ΤΕΥΧΟΣ #15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

...το Δημόσιο αποζημιώνει τα θύματα εγκλημάτων βίας που τελέστηκαν στην Ελλάδα;

Γρηγορία Πανταζοπούλου, ΜΔΕ

Εισαγωγικά

Με τον νόμο 3811/2009 (ΦΕΚ Α’ 231/18.12.2009) εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός της αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο των θυμάτων εγκλημάτων βίας που διαπράχθηκαν στην ημεδαπή. Με τον ανωτέρω νόμο επήλθε εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Απριλίου 2004 για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων[1].

Τα κοινοτικά μέτρα για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων εντάσσονται στο πλαίσιο της πραγματοποίησης ενός από τους στόχους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, την κατάργηση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και υπηρεσιών μεταξύ των κρατών – µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 3 παρ. 1 ΣυνθΕΕ). Με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 2.2.1989 «Ian William Cowan κατά Trésor public» (υπόθεση 186/87)[2], κρίθηκε ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, που περιέχεται κυρίως στο άρθρο 7 της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει σε ένα κράτος μέλος, όσον αφορά τα πρόσωπα στα οποία το κοινοτικό δίκαιο διασφαλίζει την ελευθερία να μεταβαίνουν στο κράτος αυτό, ειδικότερα ως αποδέκτες υπηρεσιών, να εξαρτά τη χορήγηση κρατικής αποζημιώσεως, που έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο κράτος αυτό σε θύμα επιθέσεως, η οποία είχε ως συνέπεια σωματική βλάβη, από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος έχει δελτίο μονίμου κατοίκου ή είναι υπήκοος χώρας που έχει συνάψει σύμβαση αμοιβαιότητας με αυτό το κράτος μέλος.

Εν συνεχεία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο Τάμπερε της Φινλανδίας στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999, υπογράμμισε την ανάγκη να θεσπιστούν στοιχειώδεις ρυθμίσεις για την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ιδίως όσον αφορά στην πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη και στο δικαίωμα αποζημίωσής τους. Προς το σκοπό αυτό, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησε, στις 15 Μαρτίου 2001, την απόφαση – πλαίσιο 2001/220/∆ΕΥ «σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες» (ΕΕ L 82/1 της 22.3.2001)[3], με την οποία τόνισε την υποχρέωση προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων κάθε εθνικής έννομης τάξης, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της παροχής, στα θύματα αξιόποινων πράξεων, υψηλού επιπέδου νομικής προστασίας και βελτιωμένης υποστήριξης των έννομων συμφερόντων τους, ανεξαρτήτως του τόπου της κατοικίας ή της διαμονής τους.

Με την Οδηγία 2004/80/ΕΚ θεσπίστηκε ένα σύστημα συνεργασίας για τη διευκόλυνση της αποζημίωσης των θυμάτων εγκληματικών πράξεων σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα, το οποίο, κατά το Προοίμιο της Οδηγίας, πρέπει να εφαρμόζεται στο πλαίσιο των ρυθμίσεων των κρατών μελών για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους.

Ως εκ τούτου, κατέστη επιτακτική η θέσπιση μηχανισμού αποζημίωσης σε όλα τα κράτη μέλη, τα περισσότερα από τα οποία είχαν βέβαια ήδη θεσπίσει τέτοια συστήματα αποζημίωσης, από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της 24ης Νοεμβρίου 1983 σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας. Η αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τέτοιου θεσμού καθίσταται πιο προφανής από το γεγονός ότι τα θύματα εγκληματικών πράξεων συχνά δεν μπορούν να λάβουν αποζημίωση από τον δράστη της αξιόποινης πράξης, λόγω του ότι ο δράστης ενδέχεται να μη διαθέτει τους απαιτούμενους πόρους για να ικανοποιήσει απόφαση αποζημίωσης ή διότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του ή να διωχθεί ποινικά.

Η ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη

Σύμφωνα με την παρ.1 του άρθρου 18, σε συνδυασμό με την παρ.2 του άρθρου 12 της Οδηγίας 2004/80/ΕΚ, τα κράτη μέλη είχαν την υποχρέωση να εξασφαλίσουν ότι, στο πλαίσιο των εθνικών τους ρυθμίσεων, υπάρχει πρόβλεψη για σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως εγκλημάτων βίας που έχουν τελεστεί στο αντίστοιχο έδαφός τους, το οποίο διασφαλίζει εύλογη και προσήκουσα αποζημίωση των θυμάτων, το αργότερο έως την 1η Ιουλίου 2005.

Η χώρα μας δεν υπήρξε επιμελής στην ενσωμάτωση της Οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη, παρά τις έντονες πιέσεις που δέχτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς ο νόμος 3811/2009 δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ μόλις την 18η Δεκεμβρίου 2009. Η σχεδόν πενταετής καθυστέρηση στη θέσπιση μηχανισμού αποζημίωσης θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση τελεσθέντων στο ελληνικό έδαφος είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων εις βάρος της Ελλάδας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο, με την από 31.03.2011 απόφασή του (υπόθεση C‑407/09), έκρινε ότι η χώρα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 228, παράγραφος 1 ΕΚ, και καταδίκασε την Ελλάδα να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κατ’ αποκοπή ποσό των τριών εκατομμυρίων ευρώ[4].

Η Επιτροπή είχε αρχικώς προσφύγει κατά της Ελλάδας για τη μη μεταφορά της Οδηγίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο με την απόφασή του της 18ης Ιουλίου 2007 (C-26/07, Επιτροπή κατά Ελλάδας), διαπίστωσε ότι η Ελλάδα είχε υπερβεί την προθεσμία για την έγκριση των αναγκαίων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων για να συμμορφωθεί με την Οδηγία. Η Επιτροπή εξέδωσε στις 23 Σεπτεμβρίου 2008, δυνάμει του άρθρου 228 ΕΚ, αιτιολογημένη γνώμη, για όλα τα μέτρα που θα συνεπαγόταν η εκτέλεση της ανωτέρω αποφάσεως του Δικαστηρίου, τάσσοντας προθεσμία δύο μηνών για την συμμόρφωση της Ελλάδας. Καθώς ουδέν έλαβε χώρα εντός της ταχθείσας προθεσμίας, και η Ελλάδα δεν είχε εισέτι συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, η Επιτροπή προσέφυγε εκ νέου τον Οκτώβριο του 2009 στο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε εκ νέου ότι η Ελληνική Δημοκρατία, είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία αυτή, καθώς η καθυστέρηση των δημοσίευσης του εθνικού νόμου για ενσωμάτωση της Οδηγίας ήταν σημαντική και αναιτιολόγητη[5].

Οι επιμέρους ρυθμίσεις

Με τον νόμο 3811/2009 εισήχθησαν οι ειδικότερες ρυθμίσεις που κρίθηκαν αναγκαίες για την εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 2004/80/ΕΚ, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται η τυχόν θεμελίωση αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά τις γενικές διατάξεις[6].

Ιδρύθηκαν δύο διοικητικές αρχές, η «Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης» και η «Ελληνική Αρχή Συνδρομής για την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση» αντίστοιχα, οι οποίες μετέχουν στο σύστημα συνεργασίας με τις αντίστοιχες Αρχές των υπολοίπων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρώτη εξ αυτών, η οποία μετονομάστηκε σε «Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης Θυμάτων Εγκληματικών Πράξεων» με το άρθρο 17 του Ν.4267/2014, είναι τριμελής, αποτελούμενη από έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Πρόεδρο, έναν Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και έναν υπάλληλο της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που διορίζονται για διετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η Αρχή αυτή εξετάζει τις αιτήσεις αποζημίωσης των θυμάτων και αποφαίνεται επ’ αυτών, κατά δε των αποφάσεών της επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής στον αιτούντα και στο Ελληνικό Δημόσιο ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών[7]. Διαθέτει χαρακτηριστικά οιονεί δικαιοδοτικού οργάνου με αποφασιστικό χαρακτήρα, τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης και έχει επικουρικό ρόλο ως προς την απονομή της[8].

Στο άρθρο 3 του νόμου προσδιορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις για τη χορήγηση εύλογης και προσήκουσας (επομένως, όχι πλήρους) αποζημίωσης στα θύματα εγκλημάτων βίας από πρόθεση, τα οποία έχουν τελεστεί στην ημεδαπή. Στην αρχική μορφή του, ο νόμος όριζε ότι θύματα εγκλημάτων βίας από πρόθεση που έχουν τελεστεί στην ημεδαπή, τα οποία έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Ελλάδα ή στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης[9] δικαιούνται, κατόπιν αιτήσεως τους, εύλογης και προσήκουσας αποζημίωσης από το Ελληνικό Δημόσιο (παρ.1). Ως έγκλημα βίας ορίζεται στην παρ.3 του ίδιου άρθρου α) κάθε αξιόποινη πράξη από πρόθεση, που τελείται με χρήση σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας και είχε ως επακόλουθο το θάνατο ή τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του θύματος και β) κάθε αξιόποινη πράξη από πρόθεση που τελείται με χρήση σωματικής βίας ή απειλής σωματικής βίας και τιμωρείται με κάθειρξη. Κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, στην έννοια της σωματικής βίας περιλαμβάνεται και αυτή του άρθρου 13 περ. δ΄ του Ποινικού Κώδικα[10], στην έννοια δε, του εγκλήματος βίας περιλαμβάνεται και η απόπειρα αυτού.

Εν συνεχεία, η παρ.1 του άρθρου 1 και η παρ.1 του άρθρου 3 αντικαταστάθηκαν με την παρ.1 εδ. α’ και β’ του άρθρου 17 του Ν.4267/2014, με τον οποίο ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η Οδηγία 2011/93/ΕΕ[11], προκειμένου να προστεθούν τα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και παιδικής πορνογραφίας[12], έτσι ώστε, σε εναρμόνιση με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1, 2 ,4, 5 και 6 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ, και τα θύματα των ανωτέρω εγκλημάτων να έχουν πρόσβαση στην προβλεπόμενη από τον Ν. 3811/2009 διαδικασία αποζημίωσης. Δεδομένου ότι τα προστιθέμενα εγκλήματα συχνά τελούνται χωρίς χρήση βίας ή απειλής βίας, κατά την έννοια του Ν.3811/2009, αλλά με την εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του θύματος ή με την απόσπαση της συναίνεσής του ή ακόμα και με την κατάχρηση από το δράστη μιας ορισμένης ιδιότητας ή θέσης, κρίθηκε απαραίτητη η τροποποίηση του Ν.3811/2009[13]. Η παρ.1 του άρθρου 1 και η παρ.1 του άρθρου 3 αντικαταστάθηκαν εκ νέου με τις παρ.1 και 2 του άρθρου 54 του Ν.4689/2020, προκειμένου να επικαιροποιηθεί ο κατάλογος των αξιόποινων πράξεων μετά την θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα[14].

Το θύμα δικαιούται να αιτηθεί αποζημιώσεως στην περίπτωση που α) ο δράστης του εγκλήματος δεν διαθέτει τους απαιτούμενους προς τούτο πόρους, β) δεν μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα του δράστη, και γ) ο δράστης δεν μπορεί να διωχθεί ποινικά ή να του επιβληθεί ποινή. Στις περιπτώσεις α` και γ, προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης αποζημίωσης είναι η αδυναμία του θύματος να ικανοποιήσει καθ` οιονδήποτε τρόπο την αξίωση αποζημίωσης που έχει εναντίον του δράστη, η οποία προσδιορίσθηκε με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Η προθεσμία για την κατάθεση σχετικής αίτησης είναι ένα έτος από τη γέννηση της αξίωσης, η οποία διαφέρει σε καθεμία από τις ανωτέρω τρεις περιπτώσεις[15] (άρθρο 3 παρ.2).

Για την κατάθεση αίτησης απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου καταβολή παραβόλου ύψους 50 ευρώ[16]. Η αίτηση υποβάλλεται στην ελληνική γλώσσα, έχει προκαθορισμένο περιεχόμενο[17], συνοδεύεται από σχετικά έγγραφα, ενώ η Αρχή έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αιτούντα συμπληρωματικά στοιχεία, καθώς και στοιχεία και πληροφορίες από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες, τα υποθηκοφυλακεία και κάθε άλλη δημόσια αρχή, προκειμένου να διακριβώσει την οικονομική και εν γένει περιουσιακή κατάσταση του δράστη, που φέρεται ότι δεν διαθέτει ικανούς πόρους να αποζημιώσει το θύμα, αλλά και να ζητήσει την ακρόαση του αιτούντα, του δράστη ή κάθε άλλου τρίτου. Η διαδικασία ενώπιόν της διεξάγεται προφορικώς και οι συνεδριάσεις είναι μυστικές, απαγορευόμενης της παρουσίας άλλων προσώπων πλην του αιτούντος ή του πληρεξουσίου του και όσων ατόμων έχουν κλητευθεί από την Αρχή[18].

Στο άρθρο 4 του νόμου θεσπίζεται ρητά η υποχρέωση ενημέρωσης των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση από τις αρμόδιες ανακριτικές, προανακριτικές και εισαγγελικές αρχές, σχετικά με την ύπαρξη του δικαιώματος αποζημίωσής τους και τις ειδικότερες διατυπώσεις άσκησής του.

Η αποζημίωση αναφέρεται μόνο σε προκληθείσα από το έγκλημα βίας περιουσιακή ζημία, εξαιρουμένης της ηθικής βλάβης[19]. Ειδικότερα, καλύπτει τα ιατρικά έξοδα και νοσήλια, την εξειδικευμένη ψυχική και ψυχολογική υποστήριξη του θύματος όταν δεν υφίσταται δημόσια δομή ψυχικής - ψυχολογικής στήριξης στον τόπο κατοικίας ή διαμονής του θύματος, την απώλεια εισοδήματος για εύλογο χρονικό διάστημα, τις δαπάνες αλλαγής περιβάλλοντος και κατοικίας, ιδίως τις δαπάνες μετακόμισης και αγοράς απαραίτητων καταναλωτικών αγαθών για την μετεγκατάσταση σε ασφαλές περιβάλλον και τα έξοδα κηδείας. Στην αρχική μορφή του νόμου, πριν την τροποποίηση της παρ.3 του άρθρου 8 με την παρ.1 του άρθρου 4 του Ν.4531/2018[20], προβλεπόταν αποζημίωση μόνο για ιατρικά έξοδα, νοσήλια, απώλεια εισοδήματος για εύλογο διάστημα και έξοδα κηδείας, ενώ ρητά οριζόταν ότι για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβανόταν υπόψιν και συνεκτιμώταν η τυχόν συνυπαιτιότητα του θύματος, το εάν δηλαδή το θύμα της εγκληματικής πράξης συνετέλεσε από δικό του πταίσμα στην πρόκληση της βλάβης ή στην έκτασή της. Από το ποσό της αποζημίωσης αφαιρείται κάθε ποσό που κατεβλήθη από το Ελληνικό Δημόσιο για τη νοσηλεία του θύματος, καθώς και κάθε ποσό που εισέπραξε το θύμα από τον δράστη, την κοινωνική ασφάλιση ή από άλλη πηγή.

Αποζημίωση δεν καταβάλλεται α) αν η πράξη τελέστηκε μεταξύ μελών εγκληματικής οργάνωσης, συμμορίας ή τρομοκρατικής οργάνωσης, β) αν το θύμα υπαίτια παρέλειψε ή καθυστέρησε να καταγγείλει εντός τριών (3) μηνών τη σε βάρος του τελεσθείσα αξιόποινη πράξη, με αποτέλεσμα να δυσχερανθεί η διακρίβωση της ταυτότητας του δράστη (χρονικό διάστημα που ακολουθεί την τρίμηνη προθεσμία υποβολής εγκλήσεως κατ’ άρθρο 114 ΠΚ)[21], γ) αν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας το θύμα αρνήθηκε αδικαιολόγητα τη συνδρομή του στις αρμόδιες αρχές, με αποτέλεσμα να δυσχερανθεί η διακρίβωση της ταυτότητας του δράστη[22], και δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου εν όψει των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, η αξίωση αποζημίωσης από το θύμα συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα.

Στα άρθρα 14, 15 και 16 του νόμου ρυθμίζεται η αντίστροφη του άρθρου 3 περίπτωση, δηλαδή η περίπτωση που το έγκλημα βίας από πρόθεση έχει τελεστεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους της Ένωσης και ο δικαιούμενος την αποζημίωση έχει την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του στην ημεδαπή, οπότε η διαδικασία αποζημίωσης διενεργείται διαμέσου της Ελληνικής Αρχής Συνδρομής.

Με το άρθρο 18, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18 της Οδηγίας, ορίστηκε ότι δικαιούνται αποζημίωσης τα θύματα εγκλημάτων βίας που τελέστηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2006.

Αντί επιλόγου

Ο θεσμός της αποζημίωσης από το Δημόσιο θυμάτων εγκλημάτων βίας εισήχθη με καθυστέρηση στην ελληνική έννομη τάξη, και, τουλάχιστον στην επί δεκαετία μορφή του, ήταν μάλλον δυσλειτουργικός και εν τέλει δυσανάλογα αυστηρός προς τα θύματα. Η προθεσμία των πέντε μόλις ημερών για καταγγελία της εις βάρος του θύματος αξιόποινης πράξης και η επί ποινή απόρριψης υποχρέωση προσκόμισης παραβόλου υψηλότατου ποσού για την κατάθεση αίτησης αποζημίωσης[23], δεν συνάδουν με τον σκοπό του θεσμού, που είναι η ελάχιστη προστασία των θυμάτων εγκλημάτων βίας, όσον αφορά την πρόσβασή τους στη δικαιοσύνη και στο δικαίωμα αποζημίωσής τους και εν τέλει η εγγύηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών στα εδάφη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες στη διαδικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα, μεταξύ των 26 κρατών που έχουν θεσπίσει διαδικασία αποζημίωσης θυμάτων εγκλημάτων βίας σύμφωνα με την Οδηγία 2004/80/ΕΚ, που προβλέπει τέλος παραβόλου για την κατάθεση αίτησης[24]. Η έλλειψη δημοσιότητας των αποφάσεων και εν γένει του έργου της Αρχής Αποζημίωσης Θυμάτων Εγκληματικών Πράξεων[25] καθιστά δυσχερή την αποτίμηση της εφαρμογής του νόμου 3811/2009, ενώ ενδεικτικό της προβληματικής λειτουργίας του θεσμού είναι το γεγονός ότι το έτος 2013, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου εξέδωσε εγκύκλιο προς τους Εισαγγελείς Πρωτοδικών της χώρας, προκειμένου να υπενθυμίσει την εκ του άρθρου 4 του νόμου 3811/2009 υποχρέωσή τους να ενημερώνουν τα θύματα εγκλημάτων βίας για το δικαίωμά τους να αιτούνται αποζημιώσεως, καθώς «παρατηρήθηκε ελλιπής ενημέρωση»[26]. Μένει να φανεί εάν η τροποποίηση των σχετικών διατάξεων με τον νόμο 4689/2020, θα διευρύνει την εφαρμογή και θα καταστήσει τον θεσμό πιο προσβάσιμο και λειτουργικό για τα θύματα που διεκδικούν το αυτονόητο δικαίωμα αποζημίωσης για την προσβολή που υπέστησαν.

Γρηγορία Πανταζοπούλου, Δικηγόρος, ΜΔ Ποινικού Δικαίου και Αντεγκληματικής Πολιτικής στην Ευρώπη, Πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne

* Εικόνα άρθρου: Photo by Wesley Tingey on Unsplash

[1] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32004L0080

[2] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A61987CJ0186

[3] https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32001F0220

[4] http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=80826&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=4209353

[5] https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2011-03/cp110028en.pdf

[6] Αιτιολογική έκθεση στο οικείο σχέδιο νόμου https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=27bda1f1-6358-4173-b703-fa1926ea4916

[7] Η προθεσμία καθορίστηκε σε 4 μήνες με την παρ.3 του άρθρου 4 του Ν.4531/2018.

[8] Βλ. σχετικά την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/7b24652e-78eb-4807-9d68-e9a5d4576eff/a-via-epist_XPress_Hamster_temp.qxp.pdf

[9] Δεν γίνεται διάκριση σε υπηκόους χώρας της Ε.Ε. και μη

[10] «σωματική  βία  συνιστά  και η περιαγωγή άλλου σε κατάσταση αναισθησίας ή ανικανότητας για αντίσταση με  υπνωτικά  ή  ναρκωτικά  ή άλλα ανάλογα μέσα»

[11] Οδηγία 2011/93/ΕΕ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου, https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32011L0093

[12] Τελικώς προστέθηκαν τα αδικήματα των άρθρων 323, 323Α, 323Β, 336 σε βάρος ανηλίκου, 339 παράγραφοι 1 και 4, 342 παράγραφοι 1 και 2, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351 και 351Α ΠΚ.

[13] Βλ. Εισηγητική Έκθεση Ν.4267/2014 https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/2f026f42-950c-4efc-b950-340c4fb76a24/k-kakop-eis.pdf

[14] Ο Ν.3811/2009 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις εγκλημάτων βίας από πρόθεση και των εγκλημάτων των άρθρων 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, 339 παρ. 1 και 3, 342 παρ. 1, 348Α, 348Β, 348Γ, 349 και 351Α Π.Κ.

[15] Στην περίπτωση α’ αφετηρία είναι η έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, στην περίπτωση β’ η θέση της δικογραφίας στο αρχείο αγνώστων δραστών και στην περίπτωση γ’ η θέση της δικογραφίας στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή η έκδοση αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή η έκδοση αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ή η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο οριστική περάτωση της υπόθεσης

[16] Το ύψος του παραβόλου στην αρχική μορφή του νόμου (άρθρο 13) ανερχόταν σε 100 ευρώ, μειώθηκε δε στο ποσό των 50 ευρώ με την παρ.4 του άρθρου 54 Ν.4689/2020, με την οποία προβλέφθηκε για πρώτη φορά η επιστροφή του παραβόλου στον αιτούντα σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησής του. Δικαιολογητικός λόγος για την υποχρεωτική προσκόμιση παραβόλου διόλου ευκαταφρόνητου ύψους ήταν, σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση, η αποτροπή καταθέσεως προδήλως αβάσιμων αιτήσεων αποζημίωσης.

[17] Το σχετικό υπόδειγμα είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης https://www.ministryofjustice.gr/wp-content/uploads/2019/08/%CE%A0%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%A1%CE%A4%CE%97%CE%9C%CE%91.pdf

[18] Άρθρο 7 της ΥΑ 54409 (ΦΕΚ Β’ 892/2010): Λειτουργία και Οργάνωση της "Ελληνικής Αρχής Αποζημίωσης

[19] Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η ρύθμιση αυτή βρίσκεται σε συμφωνία και με το άρθρο 4 της μη κυρωθείσας κατά τη δημοσίευση του νόμου από τη χώρα μας Ευρωπαϊκής Σύμβασης σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων παραβάσεων βίας του Νοεμβρίου του 1983

[20] Οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το άρθρο 4 του Ν.4531/2018 εισήχθησαν σε συμμόρφωση με τα οριζόμενα στο άρθρο 30 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, βλ. Αιτιολογική Έκθεση του ανωτέρω νόμου από την επίσημη ιστοσελίδα της Βουλής των Ελλήνων https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=de0b6d40-b34f-4b16-a3e4-a89a0138f3c6

[21] Η περ.β΄ του άρθρου 9 Ν.3811/2009 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 54 παρ.3 Ν.4689/2020, καθώς το αρχικώς προβλεπόμενο χρονικό διάστημα των πέντε (5) ημερών κρίθηκε υπερβολικά σύντομο και δυσανάλογο, λαμβανομένων υπόψη του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού, του είδους και της βαρύτητας της τελεσθείσας εις βάρος του θύματος πράξης.

[22] Ιδίως αρνήθηκε να καταθέσει, απέκρυψε ή αμέλησε να προσκομίσει ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία

[23] Αμφότερες οι ρυθμίσεις τροποποιήθηκαν προς το επιεικέστερον  με τη διάταξη του άρθρου 54 Ν.4689/2020, όπως εκτίθεται ανωτέρω.

[24] https://beta.e-justice.europa.eu/491/EL/if_my_claim_is_to_be_considered_in_this_country με τελευταία ενημέρωση των διαθέσιμων ανά χώρα πληροφοριών την 08.10.2020

[25] Σύμφωνα με το εδ. γ’ του άρθρου 3 ΥΑ 54409 (ΦΕΚ Β’ 892/2010) η Αρχή συντάσσει ετήσια έκθεση των εργασιών της, την οποία υποβάλλει έως το τέλος Μαρτίου εκάστου έτους στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κοινοποιεί στην Ελληνική Αρχή Συνδρομής.

[26] Εγκύκλιος ΕισΑΠ 4/2013 https://eisap.gr/%ce%b5%ce%b3%ce%ba%cf%8d%ce%ba%ce%bb%ce%b9%ce%bf%cf%82-04-2013/