ΔΕΠΥ και εγκληματικότητα
Εισαγωγή στη ΔΕΠΥ
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή που εμφανίζεται με συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικής συμπεριφοράς σε βαθμό ασύμβατο με το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού (Savolainen et al., 2010). Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5: APA, 2013), τα συμπτώματα αυτά θα πρέπει να έχουν διάρκεια τουλάχιστον 6 μήνες και έναρξη πριν από την ηλικία των 12 ετών, να
εμφανίζονται σε τουλάχιστον δύο περιβάλλοντα και να έχουν άμεσο αρνητικό αντίκτυπο σε
κοινωνικές και ακαδημαϊκές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Με βάση το κυρίαρχο πρότυπο συμπτωμάτων μπορούν να διακριθούν τρεις υπότυποι ΔΕΠΥ: ο απρόσεκτος τύπος, ο υπερκινητικός-παρορμητικός τύπος και ο συνδυασμένος τύπος (APA, 2013). Η ΔΕΠΥ είναι η πιο εμφανής και κοινώς διαγνωσμένη διαταραχή συμπεριφοράς μικρών παιδιών και εφήβων (Schilling, Walsh, & Yun, 2011). Συγκεκριμένα, ο επιπολασμός της παιδικής ηλικίας εκτιμάται ότι κυμαίνεται από 4 % έως 12 % και κατά μέσο όρο το 70 - 80 % αυτών των παιδιών εξακολουθούν να πληρούν τα κριτήρια για ΔΕΠΥ στην εφηβεία (Savolainen et al., 2010).
Καθώς το ποσοστό εγκληματικότητας έχει αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου στις περισσότερες δυτικές χώρες (Dalteg & Levander, 1998), η νεανική παραβατικότητα που σχετίζεται με τη ΔΕΠΥ αποτελεί το επίκεντρο πολλών μελετών τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, η ΔΕΠΥ στην παιδική ηλικία έχει προσδιοριστεί ως προγνωστικό στοιχείο της μεταγενέστερης εγκληματικότητας, με τα ευρήματα να υποδηλώνουν ότι τα νεαρά άτομα που έχουν διαγνωστεί με ΔΕΠΥ διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμπλακούν, να συλληφθούν και να καταδικαστούν για εγκληματικές δραστηριότητες (Hechtman & Weiss 1986; Dalteg & Levander, 1998; Dalsgaard, Mortensen, Frydenberg, & Thomsen, 2013).
ΔΕΠΥ και Παραβατική Συμπεριφορά
Προκειμένου να εξεταστεί η δυνητικά εγκληματογόνος επίδραση της ΔΕΠΥ, ένα κρίσιμο σημείο έγκειται στον ορισμό και τη διάγνωση της ΔΕΠΥ. Παρά την εκτεταμένη έρευνα, η διαταραχή αυτή παραμένει μια από τις πιο δύσκολες παιδικές ψυχικές διαταραχές ως προς την κατηγοριοποίηση της, γεγονός που αποδεικνύεται από τις συχνές αλλαγές στα κριτήρια της στις αναθεωρήσεις του DSM (American Psychiatric Association, 1968, 1980, 1987, 1994, 2013). Η απουσία συναίνεσης για τα χαρακτηριστικά της ΔΕΠΥ και η διαφωνία σχετικά με τα διαγνωστικά κριτήρια οφείλεται εν μέρει στην ετερογένεια των συμπτωμάτων και στην πολυπαραγοντική αιτιολογία πίσω από αυτά (Dalteg & Levander, 1998). Πράγματι, τα βασικά συμπτώματα της απροσεξίας, της υπερκινητικότητας και της παρορμητικότητας μπορούν να ερμηνευτούν διαφορετικά.
Όπως διαπίστωσαν οι Babinski, Hartsough, & Lambert (1999), τα υψηλότερα επίπεδα παρορμητικών και υπερδραστήριων συμπτωμάτων - αλλά όχι συμπτωμάτων απροσεξίας - είναι προγνωστικά της μελλοντικής παραβατικότητας. Καθώς η υπερκινητικότητα συχνά συνδέεται με τον περιορισμένο έλεγχο των παρορμήσεων και με την αύξηση των ριψοκίνδυνων συμπεριφορών, οι νέοι με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν μια παρορμητική εγκληματική συμπεριφορά. Πράγματι, εγκλήματα όπως η κλοπή και η ληστεία συνδέονται συχνά με νέους με υπερκινητικά συμπτώματα (Fletcher & Wolfe, 2009).
Κατά συνέπεια, όσον αφορά τους τρεις υποτύπους, όπως ορίζονται από τα κριτήρια DSM-5, ο υπερδραστήριος-παρορμητικός τύπος σχετίζεται με τον κίνδυνο παραβατικής συμπεριφοράς, ενώ υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι τα συμπτώματα απροσεξίας (Grieger & Hosser, 2012) ή τα συμπτώματα του συνδυασμένου τύπου (Fletcher & Wolfe, 2009) συνδέονται με αυτόν τον κίνδυνο. Ωστόσο, οι μεταβολές στην κατηγοριοποίηση του DSM είναι πιθανό να οδηγήσουν σε διαφορές στο ποσοστό επιπολασμού της ΔΕΠΥ και στην ερμηνεία των πορισμάτων των μελετών (Wolraich et al., 1996).
Επιπλέον, πολλά από τα κύρια επιχειρήματα που προσδιορίζουν μια ισχυρή σχέση μεταξύ της παιδικής ΔΕΠΥ και της μετέπειτα εγκληματικότητας βασίζονται στη συχνή συννοσηρότητα μεταξύ της ΔΕΠΥ, της Εναντιωματικής Προκλητικής Διαταραχής (ODD) και της Διαταραχής Διαγωγής (CD) (Hofvander, Ossowski, Lundström, & Anckarsäter, 2009). Τα ευρήματα δείχνουν ότι για περίπου 40 - 60% των παιδιών και των εφήβων, η ΔΕΠΥ συνδέεται πράγματι με συννοσηρές διαταραχές, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εμπλοκής σε εγκληματική συμπεριφορά (Young & Thome, 2011). Έτσι, είναι δύσκολο να διακρίνουμε εάν ο κίνδυνος για παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά οφείλεται μόνο στη ΔΕΠΥ ή σε άλλους συνυπάρχοντες παράγοντες (De Sanctis, Nomura, Newcorn, & Ηalperin, 2012). Διάφοροι πρόσθετοι παράγοντες, όπως η πρώιμη επιθετικότητα (MacDonald & Achenbach, 1999) ή/και η Διαταραχή Διαγωγής (CD) (Babinski et al., 1999) και η διαταραχή χρήσης ουσιών στην εφηβεία μπορεί να επηρεάσουν τη δισδιάστατη σχέση μεταξύ ΔΕΠΥ και εγκληματικότητας.
Εάν τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ δεν εντοπιστούν και δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως, μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο σε πολλαπλές πτυχές της ζωής του ατόμου, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων, της ακαδημαϊκής απόδοσης και της επαγγελματικής απασχόλησης (Gordon, Williams, & Donnelly, 2012). Έτσι, είναι επίσης πιθανό ότι πρόσθετες ψυχοκοινωνικές συνέπειες με τις οποίες μπορεί να συνδεθεί η ΔΕΠΥ, όπως η χρήση ουσιών (Billtedt, Anckarsäter, Wallinius, & Hofvander, 2017) και η εκπαιδευτική αποτυχία (Savolainen et al., 2010) μπορεί να έχουν με τη σειρά τους επιπτώσεις στην εμφάνιση εγκληματικής συμπεριφοράς.
Ωστόσο, η προσεκτική διάγνωση της ΔΕΠΥ σε συνδυασμό με την έγκαιρη παρέμβαση θα μπορούσαν να αποτρέψουν την εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς και να υποστηρίξουν την ανάπτυξη των θετικών στοιχείων ενός νεαρού ατόμου. Η έγκαιρη παρέμβαση συμπεριφοράς μπορεί να είναι το κλειδί για τη μείωση των επίμονων συμπτωμάτων στην παιδική ηλικία και κατά συνέπεια του κινδύνου ανάπτυξης μιας σειράς αρνητικών αποτελεσμάτων. Ειδικότερα, η ψυχοκοινωνική συμβουλευτική μπορεί να βοηθήσει τους νεαρούς να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ και να αποτρέψει την επιδείνωση των συμπτωμάτων (Schilling et al., 2011). Επιπλέον, ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον θα ήταν επωφελές για την πρόληψη επιθετικών συμπεριφορών και της μεταγενέστερης εγκληματικής συμπεριφοράς σε παιδιά με ΔΕΠΥ (Savolainen et al., 2010), ενώ η εκτεταμένη συνεργασία μεταξύ ψυχιάτρων παιδιών και εφήβων και των δικαστικών συστημάτων μπορεί να περιορίσει την δυνητικά εγκληματολογική επιρροή της ΔΕΠΥ (Dalsgaard et al., 2013).
Η σχέση μεταξύ ΔΕΠΥ, συλλήψεων και καταδικών
Μια επιπλέον πτυχή στη σχέση μεταξύ ΔΕΠΥ και παραβατικής συμπεριφοράς είναι ότι οι νέοι με ΔΕΠΥ είναι πιο πιθανό να συλληφθούν και να καταδικαστούν τόσο για μικρά αδικήματα όπως τροχαίες παραβάσεις και υπερβολική ταχύτητα, όσο και για βίαια εγκλήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε φυλάκιση (Fletcher & Wolfe, 2009). Ένα κλειδί για την κατανόηση αυτής της σύνδεσης είναι η φύση των συμπτωμάτων. Είναι πιο πιθανό για τα άτομα με ανάγκη για ένταση, που είναι επιρρεπή σε ριψοκίνδυνες συμπεριφορές και έχουν χαμηλό αυτοέλεγχο να συλληφθούν λόγω της παρορμητικής και ευκαιριακής φύσης των αδικημάτων τους, καθώς συνήθως δεν επηρεάζονται από αποτρεπτικά μέτρα (Erez, 1980). Αντίθετα, οι μεθοδικοί παραβάτες είναι πιθανό να υποεκπροσωπούνται στην κατηγορία των καταδικασμένων παραβατών (Erez, 1980).
Επιπλέον, ο κακός έλεγχος συμπεριφοράς που μπορεί να συνοδεύει τη ΔΕΠΥ επηρεάζει επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι αντιμετωπίζουν την ανακριτική και δικαστική διαδικασία (Gudjonsson, Sigurdsson, Young, Newton, & Peersen, 2009). Αυτές οι διαδικασίες απαιτούν την ικανότητα του ατόμου να διατηρεί την προσοχή του για μεγάλο χρονικό διάστημα και να αντέχει σε υποβολιμαίες ερωτήσεις και ανακριτικές πιέσεις (Young &Thome, 2011), γεγονός που καθιστά τους νέους με ΔΕΠΥ πιο ευάλωτους, καθώς μπορούν συχνά να παραπλανηθούν κατά τη διάρκεια της αστυνομικής ανάκρισης και, ως εκ τούτου, να καταδικαστούν άδικα (Young & Thome, 2011). Σύμφωνα με τη μελέτη των Gudjonsson, Young , & Bramham (2007) όσον αφορά άτομα με ΔΕΠΥ, όταν τίθενται υπό ανακριτική πίεση υιοθετούν συχνά ένα μοτίβο απάντησης "δεν ξέρω" στις ερωτήσεις. Η δυσπιστία στη μνήμη κάποιου μαζί με έναν δυσανάλογο αριθμό απαντήσεων "δεν ξέρω" μπορεί - σε ορισμένες περιπτώσεις - να οδηγήσει σε ψευδή ομολογία ενός αδικήματος κατά τη διάρκεια μιας ανάκρισης (Gudjonsson et al., 2007). Κατά συνέπεια, αυτά τα χαρακτηριστικά συμβάλλουν στα αναφερόμενα αυξημένα ποσοστά καταδικασθέντων με ΔΕΠΥ.
Συμπεράσματα & εκτιμήσεις
Συμπερασματικά, προηγούμενες έρευνες έχουν πράγματι αποδείξει μια καθιερωμένη σχέση μεταξύ της ΔΕΠΥ και της εγκληματικής συμπεριφοράς. Ωστόσο, μέρος της σχέσης μεταξύ της ΔΕΠΥ και του εγκλήματος μπορεί να είναι αναληθής, δεδομένου ότι η επίδραση της ΔΕΠΥ στη μεταγενέστερη εγκληματική συμπεριφορά μετριάζεται από άλλους πρώιμους αναδυόμενους παράγοντες κινδύνου. Ειδικότερα, η υψηλή συννοσηρότητα της ΔΕΠΥ δεν πρέπει να παραβλέπεται, καθώς η επίδραση της διαταραχής συμπεριφοράς στην εγκληματική συμπεριφορά στην εφηβεία είναι εμφανής. Είναι πιθανό ότι η ΔΕΠΥ, ελλείψει επιθετικότητας ή προβλημάτων συμπεριφοράς, μπορεί να μην σχετίζεται με μεταγενέστερη αντικοινωνική συμπεριφορά (De Sanctis et al., 2012). Πράγματι, τα παιδιά με ΔΕΠΥ που δεν ανέπτυξαν αργότερα αντικοινωνική διαταραχή ή διαταραχή χρήσης ουσιών, είχαν παρόμοια ποσοστά εγκληματικότητας με εκείνα χωρίς ΔΕΠΥ (Mannuzza et al., 2007).
Επιπλέον, όσον αφορά τα υψηλά ποσοστά συλλήψεων των νέων που διαγιγνώσκονται με ΔΕΠΥ, μπορεί τα ευκαιριακά αδικήματα να ενέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σύλληψης, καθώς η παρορμητικότητα οδηγεί σε υψηλότερο ποσοστό συλλήψεων, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι νεαροί παραβάτες που λειτουργούν οργανωμένα και μεθοδικά είναι πιο πιθανό να ξεφύγουν από τον εντοπισμό. Ως εκ τούτου, εξετάζοντας την ευρύτερη εικόνα, τα χαμηλότερα επίπεδα συλλήψεων που αναφέρονται για τους παραβάτες χωρίς ΔΕΠΥ ενδέχεται να μην αντικατοπτρίζουν τα πραγματικά ποσοστά.
Ακόμα, αν και τα ευρήματα δείχνουν ότι τα νεαρά άτομα που διαγιγνώσκονται με ΔΕΠΥ διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να καταδικαστούν για ποινικά αδικήματα, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι εμπλέκονται πραγματικά σε αυτές τις εγκληματικές δραστηριότητες. Αντιθέτως, λόγω του ανεπαρκούς ελέγχου συμπεριφοράς τους και της τάσης τους να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις των άλλων μπορούν να οδηγηθούν σε ψευδείς ομολογίες και, κατά συνέπεια, σε άδικες καταδίκες.
Κατά συνέπεια, παραμένει δύσκολο να προσδιοριστεί η ιδιαίτερη επιρροή της ΔΕΠΥ στην παραβατικότητα. Θα ήταν ζωτικής σημασίας για τη μελλοντική έρευνα να εξετάσει τους πρόσθετους παράγοντες κινδύνου, ελέγχοντας την επίδραση της Διαταραχής Διαγωγής στη μελλοντική παραβατικότητα για τα παιδιά που διαγιγνώσκονται τόσο με ΔΕΠΥ όσο και με Διαταραχή Διαγωγής. Ένα πρόσθετο όφελος από την καλύτερη κατανόηση των υποκείμενων μηχανισμών της ΔΕΠΥ είναι η υιοθέτηση κατάλληλων και έγκαιρων παρεμβάσεων, οι οποίες μπορεί να συμβάλουν στην εξάλειψη ορισμένων από τους κινδύνους που συνδέονται με τη ΔΕΠΥ.
Σοφία Βασιλειάδου, Εγκληματολόγος MSc, απόφοιτη του KU Leuven
*photo by Charl Folscher on unsplash
Βιβλιογραφία
American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th Edition. Arlington, VA: American Psychiatric Publishing.
Babinski, L. M., Hartsough, C. S., & Lambert, N. M. (1999). Childhood conduct problems, hyperactivity–impulsivity and inattention as predictors of adult criminal activity. Journal of Child Psychology and Psychiatry and Allied Disciplines, 40(3), 347–355. https://doi.org/10.1111/1469-7610.00452
Billstedt, E., Anckarsäter, H., Wallinius, M., & Hofvander, B. (2017). Neurodevelopmental disorders in young violent offenders: Overlap and backround characteristics. Psychiatry Research, 252, 234–241. https://doi.org/10.1016/j.psychres.2017.03.004
Dalsgaard, S., Mortensen, P. B., Frydenberg, M., & Thomsen, P. H. (2013). Long-term criminal outcome of children with attention deficit hyperactivity disorder. Criminal Behavior and Mental Health, 23(2), 86–98. https://doi.org/10.1002/cbm.1860
Dalteg, A., & Levander, S. (1998). Twelve thousand crimes by 75 boys: A 20-year follow-up study of childhood hyperactivity. The Journal of Forensic Psychiatry, 9(1), 39–57. https://doi.org/10.1080/09585189808402178
De Sanctis, V. A., Nomura, Y., Newcorn, J. H., & Halperin, J. M. (2012). Childhood maltreatment and conduct disorder: Independent predictors of criminal outcomes in ADHD youth. Child Abuse and Neglect, 36(11–12), 782–789. https://doi.org/10.1016/j.chiabu.2012.08.003
Erez, E. (1980). Planning of Crime and the Criminal Career: Official and Hidden Offenses. The Journal of Criminal Law and Criminology, 71(1), 73-76. https://doi.org/10.2307/1142801
Fletcher, J., & Wolfe, B. (2009). Long-term consequences of childhood ADHD on criminal activities. Journal of Mental Health Policy and Economics, 12(3), 119-138. https://doi.org/10.2139/ssrn.1489147
Gordon, V., Williams, D. J., & Donnelly, P. D. (2012). Exploring the relationship between ADHD symptoms and prison breaches of discipline amongst youths in four Scottish prisons. Public Health, 126(4), 343–348. https://doi.org/10.1016/j.puhe.2012.01.004
Grieger, L., & Hosser, D. (2012). Attention deficit hyperactivity disorder does not predict criminal recidivism in young adult offenders: Results from a prospective study. International Journal of Law and Psychiatry, 35(1), 27–34. https://doi.org/10.1016/j.ijlp.2011.11.005
Gudjonsson, G. H., Sigurdsson, J. F., Young, S., Newton, A. K., & Peersen, M. (2009). Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD). How do ADHD symptoms relate to personality among prisoners? Personality and Individual Differences, 47(1), 64-68. https://doi.org/10.1016/j.paid.2009.01.048
Gudjonsson, G. H., Young, S., & Bramham, J. (2007). Interrogative suggestibility in adults diagnosed with attention-deficit hyperactivity disorder (ADHD). A potential vulnerability during police questioning. Personality and Individual Differences, 43(4), 737–745. https://doi.org/10.1016/j.paid.2007.01.014
Hechtman, L., & Weiss, G. (1986). Controlled Prospective Fifteen Year Follow-Up of Hyperactives as Adults: Non-Medical Drug and Alcohol Use and Anti-Social Behaviour. The Canadian Journal of Psychiatry, 31(6), 557–567. https://doi.org/10.1177/070674378603100614
Hofvander, B., Ossowski, D., Lundström, S., & Anckarsäter, H. (2009). Continuity of aggressive antisocial behavior from childhood to adulthood: The question of phenotype definition. International Journal of Law and Psychiatry, 32(4), 224–234. https://doi.org/10.1016/j.ijlp.2009.04.004
MacDonald, V. M., & Achenbach, T. M. (1999). Attention problems versus conduct problems as 6-year predictors of signs of disturbance in a national sample. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 38(10), 1254–1261. https://doi.org/10.1097/00004583-199910000-00014
Mannuzza, S., Klein, R. G., & Moulton, J. L. (2007). Lifetime criminality among boys with attention deficit hyperactivity disorder: A prospective follow-up study into adulthood using official arrest records. Psychiatry Research, 160(3), 237–246. https://doi.org/10.1016/j.psychres.2007.11.003
Savolainen, J., Hurtig, T. M., Ebeling, H. E., Moilanen, I. K., Hughes, L. A., & Taanila, A. M. (2010). Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD) and Criminal Behaviour: The Role of Adolescent Marginalization. European Journal of Criminology, 7(6), 442–459. https://doi.org/10.1177/1477370810376568
Schilling, C. M., Walsh, A., & Yun, I. (2011). ADHD and criminality: A primer on the genetic, neurobiological, evolutionary, and treatment literature for criminologists. Journal of Criminal Justice, 39(1), 3–11. https://doi.org/10.1016/j.jcrimjus.2010.11.001
Wolraich, M. L., Hannah, J. N., Pinnock, T. Y., Baumgaertel, A., & Brown, J. (1996). Comparison of diagnostic criteria for attention-deficit hyperactivity disorder in a county-wide sample. Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry, 35(3), 319–324. https://doi.org/10.1097/00004583-199603000-00013
Young, S., & Thome, J. (2011). ADHD and offenders. World Journal of Biological Psychiatry, 12(1), 124–128. https://doi.org/10.3109/15622975.2011.600319