Αποκαταστατική δικαιοσύνη και έγκλημα στην Ελλάδα ΤΕΥΧΟΣ #6 ΙΟΥΝΙΟΣ 2018

Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση: Εργαστήριο Παντείου Πανεπιστημίου

Βενετία Ζαχαράκη
Η αποκαταστατική δικαιοσύνη αποτελεί μια νέα, παγκόσμια τάση στους τομείς της θυματολογίας και της εγκληματολογίας, μια νέα δυναμική που αναζητά να φέρει μεταβολές στο ποινικό δίκαιο. Στην περίπτωση της ποινικής δικαιοσύνης, το έγκλημα προσβάλλει το ίδιο το κράτος και ο ένοχος πρέπει να λάβει την κατάλληλη τιμωρία, η οποία καθορίζεται και επιβάλλεται από τους κρατικούς λειτουργούς. Αντιθέτως, στην επανορθωτική δικαιοσύνη θύματα είναι οι άνθρωποι και η ευθύνη για την αποκατάσταση της βλάβης ανήκει στον δράστη, ενώ ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα επανορθώσει, προκύπτει μέσα από τη συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών1.

Ο όρος αποκαταστατική δικαιοσύνη εισήχθη για πρώτη φορά το 1977 από τον Albert Eglash, σύμφωνα με τον οποίο η συγκεκριμένη μορφή δικαιοσύνης παρέχει μια οικειοθελή ευκαιρία τόσο στο δράστη και στο θύμα να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, όσο και στο θύτη, ιδιαίτερα, να βρει έναν τρόπο να επανορθώσει για το κακό που προκάλεσε στο θύμα του2.

Σαράντα περίπου χρόνια μετά από την εμφάνιση του σχετικού όρου στη βιβλιογραφία, είναι εξαιρετικά δυσχερές να διατυπωθεί ένας συνθετικός και αφαιρετικός ορισμός, που να αποτυπώνει τις έννοιες και τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής δικαιοσύνης. Η μόνη συμφωνία που υπάρχει στη βιβλιογραφία σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι είναι αποκαταστατική δικαιοσύνη. Απόπειρες ορισμών έχουν γίνει πολλές (Marshall 1999, Paul McCord 1996, United Nations 1999). Η πλειοψηφία των ορισμών που έχουν διατυπωθεί επικεντρώνονται είτε στη διαδικασία είτε στα αποτελέσματα και τις αξίες της επανορθωτικής δικαιοσύνης.

Όλοι οι ορισμοί, μοιράζονται μια κοινή ηθική οπτική: ότι η δικαιοσύνη απαιτεί πολύ περισσότερα από την επιβολή των αντιποίνων στο δράστη. Έτσι, η αποκαταστατική δικαιοσύνη ξεκινά με την πεποίθηση ότι οι παραβάτες οφείλουν με κάποιο τρόπο να κάνουν καλύτερο τον κόσμο από ό,τι τον άφησαν με τις πράξεις τους.

Η επανορθωτική δικαιοσύνη δεν αποτελεί μόνο ιδεολογική ή θεωρητική προσέγγιση στο πεδίο της εγκληματολογίας, αλλά χαρακτηρίζεται κυρίως από δημόσιες πολιτικές και πρακτικές εφαρμογές, όπως είναι η διαμεσολάβηση και οι κοινοτικές συνεδρίες.

Η διαμεσολάβηση αναγνωρίζει την πολύπλοκη φύση των συγκρούσεων κι αποδέχεται την έκφραση αναγκών, αιτημάτων και «θέλω» από τα άτομα, δίνοντας σε αυτά ουσιαστική θέση στη διαδικασία, ώστε να εξασφαλιστεί, όχι μόνο η παύση της διαμάχης ή/και της σύγκρουσης, αλλά και η επίλυση της τελευταίας, με ένα αίσθημα ικανοποίησης και από τις δύο πλευρές μετά το πέρας της διαδικασίας. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης εφαρμόζεται για την επίλυση συγκρούσεων σε τοπικό επίπεδο (κοινοτική- αστική), σε εργασιακά περιβάλλοντα (εργασιακή), στο διεθνές δίκαιο, στο σχολείο (σχολική) και στα όρια ή/και τον πυρήνα του ποινικού συστήματος (νομική- ποινική)3.

Ο Έλληνας νομοθέτης, σε μια προσπάθεια αφενός εκσυγχρονισμού του ισχύοντος  ποινικού συστήματος και μείωσης του όγκου δουλειάς και αφετέρου βελτίωσης της θέσης του θύματος στην ποινική διαδικασία, εισήγαγε, στις ποινικές υποθέσεις, υπό το πρίσμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, τους θεσμούς της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαμεσολάβησης.

Στοιχεία επανορθωτικής δικαιοσύνης ανιχνεύονται, ενδεικτικά, στις εξής νομοθετικές ρυθμίσεις4:

1. Δίκαιο Ανηλίκων (Ν3189/2003 όπως αναμορφώθηκε με το Ν3860/2010)

Από την πλευρά του ποινικού δικονομικού δικαίου, ο Εισαγγελέας μπορεί να απέχει από την άσκηση ποινικής δίωξης (45Α ΚΠΔ) για ευκαιριακούς δράστες και ορισμένες ήσσονος σημασίας αξιόποινες πράξεις (πταίσματα ή πλημμελήματα) και να διατάσσει αναμορφωτικά μέτρα, ανάμεσα στα οποία εντάσσεται η συνδιαλλαγή.

Εισάγεται για πρώτη φορά ο θεσμός της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, «restorative justice», με τη μορφή του αναμορφωτικού μέτρου της συνδιαλλαγής μεταξύ του ανήλικου δράστη και του θύματος για την έκφραση συγγνώμης και εν γένει την εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης του πρώτου, μέσω της αποζημίωσης του θύματος ή κατ’ άλλον τρόπο άρσης ή μείωσης των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο (άρθρο 122 παρ 1 περ ε΄ ΠΚ). Η διεξαγωγή της συνδιαλλαγής πραγματοποιείται μέσω της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων και προϋποθέτει την απευθείας επαφή του ανήλικου με το θύμα5.

Η συνδιαλλαγή, ως αναμορφωτικό μέτρο, όπως αποδεικνύεται στην πράξη, τυγχάνει περιορισμένης εφαρμογής από τα Δικαστήρια Ανηλίκων, κυρίως, εξαιτίας βασικών ελλείψεων σε επίπεδο υποδομών και θεσμικής υποστήριξης, περιορισμένης εμπειρίας των εμπλεκόμενων φορέων και ανεπαρκούς συνεργασίας και δικτύωσης επαγγελματιών6.

2. Ενδοοικογενειακή βία (Ν3500/2006 όπως αναμορφώθηκε με το Ν4531/20187)

Ο θεσμός της «ποινικής διαμεσολάβησης» εισήχθη, μεταξύ άλλων, στην ελληνική έννομη τάξη, με το Ν 3500/2006 για τα πλημμελήματα της ενδοοικογενειακής βίας. Προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας είναι η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η τέλεση του εγκλήματος, ότι είναι πρόθυμο σωρευτικά:

  • να υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οποια­δήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας (λόγος τιμής) και ότι, σε περίπτωση συνοίκησης, δέχεται να μείνει εκτός οικογενειακής κατοικίας για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν το προτείνει το θύμα,
  • να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό - θερα­πευτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα, σε όποιον τόπο και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται τούτο αναγκαίο από τους αρμόδιους θεραπευτές και
  • να άρει ή να αποκαταστήσει, εφόσον είναι δυνατόν, αμέσως τις συνέπειες που προκλήθηκαν από την πράξη του και να καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα.

Η διαδικασία ολοκληρώνεται μετά τη συμπλήρωση τριών (3) ετών, όπου αν ο Εισαγγελέας διαπιστώσει τη συμμόρφωση του δράστη με τους όρους που τίθενται στην ποινική διαμεσολάβηση, εκδίδει (οριστική) διάταξη και εξαλείφεται η σχετική αξίωση της Πολιτείας. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν η διαδικασία διακοπεί υπαιτίως, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο.

Μία από τις σημαντικές αδυναμίες εφαρμογής της προπεριγραφείσας διαδικασίας είναι η έλλειψη ειδικών - συμβουλευτικών κέντρων σε όλη την επικράτεια8.

3. Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης (Ν3904/2010).

Στο επίπεδο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου αντικαταστάθηκαν τα άρθρα 384 και 406Α ΠΚ και θεσπίστηκαν διατάξεις με τις οποίες διευρύνεται τόσο η εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω έμπρακτης μετάνοιας (δλδ. εφόσον οικειοθελώς ο δράστης εκδηλώσει φρονηματική μεταστροφή και αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς το ζημιωθέντα, πριν την εξέτασή του από τις αρχές) σχεδόν σε όλα τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας (πλην της ληστείας και της εκβίασης), όσο και η δυνατότητα απαλλαγής από την ποινή σε περίπτωση ικανοποίησης του ζημιωθέντος από τα ανωτέρω εγκλήματα. Στις ανωτέρω διατάξεις αποτυπώνεται καθαρά ο αποζημιωτικός χαρακτήρας τους, δηλαδή η «απόδοση του πράγματος» ή «η εντελής ικανοποίηση του ζημιωθέντος» ως απαραίτητη προϋπόθεση για την επέλευση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων9.

Από την πλευρά του ποινικού δικονομικού δικαίου εισήχθη στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής με το άρθρο 380Β, όπου καθιερώνεται η εφαρμογή του θεσμού επί των περιοριστικά αναγραφόμενων στο άρθρο περιουσιακών κακουργημάτων. Για την έναρξη της διαδικασίας της «ποινικής συνδιαλλαγής» πρέπει να πληρούνται οι εξής δύο προϋποθέσεις: πρώτον, να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη (43ΚΠΔ) για κακούργημα που περιλαμβάνεται στην παρ 1 του αρ 380Β και δεύτερον, να υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον ίδιο τον κατηγορούμενο το αργότερο μέχρι την τυπική περάτωση της ανακρίσεως.

Στις αίθουσες των ποινικών δικαστηρίων συναντάμε καθημερινά μια άτυπη «ποινική συνδιαλλαγή» μεταξύ κατηγορούμενου και παθόντος, καθώς σε δίκες που αφορούν περιουσιακά αδικήματα, η δήλωση ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου περί συμφιλίωσης δράστη και θύματος («τα έχουμε βρει») «καθαγιάζεται» και οδηγεί σε αθωωτική απόφαση είτε «ελλείψει δόλου» είτε «λόγω αμφιβολιών».

Επί του παρόντος στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιος εθνικός σχεδιασμός ή κάποιος υποστηρικτικός μηχανισμός για την παροχή ενημέρωσης, εκπαίδευσης και τεχνογνωσίας αναφορικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη και τις πρακτικές εφαρμογές της. Την απουσία αυτή έρχονται να καλύψουν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), όπως, ενδεικτικά, είναι το «Ελληνικό Κέντρο Κοινωνικής Διαμεσολάβησης» και το «Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας».

Σε πανεπιστημιακό επίπεδο ιδρύθηκε το έτος 2015 το «Εργαστήριο Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση» του Πάντειου Πανεπιστήμιου, μέλη του οποίου είναι υποψήφιοι διδάκτορες και εθελοντές, υπό την επιστημονική διεύθυνση της Καθηγήτριας Εγκληματολογίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου, Βασιλικής Αρτινοπούλου.

Το εν λόγω Eργαστήριo έχει ποικίλες δράσεις10, μεταξύ των οποίων εντάσσεται και η διοργάνωση επιστημονικών σεμιναρίων, συνεδρίων, ημερίδων και διαλέξεων με σκοπό την ευαισθητοποίηση, την εκπαίδευση, την εφαρμογή και την προώθηση εφαρμοσμένων πρακτικών εναλλακτικών μορφών ειρηνικής επίλυσης των συγκρούσεων. Χαρακτηριστική είναι η διεξαγωγή του βιωματικού σεμιναρίου με θέμα «Επανορθωτική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση» που διεξήχθει στις 16.02.2016, στην Αθήνα στα μέλη της ΜΚΟ citiΖeus.

Ένας από τους επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς και ευρύτερα κοινωνικούς σκοπούς του εργαστηρίου είναι και η μελέτη του εγκληματικού φαινομένου, του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και η αξιολόγηση των πολιτικών πρόληψης και αντιμετώπισής του, με στόχο την προώθηση της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης στην αντεγκληματική πολιτική. Στο πλαίσιο αυτό, το Eργαστήρι συμμετείχε στην διεξαχθείσα την 19.03.2016, στο Ναύπλιο, ημερίδα με θέμα «Αποκαταστατική Δικαιοσύνη - μια σύγχρονη προοπτική με Στόχο την Κοινωνική Ειρήνη», υπό την αιγίδα της «Εταιρείας Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες» σε συνεργασία με το Δικηγορικό Σύλλογο Ναυπλίου.

Επιπρόσθετα, το Eργαστήρι συνεργάζεται και δικτυώνεται με ερευνητικά ή πανεπιστημιακά Ιδρύματα, Κέντρα και φορείς, τόσο στην Ελλάδα, όπως επί παραδείγματι με την «Ελληνική Εταιρεία Μελέτης του Εγκλήματος και του Κοινωνικού ελέγχου», στο διεξαχθέν στις 24-27.05.2016, στην Αθήνα, συνέδριο με θέμα «Εξουσίες, επιστημονική ουδετερότητα και εγκληματολογικός λόγος: 50 χρόνια H. Becker “Whose side are we on?”» όσο και στο εξωτερικό, όπως συνέβη στις 21-24.09.2016, στο Muenster της Γερμανίας, όπου το Εργαστήρι συμμετείχε με το πάνελ «Police and Restorative Justice in Greece, 16th Annual Conference of the European Society of Criminology».

Παράλληλα αναλαμβάνει κάθε είδους επιστημονική πρωτοβουλία και δραστηριότητα στον τομέα της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης για την προώθησή της, μέσω της κοινωνικής έρευνας των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων, τη μελέτη, την εκπαίδευση και την εφαρμογή της διαμεσολάβησης σε όλες τις μορφές: οικογενειακή, σχολική, αστική, εργασιακή, νομική, δικαστηριακή. Ενδεικτικά σημειούμενες είναι η πιλοτική εξάμηνη έρευνα που διεξήχθη τον Ιανουάριο του έτους 2016 με θέμα «Εφαρμογή πρακτικών της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης στην Ελληνική Αστυνομία» και η από τον Οκτώβριο του έτους 2016 ως και σήμερα συνεχιζόμενη έρευνα με τίτλο «Ευεξία, Επιχειρησιακό και Οργανωτικό Εργασιακό Στρες και Αστυνόμευση».

Άξια ιδιαίτερης αναφοράς είναι, τέλος, και η θεσμική συνεργασία του Εργαστηρίου με το ΕΚΔΔΑ και τον Σύνδεσμο Επιμελητών Ανηλίκων σε μια προσπάθεια σύνδεσης της διδασκαλίας και της επιστημονικής έρευνας με τις εφαρμοσμένες στρατηγικές, πρακτικές και πολιτικές. Αντιπροσωπευτικές είναι η από τον Σεπτέμβριο έως και τον Νοέμβριο του έτους 2017 εκπαίδευση όλων των επιμελητών ανηλίκων της Ελλάδας στους θεσμούς της συνδιαλλαγής και της διαμεσολάβησης, καθώς και η πιο πρόσφατη, διεξαχθείσα την 27-29.04.2018, επιμορφωτική δράση του Εργαστηρίου, σε συνεργασία με την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, για την επιμόρφωση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών της χώρας στους δύο ανωτέρω ίδιους θεσμούς.

Τέλος, σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Πάντειου Πανεπιστήμιου, κ. Βασιλική Αρτινοπούλου για την πολύτιμη βοήθειά της στη συγκέντρωση πληροφοριακού υλικού σχετικά με τις δράσεις του προαναφερθέντος Εργαστηρίου.

__________________________________________________________________

*Η Βενετία Ζαχαράκη είναι δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ποινικού Δικαίου στη Νομική Κομοτηνής.

1 Αν. Κονιδάρη, Αποκαταστατική δικαιοσύνη και έγκλημα στην Ελλάδα: οι στάσεις των Ελλήνων δικαστικών λειτουργών, διδακτορική διατριβή. Διαθέσιμη στο διαδικτυακό τόπο: https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/35868 2015.
10http://sociology.panteion.gr/index.php?p=content§ion=2&id=259&lang=el
2 Mirsky L., “Albert Eglash and Creative Restitution”, Restorative Practices E-Forum, http://www.realjustice.org/libraty/eglasj.html.2003 p.2
3 B. Αρτινοπούλου, Επανορθωτική Δικαιοσύνη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2010, σελ. 115 επ.
4 Κων. Πετρόπουλος, Εγκληματολογική προσέγγιση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής, ΠοινΔικ 12, 2017.
5 Σ.Γιοβάνογλου, Μέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης στο ποινικό δίκαιο ανηλίκων, ΠοινΧρ 2008, 21.
6 Α. Πίσχοινα, Άρθρο 45Α ΚΠΔ. Από τη δυνατότητα αποχής από τη δίωξη στην υλοποίηση της κατά παρέκκλιση διαδικασίας στο Α. Πίτσελα και Ε. Συμεωνίδου- Κασταντίδου (επιμ.) Αποκαταστατική Δικαιοσύνη σε Ποινικές Υποθέσεις: Προς μια νέα Ευρωπαϊκή Προοπτική, Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου της 16 & 17 Μαΐου 2013 στην Θεσσαλονίκη, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2013, σελ. 133.
7 ΦΕΚ Α΄ 62/5.4.2018
8Α.Καραμόσχογλου, Ν 3500/2006: Προβληματισμοί και επιμέρους πρακτικά ζητήματα, ΠοινΔικ 2015, 548 επ.
9 Χρ. Μυλωνόπουλος, Η ικανοποίηση του παθόντος και η ποινική συνδιαλλαγή στον Ν 3904/2010, ΠοινΔικ 2011,57.
10http://sociology.panteion.gr/index.php?p=content§ion=2&id=259&lang=el