«Ο Επιμελητής Ανηλίκων δίκαια θεωρείται ως ο βασικότερος φορέας πρόληψης και αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας»
Η Δρ. Αφροδίτη Μαλλούχου είναι Επιμελήτρια Ανηλίκων στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων & Κοινωνικής Αρωγής Πειραιά. Είναι Διδάκτωρ Κοινωνικού Ελέγχου/ Αντεγκληματικής Πολιτικής και Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια του Υπουργείου Δικαιοσύνης με μετεκπαίδευση στην Οικογενειακή & Σχολική Διαμεσολάβηση. Παράλληλα είναι Ενταγμένη στο Μητρώο Κύριου Διδακτικού Προσωπικού του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ). Έχοντας ήδη διανύσει 12 συναπτά έτη ως Επιμελήτρια Ανηλίκων Πειραιά, η Δρ. Μαλλούχου μιλά στον Πρόεδρο του ΚΕ.Μ.Ε. Διονύση Χιόνη και το CrimeTimes, για ρόλο των Επιμελητών Ανηλίκων, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, τη φαινομενολογία της νεανικής παραβατικότητας στη χώρα μας καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτή έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια. |
Ποιες σπουδές έχετε κάνει και ποια η σημερινή θέση εργασίας σας;
Μέχρι το γυμνάσιο σκεπτόμουν ότι θα γίνω δασκάλα ή καθηγήτρια φιλολογίας. Στα λυκειακά μου χρόνια αποφάσισα να σπουδάσω κοινωνική λειτουργός, γιατί ένιωθα ότι ήθελα πολύ να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους - και ειδικά με παιδιά και νεαρά άτομα - που βιώνουν δύσκολες και τραυματικές καταστάσεις, με σκοπό να τους στηρίξω και να τους ενδυναμώσω, ώστε να σταθούν ικανοί να τις διαχειριστούν. Πράγματι, σπούδασα Κοινωνική Εργασία στο ΤΕΙ Αθήνας (σημερινό ΠΑΔΑ), μια εφαρμοσμένη κοινωνική επιστήμη που προωθεί την κοινωνική αλλαγή, ανάπτυξη και συνοχή και διευκολύνει την κοινωνική ενσωμάτωση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που ζουν σε συνθήκες υψηλού κινδύνου. Παρόλο που ορισμένοι από το φιλικό μου περιβάλλον θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να έχω προτιμήσει κάποιο ΑΕΙ, εγώ δεν το μετάνιωσα ούτε για μια στιγμή. Ήμουν απόλυτα συνειδητοποιημένη για το τι ήθελα να κάνω. Πριν τελειώσω τις προπτυχιακές σπουδές μου, ήμουν επίσης κατασταλαγμένη για το πού θα ήθελα να εργαστώ. Το πεδίο της νεανικής παραβατικότητας ασκούσε πάνω μου μια ακατανίκητη έλξη, ένα μυστήριο που θα ήθελα πολύ να προσεγγίσω. Αυτός ήταν ο λόγος που έδωσα τότε (τελειόφοιτη φοιτήτρια) εξετάσεις γραπτές και προφορικές σε πανελλήνιο διαγωνισμό για πρόσληψη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης , στο οποίο και υπηρετώ -μετά την επιτυχή κατάταξή μου- επί 26 και πλέον συναπτά έτη. Τα πρώτα 14 χρόνια εργάστηκα ως δικαστική υπάλληλος, κυρίως σε ποινικά τμήματα και στη συνέχεια πέτυχα (επιτέλους!) τη μετάταξή μου στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων Πειραιά, όπου και υπηρετώ τα τελευταία 12 χρόνια, ως Επιμελήτρια Ανηλίκων. Αυτή η μετάταξη ήταν για μένα στόχος ζωής, ενώ αντίθετα άλλοι συνάδελφοί μου από τα δικαστήρια προσπαθούσαν να με αποτρέψουν θεωρώντας ότι «θα χαντακωνόμουν σε μια μικρή υπηρεσία με ‘δύσκολα παιδιά και διαλυμένες οικογένειες’ και με ένα τόσο ψυχοφθόρο αντικείμενο». Δεν με λύγισε τίποτα. Παρόλο που από την ηλικία των 23 ετών είχα ήδη δημιουργήσει την οικογένειά μου, οπότε οι όποιες συνέπειες της απόφασής μου δεν θα επηρέαζαν μόνο εμένα, παρουσιάστηκα με ανυπομονησία και λαχτάρα στη νέα μου θέση, στην οποία είμαι αφοσιωμένη έως σήμερα και θέλω να πιστεύω ότι την υπηρετώ με τον ίδιο ζήλο και το ίδιο μεράκι. Από το 2010, λοιπόν, νιώθω ότι ανοίγω συνεχώς τα φτερά μου, θέτοντας νέους στόχους προκειμένου να ανταποκριθώ με μεγαλύτερη ευθύνη, συνέπεια και αποτελεσματικότητα στον επαγγελματικό μου ρόλο. Όταν εργάζεσαι σε ένα τόσο απαιτητικό πεδίο, νιώθεις την ανάγκη συνεχούς επιμόρφωσης και αυτοβελτίωσης, ώστε να μη σε προσπερνούν οι εξελίξεις και να μπορείς να σταθείς με επαγγελματική επάρκεια απέναντι στις καθημερινές προκλήσεις που παρουσιάζονται. Προχώρησα, λοιπόν σε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Κοινωνικής & Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, όπου το αντάμωμά μου με τον αείμνηστο Καθηγητή Βασίλη Καρύδη –τον ευρυμαθή διορατικό επιστήμονα, άοκνο υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αγαπημένο Δάσκαλο– ήταν καθοριστικό για μένα, αφού ανέλαβε την επίβλεψη της διπλωματικής μου εργασίας και με παρότρυνε σε διδακτορικές σπουδές αναλαμβάνοντας την επίβλεψη της διδακτορικής μου διατριβής στο πεδίο Κοινωνικού Ελέγχου/ Αντεγκληματικής Πολιτικής, με θέμα την Επανορθωτική Δικαιοσύνη και την εμπειρική αξιολόγηση της συνδιαλλαγής κατά τη μεταχείριση των ανήλικων παραβατών στην Ελλάδα. Μετά την αιφνίδια απώλειά του το 2018, το έργο της επίβλεψης της διατριβής μου συνέχισε με προθυμία ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Νικόλαος Κουλούρης, η υποστήριξη της οποίας περατώθηκε με επιτυχία τον φετινό Σεπτέμβρη. Μέσα σε όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν, νιώθω ευλογημένη που συνάντησα στο διάβα μου αυτούς τους δύο πολύτιμους συνοδοιπόρους, που με εμπιστεύθηκαν και με συντρόφεψαν σε αυτό το μοναχικό ταξίδι, χωρίς να σταματούν στιγμή να με εμπνέουν. Έχοντας, λοιπόν, ως έναυσμα την ενασχόλησή μου με τις επανορθωτικές πρακτικές και κυρίως με τη συνδιαλλαγή, θέλησα να διερευνήσω περισσότερο τις αποκαταστατικές/συμφιλιωτικές διαδικασίες και έλαβα ειδική επιμόρφωση για την εφαρμογή της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης σε ανηλίκους από το Διεθνές Παρατηρητήριο για τη Δικαιοσύνη Ανηλίκων. Παράλληλα, διαπιστεύθηκα ως Διαμεσολαβήτρια του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με μετεκπαίδευση στην Οικογενειακή και Σχολική Διαμεσολάβηση. Έχω, επίσης, εκπαιδευτεί στη Συστημική Θεραπεία Οικογένειας και Ζεύγους, σε τριετές πρόγραμμα εκπαίδευσης από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας (ΕΠΙΨΥ). Παράλληλα με τις σπουδές αυτές παρακολούθησα μεταπτυχιακούς κύκλους μαθημάτων (ετήσιας και πλέον διάρκειας) στα αντικείμενα: α) Θεσμοί Κοινωνικής Ευθύνης και Κοινωνική Αλληλεγγύη (ΕΚΠΑ & Πάντειο Πανεπιστήμιο), β) Συμβουλευτική & Life Coaching (Πανεπιστήμιο Αιγαίου), γ) Παιδοψυχολογία – Παιδοψυχιατρική (Πανεπιστήμιο Αιγαίου), δ) Δυναμική Ομάδας (ΟΚΑΝΑ) και πλήθος επιμορφωτικών προγραμμάτων (ενδεικτικά αναφέρω εκπαιδεύσεις: συμβουλευτικής στην ανάπτυξη δεξιοτήτων δια βίου διαχείρισης σταδιοδρομίας, αξιολόγησης σε ψυχομετρικά τεστ, ψυχαναλυτικής θεωρίας, σε θέματα εξαρτήσεων, στην Καταξιωτική Συστημική Διερεύνηση, στην εφηβική υγεία & ψυχολογία στο οικογενειακό δίκαιο, στη διαπολιτισμική συμβουλευτική, στην κινητοποιητική συνέντευξη κ.ά.). Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι το πεδίο μας είναι τόσο ευρύ και πολυσχιδές, οπότε δημιουργείται η ανάγκη συνεχούς βελτίωσης των κοινωνικών μας δεξιοτήτων και διεύρυνσης της οπτικής και του ορίζοντά μας… Όπως τα παιδιά με τα οποία συνεργαζόμαστε, είναι διαμορφούμενες προσωπικότητες, έτσι και η προσέγγισή μας νιώθω ότι δεν θα πρέπει να μένει στατική, αλλά να εξελίσσεται. Ένα άλλο πεδίο που άνοιξε, επίσης, ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου είναι το πεδίο της Εκπαίδευσης Ενηλίκων. Από το 2016 εντάχθηκα στο Μητρώο Κύριου Διδακτικού Προσωπικού του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης & Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α) και συμμετέχω ως εισηγήτρια σε προγράμματα επιμόρφωσης δημοσίων υπαλλήλων, που υλοποιούνται από το ΙΝ.ΕΠ, αναλαμβάνοντας εκπαιδεύσεις στα γνωστικά αντικείμενα: α) Διαχείριση και Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού του Δημόσιου Τομέα και β) Κοινωνική Προστασία. Κι επειδή τίποτα δεν πηγαίνει χαμένο, μη νομίζετε ότι αυτή η ιδιότητά μου ως εκπαιδεύτρια ενηλίκων δεν έχει αξιοποιηθεί και στο πεδίο της συνεργασίας μου με τους εφήβους, εφόσον πολλές φορές κρίνω απαραίτητο να εκπαιδεύσω τους γονείς τους σε κοινωνικές δεξιότητες ή και να συντονίσω βιωματικά εργαστήρια και στο χώρο της εκπαίδευσης για τη διαχείριση των αποκλινουσών ή και παραβατικών συμπεριφορών μέσα στη σχολική κοινότητα.
Όπως τα παιδιά με τα οποία συνεργαζόμαστε, είναι διαμορφούμενες προσωπικότητες, έτσι και η προσέγγισή μας νιώθω ότι δεν θα πρέπει να μένει στατική, αλλά να εξελίσσεται
Ποια είναι τα καθήκοντα των επιμελητών ανηλίκων;
Ως αποστολή των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων ορίζεται, σύμφωνα με το ΠΔ 96/2017, η εξωιδρυματική μεταχείριση ανηλίκων που έχουν διαπράξει αδίκημα ή διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν δράστες ή θύματα αξιόποινων πράξεων, παρέχοντας υποστήριξη στην ποινική δικαιοσύνη για ανηλίκους τόσο στο επίπεδο της πρόληψης της παραβατικότητας και θυματοποίησης ανηλίκων όσο και της μεταχείρισης. Ειδικότερα, οι Επιμελητές Ανηλίκων, στο πλαίσιο της ποινικής αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων, συνδράμουμε τον Δικαστή Ανηλίκων στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων διερευνώντας την προσωπικότητα, τα ενδιαφέροντα, τις συνθήκες διαβίωσης, το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τις ενδεχόμενες εργασιακές συνθήκες των ανηλίκων. Με βάση τα στοιχεία της κοινωνικής έρευνας που έχουμε διενεργήσει, συντάσσουμε αναλυτική έκθεση για την προσωπικότητα του ανηλίκου καταλήγοντας σε συγκεκριμένη πρόταση για τη μεταχείριση που ενδείκνυται εξατομικευμένα για κάθε ανήλικο. Με το πέρας της κοινωνικής έρευνας παραδίδουμε τη γνωμοδότησή μας στον Δικαστή Ανηλίκων, ο οποίος θα κρίνει ποιο μέτρο θα τελεσφορήσει στην αναμόρφωση του συγκεκριμένου ανηλίκου. Η έκθεση κοινωνικής έρευνας (έκθεση ατομικής αξιολόγησης σύμφωνα με τον ν. 4689/2020) αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για τις δικαστικές αρχές, προκειμένου να αποφασίσουν για την αναγκαιότητα λήψης του καταλληλότερου μέτρου, το οποίο αποσκοπεί στην κοινωνική διαπαιδαγώνηση του ανηλίκου, στην ομαλή (επαν)ένταξή του στον κοινωνικό ιστό και στον περιορισμό τέλεσης νέων πράξεων που κινητοποιούν τη δικαιοσύνη, έχοντας πάντα ως γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου. Από όσα ήδη ανέφερα, πιστεύω ότι γίνεται κατανοητός ο καταλυτικός ρόλος που διαδραματίζει ο Επιμελητής Ανηλίκων σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, εφόσον συνεργάζεται αρχικά με τον ανήλικο και την οικογένειά του πριν το δικαστήριο προσπαθώντας να χτίσει μαζί τους μια σχέση εμπιστοσύνης, στη συνέχεια παρίσταται στην κεκλεισμένων των θυρών δίκη (η παρουσία του επιβεβλημένη και υποχρεωτική πλέον σύμφωνα με τον ν. 4689/2020), και τέλος ασκεί το αναμορφωτικό μέτρο της επιμέλειας υπηρεσίας επιμελητών και παρακολουθεί την εφαρμογή των λοιπών αναμορφωτικών και θεραπευτικών μέτρων και την εξέλιξη της μεταγενέστερης συμπεριφοράς του ανηλίκου. Όσον αφορά το πεδίο της πρόληψης, οι Επιμελητές, αφού λάβουμε τη σχετική ανάθεση από την αρμόδια δικαστική αρχή, μεριμνούμε για τους ανηλίκους που παρουσιάζουν δυσχέρειες κοινωνικής προσαρμογής, και οι οποίοι εκτιμάται ότι βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να ενεργήσουν παραβατικά ή να θυματοποιηθούν, στηρίζοντας κι ενδυναμώνοντας όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και τα μέλη της οικογένειάς τους. Για όλους τους παραπάνω λόγους και έχοντας περιγράψει συνοπτικά τα καθήκοντά μας, εκτιμώ ότι ο Επιμελητής Ανηλίκων δίκαια θεωρείται ως ο βασικότερος φορέας πρόληψης και αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας.
Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζετε στο έργο σας;
Ως Επιμελητές Ανηλίκων συνεργαζόμαστε κυρίως με εφήβους που εκδηλώνουν δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής ή/και επιθετικότητα και βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο να γίνουν δράστες αξιόποινων πράξεων ή με ανηλίκους που έχουν ήδη συγκρουστεί με τον νόμο, καθώς και με τις οικογένειές τους.
Η οικειοθελής προσέλευση των παιδιών στην Υπηρεσία Επιμελητών δεν υπάρχει ποτέ κατά την πρώτη συνάντηση, όπου λαμβάνεται το κοινωνικό ιστορικό. Τα παιδιά έρχονται στον επιμελητή επειδή παραβίασαν τον νόμο ή επειδή το ζήτησε ο γονιός τους εξαιτίας της εν γένει επικίνδυνης συμπεριφοράς τους. Η επιβολή αναμορφωτικού μέτρου είναι είτε αποτέλεσμα απόφασης δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής είτε επειδή το ζήτησε ο γονιός από τον Εισαγγελέα, και όχι επειδή οι ίδιοι αισθάνθηκαν ανάγκη για αναζήτηση βοήθειας. Επομένως, η επιθυμία του ανηλίκου για συνεργασία είναι ζητούμενο και στοίχημα για τον επιμελητή τις περισσότερες φορές. Όσο το αναμορφωτικό μέτρο επέχει θέση «υποχρέωσης», η έναρξη της συμβουλευτικής διαδικασίας καθυστερεί. Η επιθυμία για συνεργασία επομένως γεννιέται καθώς χτίζεται η «σχέση» και ο επιμελητής κερδίζει σταδιακά την εμπιστοσύνη του ανηλίκου. Ο Επιμελητής προσπαθεί να οικοδομήσει μια ουσιαστική σχέση με τον ανήλικο παραβάτη μέσα σε ένα κλίμα εμπιστευτικότητας και σεβασμού της προσωπικότητάς του. Προτείνει και επιβλέπει την τήρηση των αναμορφωτικών ή και θεραπευτικών μέτρων με βασικό στόχο να βοηθήσει τον ανήλικο να ανανοηματοδοτήσει τις επιλογές του, να θελήσει να αλλάξει εναντιωματικές στάσεις και συμπεριφορές, να επαναπροσδιορίσει τους στόχους του, να συνειδητοποιήσει την ανάγκη αλλαγής της πορείας του και να εξελιχθεί προσωπικά, σύμφωνα με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα και με συναισθηματική ισορροπία, αποφεύγοντας την τέλεση νέων αδικημάτων. Ο Επιμελητής δεν μπορεί να υποκαταστήσει τους γονείς ή να αναπληρώσει την ελλιπή γονεϊκή αρωγή και φροντίδα. Ένας, εξάλλου, ακόμα στόχος της συμβουλευτικής του παρέμβασης είναι η ενεργή και υπεύθυνη ανάληψη από τους γονείς του γονεϊκού τους ρόλου κατά τη διαδικασία κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των παιδιών τους. Είναι απαραίτητο να «πειστεί» και ο γονέας να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στη σχέση του με το παιδί του, όπως τις απαραίτητες οριοθετήσεις αλλά και να απαιτήσει δεσμεύσεις από το παιδί και να προσφέρει αυτοδεσμεύσεις σε αμοιβαίες συμφωνίες, αλλά και να κινητοποιηθεί να καταφύγει σε εξειδικευμένες υπηρεσίες (όπως προγράμματα απεξάρτησης από ουσίες κτλ), αν κριθεί απαραίτητο. Το πρώτο, λοιπόν, στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο επιμελητής είναι να κατακτήσει αρχικά την εμπιστοσύνη του ανηλίκου, αλλά και της οικογένειάς του. Μόνο μέσα από μια θετική συμβουλευτική σχέση είναι δυνατόν να επιτευχθεί η προσέγγιση των στόχων που έχουν τεθεί. Ο Επιμελητής, συχνά, λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στον γονιό και το παιδί, προκειμένου να λειάνει τις δυσκολίες επικοινωνίας που ορθώνονται ανάμεσά τους και δείχνουν ανυπέρβλητες. Η οικονομική κρίση έχει δυσχεράνει, επίσης, σε ένα βαθμό το έργο των Επιμελητών, αφού έχουν να συνεργαστούν με πολλές πραγματικά ταλαιπωρημένες και εξαθλιωμένες οικογένειες.
Περαιτέρω, οι Επιμελητές Ανηλίκων έρχονται αντιμέτωποι με διλήμματα και εσωτερικές συγκρούσεις, καθώς υποχρεώνονται από τη μια πλευρά να τηρήσουν εχεμύθεια, ενώ καλούνται από την άλλη να γνωμοδοτήσουν στο δικαστήριο, συνδυάζοντας κατά το δυνατόν τον συμβουλευτικό ρόλο με την ποινική μεταχείριση. Επομένως, απαιτούνται από την πλευρά του Επιμελητή ιδιαίτερη διακριτικότητα και προσεκτικές κινήσεις με στόχο τη βέλτιστη ανταπόκριση και στους δύο ρόλους του, ως γνωμοδότη και ως συμβούλου, και την ανάπτυξη πνεύματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας αφενός με τον Δικαστή, αφετέρου με τον ανήλικο και την οικογένειά του. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι η σχέση Επιμελητή και ανηλίκου διέπεται από ένα φάσμα που εκτείνεται μεταξύ ελέγχου – επιτήρησης και συμβουλευτικής, ωστόσο εκτιμώ ότι στην πράξη οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- οι Επιμελητές εστιάζουμε στη συμβουλευτική πλευρά του ρόλου μας.
Ο ανήλικος χρειάζεται ειδική προσέγγιση και εξατομικευμένη μεταχείριση προσαρμοσμένη στις δικές του ηλικιακές ανάγκες. Τα παιδιά που απασχολούν τα δικαστήρια είναι από 12 έως 18 ετών, οπότε διανύοντας το κρίσιμο αναπτυξιακό στάδιο της εφηβείας εκδηλώνουν – ως αναμένεται – τάσεις για ανεξαρτησία, αυτονόμηση, αντίσταση στην εξουσία, ιδεολογική διαφοροποίηση από την κοινωνία των ενηλίκων, συμμόρφωση ή και υποταγή στην ομάδα των συνομηλίκων. Η ευεπηρέαστη προσωπικότητα των εφήβων κρύβει ευθραυστότητα και ευαλωτότητα, πολλές φορές «καμουφλαρισμένες» πίσω από ένα θρασύ και ψυχρό προσωπείο, επειδή δεν έχουν βρει τον κατάλληλο τρόπο να εκφραστούν, το κατάλληλο έδαφος να ακουστούν και απαιτείται να μεταβούν στην ενήλικη ζωή με ωριμότητα και υπευθυνότητα, ενώ η προσωπική τους ταυτότητα είναι ακόμα υπό διαμόρφωση. Η εκδήλωση επιθετικής ή και παραβατικής συμπεριφοράς των παιδιών, αποτελεί συχνά ένα σύμπτωμα μιας παρατεταμένης δυσλειτουργίας, μια εκδραμάτιση δυσάρεστων συναισθημάτων, εφόσον δεν έχει δοθεί συστηματικά στα παιδιά ένας ζωτικός ψυχικός χώρος, τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον, ώστε να εκφράσουν τη δυσφορία τους με έναν πιο πρόσφορο τρόπο και να αντιμετωπισθούν με σεβασμό και όχι με κριτική.
Τα πιο δύσκολα περιστατικά μας, εκτιμώ ότι είναι οι υποθέσεις πρόληψης. Και αυτό συμβαίνει γιατί ένας ανήλικος που έχει παραπεμθεί στην Υπηρεσία μας, μετά από μία αίτηση του γονέα ή του διευθυντή της σχολικής μονάδας στην οποία φοιτά ο ανήλικος προς τον Εισαγγελέα, επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν την αποκλίνουσα ή επιθετική συμπεριφορά του παιδιού και ζητούν την ψυχοκοινωνική στήριξή του, χρειάζεται πολύ μεγάλη προσπάθεια και ειδικούς χειρισμούς από εμάς προκειμένου να κινητοποιήσουμε τον ανήλικο για τη μεταξύ μας συνεργασία, εφόσον εκείνος νιώθει ότι τα έχει όλα υπό έλεγχο, αφού δεν έχει μπλέξει στα «δίχτυα» του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και δεν έχει υποστεί το σοκ μιας σύλληψης, οπότε το πρόβλημα για εκείνον το έχουν τελικά οι γονείς και οι καθηγητές του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρειαζόμαστε λειτουργικούς και πρόθυμους «συμμάχους» τόσο από το οικογενειακό όσο και από το σχολικό περιβάλλον του παιδιού, προκειμένου να νιώσει ότι υπάρχουν άνθρωποι γύρω του που πραγματικά τον νοιάζονται, τον σέβονται, αφουγκράζονται τις ανάγκες του και θέλουν να τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει τα όνειρά του.
Εκτός από τις δυσκολίες που ανέφερα και αφορούν τον τρόπο που χειριζόμαστε τις υποθέσεις μας, υπάρχουν και αρκετές που αφορούν γενικότερα ζητήματα υποστελέχωσης των υπηρεσιών μας, εφόσον ένας εξαιρετικά μικρός αριθμός Επιμελητών σε όλη την Ελλάδα καλούμαστε να αντεπεξέλθουμε σε ένα πολυσχιδές και πολυσύνθετο έργο, προσαρμοζόμενοι στις αλλαγές μιας όλο και βαρύτερης σε ποιοτικά χαρακτηριστικά παραβατικότητας. Με αισιοδοξία υποδεχτήκαμε το τελευταίο χρονικό διάστημα την προσπάθεια του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναβάθμιση των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής μέσα από την υλοποίηση ενός προγράμματος ΕΣΠΑ, που έχει ως στόχο την πρόληψη της παραβατικότητας ανηλίκων και ενηλίκων καθώς και την κοινωνική τους (επαν)ένταξη, με παράλληλη ενδυνάμωση των επαγγελματιών.
Επίσης, ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε κατά την επιτέλεση του έργου μας είναι η έλλειψη κατάλληλων και επαρκών δομών για διασύνδεση και παραπομπές, εφόσον οι ήδη υπάρχουσες υπολειτουργούν ή καταρρέουν, με αποτέλεσμα να παρατηρείται φοβερή καθυστέρηση στις αξιολογήσεις και τις διαγνώσεις των παιδιών. Ζητάμε να δοθεί προτεραιότητα στα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο ή ήδη απασχολούν το ποινικό σύστημα. Εδώ και χρόνια αναφερόμαστε στην έλλειψη θεραπευτικών δομών για παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχιατρικής φύσης και εμφανίζουν έντονη παραβατικότητα, καθώς και στην έλλειψη δομών φιλοξενίας κυρίως για παιδιά από 14 έως 18 ετών, ιδίως αν αυτά αντιμετωπίζουν θέματα με σοβαρές διαταραχές διαγωγής, τα οποία δεν γίνονται δεκτά από κανένα πλαίσιο.
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε κατά την επιτέλεση του έργου μας είναι η έλλειψη κατάλληλων και επαρκών δομών για διασύνδεση και παραπομπές
Ένα, ακόμα, σημαντικό πρόβλημα είναι η έλλειψη προγραμμάτων εναλλακτικής εκπαίδευσης και επαγγελματικών εργαστηρίων για ανηλίκους και νέους που έχουν διακόψει τη σχολική φοίτηση, με αποτέλεσμα οι ανήλικοι που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την υποχρεωτική εκπαίδευση να μην έχουν πολλές επιλογές επαγγελματικού προσανατολισμού και αποκατάστασης. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά που φτάνουν στις Υπηρεσίες μας, συχνά αντιμετωπίζουν πολλές μαθησιακές δυσκολίες και δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο τους, όμως το σχολικό περιβάλλον -ειδικά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- δεν είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει όλους αυτούς τους «κραδασμούς» και δεν μπορεί να διαχειριστεί παραβατικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί την αποβολή ή την αποπομπή του παιδιού από το σχολείο ως βασικό μέσο πειθαρχίας, τιμωρητικές πρακτικές που αυξάνουν την αντιδραστικότητα και τα βίαια ξεσπάσματα ενός παιδιού.
Πώς έχει εξελιχθεί η παραβατικότητα ανηλίκων τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας;
Τόσο από εμπειρική διερεύνηση όσο και από τα στατιστικά στοιχεία που καταγράφονται και αποτυπώνονται στις Υπηρεσίες μας, φαίνεται ότι τα τελευταία 10-12 χρόνια η ένδικη νεανική παραβατικότητα έχει διαφοροποιηθεί κυρίως ως προς τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό, επισημαίνω κυρίως τον τρόπο τέλεσης των πράξεων, τη βαρύτητα, την πολυπλοκότητα / πολυμορφία και την ιδιαίτερη βιαιότητά τους, την πληθυσμιακή διαφοροποίηση των δραστών ως προς την εθνική τους προέλευση, την επήρεια του διαδικτύου στην τέλεση «νέων» αδικημάτων (λ.χ. διαδικτυακός εκφοβισμός, προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας κ.λπ.), την εμπλοκή μικρότερων ηλικιών με τη δικαιοσύνη, αλλά και ως προς τα ποσοτικά της χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ιδιαιτέρως την αύξηση των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας, καθώς και αυτών που εμπεριέχουν βία.
Ακόμα, λοιπόν, και εάν περιστασιακά καταγράφεται στα στατιστικά στοιχεία των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων μια ποσοτική μείωση των περιστατικών που καταλήγουν στις δικαστικές αίθουσες, αυτή εκτιμάται ως εντελώς συγκυριακή λόγω διαφόρων νόμων περί παραγραφής ορισμένων «ήπιων» αδικημάτων –κυρίως πταισματικών παραβάσεων, λ.χ. παράβασης Κ.Ο.Κ.–, προκειμένου να αποσυμφορηθούν τα πινάκια των δικαστηρίων.
Περαιτέρω, φαινόμενα που συναντώνται συχνότερα τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με το παρελθόν είναι:
α) η με συνεχώς αυξανόμενες τάσεις εκδήλωση ρατσιστικής βίας,
β) η αύξηση των περιστατικών ενδοσχολικής βίας,
γ) η μεγαλύτερη εμπλοκή κοριτσιών σε παραβατικές συμπεριφορές, κυρίως σε πράξεις άσκησης σωματικής βίας ή σε πράξεις κατά της ιδιοκτησίας,
δ) η καταγραφή αδικημάτων που σχετίζονται με την παραβίαση της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας,
ε) η αύξηση των αδικημάτων που σχετίζονται με τις μεταναστευτικές ροές ή με ανηλίκους Ρομά οι οποίοι απασχολούν επανειλημμένα το ΣΠΔΑ ήδη από πολύ μικρές ηλικίες (λαθρεμπόριο <κυρίως τσιγάρων>, κλοπές, ληστείες, διακίνηση ναρκωτικών, παράνομη είσοδος στη χώρα, κ.ά.).
Σε ποιους παράγοντες αποδίδετε αυτή τη διαφοροποίηση στην εκδήλωση της νεανικής παραβατικότητας;
Το φαινόμενο της νεανικής παραβατικότητας είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό. Η οικονομική κρίση που βιώνουμε την τελευταία δωδεκαετία φαίνεται ότι άσκησε σημαντική επίδραση στην ποιοτική και ποσοτική διαφοροποίηση της ένδικης νεανικής παραβατικότητας, εφόσον έχει επηρεάσει πολύ τη λειτουργία της οικογένειας και, γενικότερα, τη λειτουργία του κοινωνικού ιστού, επιβαρύνοντας το κοινωνικο-οικονομικό προφίλ των οικογενειών και επηρεάζοντας σημαντικά την ψυχολογία των ανηλίκων και των οικογενειών τους. Όταν χαλαρώνουν οι οικογενειακοί δεσμοί και απουσιάζει η επικοινωνία μεταξύ των μελών, όταν ο γονέας, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τουλάχιστον τα απαραίτητα για τον βιοπορισμό της οικογένειάς του, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί υπεύθυνα και με συνέπεια στα γονεϊκά του καθήκοντα, τότε ο ανήλικος απομονώνεται αρκετές ώρες, παραμελείται και, εάν η ένταξή του στη σχολική κοινότητα αποτύχει, με έντονο το αίσθημα ματαίωσης και απουσία στόχων, στρέφεται ευκολότερα και με μεγαλύτερη ανάγκη αποδοχής σε ομάδες συνομηλίκων, για να καλυφθεί συναισθηματικά, κάτι που μπορεί να τον οδηγήσει στην παραβατικότητα, αν αυτές οι ομάδες είναι ήδη ενταγμένες εκεί. Επιπλέον, επειδή η επιθετικότητα συνδέεται συχνά με τη χαμηλή αυτοεκτίμηση των εφήβων, την ανάγκη τους για αναγνώριση ή ένταξη σε μια ομάδα, πολλοί ανήλικοι προσέρχονται στο δικαστήριο ως κατηγορούμενοι για επεισόδια άσκησης έντονης βίας κατά τη συμμετοχή τους σε καταλήψεις, πορείες, διαδηλώσεις ή κατά την προσχώρησή τους σε συμμορίες ή εγκληματικές οργανώσεις. Ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης διαμαρτυρίας των νέων εκφράζει μια γενικότερη κοινωνική αντίδραση σε κάθε μορφής εξουσία που θεωρούν ότι οδήγησε τη χώρα στην κατάσταση που βιώνει μετά την οικονομική κρίση. Επίσης, η αύξηση των περιστατικών πρόληψης που φτάνουν στις εισαγγελίες και στη συνέχεια στις Υπηρεσίες μας ή η διαπίστωση περιστατικών οικογενειών με πολυσύνθετα προβλήματα και αυξημένες ανάγκες (ψυχιατρικά θέματα, ζητήματα εθισμού σε ουσίες, αλκοόλ ή διαδίκτυο, ενδοοικογενειακή βία, πράξεις προσβολής γενετήσιας ελευθερίας, κ.ά.) αντικατοπτρίζουν την κοινωνική κρίση που περνά η Ελλάδα. Οι περιπτώσεις που μας απασχολούν πλέον είναι πολύ πιο σοβαρές από ό,τι πριν, γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε πολλαπλά προβλήματα, ξεκινώντας ακόμα και από τα στοιχειώδη της επιβίωσης. Επομένως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκτός από την οικονομική κρίση που φαίνεται ότι επηρέασε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εφηβικής παραβατικής συμπεριφοράς, εξίσου σημαντική είναι και η κοινωνική κρίση (κρίση αξιών, κρίση του θεσμού της οικογένειας), αλλά και οι πληθυσμιακές αλλαγές/αύξηση των μεταναστευτικών ροών, καθώς και η αλόγιστη χρήση του διαδικτύου και της τεχνολογίας. Περαιτέρω, στους αιτιολογικούς παράγοντες της νεανικής παραβατικότητας, συνεκτιμούμε πάντα: α) τα ατομικά χαρακτηριστικά του ανηλίκου (ιδιοσυγκρασία, εξελικτική πορεία, τραυματικές εμπειρίες, δυσκολίες ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης και κοινωνικοποίησης, προηγούμενη θυματοποίηση κ.ά), β) τα χαρακτηριστικά του οικογενειακού του περιβάλλοντος (τεταμένες γονεϊκές σχέσεις, ενδοοικογενειακή βία/πρότυπα επιθετικής συμπεριφοράς, συγκρουσιακό κλίμα, απουσία κάποιου γονέα, παραμέληση, πολύ αυστηρές ή πολύ ελαστικές μέθοδοι ανατροφής, έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας, υπερβολικές απαιτήσεις γονέων, επικριτική γονεϊκή στάση ή γονεϊκή ανεκτικότητα απέναντι σε βίαιες συμπεριφορές, έκθεση ανηλίκου σε κινδύνους, αδυναμία θέσπισης ορίων, ανεξέλεγκτη χρήση του διαδικτύου, αδυναμία γονεϊκής ανταποκρισιμότητας, παραβατικοί γονείς ή με ψυχικές διαταραχές κ.ά.) και γ) την επίδραση ορισμένων κοινωνικών παραγόντων (ανταγωνιστικό κλίμα του σχολείου, πολιτικές του εκπαιδευτικού συστήματος, προβολή της βίας από τα ΜΜΕ, ανυπαρξία κοινωνικών δομών για να προσφέρουν βοήθεια στην οικογένεια κ.ά).
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των παιδιών που απασχολούν τις Υπηρεσίες σας;
Θα μπορούσαμε να αποτυπώσουμε κάποια κοινά γνωρίσματα στους ανηλίκους που φτάνουν στις Υπηρεσίες μας ως δράστες αξιόποινων πράξεων ή ως περιστατικά πρόληψης: H συντριπτική πλειονοψηφία των ανηλίκων αποτελείται από αγόρια, από 12 έως 18 ετών, τα οποία σε μεγάλο ποσοστό προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπου ενδεχομένως βιώνουν αισθήματα κοινωνικού αποκλεισμού. Συχνά διαπιστώνονται δυσλειτουργίες στο οικογενειακό περιβάλλον, όπως αυτές που ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω και που το καθιστούν όχι μόνο μη υποστηρικτικό αλλά και ενίοτε κακοποιητικό. Η πλειονοψηφία των ανηλίκων φέρεται να έχει ολοκληρώσει με χαμηλές επιδόσεις τη βασική εκπαίδευση. Ωστόσο, μεγάλο είναι και το ποσοστό εκείνων που την έχουν διακόψει, πριν την ολοκληρώσουν, λόγω μαθησιακών δυσκολιών ή αδικαιολόγητων απουσιών ή λόγω αδυναμίας ένταξης σε ένα ανταγωνιστικό -μη συμπεριληπτικό- και γνωσιοκεντρικά εστιασμένο σχολικό περιβάλλον ή την εγκαταλείπουν προς αναζήτηση εργασίας εξαιτίας πολλαπλών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν. Ένας αριθμός ανηλίκων φλερτάρουν (τουλάχιστον) με εξαρτησιογόνες ουσίες. Σε κάποιο ποσοστό εκδηλώνουν συναισθηματικές διαταραχές, διαταραχές διαγωγής ή προβλήματα ψυχικής υγείας, τα οποία συχνά συνεπηρεάζονται και διαμορφώνονται εντός ενός δυσχερούς πλαισίου κοινωνικοοικονομικής δυσπραγίας. Ένα, επίσης, κοινό χαρακτηριστικό των ανηλίκων που εκδηλώνουν παραβατικότητα είναι η έλλειψη στόχων, κινήτρων και προσδοκιών για προσωπική, εκπαιδευτική ή επαγγελματική ανέλιξη, αναλώνοντας απερίσκεπτα και επιζήμια τον ελεύθερο χρόνο τους, διαθέτοντάς τον στη συναναστροφή με συνομηλίκους, που προέρχονται από παρόμοια δυσλειτουργικά περιβάλλοντα. Θεωρώ σημαντικό να τονίσουμε ότι ο ανασφαλής δεσμός ανάμεσα στη μητέρα και στο παιδί της από τη βρεφική ηλικία θεωρείται από τους πιο ισχυρούς προβλεπτικούς παράγοντες για την απουσία ενσυναίσθησης και την εκδήλωση αντικοινωνικών και επιθετικών πράξεων απέναντι στους άλλους ήδη από τη νηπιακή ηλικία. Επιπλέον, η απουσία πατρικής εμπλοκής φαίνεται να συνδέεται με δυσκολίες ταυτίσεων του αγοριού με ένα θετικό πρότυπο, που λειτουργεί ως εσωτερική πυξίδα και ως πλαίσιο αναφοράς σε επίπεδο συμπεριφορών και ψυχοκοινωνικής λειτουργίας. Από τα παραπάνω καταδεικνύεται η σημασία των θετικών εμπειριών με τον «σημαντικό άλλο» (μητέρα και πατέρας) για τη συναισθηματική ασφάλεια του παιδιού και τη συγκρότηση των εσωτερικών αναπαραστάσεων και ταυτίσεων. Ανήλικοι, οι οποίοι σχηματίζουν μια θετική αυτοεικόνα, έχουν αρμονικές, στενές και στοργικές σχέσεις με τους γονείς τους, μοιράζονται μαζί τους συναισθήματα αγάπης μέσα από έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό φροντίδας και αμοιβαίου σεβασμού, επιθυμούν να ταυτιστούν μαζί τους, και στην πλειοψηφία τους παρουσιάζουν μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση, δεν απασχολούν τη δικαιοσύνη και στρέφονται σπανιότερα στο έγκλημα.
Ωστόσο, στα γενικά χαρακτηριστικά των ανηλίκων που μόλις περιέγραψα, συναντάμε και κάποιες αποκλίσεις από τη συγκεκριμένη εικόνα, εφόσον μας έχουν απασχολήσει και ανήλικοι από – φαινομενικά τουλάχιστον – συγκροτημένες οικογένειες, με υψηλό μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο, ανήλικοι που παρουσίαζαν μια πολύ ικανοποιητική σχολική πορεία και μια «φυσιολογική» κοινωνική ζωή. Αυτές οι περιπτώσεις ανηλίκων φαίνεται ότι απασχόλησαν το ποινικό σύστημα εντελώς συμπτωματικά και κυρίως για συγκεκριμένες πράξεις: παράβαση Κ.Ο.Κ., βία σε αθλητικούς χώρους, περιστασιακή συμπλοκή με συνομηλίκους, συμμετοχή σε κατάληψη ή πορεία με διατάραξη κοινής ειρήνης ή σωματική βλάβη, κλοπή, εξύβριση, προμήθεια και χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Πώς βλέπετε να εξελίσσεται στο μέλλον;
Σήμερα, μετά την κοινωνικοοικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας την τελευταία δωδεκαετία και την υγειονομική που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί ολόκληρη την ανθρωπότητα, προβάλλει πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη μιας πολυεπίπεδης και ολιστικής προσέγγισης της παραβατικής συμπεριφοράς με έμφαση στην πρόληψη, καθώς και ουσιαστικής φροντίδας και προστασίας των παιδιών σε κίνδυνο και αρμονικής συνανάπτυξης των νοητικών και ψυχοσυναισθηματικών δυνάμεών τους, ώστε να μπορούμε να προσβλέπουμε στην πραγμάτωση του οράματος μιας κοινωνίας ανοιχτής με λιγότερη βία και περισσότερη αλληλεγγύη.
Σε πρόσφατη έρευνα που διενήργησα στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής λαμβάνοντας συνεντεύξεις από δικαστικούς λειτουργούς και επαγγελματίες που υπηρετούν στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης Ανηλίκων, αναδεικνύεται, κατά την εκτίμησή τους, με την οποία ταυτίζομαι, ότι η παραβατική δράση των ανηλίκων δεν αποκαλύπτει απαραίτητα την έναρξη μιας εγκληματικής «σταδιοδρομίας», αλλά την πίστη τους ότι θα μπορούσε αυτή να αντιμετωπιστεί και να αναχαιτιστεί με τις κατάλληλες παρεμβάσεις διαπαιδαγώγησης, αρκεί αυτές να είναι ολιστικές και στοχευμένες στην υποστήριξη και ενδυνάμωση: α) του οικογενειακού πλαισίου του ανηλίκου, ώστε να σταθεί ικανό να επιτελέσει τον εξαιρετικά σημαντικό υποστηρικτικό του ρόλο, προσφέροντας ασφάλεια, φροντίδα και καλλιέργεια του αισθήματος ατομικής ευθύνης στον ανήλικο, β) του σχολικού του περιβάλλοντος, ώστε να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές όχι με τιμωρητικές και στιγματιστικές πρακτικές, αλλά με λογική οριοθέτηση εντασσόμενη σε μια κουλτούρα συμπερίληψης και συμφιλίωσης, και γ) του ίδιου του ανηλίκου, ώστε να μπορέσει να διαχειριστεί πιθανή δική του προηγούμενη θυματοποίηση, καθώς και τις εφηβικές του παρορμήσεις, να αναπτύξει την αυτοεκτίμησή του, για να ανταπεξέλθει με ικανό τρόπο στις κοινωνικές απαιτήσεις, αναλαμβάνοντας με ωριμότητα και συνέπεια τις ευθύνες του και να ενταχθεί ομαλά στον κοινωνικό ιστό. Παράλληλα, αν από τη μία περιοριστεί η ποινική τιμωρητική παρέμβαση μόνο στις περιπτώσεις των επικίνδυνων δραστών και όσων έχουν απασχολήσει επανειλημμένα το ποινικό σύστημα, κι εφόσον προηγουμένως έχουν εξαντληθεί όλα τα αναμορφωτικά μέτρα, και από την άλλη, η ελαφρά παραβατικότητα αντιμετωπιστεί με μέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης αποφεύγοντας κάθε στιγματιστική διαδικασία που επισυνάπτεται ως η «ετικέτα» του παρεκκλίνοντος στη δημόσια ταυτότητα του ανηλίκου και η οποία ενδέχεται να οδηγήσει στην παγίωση μιας εγκληματικής σταδιοδρομίας, τότε αυτή ίσως είναι η πιο ευοίωνη τακτική με ενθαρρυντικές μελλοντικές προοπτικές για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας
Πώς κρίνετε το αναμορφωτικό μέτρο της συνδιαλλαγής ανήλικου θύτη και θύματος;
Προσωπικά, πιστεύω πάρα πολύ στο συγκεκριμένο μέτρο, γι’ αυτό άλλωστε το επέλεξα ως θέμα της διδακτορικής μου διατριβής. Η επανορθωτική προσέγγιση του εγκλήματος παρουσιάζει μία πιο δημοκρατική, ανθρωποκεντρική και αλληλεπιδραστική απάντηση στο φαινόμενο της παραβατικότητας, εφόσον την ερμηνεύει ως πράξη που προκαλεί βλάβη και ανθρώπινο πόνο σε επίπεδο προσωπικό, διαπροσωπικό, κοινωνικό. Καλεί σε μία ουσιαστική, οικειοθελή επαφή τον ανήλικο δράστη και το θύμα, δίνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα στον δράστη να αναλάβει ενεργά την ευθύνη της πράξης του, ως μία ευκαιρία να συνειδητοποιήσει, με ενσυναίσθηση, το μέγεθος και τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκαλέσει σε ένα άλλο πρόσωπο και να τις αποκαταστήσει και ταυτόχρονα δίνει έναν ενεργό «πρωταγωνιστικό» ρόλο στο θύμα ώστε να ακουστεί η φωνή του, να εκφράσει τα συναισθήματά του, να νιώσει ηθική ικανοποίηση και άμβλυνση του αισθήματος αδικίας που έχει υποστεί και να αποβάλει τον φόβο του για ενδεχόμενη επανάληψη της πράξης. Μέσα στην αποκαταστατική θεώρηση όλοι αξίζουν να αντιμετωπίζονται με σεβασμό και αποδοχή, λαμβάνοντας μέρος σε συμμετοχικές διαδικασίες χωρίς αποκλεισμούς, συνδεόμενοι μεταξύ τους με ένα αίσθημα ευθύνης για τον άλλο και αναλαμβάνοντας με εκούσια επιλογή την επούλωση της βλάβης.
Η επανορθωτική προσέγγιση του εγκλήματος παρουσιάζει μία πιο δημοκρατική, ανθρωποκεντρική και αλληλεπιδραστική απάντηση στο φαινόμενο της παραβατικότητας
Θεωρώ, λοιπόν, ότι το μέτρο της συνδιαλλαγής είναι ένα από τα πιο σύγχρονα και τα πιο ενδεδειγμένα πλέον μέτρα, πολύ σημαντικό και ωφέλιμο, αποτελεσματικό, λυτρωτικό, καινοτόμο, πολλά υποσχόμενο, με δυναμική προοπτική, που λειτουργεί διαπαιδαγωγικά, εφόσον παρέχει μια μοναδική ευκαιρία έκφρασης συναισθημάτων και εξομάλυνσης / αποκατάστασης των σχέσεων των δύο μερών, με την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται σωστά από εκπαιδευμένους επαγγελματίες. Είναι μια ισότιμη και δίκαιη διαδικασία με οφέλη και ισομέρεια για τις δύο πλευρές, που δεν ευνοεί ούτε αδικεί κάποιο από τα μέρη. Αντίθετα λειτουργεί εξισορροπητικά στοχεύοντας στην ικανοποίηση και τη δικαίωση όλων των εμπλεκομένων, αλλά απαιτεί τους κατάλληλους χειρισμούς από τον διαμεσολαβητή. Η συνδιαλλαγή αποτελεί μια δομημένη επανορθωτική διαδικασία, μια δίκαιη μορφή μεταχείρισης, με καθαρά διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα και πιθανόν πολύ πιο ωφέλιμη από τα λοιπά αναμορφωτικά μέτρα. Χαρακτηρίζεται ως ένα πολύ δυνατό μέτρο, που φέρνει τον δράστη αντιμέτωπο με τις πράξεις του, με τις προθέσεις του, αποφεύγοντας τις υπεκφυγές και τις δικαιολογίες, αντιμετωπίζοντας την αλήθεια κατάματα, κάτι που απαιτεί την έκθεσή του. Μέσα από την ανάληψη της ευθύνης εκ μέρους του αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του απέναντι στο θύμα αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία, έρχεται σε επαφή και με τα δικά του συναισθήματα και με τα συναισθήματα της άλλης πλευράς, αυξάνεται η ενσυναίσθησή του, η κοινωνική του υπευθυνότητα, ωριμάζει και επέρχεται η αποκατάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων και η επανόρθωση της βλάβης.
Παράλληλα, μέσω της συνδιαλλαγής επανέρχονται στο προσκήνιο οι ανάγκες του θύματος, οι οποίες υποσκελίζονται στο πλαίσιο του «παραδοσιακού» συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, αφού αυτό επικεντρώνεται κυρίως στον δράστη της αξιόποινης πράξης. Η δυνατότητα που δίνεται στο θύμα να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τον δράστη, άρα και τους φόβους του απέναντί του, βοηθούν τον παθόντα να σταματήσει να συντηρεί αρνητικά συναισθήματα για τον δράστη, που υποβαθμίζουν την ποιότητα της ζωής του στο στάδιο που ακολουθεί τη θυματοποίησή του. Η ευεργετική δε επίδραση της συνδιαλλαγής και στα δύο μέρη φαίνεται ότι δεν εξαντλείται σε έναν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα. Με τον ενεργητικό ρόλο του δράστη στη διαδικασία και την ενδυνάμωση της θέσης του θύματος, οι «πρωταγωνιστές» της διαφοράς «φωτίζονται» όπως και η έκφραση των συναισθημάτων τους, η κρατική παρέμβαση παρακάμπτεται και η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης μεταξύ δράστη-θύματος ανατίθεται στους ίδιους. Περαιτέρω, βιβλιογραφικά υποστηρίζεται ότι οι δράστες που συμμετέχουν σε αποκαταστατικές διαδικασίες, παρουσιάζουν μειωμένες πιθανότητες υποτροπής και αυτός είναι ένας δείκτης που θα μπορούσε σε ένα βαθμό να συνυπολογιστεί στον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως επιτυχούς ή αποτυχημένου, παρ’ όλο που και η ίδια η έννοια της υποτροπής παραπέμπει σε πολυπαραγοντικούς συσχετισμούς.
Εφαρμόζεται στην πράξη στην Ελλάδα;
Δυστυχώς, δεν εφαρμόζεται στον βαθμό που προσδοκούσαμε. Κι ενώ για το συγκεκριμένο αναμορφωτικό μέτρο, έχει γίνει αντιληπτό ότι ο διαπαιδαγωγικός του ρόλος για τον ανήλικο δράστη σε συνδυασμό με την ηθική ικανοποίηση του παθόντος, παρέχεται ως μια πολύ σημαντική δυνατότητα από το ελληνικό ποινικό δίκαιο ανηλίκων, οι συμβολισμοί και τα μηνύματα της οποίας δεν περιορίζονται και δεν εξαντλούνται στα στενά χρονικά πλαίσια της διαδικασίας, αλλά ο ανήλικος μπορεί να τα συνειδητοποιήσει και να τα ερμηνεύσει πιο συγκροτημένα αποκτώντας την ωριμότητα της ενηλικίωσής του, χρειάστηκε να περάσουν δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια προκειμένου να διαμορφωθεί ένα ρυθμιστικό πλαίσιο εφαρμογής του μέτρου.
Το 2017 υπογράφτηκε και ακολούθως υλοποιήθηκε Πρωτόκολλο Συνεργασίας ανάμεσα στο ΙΝΕΠ του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), το Εργαστήριο «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση» του Τμήματος Κοινωνιολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου, υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Βασιλικής Αρτινοπούλου και τον Σύνδεσμο Επιμελητών Δικαστηρίων Ανηλίκων Ελλάδας, για την υπηρεσιακή εκπαίδευση των Επιμελητών Ανηλίκων της χώρας στην εφαρμογή του αναμορφωτικού μέτρου της συνδιαλλαγής ανήλικου δράστη και θύματος. Στο ίδιο πλαίσιο λειτούργησε καινοτόμο Εργαστήριο Θεωρητικής και Βιωματικής Εκπαίδευσης με τη συμμετοχή Δικαστών, Εισαγγελέων και σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, με πρωτοβουλία του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Διά Βίου Εκπαίδευσης των Εισαγγελικών Λειτουργών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.
Έτσι, λοιπόν, δόθηκε η δυνατότητα εστιασμένης και εξειδικευμένης επιμόρφωσης στους Επιμελητές Ανηλίκων στο συγκεκριμένο πεδίο, ώστε να αποκτήσουν οι υπηρετούντες σε όλη την επικράτεια κοινή μεθοδολογία στην εφαρμογή του μέτρου της συνδιαλλαγής. Η συγκεκριμένη εστιασμένη εκπαίδευση των Επιμελητών Ανηλίκων και των Δικαστικών Λειτουργών αποτέλεσε ορόσημο για τον τρόπο με τον οποίο ασκούν πλέον τον διαμεσολαβητικό τους ρόλο οι Επιμελητές, εφόσον ήταν η αφετηρία ώστε να λάβουν ορισμένες σημαντικές κατευθυντήριες γραμμές και να οριστεί ένα πρωτόκολλο για τον τρόπο διενέργειας της διαμεσολάβησης. Με αυτό τον τρόπο, η διαδικασία απέκτησε πιο οργανωμένη μορφή, οι Επιμελητές και οι Δικαστικοί Λειτουργοί που έλαβαν μέρος ένιωσαν πιο ασφαλείς, πιο σίγουροι, άρχισαν να εφαρμόζουν το μέτρο σε περισσότερες υπηρεσίες και να μιλούν για το συγκεκριμένο ζήτημα με μια «κοινή γλώσσα», που αποτυπώθηκε και στην υπ’ αριθ. 7/25-6-2019 εγκύκλιο της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κ. Ξένης Δημητρίου.
Ωστόσο, από τις περιγραφές των Επιμελητών που υπηρετούν στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων της περιφέρειας, αναδεικνύονται τα προβλήματα και οι ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αφενός, επειδή είναι υποχρεωμένοι – λόγω υποστελέχωσης των υπηρεσιών – να ασκούν διπλά καθήκοντα, χωρίς να έχουν τον απαιτούμενο χρόνο προετοιμασίας της διαδικασίας της συνδιαλλαγής και την ανάλογη εκπαίδευση, σταθερή επιμόρφωση και διαρκή υποστήριξη ούτε εκείνοι ούτε οι Δικαστικοί Λειτουργοί, και αφετέρου λόγω του αυξημένου αριθμού ανήλικων Ρομά που γεμίζουν τα πινάκια των δικαστηρίων με ιδιαίτερα ποσοστά υποτροπής και συχνά επιφέρουν άρνηση στους παθόντες να συνδιαλλαγούν μαζί τους. Επίσης, ως πρόσθετη δυσκολία αναφέρεται το πλαίσιο της κλειστής και συντηρητικής μικρής κοινωνίας, που δεν είναι εξοικειωμένη και ανοιχτή σε διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης και συμφιλίωσης των μερών.
Είναι καιρός να εστιάσουμε στην ανάπτυξη και καλλιέργεια κουλτούρας που θα έχει στο επίκεντρό της την έννοια της επανόρθωσης
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω την ανάγκη ιδεολογικής στροφής από την ‘τιμωρία’ στη ‘συμφιλίωση’. Είναι καιρός να εστιάσουμε στην ανάπτυξη και καλλιέργεια κουλτούρας που θα έχει στο επίκεντρό της την έννοια της επανόρθωσης και την επιδίωξη ενός ευρύτερου διαλόγου γύρω από αυτή, ώστε η κοινωνία να υιοθετήσει μία λιγότερο τιμωρητική απάντηση στη σύγκρουση. Είναι αναγκαία η προετοιμασία της κοινότητας. H αλλαγή κουλτούρας πρέπει να ξεκινήσει ήδη από την οικογένεια και το σχολείο, να καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη η αξία και το βαθύτερο περιεχόμενο της συνδιαλλαγής και της αποκατάστασης των σχέσεων.
Θα προτρέπατε νέους επιστήμονες να ακολουθήσουν το επάγγελμά σας και γιατί;
Ανεπιφύλακτα. Από όλα όσα ανέφερα, νομίζω ότι ξεχειλίζει ακόμα ο ενθουσιασμός και ο ζήλος για το πεδίο που υπηρετώ και δεν καταφέρνω να είμαι πιο συγκρατημένη και φειδωλή όταν μιλώ γι’ αυτό. Μακάρι να βγουν σύντομα προκηρύξεις για την πλήρωση θέσεων στις Υπηρεσίες μας, ώστε να υπάρξει η απαραίτητη στελέχωσή μας και να δοθεί η δυνατότητα σε αποφοίτους Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών που αγαπούν την επιστήμη τους, τα παιδιά και τους νέους να προσφέρουν το δικό τους λιθαράκι στον τομέα της πρόληψης και της αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας. Ο ρόλος μας έχει πολλαπλές διαστάσεις: συμβουλευτικός, υποστηρικτικός, διαπαιδαγωγικός, κοινωνικοποιητικός, αναμορφωτικός, (ειδικο)προληπτικός, υπερασπιστικός των δικαιωμάτων του ανηλίκου, διευκολυντικός/διαμεσολαβητικός μεταξύ του δικαστηρίου, του ανηλίκου και της οικογένειάς του. Είναι απαραίτητο να έχουμε αναπτύξει ιδιαίτερες κοινωνικές δεξιότητες και δεξιότητες επικοινωνίας και συμβουλευτικής, ώστε να μπορούμε να προσεγγίσουμε τον κάθε ανήλικο ανάλογα με τις ανάγκες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η ενσυναισθητική ματιά, η αγάπη, το πάθος, η ζεστασιά, το γνήσιο ενδιαφέρον, ο σεβασμός, η άνευ όρων αποδοχή του διαφορετικού, η ενεργητική ακρόαση, η εμψύχωση, η καταξιωτική οπτική, η ευελιξία, η ικανότητα διαχείρισης κρίσεων, η υπομονή, η ψυχραιμία, συχνά και το χιούμορ είναι μερικές βασικές δεξιότητες που πρέπει να διαθέτει ο Επιμελητής για να μπορέσει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον ανήλικο και την οικογένειά του και να ενισχύσει την επιθυμία τους για συνεργασία και αλλαγή. Επίσης, θα πρέπει να διαθέτει αυτογνωσία και ψυχική ανθεκτικότητα, γιατί θα βιώσει αρκετές ματαιώσεις στην πορεία της προσπάθειάς του, αφού δεν είναι παντοδύναμος, πολλά δεν εξαρτώνται από εκείνον, ούτε διαθέτει ένα μαγικό ραβδάκι με το οποίο μπορεί να κάνει θαύματα. Αυτό, όμως, που συνηθίζω να λέω -ακόμα και αν ακουστεί κοινότυπο- είναι ότι αν καταφέρω να ανοίξω κάποια χαραμάδα φωτός στη ζωή έστω κι ενός παιδιού, και δω το χαμόγελο ν’ ανθίζει στα χείλη του, αξίζει κάθε αγώνας, κάθε προσπάθεια, κάθε κόπος …. Δόξα τω Θεώ, μέχρι τώρα έχω νιώσει ότι τέτοιες χαραμάδες έχουν ανοίξει πολύ περισσότερες φορές και τα ανθισμένα χαμόγελα έχουν φωτίσει τις ζωές όχι μόνο των ανηλίκων μου αλλά και τη δική μου…. Νιώθω ευλογημένη!