ΤΕΥΧΟΣ #19 ΙΟΥΝΙΟΣ 2022

Εννοιολογικά ζητήματα, κοινωνικό πλαίσιο και πραγματικότητα γύρω από τις γυναικοκτονίες

Άννα Κασάπογλου, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας

Εισαγωγή

Η έλλειψη γνώσης πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο είδος εγκλήματος, η απουσία στατιστικών στοιχείων συνδυαστικά με την απουσία συνεκτικής θεωρίας και έρευνας, αλλά και η απουσία ελέγχου του εγκλήματος αυτού που συνεπάγεται απουσία πολιτικών αντιμετώπισης καθώς δεν προκαλεί ηθικούς πανικούς στους πολίτες, συνιστούν τα επτά χαρακτηριστικά ώστε ένα έγκλημα να καθίσταται ως λιγότερο ή περισσότερο αόρατο μέσα σε μια κοινωνία, παρά τη βλάβη που μπορεί να προκαλεί σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων (Davies, Francis & Wyatt, 2014: 1).

Κατ’ ακολουθία, η έμφυλη βία και συγκεκριμένα το έγκλημα της γυναικοκτονίας συνιστά ένα αόρατο έγκλημα παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Νοέμβριο του 2019, 2.600 γυναίκες στην ΕΕ χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από ενδοοικογενειακή βία, με το 82% των περιστατικών της βίας αυτής να έχει θύματα τις γυναίκες. Από την άλλη, 1 στις 2 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως γίνεται από τους συζύγους/συντρόφους και 1 στις 3 γυναίκες και κορίτσια παγκοσμίως βιώνουν σωματική ή σεξουαλική βία κάποια στιγμή στη ζωή τους[1].

Συγκεκριμένα για τη χώρα μας, η Γενική Γραμματεία Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (στο εξής Γ.Γ.Δ.Ο.Π.Ι.Φ.) δημοσίευσε τη 2η ετήσια έκθεση για τη βία κατά των γυναικών (2021: 103-107)[2], η οποία αφορά την περίοδο από 01/11/2020 έως 30/09/2021. Σύμφωνα με αυτήν, η Γραμμή SOS 15900 η οποία απευθύνεται σε γυναίκες επιζήσασες έμφυλης βίας αλλά και σε τρίτα πρόσωπα που επιθυμούν να λάβουν χρήσιμη ενημέρωση/πληροφόρηση, δέχθηκε 8.669 κλήσεις, εκ των οποίων οι 5.942 αφορούσαν σε περιστατικά βίας, με τις 3.559 (85%) αυτών να είναι περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Συγκεκριμένα, η βία αυτή διαπράττεται σε ποσοστό 53% από σύζυγο (νυν ή πρώην) και 17% από σύντροφο (νυν ή πρώην). Έτσι, παρά την αορατότητα των φαινομένων έμφυλης βίας και των εγκλημάτων κατά των γυναικών, μια πρόχειρη ματιά στους αριθμούς και την επικαιρότητα μας προτρέπει, ή καλύτερα μας επιβάλλει, να εμβαθύνουμε περισσότερο στην έμφυλη βία και να αντιληφθούμε τις γυναικοκτονίες όχι ως μεμονωμένα περιστατικά, αλλά ως ένα κοινωνικό φαινόμενο το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε με τα αντίστοιχα μέσα  (Ingala Smith, 2018: 158-159). Η γυναικοκτονία συνιστά το αποκορύφωμα της έμφυλης βίας (Κασάπογλου, 2021) και αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα το οποίο πηγαίνει πέρα από την ανθρωποκτονία συζύγου ή συντρόφου (πρώην ή νυν), και κάνει ορατή την παράμετρο του φύλου φέρνοντας στο προσκήνιο τη βία των ανδρών ενάντια στις γυναίκες (Ingala Smith, 2018: 160-161).

Γυναικοκτονία: Η ακραία μορφή βίας των ανδρών ενάντια στις γυναίκες

Η γυναικοκτονία ως όρος ανήκει στη Diana H. Russell, και ήδη από το 1976 χρησιμοποιήθηκε στο πρώτο Διεθνές Δικαστήριο για τα εγκλήματα κατά των γυναικών[3]. Η Russell ήθελε να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει την κοινωνία σχετικά με τις δολοφονίες των γυναικών, οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τον ουδέτερο από έμφυλη άποψη όρο της ανθρωποκτονίας (Corradi et al, 2016: 2). Ο ορισμός του φαινομένου ως τέτοιου είχε ως στόχο να καταστήσει το φαινόμενο ορατό και να κινητοποιήσει την κοινωνία καθώς πίστευε ότι δεν μπορεί να κινητοποιηθεί κανείς ή καμία ενάντια σε κάτι το οποίο δεν έχει ορίσει (Russell, 2008). Οι λέξεις δίνουν νόημα στον κόσμο και διαμορφώνουν την πραγματικότητα ως παράγοντας κοινωνικής αλλαγής (“politics of naming”). Κατονομάζοντας τον κόσμο, προκαλούνται ακολούθως αλλαγές στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα (Rivera, 2005 ως παράθεση στο Corradi et al, 2016: 2).

Η γυναικοκτονία παρόλο που είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός και ως εκ τούτου προκύπτει πρόβλημα στο ζήτημα της καταγραφής του φαινομένου και των στατιστικών στοιχείων τα οποία δεν είναι ούτε πλήρη, ούτε ακριβή (Ingala Smith, 2018: 160), καθώς απουσιάζει ένα ενιαίο μεθοδολογικό πλαίσιο και οι αναλύσεις εξαρτώνται ακριβώς απ’ το τι ορίζουμε ως γυναικοκτονία (Κοντοχρήστου, 2021:218). Με άλλα λόγια ο εννοιολογικός περιορισμός έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποσοτική και ποιοτική αποτίμηση του φαινομένου (Κάλφα, 2021: 244).

Η Russell το 1976 όρισε τη γυναικοκτονία ως «τη δολοφονία των γυναικών από τους άνδρες επειδή είναι γυναίκες», η Kelly (1988) λίγα χρόνια αργότερα πρόσθεσε στον ορισμό την παράμετρο της επιθυμίας για επιβολή, δύναμη, και έλεγχο των ανδρών πάνω στις γυναίκες μέσω της σεξουαλικής βίας, και το 1992 η Russell μαζί με τη Radford αναθεώρησαν τον ορισμό για τη γυναικοκτονία υποδεικνύοντας πως πρόκειται για τη «μισογυνική δολοφονία γυναικών απ’ τους άνδρες» (1992: xi), πολιτικοποιώντας με τον τρόπο αυτό το ζήτημα και υπογραμμίζοντας πως αν παραμείνουμε στον όρο ανθρωποκτονία για να περιγράψουμε τις δολοφονίες γυναικών απ’ τους άνδρες, παραβλέπουμε την ειδική, έμφυλη διάσταση αυτών των δολοφονιών, η οποία διαφέρει από εκείνη των ανδρών (Corradi et al, 2016: 3). Τέλος, η ίδια η Russell από το 2001 κι έπειτα διεύρυνε ακόμη περισσότερο τον ορισμό αντικαθιστώντας τη λέξη «γυναίκες» (women) με τις θηλυκότητες (females) και τη λέξη «άνδρες» (men) με τις αρρενωπότητες (males) έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνονται όλες οι εκδηλώσεις του ανδρικού σεξισμού και όχι μόνον όσες υποκινούνται από το μίσος για τις γυναίκες (Russell, 2008: 26-27). Ωστόσο, παρόλο που σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (CETS210, 2011: 1-2) παγκοσμίως η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων της έμφυλης βίας[4], και κατ’ επέκταση και της γυναικοκτονίας ως την έσχατη μορφή της βίας των ανδρών ενάντια στις γυναίκες (Κάλφα, 2021: 243), είναι γυναίκες και κορίτσια, χρειάζεται να αναφερθεί ότι η έμφυλη βία μπορεί να στραφεί ενάντια ακόμη και σε άνδρες, ή και σε άτομα διαφορετικής ταυτότητας φύλου, ενάντια σε κάθε θηλυκότητα πέρα από τη διχοτόμηση του βιολογικού φύλου (Κράνη, 2021: 230).

Οι πατριαρχικές αξίες ως πρόσφορο πλαίσιο εκδήλωσης της γυναικοκτονίας

Η γυναικοκτονία μπορεί να αποτελεί μια πολύ συγκεκριμένη και ακραία μορφή βίας των ανδρών ενάντια στις γυναίκες, αλλά δεν συμβαίνει σε ιδεολογικό και πολιτικό κενό (Κασάπογλου, 2021: 13). Συνδέεται με όλες τις μορφές ανδρικής βίας σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο βίας και κακοποίησης των γυναικών το οποίο συνιστά κοινό γνώρισμα των κοινωνιών παγκοσμίως και μέσα στο πλαίσιο αυτό η βία κατά των γυναικών κανονικοποιείται, είναι ανεκτή και δικαιολογείται (Ingala Smith, 2018: 160-161). Παράλληλα με το κακοποιητικό πλαίσιο και το συνεχές της βίας των ανδρών ενάντια στις γυναίκες, παρατηρείται η απουσία κρατικών θεσμών οι οποίοι δύναται να προστατεύσουν τα δικαιώματα, ακόμη και τις ζωές των ίδιων των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, δεν έχουμε μόνο τη βία των ανδρών, αλλά και τη βία των θεσμών οι οποίοι δεν κινητοποιούνται και παραμένουν αδρανείς (Lagarde y de los Ríos, 2010: xxi), με αποτέλεσμα τα θύματα να μην έχουν καμία προστασία.

Έτσι, οι γυναικοκτονίες μέσα σε μια κοινωνία αντανακλούν επίσημες και ανεπίσημες ιδεολογίες σ’ ένα μακροκοινωνικοπολιτικό επίπεδο και σ’ ένα επίπεδο οικονομικών θεσμών (Ingala Smith, 2018: 160).   Σύμφωνα με την Radford (1992: 3-12) οι γυναικοκτονίες συμβαίνουν στο πλαίσιο της σεξουαλικής βίας, το οποίο εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο καταπίεσης των γυναικών σε μια πατριαρχική κοινωνία όπου η ανδρική κυριαρχία ενισχύεται και αναπαράγεται μέσα από την κοινωνική και πολιτική κατασκευή της αρρενωπότητας ως ενεργητικής κι επιθετικής κατάστασης, ενώ ταυτόχρονα κάθε θηλυκότητα επιβάλλεται να είναι δεκτική και παθητική. Σύμφωνα με τη φεμινιστική προσέγγιση, η πατριαρχική κυριαρχία βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την ανδρική κυριαρχία η οποία δεν μπορεί παρά να είναι καταπιεστική και να κοστίζει μέχρι και τη ζωή των γυναικών. Η βία ως μέσον διατήρησης αυτής της κυριαρχίας είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της άνισης κατανομής της εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών (Κοντοχρήστου, 2021: 231· Corradi et al, 2016: 5-6).

Η έμφυλη βία και το αποκορύφωμά της, η γυναικοκτονία, είναι με άλλα λόγια πέρα από κάθε μεμονωμένο περιστατικό (Ingala Smith, 2018: 158-160), αποτελώντας πέρα για πέρα ένα συστημικό και δομικό φαινόμενο, ένα κοινωνικό πρόβλημα εξαιρετικά σοβαρό το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο (Κοντοχρήστου, 2021: 231), στον πυρήνα του οποίου εδράζονται οι έμφυλες ανισότητες και η επιθυμία των ανδρών για κυριαρχία και έλεγχο πάνω στις γυναίκες (Κάλφα & Χατζηφωτίου, 2021: 243-244).

Ο ρόλος των ΜΜΕ στην αναπαραγωγή της έμφυλης βίας

Η Russell (2008: 28) διακρίνει τις γυναικοκτονίες με βάση τη σχέση θύματος-δράστη σε γυναικοκτονίες που διαπράττονται από σύζυγο/σύντροφο (intimate-partner), από κάποιο μέλος της οικογένειας (familial), από άτομο του άμεσου οικείου περιβάλλοντος (known perpetrators), και από άγνωστους δράστες (stranger). Η διάκριση αυτή με κριτήριο την εν λόγω σχέση στοχεύει στην ανάδειξη του κινήτρου των γυναικοκτονιών καθώς όταν δεν λαμβάνεται υπόψη η διάσταση του φύλου στις ανθρωποκτονίες αυτές, αποκρύπτεται ο αντίκτυπος της έμφυλης ανισότητας η οποία συνιστά δομικό στοιχείο του κοινωνικού συστήματος της πατριαρχίας (Ingala Smith, 2018: 166-168).

Τόσο ο νόμος, όσο η κοινωνική πολιτική, αλλά πολύ περισσότερο τα ΜΜΕ αποκρύπτουν σκόπιμα τα μισογυνιστικά κίνητρα των δραστών, συντηρώντας την έμφυλη βία η οποία είναι εργαλείο για την ανδρική κυριαρχία και τον έλεγχο των γυναικών (Radford, 1992: 253-266). Τον σκοπό αυτό τον εξυπηρετούν τα ΜΜΕ βασιζόμενα στην τακτική είτε της υποβάθμισης των γυναικοκτονιών ως περιστατικών (Κάλφα & Χατζηφωτίου, 2021), είτε με την επίρριψη ευθυνών στο θύμα (victim-blaming) (Taylor, 2020· De Heer, 2019). Μέσω του τρόπου προβολής των περιστατικών, όχι μόνον των γυναικοκτονιών, αλλά όλων των περιστατικών έμφυλης βίας, προωθείται μια στάση η οποία υπονοεί ότι το θύμα ενθάρρυνε τον δράστη και ως εκ τούτου είχε και το ίδιο συμμετοχή στη θυματοποίησή του, ήταν υπεύθυνο γι’ αυτή. Με τον τρόπο αυτό συντελείται η μετάθεση της ευθύνης από τον δράστη στο ίδιο το θύμα και στο γεγονός ότι κάτι δεν έκανε καλά (De Heer, 2019: 1). Επιπλέον, η τακτική των ΜΜΕ της στοχοποίησης του θύματος αφήνει να εννοηθεί ότι τα θύματα της έμφυλης βίας έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κι έτσι προκρίνονται αρνητικά στοιχεία για το θύμα με στόχο την υποβάθμιση της προκληθείσας βλάβης (Taylor, 2020).

Οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα

Οι γυναικοκτονίες που καλύπτονται από τα ΜΜΕ συνήθως παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε απουσιάζει η ως άνω αναφερθείσα σχέση θύματος και δράστη, όπως και το κίνητρο του εγκλήματος (Κάλφα & Χατζηφωτίου, 2021: 245). Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι συνήθως υποτιμητική με συχνά τα σεξιστικά σχόλια και τα αστεία, η σεξουαλικοποίηση και αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος, και γενικότερα η στάση υπονόμευσης της γυναικείας υπόστασης και ταυτότητας, είναι από τις πιο συχνές τακτικές που επιλέγονται (:245). Όπως αναφέρθηκε πρωτύτερα, απουσιάζει ένα ενιαίο μεθοδολογικό πλαίσιο το οποίο θα βοηθούσε στην ορθή και πλήρη στατιστική αποτύπωση της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών (Κάλφα & Χατζηφωτίου, 2021: 230-231· Κοντοχρήστου, 2021: 218). Η ορθή καταγραφή των δεδομένων βοηθάει ώστε να αποτυπωθεί η σωστή διάσταση του φαινομένου (Russell, 2008: 30). Στη χώρα μας δεν υπάρχουν πολλά διαθέσιμα δεδομένα γύρω από τις γυναικοκτονίες κι έτσι περιοριζόμαστε στις υπάρχουσες αναφορές οι οποίες συχνά έχουν ως πηγή τα ίδια ΜΜΕ. Ωστόσο, μια προσπάθεια γίνεται από την ΕΛ.ΑΣ. και το Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας, καθώς από τον Ιούνιο του 2020 για την καταγραφή των στατιστικών δεδομένων εφαρμόζει νέο μηχανογραφικό σύστημα (Ετήσια Έκθεση Απολογισμού για το έτος 2020[5], 2021: 99) το οποίο βασίζεται στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, στις κατευθύνσεις της Γ.Γ.Δ.Ο.Π.Ι.Φ. η οποία αποτελεί την αρμόδια εθνική αρχή για την εποπτεία της αποτελεσματικής ενσωμάτωσης της Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (CETS210, 2011)[6], καθώς και τους δείκτες για πράξεις συντροφικής βίας και βιασμού του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ισότητας των Φύλων (EIGE)[7]. Τα στοιχεία αυτά, όμως, δίνουν περισσότερη έμφαση στην ενδοοικογενειακή βία και όχι στην καταγραφή των γυναικοκτονιών αυτών καθαυτών.

Η μελέτη της Κοντοχρήστου (2021: 231-226· 2020[8]) για τη γυναικοκτονία στην Ελλάδα, από την άλλη, βασίστηκε σε 41 γυναικοκτονίες της περιόδου από 01/01/2018 έως 31/03/2020 τις οποίες η συγγραφέας αποδελτίωσε από τον ηλεκτρονικό τύπο, όχι δηλαδή αντλώντας επίσημα δεδομένα, ωστόσο όμως αποτελεί μία από τις πρώτες δημοσιευμένες προσπάθειες αποτύπωσης του φαινομένου. Τόσο τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ. για την ενδοοικογενειακή βία που αφορούν το έτος 2020, όσο και τα ερευνητικά αποτελέσματα της Κοντοχρήστου (2021), αλλά και η επεξεργασία, για το παρόν άρθρο, στοιχείων των 17 γυναικοκτονιών του 2021 χαρτογραφούν κάπως το υπό συζήτηση πεδίο. Εντούτοις, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σύγκριση των στοιχείων και να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα και για το λόγο αυτό θα επιχειρηθεί μια παράθεση αυτών των στοιχείων, καθώς αφενός δεν αφορούν τις ίδιες χρονικές περιόδους, και αφετέρου δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ίδια μεθοδολογικά εργαλεία για τη συλλογή των δεδομένων αυτών.

Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. (2021: 100-105) παρατηρείται μιαν αύξηση του 4% στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας (N.3005/2006) από το 2019 στο 2020, (από 5.221 σε 5.413). Πιο συγκεκριμένα για το έτος 2020, από τα περιστατικά αυτά[9], όσον αφορά στους δράστες, το 82,44% ήταν άνδρες, ενώ το 73,04% των θυμάτων των γυναικών ήταν γυναίκες. Ηλικιακά, οι δράστες στην πλειονότητά τους ανήκουν στις ηλικιακές ομάδες 35-45 ετών (31,66%) και 45-60 ετών (33,28%), όπως επίσης και τα θύματα [ηλικιακή ομάδα 35-45 ετών (31,9% και 45-60 ετών (23,19%)]. Η σχέση των θυμάτων με τους δράστες ήταν σε ποσοστό 62,25% πρώην ή νυν σύζυγοι/ σύντροφοι. Τα μέχρι τώρα αναφερόμενα στοιχεία αφορούσαν την ενδοοικογενειακή βία, καθώς και τις γυναικοκτονίες η ΕΛ.ΑΣ. δεν τις καταγράφει ως τέτοιες, αλλά περισσότερο η καταγραφή γίνεται με τη χρήση του άρθρου 299 του ΠΚ συνδυαστικά με το N.3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία. Άρα, δεν είναι απόλυτα ασφαλή τα όποια συμπεράσματα αφού τα στοιχεία είναι μεν βασικά, αλλά από την άλλη είναι ελλιπή. Τα στοιχεία αυτά για την ενδοοικογενειακή βία είναι ενδεικτικά της έκτασης της έμφυλης βίας η οποία προϋπάρχει μιας γυναικοκτονίας καθώς στις περιπτώσεις που οι άνδρες σκοτώνουν νυν ή πρώην συντρόφους/ συζύγους συνήθως έχει προηγηθεί χρόνια κακοποίηση (Ingala Smith, 2018: 166· Dobash & Dobash, 2015: 47-53).

Οι γυναικοκτονίες στη χώρα μας διαπράττονται σε ποσοστό άνω του 70% από συζύγους/ συντρόφους (νυν ή πρώην), κατά βάση μέσα στο σπίτι του θύματος, ο δράστης χρησιμοποιεί μαχαίρι ή τα χέρια του σε περίπτωση που δεν φέρει μαζί του όπλο, και εντοπίζονται περισσότερο στην επαρχία. Συνήθως το ζευγάρι είναι σε διάσταση ή έχει χωρίσει και υπάρχουν περιστατικά προηγούμενης ενδοοικογενειακής βίας, με κύρια κίνητρα τη ζήλια και την κτητικότητα του δράστη. Ο μέσος όρος ηλικίας θυμάτων και δραστών είναι τα 50 έτη, και αρκετές φορές οι δράστες αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν ή αυτοκτονούν. Τέλος, συνήθως πρόκειται για πράξεις που οι δράστες τις ομολογούν άμεσα (εκτός από τις περιπτώσεις των βιαστών δολοφόνων) (Κοντοχρήστου, 2021: 219-221).

Δημόσια συζήτηση για τις γυναικοκτονίες: Η αφορμή των 17 γυναικοκτονιών του 2021

Η ανάλυση των 17 γυναικοκτονιών του 2021 μας δίνει αποτελέσματα τα οποία βρίσκονται σε συστοιχία με τα όσα αναφέρθηκαν πρωτύτερα. Συγκεκριμένα, οι 14 από τις 17 γυναικοκτονίες διαπράχθηκαν στην επαρχία, τα 11 από τα 17 θύματα βρήκαν το θάνατο μέσα στο σπίτι τους, και τα θύματα είχαν μέσο όρο ηλικίας τα 43 έτη. Η συντριπτική πλειονότητα των δραστών ήταν νυν ή πρώην σύζυγοι/ σύντροφοι (16/17) με μέσο όρο ηλικίας τα 46 έτη, και για τις δολοφονίες χρησιμοποίησαν μαχαίρι (6/17), τα χέρια τους (6/17) ή όπλο (4/17). Ένα ποσοστό που ξεπερνάει το 20% (4/17) αυτοκτόνησε έπειτα από την πράξη του και βασικά κίνητρα ήταν η επιθυμία διακοπής της σχέσης από την πλευρά της γυναίκας, η απόρριψη και η ζήλια, με άλλα λόγια η επιρροή των πατριαρχικών αξιών της κοινωνίας που θέλει τους άνδρες κυρίαρχους και τις γυναίκες ιδιοκτησία των ανδρών (Ingala Smith, 2018: 165· Dobash & Dobash, 2015: 41-47).

Σύμφωνα με ανακοίνωση[10] (31/07/2021) του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη αναφορικά με στοιχεία για τις γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, την τελευταία εξαετία (2015-2020) είχαμε κατά μέσο όρο[11] 18 με 19 γυναικοκτονίες το χρόνο   10 εξ αυτών να έχουν διαπραχθεί στο ενδοοικογενειακό πλαίσιο. Ωστόσο, μόλις τον περασμένο χρόνο ξεκίνησε η έντονη ενασχόληση με το θέμα σ’ ένα δημόσιο επίπεδο με παρεμβάσεις θεσμικές, όπως για παράδειγμα η εγκύκλιος[12] του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου όπου για πρώτη φορά θίγεται το ζήτημα και συμπεριλαμβάνεται ο όρος γυναικοκτονία σε μια επίσημη αναφορά. Αν παρατηρήσουμε την επικαιρότητα, γυναικοκτονία αναφοράς του 2021 έπειτα από την οποία ο όρος άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από πολίτες και ΜΜΕ, είναι εκείνη της Caroline Crouch. Είναι χαρακτηριστικό των ΜΜΕ να προβάλλουν μόνο τις «θεαματικές» ειδήσεις και να αποσιωπούν άλλες (Κοντοχρήστου, 2021: 216-217). Για παράδειγμα, η ενδοοικογενειακή βία δεν απασχολεί πολύ τα μέσα παρόλο που είναι η πιο συχνή μορφή της έμφυλης βίας, παρά μόνον έχει κάποιο ενδιαφέρον στοιχείο. Ακολούθως, υπάρχουν κάποιες γυναικοκτονίες οι οποίες συγκεντρώνουν περισσότερο το ενδιαφέρον των ΜΜΕ συγκριτικά με άλλες. Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες όπου έχουμε τα «τέλεια θύματα». Μια γυναικοκτονία είναι άξια προσοχής ένα το θύμα είναι νέα, λευκή, μεσαίας τάξης, εάν έχουμε σειριακό δολοφόνο, εάν υπάρχουν στοιχεία κίτρινου τύπου, εάν υπάρχουν στοιχεία που αποκλίνουν στατιστικά από τα συνήθη δεδομένα, εάν πρόκειται για κάποιο θέμα το οποίο τη στιγμή εκείνη αποτελεί σημείο των καιρών (zeitgeist), όπως για παράδειγμα η μετανάστευση, και τέλος αν παραμένει ασύλληπτος ο δράστης (Ingala Smith, 2018: 163-164· Gekoski, Gray & Adler, 2012: 1217-1218).

Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά της 11η Μαΐου 2021 ήταν μια περίπτωση «τέλειου θύματος», συνδυαστικά με το γεγονός ότι ο γυναικοκτόνος σύζυγος ήταν επιφανής πολίτης κι έτσι τα ΜΜΕ αφιέρωσαν περισσότερο χώρο και χρόνο για το γεγονός (McKendy, 1997: 136). Παράλληλα, η συγκεκριμένη γυναικοκτονία προσεγγίστηκε στη δημόσια συζήτηση που άνοιξε με όρους ποινικού και εγκληματολογικού λαϊκισμού (Φυτράκης, 2021: 3-4· Βιδάλη, 2019: 106-109), κι έτσι δόθηκε μεγαλύτερη έκταση.

Η γυναικοκτονία της Caroline Crouch, ωστόσο, πέρα από τις στερεοτυπικές και συντηρητικές αντιλήψεις της κοινωνίας σχετικά με τον έμφυλο διαχωρισμό, ανέσυρε και συνάμα κατέρριψε και αποδόμησε μια σειρά στερεοτυπικών στάσεων και απόψεων. Πριν απ’ όλα, το στερεότυπο του μετανάστη εγκληματία (Καρύδης, 2016). Μέχρι την ομολογία του γυναικοκτόνου, συζύγου του θύματος, τα ΜΜΕ φιλοξενούσαν πλήθος «ειδικών» οι οποίοι έσπευδαν να ενισχύουν τη ρητορική γύρω από το μετανάστη εγκληματία ο οποίος λυμαίνεται των περιουσιών των Ελλήνων και είναι επικίνδυνος προβάλλοντας ως λύση την αυστηροποίηση των ποινών και την ανάγκη για περισσότερη ασφάλεια. Ιδέες ήδη γνωστές που μας παραπέμπουν στο μοντέλο της «Νέας Ποινολογίας» το οποίο δεν έχει ως στόχο την αλλαγή των συνθηκών οι οποίες θρέφουν και ωριμάζουν το έγκλημα, αλλά επιζητά τη διαχείριση μιας κατάστασης μέσα από εργαλεία, δείκτες και προβλέψεις (Feeley & Simon, 1992: 452). Η αύξηση της ποινής του εγκλεισμού, η επιτήρηση και η διαχείριση των επικίνδυνων ομάδων (εν προκειμένω οι «σεσημασμένοι αλλοδαποί») είναι οι παράμετροι στις οποίες βασίζεται το μοντέλο νέου τύπου ποινικής δικαιοσύνης το οποίο επιθυμεί ο μέσος Έλληνας πολίτης για να νιώσει ασφαλής (Γασπαρινάτου, 2020: 179-183). Το μέχρι πρότινος αίτημα για επανένταξη και αλλαγή, ακόμη και του πιο στυγνού εγκληματία, δίνει τη θέση του στον έλεγχο του εγκλήματος και η θεωρία περί αχρήστευσης με στόχο τη  μείωση του εγκλήματος πραγματώνεται μέσα από τη διαχείριση των ομάδων υψηλού κινδύνου με την υποστήριξη των επίσημων θεσμών ποινικής δικαιοσύνης (Γασπαρινάτου, 2018: 854-859).

Άμεσο επακόλουθο της στοχοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων που κρίνονται με επισφαλή κριτήρια προεγκληματικά επικίνδυνες, αποτελούν η κατάχρηση της αστυνομικής εξουσίας και  η παράνομη αστυνομική βία. Παρόλο που δεν προέκυψαν συγκεκριμένα και επιβεβαιωμένα στοιχεία, αλλά συνιστούν ισχυρισμούς ενός Γεωργιανού κρατούμενου ο οποίος, όπως είπε,  βασανίστηκε 4 ημέρες με στόχο την ομολογία του για τη δολοφονία της Caroline Crouch, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Η αστυνομική αυτή βία, όπως εύστοχα υπογραμμίζει η Βιδάλη, «αντανακλά και τη θέση αυτών των πληθυσμών (σ.σ. μεταναστών) στη νέα εποχή και το ρόλο της αστυνομίας ως ελεγκτή της ροής μεγάλων ομάδων πληθυσμού προς την κοινωνική περιθωριοποίηση» (Βιδάλη, 2017:7) Πρόκειται για ομάδες πληθυσμού κοινωνικά περιθωριοποιημένες κι ευάλωτες οι οποίες εξαιτίας των κοινωνικών ανισοτήτων γίνονται στόχος της διακριτικής ευχέρειας της αστυνομίας και κατά συνέπεια και της διακριτικής μεταχείρισης (ό.π.: 79-82), όπως ακριβώς συνέβη και στη στοχοποίηση αλλοδαπών (Αλβανών και Γεωργιανών) οι οποίοι για 40 περίπου μέρες διασύρονταν στα ΜΜΕ, με απόγειο στοχοποίησης αυτής τον ισχυριζόμενο βασανισμό του Γεωργιανού που θεωρήθηκε ύποπτος για τη δολοφονία.

Ωστόσο, τη στιγμή που αποκαλύφθηκε πως ο δράστης ήταν ο ίδιος ο σύζυγος του θύματος, Έλληνας πολίτης, μορφωμένος, πλούσιος με επαγγελματική επιφάνεια, η ρητορική εναντίον των μεταναστών στράφηκε στο προφίλ του γυναικοκτόνου και σε έναν λόγο περί «ψυχοπαθολογίας». Οι «αδίστακτες συμμορίες» εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο και ακολούθησε ένας θεσμικός κι ακαδημαϊκός λόγος γύρω από  μια αιτιοκρατική προσέγγιση της γυναικοκτονίας, η οποία έγινε αντιληπτή ως ένα ακόμη έγκλημα πάθους ή ζήλειας, αφού τελικά διεπράχθη από τον ευυπόληπτο σύζυγο της Caroline. Άλλωστε, πριν τη συζήτηση με νέους όρους όπως της έμφυλης βίας και της γυναικοκτονίας, τα εγκλήματα αυτά γίνονταν αντιληπτά ως μεμονωμένα περιστατικά ατομικής παθολογίας (Ingala Smith, 2018: 159-160). Ωστόσο, ο αντίκτυπος του ορισμού της γυναικοκτονίας ως ακραίου φαινομένου έμφυλης βίας η οποία ευδοκιμεί σ’ ένα έδαφος πατριαρχικών αξιών είναι η κινητοποίηση οργανώσεων και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας (Russell, 2008: 29), κάτι που φαίνεται ότι ακολούθησε τη συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό.

Το προσωπικό είναι πολιτικό: Η αντιστροφή μια κατάστασης άρνησης

Η γυναικοκτονία δεν είναι συνώνυμο της ανθρωποκτονίας όπου το θύμα απλά είναι γυναίκα. Απ’ όσα αναφέρθηκαν πρωτύτερα, έγινε φανερό πως πρόκειται για έναν φεμινιστικό πολιτικό όρο ο οποίος μας θυμίζει πως σε μια πατριαρχική κοινωνία η δολοφονία μιας γυναίκας από έναν άνδρα δεν μπορεί να είναι μια απολίτικη πράξη. Δεν είναι ανεξάρτητη από την αντικειμενοποίηση της γυναίκας, την εκμετάλλευσή της από τον άνδρα, την υποτίμηση και την καταπίεση που υφίσταται, καθώς επίσης δεν είναι άσχετη με τον μισογυνισμό που καλλιεργείται και την έμφυλη ανισότητα. Αναβιώνει, με άλλα λόγια, το σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος το οποίο ήταν έντονο ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του ’60-’70 ότι το προσωπικό είναι πολιτικό (Ingala Smith, 2018: 169). Το γεγονός, δηλαδή, ότι η συντριπτική πλειονότητα των γυναικοκτονιών είναι το αποκορύφωμα προηγούμενης ενδοοικογενειακής κακοποίησης και ότι συμβαίνει στο σπίτι κάθε θύματος, δε σημαίνει ότι οι πράξεις αυτές συμβαίνουν σε ιδεολογικό και πολιτικό κενό και δεν αφορούν την κοινωνία ως συλλογικότητα.

Στο σημείο αυτό είναι αρκετά βοηθητική η έννοια της «άρνησης» όπως τη συνέλαβε ο Stanley Cohen στο εμβληματικό έργο του Καταστάσεις άρνησης: Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο (2021). Η άρνηση για τον συγγραφέα δεν αποτελεί αποκλειστικά ένα ατομικό πρόβλημα, αλλά ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα το οποίο σχετίζεται με την εγκληματοποίηση ζητημάτων τα οποία στην ουσία τους συνιστούν  κοινωνικά προβλήματα, κι έτσι η υπέρβαση της κατάστασης της άρνησης ως μέρους της δημόσιας πολιτικής και συλλογικής αντίδρασης είναι μια επιλογή προσέγγισης αυτών των κοινωνικών προβλημάτων (Βιδάλη, 2021: 17-23), και εν προκειμένω του ζητήματος της έμφυλης βίας ως τέτοιου. Κοινός παρονομαστής για διαφορετικές καταστάσεις άρνησης είναι οι μη επιθυμητές πληροφορίες γύρω από ένα κοινωνικό πρόβλημα οι οποίες «απωθούνται, αποκηρύσσονται, παραμερίζονται ή επανερμηνεύονται» και οι όποιες επιπτώσεις τους «αποφεύγονται, ουδετεροποιούνται ή εκλογικεύονται» (Cohen, 2021: 35).

Έτσι προκύπτει ότι η ανάγκη ορισμού της γυναικοκτονίας, όπως περιγράφηκε παραπάνω, είναι αναγκαία όχι μόνο για την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας (Radford, 1992: 3), αλλά και για την συνεισφορά της στη γνώση και τις πληροφορίες που έχουμε για το θέμα, όπως επίσης και για την ενθάρρυνση της δημοσιοποίησης προσωπικών μαρτυριών οι οποίες θα κινητοποιήσουν τα θύματα των εγκλημάτων αυτών να μιλήσουν για τις δικές τους εμπειρίες με απώτερο στόχο την καταπολέμηση των εγκλημάτων έμφυλης βίας (Russell, 2008: 30). Ακολουθώντας τον Cohen (2021: 95), «οι κόσμοι του προσωπικού πόνου εισέρχονται πλέον στον δημόσιο λόγο» κι έτσι η έμφυλη βία δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως κανονική και αποδεκτή.

Χαρακτηριστική πρακτική εφαρμογή του συνθήματος το προσωπικό είναι πολιτικό είναι το κίνημα #Metoo (Κοντοχρήστου, 2021: 224). Πρόκειται για μια εκστρατεία[13] που ξεκίνησε στην Αμερική το 2017 με το σκάνδαλο Γουαϊνστάιν, και ήρθε στη χώρα μας μόλις πρόσφατα με τις καταγγελίες από τον χώρο του αθλητισμού που συμπαρέσυραν καταγγελίες και σε άλλους χώρους, όπως είναι αυτός του θεάτρου. Στόχος του κινήματος αυτού είναι η ανατροπή της κουλτούρας της σιωπής, της ενοχής και της περιφρόνησης του λόγου των γυναικών. Πρόκειται για ένα κίνημα χειραφέτησης το οποίο «τοποθετεί-εγκαθιστά το πρόβλημα στο δημόσιο χώρο και το κάνει ορατό βοηθώντας την κοινωνία να συνειδητοποιήσει και να κατανοήσει πόσο μαζικό είναι το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας. Άρα να το αναγνωρίσει ως κοινωνικό πρόβλημα βγάζοντάς το ανεπιστρεπτί από την ιδιωτικότητα της οικογένειας και των ατομικών συμπεριφορών» (Πετράκη, 2018). Κοντολογίς, οι απαιτήσεις των θυμάτων μετατρέπουν με τον τρόπο αυτό την κανονικοποίηση της έμφυλης βίας σε μια κατάσταση απόκλισης, κοινωνικού προβλήματος και εγκλήματος (Cohen, 2021: 95).

Άννα Κασάπογλου, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας Δ.Π.Θ., Γραμματέας Έδρας Εφετείου Θεσσαλονίκης,  Μέλος Σ.Ε.Π. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

* photo by Alexander krivitskiy on unsplash
Βιβλιογραφικές πηγές

Corradi, C., Marcuello-Servós, C., Boira, S. and Weil, S. (2016). Theories of femicide and their significance for social research. Current Sociology, pp.1-21
Davies, P., Francis, P. and Wyatt, T. (2014). Taking invisible crimes and social harm seriously. In P. Davies, P. Francis and T. Wyatt (Eds), Invisible crimes and social harms. UK Hampshire: Palgrave Macmillan
De Heer, B. (2019). Victim Blaming. In F.P. Bernat and K. Frailing (Eds), The encyclopedia of women and crime. New York: Wiley
Dobash, E.R. and Dobash, R.P. (2015). When men murder women. Oxford: Oxford University Press
Feely, M.M. and Simon, J. (1992). The New Penology: Notes on the emerging strategy of corrections and its implications. Criminology, 30 (4), pp.449-474
Gekoski, A. , Gray, J.M. and Adler, J.R. (2012). What makes a homicide newsworthy? UK National Tabloid Newspaper Journalists Tell All. British Journal of Criminology, 52, pp. 1212-1232
Fregoso, R.L. and Bejarano, C. (2010). Terrorizing women: Feminicide in the Américas. Durham and London: Duke University Press
Ingala Smith, K. (2018). Femicide. In N. Lombard (Ed), The Routledge Handbook of Gender and Violence (pp.158-170). London: Routledge
Kelly, L. (1988). Surviving sexual violence. Portland: Polity Press
Lagarde y de los Ríos, M. (2010). Preface: Feminist keys for understanding feminicide. In R.L. Fregoso and C. Bejarano (Eds), Terrorizing women: Feminicide in the Américas (pp. xi-xxv). Durham and London: Duke University Press
McKendy, J.P. (1997). The class politics of domestic violence. The Journal of Sociology and Social Welfare. 24 (3), pp.135-155
Radford, J. and Russell, D.E.H. (1992). Femicide: The politics of woman killing. New York: Twayne
Radford, J. (1992). Introduction. In J. Radford and D.E.H. Russell (Eds), Femicide: The politics of woman killing (pp.3-12). New York: Twayne
Radford, J. (1992). Womanslaughter: A license to kill? The killing of Jane Asher. In J. Radford and D.E.H. Russell (Eds), Femicide: The politics of woman killing (pp.253-266). New York: Twayne
Russell, D.E.H. (2008). Politicizing the killing of females. In PATH et al, Strengthening understanding of femicide, using research to galvanize action and accountability (pp.26-31). Washington DC, meeting April 2008. Retrieved from: https://path.azureedge.net/media/documents/GVR_femicide_rpt.pdf
Taylor, J. (2020). Why women are blamed for everything: Exploring victim blaming of women subjected to violence and trauma. Great Britain: Constable
Βάιου, Ν., Πετράκη, Γ. και Στρατηγάκη, Μ. (επιμ.) (2021). Έμφυλη βία- Βία κατά των γυναικών. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Βιδάλη, Σ. (2021). Πρόλογος για την ελληνική έκδοση, Στο S. Cohen, Καταστάσεις άρνησης: Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο (σσ.11-230. Αθήνα: Τόπος
Βιδάλη, Σ. (2019). Έγκλημα και κοινωνία. Αθήνα: ΕΑΠ
Βιδάλη, Σ. (2017). Πέρα από τα όρια: Η αντεγκληματική πολιτική σήμερα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
Γασπαρινάτου, Μ. (2020). Επικινδυνότητα. Η διαδρομή μίας "επικίνδυνης" κατασκευής. Αθήνα: Τόπος
Γασπαρινάτου, Μ. (2018). "Ομάδες Υψηλού κινδύνου". Στο Κ. Σπινέλλη, Ν. Κουράκης, Μ. Κρανιδιώτη (επιμ.), Λεξικό Εγκληματολογίας (σσ. 854-859). Αθήνα: Τόπος
Κάλφα, Μ. και Χατζηχρήστου, Σ. (2021). Η αποτύπωση της έμφυλης βίας και της γυναικοκτονίας στον δημόσιο λόγο. Στο Ν. Βάιου, Γ. Πετράκη και Μ. Στρατηγάκη (επιμ.), Έμφυλη βία- Βία κατά των γυναικών (σσ.243-255). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Καρύδης, Β.Χ. (2016). Μετανάστες και κοινωνικοί πανικοί στην Ελλάδα. Στο Συλλογικό, Έγκλημα και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης, Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Νέστορα Κουράκη (σσ.1629-1648). Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας / e- pub
Κασάπογλου, Α. (2021). Γυναικοκτονία: Το αποκορύφωμα της έμφυλης βίας. Nova Criminalia, 14, σσ.12-14
Κοντοχρήστου, Α. (2021). Από την έμφυλη βία στη γυναικοκτονία: Το παράδειγμα της Ελλάδας μέσα από το μοντέλο της Ιταλίας. Στο Ν. Βάιου, Γ. Πετράκη και Μ. Στρατηγάκη (επιμ.), Έμφυλη βία- Βία κατά των γυναικών (σσ.213-226). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Κοντοχρήστου, Α. (2020). Ένα πρώτο σχόλια για τη γυναικοκτονία στην Ελλάδα: Ανάλυση δεδομένων και εξαγωγή πρώτων συμπερασμάτων. Επιτροπή Ισότητας των Φύλων του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Ανακτήθηκε από: https://www.aegean.gr/sites/default/files/static/20/07/ellada-gynaikoktonia.pdf
Κράνη, Μ. (2021). Βία κατά των γυναικών: Ρητορική μίσους και έγκλημα μίσους κατά των γυναικών. Στο Ν. Βάιου, Γ. Πετράκη και Μ. Στρατηγάκη (επιμ.), Έμφυλη βία- Βία κατά των γυναικών (σσ.229-241). Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Πετράκη, Γ. (21/05/2018). Η διεθνής απήχηση του κινήματος #Metoo και ο κρυμμένος θυμός των γυναικών. ΑΥΓΗ. Ανακτήθηκε από: https://www.avgi.gr/entheta/enthemata/276091_h-diethnis-apihisi-toy-kinimatos-metoo-kai-o-krymmenos-thymos-ton-gynaikon
Φυτράκης, Ε. (2021). Ποινικός λαϊκισμός και (νέα) σωφρονιστική πολιτική. Εγκληματολόγοι, 9, σσ.3-4
Cohen, S. (2021). Καταστάσεις άρνησης: Μαθαίνοντας για τις θηριωδίες και τον πόνο. Αθήνα: Τόπος

[1] https://www.kethi.gr/nea/i-bia-kata-ton-gynaikon-se-arithmoys-0

[2] https://isotita.gr/wp-content/uploads/2021/11/2h-ethsia-ekthesi.pdf

[3] Βρυξέλλες, 4-8 Μαρτίου 1976

[4] https://rm.coe.int/168008482e

[5] http://www.astynomia.gr/images/stories/2021/files21/16062021endooikogerneiakivia.pdf

[6] https://rm.coe.int/168008482e

[7] https://eige.europa.eu/

[8] https://www.aegean.gr/sites/default/files/static/20/07/ellada-gynaikoktonia.pdf

[9] Στοιχεία έπειτα από επεξεργασία

[10]http://www.mopocp.gov.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=7463&Itemid=723&lang=

[11] Στοιχεία έπειτα από επεξεργασία

[12] Εγκύκλιος ΕισΑΠ 12/2021 (3.11.2021)

[13] https://www.avgi.gr/entheta/enthemata/276091_h-diethnis-apihisi-toy-kinimatos-metoo-kai-o-krymmenos-thymos-ton-gynaikon