ΤΕΥΧΟΣ #9 ΜΑΙΟΣ 2019

«Fake Meds Online»

Χριστιάννα Στυλιανίδου

 

"Fake Meds Online. The Internet  and  the  Transnational  Market  in  Illicit Pharmaceuticals’’ [1]. Παρουσίαση της έρευνας των Alexandra Hall  και Γιώργου Αντωνόπουλου στο πεδίο της ηλεκτρονικής αγοράς παράνομων φαρμάκων. Μία πρώτη γεύση από τα συμβαίνοντα σε μία υπό άνθηση και μερικώς άγνωστη αγορά.

Α. Γενικές πληροφορίες

Οι συγγραφείς Alexandra Hall (Senior Lecturer in Criminology, School of Social Sciences, Business and Law, Teesside University, UK) και Γιώργος Αντωνόπουλος (Georgios A. Antonopoulos, Professor of Criminology στην ίδια Σχολή) με το υπό παρουσίαση βιβλίο, προσεγγίζουν και αναλύουν ένα πεδίο, το οποίο, παρά το τεράστιο και εγκληματολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει και παρά το ότι αποτελεί έναν τομέα δυνάμενο να αποτελέσει κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία και ζωή[2], δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς. Με μία εμπειρικά τεκμηριωμένη κοινωνική και επιστημονική ανάλυση του ηλεκτρονικού εμπορίου παράνομων φαρμάκων, οι συγγραφείς προσπαθούν να αλλάξουν το ως άνω δεδομένο. Προσεγγίζοντας δε, το ζήτημα της ιδιάζουσας αυτής παράνομης αγοράς αναφέρουν τόσο τους λόγους που οδήγησαν στην άνθισή του όσο και τα κύρια χαρακτηριστικά του, ενώ διερευνούν το ζήτημα τόσο από την πλευρά των αγοραστών όσο και των παραγωγών.

Το σχετιζόμενο με παραποιημένα[3], πλαστά[4], μη έχοντα τη σχετική άδεια[5]και υποδεέστερα ποιοτικά φάρμακα[6](εφ’ εξής αναφερόμενα ως παράνομα φάρμακα[7]πλην των περιπτώσεων που απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση της μορφής που αυτά λαμβάνουν), εμπόριο αποτελεί μία εκρηκτική και υπό άνθηση παράνομη αγορά, η οποία έχει πλέον ξεπεράσει τις αντίστοιχες αγορές της μαριχουάνας και του εμπορίου λευκής σαρκός, καθιστώντας την αγορά των παράνομων φαρμάκων την μεγαλύτερη παράνομη αγορά. Η αγορά παράνομων φαρμάκων - τόσο η διαδικτυακή όσο και η φυσική- αποτελεί μία πολύ περίπλοκη και συχνά παράδοξη αγορά, το μέγεθος της οποίας δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επαρκώς. Άλλωστε παρά την ύπαρξη νομικού πλαισίου ανά τις χώρες για την αποτροπή τέτοιων φαινομένων, το σύστημα επίσημου κοινωνικού ελέγχου δύναται να αποδυναμωθεί μέσω συγκεκριμένων πρακτικών και κενών που υπάρχουν στους νόμους[8], γεγονός που εμποδίζει ταυτόχρονα και τις αστυνομικές δυνάμεις από το να συλλάβουν τους διενεργούντες τις πράξεις αυτές.

Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι αποτελεί μεγάλο λάθος η θεώρηση ότι το παράνομο εμπόριο φαρμάκων βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των νόμιμων πολιτικών και οικονομικών δομών. Ειδικά για το διαδικτυακό εμπόριο φαρμάκων καθίσταται ξεκάθαρο από την έρευνα ότι έχει τις βάσεις του σε μία σειρά νόμιμων διαδικασιών και πρακτικών, γεγονός που καθιστά τελικώς δυσδιάκριτο το όριο μεταξύ του νόμιμου και του παράνομου.

Με το παρόν επιχειρείται η παράθεση των σημαντικότερων σημείων του βιβλίου και η γνωστοποίηση, έστω και μερικώς, των συμπερασμάτων της έρευνας που διεξήγαγαν οι συγγραφείς.

Β. Μεθοδολογία

Χρησιμοποιώντας το Ηνωμένο Βασίλειο ως case study οι συγγραφείς προβαίνουν σε μία πολυδιάστατη έρευνα. Οι λόγοι επιλογής της συγκεκριμένης χώρας έγκεινται στο ότι α) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες και πιο επικερδείς αγορές φαρμάκων στην Ευρώπη και β) φαίνεται να αποτελεί στόχο για τους απασχολούμενους στο παράνομο εμπόριο φαρμάκων λόγω i) της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται (αποτελώντας ενδιάμεση ζώνη μεταξύ των παραγωγών –που εδράζονται συνήθως στην Ασία- και των καταναλωτών –οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στην Αμερική) και ii) του ότι οι τιμές των φαρμάκων στη χώρα αυτή είναι υψηλότερες από ότι στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, γεγονός που οδηγεί στην αύξηση της κατανάλωσης και ταυτόχρονα διευρύνει το περιθώριο κέρδους των προμηθευτών. Επιπροσθέτως, το Ηνωμένο Βασίλειο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ως ‘’ενδιάμεσος σταθμός’’, καθότι το να αποκτούν τα πακέτα των φαρμάκων μία σφραγίδα του ταχυδρομείου του Ηνωμένου Βασιλείου συμβάλλει καθοριστικά στη νομιμοφάνεια της συσκευασίας.

Ο κύριος στόχος της έρευνας είναι η ανάλυση των πολιτισμικών, τεχνολογικών και πολιτικό-οικονομικών δυνάμεων που διαμορφώνουν το μοναδικό αυτό εγκληματολογικό φαινόμενο. Η έρευνα αποτελεί δε, μία διεπιστημονική προσέγγιση του ζητήματος, όπου αναλύονται τόσο ζητήματα αφορώντα παράνομες αγορές, ηλεκτρονικό έγκλημα, παραβιάσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας, ‘’ιατρική κοινωνιολογία’’ όσο και την ‘’ψηφιακή κουλτούρα’’. Κατά τον τρόπο αυτό αναπτύσσονται συζητήσεις όπου αναλύεται η σχέση μεταξύ της τεχνολογίας και της παραποίησης φαρμακευτικών ειδών, του οργανωμένου εγκλήματος και της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας, το Web 2.0[9]και τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται στον τομέα της υγείας κατά τα τελευταία χρόνια, και το διαδίκτυο, τα ναρκωτικά και η κουλτούρα γενικά του καταναλωτή.

Ως στόχος τίθεται η βαθύτερη κατανόηση της λειτουργίας και της κουλτούρας των παράνομων αγορών εν γένει, γεγονός που θεωρείται ότι θα βοηθήσει στην έρευνα και ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί και το φυσικό και το ηλεκτρονικό έγκλημα. Το γεγονός δε της ενσωμάτωσης του εμπορίου στο πολιτικό-οικονομικό σύστημα του ύστερου καπιταλισμού σε συνδυασμό με το ότι είναι θολή η διάκριση μεταξύ νόμιμου και παράνομου στο υπό εξέταση ζήτημα, οδήγησε τους συγγραφείς στο να διερευνήσουν το ζήτημα μέσω της πολιτικό-οικονομικής διαδικασίας και των δομών, οι οποίες οδήγησαν στην ανάπτυξη του παράνομου εμπορίου.

Ξεκινώντας από τη σημασία των συστημάτων παραγωγής και διανομής και φτάνοντας στις καθημερινές αλλαγές στην κατανάλωση φαρμακευτικών προϊόντων, θα διερευνηθούν οι αλληλεπιδραστικές πολιτικοοικονομικές και πολιτιστικές διαδικασίες και δομές, καθώς η ανάλυση εντάσσεται σε μια ευρύτερη κριτική συζήτηση για τον ύστερο καπιταλισμό, τα πολιτισμικά του φαινόμενα, τις τεχνολογικές ιδιαιτερότητες και τα συστήματα εμπορίου. Βασισμένο σε εμπειρικά δεδομένα έρευνας διαρκούσης για περισσότερο από δύο χρόνια, όπου χρησιμοποιήθηκε μία πληθώρα μεθόδων για να μπορέσουν οι συγγραφείς να φτάσουν στα αποτελέσματα που μας δίδουν, το εν λόγω βιβλίο προσεγγίζει πολυδιάστατα το υπό εξέταση θέμα.

Κύρια μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτή της ψηφιακής εθνογραφίας  (virtual ethnography)[10]Διερευνήθηκε με αυτόν τον τρόπο η επίδραση του διαδικτύου -ως πολλαπλασιαστικός παράγοντας- στις παράνομες αγορές και επιχειρήθηκε η κατανόηση των αιτιών και των κινήτρων των συμμετεχόντων στο ‘’ηλεκτρονικό αυτό έγκλημα’’, με αντίστοιχα σχόλια όχι μόνο για την παράνομη συμπεριφορά των προμηθευτών αλλά και την τυχόν παραβατική συμπεριφορά των αγοραστών. Αρχικά παρατηρήθηκαν οι δημοσιεύσεις οι οποίες λάμβαναν χώρα σε διάφορες ιστοσελίδες, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαδικτυακά φαρμακεία κοκ, χωρίς την οιαδήποτε διάδραση με τους συμμετέχοντες στο εμπόριο. Ακολούθως, δημιουργήθηκαν προφίλ σε fora και λογαριασμοί email προκειμένου να αλληλεπιδράσουν οι ερευνητές με τους λοιπούς χρήστες των εν λόγω υπηρεσιών και μπορέσουν να καταλάβουν σε βάθος την ερευνώμενη αγορά. Επιπροσθέτως χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ‘’κλασικής εθνογραφίας’’, με την πραγματοποίηση έρευνας στο πλαίσιο ενός τοπικού γυμναστηρίου, όπου δόθηκε έμφαση στην προμήθεια αναβολικών και γενικότερα φαρμάκων που βελτιώνουν την απόδοση και την εικόνα του προσώπου. Στο πλαίσιο δε αυτό διενεργήθηκαν και συνεντεύξεις με τα εμπλεκόμενα στο εμπόριο πρόσωπα. Τέλος διενεργήθηκε έρευνα αρχείου δικαστικών υποθέσεων και ερευνών των αστυνομικών αρχών καθώς και συνεντεύξεις με τους εμπλεκόμενους σε αυτούς αξιωματούχους, αναζητήθηκαν στατιστικά στοιχεία από τις αρμόδιες υπηρεσίες, συνελέγησαν στοιχεία από φαρμακευτικές εταιρείες, παρακολουθήθηκαν σεμινάρια κοκ.

Γ.1. Αιτίες ανάπτυξης της παράνομης αγοράς φαρμάκων και δη της ηλεκτρονικής μορφής της.

Αποτελεί μία γενική αλήθεια το γεγονός ότι με την επέκταση του εμπορίου κατά τον 20ο αιώνα και την ανάπτυξη μίας παγκόσμιας αγοράς αναπτύχθηκε παράλληλα και το παράνομο εμπόριο. Τα νομικά κενά σε συνδυασμό με τις πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές που επήλθαν στα τέλη του 20ου αιώνα δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ευρεία ανάπτυξη της παράνομης αγοράς φαρμάκων. Το εμπόριο γενικά μη γνήσιων προϊόντων ανέρχεται στο 7% του παγκόσμιου εμπορίου και αποφέρει κέρδος γύρω στα 500 δις το χρόνο. Η ανταγωνιστικότητα, το άνοιγμα των αγορών και η ελεύθερη κίνηση των εμπορευμάτων οδήγησε στο εν λόγω αποτέλεσμα και διευκόλυνε το παρεμπόριο και τη δημιουργία ‘’μαύρων αγορών’’. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση ότι το ότι 10% της αγοράς φαρμάκων αφορά μη γνήσια φάρμακα, ενώ έχει υποστηριχθεί ότι κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο άνθρωποι πεθαίνουν επειδή κατανάλωσαν μη γνήσια φάρμακα, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν κάτοικοι αναπτυσσόμενων χωρών.

Οι αιτίες ανάπτυξης του φαινομένου της διαδικτυακής αγοράς παράνομων φαρμάκων είναι πολλές και συχνά αντικρουόμενες. Οι συγγραφείς προβαίνοντας, αρχικά, σε μία ανάλυση του γενικότερου πλαισίου του εμπορίου παράνομων φαρμακευτικών ειδών, αναφέρουν το πώς αυτό ξεκίνησε και το πώς τελικά η τεχνολογία αύξησε δραματικά την ευκολία με την οποία διενεργείται πλέον το είδος αυτό του εμπορίου, καθώς κατέστησε μεταξύ άλλων και πιο δύσκολο τον εντοπισμό των δραστών. Επιπροσθέτως, τονίζονται οι δυνατότητες που προσφέρει η ανάπτυξη της τεχνολογίας στο πλαίσιο της διευκόλυνσης της παραγωγής μη γνήσιων φαρμάκων, καθώς όχι μόνο παράγονται καλύτερα μη γνήσια φάρμακα (καθιστώντας δυσδιάκριτη τη διαφορά μεταξύ γνησίων προϊόντων και απομιμήσεων) αλλά αυτό γίνεται και σε χαμηλότερη τιμή. Η φθηνή και βιομηχανική παραγωγή συγκεκριμένων κρατών, όπου τα προϊόντα δεν πληρούν πάντα τις απαραίτητες προϋποθέσεις, συνέβαλαν επίσης στην ανάπτυξη της υπό εξέταση αγοράς, με την Κίνα και την Ινδία να αποτελούν ορισμένες από τις χώρες στις οποίες λαμβάνει συνήθως χώρα η παρασκευή παράνομων φαρμάκων.  Επιπλέον, η μέσω της χρήσης του διαδικτύου δυνατότητα σύνδεσης απομακρυσμένων μεταξύ τους περιοχών, καθιστά τόσο τη σύνδεση μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών όσο και τη συνακόλουθη μεταφορά χρημάτων ευκολότερη. Η απλοποίηση και η επιτάχυνση της διαδικασίας γενικότερα μέσω του διαδικτύου παρέχει την ευκαιρία τόσο για τη διεύρυνση του καταναλωτικού κοινού όσο και του αντικειμένου της αγοράς. Η συμμετοχική δε φύση του διαδικτύου (Web 2.0) ενθάρρυνε και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε την ιδιωτικοποίηση της υγείας και δημιούργησε περαιτέρω ευκαιρίες για το εμπόριο παράνομων φαρμάκων. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί και η ύπαρξη ειδικών οικονομικών ζωνών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τα ελεύθερα-δωρεάν λιμάνια, οι ζώνες ελεύθερου εμπορίου κοκ, τα οποία προσφέρουν ανεμπόδιστη κίνηση, ως ακόμη έναν από τους βοηθητικούς παράγοντες της ανάπτυξης του παράνομου εμπορίου[11].

Γ.2. Ειδικά για το ζήτημα του παράλληλου εμπορίου (parallel trade)

Ως παράλληλο εμπόριο νοείται η διαδικασία, κατά την οποία ιδιώτες έμποροι αγοράζουν ένα προϊόν σε χώρα, όπου η τιμή του είναι χαμηλότερη και εν συνεχεία το επανεξάγουν σε έτερη χώρα, όπου η τιμή του είναι υψηλότερη. Η πρακτική αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει κατά τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τόσο στην τόνωση του ανταγωνισμού όσο και στην επίτευξη χαμηλότερων τιμών για τον τελικό καταναλωτή, εντούτοις φαίνεται να αποβλέπει μόνο στην μεγιστοποίηση του κέρδους του εμπόρου. Το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται μάλιστα να αποτελεί έναν από τους στόχους της πρακτικής αυτής, λόγω του μεγάλου κέρδους που δύναται να αποφέρει στον έμπορο, μέσω της νομιμοφανούς εκμετάλλευσης της διαφοράς της τιμής του προϊόντος.

Το παράλληλο εμπόριο αποτελεί κίνητρο για την ανάπτυξη του παράνομου εμπορίου. Αρχικώς, η μέσω της επανεξαγωγής των φαρμάκων σε έτερη χώρα δημιουργείται έλλειμα στις χώρες προέλευσης. Το γεγονός αυτό (του ελλείμματος) δίδει δε, την ευκαιρία στο παράνομο παράλληλο εμπόριο όπως προμηθεύσει τις αγορές με παράνομα φάρμακα, ούτως ώστε ικανοποιηθεί η αυξημένη ζήτηση που έχει επέλθει λόγω του ελλείμματος. Η διαδικασία της δε εισαγωγής, επανεισαγωγής, εξαγωγής κοκ των φαρμάκων φαίνεται να δημιουργεί ποικίλες ευκαιρίες προς την ανάπτυξη της αγοράς αυτής επίσης[12]. Επιπροσθέτως, η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών συμβάλλει ταυτόχρονα στο να καθιστά πιο δύσκολο τον εντοπισμό των παρανόμων φαρμάκων.

Δ. Διαδικτυακή επαφή προμηθευτών- αγοραστών

Στο πλαίσιο της υπό εξέταση αγοράς καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη η σαφής διάκριση μεταξύ αγοραστών, εμπόρων και παραγωγών, ειδικά στο πεδίο της διαφήμισης και της προώθησης των παράνομων φαρμάκων. Οι καταναλωτές και οι παραγωγοί φαίνεται λοιπόν να αναμειγνύονται σε μία διαδικασία συνδιαμόρφωσης/συνδημιουργίας στο πλαίσιο της αγοραπωλησίας παράνομων φαρμάκων. Όλοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενώ οι αγοραστές έχουν προσλάβει έναν πιο ενεργό και συμμετοχικό ρόλο στη διαδικασία, μέσω της ανταλλαγής απόψεων σε blogs, forumκαι μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η σύνδεση μεταξύ των δύο μερών πραγματοποιείται συνήθως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως π.χ. μέσα από groupστο facebook, αναρτήσεις στο instagram ή στο twitter είτε μέσα από κοινούς διαδικτυακούς φίλους. Στα γκρουπ αυτά, αναρτώνται φωτογραφίες που επιδεικνύουν το πώς δουλεύουν τα φάρμακα, ενώ τα μέλη των ομάδων αυτών μοιράζονται απόψεις σχετικά με τη χρήση των φαρμάκων, τις ποσότητες που πρέπει να ληφθούν, τους συνδυασμούς που πρέπει να δημιουργηθούν ούτως ώστε οι καταναλωτές φτάσουν στο ‘’επιθυμητό’’ για αυτούς αποτέλεσμα. Συνήθης είναι δε, και η χρήση του σκοτεινού διαδικτύου (darknet), καθότι προσφέρει περαιτέρω ανωνυμία, μειώνει τη δυνατότητα εντοπισμού των συμμετεχόντων, ενώ περαιτέρω καθίσταται πολύ δύσκολη η παρακολούθηση των κινήσεών τους από τις αρχές. Σημειώνεται ωστόσο, ότι οι αγορές παράνομων φαρμάκων πιο συχνά ανευρίσκονται (και οι καταναλωτές πιο συχνά αγοράζουν τα παράνομα φάρμακα από αντίστοιχες ιστοσελίδες) στο ‘’κανονικό διαδίκτυο’’ παρά στο σκοτεινό.

Πρέπει σε αυτό το σημείο να τονιστεί, ότι πλέον των λοιπών κινδύνων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαδικτυακής αγοράς παράνομων φαρμάκων για την υγεία του καταναλωτή, κίνδυνος υπάρχει όπως πέσουν τα εν λόγω άτομα θύματα απάτης ή υποκλοπής των στοιχείων τους στην προσπάθειά τους να αγοράσουν αυτού του είδους τα φάρμακα. Άλλωστε είναι πολύ δύσκολο να βρεις έναν ‘’έμπιστο’’ προμηθευτή στην εν λόγω αγορά. Για τον λόγο αυτό και οι καταναλωτές μιλάνε μεταξύ τους για το πώς θα αποφύγουν τις απάτες και θα βρουν κάποιον  ‘’έμπιστο και νόμιμο[13]’’ προμηθευτή, όπως επίσης συζητούν περί ποιότητας των εμπορευμάτων, περί τιμών κοκ.

Ε. Παρατηρήσεις για το πεδίο των αγοραστών

Παρότι όλοι συνήθως επικεντρώνονται στη μελέτη του φαινομένου από την πλευρά της προσφοράς, η εν λόγω έρευνα αναζητεί στοιχεία και επιδιώκει να διαμορφώσει την εικόνα και από την πλευρά της ζήτησης, καθότι και η ζήτηση φαίνεται να εγείρει το ίδιο σημαντικά ερωτήματα με αυτά που ανακύπτουν στο πλαίσιο της προσφοράς. Αναζητήθηκαν λοιπόν, οι λόγοι που δύναται να οδηγήσουν τους ανθρώπους στην αγορά παρανόμων φαρμάκων, γιατί δεν προτιμάται το εθνικό σύστημα υγείας, ποια συγκεκριμένα φάρμακα προτιμώνται, ποιες κοινωνικές ομάδες είναι περισσότερο ευάλωτες όπως συμμετάσχουν στην εν λόγω αφορά  κοκ.

Ξεκινώντας από τους λόγους που ωθούν τους αγοραστές στο να στρέφονται στην ηλεκτρονική, αναφέρουμε ότι τόσο πολιτισμικοί όσο και τεχνολογικοί παράγοντες έχουν συνεισφέρει καθοριστικά στην αύξηση της κατανάλωσης παράνομων φαρμάκων που αγοράζονται από το διαδίκτυο. Η στροφή προς τις παράνομες αγορές δύναται ακόμη να νοηθεί ως παρεπόμενο του νεοφιλελευθερισμού. Οι λόγοι ωστόσο για τους οποίους ένα άτομο στρέφεται προς τη διαδικτυακή αγορά εξακολουθούν να εναλλάσσονται ανάλογα με το κάθε συγκεκριμένο πρόσωπο, το φάρμακο που αναζητείται αλλά και τη στάση που κρατεί το άτομο απέναντι στο σύστημα υγείας και τη γενικότερη αγορά φαρμάκων, ενώ το διαδίκτυο φαίνεται απλά να εντατικοποιεί τους ήδη υπάρχοντες λόγους για αυτή τη στροφή.

Στα τέλη του 20ου αιώνα η αλλαγή που επήλθε στο χαρακτήρα της οικονομίας, από ένα μοντέλο βασισμένο στην παραγωγή σε ένα μοντέλο βασισμένο στην κατανάλωση σε συνδυασμό με τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές που ακολουθήθηκαν σχετικά με την ιδιωτικοποίηση αλλά και την ‘’επικράτηση’’ του καταναλωτισμού αποτελούν ακόμη έναν από τους λόγους που διευκόλυναν την ανάπτυξη της αγοράς παράνομων φαρμάκων. Οι ασθενείς δε, στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του εθνικού συστήματος υγείας και της συνεχούς ιδιωτικοποίησής του, σταμάτησαν πλέον να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς και προσέλαβαν περισσότερο το χαρακτήρα του πελάτη. Η ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας είχε μάλιστα ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της ιδέας, πως αφού πληρώνεις όλα πρέπει να γίνει όπως τα θες εσύ. Η ψηφιοποίηση δε του συστήματος υγείας και η ως εκ τούτου μη ανάγκη περί συνάντησης του ‘’ασθενή’’ με τον γιατρό δημιούργησε μία πεποίθηση ότι οι ‘’καταναλωτές’’ μπορούν συζητώντας μεταξύ τους (διαδικτυακά και μέσα από τα αντίστοιχα forum) και χωρίς να διαμεσολαβεί ένας επαγγελματίας υγείας, να λύνουν τα τυχόν ανακύπτοντα προβλήματα υγείας.

Η απροθυμία λοιπόν, να εμφανιστεί κάποιος μπροστά σε έναν επαγγελματία υγείας, το κόστος της πρόσβασης, η έλλειψη εμπιστοσύνης στο σύστημα υγείας, όπου θεωρείται ότι δε δίνεται επαρκής χρόνος και αφιέρωση στον εκάστοτε ασθενή, καθότι υπάρχει έλλειψη προσωπικού, ακυρώσεις ραντεβού, μη δυνατότητα κλεισίματος άμεσου χρονικά ραντεβού με τους γιατρούς, ελαχιστοποίηση του χρόνου των ραντεβού, λανθασμένες διαγνώσεις λόγω βιασύνης, παρεπόμενα λάθη στη συνταγογράφηση, αποτελούν ορισμένους ακόμη από τους λόγους στροφής προς το παράνομο εμπόριο[14]. Οι άνθρωποι λοιπόν κάνοντας διάγνωση στον εαυτό τους, προχωρούν στην αγορά των αντίστοιχων φαρμάκων προς καταπολέμηση της ‘’ασθένειάς τους’’. Αν και το εθνικό σύστημα υγείας εξοικονομεί χρήματα και χρόνο από αυτή την εξέλιξη του να αυτοδιαγιγνώσκονται οι ασθενείς (do it yourself healthcare), οι πρακτικές που ακολουθούνται είναι πολύ επικίνδυνες για το άτομο αλλά και την κοινωνία.

Ανάμεσα στους λόγους ανάπτυξης της εν λόγω αγοράς και τους λόγους αντίστοιχα που ωθούν τους καταναλωτές σε αυτή είναι μεταξύ άλλων και: α) το ότι η ανωνυμία, η ιδιωτικότητα και η διακριτικότητα αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της εν λόγω αγοράς, ενώ οι συνεννοήσεις μεταξύ των μερών είναι πάρα πολύ σύντομες και η συνάντηση με τον προμηθευτή δεν είναι απαραίτητη, β) η ντροπή που εμπερικλείει η με άλλον τρόπο αγορά τους, η αποφυγή του δημιουργούμενου εκ της αγοράς συγκεκριμένων φαρμάκων στίγματος, γ) οικονομικοί παράγοντες και κυρίως η διαφορά τιμής που υπάρχει ανάμεσα στα ‘’νόμιμα’’ και στα ‘’παράνομα’’ φάρμακα και δ) η διαθεσιμότητα που υπάρχει στα φάρμακα τη δεδομένη χρονική στιγμή, ε) η για έτερους λόγους χρήση -από αυτούς για τους οποίους προορίζονται να χρησιμοποιηθούν- των φαρμάκων[15], όπως η χρήση τους για ψυχαγωγικούς λόγους[16]ή η χρήση τους συνεπεία προηγούμενης κατάχρησης φαρμάκων εκ μέρους ορισμένων προσώπων[17]και ε) η μη δυνατότητα κτήσης συγκεκριμένων φαρμάκων –όπως π.χ. των αναβολικών- με έτερο-φυσικό τρόπο καθώς η πρόσβαση σε αυτού του είδους τις αγορές είναι περιορισμένη[18].

Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν επιπροσθέτως οι λόγοι για τους οποίους οδηγούνται οι καταναλωτές στην αγορά μη γνήσιων φαρμάκων, όπου ανευρίσκονται ενδεικτικά: α) η πεποίθηση ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες πράττουν με γνώμονα το κέρδος, β) η αδιαφορία που έχει επικρατήσει σχετικά με την παραβίαση των κανόνων της πνευματικής ιδιοκτησίας, γ) η πεποίθηση ότι ακόμη και τα μη γνήσια προϊόντα μπορούν να προσφέρουν τα ίδια αποτελέσματα με αυτά των επώνυμων-γνησίων προϊόντων και δ) η ανεμπόδιστη πρόσβαση σε είδη τα οποία ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.

Οι περισσότεροι φαίνεται απλά να θέλουν να αγοράσουν φάρμακα μέσω του διαδικτύου, γεγονός το οποίο με τη σειρά του αυξάνει και τις πιθανότητες να προβούν στην αγορά παράνομων φαρμάκων. Καθίσταται, λοιπόν σαφές ότι δεν είναι απαραίτητο να θέλουν οι καταναλωτές να αγοράσουν παράνομα φάρμακα αλλά μπορεί απλά να αποδέχονται την πιθανότητα να συμβεί τούτο, καθότι απολαμβάνουν περισσότερο τα πλεονεκτήματα που τους προσφέρει η δυνατότητα να αγοράζουν φάρμακα μέσω διαδικτύου.

Όσον αφορά τα προτιμώμενα φάρμακα τονίζεται πως η δημοφιλία των διαφόρων παράνομων φαρμάκων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως π.χ. την αγορά στην οποία απευθύνεται, την εθνικότητα, την κουλτούρα, το είδος του συστήματος υγείας που ακολουθείται σε έκαστο κράτος κοκ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα αναπτυσσόμενα κράτη στοχοποιούνται από τους ασχολούμενους με την παράνομη αγορά φαρμάκων εγκληματίες. Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι το γεγονός αυτό εκμεταλλεύονται και οι ‘’νόμιμες’’ (φαρμακευτικές) εταιρείες, οι οποίες πωλούν στις υπό κρίση χώρες, τα φάρμακα τα οποία δεν πληρούν τις τεθειμένες προϋποθέσεις. Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει δε, στο να αποτελούν Αφρικανικές χώρες το μεγαλύτερο καταναλωτικό κοινό παράνομων φαρμάκων που προορίζονται για την προστασία της ζωής (lifesavingmedicines). Από την άλλη πλευρά, στα αναπτυγμένα κράτη η μεγαλύτερη ζήτηση αφορά ‘’καινοτόμα/καινούργια’’ φάρμακα, τα οποία είναι συνήθως πολύ ακριβά καθώς και φάρμακα σχετιζόμενα με τον τρόπο ζωής (lifestyle)[19]. Γενικότερα δε, και ανεξαρτήτως της χώρας, ως πιο προσφιλή στο κοινό φάρμακα παρουσιάζονται τα σχετικά με την απώλεια μαλλιών, την απώλεια βάρους και τη στυτική δυσλειτουργία.

Περνώντας στις πιο ευάλωτες ομάδες στο ζήτημα της προμήθειας και κατανάλωσης φαρμάκων παρατηρούνται τα εξής: Οι ψυχικά ασθενείς αποτελούν μία από τις πιο ευάλωτες ομάδες, καθότι είναι περισσότερο επιρρεπής στην αγορά παράνομων φαρμάκων από το διαδίκτυο. Τούτο δε αποτελεί αποτέλεσμα της κατάστασης του συστήματος όσο και της επιθυμίας τους να μην υπάρχουν καταγεγραμμένα στο φάκελό τους στοιχεία. Τα ίδια ισχύουν δε και για όσους υποφέρουν από διατροφικές διαταραχές.

Όσον αφορά δε ηλικιακά κριτήρια, οι νεότεροι φαίνεται να είναι η κατηγορία η οποία αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο όπως εμπλακεί στις αγορές παράνομων φαρμάκων. Και τούτο λόγω  της συχνότερης χρήσης του διαδικτύου, του δημιουργούμενου εκ της εποχής άγχους απόδοσης, της χρήσης των φαρμάκων για λόγους διασκέδασης ή συγκέντρωσης, της μικρότερης τιμής των φαρμάκων, της ευκολότερης αποδοχής του ρίσκου κοκ. Το φύλο από την άλλη πλευρά δε φαίνεται να παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην τυχόν εμπλοκή του ατόμου στην αγορά παράνομων φαρμάκων. Και τούτο διότι, συγκεκριμένα είδη φαρμάκων φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη απήχηση σε άνδρες (π.χ. τα σχετικά με τη στυτική δυσλειτουργία ή την απώλεια μαλλιών) ενώ έτερα σε γυναίκες (π.χ. τα σχετιζόμενα με τον καλλωπισμό ή τα φάρμακα γονιμότητας).

Τέλος, αναφορικά με την κοινωνικο-οικονομική θέση, αναφέρεται ότι στις ΗΠΑ ο κυριότερος λόγος για τον οποίο στρέφεται κάποιος στην αγορά παράνομων φαρμάκων είναι η τιμή και ως εκ τούτου αυτοί που προχωρούν στις εν λόγω ενέργειες είναι οι φτωχότεροι. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ωστόσο, δε φαίνεται να ισχύει το ίδιο, όπου η κοινωνικό-οικονομική θέση δε φαίνεται να παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όσο η διαθεσιμότητα των φαρμάκων και οι ανάγκες και επιθυμίες του καταναλωτή.

ΣΤ. Παρατηρήσεις για το πεδίο των παραγωγών και των προμηθευτών.

Η έρευνα ανέδειξε το γεγονός ότι, συγκεκριμένες μέθοδοι και πρακτικές του παγκόσμιου εμπορίου κατά τον ύστερο καπιταλισμό σε συνδυασμό με την διεθνή απελευθέρωση των αγορών έχουν υπάρξει καθοριστικοί παράγοντες της επέκτασης των παράνομων αγορών. Η παγκοσμιοποίηση και η οικονομία των αγορών στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπως διαμορφώθηκε μετά την πτώση της Σοβιετικής ένωσης, οδήγησαν δε, στην αύξηση των παράνομων οικονομιών. Οι επιχειρηματίες της περιοχής επένδυσαν στις παράνομες δραστηριότητες και τα Βαλκάνια έγιναν ζώνη διέλευσης παράνομων προϊόντων. Πρέπει δε, να αναφερθεί, ότι συγκεκριμένες πολιτικό-οικονομικές δομές και θεσμοί επέκτειναν τις ευκαιρίες των ατόμων, όπως εμπλακούν σε παράνομες αγορές. Υπάρχουν δε οντότητες οι οποίες δρουν αποκλειστικά στο φυσικό κόσμο, οντότητες οι οποίες δρουν μεν στο φυσικό κόσμο αλλά χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για την διανομή των προϊόντων τους καθώς και οντότητες που απασχολούνται αποκλειστικά στον ψηφιακό κόσμο.

Το πρώτο που πρέπει να αναφερθεί στο υπό εξέταση ζήτημα είναι πως η παράνομη αγορά φαρμάκων αποτελεί μία άκρως επικερδή επιχείρηση, γεγονός το οποίο, σε συνδυασμό με το χαμηλό ρίσκο που εμπεριέχει η συμμετοχή σε αυτό, καθιστά την συμμετοχή στην εν λόγω αγορά άκρως ελκυστική και αποτελεί το λόγο για τον οποίο ‘’μετακινούνται’’ προς την αγορά αυτή, άτομα τα οποία μέχρι πρότινος απασχολούνταν στο εμπόριο ναρκωτικών.

Φαίνεται να αποτελεί κοινή άποψη των καταναλωτών πως όλες οι ιστοσελίδες που χρησιμοποιούνται για την αγορά παράνομων φαρμάκων, φαίνεται να ‘’στήνονται’’ κατά παρόμοιο τρόπο, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο την πεποίθηση (στους συγγραφείς) ότι τις διαχειρίζονται οι ίδιες (εγκληματικές) οργανώσεις.

Αποτελεί ωστόσο γεγονός, ότι μία σειρά παραγόντων και επιχειρησιακών δομών εμπλέκονται στις διαδικασίες της παρασκευής, της διαμόρφωσης, της διανομής και της πώλησης των παράνομων φαρμάκων στο διαδίκτυο. Κάθε δε εμπλεκόμενος παράγοντας μπορεί να έχει αναλάβει περισσότερες από αυτές τις δουλειές, ενώ δεν είναι απίθανο κάποιοι εκ των εργαζομένων σε κάποια στάδια να μη γνωρίζουν καν ότι εμπλέκονται σε παράνομο εμπόριο[20]. Για να μπορέσουν να κατασκευάσουν τα παράνομα φάρμακα θα πρέπει να έχουν ή να αποκτήσουν συσκευασία, η οποία να δύναται να συγκριθεί με επώνυμα φαρμακευτικά σκευάσματα. Διάφορες οργανωτικές δομές εμπλέκονται, λοιπόν, στην παραγωγή των παράνομων φαρμάκων, οι οποίες διακυμαίνονται από μικρής κλίμακας επιχειρήσεις, οι οποίες εδράζονται σε ιδιωτικές κατοικίες, μεσαίας κλίμακας επιχειρήσεις οι οποίες περιλαμβάνουν και νόμιμα εργοστάσια, που δραστηριοποιούνται το ‘’βράδυ’’ στην παραγωγή παράνομων φαρμάκων και τέλος τις μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις, βιομηχανικού μεγέθους και παράνομα εργοστάσια.

Αναφέρεται ωστόσο, ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδεικνύουν ποιοι παράγοντες εμπλέκονται σε όλα τα στάδια που επακολουθούν της παραγωγής  των παράνομων φαρμάκων. Μπορούμε ωστόσο να πούμε ότι στα στάδια αυτά εμπλέκονται διάφορες οργανώσεις, οι οποίες μπορούν να είναι είτε διεθνείς εγκληματικές οργανώσεις είτε ακόμη και ατομικές επιχειρήσεις, οι οποίες δρουν τοπικά. Οι μικρής δυναμικής αυτές επιχειρήσεις συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ενώ δεν είναι σπάνιο οι επιχειρήσεις αυτές να συνδέονται και με μεγαλύτερου βεληνεκούς οντότητες. Στις μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεις, πρέπει να σημειωθεί ότι η εμπλοκή στο παράνομο εμπόριο φαρμάκων αποτελεί μέρος της ευρύτερης εμπλοκής τους στο εμπόριο ναρκωτικών.

Για να μπορέσουν οι συγγραφείς να εξερευνήσουν την κοινωνική οργάνωση των εμπλεκόμενων στο εμπόριο, προχώρησαν στην ανάλυση υποθέσεων που έχουν απασχολήσει τις αρχές, φτάνοντας σε μερικές πολύ ενδιαφέροντες παρατηρήσεις. Φαίνεται λοιπόν: α) οι επιχειρήσεις να απαρτίζονται από έναν πολύ κλειστό κύκλο ανθρώπων, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες , οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με οικογενειακούς ή στενούς και μακροχρόνιους φιλικούς δεσμούς ή ακόμη και επαγγελματικούς συνεργάτες, β) οι περισσότερες υποθέσεις που ερευνήθηκαν αφορούσαν την ηλεκτρονική πώληση ψευδεπίγραφων φαρμάκων για τη στυτική δυσλειτουργία, γ) οι ίδιες επιχειρήσεις προβαίνουν στην πώληση τόσο τα μη γνήσιων όσο και ψευδεπίγραφων φαρμάκων, δ) κάθε μέλος της οργάνωσης εμπλέκεται κατά διαφορετικό τρόπο και όντας ομάδα δεν είναι ασύνηθες το να βρίσκονται τα μέλη διασκορπισμένα σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές και τέλος ε) τα άτομα αυτά να διαπράττουν ευκαιριακά τα εγκλήματα, έχοντας ήδη τις επαφές και τα μέσα που θα τους διευκολύνουν στο να προβούν τόσο στην παραγωγή όσο και στην προμήθεια των παράνομων φαρμάκων, ήτοι τους δίδεται η ευκαιρία προς εμπλοκή στην αγορά παράνομων φαρμάκων μέσω της καθημερινής τους και νόμιμης δραστηριότητας, χρησιμοποιώντας μάλιστα τις ήδη υπάρχουσες υποδομές τους και για τις δύο δραστηριότητες. Τότε οι ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις και οι υποδομές (π.χ. γυμναστήρια, μαγαζιά και διαδικτυακά καταστήματα) χρησιμοποιούνται ως βιτρίνα για τις παράνομες συναλλαγές.

Τα στοιχεία της έρευνας αναδεικνύουν την Ρωσία ως τη χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή παράνομων φαρμάκων και τη Δυτική Αφρική ως την κύρια γεωγραφική περιοχή, όπου λαμβάνει χώρα η διανομή παράνομων αγαθών. Γενικότερα δε, οι περισσότεροι παραγωγοί παράνομων φαρμάκων ανευρίσκονται στην νότια Ασία (Ινδία, Πακιστάν και Μπαγκλαντές), την Κίνα, τη Ρωσία και τη Λατινική Αμερική. Τούτο φαίνεται δε να συμβαίνει για το λόγο ότι αυτές είναι και οι χώρες όπου παράγεται η πλειοψηφία των δραστικών ουσιών και των μηχανημάτων, τα οποία είναι απαραίτητα στην παρασκευή παράνομων φαρμάκων. Σημειώνεται δε, ότι οι προσφάτως αναπτυχθείσες οικονομικά χώρες, όπως η Ινδία και η Κίνα έχουν το πλεονέκτημα της δυνατότητας παραγωγής φθηνότερων προϊόντων, λόγω τόσο του φθηνού εργατικού δυναμικού όσο και των φθηνών πρώτων υλών. Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι οι χώρες αυτές παράγουν μεγάλες ποσότητες γενοσήμων (με την Ινδία να αποτελεί τη χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή) σε συνδυασμό με την ύπαρξη πολλών εργοστασίων για την παραγωγή ‘’επώνυμων’’ φαρμάκων αποτελεί ακόμη ένα πάτημα για την ανάπτυξη παράνομων αγορών, καθότι δε συνιστά σπάνιο φαινόμενο η παράλληλη ανάπτυξη νόμιμων και παράνομων δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της ίδιας επιχείρησης. Σε αυτό το σημείο αξίζει δε, να αναφέρουμε ότι το στάδιο του πακεταρίσματος φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη σημασία στο εν λόγω εμπόριο, καθώς αποτελεί το χαρακτηριστικό που προσδίδει και τη νομιμοφάνεια στο προϊόν.

 Η διανομή από την άλλη πλευρά φαίνεται να είναι πολύ ενεργή σε κομμάτια της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Έτερες έρευνες φαίνεται να έχουν δείξει μάλιστα ότι το 75% των μη γνήσιων φαρμάκων προέρχεται από την Κίνα και την Ινδία και τα μισά εξ αυτών των προϊόντων περνούν από το Ντουμπάι, ούτως ώστε θωρακίσουν την προέλευσή τους.

Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα χωρών, οι οποίες χρησιμοποιούνται ως χώρες διέλευσης (ενδιάμεσες) αναφέρονται μεταξύ άλλων χώρες της Μέσης Ανατολής (Ιράκ, Ιορδανία), της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Ρωσία, Καζακστάν, Ουκρανία) και της Δυτικής, Ανατολικής και Νότιας Αφρικής ( Νιγηρία, Αγκόλα).

Προχωρώντας στον τομέα της πώλησης, αναφέρεται το παράδειγμα των στεροειδών, όπου παρατηρήθηκε ότι η αγορά κινείται συνήθως μέσω πωλητών που είναι ταυτόχρονα και χρήστες, ενώ εμπλέκονται και άτομα τα οποία συχνάζουν σε γυμναστήρια και συμμετέχουν σε δραστηριότητες bodybuilding, οι οποίοι χρησιμοποιούν συνήθως αναβολικά και τα πωλούν και στους φίλους τους. Σημειώνεται δε, ότι το διαδίκτυο έδωσε γενικότερα την ευκαιρία δράσης σε ‘’μη εξειδικευμένους προμηθευτές’’, οι οποίοι μέσω των διαδικτυακών κοινωνικών επαφών τους ανέπτυξαν σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές, οι οποίες από ότι φαίνεται προσομοιάζουν και στις σχέσεις που αναπτύσσονται στο φυσικό κόσμο.

Ζ. Επιλογικές παρατηρήσεις

Η φύση της ηλεκτρονικής αγοράς παράνομων φαρμάκων είναι συχνά αντιφατική και πολυδιάστατη, ενώ στο πλαίσιο αυτό φαίνεται να λαμβάνουν χώρα διάφορες, πολύπλοκες και ανεξάρτητες μεταξύ τους διαδικασίες και δομές. Πολύ ενεργός ο ρόλος φαίνεται δε, που παίζουν και οι νόμιμες βιομηχανίες στην ανάπτυξη των αγορών παράνομων φαρμάκων, γεγονός που καθιστά αμφισβητήσιμο πλέον τον σαφή καθορισμό μεταξύ νόμιμου και παράνομου. Ερευνώντας τους λόγους ανάπτυξης της υπό εξέταση αγοράς, και αναλύοντας σε βάθος τόσο τη συμπεριφορά του καταναλωτή όσο και των παραγωγών και των προμηθευτών, οι συγγραφείς καταφέρνουν να σχηματίσουν μία πλήρη εικόνα για τα υπό εξέταση ζητήματα.

Το συμπέρασμα δε στο οποίο καταλήγουν είναι ότι όσο εντατικοποιείται η οικονομική πίεση τόσο οι ηθικοί περιορισμοί παύουν να υπάρχουν στον τομέα των φαρμακευτικών σκευασμάτων. Η ύπαρξη δε, του διαδικτυακού εμπορίου παράνομων φαρμάκων αποτελεί ένα μόνο από τα παραδείγματα μέσω των οποίων καθίσταται διακριτό, ότι η ιδεολογία της επιδίωξης του κέρδους, τόσο στο πλαίσιο του παράνομου όσο και του νόμιμου συστήματος υγείας, προκαλεί κοινωνική βλάβη. Όσο συνεχίζει να υπάρχει αυτό το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, το ίδιο θα κάνουν και οι παθογένειες που δημιουργούνται μέσω αυτού, με αποτέλεσμα οι παράνομες αγορές και οι κίνδυνοι που αυτές εγκυμονούν να συνεχίζουν να ανθίζουν.

*  Η Χριστιάννα Στυλιανίδου είναι δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου

[1] Hall A., Antonopoulos G., Fake Meds Online. The Internet and the Transnational Market in Illicit Pharmaceuticals, Palgrave Macmillan, 2016
[2] Σημειώνεται σε αυτό το σημείο πως σύμφωνα με έτερες έρευνες η μη δυνατότητα πέψης του εξωτερικού περιβλήματος του μη γνήσιου φαρμάκου είναι και το χαρακτηριστικό που δημιουργεί τα περισσότερα προβλήματα στην υγεία των αγοραστών.
[3] Ως παραποιημένο/μη γνήσιο (‘’Counterfeit’’), θεωρείται συνήθως το προϊόν που παραβιάζει τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Κατά τον ορισμό που δίδει ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας: «ένα παραποιημένο φάρμακο είναι ένα φάρμακο το οποίο σκόπιμα και δόλια έχει ‘’παραχαρακτηριστεί’’- χαρακτηριστεί εσφαλμένα σε σχέση με την ταυτότητα ή / και την πηγή. Η παραποίηση μπορεί δε να λαμβάνει χώρα τόσο σε επώνυμα όσο και σε γενόσημα φάρμακα, ενώ μπορεί να περιλαμβάνει προϊόντα με τα σωστά ή με λάθος συστατικά, χωρίς δραστικά συστατικά, με ανεπαρκή δραστικά συστατικά ή με ψεύτικη συσκευασία»
[4] Ως πλαστό/ψευδεπίγραφο (‘’falsified’’ ), νοείται το προϊόν-απομίμηση, το οποίο οι πωλητές χαρακτηρίζουν και προωθούν ως ‘’αυθεντικό’’. Κατά δε τα αναφερόμενα στην υπ’ αριθμ. 2011/62/EU οδηγία ως Ψευδεπίγραφο φάρμακο νοείται «Κάθε φάρμακο με ψευδή παρουσίαση: α) της ταυτότητάς του, συμπεριλαμβανομένης της συσκευασίας και της επισήμανσής του, του ονόματός του ή της σύνθεσής του όσον αφορά οποιοδήποτε από τα συστατικά, συμπεριλαμβανομένων των εκδόχων και της ισχύος των εν λόγω συστατικών, β) της προέλευσής του, συμπεριλαμβανομένου του παραγωγού του, της χώρας παραγωγής του, της χώρας προέλευσής του ή του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας, ή γ) του ιστορικού του, συμπεριλαμβανομένων των καταχωρίσεων και των εγγράφων σχετικά με τους διαύλους διανομής που χρησιμοποιήθηκαν».
[5] Μη έχοντα άδεια (‘’unlicensed’’) φαρμακευτικά προϊόντα είναι συνήθως τα προϊόντα τα οποία παράγονται μεν νόμιμα σε μία χώρα, ωστόσο δεν έχουν την απαραίτητη άδεια προς πώληση σε έτερη χώρα.
[6] Ως υποδεέστερα ποιοτικά (‘’substandard’’) φάρμακα, νοούνται τα φάρμακα τα οποία, αν και είναι  γνήσια και παράγονται αντίστοιχα από εξουσιοδοτημένους κατασκευαστές, δεν πληρούν τα εθνικά πρότυπα ποιότητας που ορίζονται στη χώρα στην οποία διατίθενται τελικώς προς πώληση.
[7] Ως παράνομα φάρμακα μεταφράζεται ο όρος ‘’illicit medicines’’, τον οποίο και επέλεξαν οι συγγραφείς να χρησιμοποιήσουν ως γενικότερο όρο και ο οποίος κατά τους ίδιους συμπεριλαμβάνει όλες τις ανωτέρω αναφερθείσες κατηγορίες φαρμάκων. [8]Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της εκμετάλλευσης των κενών του νομικών συστήματος είναι η ύπαρξη του ‘’παράλληλου εμπορίου’’, όπως αυτό αναλύεται κατωτέρω στο υποκεφάλαιο Δ.
[9] «Ο όρος Web 2.0 (Ιστός 2.0), χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη "δεύτερη γενιά" υπηρεσιών του Παγκόσμιου Ιστού. Η τεχνολογία web 2.0 διευκολύνει την αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών και τη συνεργασία για τον διαμοιρασμό περιεχομένου. Πρόκειται για τεχνολογία που θέτει ως επίκεντρο τον χρήστη, ο οποίος μπορεί να παρεμβαίνει και να διαμορφώνει το περιεχόμενο ιστοσελίδων μέσω διαδραστικών εφαρμογών. Χαρακτηριστικές εφαρμογές του Web 2.0 είναι τα κοινωνικά μέσα (youtube), οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης (facebook, twitter κ.ά.) τα wiki, τα blog και πλήθος άλλων εφαρμογών.(…) Οι εφαρμογές αυτές ενδυναμώνουν τον ρόλο του χρήστη στη διαμόρφωση και διακίνηση της πληροφορίας», όπως ο ορισμός αυτός ανευρίσκεται σε http://www.epset.gr/el/content/%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AF%CE%B5%CF%82-web-20
[10] Ως ψηφιακή εθνογραφία (cyber-ethnography/virtual ethnography/online ethnography) νοείται η ηλεκτρονική μέθοδος έρευνας, η οποία προσαρμόζει τις εθνογραφικές μεθόδους στη μελέτη των κοινοτήτων και των πολιτισμών που δημιουργούνται μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης που λαμβάνουν χώρα με τη μεσολάβηση των υπολογιστών. Με την εν λόγω μέθοδο τροποποιούνται οι κλασικές μέθοδοι που ακολουθούνται στο πλαίσιο της εθνογραφίας (όπου οι ερευνητές –κοινωνιολόγοι και ανθρωπολόγοι- κάνοντας συμμετοχή έρευνα και παρατηρώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα μία ομάδα ανθρώπων προσπαθούν να εξερευνήσουν τη συμπεριφορά, τις πρακτικές και τις δράσεις της ομάδας αυτής), ούτως ώστε δοθεί στον ερευνητή η δυνατότητα να παρατηρήσει τις σχέσεις που δημιουργούνται μέσα από τις νέες μορφές επικοινωνίας που εισήγαγε η ευρεία χρήση του διαδικτύου. Παρά το καινούριο της μεθόδου και παρά τα τυχόν ζητήματα που ανακύπτουν από τη χρήση αυτής (όπως π.χ. ζητήματα σχετικά με την ανωνυμία, την ιδιωτικότητα ή τη συγκατάθεση, τα οποία ωστόσο φαίνονται να δικαιολογούνται επαρκώς από τους ίδιους τους ερευνητές) η επιλογή αυτή των συγγραφέων κρίνεται ως απολύτως ορθή και συμβατή με τη φύση της διενεργηθείσας έρευνας.
[11] Οι ελεύθερες ζώνες, είναι περιοχές, συνήθως λιμάνια, όπου υπάρχουν μειωμένα ή δεν υπάρχουν καθόλου προμήθειες και φόροι, ενώ οι έλεγχοι είναι πολύ περιορισμένοι και η γραφειοκρατία που απαιτείται για την καταγραφή των προϊόντων φαίνεται να ελλείπει. Τα χαρακτηριστικά αυτά τις καθιστούν τις ιδανικές τοποθεσίες για την ‘’ενδιάμεση΄΄ τοποθέτηση των μη γνήσιων προϊόντων, πριν την αποστολή τους στον υπόλοιπο κόσμο. Η ανάπτυξη της μεταφοράς με κοντέινερ ως ενός σύγχρονου και αποδεκτού τρόπου μεταφοράς αποτελεί ακόμη ένα στοιχείο που διευκολύνει την ανάπτυξη των παράνομων αγορών.
[12] Ως παράδειγμα αναφέρεται η δυνατότητα που δίδεται στους παραγωγούς και προμηθευτές παράνομων φαρμάκων, όπως χρησιμοποιήσουν μία από τις συσκευασίες των φαρμάκων που χρησιμοποιήθηκαν σε κάποια από τις παραπάνω διαδικασίες, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο πιο ‘’νομιμοφανές’’ και ‘’αληθοφανές’’ το μη γνήσιο φάρμακο που εμπορεύονται. Όσο μεγαλύτερος είναι, λοιπόν, ο δρόμος που ακολουθεί το φάρμακο μέχρι να φτάσει στον τελικό του προορισμό, τόσο πιο ευάλωτο καθίσταται και τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητες που παρουσιάζονται στο παράνομο φάρμακο να υπεισέλθει στην αγορά.
[13] Ως νόμιμος (legit) πωλητής νοείται αυτός που προτίθεται και τελικά παραδίδει το προϊόν που διαφημίζει και δεν σκοπεί στην εξαπάτηση των υποψήφιων αγοραστών των προϊόντων αυτών
[14] Σημειώνεται δε, από τους συγγραφείς ότι αν η ιδιωτικοποίηση συνεχιστεί και οι διαθέσιμες ώρες για ραντεβού με γιατρούς συνεχίσουν να μειώνονται τόσο περισσότερο θα μεγαλώσει και η παράνομη αγορά φαρμάκων και τόσο περισσότεροι ασθενείς θα στρέφονται στην διαδικτυακή αγορά για αγορά φαρμάκων και  για αναζήτηση ιατρικών συμβουλών.
[15] Και σε αυτή την περίπτωση, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται το Viagra, το οποίο δρα όχι μόνο σαν ενισχυτικό της λίμπιντο αλλά και ως κατασταλτικό της όρεξης , το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από άτομα που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές.
[16] Αξιοσημείωτο παρουσιάζεται σε αυτό το σημείο, το γεγονός ότι στα αντίστοιχα και σχετιζόμενα με τις διαδικτυακές αγορές φαρμάκων φόρουμ υπάρχουν οδηγίες σχετικά με το πώς μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει φάρμακα, που δίδονται μόνο ύστερα από συνταγή γιατρού, για λόγους διασκέδασης, ενώ συμβουλές δίδονται από έτερα μέλη για το πώς μπορούν να αναμειχθούν συγκεκριμένα φάρμακα, ούτως ώστε φτάσουν οι χρήστες στα επιθυμητά αποτελέσματα, ποιοι συνδυασμοί συμφέρουν περισσότερο, ποιες οι εμπειρίες του και ποια τα αποτελέσματα από κατανάλωση συγκεκριμένων φαρμάκων κοκ.
[17] Η αγορά συνεπεία κατάχρησης των φαρμάκων μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι τα άτομα έχουν με τον καιρό αναπτύξει ανοσία στα εν λόγω σκευάσματα και ως εκ τούτου χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες είτε λόγω του παρεπόμενου της χρήσης των φαρμάκων αυτώνεθισμού – τα οποία μάλιστα μπορεί αρχικά να κατανάλωναν νόμιμα και μετά από συνταγή γιατρού. Με το να αγοράζουν δε τα εν λόγω πρόσωπα παράνομα φάρμακα, έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης και σε μεγαλύτερες ποσότητες, συνεπεία της χαμηλότερης τιμής στα οποία μπορούν να τα αγοράζουν. Η ύπαρξη δε διαδικτυακής αγοράς έχει διευκολύνει κατά πολύ τη διαδικασία αυτή, καθιστώντας μία επικίνδυνη για την υγεία των ατόμων πρακτική ακόμη πιο επικίνδυνη και εύκολα προσβάσιμη.
[18] Πρέπει να σημειωθεί ότι η αυξημένη ζήτηση σε αυτού του είδους τα φαρμακευτικά σκευάσματα έχει οδηγήσει και στην αυξημένη ύπαρξη παράνομων φαρμάκων.
[19] Ως φάρμακα σχετιζόμενα με τον τρόπο ζωής (lifestyle drugs) νοούνται τα όσα καταναλώνονται κατ’ επιλογή των αγοραστών και είτε δεν σχετίζονται με ζητήματα υγείας, όπως για παράδειγμα φάρμακα σχετιζόμενα με αισθητικούς λόγους, ήτοι την αντιστροφή της διαδικασίας απώλειας μαλλιών ή τη γρηγορότερη απώλεια βάρους, είτε βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ υγείας και ευζωίας. Ως έτερα παραδείγματα αναφέρονται φάρμακα, όπως το Viagra, τα αναβολικά, οι ορμόνες, τα σχετικά με την αναπαραγωγή κοκ Πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι η χρήση αυτού του είδους φαρμάκων έχει δημιουργήσει μεγάλη διχογνωμία στην κοινή γνώμη ενώ πρέπει να αναδειχθεί το γεγονός ότι η χρήση τους βρίσκει το έρεισμα της στα ΄΄απλησίαστα’’ πρότυπα ομορφιάς που έχουν δημιπυργηθεί και την εξ αυτού του λόγου ανασφάλεια του ατόμου, το οποίο στρέφεται προς την αγορά φαρμάκων. Εξ αυτού δε του λόγου και της μεγάλης επέκτασης που έχουν γνωρίσει τα εν λόγω φάρμακα μέσω της διαδικτυακής αγοράς η χρήση αυτών φαίνεται να ‘’απενοχοποιείται’’ στα μάτια της κοινωνίας. Η παρεπόμενη αύξηση της ζήτησης στο πεδίο αυτό έδωσε δε, τη δυνατότητα και σε παράνομες αγορές να ανθήσουν και να εμπλακούν στο εν λόγω εμπόριο.
[20] Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται οι παραγωγοί του εξοπλισμού καθώς και αυτοί που ασχολούνται με την εγκατάστασή του, οι οποίοι δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο το να μη ξέρουν ότι έχουν εμπλακεί σε διαδικασίες σχετιζόμενες με παράνομο εμπόριο.