Crime & Music: “Night Prowler” & “Night Stalker”
"Ο serial killer Richard Ramirez και το προκάλυμμα του ροκ-εν-ρολ"
Τον Ιούλιο του 1979, ένα αργόσυρτο ηλεκτρικό blues σε ρυθμό 6/8 έκλεινε την δεύτερη πλευρά του δίσκου με τίτλο “Highway To Hell” των Αυστραλών AC/DC ενός ακόμη τότε ανερχόμενου ροκ συγκροτήματος. Είχε τον τίτλο “Night Prowler”[1].
Ένα στοιχειωμένο, δυσοίωνο κομμάτι, σχεδόν σε αντίστιξη με το γεμάτο ενέργεια υπόλοιπο περιεχόμενο του δίσκου. Ξεκινά με τον τραγουδιστή Bon Scott ν’ ακούγεται να παίρνει μια βαθιά ανάσα και τρία ακκόρντα που προοιωνίζουν την έλευση μιας αίσθησης ανήσυχης, ύπουλης.
Στην πρώτη στροφή, ο Scott, ένας διαβόητος σάτυρος και έμπρακτος ηδονιστής πριν καν ο όρος συναφθεί με τους ροκ σταρ της δεκαετίας του ’80 (την οποία και δεν θα προλάβει να δει, καθώς θα πεθάνει στις 18/2/80, 34 ετών, μετά από μια νύχτα καταχρήσεων), σκιαγραφεί το τοπίο, με λέξεις που έχουν ξαναειπωθεί: πανσέληνος, ένα ρολόι που σημαίνει μεσάνυχτα, ένα απόμακρο γαύγισμα, το κλάμα ενός μωρού που ξαγρυπνά. Στη δεύτερη στροφή η αφήγηση γίνεται ιδιαίτερη και σκοτεινή. Παίρνει σάρκα και οστά ο παρατηρητής και με την βρωμερή πονηρία του αρουραίου που τρέχει στο ελάχιστα φωτισμένο δρομάκι, γίνεται κάποιος που «περπατά δίπλα στον τάφο σου», ενώ «εύχεσαι ο ήλιος ν’ ανατείλει», για να έρθει γρήγορα η τρίτη στροφή όπου πλέον η αναφορά σε επικείμενο φονικό δύσκολα μπορεί να νοηθεί ως μεταφορά.
«Γιατί κανείς δε θα στο πει Κανείς δε θα φωνάξει επίθεση Και δε θα νιώσεις το ατσάλι Μέχρι να στο τρυπήσει την πλάτη».
Είμαι της Νύχτας ο Άρπαγας Τη μέρα κοιμάμαι Της Νύχτας ο Άρπαγας Απ’ το δρόμο μου μακριά».
Φοβάσαι τόσο το φως να κλείσεις Κάτι είναι στο μυαλό σου Μην είναι ο θόρυβος έξω απ΄ το παράθυρο; Τί ’ναι αυτή τη σκιά στις γρίλιες; Όπως κείτεσαι γυμνή Σα το σώμα στον τάφο Νεκροφάνεια, καθώς στο δωμάτιο γλιστράω» |
Ο στίχος, γραμμένος από τον Scott ως μια νοσηρά αμφίσημη ως παραβολή σεξ και φόνου, έμελλε να αναδυθεί στην επικαιρότητα μια εξαετία αργότερα[2]. Ο διαβόητος serial killer Richard Ramirez, που έδρασε στην Καλιφόρνια μεταξύ 1984 και 1985, όταν συνελήφθη, φορούσε ένα t-shirt των AC/DC, δήλωσε δε, στις πρώτες του δηλώσεις στον τύπο μετά τη σύλληψή του, ότι του άρεσε φανατικά το συγκεκριμένο τραγούδι και ότι ταυτιζόταν με τους στίχους του απόλυτα.
Ο Ricardo Leyva Muñoz Ramírez γεννήθηκε στις 28-2-1960 στο El Paso του Texas των Η.Π.Α., όντας ο νεώτερος από τα 5 παιδιά (δύο γιοι και τρεις κόρες) μιας οικογένειας φτωχών εργαζομένων μεξικανοαμερικανών. Η παραβατική και στη συνέχεια εγκληματική του δραστηριότητα ξεκίνησε από μικρή ηλικία και ποικίλε από τη χρήση ναρκωτικών ως τη ληστεία. Μεγαλωμένος με την αυστηρότητα του καθολικισμού και την ανέχεια, από την ηλικία των 9 ήταν ήδη ένα μοναχικό αγόρι που περιφερόταν στις arcades με τα φλίπερ, ενώ, κατά τη συνήθεια των αλητηρίων τηνέϊτζερ της δεκαετίας του ΄70, είχε ήδη αναπτύξει τη συνήθεια να εισπνέει κόλλα για να «φτιάχνεται». Από την κόλλα, σύντομα αναβαθμίστηκε στη μαριχουάνα και στο acid, κάνοντας παρέα με χαμίνια που έκλεβαν για να πληρώνουν το χόρτο τους, κάποιες φορές κάνοντας και διάρρηξη στα πιο πλούσια σπίτια του El Paso. H δεινότητά του στη διάρρηξη μάλιστα του είχε δώσει το προσωνύμιο “fingers”. Στα χρόνια του στο Γυμνάσιο Jefferson υπήρξε τυπικός κοπανατζής, μην κάνοντας τον κόπο τελικά να ολοκληρώσει ούτε τη σχολική εκπαίδευση, εγκαταλείποντάς την στα 17. Ένας από τους δασκάλους του, μετά τη σύλληψή του, δήλωσε στον τύπο:
«Δεν έδινε δεκάρα για τίποτα. Το είχε ρίξει στην πρέζα και ήταν χωμένος στο rock 'n' roll».
Συνελήφθη δύο φορές και κατηγορήθηκε για κατοχή μαλακών ναρκωτικών, πριν τελικά στα 18 του ακολουθήσει μια φιλενάδα του στην Καλιφόρνια. H καινούρια του πατρίδα τον βοήθησε να αναπτύξει και νέες παραβατικές συμπεριφορές που απέκτησαν το χαρακτήρα καθημερινότητας, καθώς δεν είχε που να μείνει, ούτε νόμιμη πηγή εσόδων για τα προς το ζην. Όσες φορές κοιμόταν μέσα σε σπίτι, ήταν σε εγκαταλελειμμένα υπό κατάρρευση χαμόσπιτα. Συνήθως, κουλουριαζόταν μέσα σε ξεκλείδωτα αμάξια ή έπεφτε όπου βρισκόταν, σε δρομάκια ή κεφαλόσκαλα σπιτιών. Άρχισε να κάνει ενέσεις κοκαΐνης και να τρέφεται αποκλειστικά με junk food. Μεταξύ 1982 και 1983 οι μόνη πρόσοδός του ήταν να σπάει αυτοκίνητα, κλέβοντας ό,τι πολύτιμο είχαν τυχόν οι ιδιοκτήτες αφήσει μέσα ή να κλέβει και ολόκληρο το αυτοκίνητο. Μια σύλληψή του κατέληξε σε καταδίκη και σύντομη ποινή φυλάκισης.
Όσο διήρκεσε η δολοφονική του δράση (Ιούνιο 1984 - Αύγουστο 1985), ο Ραμίρεζ, επέλεγε τα σπίτια των θυμάτων του, οικογενειών ή ζευγαριών, περιφερόμενος σε περιοχές της Καλιφόρνια, συνήθως με το αυτοκίνητο. Παραμόνευε στο σκοτάδι παρατηρώντας τον γύρω χώρο και εντοπίζοντας, ως πεπειραμένος διαρρήκτης, από πού θα μπορούσε να εισχωρήσει. Στις ώρες της νύχτας που είναι απίθανο κάποιος να παραμένει ξύπνιος, έμπαινε μέσα στα σπίτια των θυμάτων του, συνήθως από πόρτες ή παράθυρα που έμεναν ξεκλείδωτα. Τους άνδρες τους μαχαίρωνε ή τους πυροβολούσε στον ύπνο τους. Συνήθως τους χτυπούσε πρώτους, ώστε να εξουδετερώσει κάθε αντίσταση. Τις γυναίκες, ανεξαρτήτως, τις χτυπούσε βάναυσα, τις βίαζε ή τις κακοποιούσε σεξουαλικά και τις περισσότερες θανάτωνε με στραγγαλισμό, μαχαιριές ή και πυροβολώντας τις. Τα παιδιά των θυμάτων είτε τα κακοποιούσε σεξουαλικά, είτε τα απήγαγε, τα βίαζε και τα εγκατέλειπε στο δρόμο. Μέχρι να συλληφθεί, είχε σκοτώσει 13 άτομα (οκτώ γυναίκες και πέντε άνδρες, με ηλικίες από 30 έως και 83 ετών, διαφόρων φυλών και εθνοτήτων) και είχε βιάσει δεκάδες ακόμη.
Ο Ramirez διέφερε σε σχέση με του υπόλοιπους serial killers που είχαν εμφανιστεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄80. Ήταν δύσκολο να κατηγοριοποιήσει κανείς τη δράση του, γιατί η φύση των εγκλημάτων του και η μεθοδολογία του ποικίλε διαρκώς. Δεν επέλεγε τα θύματα του με κάποια συγκεκριμένη δέσμη χαρακτηριστικών, στοιχείο το οποίο δυσκόλεψε πολύ τις αρχές στο να συνειδητοποιήσουν ότι όλα αυτά τα εγκλήματα οφείλονται στον ίδιο δράστη. Για παράδειγμα, ανάμεσα στα θύματά του που επιβίωσαν ήταν η 16χρονη Whitney Bennet στην οποία επιτέθηκε με σιδηρολοστό και προσπάθησε να πνίξει με καλώδιο τηλεφώνου και η 27χρονη Virginia Peterson, την οποία πυροβόλησε στο πρόσωπο μ’ ένα πιστόλι των 25. Οι επιθέσεις του συνέβαιναν συνήθως τις πρώτες πρωινές ώρες, σε σπίτι που βρίσκονταν κοντά σε καθέτους μεγάλων λεωφόρων, απ’ όπου και διέφευγε. Παρατηρήθηκε επίσης ότι τα περισσότερα σπίτια των θυμάτων του ήταν βαμμένα σε χρώμα ανοιχτό κίτρινο.
Κάποια από τα θύματα που κατά τύχη διασώθηκαν, κατέθεσαν ότι κατά τους βιασμούς, ή όταν ανάγκαζε τα θύματα να του υποδείξουν πού έκρυβαν αντικείμενα αξίας μέσα στο σπίτι τα «έβαζε να ορκιστούν στο Σατανά». Καταγράφηκε επίσης ότι σε κάποιους από τους τόπους των εγκλημάτων του είχε ζωγραφίσει πεντάλφες στους τοίχους ή στα σώματα των θυμάτων του. Η προσπάθεια σκιαγράφησης του προφίλ του δράστη ("profiling") υπήρξε δυσχερής και στην ουσία ατελέσφορη, ειδικά για εκείνη την εποχή. Ακόμη και με τα δεδομένα των serial killers, ο Ramirez άφησε πίσω του πολλά θύματα για το χρονικό διάστημα που έδρασε.
Η πρώτη επίθεση καταγράφεται στις 17 Μαρτίου 1985. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, η Maria Hernandez έβαλε το αυτοκίνητό της στο γκαράζ του διαμερίσματος στο οποίο ζούσε με τον Dayle Okazaki, στο προάστιο του Rosemead στο Los Angeles. Καθώς άφηνε το γκαράζ για να μπει στο διαμέρισμα, άκουσε ένα θόρυβο πίσω της. Στράφηκε και αντίκρυσε έναν άνδρα ντυμένο στα μαύρα να την σημαδεύει με ένα πιστόλι. «Μην πυροβολήσεις» ικέτευσε και σήκωσε το χέρι της. Ήταν η κίνηση που της έσωσε τη ζωή, καθώς η σφαίρα από τον πυροβολισμό του αγνώστου εξοστρακίστηκε στα κλειδιά του αυτοκινήτου που κρατούσε. Καθώς έπεφτε στο έδαφος, ο άγνωστος την κλώτσησε βάναυσα και την έσπρωξε με τα πόδια του προς την πίσω πόρτα του διαμερίσματος μπαίνοντας μέσα. Καθώς η Hernandez βγήκε στο δρόμο μπροστά από το διαμέρισμα να ζητήσει βοήθεια, άκουσε έναν δεύτερο πυροβολισμό και είδε τον άγνωστο να βγαίνει τρέχοντας από την μπροστινή είσοδο. Ο σύντροφός της Dayle Okazaki ήταν νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι. Η Hernandez παρά το σοκ και τη συντριβή της, κατόρθωσε να δώσει μια περιγραφή του δολοφόνου. Ήταν λεπτός με σκούρα κατσαρά μαλλιά, έντονα μάτια και από το σαρδόνιο χαμόγελό του ξεχώριζαν τα χαλασμένα δόντια της κάτω του γνάθου. Η αστυνομία βρήκε επίσης στον τόπο του εγκλήματος ένα καπελάκι του μπέϊζ μπολ που είχε πάνω το λογότυπο των AC/DC.
Προς στιγμήν θεωρήθηκε από τις αρχές ότι επρόκειτο για διάρρηξη η οποία είχε απροσδόκητη εξέλιξη, γι’ αυτό και ο δράστης αναγκάστηκε να σκοτώσει για να διαφύγει. Όμως, επειδή παρόμοιες επιθέσεις άρχισαν να συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή του νότιου Los Angeles county (Rosemead, Monterey, Whittier, Burbank, Monrovia, Arcadia) και της San Fernando Valley με συχνότητα που τρομοκρατούσε (14/5, 29, 30/5. 2/7, 5/7, 7/7, 20/7, 6/8, 8/8), συχνά με πολλαπλές επιθέσεις το ίδιο βράδυ, οι αστυνομικές αρχές τέθηκαν σε επιφυλακή, αντιμετωπίζοντας πλέον την πραγματικότητα: κυκλοφορούσε ένας serial killer ελεύθερος.
Μέσα στον Αύγουστο του 1985 η αστυνομία του L.A. πίστευε ότι βρίσκεται κοντά στο να εντοπίσει το πρόσωπο που κρυβόταν πίσω από τις επιθέσεις. Είχαν συγκεντρώσει στοιχεία που τις συνέδεαν μεταξύ τους και θεώρησαν ότι θα ήταν καλύτερο η έρευνα να μην διαρρεύσει στον τύπο. Ο Ramirez, που παρακολουθούσε το τί έγραφε ο τύπος για τις επιθέσεις, είδε να πιστώνουν τον άγνωστο δράστη τα προσωνύμια “Valley Intruder” και “Night Stalker”, το δεύτερο, δε, προφανώς συνδεόμενο με το καπέλο τζόκεϋ με το λογότυπο των AC/DC συνδέθηκε με το τραγούδι “Night Prowler” («Νυχτερινός Άρπαγας»), ξεκινώντας το προσφιλές στα media της εποχής κυνήγι μαγισσών για τη σύνδεση ροκ, σατανισμού και σειράς από ανθρωποκτονίες.
Στο μεταξύ, ο Ramirez, μετέβαλλε τόπο δράσης στο γειτονικό San Francisco, χτυπώντας στις 18 Αυγούστου το ζεύγος των του 66χρονου Peter και της 62χρονης Barbara Pan, σκοτώνοντας τον πρώτο με μια σφαίρα των 25 στο κεφάλι και κακοποιώντας σεξουαλικά τη δεύτερη. Τα σημάδια που άφησε στο πρόσωπο της δεύτερης από τα αθλητικά του παπούτσια μάρκας Avia νούμερο 11 ½ (ευρωπαϊκό 47) ταυτοποιήθηκαν με ευρήματα των επιθέσεων στην περιοχή του L.A.. Όμως, σαμποτάροντας τη στρατηγική των αρχών, η δήμαρχος του San Francisco Dianne Feinstein ανακοίνωσε το κρίσιμο αυτό συμπέρασμα σε τηλεοπτική εκπομπή. Όπως εκ των υστέρων ομολόγησε o Ramirez, άκουσε την εκπομπή και το ίδιο βράδυ πέταξε τα παπούτσια του στη θάλασσα, από την Golden Gate Bridge του San Francisco.
Όμως, αποχαλινωμένος, κολακευμένoς από τον τρόμο που έσπειρε και αδιαφορώντας για τα ίχνη που άφηνε στους τόπους τέλεσης, ο Ramirez[3] επέστρεψε στο L.A. και το βράδυ της 24ης Αυγούστου μπήκε από την πίσω πόρτα στο σπίτι του 30χρονου Bill Carns και της 29χρονης μνηστής του Inez Erickson, πυροβολώντας τον πρώτο με το πιστόλι των 25 τρεις φορές στο κεφάλι και βιάζοντας τη δεύτερη. Πριν εγκαταλείψει τη σκηνή του εγκλήματος της είπε «Να τους πεις ότι από δω πέρασε ο Night Stalker».
Ο Ramirez είχε βεβαρυμμένο ποινικό μητρώο για κλοπές αυτοκινήτων και κατοχή ναρκωτικών. Ο αριθμός της πινακίδας (482 RTS) ενός κλεμμένου Orange Toyota station wagon, που χρησιμοποίησε εκείνο το βράδυ, δόθηκε στην αστυνομία από τον 13χρονο James Romero. Γιατί λίγη ώρα πριν την επίθεση στους Carns και Erickson, είχε αποπειραθεί να μπει στο δικό του σπίτι στην Chrisanta Drive του L.A.. O μικρός τον είχε δει να βγαίνει στο σπίτι του και να εξαφανίζεται, λίγο πριν από το θόρυβο ξυπνήσουν οι γονείς του. Το αναζητούμενο αυτοκίνητο βρέθηκε εγκαταλειμμένο και σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε, μετά από επισταμένη απομόνωση των αποτυπωμάτων του πραγματικού ιδιοκτήτη, βρέθηκαν στο εσωτερικό του κάποια ορφανά αποτυπώματα, τα οποία τελικά ταυτοποιήθηκαν ότι ανήκαν στον σεσημασμένο από την αστυνομία για κλοπές αυτοκινήτων Richard Ramirez[4]. Μεγάλο ρόλο έπαιξε και η δυνατότητα που μόλις είχε αποκτήσει η αστυνομία να ταυτοποιεί το κάθε αποτύπωμα υπόπτου με αναγωγή σε ηλεκτρονικό αρχείο αποτυπωμάτων, μέσα σε τρία λεπτά, με τη βοήθεια ενός υπερσύγχρονου για την εποχή φορητού επεξεργαστή[5]. Οι αρχές προβληματίστηκαν για το αν θα έπρεπε να δημοσιοποιήσουν τα στοιχεία του υπόπτου[6]. Ρισκάροντας την πιθανότητα να προσπαθήσει να διαφύγει, το έκαναν, προκειμένου να ενημερώσουν το κοινό και να αποτρέψουν καινούριο κτύπημα.
Την Παρασκευή, 30 Αυγούστου 1985 ο Ramirez πήγε στην Αριζόνα να επισκεφθεί έναν από τους αδελφούς του που διέμενε εκεί. Πέρασε τη μέρα του καθ’ οδόν, σε σταθμούς λεωφορείων και σε τηλεφωνικούς θαλάμους, επιχειρώντας άκαρπα να επικοινωνήσει με τον αδελφό του και αποφάσισε να επιστρέψει στο L.A.. Δεν είχε δει τα βραδυνά δελτία ειδήσεων, όπου φιγουράριζε σε εθνικό δίκτυο η φωτογραφία του από τη σήμανση, το Δεκέμβριο του 1984. Δεν είχε διαβάσει εφημερίδες, όπου η ταυτότητά του για πρώτη φορά αποκαλυπτόταν δημοσίως. Έτσι, στις 08:00 το πρωί του Σαββάτου, 31 Αυγούστου, αποβιβάστηκε από το λεωφορείο στον τερματικό σταθμό του ανατολικού L.A. αγνοώντας ότι υπήρχαν περί τα οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι που γνώριζα πώς μοιάζει και είχαν λόγους να τον αναζητούν.
Οι αστυνομικές αρχές, πέρα από τη φωτογραφία με τον Ramirez να σωματομετράται φορώντας τη γαλάζια φόρμα του κρατουμένου, είχε διοχετεύσει στον τύπο κι ένα σκίτσο, φτιαγμένο από τον εικονογράφο της αστυνομίας, φτιαγμένο από περιγραφές μαρτύρων και επιζώντων θυμάτων. Η αναμετάδοση φωτογραφίας και σκίτσου ήταν εκτεταμένη από ραδιόφωνο, τηλεόραση και έντυπα. Το τηλεφώνημα που έγινε πρωινές ώρες από κάτοικο του παραρτήματος Hollenbeck της Αστυνομικής Διεύθυνσης του Los Angeles έκανε λόγο για έναν άντρα που ταίριαζε στην περιγραφή του καταζητούμενου και περιφερόταν στη γειτονιά.
Ο Ramirez, έκπληκτος διαπιστώνει ότι μια ομήγυρη από ηλικιωμένες μεξικάνες τον αναγνωρίζει έντρομη φωνάζοντας “el matador!”. Βλέπει τη φωτογραφία του σε εφημερίδες και πανικόβλητος τρέπεται σε φυγή.
Ακολουθεί μια από τις πιο δραματικά φορτισμένες καταδιώξεις στα χρονικά του Los Angeles PoliceDepartment. Επτά περιπολικά κι ένα αστυνομικό ελικόπτερο κατευθύνθηκαν προς την υποδειχθείσα περιοχή. Ο Ramirez, πεζός, αντιλαμβάνεται ότι καταδιώκεται και προσπαθεί να ξεφύγει τρέχοντας στους δρόμους του ανατολικού Λος Άντζελες. Αποπειράται να σπάσει το τζάμι παρκαρισμένων αυτοκινήτων για να τα κλέψει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Απεγνωσμένος και εξαντλημένος, κατευθύνεται στην περιοχή BoyleHeights, όπου στην East Hubbard Street αποπειράται να διαρρήξει ένα κόκκινο Mustang για να διαφύγει. Μόνο που έρχεται αντιμέτωπος με τον μεσόκοπο Faustino Pinon, πατέρα του νεαρού ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, που αρχίζει να τον κυνηγά, καλώντας σε βοήθεια ολόκληρη τη γειτονιά. Τον προλαβαίνουν και τον ακινητοποιούν χτυπώντας τον με λοστούς, ξύλα, γροθιές και κλωτσιές. Αιμόφυρτος ο Ramirezφωνάζει “Dejame en paz! Dejame en paz!” («Αφήστε με στην ησυχία μου!») . Σε λίγα λεπτά, η αστυνομία θα φτάσει στο σημείο, στην ουσία σώζοντάς τον από την οργή των παρευρισκομένων.
Δύο μέρες μετά τη σύλληψη, τον Ramirez αναγνώρισε τόσο ο ανήλικος James Corsaro όσο το τελευταίο του παρ’ ολίγον θύμα, η Inez Erickson, την οποία βίασε και αποπειράθηκε να σκοτώσει πυροβολώντας την στο κεφάλι.
Τις πρώτες ημέρες μετά τη σύλληψή του, οι αρχές φοβήθηκαν ότι η ισπανόφωνη κοινότητα του Λος Άντζελες θα τον λυντσάριζε, αφού ενώ κρατείτο στο αστυνομικό τμήμα της συνοικίας Hollenbeck, 600 άτομα συγκεντρώθηκαν απ’ έξω φωνάζοντας «Κρεμάστε τον» και αρνούνταν να αποχωρήσουν. Οι δρόμοι έξω από το αστυνομικό τμήμα ήταν κατάμεστοι από κόσμο που περίμενε να δει και να χλευάσει τον συλληφθέντα, ακόμη και τη μέρα της μεταγωγής του στις φυλακές. Με τις κάμερες και τα μικρόφωνα στριμωγμένα προς το μέρος του, εκείνος κάγχασε επιδεικτικά: «Γουστάρω να σκοτώνω ανθρώπους. Μ’ αρέσει να τους βλέπω να πεθαίνουν. Τους πυροβολούσα στο κεφάλι και εκείνοι τινάζονταν και χτυπιούνταν και μετά ξεψυχούσαν. Ή τους χάραζα μ’ ένα μαχαίρι για το ψωμί και έβλεπα τα πρόσωπά τους να γίνονται κάτασπρα. Μ’ αρέσει όλο αυτό το αίμα. Μια φορά είπα σε μια γυναίκα να μου δώσει όλα τα λεφτά της. Μού ’πε όχι. Τη μαχαίρωσα και της έβγαλα τα μάτια».
Οι δηλώσεις του Ramirez ότι το αγαπημένο του συγκρότημα είναι οι ΑC/DC, τα αρχικά των οποίων, όπως ισχυρίστηκε, σημαίνουν “Αnti Christ/Devil’s Child” έριξε λάδι στη φωτιά των υπερσυντηρητικών κύκλων της Αμερικής που έβρισκαν σε διάφορες μορφές τέχνης αίτια για το εγκληματικό φαινόμενο. Οι AC/DCμπήκαν στη λίστα των “filthy fifteen”[7], μαζί με άλλα συγκροτήματα hard rock και heavy metal[8] τα οποία, σύμφωνα με όσα ισχυριζόταν προβεβλημένη επιτροπή P.M.R.C. (Parents Music Resource Center), με επικεφαλής την Tipper Gore, σύζυγο του γερουσιαστή των Δημοκρατικών Al Gore, προπαγανδίζοντας τη βία, το σεξ και το σατανισμό, διέφθειραν την αμερικανική νεολαία.
Οι AC/DC, έχοντας στις 28 Ιουνίου 1985 κυκλοφορήσει τον καινούριο τους δίσκο “Fly On The Wall” αντιμετώπισαν, από το φθινόπωρο του ’85 και μετά έξω από τις συναυλίες τους στις Η.Π.Α. πικετοφορίες φανατικών και απροθυμία των τοπικών ξενοδόχων να τους φιλοξενήσουν.
«Αυτοί που θέλουν να στραγγαλίσουν τα δικαιώματα των άλλων είναι αυτοί που έχουν καταληφθεί από έναν από τους χειρότερους δαίμονες που υπάρχουν – ο σατανάς στην ψυχή τους λέγεται μισαλλοδοξία», «Το Ροκ-εν-ρολ έχει να κάνει με ένα και μόνο πράγμα: την ελευθερία. Όταν κάποιος προσπαθεί να δολοφονήσει αυτή την ελευθερία, εμείς είμαστε εναντίον του», δήλωσε ο -σε καμία περίπτωση διανοούμενος- κιθαρίστας των AC/DC Angus Young στο περιοδικό People το 1985.
Αναγκαστικά πάντως, το συγκρότημα βρέθηκε σε θέση άμυνας, με τις ειδήσεις και την ένθερμη συζήτηση γύρω από τους στίχους ενός ξεχασμένου τους τραγουδιού – το οποίο δεν είχαν ποτέ παίξει ζωντανά- να επηρεάζει την προσέλευση στις συναυλίες τους.
Ο Malcolm Young, έτερος κιθαρίστας των AC/DC μιλώντας στον Mark Putterford του μουσικού περιοδικού Kerrang! στις αρχές του ’86, θέτει το ζήτημα το ίδιο στεγνά με τον τρόπο που γράφει τα ακκόρντα του: «Ήταν να παίξουμε στο Springfield Auditorium του Illinois και κάποιοι θρησκόληπτοι κατάφεραν να πετύχουν δικαστική απόφαση με την οποία μας απαγόρευαν να παίξουμε, επειδή ισχυρίστηκαν ότι δήθεν είμαστε σατανιστές ή κάτι τέτοιο. Μιλήσαμε και εμείς λοιπόν με κάποιους ανθρώπους, ζητήσαμε τη βοήθειά τους και μας είπαν ότι δεν δικαιούντο να κάνουν κάτι τέτοιο. Τους πήγαμε στο δικαστήριο και φυσικά, κερδίσαμε. Απλώς δεν μας άφησαν να μείνουμε στην όλη και αναγκαστήκαμε να βρούμε ξενοδοχείο 100 μίλια από το σημείο της συναυλίας. Τίποτα παραπάνω».
«Κάποιοι φανατικοί, που έτσι κι αλλιώς μας είχαν από χρόνια στο στόχαστρο, έβαλαν δίπλα – δίπλα το παρατσούκλι Night Stalker και το τραγούδι μας Night Prowler, επειδή ο τύπος που σκότωνε φορούσε το μπλουζάκι μας. Αυτό που αδυνατούν να καταλάβουν είναι ότι το τραγούδι μας μιλάει για το πώς είναι να μπαίνεις κρυφά στο σπίτι καναδυό παλιών φιλενάδων σου και να κάνεις τη δουλειά – να περάσεις καλά, ξέρετε. Δεν έχει να κάνει με βιασμούς και λεηλασίες. Όλη η φασαρία έγινε επειδή κάποιος τρελλάρας που καθάριζε ανθρώπους λέει ότι γουστάρει τη μπάντα σου, Και τί έγινε; Δεν του είπαμε εμείς να κάνει αυτά που έκανε!»
Η διαδικασία σε βάρος του Ramirez ξεκίνησε στις 22 Ιουλίου 1988, μια μακρά προδικασία, κατά την οποία αρχικώς ομολόγησε και μετά ανακάλεσε, ενώ μετέβαλλε πολλές φορές γνώμη για το ποιός δικηγόρος θα τον εκπροσωπούσε. Τελικά κατέληξε σε δύο άπειρους συνηγόρους υπεράσπισης που δεν είχαν αναλάβει ξανά υπόθεση ανθρωποκτονίας, στην πορεία όμως προστέθηκε και ο εμπειρότερος Ray Clark, ο οποίος επιχείρησε να θεμελιώσει άλλοθι για όσες περιπτώσεις ανθρωποκτονίας ήταν εφικτό[9]. Κατά τη διάρκεια των εννέα μηνών της διαδικασίας στο ακροατήριο που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του ΄89, ο 17χρονος πλέον James Corsaro υποβλήθηκε σε δύο τετράωρες ένορκες εξετάσεις, αντιμετωπίζοντας μάλιστα κατά πρόσωπο τον Ramirez που προσπαθούσε να τον υποβάλλει. Με υπομονή και σταθερότητα, επανέλαβε τις κινήσεις του εκείνο το βράδυ, ώστε να επιβεβαιωθούν οι αποστάσεις από τις οποίες τον είδε να μπαίνει μέσα στο ξεκλείδωτο σπίτι του, ενώ οι γονείς του κοιμούνταν και να αναζητεί και τον ίδιο στο γκαράζ, όπου ο μικρός μαστόρευε το ποδήλατό του.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1989, ο Ramirez κρίθηκε ένοχος για 13 ανθρωποκτονίες από πρόθεση 5 απόπειρες ανθρωποκτονίας, 11 βιασμούς και 14 διαρρήξεις και στις 7 Νοεμβρίου ανακοινώθηκε η ποινή του, που ήταν, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Καλιφόρνια, η θανάτωση σε θάλαμο αερίων. Όταν του δόθηκε ο λόγος επί της ποινής, αναφέρθηκε «στο Εωσφόρο» και ενώπιον δικαστή, ενόρκων και μια αίθουσας στην οποία παρευρίσκονταν πολλά συγγενικά πρόσωπα θυμάτων, εκφώνησε, φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου, άτονα ένα προκατασκευασμένο λογύδριο: «Δε με καταλαβαίνετε. Δεν περιμένω να με καταλάβετε. Δεν έχετε τη δυνατότητα αυτή. Βρίσκομαι πέρα από τις δικές σας εμπειρίες. Είμαι πέρα από το καλό και το κακό. Λεγεώνες της Νύχτας, φυλές και γεννήματα της νύχτας επαναλάβετε τις πράξεις του πατέρα σας και μη δείξετε έλεος. Θα υπάρξει εκδίκηση για μένα. Ο Εωσφόρος καραδοκεί μέσα σ’ όλους μας. Αυτά».
Μετήχθη στην φυλακή του San Quentin για να περιμένει την εκτέλεσή του. Καθώς αποχωρούσε από το δικαστήριο σιδηροδέσμιος, έδειξε προκλητικά στην κάμερα την παλάμη του, όπου υπήρχε χαραγμένη μια πεντάλφα και ο αριθμός 666. Δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Σιγά τα λάχανα. Ο θάνατος είναι στους κινδύνους του επαγγέλματος. Θα σας δω στην Disneyland»[10].
Στις 3 Οκτωβρίου 1996 σε μια σεμνή τελετή στην αίθουσα επισκεπτηρίου του San Quentin ο Ramirez παντρεύτηκε την 41χρονη Doreen Lioy. Η Lioy, ανεξάρτητη δημοσιογράφος που εργαζόταν κατά καιρούς και σε περιοδικά για τηνέϊτζερ ζούσε σε ένα κότερο, είχε πτυχίο bachelor στην Αγγλική φιλολογία, μέτρηση I.Q. στους 152 βαθμούς και σύμφωνα με δηλώσεις της δεν κάπνιζε, ούτε βλασφημούσε, ενώ ισχυριζόταν ότι ήταν ακόμη παρθένα[11], του είχε στείλει περί τα 75 ερωτικά γράμματα όσο ήταν κρατούμενος. Τον επισκεπτόταν έως και 4 φορές την εβδομάδα. Η ίδια, μεγαλωμένη καθολική, αλλά κατά δήλωσή της αγνωστικίστρια, είχε γνώση του ότι ο Ramirez δήλωνε «σατανιστής». Χώρισαν το 2010, όταν, σύμφωνα με την ίδια, αποδείχθηκε ότι είχε ανάμιξη με το βιασμό και το φόνο ενός 9χρονου κοριτσιού. Πράγματι, το 2009 ταυτοποιήθηκε το dna του Ramirez με το υλικό που είχε βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος της ανήλικης στις 10 Απριλίου 1984. Υπόθεση που δεν είχε μέχρι τότε συσχετισθεί με τη δράση του[12].
Μετά από 23 χρόνια σε αναμονή για να εκτελεστεί, ο Ramirez το πρωί της Παρασκευής 7 Ιουνίου 2013 στο Marin General Hospital, πέθανε από λέμφωμα. Είχε μεταφερθεί εκεί μία εβδομάδα νωρίτερα από τις φυλακές του San Quentin. Έγινε έτσι ο 59ος κατάδικος στα χρονικά της πολιτείας της Καλιφόρνια που, μετά την επαναφορά της θανατικής ποινής το 1978, πεθαίνει από φυσικά αίτια, ενώ έχει καταδικασθεί σε θάνατο. Η έφεσή του συζητήθηκε από το Supreme Court για πρώτη φορά το 2006. Η δικογραφία αριθμούσε περί τις 50.000 σελίδες. Η έφεση απορρίφθηκε, όμως εξακολούθησε να ασκεί μια σειρά από άλλα ένδικα μέσα προκειμένου να ανασταλεί η εκτέλεση.
Η σχέση της ποπ κουλτούρας και ειδικώτερα της δημοφιλούς μουσικής με το πολυανθρωποκτόνο φαινόμενο είναι μια σχέση που μοιάζει από τα ‘60s και μετά να αλληλοτροφοδοτείται. Το φαντασιακό περιβάλλον που συνοδεύει ένα οριακό κοινωνικό γεγονός, όπως αυτό της ανθρωποκτονίας βρήκε την έκφρασή του μέσα από την λαϊκή τέχνη, αρχικά μέσα από τον κινηματογράφο και σχεδόν συγχρόνως κατά την εποχή της «βιομηχανικής επανάστασης» της μουσικής (1960 – 1990), μέσα από τα τραγούδια. Άλλες φορές με τρόπο περιγραφικό, άλλες φορές μέσα από το ουδέτερο οπτικό πεδίο του παρατηρητή, κάποιες φορές και μέσα από τα μάτια του θύματος ή του θύτη. Το να διαπραγματεύεται ένα τόσο δυσάρεστο και σκοτεινό θέμα όπως η πολλαπλή ανθρωποκτονία κάποιος πολυεκατομμυριούχος ροκ σταρ πάντα αντιμετωπιζόταν με επιφυλάξεις έως και χλεύη από τη λεγόμενη ηθική πλειοψηφία. Ευρεία γκάμα μουσικών, από τον Randy Newman ως τους Slayer κι από τους Boomtown Rats ως τους Rolling Stonesχρησιμοποίησαν τον έντονο ήχο σε με συνδυασμό τον προκλητικό στίχο για το φόνο, πολλές φορές μιλώντας από την πλευρά του θύτη, για να σοκάρουν ή να αφυπνίσουν, διαχειριζόμενοι ένα θέμα που η αποκαλούμενη προβληματισμένη, έντεχνη και γενικώς «σοβαρή» μουσική σπάνια επιθυμούσε να αγγίξει. Η σύνδεση του ροκ με το έγκλημα και την τολμηρή ή κατά πολλούς επικίνδυνη ή και απαγορευμένη τέχνη ήταν ένα φαινόμενο συχνό στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και εκπορευόταν από τους κύκλους υπερσυντηρητικών κύκλων της Αμερικανικής κοινωνίας.
Όπως αναπτύχθηκε και κατά τη διάρκεια της δίκης, καταλυτικό γεγονός στη ζωή του Ramirez για το πέρασμά του στην ανθρωποκτόνο δράση ήταν το βράδυ εκείνο που στα 13 του, υπήρξε μάρτυρας σε ανθρωποκτονία, με δράστη τον εξάδελφο και άτυπο μέντορά του Mike Ramirez. Βετεράνος πρασινοσκούφης στον πόλεμο του Βιετνάμ, είχε επιστρέψει από τη θητεία του καυχώμενος ότι ακρωτηρίαζε και βασάνιζε τους αιχμαλώτους Βιετκονγκ, είχε μάλιστα μαζί του και φωτογραφίες πολαρόϊντ που απεικόνιζαν τα κατορθώματά του. Οι δυο τους έκαναν μαζί χρήση ναρκωτικών, ενώ ο έφηβος Richardείχε συγκλονιστεί από τις φρικτές εικόνες που του επιδείκνυε ο ξάδελφός του. Όταν μια βραδιά, παρόντος του Rochard, η σύζυγος του Mike άρχισε να γκρινιάζει για το ράθυμο και παραιτημένο τρόπο ζωής του συζύγου της, εκείνος έβγαλε το όπλο, στη σημάδεψε στο πρόσωπο και πυροβόλησε, σκοτώνοντάς την. Ο Mike καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία όχι πρώτου βαθμού, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του τραυματικού του παρελθόντος στο Βιετνάμ, όμως η ποινή του υπήρξε «απλώς» μια πολυετής κάθειρξη. Ασφαλώς και η παραγοντοποίηση στη γέννηση ενός serial killer είναι πολυσύνθετο έργο, ιδίως εφόσον δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη του ιδίου του δράστη να αιτιολογήσει τις πράξεις του. Και ο Ramirez ήταν από αυτούς που ενώ κρίθηκε ως ψυχικώς υγιής, πέθανε αμετανόητος[13].
Στον αντίποδα, εξίσου αμετανόητοι, οι AC/DC εξακολουθούν μετά από 45 χρόνια δισκογραφίας να προσφέρουν σε εκατομμύρια μουσικόφιλων ανά τον κόσμο θετική μουσική ενέργεια αποκαθαρμένη κάθε απάνθρωπης ή και αυτοκαταστροφικής υπόνοιας.
Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος, Δρ. Εγκληματολογίας, Παντείου Πανεπιστημίου
[1] Βλ., μ.α., Joe Bonomo (2010), AC/DC’S Highway To Hell (33 1/3 series), Bloomsbury Academic (New York, London, Oxford, New Delhi, Sydney, pgs 46-50 και http://rocktime.gr/index.php?view=view_articles&option=tobearock&item=1564775658&lang=el
[2] Βλ. αναλυτικά το ιστορικό των εγκλημάτων σε Philip Carlo (1996) The Night Stalker : The Disturbing Life And Chilling Crimes Of Richard Ramirez, Citadel publ. Kensington publ. corp. New York, pgs 19, 21-28, 32, 63-64, 67-70, 119-125, 137, 173 και Παναγιώτη Παπαϊωάννου (2013), Ανθρωποκτόνοι Κατ’ Eξακολούθηση και Κατά Συρροή, το Ελληνικό Παράδειγμα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 299-301.
[3] Για τη διάκριση organized και disorganized serial killer, ανάλογα με τα ευρήματα του τόπου τέλεσης των ανθρωποκτονιών, βλ. μ.α. R.J. Morton, (2005), Serial Murder: Multi-DisciplinaryPerspectives for Investigators. National Center for the Analysis of Violent Crime. Washington, D.C.: U.S. Department of Justice.
[4] Βλ., μ.α., Clifford L. Linedecker (1991), Nightstalker: A Shocking Story Of Satanism, Sex And Serial Murder, New York, St. Martin’ s Press, 1991, pgs 3-66.
[5] Βλ. Serial Killers – Profiles of today’ s most terrifying criminals – Time / Life Books Inc., 1992, pgs 114-115 και Clifford L. Linedecker, οπ. ανωτ.
[6] Βλ. Τις δηλώσεις του Sherman Block Σερίφη της L.A. County, σε https://www.lamag.com/citythinkblog/13-year-old-boy-brought-down-notorious-serial-killer-richard-ramirez-night-stalker/
[7] https://www.rollingstone.com/music/music-lists/pmrcs-filthy-15-where-are-they-now-60601/
[8] Η πλήρης λίστα των «βρωμερών 15»: Judas Priest, Motley Crue, Prince, Sheena Easton, W.A.S.P., Mercyful Fate, Vanity, Def Leppard, Twisted Sister , Madonna. Cyndi Lauper και AC/DC, Black Sabbath, Venom και … Mary Jane Girls.
[9] Βλ. το ντοκυμανταίρ σε τέσσερα μέρη Richard Ramirez part. 1-4 με ειδησεογραφικά βίντεο εποχής https://youtu.be/Q2WnTNjaIgI
[10]Βλ., μ.α., Colin Wilson & David Seaman, The Serial Killers, οπ. ανωτ., pg 116.
[11]Βλ. μ.α., https://hitberry.com/doreen-lioy-dating-currently-after-death-of-richard-ramirez-relationship
[12] Βλ. San Francisco Chronicle, 23/10/2009 ηλεκτρονική έκδοση, ρεπορτάζ Jaxon Van Derbeken.
[13] Κατά μια άποψη, οι ανθρωποκτόνοι αποδύονται σε αιματηρές αναπαραγωγές των συνθλιπτικών σχέσεων εξουσίας που διέπουν τα περισσότερα πεδία της σύγχρονης ζωής, σχέσεις στις οποίες οι ανθρωποκτόνοι κατά το παρελθόν βίωσαν ως θύματα ή και μάρτυρες και τις οποίες αναπαριστούν τελετουργικά και προμελετημένα ως θύτες καταλείποντας, ως “τοτέμ” της βίας που εισέπραξαν, «θεαματικά ανθρώπινα τραύματα». Βλ., μ.α., Colin Wilson & Donald Seaman ;The Serial Killers –A Study In The Psychology Of Violence, New York, Carol Books, 1992, pgs. 81-136 και Joel Norris; Serial Killers, New York: Anchor Books,1988, pgs 23-37.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ΠΗΓΕΣ
Philip Carlo (1996) The Night Stalker : The Disturbing Life And Chilling Crimes Of Richard Ramirez, Citadel publ. Kensington publ. corp. New York, pgs 19, 21-28, 32, 63-64, 67-70, 119-125, 137, 173.
Παναγιώτη Παπαϊωάννου (2013), Ανθρωποκτόνοι Κατ’ Eξακολούθηση και Κατά Συρροή, το Ελληνικό Παράδειγμα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 299-301.
Clifford L. Linedecker (1991), Nightstalker: A Shocking Story Of Satanism, Sex And Serial Murder, New York, St. Martin’ s Press, 1991, pgs 3-66.
R.J. Morton, (2005), Serial Murder: Multi-Disciplinary Perspectives for Investigators. National Center for the Analysis of Violent Crime. Washington, D.C.: U.S. Department of Justice.
Joel Norris (1988) Serial Killers, New York: Anchor Books.
Colin Wilson & Donald Seaman (1992), The Serial Killers –A Study In The Psychology Of Violence, New York, Carol Books, 1992, pgs. 81-136.
Joe Bonomo (2010), AC/DC’S Highway To Hell (33 1/3 series), Bloomsbury Academic (New York, London,Oxford, New Delhi, Sydney, pgs 46-50.
Malcolm Dome (1995), AC/DC : The World’s Most Electrifying Rock ‘N’ Rol Band (From the Kerrang! Files), Virgin Books, pgs 187-188.
San Francisco Chronicle, 23/10/2009 ηλεκτρονική έκδοση, ρεπορτάζ Jaxon Van Derbeken.
https://www.latimes.com/local/la-xpm-2013-jun-07-la-me-0608-nightstalker-memories-20130608-story.html
https://www.lamag.com/citythinkblog/13-year-old-boy-brought-down-notorious-serial-killer-richard-ramirez-night-stalker/
http://rocktime.gr/index.php?view=view_articles&option=tobearock&item=1564775658&lang=el