ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

Ερμηνεύοντας την ουσιοεξάρτηση

Ζαχαρούλα (Χαρά) Βλαμάκη
Πώς πραγματικά ορίζεται η εξάρτηση και πότε η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών θεωρείται διαταραχή; Η αλήθεια είναι πως ένας ορισμός της εξάρτησης που θα στηριζόταν αποκλειστικά στις αλλοιώσεις της φυσιολογίας του οργανισμού εξαιτίας της έκθεσης του ατόμου σε μία ουσία, δεν θα ήταν ορθός, δεδομένου ότι θα παρέλειπε δύο πολύ σημαντικές συνιστώσες: τους ψυχολογικούς και τους κοινωνικούς παράγοντες.

Η ψυχοκοινωνική προσέγγιση λαμβάνει υπόψιν τις δύο αυτές κατηγορίες παραγόντων και σύμφωνα με αυτήν η εξάρτηση γίνεται αντιληπτή ως σύμπτωμα κοινωνικών και ψυχολογικών δυσλειτουργιών. Σύμφωνα με τον Matza, «η εγκατάστασή της […] προϋποθέτει τη συνάντηση μιας προσωπικής ψυχολογικής κρίσης με την κοινωνική […] αν αποσπαστεί από την κοινωνικοπολιτισμική μεταβλητή της δεν είναι παρά ένα πρόβλημα φαρμακοεξάρτησης, μια σχέση ατόμου-ουσίας, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος του νοήματός της»[1].

Ο διευθυντής του νοσοκομείου Marmottan στο Παρίσι, είχε επίσης τονίσει πως μέσα στη διαδικασία της παραγωγής της τοξικοεξάρτησης είναι παρούσες η ουσία, η προσωπικότητα του χρήστη, καθώς και το κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο[2]. Η ψυχοκοινωνική προσέγγιση πρεσβεύει ότι το άτομο είναι δυνατόν να απεξαρτηθεί μετά από μία μακρόχρονη προσπάθεια και στάδια της δυναμικής αυτής διαδικασίας αποτελούν: η σωματική αποτοξίνωση, η ψυχική απεξάρτηση και η κοινωνική επανένταξη. Υπογραμμίζεται πως η υποτροπή θεωρείται εν προκειμένω αναπόσπαστο μέρος των προηγούμενων διαδικασιών.

Στον αντίποδα της ψυχοκοινωνικής βρίσκεται η ιατροκεντρική προσέγγιση, όπου η εξάρτηση θεωρείται «χρόνια υποτροπιάζουσα νόσος» ή αλλιώς η «ασθένεια του εγκεφάλου» (brain disease)[3]. Απηχεί τη φαρμακολογική διάσταση και ο εξαρτημένος θεωρείται ασθενής, ο οποίος χρήζει μακρόχρονης - αν όχι ισόβιας -  φαρμακευτικής αγωγής. Εν προκειμένω, εκτιμάται ότι δεν μπορεί να υπάρξει οριστική ίαση για την εξάρτηση και η παρεχόμενη θεραπεία απλώς αναβάλλει την υποτροπή.

Στο πλαίσιο της ιατροκεντρικής προσέγγισης, τα δύο κοινώς αποδεκτά ταξινομικά συστήματα, το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM) αφενός και το σύστημα της Διεθνούς Ταξινόμησης των Νόσων της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ICD) αφετέρου, καταγράφουν τη διαδικασία διάγνωσης της εξάρτησης. Ειδικότερα, η τρίτη έκδοση του DSM το 1983 (DSM III) για πρώτη φορά αναγνωρίζει τη διάκριση μεταξύ κατάχρησης ουσιών και εξάρτησης ως δυο διαφορετικών διαγνωστικών αντικειμένων, περιλαμβάνοντας τόσο κοινωνικούς όσο και πολιτισμικούς παράγοντες[4].

Στην εν λόγω έκδοση του DSM, ο ορισμός της εξάρτησης δίνει έμφαση στην ανοχή στις ουσίες και στο στερητικό σύνδρομο σαν δύο κεντρικές συνιστώσες της διάγνωσης ενώ η κατάχρηση ορίζεται ως προβληματική σχέση με κοινωνικές και επαγγελματικές βλαπτικές δυσλειτουργίες, η οποία, όμως, δεν συνοδεύεται από ανοχή του οργανισμού και συμπτώματα στέρησης. Το DSM-IV (APA, 1994, 2000) ορίζει την εξάρτηση ως σύνδρομο που συνδυάζει την καταναγκαστική χρήση με ή χωρίς ανοχή και στερητικά συμπτώματα, ενώ την κατάχρηση ουσιών ως προβληματική χρήση χωρίς καταναγκασμό, σημαντική ανοχή ή στερητικά συμπτώματα. Χωρίς ιδιαίτερες διαφορές, στο ICD-10 γίνεται διάκριση μεταξύ επιβλαβούς χρήσης και συνδρόμου εξάρτησης.

Η επιβλαβής χρήση ορίζεται ως η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών που προκαλεί βλάβη (σωματική ή ψυχική), ενώ αντίθετα το σύνδρομο εξάρτησης περιγράφεται ως «μια δέσμη φυσιολογικών και νοητικών εκδηλώσεων ή εκδηλώσεων της συμπεριφοράς στις οποίες η χρήση κάποιας ουσίας ή ομάδας ουσιών για ένα συγκεκριμένο άτομο αποκτά πολύ άμεση προτεραιότητα σε σχέση με άλλες συμπεριφορές οι οποίες κάποτε είχαν μεγαλύτερη αξία για το άτομο αυτό». Κεντρικό χαρακτηριστικό είναι η έντονη και μερικές φορές ακατανίκητη επιθυμία για χρήση.

Όπως παρατήρησαν οι Grant και Dawson, εντοπίζεται μια διαφορά προσέγγισης στην οριοθέτηση της επιβλαβούς χρήσης ανάμεσα στο DSM-IV και την ICD-10. Η επιβλαβής χρήση στην ICD-10 χαρακτηρίζεται από ενεργά προβλήματα φυσιολογίας ή ψυχολογικής κατάστασης ενώ στο DSM-IV η κατάχρηση ουσιών περιλαμβάνει κοινωνικές, νομικές και επαγγελματικές συνέπειες. Ένα από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι Grant και Dawson, ήταν ότι καμία από τις δύο κατηγοριοποιήσεις δεν λαμβάνει υπόψη της εναλλακτικές θεωρήσεις, όπως αυτή της κοινωνικής μάθησης.

Η παρατήρηση αυτή υπήρξε και η κύρια πρόταση όσων ερευνητών αντιτίθενται στην ιατροκεντρική λογική των προαναφερθέντων ταξινομικών συστημάτων. Εν προκειμένω δίνεται έμφαση σε περιβαλλοντικά στοιχεία, συναισθηματικά ελλείμματα και γνωστικούς προϋπάρχοντες παράγοντες, που ενδυναμώνουν τις επιπτώσεις της χρήσης, γι’ αυτό και η εν λόγω θεώρηση αντιλαμβάνεται την κατάχρηση ουσιών και την εξάρτηση ως εμπέδωση συνήθειας που προκύπτει από παράγοντες βιολογικούς, φαρμακολογικούς καθώς και παράγοντες προσαρμογής.

Η αποδοχή ενός ιατροκεντρικού ή ενός ψυχοκοινωνικού ορισμού για την εξάρτηση και την αντίστοιχη συμπτωματολογία κατευθύνει και την έρευνα. Βάσει της παραπάνω ταξινόμησης προκύπτουν δύο δέσμες παραγόντων και συμβατές με αυτούς τους παράγοντες ερευνητικές προσεγγίσεις: οι βιολογικές και οι ψυχοκοινωνικές.

Οι ερευνητικές προσεγγίσεις της εξάρτησης

Οι ερευνητές με ιατροκεντρική αφετηρία διερευνούν αρχικά την υπόθεση της κληρονομικότητας, αναζητώντας παράγοντες γενετικούς και βιολογικούς που πιθανόν να επηρεάζουν την εξάρτηση. Υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για το γεγονός πως όταν οι βιολογικοί γονείς έχουν πρόβλημα κατάχρησης, αυξάνονται οι πιθανότητες εμπλοκής του ατόμου με τις ουσίες, ωστόσο στο βαθμό που δεν υπάρχει γονιδιακή απομόνωση δεν αποδεικνύεται κάποιου είδους αιτιακή σχέση.

Η διερεύνηση των γενετικών παραγόντων υποδεικνύει δύο τουλάχιστον διαδρομές προς την κατάχρηση των ουσιών: α) μέσα από βιολογικούς γονείς με ψυχικές διαταραχές και β) βιολογικούς γονείς με προβλήματα χρήσης, κατάχρησης, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν κάποια ψυχική διαταραχή[5]. Στα μοντέλα εξέτασης των αιτιολογικών παραγόντων που συνδέονται με τη νευροβιολογία εντάσσεται και η έρευνα σχετικά με τους νευροδιαβιβαστές και το ρόλο τους στον εγκέφαλο. Οι τρείς νευροδιαβιβαστές που σχετίζονται συστηματικότερα με την εξάρτηση: η ενδορφίνη, η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, αφορούν κυρίως στην ψυχική διάθεση και ειδικότερα στη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου.

Το γεγονός ότι γενετικοί παράγοντες διαμορφώνουν μια σχετική προδιάθεση για εξάρτηση είναι αδιαμφισβήτητο και βρίσκει σύμφωνες όλες τις μελέτες, παρόλα αυτά γίνεται κοινώς αποδεκτό πως δεν υπάρχει ένας γενικευμένος μηχανισμός για όλα τα άτομα. Οι ερευνητές αποδέχονται πως τόσο η εξάρτηση όσο και η κατάχρηση ψυχοδραστικών ουσιών είναι αποτέλεσμα της περίπλοκης αλληλεπίδρασης μεταξύ γενετικών, βιολογικών, νευρολογικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων[6].

Οι ψυχοκοινωνικές προσεγγίσεις της εξάρτησης

Από τη μια πλευρά οι βιολογικές, γενετικές προσεγγίσεις εστιάζουν σε γονιδιακές και κυτταρικές προδιαγραφές από την άλλη οι ψυχιατρικές-ψυχαναλυτικές θεωρήσεις διερευνούν τον «εσωτερικό κόσμο» του ατόμου. Ωστόσο, όπως έχει ήδη επισημανθεί ανάμεσα στη γενετική προδιάθεση και τον βαθύτερο εσώτερο κόσμο του ατόμου, υπεισέρχεται ο επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας της αλληλεπίδρασης με τον κοινωνικό περίγυρο. Ο παράγων αυτός, σε συνδυασμό με στοιχεία του ατόμου που έλκουν την καταγωγή τους από την ψυχοπαθολογία, αποτελεί το επίκεντρο των κοινωνιοψυχολογικών θεωρήσεων για την ερμηνεία του φαινομένου της εξάρτησης.

Σημαντική θέση στις κοινωνιοψυχολογικές θεωρήσεις κατέχει η θεωρία της κοινωνικής εκ-μάθησης του Bandura[7], η οποία ερμηνεύει την τοξικοεξάρτηση ως αποτέλεσμα διαντίδρασης αφενός του ατόμου και αφετέρου του περιβάλλοντός του (Abraams και Niaura, 1987). Επίσης, κατά τον Lindesmith «το άτομο μαθαίνει να θεωρεί τον εαυτό του “τοξικομανή” με όλες τις συνέπειες αυτής της εικόνας που διαμορφώνει για τον εαυτό του» (ένταξη σε υποπολιτισμική ομάδα και υιοθέτηση αντίστοιχου ρόλου)[8].

Δεν απουσιάζουν βέβαια και οι θεωρίες που ερμηνεύουν την κατάχρηση ουσιών ως μια μορφή αποκλίνουσας συμπεριφοράς και που σύμφωνα με τον Thio (2003) περικλείουν τις θετικιστικές προσεγγίσεις στις οποίες εντάσσει τη θεωρία του κοινωνικού ελέγχου[9], τη θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού (Sutherland και Gressey, 1978) και τη θεωρία της παρεκκλίνουσας υποκουλτούρας (Merton, 1957. Cohen 1966, Cloward και Ohlin, 1960)[10]. Παρόλα αυτά, ο Goffman (1963) με το έργο του μετατοπίζει ουσιαστικά το ερευνητικό ενδιαφέρον σε δύο πεδία: Πρώτον, δεν ερευνάται αποκλειστικά και μόνο το άτομο αλλά δίνεται έμφαση στις διαδικασίες μέσω των οποίων ορίζεται κάθε φορά η απόκλιση[11]. Δεύτερον, εισάγεται η έννοια της «ταυτότητας» στη μελέτη των εξαρτήσεων, υπό την επίδραση της ψυχοκοινωνιολογικής θεωρίας του Ericson (1968).[12]

Τέλος, σημαντικές είναι και εκείνες οι έρευνες οι οποίες επισημαίνουν αμιγείς παράγοντες του κοινωνικού περιβάλλοντος, με σημαντικότερο εκείνον της «διαθεσιμότητας» (availability) της ουσίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η εξάρτηση από την ηρωίνη καθοριζόταν από τις μεγάλες και ταυτόχρονα φθηνές ποσότητες διαθέσιμες για κατανάλωση, υπήρξε στο Βιετνάμ μεταξύ Αμερικανών στρατιωτών (Robins, 1979) και στο Καράτσι μεταξύ των νέων (Gossop, 2000).[13]

Η κοινωνική διάσταση

Οι διαφορετικής προέλευσης ορισμοί για την εξάρτηση χαράσσουν αντίστοιχα τις κατευθύνσεις που ακολουθεί η έρευνα για αυτήν καθώς και τις προτεινόμενες θεραπευτικές προσεγγίσεις που βάσει των παραπάνω είναι αφενός τα προγράμματα φαρμακευτικής αγωγής, αφετέρου τα προγράμματα ψυχοκοινωνικής υποστήριξης. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς και που έχει αποδειχθεί από την ίδια την έρευνα είναι πως η μείωση του συνόλου των επιπτώσεων από την κατάχρηση ουσιών, ανεξάρτητα από την προσέγγιση που θα επιλέξει κανείς, είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερη για όσους συμμετέχουν σε κάποια θεραπευτική παρέμβαση σε σχέση με όσους δεν συμμετέχουν (Mc Lellan et al, 2000)[14].

Η εμπλοκή με θεραπευτικό πλαίσιο μειώνει τη χρήση ναρκωτικών κατά 40 – 60%, μειώνει την εγκληματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της θεραπείας αλλά και μετά από αυτήν και δεδομένου ότι στόχος είναι η διατήρηση της ασφάλειας τόσο του ίδιου του χρήστη όσο και του κοινωνικού συνόλου, η παραμονή σε πρόγραμμα άνω των τριών μηνών έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται με μείωση των ποσοστών πιθανότητας φυλάκισης[15].

Σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει πως το πιο διαδεδομένο ναρκωτικό στην Ευρώπη είναι η κάνναβη (σημειώνεται πως η μακρόχρονη χρήση κάνναβης, δύο χρόνια επί τέσσερις φορές την εβδομάδα, αυξάνει την πιθανότητα εκδήλωσης ψυχιατρικής νόσου και δη μανιοκατάθλιψης)[16], ενώ κατά τον τελευταίο χρόνο 247 εκατ. άνθρωποι έχει καταγραφεί ότι έκαναν χρήση ναρκωτικών ουσιών. Το 2017 το ποσοστό εκείνων που έκαναν χρήση κοκαΐνης ανέρχεται στο 4%[17]. Αναφορικά με το οργανωμένο έγκλημα, σημειώνεται πως μόνο το παγκόσμιο εμπόριο ναρκωτικών επιφέρει 400 δις δολάρια και καθώς ένας σημαντικός αριθμός χρηστών τελικώς ενσωματώνεται στο κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών, αυξάνεται ο κίνδυνος τόσο της θυματοποίησής τους όσο και ο κίνδυνος να μετατραπούν οι ίδιοι σε θύτες. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, η χρήση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κύρια αιτία εγκληματικότητας.

Παγκόσμιες μελέτες αποδεικνύουν πως υπάρχει σχέση εγκληματικότητας και ουσιοεξάρτησης, καθώς ο δείκτης εγκληματικότητας είναι έξι φορές υψηλότερος κατά τη διάρκεια χρήσης κοκκαΐνης ή κρακ και ακολουθεί η ηρωίνη, ωστόσο ο κίνδυνος εμφάνισης βίαιης συμπεριφοράς παραμένει ίδιος με εκείνον από σχιζοφρένεια[18]. Δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς πως είναι πολλοί οι παράγοντες που υπεισέρχονται στο διάστημα από τη χρήση μιας ουσίας έως το πέρασμα στην πράξη, παράγοντες που αντικατοπτρίζουν ένα κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο αλλά και την ίδια την ψυχολογία του κάθε ατόμου.

Ο ψυχίατρος Griffith Edwards είχε επισημάνει πως η φτώχεια είναι το πλέον γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν εξαρτήσεις. Επιπρόσθετα, ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν πως ένα 20% έκανε την πρώτη ένεση μέσα στη φυλακή (Allwright et al 2000), ενώ πλέον η απειλή των φθηνών ναρκωτικών στέκεται από πάνω μας ως δαμόκλειος σπάθη καθώς 620 νέες ουσίες έχουν εμφανισθεί. Η φαιντανύλη ονομάζεται επισήμως η «κόκα των φτωχών» και η διακίνηση γίνεται μέσω Internet. Η κάνναβη είναι χημική πλέον, η επεξεργασία πραγματοποιείται είτε σε εργαστήριο είτε στο σπίτι, προκαλεί ψυχωσικό σύνδρομο και το άτομο χρήζει νοσηλείας. Προκαλεί αλλοίωση νευρικών κυττάρων, ωστόσο το τι μπορεί να προκαλέσει σε βάθος χρόνου είναι άγνωστο. Αναφορικά με τους χρήστες κοκαΐνης, αυτοί εμφανίζουν σύνδρομο καταδίωξης.

Η ηρωίνη από την άλλη, είναι μια ουσία που κάποιοι επιλέγουν ως αυτοθεραπεία, επί παραδείγματι με χορήγηση ηρωίνης μείωναν την ένταση στα υπερκινητικά παιδιά, παρόλα αυτά δεν παύει να είναι ένα «γερασμένο» ναρκωτικό πλέον, αφού και τα ναρκωτικά προσομοιάζουν με τη μόδα και κατά εποχές το marketing αλλάζει. Νέες ουσίες δημιουργούνται έχοντας ως βάση την ηρωίνη, αφού προστεθεί ένας Άνθρακας ή ένα Υδρογόνο[19]. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός οτι ο καθένας μας έχει διαφορετική «ανθεκτικότητα» στην ουσία.

Τέλος, θα εθελοτυφλούσε κανείς εάν δεν παραδεχόταν πως η ουσιοεξάρτηση διαθέτει μια διάσταση κοινωνική. Οι πιθανότητες απεξάρτησης διαφοροποιούνται ανάλογα με την κοινωνική προέλευση του ατόμου και τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, ενώ ο στιγματισμός ατόμων κατώτερων κοινωνικών τάξεων ως «τοξικομανών» εμφανίζεται εντονότερος. Έχουν διαμορφωθεί, δυστυχώς, κατασκευασμένες αντιλήψεις για το τί είναι θύμα αλλά για να ιδωθεί αυτό στην πραγματική του διάσταση εν προκειμένω, θα πρέπει να κοιτάξει κανείς πέρα από «ετικέτες» και χωρίς διάθεση στιγματισμού.

Είναι αλήθεια πως ακόμη και οι επιπτώσεις της χρήσης στην υγεία του ατόμου είναι άνισες, όπως και τα προβλήματα όταν έρχονται αντιμέτωποι με το ΣΠΔ[20] κατά τη διάρκεια των διαδοχικών «φιλτραρισμάτων» που αυτό επιτελεί, καθώς αποτελούν πάντα τον πιο «εύκολο» στόχο, ίσως και τον αποδιοπομπαίο τράγο της εγκληματικότητας. «Η ανικανότητα της κοινωνίας κρύβεται πίσω από την ενοχή του δράστη και έτσι η ίδια έχει καθαρή συνείδηση επιβάλλοντας την τιμωρία. Κεντρικό σημείο της προσέγγισης αυτής είναι η θεωρία του “αποδιοπομπαίου τράγου”. Ο εγκληματίας αποτελεί θύμα της κοινωνίας και στο πρόσωπό του κατασκευάζεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος που περιβάλλεται από μίσος. Για λογαριασμό της κοινωνίας γίνεται αυτός εγκληματίας και για λογαριασμό της πάλι πρέπει εκείνος να αποτίσει το κακό που έκανε»[21].

__________________________________________________________________________________

*H Ζαχαρούλα (Χαρά) Βλαμάκη είναι δικηγόρος Αθηνών, μεταπτυχιακή φοιτήτρια «Εγκληματολογίας & Αντεγκληματικής Πολιτικής».

1. Γκιτάκος, Β., διευθυντής ΚΕΘΕΑ, Δρ. τμήματος Ψυχολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, 30/3/2017, παραδόσεις μαθήματος «Εξαρτήσεις» στη Νομική σχολή Αθηνών, στα πλαίσια του ενιαίου μεταπτυχιακού προγράμματος, κατεύθυνση Εγκληματολογίας & Αντεγκληματικής Πολιτικής
2. Καννας, Σ., «Η κοινωνική διάσταση της τοξικομανίας», Εγκληματολογία, τέυχος 2/2011, έτος 1ο, σ.63
3. Γκιτάκος, Β., 23/3/2017, ό.π (υποσημ. 1)
4. Γκιτάκος, Β., «Σημειώσεις για τις εξαρτήσεις», σημειώσεις που δόθηκαν για το μάθημα «Εξαρτήσεις» στη Νομική σχολή Αθηνών, στα πλαίσια του ενιαίου μεταπτυχιακού προγράμματος, κατεύθυνση Εγκληματολογίας & Αντεγκληματικής Πολιτικής, σ.5
5. Γκιτάκος, Β., «Σημειώσεις για τις εξαρτήσεις», ό.π (υποσημ. 4), σ. 8-9
6. Λιάππας, Γ., «Η ψυχιατρική στην γενική ιατρική», Βήτα Ιατρικές εκδόσεις: 2003 καθώς και NIDA (National Institute on Drug Abuse) 2007
7. Bandura, Al., “Social learning theory”, εκδ. Englewood Cliffs, N.J: Prentice Hall, c1977
8. Κουκουτσάκη, Α. «Χρήση Ναρκωτικών, Ομοφυλοφιλία», εκδ. Κριτική, 2002, σ.78
9. Hirschi, T., “Causes of delinquency”, University of California Press, 1969
10. Γκιτάκος, Β., «Σημειώσεις για τις εξαρτήσεις», ό.π (υποσημ. 4), σ. 17
11. Ο Becker μεταξύ άλλων σημειώνει: «Η πράξη της ενδοφλέβιας χορήγησης ηρωίνης δεν είναι παρεκκλίνουσα λόγω της ιδιοσυστασίας της […] καθίσταται παρεκκλίνουσα όταν τελείται κατά τρόπο ο οποίος δεν έχει οριστεί δημόσια ως προσήκων…» ( Becker, H., “Outsiders: studies in the sociology of deviance”, New York: The free Press,1973, p. 139)
12. Γκιτάκος, Β., 11/05//2017, ό.π (υποσημ. 1)
13. Γκιτάκος, Β., «Σημειώσεις για τις εξαρτήσεις», ό.π (υποσημ. 4), σ. 18
14. Γκιτάκος, Β., «Σημειώσεις για τις εξαρτήσεις», ό.π (υποσημ. 4), σ.26
15. Κουκίδης, Μ., Κοινωνιολόγος- ΜΔ Εγκληματολογίας, Αντιπρόεδρος ΔΣ ΣΕΕΠΠ, Θεραπευτής μονάδας Κοινωνικής Επανένταξης ΟΚΑΝΑ, 2017, 14 Δεκεμβρίου,«Ουσιοεξάρτηση: Ο ρόλος των θεραπευτικών παρεμβάσεων στην πρόληψη της παραβατικής συμπεριφοράς», ομιλία στην ημερίδα με θέμα «Ψυχοδραστικές ουσίες και παραβατικότητα. Ποια η σχέση μεταξύ τους;», που διοργάνωσαν οι ΟΚΑΝΑ και Σ.Ε.Ε.Π.Π, στο αμφιθέατρο κεντρικών υπηρεσιών ΟΚΑΝΑ
16. Γκιτάκος, Β., 23/03/2017, ό.π (υποσημ 1)
17. Μπίτσικα, Ε., Αξ/κός Λ.Σ, ΜΔ Εγκληματολογίας, Πρόεδρος ΔΣ ΣΕΕΠΠ, 2017, 14 Δεκεμβρίου, «Ελλάδα-πύλη εισόδου ναρκωτικών: διασύνδεση διεθνικού εγκλήματος και εξαρτημένου χρήστη», ομιλία στην ημερίδα με θέμα «Ψυχοδραστικές ουσίες και παραβατικότητα. Ποια η σχέση μεταξύ τους;», που διοργάνωσαν οι ΟΚΑΝΑ και Σ.Ε.Ε.Π.Π, στο αμφιθέατρο κεντρικών υπηρεσιών ΟΚΑΝΑ
18. Κατσούλη, Α., Νοσηλεύτρια Ψυχ. Υγείας ΜΟΘΕ ΟΚΑΝΑ, Γ.Ν «Κωνσταντινοπούλειο», Ψυχολόγος, ΜΔ Εγκληματολογίας, αναπλ. Μέλος Δ.Σ ΣΕΕΠΠ, 2017, 14 Δεκεμβρίου, «Διαδρομές των ουσιοεξαρτημένων-οι πολύπλοκες σχέσεις τους με την εγκληματικότητα και τη θεραπεία», ομιλία στην ημερίδα με θέμα «Ψυχοδραστικές ουσίες και παραβατικότητα. Ποια η σχέση μεταξύ τους;», που διοργάνωσαν οι ΟΚΑΝΑ και Σ.Ε.Ε.Π.Π, στο αμφιθέατρο κεντρικών υπηρεσιών ΟΚΑΝΑ
19. Γκιτάκος, Β., 30/03/2017, ό.π (υποσημ. 1)
20. ΣΠΔ= Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης, για τα διαδοχικά φιλτραρίσματα από το ΣΠΔ, βλ. Δασκαλάκη, Η., «Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή:1985, σ. 79 επ.
21. Χάιδου Α., Θετικιστική Εγκληματολογία, Αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σελ.107