Crime & Music: “The Last Act Of Defiance” : Δοκίμιο περί Βίας, με φορέα έναν δίσκο thrash metal.
«Το σωφρονιστικό σύστημα, εγγενώς άδικο και απάνθρωπο
Αποτελεί την ύστατη έκφραση της αδικίας
Και της απανθρωπιάς στο κοινωνικό σύνολο ευρύτερα
Σ’ εμάς τους απ’ έξω δεν αρέσει
Να θεωρούμε ότι δεσμοφύλακες και φρουροί υποκαθιστούν εκεί μέσα εμάς τους ίδιους, αν και αυτό κάνουν.
Κλειδωμένοι μάλιστα σε μια αγκαλιά θανάτου
Ένας προς έναν, χρεωμένοι με τον προσωπικό του αιχμάλωτο ο καθένας τους, πίσω από τα τείχη των φυλακών
Κατ’ επέκταση, εμείς είμαστε αυτοί που βρισκόμαστε εκεί.
Το τρομακτικό αυτό διττό μήνυμα μεταφράζεται, λοιπόν,
Στο αρχέγονο ερώτημα της ανθρώπινης ηθικής.
Άραγε, είμαι ή δεν είμαι «υπεύθυνος για τον αδελφό μου;».
Η παράγραφος ανήκει στην βρετανίδα συγγραφέα, δημοσιογράφο, ερευνήτρια και ακτιβίστρια Jessica Mitford (1917-1996) και βρίσκεται στην φημισμένη της μονογραφία “Kind and Usual Punishment: The Prison Business”[1] για τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των κρατουμένων στις αμερικανικές φυλακές, σε μια εποχή κατά την οποία για πρώτη φορά το «αναμορφωτικό» σωφρονιστικό πρότυπο δεχόταν τόσο έντονη κριτική[2]. Η απαγγελία της παραγράφου από μια υποβλητική ανδρική φωνή τελευταία της φράση, απολήγει παραμορφωμένη, ενώ ουρλιαχτά και οι οδυρμοί που έχουν αρχίσει να ακούγονται στο background, δυναμώνουν ύπουλα, ώσπου συντρίβονται από ένα μονοκόμματο ακκόρντο κιθάρας. 16 χρόνια μετά την αποτύπωσή της σε σελίδες, η παράγραφος γίνεται η εισαγωγή στο “The Last Act Of Defiance”, το πρώτο τραγούδι του δίσκου με τίτλο “Fabulous Disaster” (Music For Nations, 1989) με δημιουργούς το thrash metal συγκρότημα των Exodus, από το Bay Area της California των H.Π.Α.[3].
Η παγκόσμια σωφρονιστική ιστορία και τα σημαινόμενά της κατά κανόνα διδάσκονται από εξειδικευμένα βιβλία Σωφρονιστικής και Ποινολογίας, ενώ η κριτική ανάλυση για οριακά γεγονότα τα οποία σηματοδότησαν ρεύματα και εφαρμοστικές τάσειςπερί την Ποινική Καταστολή εκτίθεται σε άρθρα, μονογραφίες και συλλογικά επιστημονικά έργα. Στην εποχή του διαδικτύου, με τους αλγόριθμους να καθορίζουν θεματικές συνάφειες και συμπληρωματικά προσφερόμενες πηγές, ένα έργο τέχνης, όσο περιθωριακό ή και «ειδικού κοινού», εκτός mainstream- κι αν μπορεί να θεωρείται, είναι, δεν παύει να είναι φορέας ενός συμπυκωμένου μηνύματος, δίνοντας αφορμή για έρευνα και προβληματισμό σε ένα κοινό το οποίο χωρίς αυτήν θα απείχε ή θα δυσκολευόταν να εντρυφήσει στον επιστημονικό λόγο[4]. Εν προκειμένω, πρόκειται για τραγούδι που εντάσσεται τυποποιούμενο μουσικολογικά στο φάσμα του ακραίου ροκ ήχου[5] και αναφέρεται με ρεαλιστική στιχουργική σε ένα ακραίο γεγονός το οποίο πέρασε από την ειδησεογραφία στην τέχνη.
Tα όσα συνέβησαν στο Πολιτειακό Σωφρονιστικό Κατάστημα Υψίστης Ασφαλείας του New Mexico, νότια της Σάντα Φε, το Σαββατοκύριακο της 2ης και 3ης Φεβρουαρίου 1980, θα αποτελούν για πολλά χρόνια μια από τις πλέον σκοτεινές σελίδες στα χρονικά τόσο της παγκόσμιας όσο και της αμερικανικής σωφρονιστικής ιστορίας[6]. Υπερπληθυσμός -1.156 κρατούμενοι σε μια φυλακή με μάξιμουμ 963 κλίνες – πλημμελής διαχωρισμός ανάμεσα σε βίαιους ισοβίτες και μικροκακοποιούς, άθλιες συνθήκες σίτισης και ιατρικής φροντίδας, ήρθαν να προστεθούν στην κατάργηση κάθε προγράμματος δημιουργικής απασχόλησης κρατουμένων, λόγω ανάγκης για «περικοπές δαπανών», καθεστώς που είχε επιβληθεί σε αρκετές αμερικανικές φυλακές υψίστης ασφαλείας από το 1975[7].
Το σωφρονιστικό προσωπικό στο κατάστημα του New Mexico παρέμενε ανειδίκευτο, αριθμητικά ελλιπές και αβοήθητο υλικοτεχνικών μέσων από την πολιτειακή κυβέρνηση. Η ίδια η πληθυσμιακή σύνθεση της φυλακής, δε, περιελάμβανε μεγάλον αριθμό βίαιων καταδίκων, σημαντικός αριθμός από τους οποίους κρατούντο υπό συνθήκες αυστηρού περιορισμού για 23 ή και για 24 ώρες την ημέρα. Για να διαχειριστεί τον όγκο των βίαιων κρατουμένων η διοίκηση της φυλακής είχε κατορθώσει να δημιουργήσει ανάμεσα στους κρατουμένους, ένα δίκτυο καταδοτών, το διαβόητο “snitch game”. Οι συμμετέχοντες σ’ αυτό απολάμβαναν υποτυπώδη προνόμια σε τροφή, ρουχισμό και αυτόνομο προαυλισμό. Όσοι όμως συγκέντρωναν μεταξύ των κρατουμένων τις υποψίες ότι είναι “snitch” («καρφιά», «ρουφιάνοι»), στοχοποιούντο από τις διάφορες συμμορίες. Οι βίαιες αντεκδικήσεις, όταν το «καρφί» ξεσκεπαζόταν, είχε γίνει ο κύριος κανόνας αυτορρύθμισης της ζωής στις έξι πτέρυγες της φυλακής[8]. Το φιτίλι της βίαιης έκρηξης σιγόκαιγε για καιρό.
Το πόσο κοντό ήταν, έμελλε να αναδειχθεί από μια εντελώς εσφαλμένη επιλογή της διεύθυνσης των φυλακών: η ανακαίνιση μιας ολόκληρης πτέρυγας, που οδήγησε εκατοντάδες κρατουμένους να μετακομίσουν και να παραμείνουν – προσωρινά – στους κοιτώνες του πρώην αναρρωτηρίου, μιας μεγάλης αίθουσας τύπου στρατώνα, διαχωριζόμενη από τις υπόλοιπες πτέρυγες από μία και μόνη καγκελόφρακτη πόρτα κι έναν διάδρομο πλάτους μικρώτερου από δύο μέτρα. Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 2ης Φεβρουαρίου 1980, μια ομάδα «σκληρών» κρατουμένων αποφασίζουν, περισσότερο από ασφυκτική ανία και απόγνωση, κι όχι επειδή είχαν σχέδιο να δραπετεύσουν, να επιτεθούν στους φύλακες, λίγο μετά την νυχτερινή επιθεώρηση - καταμέτρηση. Πράγματι, τους ακινητοποιούν και κρατώντας τους ομήρους, μέσα από την πόρτα του αναρρωτηρίου που έμεινε για κρίσιμα δευτερόλεπτα ξεκλείδωτη, ξεχύνονται στις πτέρυγες. Σε λιγώτερο από μία ώρα, ολόκληρη η φυλακή ήταν υπό τον έλεγχο των κρατουμένων.
Κάνουν κομμάτια κεντρικό κουβούκλιο ελέγχου, τρέπουν τη νυχτερινή βάρδια των φυλάκων σε άτακτη φυγή και ασυγκράτητοι ξεκινούν ένα πρωτοφανές μακελειό. Τα ναρκωτικά του φαρμακείου αναλώνονται σε χρόνο μηδέν. Ενώ οι υλικές καταστροφές και τα άναρχα ανθρωποκυνηγητά ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες σέχτες της φυλακής – τους Τσικάνος και τους Άρειους - ξεσπούν με τη δύναμη ανεμοστρόβιλου. Η εξουδετέρωση των σωφρονιστικών οδηγεί σε μια κτηνώδη έκλυση βίας, καθώς όλοι στρέφονται κατά πάντων. Κρατούμενοι βασανίζονται πριν δολοφονηθούν με απάνθρωπους τρόπους, χωρίς αφορμή, τυφλά, ελλείψει των αναστολών που επιβάλλει η καθημερινή επιτήρηση και ο φόβος της τιμωρίας. Άνθρωποι καίγονται ζωντανοί, εύκολοι στόχοι όπως αδύναμοι χρήστες ναρκωτικών ή πρωτάρηδες έγκλειστοι πετσοκόβονται και βιάζονται.
Οι πολιτειακές αρχές σπεύδουν να διαπραγματευτούν με διάφορους αυτόκλητους «αρχηγούς», προτιμώντας να καθυστερήσουν παρά να επέμβουν. Τριάντα έξι ώρες αργότερα, βαριά οπλισμένες μονάδες πολιτειακών και ομοσπονδιακών ειδικών δυνάμεων εισέρχονται χωρίς αντίσταση στις φυλακές, που μοιάζουν περισσότερο με ένα βομβαρδισμένο σφαγείο. 33 οι επίσημα καταμετρημένοι νεκροί που κατέστη εφικτό να αναγνωριστούν, πάνω από 200 οι τραυματίες, κάποιοι από τους οποίους θα υποκύψουν στα τραύματά τους μέσα στους επόμενους μήνες[9]. Εκατοντάδες άλλοι θα ζήσουν με τις μνήμες της ανείπωτης φρίκης να τους στοιχειώνουν για πάντα από τα όσα έζησαν, ή υπέστησαν σ’ εκείνα τα μοιραία τσιμέντα της Φυλακής Υψίστης Ασφαλείας του New Mexico. Στις εργώδεις πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες που ακολούθησαν, η ταυτοποίηση τόσο των θυμάτων, όσο και των δραστών υπήρξε πρακτικά αδύνατη. Με πρώτη ύλη τις μαρτυρικές καταθέσεις ορισμένων κρατουμένων που επιδίωκαν την ταχύτερη απόλυσή τους, σε ελάχιστες περιπτώσεις επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης σε κρατουμένους για συμμετοχή ή συναυτουργία σε ανθρωποκτονίες. Όλες εκτίθηκαν σε άλλες φυλακές. Αυτή του New Mexico έκτοτε υπολειτούργησε, ώσπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80, έκλεισε[10].
Η στιχουργική αποτύπωση της βίας ως έμμεσης κοινωνικής κριτικής ή και λαογραφίας μέσα σε μουσικά συμφραζόμενα, ιδίως από τη ροκ μουσική κρατά από τα προ-ηλεκτρικά φολκ πειράματα των αρχών της δεκαετίας του ‘60[11], έχει απασχολήσει τη νομολογία των Η.Π.Α. τουλάχιστον από μισόν αιώνα πριν. Έχει μάλιστα κριθεί ότι είναι αμφίβολο το αν μια πολιτεία έχει δικαίωμα να τροποποιήσει το κανονιστικό της πλαίσιο εισάγοντας απαγορεύσεις στο περιεχόμενο μουσικών συνθέσεων με βίαιο στίχο, επί τη βάσει του ότι ορισμένα τραγούδια της ροκ μουσικής συνιστούν μη προστατευόμενη από την 1η Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος “ρητορική εχθρότητας”. Και τούτο γιατί το να ακούει κανείς μουσική, όπως και το να παρακολουθεί κινηματογραφικές ταινίες «δεν μπορεί να συνδεθεί με διαπροσωπική αντιπαράθεση ή προσωπική προσβολή [sic]», ενώ συγχρόνως «η διδαχή ή και ο υπερθεματισμός μιας θεωρίας δεν είναι αρκετός για να συστήσει κάτι τέτοιο»[12]. Η «Έσχατη Πράξη Περιφρόνησης», δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο οχληρή μπορεί να γίνει, ακόμη περισσότερο από τη θορυβώδη μουσική, η ωμή αλήθεια των στίχων.
«Στις 2 του Φλεβάρη το 1980
Ξεκίνησαν τρεις μέρες αθλιότητας
Μια σκηνή όλο αντίποινα
Μια επιτομή βίας, τρόμου, ανταπόδοσης
Κλέφτες, φονιάδες βιαστές
Πλημμύρισαν τη φυλακή τους, ανθρωποκτόνοι σαδιστές
Δεσμοφύλακες και κατάδικοι να πληρώσουν όλοι έπρεπε το ίδιο
Γι’ αυτούς η καρέκλα η ηλεκτρική θα έμοιαζε παράδεισος
Εξευτελισμός, βασανιστήρια, να τους κάψουν ζωντανούς
Μόνο κάτι τέτοιο θα τους ήταν αρκετό
Σαν παλίρροια ξέσπασε η αγωνία του θανάτου
Οι πιο τυχεροί από την τρέλλα ξέφυγαν με αυτοκτονία
Όσων πεθαίναν οι κραυγές τους ζωντανούς θα στοιχειώνουν ως τον τάφο
Απ΄την εξέγερση όσοι επέζησαν ξαναζούν τον εφιάλτη κάθε μέρα
Η έσχατη πράξη περιφρόνησης
Με μια δίψα ατέλειωτη
Τα βαρβιτουρικά τους εκτίναξαν σα δυναμίτης
Εξολοθρεύοντας τα «καρφιά»
Πυρσοί ασετυλίνης αναλάβανε την τιμωρία
Έλιωσε το δέρμα ως το κόκκαλο
Η φωτιά έσβησε τις κραυγές σε βογγητά
Καπνός στον αέρα από φλεγόμενα κορμιά
Ικέτευαν οίκτο, αλλά μάταια
Δεν τους άφηναν να χαθούν, πριν απολαύσουν τον πόνο τους
Οι φύλακες πάρθηκαν όμηροι
Εκείνοι φταίγαν που του έφεραν στα άκρα
Η δική τους κτηνωδία τους θα σημάνει το δικό τους χαμό
Σαν καρχαρίες σε παράκρουση όρμησαν στο τρόπαιό τους
Όταν η τρέλλα έλαβε τέλος
Η αιματοχυσία ήταν κάτι ασύλληπτο
Κανείς δεν εξήγησε ποιά η πραγματική αιτία
Για τη βαναυσότητα τόσων λίγων, τόσοι πολλοί να χάσουν τη ζωή τους
Γνώριζαν τα σφαλματα, όμως ακόμη επιμένουν : όλων ο σκοπός δικαιολογημένος
Για την έσχατη πράξη περιφρόνησης»
Η απεικόνιση ή εξιστόρηση της βίας σε στίχους μουσικής heavy metal, με έναυσμα είτε πραγματικά γεγονότα, είτε τη λογοτεχνία του φανταστικού, είναι ζήτημα με ποικίλες κοινωνιολογικές και νομικές προεκτάσεις μέσα στα χρόνια[13].
Στο “Fabulous Disaster”, τον δίσκο με τις μεγαλύτερες μέχρι σήμερα πωλήσεις στη δισκογραφία των Exodus, παρά ταύτα προσβάσιμο κυρίως στους connoisseur του metal ήχου, κάθε τραγούδι σχετίζεται με μια μορφή βίας. Το εξουθενωτικής ταχύτητας “The Last Act Of Defiance” ακολουθείται από το ομώνυμο, “Fabulous Disaster”, του οποίου οι στίχοι μιλούν για την απόγνωση εμπρος στο ενδεχόμενο ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος που μπορεί να προκληθεί από την δολιότητα κάποιου παρανοϊκού εξουσιαστή ή ακόμη και από ατύχημα (“We're angered by fear, because the time is near When some lunatic will finally pull the plug”), ενώ το “The Toxic Waltz” επιδοκιμάζει ανοιχτά τον φίλιο αλληλοτραυματισμό εν ώρα συναυλίας, φαινόμενο διαδεδομένο στα ακροατήρια συναυλιών από την εποχή του punk[14]. Tο “Cajun Hell” είναι μια επαναφήγηση σεναρίου κινηματογραφικής ταινίας: στο “Deliverance” (ελλ. τίτλος «Όταν Ξέσπασε η Βία») του John Boorman (1972)”, όπου μια ομάδα κυνηγών παγιδεύεται στους βάλτους της Georgia, αγνοώντας ότι οι ντόπιοι κάτοικοι απεχθάνονται του «ξένους» εισβολείς, από τους οποίους και θα κυνηγηθούν ανηλεώς[15] (“Better watch your back, for the vicious attack - 'Cause they'll be looking for you”). Το “Like Father, Like Son” εξιστορεί τον αποκρουστικό, φαύλο κύκλο της βίας που περνάει από τον βάρβαρο πατέρα στο γιο κι απ’ αυτόν στη θυματοποίηση και της δικής του οικογένειας (“Brought up in a home where love's replaced by pain - And when he's on his own he's sure to do the same”). Το “Corruption” είναι ένα κατηγορώ σε όσους έχουν τελειοποιήσει και διαχειρίζονται την αναίμακτη βία, αυτήν της κοινωνικής ισχύος, της εκμετάλλευσης του αδύνατου, μέσω της διαπλοκής και της διαφθοράς, από τους εμπόρους όπλων μέχρι τους δολοπλοκους της πολιτικής. Το “Verbal Razors”, ένας οχετός λεκτικής βίας με αποδέκτη τον φαντασιακά μισητό, ανώνυμο οποιονδήποτε, ενώ το “Open Season” ο μονόλογος ενός αδρά περιγεγραμμένου ανθρωποκυνηγού που δε χρειάζεται λόγο και αιτία για να σκοτώσει, παρά μόνο να τέρψει την εσώτερη ανάγκη του (“I'll track you down and kill you for no apparent reason”).
Οι πέντε μουσικοί των Exodus, αυτοδίδακτοι, με τη βασική μόνον εκπαίδευση και πρώτη ύλη για τις στιχουργικές τους αναζητήσεις την ειδησεογραφία και τα comics, προφανώς δεν είχαν ποτέ περιεργαστεί ούτε σελίδα εγχειριδίου εγκληματολογίας. Όμως με τον δίσκο τους αυτόν θα μπορούσαν στη σημερινή εποχή άνθησης των εναλλακτικών τρόπων διδασκαλίας και των ανοικτών δομών «δια βίου μάθησης» να εισφέρουν μια περιεκτική θεματική συλλογή με ρεαλιστικά παραδείγματα για τις προσλήψεις του μουσικών και κοινού αναφορικά με τις μορφές βίας που κυριάρχησαν –και γι’ αυτό πέρασαν από την ειδησεογραφία στη δημοφιλή «λαϊκή»/pop κουλτούρα- στις δυτικές κοινωνίες προς το τέλος του 20ου αιώνα.
Παρά τις προσπάθειες εξανθρωπισμού των συνθηκών κράτησης διεθνώς, φυλακή και βία εξακολουθούν διαχρονικά να διασυνδέονται ακόμη και σήμερα[16].
Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος, Δρ. Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
[1] Mitford, Jessica (1973) Kind and Usual Punishment: The Prison Business”, Knopf (ed.), διανομή Random House, 1st edition, p. 297. Βλ., μ.α. και https://www.nytimes.com/1973/09/09/archives/kind-and-usual-punishment-the-american-way-of-jail-the-prison.html
[2] Βλ. μ.α. Ν.Ε. Κουράκη (2009), Ποινική Καταστολή – Μεταξύ Παρελθόντος και Μέλλοντος, 5η έκδοση 2009, κεφ. Η διεθνής κίνηση για τον εξανθρωπισμό του ποινικού δικαιου, σελ. 272-277, Τζαννετάκη Τόνια, Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής: Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 2006, σελ. 81, Γιοβάνογλου Σοφία, Ύστερη Νεωτερικότητα και αποκεντρωμένα συστήματα απονομής ποινικής δικαιοσύνης: Η Περίπτωση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, σε Τιμητικό Τόμο Νέστορα Κουράκη, εκδ. Αντ. Ν Σάκουλα 2016, σελ. 590-592.
[3] http://www.fullinbloommusic.com/biography-exodus-band.html
[4] Ferrell, J. (1995) Culture, Crime, and Cultural Criminology [on-line], Journal of Criminal Justice and Popular Culture, pgs 36-37. Η ίδια η Jessica Mitford δεν είχε νομικές γνώσεις, κάτι που δεν την εμπόδισε να συγγράψει και εκδώσει ορισμένα από τα πιο φημισμένα έργα ερευνητικής δημοσιογραφίας, με απήχηση στο νομικό κόσμο μ.α. “The American Way of Death” (Simon & Schuster ed., 1963) για τις πρακτικές της βιομηχανίας κηδειών και νεκροθαφτών στις Η.Π.Α., ή το “The Trial of Dr. Spock, the Rev. William Sloane Coffin, Jr., Michael Ferber, Mitchel Goodman, and Marcus Raskin” (Alfred Knopf ed., 1969), μια εκτεταμένη αναφορά στο χρονικό της δίκης του παιδιάτρου Spock και των συνεργατών του που συμβούλευαν τους στρατολογούμενους νέους πώ θα προσποιηθούν ασθένεια για να αποφύγουν να καταταχθούν στο στρατό και να σταλούν στο Βιετνάμ.
[5] Βλ. Janosik, Mary Ann (2006); The Greenwood Encyclopedia of Rock History: The video generation 1981-1990, Greenwood Press. p. 231, Covach, J. & Boone, G. (eds.) (1997) Understanding Rock: Essays in Musical Analysis, Oxford, Oxford University Press, Everett, W. (ed.) (2008) Expression in Pop-Rock Music: Critical and Analytical Essays, 2nd ed, London, Routledge.
[6] Hirliman, Georgelle , The Hate Factory: A First-Hand Account of the 1980 Riot at the Penitentiary of New Mexico, Paperback, U.S.A., 2005 (revised ed.), pg 1-6.
[7] Colvin, Mark (1982), The Report of the Attorney General on the February 2 and 3, 1980 Riot at the Penitentiary of New Mexico (Office of the Attorney General, 1980a, 1980b), σε Social Problems vol. 29, no 5, June 1982. Report of the Attorney General on the Feb. 2 & 3 1980 Riot, September 1980, pg 6/80. Βλ. και "The political economy of incarceration trends in late U.S. capitalism: 1971-1977", The Insurgent, Sociologist 10(4) and 11(1): 59-65 (combined issue), 1981.
[8] Useem. Bert, Disorganization And The New Mexico Prison Riot of 1980, American Sociological Review, Vol. 50, No. 5 (Oct., 1985), pp. 677-688.
[9] Στις 36 ώρες συνολικά που διήκεσαν τα γεγονότα, πριν απαοκατασταθεί η τάξη από δυνάμεις της Αστυνομίας και της Εθνοφυλακής του New Mexico, 33 κρατούμενοι φονεύθηκαν από συγκρατουμένους τους. Οι 12 από αυτούς πρώτα βασανίστηκαν και ακρωτηριάστηκαν. Ο ακριβής αριθμός των κρατουμένων που τραυματίστηκαν παρέμεινε άγνωστος. Οι επίσημες εκθε΄σεις της Εισαγγελίας του New Mexico αναφέρει ότι τουλάχιστον 90 κρατούμενοι νοσηλεύτηκαν σε τοπικά νοσοκομεία είτε με υπερβολική δόση ναρκωτικών από το φαρμακείο της φυλακής είτε τραυματισμένοι από τις συμπλοκές. 7 από τους 12 σωφρονιστικούς υπαλλήλους που κρατήθηκαν όμηροι χτυπήθηκαν βάναυσα, τραυματίστηκαν με μαχαίρι και βιάστηκαν, ωστόσο κανείς τους δεν έχασε τη ζωή του. Βλ. ανωτ. Colvin, Mark (1982).
[10] Buckingham Villella, Lynn (1980) ; After The Penitentiary Riot, University Of New Mexico Alumnus, Fall 1980 και Silberman, Charles E. (1980) "New Mexico: The anatomy of a riot" Corrections Magazine 6(2):6-24, 1980.
[11] Shapiro, Mark (2016); Hey Joe: The Unauthorized Biography of a Rock Classic, Riverdale Avenue Books, pgs 11-25.
[12] Βλ. υπόθεση Brandenburg v. Ohio, 395 U.S. 444, 447, 449 (1969) και The Censorship of Violent Motion Pictures: A Constitutional Analysis, Indiana Law Journal 53. Pgs 381, 383 (1977-78).
[13] Βλ.. μ.α. Coyne, Sarah M & Padilla-Walker, Laura M. (2015) ; Sex, Violence & Rock ‘N’ Roll : Longitudinal effects of music on aggression, sex, and prosocial behavior during adolescence, Journal Of Adolescence, vol. 41, June 2015, pgs 96-104, Shafron, G. R., & Karno, M. P. (2013). Heavy metal music and emotional dysphoria among listeners. Psychology of Popular Media Culture, Joan Broder Sumerson (ed.), 2(2), 74-85, Kneer, J., & Rieger, D. (2016). The memory remains: How heavy metal fans buffer against the fear of death. Psychology of Popular Media Culture, Joan Broder Sumerson (ed.), 5(3), 258-272.
[14] Βλ. Murder In The Front Row – Α Documentary Film (2019) ταινία του Adam Dubin για την thrash σκηνή του Bay Area ΤΗς Καλιφόρνια και την παράδοση της «φίλιας βίας» στις thrash συναυλίες.
[15] Βλ. Friedman, Lester D. (ed.) (2007), American Cinema of the 1970s – Themes And Variations, Michael DeAngelis Movies And Confession, pgs 84-88.
[16] Βλ., μ.α., Byrne, James M. & Hummer, Don (2007); Victims & Offenders – Myths And Realities of Prison Violence : A Review of The Evidence (2007), Toch. Hans & Kupers, Terry A. (2007); Violence In Prisons, Revisited, in Journal of Offender Rehabilitation vol. 45, 2007, iss. 3-4, pgs 1-28 (2007).