ΤΕΥΧΟΣ #18 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2022

Ενδοοικογενειακή βία: Επισκόπηση Νομολογίας υπό το πρίσμα της ελληνικής έννομης τάξης και του ΕΔΔΑ με αφορμή την ΕγκΕισΑΠ

Βασιλική Σγάντζου, Υπ. Δρ.

 

Η βία κοχλάζει στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις με έξαρση των περιστατικών να σημειώνονται στο χώρο της οικογένειας ακόμα και την περίοδο της πανδημίας.  Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχοντας λάβει υπόψη της τον ολοένα και αυξανόμενο αριθμό περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας απηύθυνε μέσω Εγκυκλίου εν έτει 2021, όπως και στο παρελθόν, γενικές οδηγίες προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Η γράφουσα, ούσα ευαισθητοποιημένη σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας και έχοντας κατά το παρελθόν εκπονήσει αντίστοιχες μελέτες για φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας,  νιώθει την ανάγκη να περιορίσει την παρούσα μελέτη της στη νομολογιακή επισκόπηση περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, με επίκληση νομολογιακού κεκτημένου και αναφορά σε συγκεκριμένες ενδεικτικές δικαστικές αποφάσεις του ΕΔΔΑ και της εθνικής έννομης τάξης που της κέντρισαν το ενδιαφέρον κατά την εκπόνηση της παρούσης, κυρίως για  να καταστήσει σαφές πως η κακοποίηση που λαμβάνει χώρα στις συντροφικές σχέσεις δεν είναι ένα φαινόμενο που  «εγκαινιάστηκε» στην εποχή της πανδημίας- μολονότι πολλά περιστατικά κρίνονται επίκαιρα, ερχόμενα πρόσφατα στην επιφάνεια- αλλά αποτελεί ένα φαινόμενο περίπλοκο, πολυπαραγοντικό και διαχρονικό.

Αντί προλόγου

Η  Εισαγγελία του Αρείου Πάγου[1] απηύθυνε, όπως και κατά το παρελθόν[2], γενικές οδηγίες προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, έχοντας λάβει υπόψη την έξαρση του φαινομένου σήμερα. Όπως αναφέρεται, «με αυτές τις γενικές οδηγίες επιχειρείται να επιτυγχάνεται η ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού αυτού νόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων στα πλαίσια της οικογένειας και να προστατεύονται τα θύματα του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, που είναι πρωτίστως οι γυναίκες αλλά και τα υπαγόμενα στην έννοια της «οικογένειας» του νόμου, κατεξοχήν «ευάλωτα πρόσωπα», δηλαδή οι ανήλικοι, οι υπερήλικοι και οι ανήμποροι. (...) Με συχνότητα πλέον, σχετικές απαξιολογικές συμπεριφορές διακρίνονται από ανησυχητική, εντεινόμενη και άμετρη βία. Δεν είναι λίγες οι φορές που εξελίσσονται ακόμη και σε κατάφωρη περιφρόνηση και αυτού του υπέρτατου όλων έννομου αγαθού της ζωής, με ακραίες, δυσνόητες, χωρίς αναστολές, απεχθείς και με ιδιαίτερη σκληρότητα ανθρωποκτονίες που συνταράσσουν την κοινωνία».

Εισαγωγή

Στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα δεν τυποποιούνται αξιόποινες συμπεριφορές με βάση το φύλο[3], παρά μόνο όπου η πράξη μπορεί να στρέφεται ρητώς εις βάρος της γυναίκας, όπως συμβαίνει στο αδίκημα της διακοπής κύησης. Με τον τρόπο αυτό, ο Έλληνας νομοθέτης συμπορεύεται άλλωστε με την πρακτική που ακολουθείται και σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδεικνύοντας την ανάγκη για «ίση μεταχείριση» των φύλων και όχι για «ειδική» μεταχείριση των γυναικών[4]. Παρά ταύτα, η ενδοοικογενειακή βία εν τοις πράγμασι αποτελεί μορφή έμφυλης βίας.

Συνήθως,  αποτελεί «ιδιωτική υπόθεση» και παρατηρείται μόνο όταν βίαια περιστατικά καθίστανται έκδηλα, έχοντας υποστηριχθεί πως αποτελούν «αμελητέα οικογενειακά προβλήματα που πρέπει να επιλυθούν εντός αυτού του κοινωνικού υποσυστήματος, ώστε να μην ανακύψουν νέα ζητήματα που θα υποσκάψουν τον θεσμό της οικογενείας»[5]. Όμως, για την κοινωνία αποτελεί μεγάλο πλήγμα στην προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[6]. H βία δε αυτή κατηγοριοποιείται ως έμφυλη διότι, «είτε το αιτιακό της υπόβαθρο είναι το φύλο, είτε οι επιπτώσεις της στα άτομα είναι διαφορετικές ανάλογα με το φύλο τους ή τους τρόπους με τους οποίους αυτό εκλαμβάνεται και τις έμφυλες ταυτότητές τους»[7].

Ελληνική Έννομη Τάξη

Ι.Νομοθετικό Πλαίσιο

Σύμφωνα με το άρθ. 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006[8], όπως αυτός τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης[9] θεωρείται ως ενδοοικογενειακή βία «η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος Νόμου και τα άρθρα 299 και 311 ΠΚ», ενώ κατά την παρ. 2 περ. α` και β’ του ίδιου ως άνω άρθρου λογίζεται ως οικογένεια «η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ αδιαθέτου τέκνα τους» (περ. α`), ενώ περιλαμβάνονται σε αυτή «εφόσον συνοικούν, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τετάρτου βαθμού και πρόσωπα των οποίων επίτροπος, δικαστικός συμπαραστάτης ή ανάδοχος γονέας έχει ορισθεί μέλος οικογένειας, καθώς και κάθε ανήλικο πρόσωπο που συνοικεί στην οικογένεια». Κατά την παρ. 3 εδ. α` της ίδιας διάταξης «θύμα ενδοοικογενειακής βίας, κάθε πρόσωπο της προηγούμενης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος», ενώ σύμφωνα με το άρθ. 2 του ίδιου Νόμου «η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται». Μεταξύ των  εγκλημάτων που τυποποιεί ο Ν. 3500/2006 περιλαμβάνονται και διατάξεις που εισάγουν διακεκριμένες παραλλαγές των βασικών αδικημάτων των σωματικών βλαβών κατ` άρθ. 308, 309 και 310 ΠΚ. Η επιβολή δε αυστηρότερων ποινών έγκειται στην εκ της αξιολογηθείσας νομοθετικώς ως σοβαρότερης της απαξίας των πράξεων τους ενόψει του συγγενικού δεσμού μεταξύ αυτών και του θύματος[10]. Σύμφωνα δε με το άρθ. 6 παρ. 1 του Ν. 3500/2006 «το μέλος της οικογένειας το οποίο προξενεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδαφίου α` της παρ. 1 του άρθρου 308 του ΠΚ ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδαφίου β` της παραπάνω διάταξης, τιμώνται με φυλάκιση, τουλάχιστον, ενός έτους», ενώ με την παρ. 4 εισάγεται κακουργηματική μορφή του αδικήματος «αν η πράξη της πρώτης παραγράφου συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη». Η ανωτέρω διάταξη, που πλέον έχει εμφιλοχωρήσει στον σύγχρονο Ποινικό Κώδικα στο άρθρο 312 παρ. 4 κινείται σαφώς προς την κατεύθυνση αποτροπής της θυματοποίησης μελών της οικογένειας και καταπολέμησης επικίνδυνων πράξεων σωματικής και ψυχικής κακοποίησης, αναγκαστικού εγκλεισμού ή απομόνωσης, υποδηλώνοντας παράλληλα, με τη σοβαρή ποινική απαξία που προσδίδει στις πράξεις αυτές, τα όρια των απαγορευμένων συμπεριφορών στις ενδοοικογενειακές σχέσεις.[11] Για τη στοιχειοθέτηση της υπό κρίση εγκληματικής υπόστασης απαιτούνται πρόσθετα στοιχεία, ήτοι του βασανισμού του θύματος και της επέλευσης συνεπεία αυτού ψυχικής του βλάβης, ενόψει ιδίως της ευάλωτης θέσης του παθόντος που βρίσκεται διαρκώς στην εγκληματική διάθεση του οικείου προς αυτόν δράστη[12].

Στον νέο Ποινικό Κώδικα, όπως ισχύει σήμερα με την τελευταία τροποποίηση του ΠΚ με τον νόμο 4855/2021, η ενδοοικογενειακή βία ποινικοποιείται στα άρθρα 330 παρ. 2, 333 παρ. 2 και 312 ΠΚ, σύμφωνα με τα οποία διευρύνθηκε ο κύκλος των προστατευόμενων προσώπων[13].

ΙΙ. Επισκόπηση Νομολογίας

 Η ελληνική πραγματικότητα συνηγορεί στο γεγονός πως η βία στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις δεν είναι μία «αόρατη βία», αλλά μία «αθέατη βία». Κατωτέρω αναγράφονται ορισμένες δικαστικές αποφάσεις[14], οι οποίες καταδεικνύουν πως η ενδοοικογενειακή βία είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό και διαχρονικό, η δε ανάγνωσή τους προκαλεί στον αναγνώστη θλίψη και ευαισθητοποίηση για λήψη αναγκαίων μέτρων.

Στην υπ’ αριθμόν 819/2007 ΑΠ  αναγνωρίζεται εις βάρος ανηλίκου η πρόκληση ψυχικών πόνων και βασάνων. Ειδικότερα, από τον Σεπτέμβριο του 2000 μέχρι τον Ιούλιο του έτους 2002, οι κατηγορούμενοι ανέφεραν συνεχώς στα ανήλικα ότι τρίτοι είχαν κάνει μάγια σε αυτά και ότι έπρεπε να βγει ο σατανάς από μέσα τους, που τους κυνηγούσε, προξενώντας έτσι με την διαρκή σκληρή συμπεριφορά τους σοβαρές διαταραχές στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των παιδιών, νυκτερινά τρομακτικά όνειρα στον ύπνο τους (εφιάλτες) και μόνιμο αίσθημα άγχους και τρόμου, προσέτι δε, στα πλαίσια της πιο άνω σκληρή συμπεριφοράς, προξένησαν στα παιδιά και σωματικές κακώσεις.[15]

Στην υπ’ αριθμόν 1764/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου[16], ο κατηγορούμενος, διαζευγμένος πατέρας δίδυμων ανηλίκων αγοριών ηλικίας 5 ετών, κάνοντας χρήση του δικαιώματος επικοινωνίας του με αυτά, δικαίωμα το οποίο του είχε χορηγήσει το δικαστήριο της επιμέλειας, κάθε φορά που έπαιρνε τα παιδιά από το σπίτι της μητέρας τους στο δικό του σπίτι, προέβαινε σε σεξουαλική παρενόχληση εις βάρους τους, χωρίς να έχει σκοπό ηδονισμού από την άδικη συμπεριφορά, αλλά με σκοπό να ενοχοποιηθεί η τέως σύζυγός του και μητέρα των ανηλίκων, ώστε μετά από σχετική καταγγελία του το δικαστήριο να αφαιρέσει την επιμέλειά τους από τη μητέρα τους και να τη δώσει σ’ εκείνον. Η υπόθεση αυτή αφετηρίασε την προβληματική που δίχασε τη θεωρία για το εάν για τη διάπραξη σεξουαλικών εγκλημάτων, όπως για την τέλεση σεξουαλικής παρενόχλησης αρκεί η ύπαρξη έστω ενδεχόμενου δόλου, ή αν θα πρέπει να συντρέχει σκοπός ηδονισμού[17].

Στο υπ’ αριθμ. Βούλευμα 806/2011 ΤριμΠλημΘεσ, [18]  ο κατηγορούμενος εφέρετο να έχει τελέσει το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, διότι με συνεχή καταπιεστική, ταπεινωτική, απειλητική, εξυβριστική και προπαντός επιθετική συμπεριφορά, προκαλούσε συστηματικά στην εγκαλούσα κακώσεις, εκχυμώσεις, διαρκή τρόμο και έντονη ανησυχία[19].

Στην υπ’αριθμ. 534/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου[20], το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων βρισκόταν σε νοσηρή διατάραξη πνευματικών λειτουργιών εξαιτίας νοσηρής διατάραξης πνευματικών λειτουργιών λόγω αγχώδους αντιδραστικής κατάθλιψης, καταδίκασε αυτόν για τα αδικήματα της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατ’ εξακολούθηση εις βάρος της συζύγου του. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης, ο κατηγορούμενος δε χρειαζόταν κάποια αφορμή για να βιαιοπραγήσει κατά της συζύγου του και των τέκνων τους, αλλά χωρίς να υπάρχει αφορμή ή δημιουργώντας ο ίδιος τέτοια, στρεφόταν εναντίον τους και για να εκτονωθεί τους χτυπούσε με κλωτσιές, γροθιές και με διάφορα αντικείμενα (διπλωμένη δερμάτινη ζώνη, βάζα, στακτοδοχεία, αναμμένο σίδερο). Μεταξύ άλλων αναφέρονται « Στις 17 Φεβρουαρίου 1998 σε κάποιο από τα συνεχόμενα περιστατικά οικογενειακής βίας και χωρίς συγκεκριμένη αφορμή άρχισε να χτυπά την ήδη τυφλή στο αριστερό μάτι σύζυγό του με τα χέρια του σε διάφορα σημεία του σώματος της και την οδήγησε με τη βία στην τουαλέτα του σπιτιού τους όπου την υποχρέωσε με τη βία να μπει στην μπανιέρα, ώστε λόγω της στενότητας του χώρου, να εξαντλήσει κάθε περιθώριο αντίδρασης της για να προστατεύσει τον εαυτό της. Στο χώρο αυτό άρχισε να την χτυπά κυρίως στο πρόσωπο και στο κεφάλι με τα χέρια του και με μία ξύλινη κουτάλα που κρατούσε. Τα χτυπήματα που της κατάφερε ήταν ιδιαίτερα σφόδρα, έτσι ώστε έκαμψαν κάθε αντίσταση αυτής αποκορύφωμα δε αυτών ήταν να την πλήξει με την κουτάλα στο δεξί της μάτι και να τις προκαλέσει θλάση του σκληρού χιτώνα, αιμορραγία του υαλοειδούς και σταφύλωμα από 10η  ως 1η  ώρα, παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι αυτή ήταν ήδη τυφλή από το αριστερό της μάτι. (…) Στις 6 Νοεμβρίου 2005 ο κατηγορούμενος άρχισε πάλι να την χτυπά με γροθιές στο πρόσωπο και στο κεφάλι και με κλωτσιές σε όλο της το σώμα με αποτέλεσμα να της προκαλέσει σωματικές βλάβες εξαιτίας των οποίων μπορεί μεν αυτή να μην εμποδίστηκε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιήσει το σώμα της, πλην όμως με τον τρόπο που έλαβαν χώρα και σε ευπαθή σημεία λαμβανομένης υπόψη και της αδυναμίας αντίστασης της παθούσας κρίνεται από το δικαστήριο ότι πρόκειται για επικίνδυνη σωματική βλάβη, αφού θα μπορούσαν να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη όπως άλλωστε συνέβη και τις προηγούμενες φορές. Την ίδια ημέρα και κατά τη διάρκεια του εν λόγω επεισοδίου, ο κατηγορούμενος την έσπρωξε βίαια στο κρεβάτι τους και αφού πήρε στα χέρια του ένα καλσόν το οποίο έστριψε με τέτοιο τρόπο ώστε να μετατραπεί σε σκοινί, το έκανε βρόγχο γύρω από το λαιμό της παθούσας και με ελεγχόμενες κινήσεις τον έσφιγγε μέχρι το σημείο που αυτή έχανε τις αισθήσεις της από ασφυξία, οπότε ο κατηγορούμενος χαλάρωνε τον βρόχο ώστε αυτή να μπορέσει να αναπνεύσει.»

Σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 156/2014 διατ. Ανακρ. Ρεθ[21] o κατηγορούμενος στο πλαίσιο   επικοινωνίας δυνάμει ασφαλιστικών μέτρων κακοποιούσε σεξουαλικά την κόρη του. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, «ο κατηγορούμενος, [...] εντός του έτους 2012, σε αδιευκρίνιστους ακριβώς κατά το παρόν χρόνους, πάντως από το Πάσχα μέχρι και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους και ενώ είχε υπό την επίβλεψη του την ανήλικη κόρη του, μόλις 2-2,5 [ετών] κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ασκώντας το δικαίωμα επικοινωνίας μαζί της στην οικία του στον Άγιο Ανδρέα Ρεθύμνου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη από τις 17:00 μέχρι τις 20:00 και κάθε Σάββατο από τις 11:00 μέχρι τις 20:00, αλλά και συγκεκριμένα, στις 3.6.2013, ενήργησε επαναλαμβανόμενα περισσότερες, αδιευκρίνιστες κατά τον αριθμό τους, ασελγείς πράξεις μαζί της και ειδικότερα, αιδοιολειχία, ψαύσεις και θωπείες των γεννητικών της οργάνων και βίαιες διεισδύσεις των δακτύλων του στα γεννητικά της όργανα που όλες κατέτειναν στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Η ανήλικη κόρη του αντέδρασε στις ενέργειες του κατηγορούμενου πατέρα της λέγοντας του ότι πονούσε κι είχε την κρίση να αντιληφθεί πως αυτό που της έκανε ήταν «κακό» και για αυτό του ζητούσε να σταματήσει. Ο ίδιος όμως, όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά προσπάθησε να πείσει την κόρη του ότι οι ενέργειες του ήταν «καλές». Το τέκνο ως απόρροια της εγκληματικής αυτής πράξης εμφάνισε σωματικούς πόνους και διάφορες άλλες ψυχοσωματικές διαταραχές και βλάβη της υγείας της. από την πραγματογνωμοσύνη σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε πως η ανήλικη κόρη του αποφεύγει να συγκαταλέγει τον πατέρα της μαζί με την ίδια και τα αγαπημένα της πρόσωπα και κατ` επέκταση αρνείται να βάλει τον πατέρα της στη ζωή της. Αρνείται μάλιστα να τον δεχτεί και δείχνει ότι τον φοβάται».

Στην υπ’ αριθμόν 57/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου[22] διακυβεύεται περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικης κόρης από τον πατέρα της. Πιο συγκεκριμένα, κατά τα κρινόμενα πραγματικά περιστατικά, αποδείχθηκε πως ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 έως τα τέλη Νοεμβρίου 2002 και σε ημερομηνίες που δεν διακριβώθηκαν, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σωματική βία και απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου, εξανάγκαζε άλλον σε ανοχή και επιχείρηση ασελγών πράξεων[23]. Ειδικότερα, «εξανάγκαζε την θυγατέρα του να ανέχεται ασελγείς πράξεις εκ μέρους του σε βάρος της (αιδοιολειχία, εκσπερμάτωση επί του σώματός της, θωπείες του στήθους και των γεννητικών της οργάνων), καθώς και να επιχειρεί η ίδια ασελγείς πράξεις σε αυτόν (πεολειχία), χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις, τις οποίες η παθούσα δεν μπορούσε να αποκρούσει και απειλές κατά της ζωής της ιδίας και της μητέρας της, κατά της προσωπικής της ελευθερίας (εγκλεισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα, αν αποκάλυπτε την αλήθεια) ή ακόμη ότι θα εκδιωχθεί από την οικία τους». Ο κατηγορούμενος όντας ναυτικός στο επάγγελμα, όταν  επέστρεφε από τα ταξίδια του, διαμένοντας για διάστημα τεσσάρων περίπου μηνών κάθε έτους στην οικία τους, κατά τις βραδινές ώρες που τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας κοιμόταν, έμπαινε στο δωμάτιο της κόρης του, την θώπευε σε διάφορα σημεία του σώματός της, στο στήθος και στα γεννητικά της όργανα, προκειμένου να διεγερθεί σεξουαλικά, απαιτώντας και από εκείνη να του χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα, της έλεγε ότι «ήταν η μοναδική γυναίκα "που τον τρέλαινε με την μυρωδιά των υγρών της" και ότι καμία γυναίκα δεν μπόρεσε να τον διεγείρει έτσι, την γύμνωνε, την τραβούσε φωτογραφίες με προκλητικά εσώρουχα τα οποία ο ίδιος αγόραζε, ενώ της έφερε και συσκευή μασάζ και δονητή για να ικανοποιείται τους μήνες που ήταν στο καράβι». Μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων αξιολογήθηκε και μία ερωτική επιστολή του κατηγορουμένου προς τη θυγατέρα του, σεξουαλικού περιεχομένου, στο τέλος της οποίας μονόγραφε ως «ο πρώτος εραστής σου». Το τέκνο παρουσίασε συμπτώματα μετατραυματικής διαταραχής στρες.

Στο υπ’ αριθμόν 136/2018 βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Χανίων[24] o εγκαλών πατέρας του ανήλικου τέκνου υποστήριξε ότι η κατηγορούμενη με τη συμπεριφορά της προξένησε στο τέκνο τους σοβαρή βλάβη της ψυχικής του υγείας με την πρόκληση σε αυτού ψυχικού πόνου λόγω παρατεταμένης απομόνωσης. Ο ίδιος υποστήριξε πως «κατ’ εξακολούθηση αφού στερώντας επανειλημμένα από τον εγκαλούντα τη δυνατότητα να έχει κανονικές προσωπικές σχέσεις με τον ανήλικο γιο του με τον οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να περάσει χρόνο μόνος του παρά μόνο συνοδευόμενος διαμορφώνοντας έτσι σταδιακά την κατάσταση ώστε αυτός να μπορεί να βλέπει τον ανήλικο μόνο στην οικία της κατηγορουμένης παρά το γεγονός ότι όλες οι δικαστικές αποφάσεις καθόριζαν ένα άλλο πρόγραμμα επικοινωνίας, πέτυχε τη συστηματική αποξένωση του ανήλικου γιου τους από τον εγκαλούντα και την οικογένειά του, και ακολούθως τη συναισθηματική κακοποίηση τόσο του ίδιου του εγκαλούντος όσο και του ανήλικου τέκνου τους διαταράσσοντας την ομαλή ψυχολογική του ανάπτυξη.» Το δικαστήριο, εντούτοις, απεφάνθη πως «μόνη η επιμονή της τελευταίας για επιβολή των όρων της κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του εγκαλούντος με το κοινό ανήλικο τέκνο τους καθώς, επίσης, και η παραμέληση της υποχρέωσής της, ως γονέα που της έχει ανατεθεί αποκλειστικά η επιμέλεια του κοινού τους τέκνου, να ενθαρρύνει την επικοινωνία αυτού με τον εγκαλούντα πατέρα, με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο, ιδίως μετά τη μόνιμη εγκατάστασή της εκτός Ελλάδας, οπότε και εκ των πραγμάτων η οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους κατέστη ιδιαιτέρως δυσχερής, και να βελτιώσει την αρνητική εικόνα του γιου της για τον εγκαλούντα πατέρα του, δεν δύναται να υπαχθεί στην αντικειμενική υπόσταση της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης με μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου ικανή    να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος κατ` εξακολούθηση (άρθρο 6 παρ. 4 του Ν 3500/2006), διότι σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του εγκαλούντος, δεν υφίσταται απομόνωση αυτού από τον ανήλικο γιο του καθόσον η επικοινωνία του μαζί του, έστω και με προσκόμματα, είναι υπαρκτή».

Αντιθέτως, αναγνωρίσθηκε πρόκληση ψυχικού πόνου μέσω παρατεταμένης απομόνωσης ανηλίκου στο υπ’ αριθμόν 61/2018 βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας[25]. Πιο συγκεκριμένα, κατά τα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται πως μεταξύ άλλων ο νέος σύντροφος της μητέρας του τέκνου, που συμβιούσε μαζί τους «με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος προέβαινε σε παρατεταμένη απομόνωσή του, κλειδώνοντας αναίτια τον ανήλικο για ώρες στο δωμάτιό του, στερώντας του την ελευθερία κίνησής του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει σοβαρά ψυχικά τραύματα». Πλην αυτού, προέβαινε σε εις βάρος του τελούμενες σωματικές βλάβες (χαστούκια), απειλές . Ειδικότερα, το Συμβούλιο έκρινε ότι «μετά από λεκτικό επεισόδιο με το μηνυτή ..........., πατέρα του ανηλίκου, ο ......... επέστρεψε στην οικία του και απείλησε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του ανηλίκου ............ και τον ίδιο τον ανήλικο, προκαλώντας σε αυτόν τρόμο και ανησυχία») και προσβολές κατά της γενετήσιας ελευθερίας του και συγκεκριμένα «(…)στην οικία όπου συγκατοικούσαν, ο κατηγορούμενος  κατ` επανάληψη κυκλοφορούσε εντελώς γυμνός ενώπιον του ανηλίκου και  συνευρίσκονταν ερωτικά με τη σύντροφο του και μητέρα του ανηλίκου (…) έχοντας αφήσει ανοιχτή την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της οικίας τους, εις επήκοον του παιδιού, με τρόπο που προσέβαλε βάναυσα τη γενετήσια αξιοπρέπεια του ανηλίκου και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας του. [...]»      

Στην υπ’ αριθμόν 499/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου διακυβεύεται περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας με τη μορφή της απειλής και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά σε τηλεφωνικές απειλές προς τη μητέρα από τον εν διαστάσει σύζυγό της, με αποτέλεσμα την πρόκληση σε αυτήν συναισθήματος τρόμου.

Η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας υπό το πρίσμα του ΕΔΔΑ

Ο κατάλογος των δικαιωμάτων που εγγυάται η ΕΣΔΑ με την κύρωσή της συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων την προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της οικογένειας.  Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνει ούτε το δικαίωμα δημιουργίας οικογένειας[26] ούτε το δικαίωμα διαζυγίου[27], αλλά προστατεύει την οικογενειακή ζωή και για τον λόγο αυτό προϋποτίθεται η ύπαρξη οικογένειας[28]. Κατά την προσπάθεια εννοιολογικής προσέγγισης των εννοιών «οικογένεια» και «οικογενειακή ζωή» μέσω της νομολογίας του ΕΔΔΑ, διαπιστώνεται πως σε αυτές αποδίδεται μεγαλύτερο εύρος[29] συγκριτικά με τα εθνικά δικαστήρια. Η έννοια της «οικογενειακής ζωής» αποτελεί μία «αυτόνομη έννοια», που δεν ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ με τον τρόπο που ερμηνεύεται από το εσωτερικό δίκαιο των Κρατών μερών[30]. Υπό το πρίσμα αυτό, η έννοια της οικογένειας δεν εξαντλείται μεμονωμένα και αποκλειστικώς στις  σχέσεις εκείνες που δημιουργούνται με τη σύναψη γάμου, αλλά εξαρτάται από την ύπαρξη πραγματικών στενών προσωπικών δεσμών[31]. Εκείνο όμως που κυρίως ενδιαφέρει το θέμα μας είναι, ότι για την εφαρμογή του άρθρου 8 αρκεί, κατά το ΕΔΔΑ, η ύπαρξη και άλλων «οικογενειακών δεσμών de facto»[32]. Τέτοιοι de facto οικογενειακοί δεσμοί υπάρχουν επί παραδείγματι όταν τα μέρη συγκατοικούν εκτός οιουδήποτε γαμικού δεσμού, αλλά ούτε η συγκατοίκηση αυτή καθαυτή κρίνεται πάντα αναγκαία[33] . Έτσι, τα μέλη μίας οικογένειας που δε συγκατοικούν λόγω διαζυγίου ή διάστασης, δε στερούνται προστατευτικής εμβέλειας. Κατά το ΕΔΔΑ, αρκεί η σχέση των μερών να έχει αρκετή ευστάθεια, στοιχείο που όμως ούτε αυτό κρίνεται πάντοτε αναγκαίο[34], και μάλιστα ακόμη και όταν τα μέρη είναι του ίδιου φύλου.[35] Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε υπόθεση τα πραγματικά περιστατικά κρίνονται ad hoc για την υπαγωγή τους στο εύρος προστασίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, με τη νομολογία του ΕΔΔΑ να καταλήγει πως λαμβάνουν χώρα de facto οικογενειακοί δεσμοί, όταν τα μέρη ζουν μαζί παρά τη νομική αναγνώριση του οικογενειακού τους βίου, τη διάρκεια της σχέσης και συγκεκριμένα σε περιπτώσεις μη παντρεμένων ζευγαριών, εάν έχει μεσολαβήσει η εκατέρωθεν δέσμευση στη σχέση τους με την απόκτηση τέκνων[36].

Το ΕΔΔΑ με παγία νομολογία του έχει καταδείξει περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και αποτυχία των Κρατών να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν προστατευτικά μέτρα για την πάταξη του εγκληματικού αυτού φαινομένου και την προστασία των θυμάτων της. Μεταξύ άλλων[37], η γράφουσα παραθέτει τις ακόλουθες δικαστικές αποφάσεις.

Στην απόφαση Kontrová v. Slovakia[38] η προσφεύγουσα τον Νοέμβριο του 2002 υπέβαλε μήνυση κατά του συζύγου της, επειδή της είχε επιτεθεί και την είχε χτυπήσει με ηλεκτρικό καλώδιο. Συνοδευόμενη από τον σύζυγό της, αυτή επιχείρησε να αποσύρει την καταγγελία της. Στις 31 Δεκεμβρίου 2002 ο σύζυγός της σκότωσε την κόρη και τον γιο τους. Ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι η αστυνομία, γνωρίζοντας την καταχρηστική και απειλητική συμπεριφορά του συζύγου της, απέτυχε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσει τη ζωή των παιδιών της. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ σχετικά με την αποτυχία  των αρχών να παρέχουν προστασία της ζωής των παιδιών της προσφεύγουσας, μολονότι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ήταν γνωστά λόγω προγενέστερων καταγγελιών.

Στην απόφαση Bălșan κατά Ρουμανίας[39] το Δικαστήριο έκρινε ότι η σωματική βία στην οποία υποβλήθηκε επανειλημμένα η κα Bαălşan από τον σύζυγό της και οι τραυματισμοί που ο ίδιος της προκάλεσε όπως είχαν τεκμηριωθεί σε ιατρικές και αστυνομικές αναφορές, ήταν αρκετά σοβαροί ώστε να εμπίπτουν στο απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας σύμφωνα με το άρθρο 3 της Σύμβασης, δεδομένου ότι οι ρουμανικές αρχές ήταν ενήμερες για την καταχρηστική συμπεριφορά, δεδομένων των επανειλημμένων εκκλήσεων της κας Bălşan για βοήθεια τόσο στην αστυνομία όσο και στα δικαστήρια. Οι αρχές ήταν συνεπώς υποχρεωμένες να λάβουν όλα τα εύλογα μέτρα αναφορικά με τις καταγγελίες της και να αποτρέψουν την επανάληψη των επιθέσεων.

Στην απόφαση Volodina κατά Ρωσίας[40], το Δικαστήριο ότι η προσφεύγουσα βίωσε σωματική και ψυχική κακομεταχείριση χωρίς να λάβει προστασία από τις αρχές. Η ενδοοικογενειακή βία δεν αναγνωριζόταν στο ρωσικό δίκαιο, ούτε προβλεπόταν κάποια περιοριστικά μέτρα. Οι εν λόγω ελλείψεις απέδειξαν κατά το σκεπτικό της απόφασης παραβίαση των άρθρων 3, 13 και 14 της ΕΣΔΑ, διότι οι αρχές ήταν απρόθυμες να αναγνωρίσουν τη σοβαρότητα του προβλήματος αυτού στη Ρωσία και τις διακρίσεις που επιφέρει στις γυναίκες. Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, η προσφεύγουσα, υπήκοος Ρωσίας, ξεκίνησε μία σχέση με τον τότε σύντροφό της και ζούσαν μαζί στο Ulyanovsk. Όταν η ίδια αργότερα μετακόμισε, ο πρώην σύντροφός της έγινε βίαιος και επιθετικός απέναντί της σε σημείο που την απείλησε  να τη σκοτώσει, εάν η ίδια αρνούνταν να ζήσει μαζί του. Για διάστημα δύο ετών η προσφεύγουσα ανέφερε επτά επεισόδια σοβαρής βίας ή απειλών βίας από τον πρώην σύντροφό της, κάνοντας έκτακτες εκκλήσεις προς την αστυνομία ή υποβάλλοντας επίσημες καταγγελίες. Κάθε φορά που πήγαινε στην αστυνομία ή στο νοσοκομείο, καταγράφονταν τραυματισμοί . Μεταξύ άλλων, η προσφεύγουσα αναφέρει επανειλημμένες σωματικές επιθέσεις, απαγωγή και επίθεση περιστατικά καταδίωξης και απειλές θανάτου. Απόγειο της κακοποιητικής αυτής σχέσης υπήρξε το περιστατικό όπου η ίδια δέχθηκε επίθεση στο πρόσωπο και το στομάχι όταν ήταν έγκυος, με αποτέλεσμα να υποβληθεί σε άμβλωση. Άλλες καταγγελίες της περιλάμβαναν το κόψιμο των φρένων του αυτοκινήτου της και την κλοπή τσάντας, ταυτότητάς της και δύο κινητών  τηλεφώνων και δημοσίευση χωρίς τη συγκατάθεσή της φωτογραφιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η προσφεύγουσα επισήμανε πως οι ρωσικές αρχές δεν της παρείχαν προστατευτικά μέτρα απέναντι στις επανειλημμένες πράξεις ενδοοικογενειακής βίας που έλαβαν χώρα εις βάρος της από τον πρώην σύντροφό της, καθώς και ότι απέτυχαν να θέσουν σε ισχύ ένα νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου κατά των γυναικών. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ εις βάρος της προσφεύγουσας καθώς και πως  η Ρωσία δεν κατάφερε να θεσμοθετήσει και να εφαρμόσει ένα ορθό ποινικοδικονομικό  σύστημα που θα τιμωρούσε όλες τις μορφές ενδοοικογενειακής βίας και θα παρείχε επαρκή προστασία στα θύματα.

Στην απόφαση Opuz κ. Τουρκίας[41] το ΕΔΔΑ έκρινε πως η παράλειψη του Κράτους να μεριμνήσει για την προστασία των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας παραβιάζει το δικαίωμα της ίσης προστασίας στον νόμο, «έστω και αν δεν υπήρχε πρόθεση από την πλευρά των εθνικών αρχών»[42]. Το Δικαστήριο, επιπροσθέτως, διαπίστωσε πως υφίστανται ενδείξεις ότι η ενδοοικογενειακή βία θίγει κυρίως τις γυναίκες, βασίζεται, δηλαδή στο φύλο, και ότι η παθητικότητα του κράτους, που απαντάται κυρίως με ανοχή στα περιστατικά βίας, η άρνηση της διερεύνησης των καταγγελιών και η ατιμωρησία των δραστών, συνιστά παγιωμένη διακριτική μεταχείριση κατά των γυναικών[43].

Στην πρόσφατη απόφαση Tkhelidze κατά Γεωργίας[44] το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των γεωργιανών αρχών να προστατεύσουν την κόρη της προσφεύγουσας από ενδοοικογενειακή και έμφυλη βία του πρώην συντρόφου της, με αποτέλεσμα τον θάνατό της. Έτσι, καταδίκασε τη χώρα για παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι οι αρχές θα μπορούσαν να είχαν λάβει προστατευτικά μέτρα, εν όψει και των επανειλημμένων εκκλήσεων της θανούσας, και απέτυχαν να αποτρέψουν την έμφυλη βία σε βάρος της με αποτέλεσμα τον θάνατό της.

Στην ακόμη πιο πρόσφατη απόφαση Δεκεμβρίου 2021 Tunikova κ.α. κατά Ρωσίας[45] το Δικαστήριο έκρινε πως υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 14 της ΕΣΔΑ. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο ανέδειξε το μέγεθος που έχει λάβει στη Ρωσία το αδίκημα της  ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών και την αποτυχία της Κυβέρνησης να θεσπίσει νομοθεσία για την πάταξή του με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί «ένα συνεχές κλίμα που ευνοούσε τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και τους δράστες τους»[46]. Κατά τα πραγματικά περιστατικά που συγκλονίζουν τον αναγνώστη επισημαίνονται τα κάτωθι. Η πρώτη προσφεύγουσα μαχαίρωσε τον σύντροφό της, καθώς εκείνος την έσπρωχνε από το μπαλκόνι. Της ασκήθηκε ποινική δίωξη και καταδικάστηκε για πρόκληση σωματικής βλάβης ενώ δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του συζύγου της. Η  δεύτερη προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι ο πρώην σύζυγός της την γρονθοκόπησε και την έριξε από τις σκάλες και το εθνικό δικαστήριο έκρινε ότι προφανώς είχε αυτοτραυματιστεί. Η τρίτη δέχτηκε επίθεση περίπου 20 φορές μέσα σε οκτώ χρόνια από τον πρώην σύζυγό της. Οι αρχές αρνήθηκαν να ασκήσουν ποινική δίωξη. Η τέταρτη παντρεύτηκε και όταν ανακοίνωσε στον σύζυγό της ότι θέλει διαζύγιο, αυτός την απείλησε να την σκοτώσει, την έκλεισε στο αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε παντού. Κατήγγειλε την συμπεριφορά του στην αστυνομία και ένας αξιωματικός της αστυνομίας της είπε ότι έπρεπε να αποσύρει την καταγγελία καθώς οι πράξεις του συζύγου ήταν απλώς μια «εκδήλωση αγάπης».

Η ενδοοικογενειακή βία ως «επιβλαβής παραδοσιακή πρακτική[47]».

Οι επιβλαβείς [48] παραδοσιακές πρακτικές συνιστούν πράξεις κυρίως εις βάρος των γυναικών και των κοριτσιών, που απαντώνται και εντός του προσφυγικού πλαισίου[49], και οφείλονται κυρίως σε «πολιτιστικές και εθιμοτυπικές θρησκευτικές παραδόσεις κληροδοτούμενες από γενιά σε γενιά».[50] Η ενδοοικογενειακή βία ως «επιβλαβής παραδοσιακή πρακτική» μολονότι απαντάται σε πολλά κράτη[51], κυρίως δε σε αυτά που επικρατούν «πατριαρχικά στερεότυπα», όπου χρησιμοποιείται ως μέθοδος επιβολής του ανδρικού φύλου στο γυναικείο, σημειώνεται κυρίως στη Νιγηρία[52], τη Συρία[53], το Πακιστάν[54], το Αφγανιστάν[55], ειδικά μετά την επικράτηση των Ταλιμπάν, αλλά και σε διάφορες χώρες της Αφρικής[56]. Ομολογείται πως συνιστά μέθοδο παραβίασης των δικαιωμάτων των γυναικών και  με τον τρόπο αυτό τίθενται σε κίνδυνο τα έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας, της ασφάλειας και της σωματικής ακεραιότητας των γυναικών και των κοριτσιών.

Επίλογος

Η ανάγκη ύπαρξης νομικών κειμένων προστασίας των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας υποδηλώνει πως τα φαινόμενα παραβιάσεων είναι αισθητά σήμερα με απότοκο να πλήττονται τα έννομα αγαθά της σωματικής ακεραιότητας, της τιμής και της προσωπικής ελευθερίας στους κόλπους της οικογένειας[57]. Μολονότι σημειώνεται επαρκές νομικό πλαίσιο για την πάταξη φαινομένων όλων των μορφών βίας εντός της οικογένειας, ήτοι της σωματικής, λεκτικής και σεξουαλικής ενδοοικογενειακής βίας, της έμμονης παρενοχλητικής παρακολούθησης («spouse stalking») και της ενδοοικογενειακής απειλής, συμπεριλαμβανομένης και της κακοποίηση γονέων/υπερήλικων από τα παιδιά τους[58], νομοθετική δε πρόοδος που επήλθε με την προσαρμογή της ελληνικής έννομης τάξης  σε αυξημένης τυπικής ισχύος διεθνή κείμενα και με την αντίστοιχη αναδιαμόρφωση των σχετικών ποινικών διατάξεων του σύγχρονου ΠΚ, διαπιστώνεται, σήμερα έξαρση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, με πολλά εκ των περιστατικών αυτών έχουν οδηγήσει ακόμη και στο θάνατο. Η ενδοοικογενειακή βία έχει σημαντικές επιπτώσεις για τον ψυχισμό των παθόντων, ειδικά των ανήλικων τέκνων. Στην κάθετη εφαρμογή της, ήτοι στις σχέσεις γονέων-τέκνων, έχει άμεση επίδραση στην ασκούμενη γονική μέριμνα και την αναπτυσσόμενη προσωπικότητα του ανήλικου τέκνου[59]. Η συνολική διαδικασία απώθησης των τραυματικών εμπειριών οδηγεί τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας σε θρυμματισμό του συναισθηματικού τους κόσμου, σε καταστάσεις άγχους, πανικού, κατάθλιψης και όχι σπάνια σε σοβαρότερες ψυχικές και διανοητικές διαταραχές[60].

Κατά την άποψη της γράφουσας, το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας παραπέμπει στην ανάγκη προστασίας των θυμάτων, κυρίως δε των ευάλωτων μελών (παρ’ ημίν «ανυπεράσπιστο» παρά τις όποιες εννοιολογικές ανακύπτουσες ασάφειες στην προσπάθεια σκιαγράφησης του εννοιολογικού αυτού προσδιορισμού) ανεξάρτητα από την έννομη σχέση με την οποία συνδέονται τα μέρη μεταξύ τους. «Η σχέση δράστη – θύματος δεν περιορίζεται στους οικογενειακούς δεσμούς, ούτε καθορίζεται μόνο από αυτούς, στο βαθμό που η βία, η οποία ασκείται με θύμα ή δράστη τον ένα από τους συντρόφους ανάγεται στις διαπροσωπικές σχέσεις του ζευγαριού και όχι απαραίτητα στις ενδοοικογενειακές σχέσεις»[61].

Βασιλική Σγάντζου, υπ. Δρ. Ποινικού Δικαίου Τμήμα Νομικής ΕΚΠΑ

*photo by Ben White on unsplash
1]ΕγκΕισΑΠ 12/2021. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL:  https://eisap.gr/%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-12-2021/

[2]Εγκ.Εισ. ΑΠ 2/2007. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL:  https://eisap.gr/%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CF%8D%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%BF%CF%82-02-2007/

[3] Παλαιότερα επί παραδείγματι μεταξύ άλλων βλ το αδίκημα του άρθρου 328 ΠΚ περί εκουσίας απαγωγής, όπου αναφέρεται ως εξής «Ο επί σκοπώ γάμου ή ακολασίας απάγων ή κατακρατών άγαμον και ανήλικον θήλυ εκουσίως μεν, άνευ όμως της συγκαταθέσεως των προσώπων υπό την εξουσίαν των οποίων διατελεί ή των δικαιουμένων κατά τον νόμον να μεριμνήσωσι δια το πρόσωπον αυτού, τιμωρείται, αν μεν έπραξε τούτο επί σκοπώ γάμου, δια φυλακίσεως μέχρι τριών ετών, αν δε επί σκοπώ ακολασίας, δια φυλακίσεως».

[4] Βλ επ’ αυτού και την Ερμηνευτική Έκθεση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η βία κατά των γυναικών έχει δομικά χαρακτηριστικά και αποτελεί, ειδικότερα, εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών (Explanatory Report to the Council of Europe Convention on preventing and combating violence against women and domestic violence, 2011, παρ. 25.

[5] Κάββουρα Θ. Ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών: Οι εμπειρίες συμβούλων και στελεχών των Συμβουλευτικών Κέντρων και των Ξενώνων Φιλοξενίας. Σε: Βαϊου Ν.,Πετράκη Γ., Στρατηγάκη Μ. Έμφυλη Βία-Βία κατά των γυναικών. Αθήνα:Αλεξάνδρεια;2021., σελ. 136

[6] Βλ. όμως και ΑΠ 1196/2011, ΤΝΠ QUALEX., όπου «…το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας παύει πλέον να αφορά το χώρο της συγκεκριμένης κάθε φορά οικογένειας, αλλά αποκτά απαξία που ενδιαφέρει την πολιτεία».

[7] Καραγιαννοπούλου Χ. Έμφυλες ανισότητες και δικαιώματα των γυναικών στη σημερινή Ελλάδα (2ο Φόρουμ Θεσσαλονίκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα 2020). Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη;2021.,σελ. 112.

[8] N. 3500/2006. Διαδικτυακά προσπελάσιμος σε URL: https://www.e-nomothesia.gr/oikogeneia/n-3500-2006.html

[9]  Istanbul Convention. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://www.coe.int/en/web/conventions/full-list?module=treaty-detail&treatynum=210

[10] 61/2018 Πλημ/κειο Καρδίτσας ΤΝΠ Nomos.

[11] Παπαθεοδώρου Θ. Η ποινικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας. Συγκριτική προσέγγιση, ΠοινΔ/νη 2007/71.

[12] βλ. αιτιολογική έκθεση του Ν. 3500/2006

[13] Αναλυτικότερα για το νομοθετικό πλαίσιο για την ενδοοικογενειακή βία στην ελληνική έννομη τάξη βλ μεταξύ άλλων σε Πελλένη- Παπαγεωργίου Α. Ενδοοικογενειακή βία και οικογενειακό δίκαιο. ΕφΑΔΠολΔ, 12/2021, σελ. 1409 – 1414.,  Δημητράτο Ν. Το νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στο ελληνικό ποινικό δίκαιο Εγκληματολογία  τ. 1-2/2020, σελ 98επ., Δημόπουλο Χ. Το σχέδιο νόμου «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας» ΠοινΔικ 2006,σελ 1040επ., Συμεωνίδου – Καστανίδου Ε. Το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία ΠοινΔικ 2006, σελ 1013επ., Συκιώτου Αθ., Ενδοοικογενειακή βία: Η πιο αποτρόπαιη μορφή βίας Εγκληματολογία 1-2/2014,σελ 54επ., Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Σκέψεις για τον Ν 3500/2006 (ενδοοικογενειακή βία). Τα προστατευόμενα πρόσωπα και ο σκοπός του νόμου, ΝοΒ 2012, σελ 244επ., Στεφανίδου Α. Ενδοοικογενειακή βία: Η έννοια της οικογένειας και η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη;2010., Ζημιανίτης Δ., Ζητήματα από τη νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία, ΤΝΠ QUALEX, ΠοινΔικ, 11/2011, σελ. 1206 – 1210., Πλεύρη Αν., Η νομοθετική αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα και την Κύπρο, ΤΝΠ QUALEX, ΕφΑΔΠολΔ, 7/2015, σελ. 591 – 609., Κωστάρας Α. Ποινικό Δίκαιο: Επιλογές Ειδικού Μέρους. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη;2020.,σελ 366επ. για την ειδική υπόσταση του άρθρου 312 ΠΚ., σελ 391επ. για την ειδική υπόσταση του άρθρου 330παρ. 2 ΠΚ και σελ.  402 επ. για τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του άρθρου 333παρ.2 ΠΚ.,Συμεωνίδου –Καστανίδου Ε. Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη;2020., σελ 152επ. για την ειδική υπόσταση του άρθρου 312 ΠΚ., σελ 218 επ. για την ειδική υπόσταση του άρθρου 330παρ. 2 ΠΚ και σελ.  227 επ. για τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του άρθρου 333παρ.2 ΠΚ.,Χαραλαμπάκης Α. Ο νέος Ποινικός Κώδικας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο του Ν 4619/2019. Τόμος Β’. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη; 2020., σελ 2310 επ. για την ειδική υπόσταση του άρθρου 312 ΠΚ., σελ 2441 επ. για την ειδική υπόσταση του άρθρου 330παρ. 2 ΠΚ και σελ.  2469 επ. για τη στοιχειοθέτηση της ειδικής υπόστασης του άρθρου 333παρ.2 ΠΚ.

[14] Από την επισκόπηση της νομολογίας, η γράφουσα διαπίστωσε πως συχνά  οι αποφάσεις που αφορούν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αναιρούνται λόγω έλλειψης αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής/ερμηνείας νόμου με προεξέχοντα λόγο «ασάφειες ως προς το είδος της σωματικής βλάβης που προξενήθηκε». Βλ ενδεικτικά ΑΠ (Ποιν) 1101/2019 ΤΝΠ Qualex., ΑΠ (Ποιν) 1997/2019 ΤΝΠ Qualex., ΑΠ (Ποιν) 638/2020 TNΠ Qualex., ΑΠ (Ποιν) 565/2020 ΤΝΠ Qualex.

[15] Βλ την απόφαση δημοσιευμένη στην Τράπεζα Νομικών ΔΣΑ, αλλά και με κριτική παρατήρηση του δικηγόρου Ερικραίτη Τρύφωνα δημοσιευμένη στην Ποινική Δικαιοσύνη σε ΠοινΔικ 4/2008, σελ. 406 επ., όπου ο ίδιος υποστηρίζει πως θα έπρεπε οι κατηγορούμενοι να τιμωρηθούν αντί του άρθρου 312 παρ. α με το άρθρο 6 παρ. 4, αφού πρόκειται για αδίκημα τελεσθέντος στο πλαίσιο οικογένειας και συγκεκριμένα η συμπεριφορά των κατηγορουμένων αποτελεί πρόκληση ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει ψυχική βλάβη, που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, όταν στρέφεται κατά ανηλίκου, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

[16] Βλ σε ΠοινΛογ 2008, σελ 1094. Εντούτοις, ο ΑΠ αντιμετώπισε την επίδικη συμπεριφορά με το άρθρο 337 ΠΚ αντί του Ν.3500/2006. Το πλαίσιο προβληματισμού ως προς το δόλο παραμένει.

[17] Βλ επί αυτού σε Παπαγεωργίου- Στ. Γονατάς, Είναι αναγκαίος ο σκοπός ηδονισμού στα σεξουαλικά εγκλήματα;σε ΠοινΔικ, 2018, σελ. 986 επ

[18] Βλ. ΠοινΧρ 2012, σ. 469, όπου « πάντως η αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία δεν αποτελεί σωματική βλάβη, εάν δεν προκάλεσε στον παθόντα παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές», δημοσιευμένη και σε ΠοινΛόγος 2001, σελ. 1320

[19] Το δικαστήριο έκρινε ότι η αφόρητη αυτή ψυχική ταλαιπωρία του θύματος δεν έφτασε στο σημείο να προκαλέσει σε αυτήν παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές, δηλαδή βλάβη της υγείας, αλλά μόνο κίνδυνο της ψυχικής υγείας της.

[20] ΑΠ 534/2012.,ΤΝΠ Nomos

[21] 156/2014 Διατ.Ανακρ.Ρεθ., ΤΝΠ Nomos.

[22] ΑΠ 57/2017., ΤΝΠ Qualex

[23] Πλέον «γενετήσιες πράξεις»

[24]  136/2018 βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Χανίων, ΤΝΠ Nomos

[25] 61/2018 βούλευμα του Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, ΤΝΠ Nomos

[26] ΕΔΔΑ 4.10.2012. Harroudj κατά Γαλλίας.,παρ.41. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Harroudj%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-113819%22]}

[27] ΕΔΑΔ (ολ.) 18.12.1986. Johnston και άλλοι κατά Ιρλανδίας.,παρ.51-54 Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Johnston%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-57508%22]}

[28] ΕΔΑΔ (ολ.) 13.6.1979, Marckx κατά Βελγίου., παρ. 31., ΕΔΑΔ (ολ.) 18.12.1986. Johnston και άλλοι κατά Ιρλανδίας.,παρ.55. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Marckx%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-57534%22]}

[29] Βλ πάντως και μία κριτική προσέγγιση επί του ζητήματος ερμηνείας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σε Βρέλλης Σπ. Στοιχεία νομικού φονταμενταλισμού στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. ΕφΑΔΠολΔ, 5/2018, σελ. 465 – 480.

[30] Σισιλιάνος Α.  Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-Ερμηνεία κατ’ άρθρο. 2η εκδ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη;2017.,σελ 394.

[31] ΕΔΔΑ 12.7.2001, Κ και Τ κατά Φιλανδίας., παρ. 150. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22k%20and%20t%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-59587%22]}

[32] ΕΔΔΑ 28.6.2007, Wagner και J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου.,παρ. 135. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Marckx%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-57534%22]}

[33] ΕΔΔΑ Γ.Β. κατά Ελλάδος., παρ. 49. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22%CE%93.%CE%92.%20%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%20%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%BF%CF%82%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22]}

[34] Το ΕΔΔΑ με σειρά αποφάσεων έχει κρίνει πως προστατεύονται οι σχέσεις μεταξύ παππούδων και εγγονών, οι σχέσεις αδελφών ανηλίκων είτε ενηλίκων και η σχέση θείου και ανιψιού. Βλ επ’ αυτών σε Σισιλιάνος Α., όπ., σελ. 395 με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.

[35] ΕΔΔΑ 21.7.2015, Oliari και άλλοι κατά Ιταλίας., παρ. 103. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22oliari%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-156265%22]}

[36] Βλ αναλυτικότερα σε Κοτσαλής Λ. Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο-Ερμηνεία και Εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη;2014.,σελ. 743 επ με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.

[37] Η λίστα των δικαστικών αποφάσεων του ΕΔΔΑ για υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας είναι μακροσκελής και ξεπερνά τα θεμιτά όρια της παρούσης αρθρογραφίας. Η γράφουσα νιώθει την ανάγκη να ενσωματώσει συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις, τις οποίες ξεχώρισε κατά τη μελέτη για τη συγγραφή του παρόντος.

[38]ΕΔΔΑ Kontrová v. Slovakia. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng-press#{%22itemid%22:[%22003-2013708-2124711%22]}

[39] ΕΔΔΑ 23.05.2017   Bălșan κατά Ρουμανίας Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22B%C4%83l%C8%99an%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-173619%22]}

[40] ΕΔΔΑ Volodina κατά Ρωσίας 14.09.2021. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-211794%22]}

[41] ΕΔΔΑ 9 Ιουνίου 2009, Opuz κ. Τουρκίας. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng# {%22fulltext%22:[%22Opuz%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-92945%22]}

[42] Βλ το σκεπτικό της παραγράφου 191.

[43] Όπ., παρ. 192-201.

[44] ΕΔΔΑ 08/10/2021 Tkhelidze κατά Γεωργίας. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL:  https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Tkhelidze%22],%22display%22:[2],%22languageisocode%22:[%22ENG%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-210854%22]}

[45] ΕΔΔΑ 14.12.2021 Tunikova κ.α. κατά Ρωσίας. Διαδικτυακά προσπελάσιμη σε URL:  https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22fulltext%22:[%22Tunikova%22],%22display%22:[2],%22languageisocode%22:[%22ENG%22],%22documentcollectionid2%22:[%22GRANDCHAMBER%22,%22CHAMBER%22],%22itemid%22:[%22001-213869%22]}

[46] Βλ σχολιασμό της απόφασης αναλυτικότερα σε ECHR Caselaw.com., στον διαδικτυακό ιστότοπο URL: https://www.echrcaselaw.com/apofaseis-edda/to-strasvourgo-epidikase-poso-370-000-evro-se-gunaika-thuma-emfulis-kai-endooikogeneiakis-vias-ksulodarmoi-apagoges-kai-kopsimo-xeriou-apo-susigous/

[47] Για τις επιβλαβείς παραδοσιακές πρακτικές που λαμβάνουν χώρα εις βάρος των γυναικών και των κοριτσιών βλ. αναλυτικότερα σε Γουσέτη Ι. Επιβλαβείς Παραδοσιακές πρακτικές κατά των γυναικών και Δικαιώματα του Ανθρώπου. Εγκληματολογία 1/2011.,σελ 160-165

[48] Για να είναι «επιβλαβείς» αυτές οι πρακτικές θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά ορισμένα κριτήρια. Βλ επ’αυτών σε σε Joint general recommendation No. 31 of the Committee on the Elimination of Discrimination against Women/general comment No. 18 of the Committee on the Rights of the Child on harmful practices.,2014. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/ TBSearch.aspx?SymbolNo=CEDAW/C/GC/31/CRC/C/GC/18  p.5-6

[49] Βλ σε General Recommendation 34 (2016) on rights of rural women, para. 22. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://digitallibrary.un.org/record/835897

[50] UN Office of the High Commissioner for Human Rights. An Assessment of Human Rights Issues Emanating from Traditional Practices in Liberia. ,2015. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://www.ohchr.org/_layouts/15/WopiFrame.aspx?sourcedoc=/Documents/Countries/LR/Harmful_traditional_practices18Dec.2015.pdf&action=default&DefaultItemOpen=1

[51] Hindin MJ, Kishor S, Ansara DL. Intimate partner violence among couples in 10 DHS countries: Predictors and health outcomes [Internet]. Vol. No. 18, DHS Analytical Studies. Calverton, Maryland: Macro International Inc.; 2008

[52] Beneto F., Schumann B., Vaezghasemi M. Intimate partner violence against women in Nigeria: a multilevel study investigating the effect of women’s status and community norms. BMC Women's Health 2018. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://bmcwomenshealth.biomedcentral.com/articles/10.1186/s12905-018-0628-7

[53] Schaack B.  National Courts Step Up: Syrian Cases Proceeding in Domestic Courts;2020. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL:  https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=3327676

[54] Tahir M. Domestic Violence against Women in Pakistan and its Solution from an Islamic Perspective: A Critical and Analytical Study.,2017. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL:  https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2986723

[55] Βλ αναλυτικότερα στον διαδικτυακό ιστότοπο URL: https://www.hrw.org/news/2021/08/05/afghanistan-justice-system-failing-women

[56] Alesina A., Brioschi B., Ferrara E. Violence Against Women: A Cross-Cultural Analysis for Africa;2021. Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: https://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=2721742

[57] Ειδικά ως προς αυτά τα έννομα αγαθά, πληττόμενα εντός της οικογένειας, δε μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως πως αυτά ειρηνεύουν όσο διαρκεί η διακινδύνευσή τους, διότι τελούν σε μία μακράς διάρκειας απειλητική για αυτά κατάσταση, που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εξελιχθεί σε βλάβη τους. Βλ επ’αυτού σε Ανδρουλάκης Ν. Ποινικό Δίκαιο., Γενικό Μέρος Ι.,β’ εκδ., 2006.,σελ.425-427.

[58] Συκιώτου Α. Ενδοοικογενειακή βία: Η πιο αποτρόπαιη μορφή βίας. ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, 1-2/2014, σελ. 54 – 65.

[59] Γεροστάθου Δ. Ενδοοικογενειακή βία σε σχέση με την προσωπικότητα του τέκνου. ΕφΑΔΠολΔ, 12/2014, σελ. 987 – 994.

[60] Δημητράτος Ν. Το νομοθετικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας στο ελληνικό ποινικό δίκαιο. ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ, 1-2/2020, σελ. 98 – 101.

[61] Στεφανίδου Α. Ενδοοικογενειακή βία: Η έννοια της οικογένειας και η διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης. Αθήνα:Νομική Βιβλιοθήκη;2010 σελ 26