Fear of crime and the construal-level theory of psychological distance: μία διεπιστημονική προσέγγιση του φόβου του εγκλήματος
Περίληψη
Το παρόν άρθρο εξετάζει την εφαρμογή μίας κοινωνιο-ψυχολογικής θεωρίας στην εμπειρική διερεύνηση του φόβου το εγκλήματος. Οι κεντρικό στόχοι της έρευνας είναι η διαμόρφωση μίας διεπιστημονικής θεωρητικής προσέγγισης του φόβου του εγκλήματος, καθώς και η μεθοδολογική διεύρυνση της εμπειρικής του διερεύνησης. Αναφορικά με τον πρώτο στόχο, η παρούσα μελέτη αναπτύσσει μια εναλλακτική θεωρητική προσέγγιση του φόβου του εγκλήματος μέσα από την εξέταση της θεωρίας “construal-level theory of psychological distance”. Αναφορικά με το δεύτερο στόχο, η εμπειρική διερεύνηση του αντικειμένου διενεργείται μέσω πειραματικής μεθοδολογίας. Η συζήτηση των ερευνητικών ευρημάτων εξετάζει τη σημασία της εγκληματολογικής μελέτης της δημόσιας επικοινωνίας για το έγκλημα.
Εισαγωγή
Το παρόν άρθρο εξετάζει την εφαρμογή μίας κοινωνιο-ψυχολογικής θεωρίας στην εμπειρική διερεύνηση του φόβου το εγκλήματος. Έχει υποστηριχθεί πως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εγκληματολογικής μελέτης του φόβου του εγκλήματος είναι η έλλειψη παραγωγής κι εξέτασης θεωρητικών προσεγγίσεων (Hale, 1996). Αντίθετα, η πλούσια εγκληματολογική βιβλιογραφία στο εν λόγω πεδίο χαρακτηρίζεται βασικά από ερευνητικά δεδομένα, τα οποία προέρχονται στην πλειονότητά τους από ποσοτικές έρευνες στάσεων (π.χ. έρευνες θυματοποίησης).
Η μεθοδολογική κυριαρχία των ποσοτικών ερευνών στάσεων στην εμπειρική διερεύνηση του φόβου του εγκλήματος σχετίζεται άμεσα με τις συνθήκες υπό τις οποίες ξεκίνησε το εν λόγω ερευνητικό ενδιαφέρον κατά τη δεκαετία του 1960 στις ΗΠΑ, και συνεχίστηκε έκτοτε στην Ευρώπη κι αλλού (βλ. Lee, 2001, 2013). Η κινητήριος δύναμη υπήρξε σε μεγάλο βαθμό η πολιτική επιθυμία μέτρησης απόψεων και στάσεων των πολιτών, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη ή/και νομιμοποίηση κοινωνικών πολιτικών (ibid). Στο πλαίσιο αυτό, η παραγωγή ερευνητικών δεδομένων καθίσταται σημαντικότερη της παραγωγής θεωρίας. Έτσι, υποστηρίζεται πως η μεθοδολογική εστίαση της εμπειρικής διερεύνησης του φόβου του εγκλήματος σε ποσοτικές έρευνες στάσεων είναι αλληλένδετη με την έλλειψη θεωρητικών προσεγγίσεων, ενώ παράλληλα η έλλειψη θεωρητικών προσεγγίσεων συμβάλλει στην έλλειψη ‘μεθοδολογικής φαντασίας’ στην εγκληματολογική έρευνα του φόβου του εγκλήματος.
Μία από τις διαχρονικές και διαπολιτισμικές διαπιστώσεις της πολυετούς έρευνας του φόβου του εγκλήματος αφορά στην εννοιολογική και φαινομενολογική πολυπλοκότητα του φαινομένου. Έχει, για παράδειγμα, επανειλημμένα επισημανθεί και εμπειρικά διαπιστωθεί πως ο φόβος του εγκλήματος συνιστά όρο ‘ομπρέλα’, περιλαμβάνοντας διαφορετικά είδη αντιδράσεων των πολιτών απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης κι απέναντι στο έγκλημα ως κοινωνικό φαινόμενο (Farrall, 2004, Ferraro & LaGrange, 1987, Hough, 2004, Jackson, 2004). Τα είδη των αντιδράσεων περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, συναίσθημα ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης, πρόσληψη της πιθανότητας θυματοποίησης, μέτρα πρόληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης, πρόσληψη των συνεπειών του ενδεχομένου θυματοποίησης, αξιολόγηση της έκτασης και σοβαρότητας του φαινομένου του εγκλήματος σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Παράλληλα, η πολυπλοκότητα του φόβου του εγκλήματος διαπιστώνεται και σε σχέση με τους εξηγητικούς του παράγοντες και τις συνέπειές του (Box, Hale, & Andrews, 1988, Farrall et al., 2009, Garofalo, 1981, Vanderveen, 2006). Οι σχετικές έρευνες έχουν καταδείξει το ρόλο διαφόρων παραγόντων στην εξήγηση της διακύμανσης των επίπεδων φόβου του εγκλήματος, με τους σημαντικότερους να αφορούν κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά (π.χ. φύλο και ηλικία), προηγούμενη εμπειρία θυματοποίησης, περιβαλλοντικές συνθήκες και πρόσληψή τους (π.χ. κοινωνική αποδιοργάνωση, αντικοινωνικότητες, κοινωνική συνοχή). Η έρευνα των συνέπειων του φόβου του εγκλήματος, αν και λιγότερο ανεπτυγμένη, εστιάζεται στην τιμωρητικότητα και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Από μεθοδολογική άποψη, ένα από τα μειονεκτήματα των ερευνών στάσεων στο πλαίσιο αυτό είναι η αδυναμία εξέτασης αιτιωδών συσχετίσεων (Gouseti, 2016). Σε πολλές από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις παραγόντων που έχουν εξεταστεί είτε ως εξηγητικοί του φόβου του εγκλήματος είτε ως συνέπειές του, είναι μεθοδολογικά δύσκολο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με την κατεύθυνση των συσχετίσεων. Είναι η έλλειψη κοινωνικής συνοχής που οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα φόβου του εγκλήματος ή ο φόβος του εγκλήματος οδηγεί σε μείωση της κοινωνικής συνοχής; Είναι η αυξημένη τιμωρητικότητα που οδηγεί σε αυξημένα επίπεδα φόβου του εγκλήματος ή ο φόβος του εγκλήματος οδηγεί σε αύξηση της τιμωρητικότητας;
Οι κεντρικό στόχοι της έρευνας που παρουσιάζεται στον παρόν άρθρο είναι η διαμόρφωση μίας θεωρητικής προσέγγισης του φόβου του εγκλήματος, καθώς και η μεθοδολογική διεύρυνση της εμπειρικής του διερεύνησης. Αναφορικά με τον πρώτο στόχο, η πολυπλοκότητα του φόβου του εγκλήματος τόσο σε εννοιολογικό όσο και σε φαινομενολογικό επίπεδο καθιστά αναγκαία τη διαμόρφωση διεπιστημονικών προσεγγίσεων. Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία έχει επισημανθεί η αυξημένη σημασία της σύνδεσης κοινωνιολογικών και ψυχολογικών προσεγγίσεων (Jackson, 2008), βάσει της διαπίστωσης πως ο φόβος του εγκλήματος εντοπίζεται τόσο σε ατομικό όσο και σε μεσο- και μακρο-επίπεδο ανάλυσης. Αντλώντας από το πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας, η παρούσα μελέτη αναπτύσσει μια εναλλακτική θεωρητική προσέγγιση του φόβου του εγκλήματος μέσα από την εξέταση της θεωρίας “construal-leveltheory of psychological distance” (Liberman & Trope, 2008, Trope & Liberman, 2010).
Ως προς το δεύτερο στόχο του παρόντος άρθρου, η εμπειρική διερεύνηση της εναλλακτικής αυτής θεωρητικής προσέγγισης επιτρέπει διεύρυνση και της μεθοδολογικής προσέγγισης του αντικειμένου. Συγκεκριμένα, οι ερευνητικές υποθέσεις που διαμορφώνονται στη βάση του θεωρητικού υποβάθρου της παρούσας μελέτης εξετάζονται εμπειρικά μέσω πειραματικής μεθοδολογίας, η οποία επιτρέπει την εξέταση αιτιωδών συσχετίσεων σε αντίθεση με τις έρευνες στάσεων.
Η δομή του άρθρου είναι η ακόλουθη. Αρχικά, περιγράφονται οι βασικές προτάσεις και υποθέσεις της θεωρητική προσέγγισης του φόβου του εγκλήματος μέσα από την εξέταση της “construal-level theory of psychological distance”. Εν συνεχεία, παρουσιάζονται τα βασικά μεθοδολογικά χαρακτηριστικά και οι κεντρικές ερευνητικές διαπιστώσεις δύο πειραματικών ερευνών που διενεργήθηκαν προκειμένου να εξεταστούν οι ερευνητικές υποθέσεις. Τέλος συζητούνται τα πλεονεκτήματα, αλλά και οι αδυναμίες, της θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης του φόβου του εγκλήματος μέσα από την “construal-level theory of psychological distance” (στο εξής CLT), και αναπτύσσονται συμπερασματικές παρατηρήσεις.
CLT και φόβος του εγκλήματος
Η κοινωνιο-ψυχολογική θεωρία CLT μελετά τους μηχανισμούς μέσω των οποίων καθίσταται δυνατή η έκφραση αντιδράσεων (συναισθηματικών, γνωστικών, συμπεριφορικών) απέναντι σε αντικείμενα (καταστάσεις, εμπειρίες, ανθρώπους) που δεν είναι παρόντα ‘εδώ και τώρα’ (Liberman et al., 2007). Το κεντρικό ερώτημα που θέτει η θεωρία είναι: μέσω ποιων μηχανισμών καθίσταται δυνατή η βίωση κι έκφραση αντιδράσεων απέναντι σε αντικείμενα τα οποία δε συμβαίνουν ‘εδώ και τώρα’ στο υποκείμενο; Η θεωρία εστιάζει σε δύο τέτοιους μηχανισμούς ‘υπέρβασης’ του παρόντος ώστε να καταστεί δυνατή η βίωση κι έκφραση αντιδράσεων απέναντι σε μη παρόντα αντικείμενα. Πρόκειται για την ψυχολογική απόσταση (psychological distance) από το αντικείμενο της αντίδρασης και για το επίπεδο της πρόσληψής του (construal level), (Liberman & Trope, 2008, Trope & Liberman, 2010).
Η ψυχολογική απόσταση (psychological distance) από το αντικείμενο της αντίδρασης αφορά στο πόσο ψυχολογικά κοντά ή μακριά αντιλαμβάνεται κανείς το αντικείμενο της αντίδρασης, σε επίπεδο χρονικό (temporal distance), τοπικό (spatial distance), κοινωνικό (social distance), υποθετικό (hypotheticality). Έτσι, αντικείμενα μη παρόντα ‘εδώ και τώρα’ θεωρούνται ως ψυχολογικά απομακρυσμένα όταν γίνονται αντιληπτά ως απίθανα να συμβούν (hypotheticality), απίθανα να συμβούν τώρα (temporal distance), απίθανα να συμβούν εδώ (spatial distance) κι απίθανα να συμβούν στο υποκείμενο (social distance). Στην αντίθετη περίπτωση, αντικείμενα μη παρόντα ‘εδώ και τώρα’ θεωρούνται ως ψυχολογικά κοντινά (Trope and Liberman, 2010).
Το επίπεδο πρόσληψης (construal level) του αντικειμένου αντίδρασης σχετίζεται με το βαθμό αφαίρεσης της εν λόγω πρόσληψης. Έτσι, το μη παρόν αντικείμενο αντίδρασης μπορεί να προσλαμβάνεται με αφηρημένο τρόπο ή με συγκεκριμένο τρόπο. Σύμφωνα με τη θεωρία CLT, ο αφηρημένος τρόπος πρόσληψης (high-level construal)περιλαμβάνει εστίαση στα αίτια του αντικειμένου, στον απώτερο στόχο του αντικειμένου, και γενικότερα στα βασικά του χαρακτηριστικά. Αντίθετα, ο συγκεκριμένος τρόπος πρόσληψης (low-level construal) περιλαμβάνει εστίαση στις συνέπειες του αντικειμένου, στα μέσα που οδηγούν στο αντικείμενο και σε άλλα συγκυριακά χαρακτηριστικά του αντικείμενου (Trope, Liberman & Wakslak, 2007).
Σύμφωνα με τη θεωρία CLT, οι δύο μηχανισμοί ‘υπέρβασης’ του παρόντος είναι διακριτοί αλλά αλληλένδετοι. Η βίωση ενός μη παρόντος αντικειμένου ως ψυχολογικά απομακρυσμένου σχετίζεται με αφηρημένη γνωστική του πρόσληψη, κι αντίστροφα. Αντίθετα, η βίωση ενός μη παρόντος αντικειμένου ως ψυχολογικά κοντινού σχετίζεται με συγκεκριμένη γνωστική του πρόσληψη, κι αντίστροφα (Trope et al., 2007, Williams, Stein, & Galguera, 2014). Η θεωρία CLT έχει εφαρμοστεί κι εξεταστεί σε διάφορα αντικείμενα έρευνας, όπως στάσεις απέναντι στην κλιματική αλλαγή, συμπεριφορά καταναλωτών, αυτοεκτίμηση, στρατηγικές διαπραγμάτευσης (Bar-Anan, Liberman, & Trope, 2006, Beer et al., 2004; Freitas, Gollwitzer, & Trope, 2004, Henderson & Trope, 2009, Liberman & Förster, 2009; Trope et al., 2007, Spence, Poortinga, & Pidgeon, 2012, Williams et al., 2014).
Η εφαρμογή κι εμπειρική διερεύνηση της θεωρίας CLT στο πεδίο του φόβου του εγκλήματος θεωρείται χρήσιμη καθώς το εν λόγω φαινόμενο συνιστά σειρά αντιδράσεων απέναντι σε ένα αντικείμενο (έγκλημα), το οποίο είναι απόν από το ‘εδώ και τώρα’ του υποκειμένου όταν ερωτάται για τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις συμπεριφορές του απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης. Έτσι, η εφαρμογή της θεωρίας CLT στο πεδίο του φόβο του εγκλήματος εξετάζει: α). εάν η ψυχολογική απόσταση από το ενδεχόμενο θυματοποίησης σχετίζεται με τα επίπεδα φόβου του εγκλήματος, και β). εάν το είδος της πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης (αφηρημένο ή συγκεκριμένο) σχετίζεται με τα επίπεδα φόβου του εγκλήματος (βλ. Gouseti, 2016).
Σε ερευνητικό επίπεδο, η θεωρία CLT εξετάζεται βασικά μέσω πειραματικής μεθοδολογίας, δεδομένου και του ψυχολογικού της υποβάθρου. Η εφαρμογή της θεωρίας στο πεδίο του φόβου του εγκλήματος παρέχει τη δυνατότητα διεύρυνσης των μεθοδολογικών προσεγγίσεων του φαινομένου πέραν των κυρίαρχων ερευνών στάσεων, υιοθετώντας πειραματική μεθοδολογία. Η μεθοδολογική αυτή προσέγγιση καθίσταται δυνατή καθώς η εξήγηση της διακύμανσης του φόβου του εγκλήματος εν προκειμένω εστιάζεται σε (ανεξάρτητες) μεταβλητές (βαθμός ψυχολογικής απόστασης και είδος πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης), οι οποίες είναι επιδεκτικές πειραματικού χειρισμού. Οι επόμενες ενότητες παρουσιάζουν δύο πειραματικές έρευνες, οι οποίες εξετάζουν την θεωρία CLT στο πλαίσιο του φόβου του εγκλήματος.
Πείραμα Ι
Οι βασικές συσχετίσεις ενδιαφέροντος εν προκειμένω είναι μεταξύ φόβου του εγκλήματος και των δύο μηχανισμών ‘υπέρβασης’ του παρόντος, σύμφωνα με το θεωρητικό υπόβαθρο της μελέτης: βαθμός ψυχολογικής απόστασης και είδος πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης. Οι τρεις αυτές βασικές μεταβλητές μετρήθηκαν ως ακολούθως. Αναφορικά με το φόβο του εγκλήματος, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν κατά πόσο ανησυχούν για το ενδεχόμενο να γίνουν θύματα βίαιης επίθεσης από άγνωστο στο δρόμο και διάρρηξης. Η κλίμακα των απαντήσεων κυμαινόταν από 1= Καθόλου σε 7= Πάρα πολύ, υιοθετώντας μία από τις συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες ερωτήσεις φόβου του εγκλήματος στη σχετική έρευνα (Farrall et al., 2009).
Βάσει της κυρίαρχης εννοιολογικής προσέγγισης του φόβου του εγκλήματος στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, η οποία διαχωρίζει μεταξύ συναισθηματικών, γνωστικών και συμπεριφορικών αντιδράσεων (Farrall, Jackson, & Gray, 2009), καθίσταται σαφές πως το είδος της αντίδρασης που μελετήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ήταν συναισθηματικό. Ελλείψει ερευνητικού προηγούμενου σε σχέση με το αντικείμενο του πειράματος, θεωρήθηκε αναγκαία η εστίαση σε μία μόνο πτυχή των αντιδράσεων του κοινού ώστε να αποφευχθεί μη αναγκαία περιπλοκότητα στα αρχικά αυτά στάδια της έρευνας. Για το σκοπό αυτό επιλέχθηκε η συναισθηματική πτυχή του φόβου του εγκλήματος καθώς πρόκειται για τη συνηθέστερα ερευνώμενη (Hale, 1996; Jackson, 2004). Δεδομένης της πειραματικής μεθοδολογίας, οι ανεξάρτητες μεταβλητές της ψυχολογικής απόστασης και του είδους πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης αποτέλεσαν μέρος του πειραματικού χειρισμού, ο οποίος περιγράφεται λεπτομερώς στη συνέχεια.
Το πείραμα (2014) διεξήχθη ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα Amazon Mechanical Turk (MTurk), η οποία τα τελευταία χρόνια συνιστά ευρέως χρησιμοποιούμενο πεδίο διεξαγωγής επιστημονικών ερευνών (Berinsky, Huber, & Lenz, 2012, Buhrmester, Kwang, T. & Gosling, 2011). Στο πείραμα συμμετείχαν 300 συμμετέχοντες (164 γυναίκες κ 136 άνδρες), με διακύμανση ηλικίας από 18 ως 75 και μέσο όρο τα 36 έτη (M=36.2, SD= 14.4), και χώρα προέλευσης τις ΗΠΑ. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα MTurk παρέχει πρόσβαση σε πιθανούς συμμετέχοντες από πολλές χώρες του κόσμου, ωστόσο οι ΗΠΑ επελέγησαν ως χώρα διαμονής καθώς οι Αμερικανοί MTurkers υπερεκπροσωπούνται στην πλατφόρμα (Berinsky et al., 2012, Paolacci & Chandler, 2014). Θεωρήθηκε έτσι πως με αυτόν τον τρόπο αποφεύγονται σε ένα βαθμό κάποια από τα μειονεκτήματα της χρησιμοποιούμενης δειγματοληψίας σκοπιμότητας.
Ο πειραματικός σχεδιασμός περιλάμβανε 3 πειραματικές συνθήκες στις οποίες οι τριακόσιοι συμμετέχοντες κατανεμήθηκαν τυχαία (βλ. πίνακα 1). Και στις τρεις συνθήκες, τέσσερα σενάρια υποθετικών εγκλημάτων[1]παρουσιάστηκαν στους συμμετέχοντες με σημείο διαφοροποίησης τον τόπο διάπραξης των υποθετικών εγκλημάτων, ο οποίος αναπαριστούσε διαφορετικά επίπεδα ψυχολογικής απόστασης από το υποθετικό έγκλημα. Στη πρώτη πειραματική ομάδα, η περιγραφή ήθελε τα υποθετικά εγκλήματα να συμβαίνουν κοντά στη γειτονία του/της συμμετέχοντος/χουσας, στη δεύτερη πειραματική ομάδα μακριά από τη γειτονία του/της συμμετέχοντος/χουσας, ενώ στην ομάδα ελέγχου δε γινόταν αναφορά στο τόπο διάπραξης των υποθετικών εγκλημάτων. Τα υποθετικά εγκλήματα κάλυπταν τόσο εγκλήματα βίας όσο και ιδιοκτησίας.
Παράλληλα, εντός κάθε πειραματικής ομάδας, οι μισοί συμμετέχοντες, αφού διάβασαν την παρεχόμενη πληροφορία, κλήθηκαν να καταγράψουν ποια κατά τη γνώμη τους ήταν τα αίτια του εγκλήματος, ενώ οι άλλοι μισοί κλήθηκαν να καταγράψουν ποιες κατά τη γνώμη τους ήταν οι συνέπειες του εγκλήματος. Οι δύο πειραματικές υπο-ομάδες αντιπροσωπεύουν τον τρόπο πρόληψης της πληροφορίας εγκλήματος. Συγκεκριμένα, η εστίαση στις αιτίες των εγκλημάτων συνιστά αφηρημένο τρόπο πρόσληψης, ενώ η εστίαση στις συνέπειες των εγκλημάτων συνιστά συγκεκριμένο τρόπο πρόσληψης. Σχετικά πειράματα στο πλαίσιο της εμπειρικής εξέτασης της θεωρίας CLT έχουν καταδείξει πως η εστίαση στις αιτίες αντικειμένων που δεν είναι παρόντα ‘εδώ και τώρα’ συνιστά αφηρημένο τρόπο πρόσληψής τους, ενώ η εστίαση στις συνέπειές τους συνιστά συγκεκριμένο τρόπο πρόσληψής τους (Rim et al., 2013). Αυτό συμβαίνει γιατί οι συνέπειες μιας κατάστασης εξαρτώνται από τα αίτια της, ενώ τα αίτια της δεν εξαρτώνται από τις συνέπειες τις (Mill & Robson, 1973), καθιστώντας τα αίτια κεντρικά της χαρακτηριστικά ενώ τις συνέπειές της συγκυριακά.
Πίνακας 1: Πειραματικός σχεδιασμός
Ομάδα ελέγχου (απουσία αναφοράς στον τόπο διάπραξης) | |
4 σενάρια υποθετικών εγκλημάτων
(σωματική επίθεση, ληστεία, βανδαλισμός, διάρρηξη κατοικίας) |
|
Αιτίες
(συγκεκριμένος αριθμός βάσει προ-ελέγχων) |
Συνέπειες
(συγκεκριμένος αριθμός βάσει προ-ελέγχων) |
Πειραματική ομάδα Ι (τόπος διάπραξης κοντά στη γειτονιά συμμετέχοντα/χουσας) | |
4 σενάρια υποθετικών εγκλημάτων
(σωματική επίθεση, ληστεία, βανδαλισμός, διάρρηξη κατοικίας) |
|
Αιτίες
(συγκεκριμένος αριθμός βάσει προ-ελέγχων) |
Συνέπειες
(συγκεκριμένος αριθμός βάσει προ-ελέγχων) |
Πειραματική ομάδα ΙΙ (τόπος διάπραξης μακριά από γειτονιά συμμετέχοντα/χουσας) | |
4 σενάρια υποθετικών εγκλημάτων
(σωματική επίθεση, ληστεία, βανδαλισμός, διάρρηξη κατοικίας) |
|
Αιτίες
(συγκεκριμένος αριθμός βάσει προ-ελέγχων) |
Συνέπειες
(συγκεκριμένος αριθμός βάσει προ-ελέγχων) |
Πριν την έναρξη της έρευνας, οι ερωτώμενοι ενημερώθηκαν για το περιεχόμενό της και τους ζητήθηκε συναίνεση συμμετοχής. Εφόσον παρείχαν συναίνεσης συμμετοχής, τους ζητήθηκε να απαντήσουν κοινωνικο-δημογραφικές κι άλλες ερωτήσεις. Αφού ολοκληρώθηκε ο πειραματικός χειρισμός (βλ. πίνακα 1), οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν εάν και κατά πόσο ανησυχούν για το ενδεχόμενο να γίνουν θύματα βίαιης επίθεσης από άγνωστο στο δρόμο και διάρρηξης. Οι ερωτήσεις που συμπεριελήφθησαν στο ερωτηματολόγιο τόσο πριν τον πειραματικό χειρισμό (π.χ., κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά) όσο και μετά τις ερωτήσεις του φόβου του εγκλήματος (π.χ., προηγούμενη εμπειρίας θυματοποίσης) δεν παρουσιάζονται εδώ λεπτομερώς εφόσον δεν αποτελούν μέρος της ανάλυσης των δεδομένων.
Τα ερευνητικά δεδομένα που παρουσιάζονται εδώ αναλύθηκαν μέσω γραμμικής παλινδρόμησης. Τα μοντέλα που παρουσιάζονται εν προκειμένω αφορούν κύριες επιδράσεις των μεταβλητών ενδιαφέροντος. Σε όλα τα μοντέλα εξετάστηκαν και διάφορες μεταβλητές ελέγχου (βάσει της υπάρχουσας βιβλιογραφίας) προκειμένου να ενισχυθεί η εγκυρότητα των ευρημάτων. Δεδομένου του πειραματικού χαρακτήρα της παρούσας μεθοδολογίας, η εξέταση μεταβλητών ελέγχου (π.χ. φύλο, ηλικία, κλπ.) δεν είναι αναγκαία εφόσον η κατανομή των συμμετεχόντων στις πειραματικές ομάδες γίνεται με τυχαία τρόπο, ωστόσο θεωρήθηκε πως συνιστά ένα επιπλέον μέσο μερικής αντιμετώπισης των μειονεκτημάτων της χρησιμοποιούμενης δειγματοληψίας σκοπιμότητας.
Οι βασικές ερευνητικές υποθέσεις ήταν οι εξής:
- Η γεωγραφική εγγύτητα των υποθετικών εγκλημάτων (ανεξάρτητη μεταβλητή 1) σχετίζεται με την ένταση της ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης (εξαρτημένη μεταβλητή).
- Ο τρόπος πρόσληψης των υποθετικών εγκλημάτων (αφηρημένος μέσω εστίασης στις αιτίες τους ή συγκεκριμένος μέσω εστίασης στις συνέπειές τους, ανεξάρτητη μεταβλητή, ανεξάρτητη μεταβλητή 2) σχετίζεται με την ένταση της ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης (εξαρτημένη μεταβλητή).
Τα ευρήματα δεν υποστήριξαν την πρώτη υπόθεση. Με άλλα λόγια, η γεωγραφική εγγύτητα των υποθετικών εγκλημάτων δεν βρέθηκε να συσχετίζεται με την ανησυχία απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης, εφόσον τα επίπεδα ανησυχίας δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις τρεις συνθήκες (πίνακας 2). Αντίθετα, τα ευρήματα υποστήριξαν την δεύτερη υπόθεση (πίνακας 2). Τα υψηλότερα επίπεδα ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης εκφράστηκαν από την ομάδα των συμμετεχόντων, οι οποίοι κλήθηκαν να αναπτύξουν συγκεκριμένη πρόσληψη των υποθετικών εγκλημάτων μέσα από εστίαση στις πιθανές συνέπειες τους σε αντίθεση με όσους κλήθηκαν να σκεφτούν και να καταγράψουν τις πιθανές αιτίες των υποθετικών εγκλημάτων, διαμορφώνοντας έτσι αφηρημένη πρόσληψη (t=.26, p<.01). Επίσης, η συσχέτιση αυτή ήταν ανεξάρτητη από τον τόπο των υποθετικών εγκλημάτων.
Πίνακας 2: Κύριες συσχετίσεις μεταξύ ανησυχίας θυματοποίησης και τρόπου πρόσληψης και γεωγραφικής εγγύτητας υποθετικών εγκλημάτων
Μοντέλο 1 | Μοντέλο 2 | |
Τρόπος πρόσληψη (συγκεκριμένος: εστίαση στις συνέπειες) | 0.26**
(2.82) |
0.26**
(2.82) |
Τόπος διάπραξης υποθετικών εγκλημάτων (εγγύτητα) | 0.04
(0.35) |
|
Τόπος διάπραξης υποθετικών εγκλημάτων (ομάδα ελέγχου) | - 0.05
(-0.44) |
|
Constant | 2.24***
(33.9) |
2.24***
(23.9) |
N | 300 | 300 |
t statistics σε παρένθεση
* p<0.05, ** p<0.01, *** p<0.001
Επομένως, τα ευρήματα έδειξαν πως όταν πρόκειται για υποθετικές πληροφορίες εγκλήματος, ο τρόπος γνωστικής πρόσληψης της πληροφορίας (αφηρημένος ή συγκεκριμένος) επιδρά στη συναισθηματική αντίδραση των συμμετεχόντων απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης. Συγκεκριμένα, η διαμόρφωση μιας ‘μυωπικής’ γνωστικής πρόσληψης, η οποία εστιάζει σε λεπτομέρειες του εγκλήματος, όπως είναι οι συνέπειές του, σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα ανησυχίας των συμμετεχόντων απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης σε σύγκριση με τη διαμόρφωση μιας αφηρημένης γνωστικής πρόσληψης, η οποία εστιάζει στις αιτίες των υποθετικών εγκλημάτων. Κι αυτό ανεξάρτητα από τον τόπο τέλεσης των υποθετικών εγκλημάτων.
Πείραμα ΙΙ
Η εγκληματολογική έρευνα έχει επανειλημμένα καταδείξει πως ένα από τα βασικά μέσα πληροφόρησης των πολιτών απέναντι στο έγκλημα είναι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η πληροφορία εγκλήματος που καταναλώνεται από το κοινό μπορεί να είναι υποθετική (π.χ., ταινίες, τηλεοπτικές σειρές κ.λπ.), αλλά και πραγματική (π.χ., αστυνομικό ρεπορτάζ στην τηλεόραση και στις εφημερίδες). Σχετικές εγκληματολογικές έρευνες έχουν δείξει πως τα τηλεοπτικά νέα και τα νέα των εφημερίδων συνιστούν μία από τις βασικές πηγές πληροφόρησης των πολιτών για το έγκλημα (Chadee, & Ditton, 2005, Dowler, 2003, Heath & Gilbert, 2006, Sparks, Girling & Loader, 2001, Surette, 1998). Έτσι, στο δεύτερο πείραμα, οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να καταναλώσουν πληροφορίες πραγματικών (παρά υποθετικών, βλ. πείραμα Ι) εγκλημάτων.
Το πείραμα διεξήχθη (2015) στην ίδια ηλεκτρονική πλατφόρμα, και συμμετείχαν 312 άτομα (140 γυναίκες κ 172 άνδρες) με τόπο κατοικίας τις ΗΠΑ, και μέσο όρο ηλικίας τα 35 έτη (M=34.73, SD= 10.44, εύρος: 18-73). Η δομή του πειράματος, εκτός από τον πειραματικό χειρισμό, ήταν παραπλήσια με τη δομή του πρώτου πειράματος. Εν προκειμένω, ο ερευνητικός σχεδιασμός περιλάμβανε 3 πειραματικές συνθήκες στις οποίες οι συμμετέχοντες κατανεμήθηκαν τυχαία (βλ. πίνακα 3). Οι πληροφορίες εγκλήματος οι οποίες αποτελούσαν την ανεξάρτητη μεταβλητή αφορούσαν τρία πραγματικά εγκλήματα τα οποία έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ μεταξύ 2011 και 2015 κι επρόκειτο για υποθέσεις που έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα. Τα είδη των εγκλημάτων που κάλυψε η μεταβλητή ήταν τρομοκρατία, έγκλημα μίσους και διάρρηξη με ανθρωποκτονία. Οι συμμετέχοντες και των τριών συνθηκών διάβασαν τις ίδιες πληροφορίες εγκλήματος[2], ενώ η διαφοροποίηση σχετιζόταν με τον τύπο γνωστικής πρόσληψης της πληροφορίας (συγκεκριμένος, αφηρημένος, απουσία επεξεργασίας).
Στην πρώτη πειραματική ομάδα ζητήθηκε, μετά από κάθε πληροφορία εγκλήματος που παρουσιάστηκε, να σκεφτεί και να καταγράψει τρεις[3] πιθανές αιτίες του εγκλήματος ώστε να διαμορφωθεί αφηρημένη γνωστική πρόσληψη της πληροφορίας. Στη δεύτερη πειραματική ομάδα ζητήθηκε, μετά από κάθε πληροφορία εγκλήματος που παρουσιάστηκε, να σκεφτεί και να καταγράψει τρεις πιθανές συνέπειες του εγκλήματος ώστε να διαμορφωθεί πιο συγκεκριμένη και λεπτομερής γνωστική πρόσληψη της πληροφορίας. Τέλος, στην ομάδα ελέγχου ζητήθηκε να διαβάσει τις πληροφορίες των πραγματικών εγκλημάτων, και απλώς να προχωρήσει στην επόμενη ενότητα της έρευνας χωρίς περαιτέρω επεξεργασία της πληροφορίας. Έπειτα από το χειρισμό της ανεξάρτητης μεταβλητής, οι συμμετέχοντες ερωτήθηκαν εάν και κατά πόσο ανησυχούν για το ενδεχόμενο να γίνουν θύματα μιας σειράς αδικημάτων (Gray, Jackson & Farrall, 2008), τα οποία αφορούσαν τόσο εγκλήματα βίας όσο και εγκλήματα ιδιοκτησίας.
Πίνακας 2: Πειραματικός σχεδιασμός
Πειραματική ομάδα 1 | Τρόπος πρόσληψης: Εστίαση στις αιτίες (n=104) | ||
Πραγματικά εγκλήματα | September 11 attacks (n=104) | Ferguson shooting (n=104) | Blackburn murder (n=104) |
Πειραματική ομάδα 2 | Τρόπος πρόσληψης: Εστίαση στις συνέπειες (n=104) | ||
Πραγματικά εγκλήματα | September 11 attacks (n=104) | Ferguson shooting (n=104) | Blackburn murder (n=104) |
Πειραματική ομάδα 3 | Απουσία γνωστικής επεξεργασίας (n=104) | ||
Πραγματικά εγκλήματα | September 11 attacks (n=104) | Ferguson shooting (n=104) | Blackburn murder (n=104) |
Στη βάση των ευρημάτων του προηγούμενου πειράματος, η εστίαση εν προκειμένω αφορά στον ένα εκ των δύο μηχανισμών ‘υπέρβασης’ του παρόντος, σύμφωνα με το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας, δηλαδή το είδος πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης. Οι ερευνητικές υποθέσεις ήταν οι εξής:
- Ο τρόπος πρόσληψης των πραγματικών εγκλημάτων (αφηρημένος μέσω εστίασης στις αιτίες τους, συγκεκριμένος μέσω εστίασης στις συνέπειές τους ή απουσία επεξεργασίας της πληροφορίας) σχετίζεται με την ένταση της ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης (υπόθεση 1)
- Συγκεκριμένα, η απουσία γνωστικής επεξεργασίας της πληροφορίας σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης σε σύγκριση με την ύπαρξη γνωστικής επεξεργασίας (υπόθεση 1α)
- Παράλληλα, η επίδραση του τρόπου πρόσληψης της πληροφορίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης είναι ισχυρότερη στη συνθήκη της εστίασης στις συνέπειες των εγκλημάτων σε σύγκριση με την συνθήκη της εστίασης στις αιτίες των εγκλημάτων, καθώς η πρώτη συνιστά συγκεκριμένο τρόπο πρόσληψης ενώ η δεύτερη αφηρημένο τρόπο πρόσληψης (υπόθεση 1β).
Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν τις υποθέσεις 1 κι 1α (βλ. πίνακα 4). Πράγματι τα χαμηλότερα επίπεδα ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης καταγράφηκαν από την πειραματική ομάδα, η οποία κατανάλωσε πληροφορίες για τα πραγματικά εγκλήματα χωρίς περαιτέρω επεξεργασία της πληροφορίας (t=-.27, p<.01). Αναφορικά με την υπόθεση 1β, βρέθηκε πως όσοι ανέπτυξαν αφηρημένο τρόπο πρόσληψης των πληροφοριών για τα πραγματικά εγκλήματα, εστιάζοντας στις αιτίες τους, εξέφρασαν χαμηλότερα ποσοστά ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης σε σύγκριση με όσους ανέπτυξαν συγκεκριμένο τρόπο πρόσληψης των ίδιων πληροφοριών, εστιάζοντας στις συνέπειές τους, ωστόσο η διαφοροποίηση δεν ήταν στατιστικά σημαντική (βλ. πίνακα 4).
Πίνακας 4: Κύριες συσχετίσεις μεταξύ ανησυχίας θυματοποίσης και τρόπου πρόσληψης πραγματικών εγκλημάτων
Μοντέλο 1 | |
Τρόπος πρόσληψη (συγκεκριμένος: εστίαση στις αιτίες) | -0.039
(0.09) |
Τρόπος πρόσληψης (απουσία επεξεργασίας) | -0.27***
(0.09) |
Constant | 1.86***
(0.06) |
N | 312 |
Standard errors σε παράνθεση
* p<0.1, ** p<0.05, *** p<0.01
Επομένως, στην περίπτωση της πληροφόρησης αναφορικά με πραγματικά εγκλήματα, η κατανάλωση της πληροφορίας υπό τη μορφή είδησης χωρίς περαιτέρω γνωστική επεξεργασία ήταν η συνθήκη στην οποία καταγράφηκαν τα χαμηλότερα επίπεδα ανησυχίας απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης.
Συζήτηση και συμπεράσματα
Τα κύρια συμπεράσματα που προκύπτουν από τα δύο πειράματα είναι τα ακόλουθα. Τόσο ο τύπος της πληροφορίας για το έγκλημα (υποθετική ή πραγματική) όσο και το είδος της πρόσληψής της (αφηρημένο ή συγκεκριμένο) επιδρούν στην ένταση της ανησυχίας των συμμετεχόντων απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης. Στο πλαίσιο των παρόντων πειραματικών σχεδιασμών καταδείχθηκε, επίσης, πως εκ των δύο μηχανισμών ‘υπέρβασης’ του παρόντος, σύμφωνα με το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας, το είδος πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης ήταν στατιστικά σημαντικός παράγοντας εξήγησης της διακύμανσης της ανησυχίας των συμμετεχόντων απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης σε σύγκριση με τη ψυχολογική απόσταση από το ίδιο ενδεχόμενο.
Αναφορικά με το είδος πρόσληψης του εγκλήματος, βρέθηκε πως στην περίπτωση της υποθετικής πληροφορίας εγκλημάτων, τα υψηλότερα επίπεδα ανησυχίας θυματοποίησης εκφράστηκαν από όσους ανέπτυξαν συγκεκριμένηγνωστική της πρόσληψη, εστιάζοντας στις πιθανές συνέπειες των εγκλημάτων σε σύγκριση με όσους ανέπτυξαν αφηρημένη γνωστική πρόσληψη της ίδιας πληροφορίας, εστιάζοντας στις πιθανές αιτίες των εγκλημάτων. Αντίθετα, στην περίπτωση της πραγματικής πληροφορίας εγκλημάτων, τα χαμηλότερα επίπεδα ανησυχίας θυματοποίησης εκφράστηκαν από όσους δεν επεξεργάστηκαν γνωστικά την πληροφορία σε σύγκριση με όσους ανέπτυξαν τόσο αφηρημένη γνωστική επεξεργασία της (εστιάζοντας στις πιθανές αιτίες των εγκλημάτων) όσο και όσους ανέπτυξαν συγκεκριμένη γνωστική επεξεργασία της πληροφορίας (εστιάζοντας στις πιθανές συνέπειες των εγκλημάτων).
Τα δύο πειράματα που παρουσιάστηκαν χαρακτηρίζονται τόσο από πλεονεκτήματα όσο και από αδυναμίες. Σε σύγκριση με τις ‘τυπικές’ προσεγγίσεις του φόβου του εγκλήματος, η παρούσα έρευνα αναπτύσσει συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση, εξετάζοντας την κοινωνιο-ψυχολογική θεωρία CLT (Liberman & Trope, 2008, Trope & Liberman, 2010), για πρώτη φορά στον εν λόγω πεδίο. Η διεπιστημονική αυτή θεωρητική προσέγγιση επιτρέπει τη διεύρυνση τόσο της εννοιολόγησης του ‘εγκλήματος’ στο πλαίσιο του ‘φόβου του εγκλήματος’ όσο και της μεθοδολογικής προσέγγισής του σε ερευνητικό επίπεδο. Οι κεντρικές ανεξάρτητες μεταβλητές εν προκειμένω παρεκκλίνουν από τις συνήθως (Hale, 1996, Vanderveen, 2006) εξεταζόμενες (π.χ. προηγούμενη εμπειρία θυματοποίησης, χαρακτηριστικά τοπικού περιβάλλοντος, κ.λπ.), εστιάζοντας σε πληροφορίες εγκλήματος. Υποστηρίζεται πως η εν λόγω εννοιολογική διεύρυνση της ανεξάρτητης μεταβλητής στην έρευνα του φόβου του εγκλήματος είναι σημαντική καθώς η κατανάλωση πληροφοριών για το έγκλημα αφορά όλους, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε αντίθεση με τις πιο άμεσες εμπειρίες θυματοποίησης.
Παράλληλα, η εν λόγω εννοιολόγηση της ανεξάρτητης μεταβλητής παρέχει τη δυνατότητα υιοθέτησης μεθοδολογικής προσέγγισης διαφορετικής από την τυπική δειγματοληπτική έρευνα (Farrall, Bannister, Ditton& Gilchrist, 1997). Πρόκειται για πειραματική μεθοδολογία, η οποία καθίσταται δυνατή εφόσον η γνωστική επεξεργασία πληροφοριών εγκλήματος είναι επιδεκτική πειραματικού χειρισμού (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την εμπειρία θυματοποίησης), δίνοντας έτσι τη δυνατότητα εξέτασης αιτιωδών συσχετίσεων με το φόβο του εγκλήματος.
Ένα από τα μειονεκτήματα της παρούσας έρευνας αφορά στην αδυναμία εξέτασης της διάρκειας της επίδρασης των πληροφοριών εγκλήματος στην αντίδραση της ανησυχίας των συμμετεχόντων απέναντι στο ενδεχόμενο θυματοποίησης. Η εν λόγω διερεύνηση προϋποθέτει διαφορετική μεθοδολογική προσέγγιση (longitudinal study), και συνιστά μελλοντικό ερευνητικό στόχο. Επίσης, η εξωτερική εγκυρότητα των πειραματικών ερευνών, και ειδικά των τυχαίων πειραμάτων, είναι το ακανθώδες σημείο τους. Ο αυξημένος έλεγχος του πειραματικού πλαισίου καθιστά μειωμένη την επαληθευσιμότητα των ευρημάτων σε μη πειραματικά πλαίσια. Ωστόσο, ο στόχος της εξέτασης αιτιωδών συσχετίσεων μεταξύ των μεταβλητών ενδιαφέροντος εν προκειμένω κατέδειξε την αναγκαιότητα της χρήσης πειραματικής μεθοδολογίας, εφόσον και οι ανεξάρτητες μεταβλητές ήταν επιδεκτικές πειραματικού χειρισμού. Σε αυτό το στάδιο, η γενίκευση των αποτελεσμάτων δεν συνιστά ερευνητικό στόχο. Μελλοντικά, η χρήση δειγματοληπτικής έρευνας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να μελετηθεί το ζήτημα της γενίκευσης.
Τέλος, η εννοιολόγηση της εξαρτημένης μεταβλητής απαιτεί διεύρυνση. Όπως επισημάνθηκε προηγούμενα, ο φόβος του εγκλήματος είναι πολύπλευρος όρος (Farrall et al., 2009). Στην παρούσα πειραματική έρευνα, η εννοιολόγηση και μέτρηση της εξαρτημένης μεταβλητής εστιάστηκε στη συναισθηματική πτυχή (βλ. ένταση ανησυχίας). Αυτή η εστίαση εξηγείται από το ‘αχαρτογράφητο’ της εξεταζόμενης θεωρητικής προσέγγισης εν προκειμένω και των συσχετίσεων ενδιαφέροντος. Επιλέχθηκε έτσι η εστίαση στην πτυχή της εξαρτημένης μεταβλητής, η οποία συνιστά την πιο συχνά εξεταζόμενη στη σχετική βιβλιογραφία. Εννοιολογική διεύρυνση είναι απαραίτητα σε μελλοντικές έρευνες ώστε να εξεταστεί η συσχέτιση μεταξύ γνωστικών και συμπεριφορικών πτυχών του φόβου του εγκλήματος και το είδος πρόσληψης του ενδεχομένου θυματοποίησης (Gouseti, 2018).
Τα εν λόγω ερευνητικά δεδομένα στοχεύουν στη διαμόρφωση ενός πλαισίου συζήτησης γύρω από τις πιθανές επιπτώσεις, αλλά και δυνατότητες, της ενημέρωσης του κοινού για το έγκλημα (βλ. και Green, 2006). Τα παρόντα ευρήματα θέτουν το εξής ερώτημα προς μελλοντική διερεύνηση: στο πλαίσιο της δημόσιας επικοινωνίας πληροφοριών για το έγκλημα, συνιστούν ολοκληρωμένα αφηγήματα, τα οποία εστιάζουν στις βαθύτερες αιτίες του εγκληματικού προβλήματος, μέσο βαθύτερης κατανόησής του εκ μέρους των πολιτών σε αντίθεση με αποσπασματικά αφηγήματα, τα οποία συχνά παράγουν και αναπαράγουν στερεοτυπικές προσεγγίσεις και υπεραπλουστευτικές ερμηνείες; Αντίστοιχα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν μέσα από εγκληματολογικές έρευνες που εξετάζουν τις επιδράσεις διαφορετικών τύπων πληροφοριών εγκλήματος και διαφορετικών ειδών πρόσληψής τους στις στάσεις των πολιτών απέναντι στο έγκλημα (Gouseti, 2018).
To 2012 ο Garland χρησιμοποίησε τον όρο ‘κουλτούρα ελέγχου’ για να περιγράψει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ εγκλήματος-κράτους-πολιτών, κάνοντας λόγο για το ‘φοβισμένο υποκείμενο’ της νεωτερικότητας και το ρόλο του φόβου ως συστατικό στοιχείο της κουλτούρας ελέγχου (Garland, 2012). Η εξέταση των χαρακτηριστικών και των επιδράσεων της δημόσιας επικοινωνίας πληροφοριών για το έγκλημα αποσκοπεί στη διερεύνηση της υπόθεσης πως η μετάβαση στη μετανεωτερικότητα σηματοδοτεί και διαμόρφωση μιας διάχυτης ‘κουλτούρας φόβου’. Στο πλαίσιο αυτό, ο φόβος δε συνιστά πλέον μέσο αιτιολόγησης και νομιμοποίησης του κοινωνικο-πολιτικού ελέγχου μόνο, αλλά και ‘αυτοσκοπό΄, συμβάλλοντας στην ενίσχυση πρακτικών υπευθυνοποίησης σε ατομικό επίπεδο κι αυτοδιαχείρισης του εγκληματικού κινδύνου (Hough, 2002, 2007, Newburn, 2007, Tonry, 2014).
Ο ρόλος της εγκληματολογικής έρευνας στην εξέταση της φαινομενολογίας και των επιδράσεων της δημόσιας επικοινωνίας για το έγκλημα είναι κομβικός. Η εν λόγω έρευνα εστιάζει στην εξέταση των δομικών χαρακτηριστικών της παραγωγής διαφόρων τύπων πληροφοριών για το έγκλημα και των επιπτώσεών τους στις αντιδράσεις των πολιτών απέναντι στο έγκλημα. Απώτερος στόχος είναι η διαμόρφωση προτάσεων και κατευθύνσεων για την παραγωγή στρατηγικών δημόσιας επικοινωνίας του εγκλήματος, οι οποίες πληροφορούν χωρίς να δραματοποιούν, φοβίζουν, δαιμονοποιούν, διχάζουν.
Δρ Ιωάννα Γουσέτη,
Department of Sociology, London School of Economics
[1] Το κείμενο των τεσσάρων σεναρίων περιλάμβανε ίδιο αριθμό λέξεων και ίδια δομή παρουσίασης ώστε να μειωθούν κατά το δυνατό πιθανές επίδρασης των χαρακτηριστικών της διαδικασίας στην εξαρτημένη μεταβλητή.
[2] Το κείμενο περιγραφής των τριών εγκλημάτων βασίστηκε σε σχετικά δημοσιεύματα, και περιλάμβανε ίδιο αριθμό λέξεων και ίδια δομή παρουσίασης ώστε να μειωθούν κατά το δυνατό πιθανές επίδρασης των χαρακτηριστικών της διαδικασίας στην εξαρτημένη μεταβλητή.
[3] Ο αριθμός καθορίστηκε στη βάση πειραματικών προ-ελέγχων.
Βιβλιογραφία
Altheide, D. L. (1997). The News Media , the Problem Frame, and the Production of Fear. The Sociological Quarterly, 38(4), 647–668. http://doi.org/10.1111/j.1533-8525.1997.tb00758.x
Bar-Anan, Y., Liberman, N., & Trope, Y. (2006). The association between psychological distance and construal level: evidence from an implicit association test. Journal of Experimental Psychology. General, 135(4), 609–22. http://doi.org/10.1037/0096-3445.135.4.609
Berinsky, A. J., Huber, G. A., & Lenz, G. S. (2012). Evaluating Online Labor Markets for Experimental Research: Amazon.com’s Mechanical Turk. Political Analysis, 20(3), 351–368. http://doi.org/10.1093/pan/mpr057
Box, S., Hale, C., & Andrews, G. (1988). Explaining fear of crime. British Journal of Criminology, 28(3), 340–356.
Buhrmester, M., Kwang, T., & Gosling, S. D. (2011). Amazon’s Mechanical Turk: A New Source of Inexpensive, Yet High-Quality, Data? Perspectives on Psychological Science, 6(1), 3–5. http://doi.org/10.1177/1745691610393980
Chadee, D., & Ditton, J. (2005). Fear of crime and the media: Assessing the lack of relationship. Crime, Media, Culture, 1(3), 322-332.
Dowler, K. (2003). Media Consumption and Public Attitudes Toward Crime and Justice: The Relationship between Fear of Crime, Punitive Attitudes, and Perceived Police Effectiveness. Journal of Criminal Justice and Popular Culture, 10(2), 109–126.
Farrall, S., Bannister, J., Ditton, J., & Gilchrist, E. (1997). Questioning the measurement of the ‘fear of crime’: Findings from a major methodological study. The British Journal of Criminology, 37(4), 658-679.
Farrall, S. (2004). Revisiting crime surveys: emotional responses without emotions? OR Look back at anger. International Journal of Social Research Methodology, 7(2), 157–171. http://doi.org/10.1080/1304557021000024767
Farrall, S. D., Jackson, J., & Gray, E. (2009). Social Order and the Fear of Crime in Contemporary Times. Oxford University Press.
Ferraro, K. F., & LaGrange, R. L. (1987). The Measurement of Fear of Crime. Sociological Inquiry, 57(1), 70–97.
Freitas, A. L., Gollwitzer, P., & Trope, Y. (2004). The influence of abstract and concrete mindsets on anticipating and guiding others’ self-regulatory efforts. Journal of Experimental Social Psychology, 40(6), 739–752.
Garland, D. (2012). The culture of control: Crime and social order in contemporary society. University of Chicago Press.
Garofalo, J. (1981). The Fear of Crime: Causes and Consequences. Journal of Criminal Law and Criminology, 72(2), 839–857. Retrieved from http://www.jstor.org/stable/1143018
Gouseti, I. (2016) Fear of crime as a way of thinking, feeling and acting: an integrated approach to measurement and a theoretical examination of psychological distance and risk construal. PhD thesis, The London School of Economics and Political Science (LSE). http://etheses.lse.ac.uk/3533/1/Gouseti_Fear_of_crime_as_a_way.pdf
Gouseti, I. (2018). Worry about victimization, crime information processing, and social categorization biases. Legal and criminological psychology, 23(2), 148-162.
Gray, E., Jackson, J., & Farrall, S. (2008). Reassessing the Fear of Crime. European Journal of Criminology, 5(3), 363–380. http://doi.org/10.1177/1477370808090834
Green, D. A. (2006). Public opinion versus public judgment about crime. British Journal of Criminology, 46(1), 131–154. http://doi.org/10.1093/bjc/azi050
Hale, C. (1996). Fear of Crime: A Review of the Literature. International Review of Victimology, 4(2), 79–150. http://doi.org/10.1177/026975809600400201
Heath, L., & Gilbert, K. (1996). Mass Media and Fear of Crime. American Behavioral Scientist, 39, 379–386. http://doi.org/10.1177/0002764296039004003
Henderson, M. D., & Trope, Y. (2009). The Effects of Abstraction on Integrative Agreements: When Seeing the Forest Helps Avoid Getting Tangled in the Trees. Social Cognition, 27(3), 402–417. http://doi.org/10.1521/soco.2009.27.3.402
Hough, M. (2002). Populism and Punitive Penal Policy. Criminal Justice Matters, 49(1), 4–5. http://doi.org/10.1080/09627250208553483
Hough, M. (2004). Worry about crime: mental events or mental states? International Journal of Social Research Methodology, 7(2), 173–176. http://doi.org/10.1080/1364557042000194559
Jackson, J. (2004). Experience and Expression: Social and Cultural Significance in the Fear of Crime. British Journal of Criminology, 44(6), 946–966. http://doi.org/10.1093/bjc/azh048
Jackson, J., (2008) Bridging the social and the psychological in the fear of crime. In: Lee, M. & Farrall, S., (eds.). Fear of Crime: Critical Voices in an Age of Anxiety. GlassHouse Press, Abingdon, UK, pp. 143-167. ISBN 9780415436915
Liberman, N., & Förster, J. (2009). The effect of psychological distance on perceptual level of construal. Cognitive Science, 33(7), 1330–1341. http://doi.org/10.1111/j.1551-6709.2009.01061.x
Liberman, N., & Trope, Y. (2008). The Psychology of Transcending the Here and Now. Science, 322, 1201–1205.
Newburn, T. (2007). “Tough on Crime”: Penal Policy in England and Wales. Crime and Justice, 36(1), 425–470. http://doi.org/10.1086/592810
Paolacci, G., & Chandler, J. (2014). Inside the Turk: Understanding Mechanical Turk as a Participant Pool. Current Directions in Psychological Science, 23(3), 184–188. http://doi.org/10.1177/0963721414531598
Rim, S., Hansen, J., & Trope, Y. (2013). What happens why? Psychological distance and focusing on causes versus consequences of events. Journal of Personality and Social Psychology, 104(3), 457–72. http://doi.org/10.1037/a0031024
Sparks, R., Girling, E., & Loader, I. (2001). Fear and Everyday Urban Lives. Urban Studies, 38(5–6), 885–898. http://doi.org/10.1080/00420980123167
Spence, A., Poortinga, W., & Pidgeon, N. (2012). The psychological distance of climate change. Risk Analysis : An Official Publication of the Society for Risk Analysis, 32(6), 957–72. http://doi.org/10.1111/j.1539-6924.2011.01695.x
Surette, R. (1998). Media, crime, and criminal justice : Images and realities. Belmont, CA: Wadsworth Pub.
Tonry, M. (2014). Why Crime Rates Are Falling throughout the Western World. Crime and Justice, 43(1), 1–63. http://doi.org/10.1086/678181
Trope, Y., & Liberman, N. (2010). Construal-level theory of psychological distance. Psychological Review, 117(2), 440–63. http://doi.org/10.1037/a0018963
Trope, Y., Liberman, N., & Wakslak, C. (2007). Construal Levels and Psychological Distance: Effects on Representation, Prediction, Evaluation, and Behavior. Journal of Consumer Psychology : The Official Journal of the Society for Consumer Psychology, 17(2), 83–95. http://doi.org/10.1016/S1057-7408(07)70013-X
Vanderveen, G. (2006). Interpreting Fear, Crime, Risk and Unsafety: Conceptualisation and Measurement. Eleven International Publishing.
Williams, L. E., Stein, R., & Galguera, L. (2014). The Distinct Affective Consequences of Psychological Distance and Construal Level. Journal of Consumer Research, 40(6), 1123–1138. http://doi.org/10.1086/674212