει από την ανάκριση;

Σοφία Σιδερίδου, Ελένη Καλαϊτζίδη & Εύη Καλούτσου

 

Εισαγωγή

Η πορεία της ποινικής διαδικασίας είναι από κάθε οπτική γωνία μια μη ευχάριστη διαδικασία εξαιρετικού βαθμού δυσκολίας και με αμφιβόλου ποιότητας αποτελέσματα αν δεν ληφθούν υπόψιν τα κατάλληλα μέτρα. Ειδικότερα, η εξ ορισμού πίεση μιας ανακριτικής διαδικασίας και της άμεσης επαφής με τις αστυνομικές αρχές είναι τεράστια και το να βρεθεί κάποιος να ομολογεί παρότι αθώος ή να ανασύρει διαστρεβλωμένες μνήμες ως θύμα ή μάρτυρας ενός εγκλήματος είναι πιο εύκολο από ότι πιστεύεται. Σήμερα, με την καταλυτική συνδρομή του DNA αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες υποθέσεις αθώων ανθρώπων που οδηγήθηκαν ή/και εξαναγκάστηκαν στην παραδοχή ενός εγκλήματος που ποτέ δεν διέπραξαν, όπως μας πληροφορούν διάφορες έρευνες συμπεριλαμβανομένου του The Innocent Project (Stewart et al, 2018). Για αυτό και ο ρόλος της αστυνομίας κατά την επικοινωνία με τους υπόπτους, τα θύματα και τους μάρτυρες είναι καθοριστικός σε αυτή την ευαίσθητη πορεία προς την εξιχνίαση ενός εγκλήματος. 

Ο κλάδος της ψυχολογίας έχει ιστορικά επιδοθεί στην βελτιστοποίηση αυτών των πρακτικών και σε κάθε δυνατή προσπάθεια για εξαγωγή πληροφοριών από τον μάρτυρα/ύποπτο/θύμα με τρόπους όσο το δυνατόν λιγότερο επιζήμιους για την ψυχική τους υγεία κι όχι μόνο, που συγχρόνως όμως εξασφαλίζουν την ανάσυρση έγκυρων πληροφοριών (Olson et al., 2008). Η παραπάνω παραδοχή μας οδηγεί στην διάκριση που έχει από καιρό αποκρυσταλλωθεί μεταξύ ανάκρισης (interrogation) και συνέντευξης (interview), δύο διαφορετικά μοντέλα πρακτικής της αστυνομίας κατά την ανακριτική διαδικασία με διαφορετικές μεθόδους, αρχές και αποτελεσματικότητα

Σύγκριση ανάκρισης και συνέντευξης

Η ανάκριση (interrogation) ξεκίνησε και βρήκε μεγαλύτερη εφαρμογή στην Αμερική μέσω μια προσέγγισης που αποκαλείται the «Reid Technique» και περιλαμβάνει 9 βήματα (King & Snook, 2009; Inbau et al., 2004). Βασικά χαρακτηριστικά της ανάκρισης είναι ότι χρησιμοποιεί κατηγορητικές ανακριτικές μεθόδους (accusatory interrogative methods) (Meissner et al., 2014), βασίζεται σε μια εκ των προτέρων ενοχοποιητική στάση (guilt-presumptive process) (Kassin, 2017) και στόχος είναι να εξάγει ο ανακριτής από τον ύποπτο/μάρτυρα/θύμα τα στοιχεία που επιθυμεί προς επιβεβαίωση της αρχικής του έρευνας (Kassin et al., 2010b).  Η ανάκριση εδράζεται περισσότερο στον μονόλογο, στην πίεση για ομολογία (ως προς τον ύποπτο) ή για κατάθεση συγκεκριμένων πληροφοριών, λεπτομερειών και γεγονότων (ως προς το θύμα και τους μάρτυρες) και σε κλειστές ερωτήσεις προς επιβεβαίωση της ήδη σχηματισθείσας στο μυαλό των ανακριτικών αρχών αλήθειας.  Εξελίσσεται μια έντονα συγκρουσιακή κατάσταση (confrontational process) (Kassin et al, 2010a) με απομόνωση του ατόμου που αυξάνει την ανησυχία και το άγχος του εξεταζόμενου ατόμου και συνηγορεί σε όλα τα επόμενα βήματα. Στη συνέχεια επιλέγονται μέθοδοι και τεχνικές τόσο μεγιστοποίησης της ενοχής και του συναισθήματος εκείνη τη στιγμή, ακόμα και με την παρουσίαση ψευδών ενοχοποιητικών στοιχείων (maximization techniques) όσο και συμπάθειας και υποτιθέμενης κατανόησης και ηθικής δικαιολόγησης (minimization techniques) (Kassin, 2017). Επομένως, προτεραιότητα δίνεται σε ψυχολογικά χειριστικές συμπεριφορές που επιβάλλουν τον έλεγχο και στοχεύουν στην εξαγωγή/επιβεβαίωση συγκεκριμένης παραδοχής/μαρτυρίας (Meissner et al., 2014).

Η ανακριτική αυτή προσέγγιση έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τον αριθμό των ψευδών ομολογιών (false confessions) που έχουν καταγραφεί κατά καιρούς και υποδεικνύει την ανάγκη αλλαγής και μετατόπισης προς το μοντέλο της συνέντευξης (interview). Η Αγγλία από το 1992 και μετά, στον αντίποδα των πιο συγκρουσιακών ανακρίσεων του «Reid Technique», καθιέρωσε οργανωμένες εκπαιδεύσεις των αστυνομικών αρχών ως προς την επίτευξη των συνεντεύξεων με υπόπτους, θύματα και μάρτυρες και καθιέρωσε την διερευνητική συνέντευξη (investigative interview) (Kassin et al., 2010b) με την εφαρμογή του μοντέλου PEACE. Βάσει αυτού, η συνέντευξη οφείλει να ξεκινάει με προετοιμασία των αρχών και οργάνωση όλων των στοιχείων (preparation and planning), επεξήγηση της διαδικασίας και καθιέρωση μιας στενής σχέσης κατανόησης (engage and explain), εφαρμογή μιας γνωστικής διαδικασίας συνέντευξης και ενθάρρυνσης του ατόμου να μιλήσει ελεύθερα (account), διαχείριση αντιφάσεων κατά την ολοκλήρωση και αξιολόγηση της κατάθεσης με προηγούμενα στοιχεία προς εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων (Closure and Evaluation) (Kassin, 2017). 

Η γνωστική συνέντευξη

Το μοντέλο αυτό συνέντευξης που αναπτύχθηκε σύντομα αμέσως πραπάνω τροφοδοτήθηκε και εξελίχθηκε στη βάση της θεωρίας της Γνωστικής Συνέντευξης (Cognitive Interview) και των τεχνικών που αναπτύχθηκαν για την ανάσυρση πληροφοριών από τη μνήμη. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 1980, οι Fisher & Geiselman σχεδίασαν ένα εργαλείο δικανικής συνέντευξης με σκοπό την ανάκληση πληροφοριών από την μνήμη. Έκτοτε αυτό το εργαλείο έχει υποστεί αρκετές τροποποιήσεις, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί πως η γνωστική συνέντευξη (cognitive interview) αποτελεί μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην εγκληματολογική ψυχολογία τα τελευταία 40 χρόνια. Σε γενικές γραμμές καλλιεργεί ένα κλίμα συμπάθειας που διευκολύνει την ειλικρίνεια και την ανοικτότητα, επιλέγει την θετική συνδιαλλαγή, απαγορεύει κάθε μορφή παραπλάνησης και ψυχολογικού χειρισμού και εφαρμόζει ανοιχτές ερωτήσεις για να πυροδοτήσει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες και ακριβή στοιχεία (Meissner et al., 2014). Οι αστυνομικές αρχές υποχρεούνται να είναι επεξηγηματικές, δίκαιες και συνεργάσιμες με στόχο να επιτύχουν την ίδια στάση και από τον συνεντευξιαζόμενο.

Πριν τη δημιουργία του PEACE όμως, υπήρχαν δύο κύριες προτάσεις πίσω από την ανάπτυξη της γνωστικής συνέντευξης. Η πρώτη αφορούσε την ανάγκη να βελτιωθούν οι πρακτικές των ερευνητών της αστυνομίας κατά τη συλλογή πληροφοριών από αυτόπτες μάρτυρες/υπόπτους/θύματα. Η  δεύτερη αφορούσε μια προσπάθεια εφαρμογής της ψυχολογικής έρευνας για την αποθήκευση και ανάκτηση γεγονότων στη μνήμη μαρτύρων (Stein & Memon, 2006).

Είναι γνωστό άλλωστε πως η μνήμη επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό μετά την έκθεση σε τραυματικά γεγονότα και εμπειρίες. Υπό φυσιολογικές συνθήκες και χωρίς άγχος, ο εγκέφαλος κατασκευάζει μνήμες για γεγονότα που βιώνουμε, οι οποίες αποθηκεύονται σε τρία στάδια: απόκτηση, εδραίωση και ανάκτηση (Vasterling & Brewin, 2005). Όταν όμως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα απειλητικό για τη ζωή μας ερέθισμα, ο εγκέφαλος ενεργοποιείται με έναν διαφορετικό τρόπο. Συγκεκριμένα, η αμυγδαλή στέλνει ένα σήμα έκτακτης ανάγκης στον υποθάλαμο, ο οποίος με τη σειρά του ενεργοποιεί την αντίδραση πάλης ή φυγής (fight or flight) και τα μέρη του εγκεφάλου που εμπλέκονται στο σχηματισμό μνήμης διακόπτουν τη λειτουργία τους εν όψει του τραυματικού αυτού γεγονότος. Με άλλα λόγια, τη στιγμή που το τραυματικό γεγονός συμβαίνει ο εγκέφαλος δίνει αυτομάτως εντολή στο σώμα να παλέψει (fight), να αποδράσει (flight) ή να παγώσει (freeze). Αυτές οι λειτουργίες έχουν τεράστιες επιπτώσεις στη μνήμη και στη μετέπειτα επεξεργασία και ανάκληση των τραυματικών αναμνήσεων (Sanderson, 2013).

Τεχνικές της γνωστικής συνέντευξης

 Η γνωστική συνέντευξη επομένως βασίζεται σε δύο αρχές λειτουργίας της μνήμης. Η πρώτη είναι η πολυπαραγοντική θεώρηση της μνήμης, σύμφωνα με την οποία το αποτέλεσμα της μνήμης είναι αποτέλεσμα πολλαπλών λειτουργιών και συνθέσεων και έτσι αν ένα ερέθισμα αδυνατεί να ξεκλειδώσει κάποια μνήμη τότε ένα άλλο ερέθισμα μπορεί να την ξεκλειδώσει. Η δεύτερη αρχή αφορά, την εξειδικευμένη κωδικοποίηση σύμφωνα με την οποία, η πιο αποτελεσματική ανάκτηση γίνεται από ανιχνευτές και ερεθίσματα που μοιάζουν με εκείνα του αρχικού περιβάλλοντος στα οποία πραγματοποιήθηκε η μνήμη (Larsson et al., 2003).  Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω η γνωστική συνέντευξη συμπεριλαμβάνει τέσσερις μνημονικές τεχνικές: 

  1. διανοητική αναπαράσταση πλαισίου: Ο ερευνητής ζητά από τον ερωτώμενο να αναπαραστήσει διανοητικά τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό πλαίσιο του συμβάντος.
  2. αναφορά όλων όσων έγιναν: Ο συνεντευκτής δίνει την οδηγία στον ερωτώμενο να αναφέρει όλες τις λεπτομέρειες που μπορεί να θυμηθεί με αποτέλεσμα να μην αποκλειστούν πληροφορίες σημαντικές που σε άλλη περίπτωση μπορεί να παραλείπονταν. 
  3. οδηγία «αντίστροφης-ανάκλησης»: Ο ερευνητής ενθαρρύνει τον ερωτώμενο να ανακαλέσει το περιστατικό με μια εναλλακτική χρονική σειρά.
  4. αλλαγή προοπτικής: Ο ερωτώμενος θυμάται το γεγονός από μια εναλλακτική προοπτική, από την θέση κάποιου άλλου, με αποτέλεσμα την συγκέντρωση περισσότερων πληροφοριών. (Larsson et al., 2003. Memon & Higham, 1999. Θεμελή, 2014). 

Οι τέσσερις τεχνικές που περιγράφονται παραπάνω αποτέλεσαν τη βάση της αρχικής έκδοσης της γνωστικής συνέντευξης. Περαιτέρω βελτιώσεις περιλαμβάνουν γνωστικές τεχνικές για την ενεργοποίηση και διερεύνηση της νοητικής εικόνας ενός μάρτυρα/θύματος για τις διάφορες πτυχές ενός γεγονότος, όπως το πρόσωπο ενός υπόπτου, τα ρούχα κλπ. Επίσης, δίνεται έμφαση και σε τεχνικές κοινωνικής επικοινωνίας, οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταφορά του ελέγχου της συνέντευξης από τον ερευνητή στον μάρτυρα (Memon et al.,1997). Τα βήματα που περιλαμβάνει είναι τα εξής: 

  1. Δημιουργία σχέσης ή γνωριμία με τον μάρτυρα και τις προσδοκίες του, εξατομικεύοντας έτσι τη συνέντευξη, διασφαλίζοντας ότι ο μάρτυρας νιώθει άνετα. 
  2. Μεταβίβαση του ελέγχου στον μάρτυρα δίνοντας του χρόνο να συγκεντρωθεί και δομώντας τη συνέντευξη έτσι ώστε να είναι συμβατή με τις νοητικές του λειτουργίες (Memon & Bull, 1991). Αυτή η πρακτική προσδίδει δύναμη και κύρος στους συνεντευξιαζόμενους. 
  3. Οι ερευνητές διασφαλίζουν ότι οι συνεντευξιαζόμενοι δεν διακόπτονται και τους αφήνουν να υπαγορεύουν τον ρυθμό της συνέντευξης. 
  4. Τέλος, όποτε είναι δυνατόν, χρησιμοποιούνται και ερωτήσεις ανοιχτού τύπου. 

(Stein & Memon, 2006).

Σημαντικό στοιχείο της γνωστικής συνέντευξης είναι επίσης ότι αυξάνει τον όγκο των αληθών πληροφοριών που λαμβάνονται από μάρτυρες/υπόπτους/θύματα χωρίς να μειώνει την ακρίβεια της ανάκλησης ή να αυξάνει τον αριθμό των λανθασμένων στοιχείων που αναφέρονται. Είναι μια διαδικασία που επικεντρώνεται περισσότερο στον σεβασμό των δικαιωμάτων των μαρτύρων και ο ερευνητής διευκολύνει τον αυτόπτη μάρτυρα χρησιμοποιώντας τεχνικές εστιασμένης μνήμης (π.χ. ανοιχτές ερωτήσεις, καμία διακοπή, μεταφορά του ελέγχου σε μάρτυρα, παύσεις) που μπορεί να είναι πολύ χρήσιμες για τη δημιουργία σχέσης με τον ερωτώμενο (Memon & Bull, 1991; Stein & Memon, 2006).

Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα της γνωστικής συνέντευξης στην ενίσχυση της μνήμης των μαρτύρων έχει αποδειχθεί όχι μόνο για διάφορες ομάδες (π.χ. ενήλικες, παιδιά και άτομα με μαθησιακές δυσκολίες) αλλά και σε πολλές χώρες. Ωστόσο, λίγοι ερευνητές έχουν επικεντρωθεί στην αποτελεσματικότητα της με πολύ μικρά παιδιά (4-5 ετών). Επιπλέον, οι λίγες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν με παιδιά προσχολικής ηλικίας βρήκαν χαμηλότερη αποτελεσματικότητα σε σύγκριση με τους ενήλικες, λόγω δυσκολιών στη χρήση των ορισμένων οδηγιών (Verkampt & Ginet, 2010). Αντιθέτως,  έρευνες που μελετάνε την αποτελεσματικότητά του σε παιδιά σχολικής ηλικίας, έχουν δείξει ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, ενώ γίνεται προσπάθεια βελτίωσης αυτού του πρωτοκόλλου συνέντευξης που ήδη χρησιμοποιείται ενεργά σε αρκετές χώρες (Θεμελή, 2014). Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η γνωστική συνέντευξη, η οποία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στο Ηνωμένο Βασίλειο, μοιράζεται πολλές παρόμοιες αρχές με το πρωτόκολλο NICHD (The National Institute of Child Health and Human Development), και έχει αποδειχθεί ότι βοηθά τους ερευνητές να αποσπάσουν πιο λεπτομερείς και ακριβείς πληροφορίες από τα παιδιά σχετικά με σταδιακά γεγονότα (Lamb et al., 2007).

Καταληκτικά συμπεράσματα  

Κατόπιν των ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι οι όροι ανάκριση και συνέντευξη δεν πρέπει να συγχέονται διότι το μοντέλο της ανάκρισης στοχεύει στην εξαγωγή μιας εξαναγκασμένης αλήθειας ενώ η συνέντευξη στην πραγματική διερεύνηση των γεγονότων.  Η έντονη επιρροή κάποιων Ευρωπαϊκών χωρών για την υιοθέτηση της διερευνητικής συνέντευξης μπορεί να εντοπιστεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και συγκεκριμένα στο Άρθρο 6 παρ. 1, που απαγορεύει τον εξαναγκασμό, τον ψυχολογικό χειρισμό και τις κλειστές ερωτήσεις. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η θεωρία και η καθιέρωση πρωτοκόλλων δεν αρκεί αν δεν μεταφέρεται και στην πράξη.

Συμπερασματικά, και όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, η διαδικασία της ανάκρισης ακόμα και της συνέντευξης από τις αστυνομικές αρχές μετά από ένα έγκλημα δεν είναι εύκολη ούτε για τους υπόπτους ούτε για τα θύματα και τους μάρτυρες. Στο σημείο αυτό και προς επίρρωση της ανάγκης για μετατόπιση στο μοντέλο της διερευνητικής συνέντευξης με όλα τα χαρακτηριστικά που εκτέθηκαν, είναι σημαντικό να έχουμε υπόψιν μας σημαντικές ευάλωτες κατηγορίες ανθρώπων (ενδεικτικά αναφέρονται οι νέοι, τα παιδιά, άτομα με ψυχολογικά προβλήματα ή ψυχιατρικές παθήσεις, άτομα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσωπικότητας κλπ), που βρίσκονται σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο κατά την διαδικασία της ανάκρισης. Συνεπώς, απαιτείται εντατική και εξειδικευμένη εκπαίδευση των αρχών ώστε ανάλογα την περίσταση και τον συνεντευξιαζόμενο να γίνεται κατάλληλη χρήση των εργαλείων της γνωστικής συνέντευξης. Παραδείγματος χάριν, η τεχνική της «αλλαγής προοπτικής» δεν αποτελεί ένα αξιοποιήσιμο εργαλείο για ένα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης προκειμένου να προσεγγίσει την πράξη από την πλευρά του κακοποιητή του.  Ακόμα, είναι απαραίτητο να τηρείται οπτικοακουστικό υλικό από κάθε συνέντευξη, γεγονός που αδιαμφισβήτητα θα αποτελέσει ένα μοχλό πίεσης προς τις αρχές για πιστή εφαρμογή των πρωτοκόλλων και των ορθών πρακτικών.  Για παράδειγμα, η ύπαρξη κάμερας θα βοηθούσε τις αρχές να εστιάσουν στον συνεντευξιαζόμενο (active listening) παρά στην τήρηση σημειώσεων χάνοντας καίρια σημεία, π.χ. γκριμάτσες και κινήσεις, της συνέντευξης. 

Εν κατακλείδι, καθίσταται σαφές ότι το μοντέλο της γνωστικής συνέντευξης εξυπηρετεί σημαντικότατους σκοπούς στη διαδικασία εξιχνίασης ενός εγκλήματος. Αρχικά, πρόκειται για ένα ισχυρό εργαλείο που βοηθάει στην ανάσυρση καίριων πληροφοριών από τη μνήμη, ενώ έχει επισημανθεί ότι η οδηγία «αντίστροφης-ανάκλησης» έχει οδηγήσει στον εντοπισμό προσπαθειών απόκρυψης και παραπλάνησης. Οι παραπάνω τεχνικές βοηθούν τον συνεντευξιαζόμενο να παρέχει πληροφορίες κλειδί για την αστυνομική έρευνα που ίσως εναλλακτικά παρέλειπε, είτε γιατί δεν έκρινε ο ίδιος σημαντικές, είτε γιατί πίστευε ότι η αστυνομία ήδη θα τις έχει στη διάθεσή της είτε γιατί δεν ήταν απολύτως σίγουροι για αυτές. Ακόμη, μέσω της προτεραιότητας που δίνει η γνωστική συνέντευξη στην ακρίβεια των πληροφοριών επιτυγχάνει λιγότερα σφάλματα στην απονομή της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου συμβάλλει στην επιτάχυνση της διαδικασίας προς την εύρεση του πραγματικού ενόχου.  

Αρθρογράφοι: 

Σοφία Σιδερίδου, Δικηγόρος – Εγκληματολόγος (LLM in Forensics, Criminology and Law), Νομική Ερευνήτρια στο Centre for African Justice, Peace and Human Rights, Youth Ambassador for the right to peace for Greece και μέλος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και του Forensic Psychology Lab.

Ελένη Καλαϊτζίδη, Ψυχολόγος, μέλος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και του Forensic Psychology Lab.

Εύη Καλούτσου, Δικαστική Ψυχολόγος (MSc), διδάσκουσα στο ICPS College (UCLan), επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab.

Επιμέλεια άρθρου: 

Εύη Καλούτσου, Δικαστική Ψυχολόγος (MSc), διδάσκουσα στο ICPS College (UCLan), επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab.

*photo by headway on unspash
Βιβλιογραφία

Fisher, R. P., & Geiselman, R. E. (1992). Memory enhancing techniques for investigative interviewing: The cognitive interview. Springfield: Charles C Thomas  

Inbau, F. E., Reid, J. E., Buckley, J. P., & Jayne, B. C. (2004). Criminal interrogation and confessions (4th ed.). Boston: Jones and Bartlett

Lamb, M. E., Orbach, Y., Hershkowitz, I., Esplin, P. W., & Horowitz, D. (2007). A structured forensic interview protocol improves the quality and informativeness of investigative interviews with children: A review of research using the NICHD Investigative Interview Protocol. Child Abuse & Neglect, 31(11-12), 1201–1231.

Larsson, A. S., Anders Granhag, P., & Spjut, E. (2003). Children's recall and the cognitive interview: do the positive effects hold over time? Applied Cognitive Psychology, 17(2), 203–214. 

Kassin, S. M., Appleby, S. C., & Perillo, J. T. (2010a). Interviewing suspects: Practice, science, and future directions. Legal and Criminological Psychology, 15(1), 39-55.

Kassin, S. M., Drizin, S. A., Grisso, T., Gudjonsson, G. H., Leo, R. A., & Redlich, A. D. (2010b). Police-induced confessions: Risk factors and recommendations. Law and human behavior, 34(1), 3-38.

Kassin, S. M. (2017). False confessions. Wiley Interdisciplinary Reviews: Cognitive Science, 8(6), e1439

King, L., & Snook, B. (2009). Peering inside a Canadian interrogation room: An examination of the Reid model of interrogation, influence tactics, and coercive strategies. Criminal Justice and Behavior, 36(7), 674-694

Meissner, C. A., Redlich, A. D., Michael, S. W., Evans, J. R., Camilletti, C. R., Bhatt, S., & Brandon, S. (2014). Accusatorial and information-gathering interrogation methods and their effects on true and false confessions: A meta-analytic review. Journal of Experimental Criminology, 10(4), 459-486.

Memon, A., & Higham, P. A. (1999). A review of the cognitive interview. Psychology, Crime & Law, 5(1-2), 177–196.  

Memon, A., Wark, L., Bull, R., & Koehnken, G. (1997). Isolating the effects of the cognitive interview techniques. British Journal of Psychology, 88(2), 179–197.

Olson, B., Soldz, S., & Davis, M. (2008). The ethics of interrogation and the Αmerican Psychological Association: A Critique of policy and process. Philosophy, Ethics, and Humanities in Medicine, 3(1), 3. 

Vasterling, J. J., & Brewin, C. (Eds.). (2005). Neuropsychology of PTSD: Biological, cognitive, and clinical perspectives. Guilford Press.

Verkampt, F., & Ginet, M. (2010). Variations of the cognitive interview: Which One is the most effective in enhancing children's testimonies? Applied Cognitive Psychology, 24(9), 1279–1296. 

Sanderson, C. (2013) Counselling Skills for Working with Trauma Healing from Child Sexual Abuse, Sexual Violence and Domestic Abuse, London: Jessica Kingsley Publishers

Stein, L. M., & Memon, A. (2006). Testing the efficacy of the cognitive interview in a developing country. Applied Cognitive Psychology, 20(5), 597–605. 

Stewart, J. M., Woody, W. D., & Pulos, S. (2018). The prevalence of false confessions in experimental laboratory simulations: A meta‐analysis. Behavioral Sciences & the Law, 36(1), 12-31.

Θεµελή, Ό. (2014). Τα παιδία καταθέτει. Η δικανική εξέταση ανηλίκων µαρτύρων, θυµάτων σεξουαλικής κακοποίηση. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος (ISBN 978-960- 499-108-2)