ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

Ανήλικοι σε κίνδυνο ή σε σύγκρουση με τον νόμο

Αφροδίτη Μαλλούχου, Χριστίνα Μουτσοπούλου
Ο ανήλικος δράστης μη συνιστώντας μια μικρογραφία της προσωπικότητας του ενηλίκου, αλλά μια ξεχωριστή οντότητα με αντίστοιχες ιδιαιτερότητες, έχει ανάγκη από ειδική προσέγγιση και εξατομικευμένη μεταχείριση, προσαρμοσμένη στις δικές του ηλικιακές ανάγκες. Η συστηματική θεσμοθέτηση νόμων ειδικών για ανηλίκους ξεκίνησε με την αναγνώριση της «ανηλικότητας» ως ενός ιδιαίτερου σταδίου της ανθρώπινης ζωής, μίας εξελικτικής και ιδιαιτέρως σημαντικής περιόδου της ζωής του ατόμου.[1]

Η εκδήλωση αντικοινωνικής ή/και παραβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους των ανηλίκων νοείται ως μία μορφή επανάστασης και αντίστασης στην εξουσία, αφού η ανηλικότητά τους βιώνεται συχνά από τους ίδιους ως χρόνος εξάρτησης και καταπίεσης. Ένα μεγάλο ποσοστό των ανηλίκων που συγκρούονται με τον νόμο είναι παιδιά που έχουν ανάγκη να βγουν στο προσκήνιο, να γίνουν αντιληπτοί στον κοινωνικό τους περίγυρο, να βρουν έναν τρόπο να ακουστούν. Αναφέρεται, μάλιστα, και μία κατηγορία παραβατών, των οποίων η ταυτότητα διαμορφώνεται μέσω της επιτέλεσης της παραβατικής πράξης, της παρουσίας τους στο δικαστήριο και, τέλος, της επιβολής της ποινής. Παρόλο που η όλη διαδικασία είναι επίπονη για αυτούς, είναι ίσως η μόνη ολότητα που κατακτούν.[2]

Τα σημάδια της μη προσαρμογής εμφανίζονται, όταν το άτομο έχει δυσκολία να ανταποκριθεί στις αξιακές απαιτήσεις του κοινωνικού του περιβάλλοντος και όταν το περιβάλλον δεν ανταποκρίνεται κατάλληλα στις ανάγκες του ατόμου[3]. Ο όρος απόκλιση ή παρέκκλιση αναφέρεται γενικά σε μορφές συμπεριφοράς που ενώ μεν δεν είναι κοινωνικά αποδεκτές, ωστόσο δεν συνιστούν οπωσδήποτε παράβαση νομικού κανόνα, όπως για παράδειγμα η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, οι αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο, η φυγή από το οικογενειακό περιβάλλον[4]. Οι έννοιες της παρέκκλισης και της δυσκοινωνικότητας συνδέονται άμεσα με τον ορισμό της παραβατικότητας.

Συγχρονικά λοιπόν, η νεανική παραβατικότητα οριζόμενη απλά ως το σύνολο των συμπεριφορών που παραβιάζουν τους νόμους και οι οποίες τελέστηκαν από άτομα κάτω των 18 ετών είτε αυτές γνωστοποιήθηκαν είτε όχι στους μηχανισμούς δικαιοσύνης, εκλαμβάνεται αρχικά ως τρόπος κοινωνικοποίησης, που χρησιμοποιείται μαζικά από τους νέους για την εκμάθηση των κανόνων του κοινωνικού παιχνιδιού και την ανακάλυψη των κανόνων, τη διέγερση που αντλείται από την παραβίασή τους και, πιθανόν, την αντίδραση προς τις Αρχές[5]. Συνηθέστατα, στο ιστορικό της οικογενειακής και μικροκοινωνικής ζωής του παιδιού φιλοξενείται το μυστικό της συμπεριφοράς του. Συνεπώς, το έγκλημα δεν μπορεί να θεωρείται γεγονός τόσο απρόβλεπτο και αιφνίδιο, όσο παρουσιάζεται από πολλούς, αλλά αναμενόμενη κατάληξη χρόνιων αρνητικών επιδράσεων [6] .

Οι ενήλικοι, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών οργάνων της νομοθετικής, δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, διακατέχονται από μία αμήχανη, μάλλον αμφίσημη στάση, όσον αφορά στις αντιδράσεις τους στην παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων: αφενός αισθάνονται την «εξέγερση» των ανηλίκων, η οποία εκδηλώνεται σε μία αξιόποινη πράξη, ως πρόκληση απέναντι στην - πολυειδώς τεθείσα υπό αμφισβήτηση -  αυθεντία τους και θέλουν να την καταστείλουν, και αφετέρου η νεαρή ηλικία του δράστη ενεργοποιεί θετικές συναισθηματικές αποκρίσεις, όπως προθυμία για παροχή βοήθειας, κατανόηση και επιείκεια[7]. Ωστόσο, η διαπίστωση πως ο ανήλικος είναι μια διαμορφούμενη προσωπικότητα  επιτρέπει τη γένεση της ελπίδας πως τα τεθέντα μέτρα που αποβλέπουν στην επιτυχή κοινωνικοποίησή του θα έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στους ανηλίκους, συγκριτικά προς αντίστοιχες περιπτώσεις των ενηλίκων[8].

Η συμβουλευτική διαδικασία με ανήλικους σε κίνδυνο ή σε σύγκρουση με τον νόμο και με τους γονείς τους

Η άσκηση συμβουλευτικής προς ανηλίκους που εκδηλώνουν δυσκολίες κοινωνικής προσαρμογής και βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο να γίνουν δράστες αξιόποινων πράξεων ή με ανηλίκους που έχουν ήδη συγκρουστεί με τον νόμο, έχει έναν γενικό στόχο έκβασης που συνδέεται άμεσα με τον ρόλο του επιμελητή ανηλίκων στην «αναμόρφωση» ή αλλιώς στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων[9], προκειμένου να προσαρμοσθούν κοινωνικά με άρτιο τρόπο και να εξελιχθούν προσωπικά.

Εντός του πλαισίου για την επίτευξη αυτού του γενικού στόχου συστήνονται τα αναμορφωτικά μέτρα, στα οποία περιλαμβάνονται όλες οι παιδαγωγικές/ αναμορφωτικές ενέργειες του επιμελητή, μεταξύ των οποίων και η συμβουλευτική. Αντίστοιχα, η συμβουλευτική διαδικασία με τους γονείς των προαναφερόμενων παιδιών έχει ως γενικό στόχο να βοηθήσει τους γονείς να αναλάβουν με υπευθυνότητα τον ρόλο τους στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους.

Οι ειδικότεροι στόχοι της συμβουλευτικής τίθενται εξειδικευμένα για κάθε περίπτωση και αποτελούν προϊόν συμφωνίας του επιμελητή με τον συμβουλευόμενό του (παιδί ή γονέα), κατά την οποία ο συμβουλευόμενος χρειάζεται να επιθυμεί να πετύχει συγκεκριμένους στόχους, ώστε να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Είναι θέμα μείζονος σημασίας για τον επιμελητή ή να επιγεννήσει ή να «αφυπνίσει» αυτήν την επιθυμία  στον ανήλικο και συχνά και στους γονείς του. Τα παιδιά, συνήθως, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τις δυσκολίες προσαρμογής τους, ενώ ο γονιός -ενίοτε για δικούς του λόγους- δυσκολεύεται να αναλάβει την ευθύνη της διαπαιδαγώγησης του παιδιού του.

Το αναμορφωτικό μέτρο ως πλαίσιο συμβουλευτικής για τα παιδιά 

Tο αναμορφωτικό μέτρο που ορίζεται ως «ανάθεση επιμέλειας ανηλίκου σε επιμελητή ανηλίκων», διαμορφώνει -κυρίως- το πλαίσιο συνεργασίας, με σκοπό την αναμορφωτική διαδικασία του ανηλίκου. Η άσκηση της επιμέλειας πρακτικά συνίσταται αφενός στη συστηματική επικοινωνία του επιμελητή με τον ανήλικο και το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, και αφετέρου στη βοήθεια και στήριξη του ανηλίκου για την άρση των προβλημάτων που οδήγησαν στην παραβατική συμπεριφορά με στόχο την ομαλή του επανένταξη[10].

Στόχος του επιμελητή είναι ο ανήλικος να εμπλακεί σε συμβουλευτική σχέση με τον επιμελητή του, προκειμένου ο επιμελητής να τον βοηθήσει να αλλάξει στάσεις και συμπεριφορές. Τούτο επιτυγχάνεται μέσω της υιοθέτησης θετικών στάσεων των ανηλίκων προς τον εαυτό τους και τους άλλους, οι οποίες θα οδηγήσουν σε αποχή από παραβατικές συμπεριφορές και σε αντικατάστασή τους από άλλες κοινωνικά αποδεκτές και διευκολυντικές για την προσωπική τους ανάπτυξη. Και τότε παρουσιάζεται το πρώτο στοίχημα που καλείται να κερδίσει ο επιμελητής: η εμπιστοσύνη του ανηλίκου.

Στη συνέχεια, η προσπάθειά του επικεντρώνεται στο να προετοιμάσει και να διατηρήσει ένα κλίμα αποδοχής και κατανόησης, προκειμένου να εδραιωθεί η συμβουλευτική σχέση. Άλλωστε, η συμβουλευτική σχέση είναι το σημαντικότερο στοιχείο της όλης συμβουλευτικής διαδικασίας. Μόνο μέσα από μια θετική συμβουλευτική σχέση είναι δυνατόν να επιτευχθεί μια προσέγγιση των στόχων που έχουν τεθεί [11].

Το αναμορφωτικό μέτρο ως πλαίσιο συμβουλευτικής γονέων

Το αναμορφωτικό μέτρο της «ανάθεσης της επιμέλειας του ανηλίκου σε επιμελητή ανηλίκων» που επιβάλλεται στους ανηλίκους, εμπλέκει και τους γονείς/ κηδεμόνες σε αυτήν τη διαδικασία, όποτε υπάρχουν. Οπωσδήποτε αυτό συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό και έκταση, καθώς ο κύριος εξυπηρετούμενος του επιμελητή είναι ο ανήλικος. Όμως και οι γονείς θα βρεθούν στο γραφείο του επιμελητή, άλλοτε μαζί με τον ανήλικο και άλλοτε σε ιδιαίτερες συναντήσεις με τον επιμελητή. Αν δεν υπάρχει γονιός, όπως στην περίπτωση των ασυνόδευτων προσφύγων ή όταν ο γονιός εκτίει ποινή φυλάκισης, η συνεργασία θα γίνει αποκλειστικά με το παιδί.

Ο γενικός στόχος της κοινωνικής διαπαιδαγώγησης του παιδιού θα τεθεί ως απώτερος σκοπός της συνεργασίας του επιμελητή με την οικογένεια. Αυτός ο σκοπός θα συνδεθεί σταδιακά με τον γενικότερο στόχο της συμβουλευτικής προς τους γονείς, ο οποίος συνίσταται στο να προσδιορίσουν με τον επιμελητή και να αναλάβουν την ευθύνη τους ως γονείς του παιδιού τους.

Ο επιμελητής ανηλίκων ως σύμβουλος του ανηλίκου

Η συμβουλευτική υποστήριξη που παρέχει ο επιμελητής στον ανήλικο συνάπτεται κυρίως με παραμέτρους διευκολυντικής συμβουλευτικής. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μία μορφή συμβουλευτικής, κατά την οποία ο επιμελητής βοηθά τον ανήλικο να αποσαφηνίσει τους στόχους του και να ενεργήσει υπεύθυνα, σύμφωνα με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα. Ο επιμελητής μεριμνά συνεχώς να ενισχύει την επιθυμία του ανηλίκου για αλλαγή. Επιμελητής και ανήλικος περνούν σταδιακά μέσα από μια διαδικασία ανίχνευσης, κατανόησης και δράσης[12]. Κύριος στόχος είναι η ανάπτυξη ικανοτήτων του ανηλίκου για την καλύτερη κοινωνική του προσαρμογή και πρόοδο.

Θέματα που μπορεί να απασχολούν τη συμβουλευτική με τον ανήλικο είναι οι σχέσεις με τους γονείς ή και με άλλα μέλη της οικογένειας, με φίλους ή/ και με το άλλο φύλο, η αναγκαιότητα επανασύνδεσης με το σχολείο, η συνέχιση των σπουδών, η επιτυχής ολοκλήρωση άλλων αναμορφωτικών μέτρων, όπως είναι η κοινωφελής εργασία σε έναν φορέα ή η ολοκλήρωση εκπαιδευτικού προγράμματος, η ενίσχυση της υγιούς διεκδικητικότητας και η μείωση της επιθετικότητας.

Η συμβουλευτική με τους ανηλίκους μπορεί να γίνεται και ομαδικά. Τέτοιες ομάδες έχουν λειτουργήσει πολύ αποτελεσματικά σε κάποιες Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής. Προτιμώνται να είναι ολιγάριθμες με ανηλίκους που παρουσιάζουν ομοιογενή χαρακτηριστικά, προκειμένου να έχουν κοινά θέματα- δυσκολίες, όπως για παράδειγμα είναι η διαχείριση θυμού και η επίλυση των συγκρούσεων. Μέσω της βιωματικής συμμετοχής και αλληλεπίδρασης των συμμετεχόντων, προωθείται η αυτονομία και η ανάπτυξη προσαρμοστικών δεξιοτήτων σε κοινωνικές καταστάσεις της καθημερινής ζωής[13].

Ο επιμελητής ανηλίκων ως σύμβουλος του γονέα

Η συμβουλευτική που ο επιμελητής συνήθως παρέχει προς τους γονείς είναι αρχικά συμβουλευτική για την αντιμετώπιση κρίσιμων καταστάσεων. Για τους γονείς που έχουν οι ίδιοι καταφύγει στον εισαγγελέα, επειδή το παιδί τους έχει δυσκολίες προσαρμογής και τάσεις παραβίασης ορίων, μολονότι δεν έχει συλληφθεί από την αστυνομία, η ετοιμότητά τους να δεχθούν συμβουλευτική αναμένεται να είναι μεγαλύτερη. Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις γονιών που καταφεύγουν στον εισαγγελέα, με την προσδοκία απομάκρυνσης του παιδιού τους από το σπίτι τους, τοποθέτησή του σε ίδρυμα και με πολύ χαμηλό αίτημα ενδυνάμωσης του ρόλου τους ως γονέων. Στην πράξη, ωστόσο, έχει φανεί ότι και αυτοί οι γονείς επιδέχονται βοήθεια από τον επιμελητή, έστω και αν προσδοκούσαν άλλου τύπου βοήθεια.

Για τους γονείς αυτούς, των οποίων η συνεργασία με τον επιμελητή οφείλεται στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς από το παιδί τους, η εμπλοκή με το ποινικό σύστημα (σύλληψη, ανάκριση, δικαστήριο) από μόνη της βιώνεται ως κρίσιμη κατάσταση. Ως κρίσιμη κατάσταση μπορεί να βιώνεται και η εγκατάλειψη του σχολείου από το παιδί, η χρήση ουσιών, οι κακές παρέες ή η φυγή από το σπίτι.

Ο ρόλος του επιμελητή ανηλίκων συνίσταται στο να εμπνεύσει καταρχάς εμπιστοσύνη στον γονιό. Αν ο γονιός αισθανθεί ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στον επιμελητή ως ειδικό και έμπειρο χειρισμού «δύσκολων» εφήβων, αν θεωρήσει ότι δεν θα τον κρίνει ή ότι δεν θα επιτρέψει στις πληροφορίες που θα του εμπιστευτεί να «διαρρεύσουν», τότε θα μπορέσει να μιλήσει πιο ελεύθερα και συνεπώς θα βοηθηθεί στην εξάλειψη του άγχους του.

Στη συνέχεια, θα μπορέσει να ενδυναμωθεί στον ρόλο του ως γονέα, ώστε να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στη σχέση του με το παιδί του: απαραίτητες οριοθετήσεις, να απαιτήσει δεσμεύσεις από το παιδί και να προσφέρει αυτοδεσμεύσεις σε αμοιβαίες συμφωνίες, αλλά και να κινητοποιηθεί να καταφύγει σε εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπως προγράμματα απεξάρτησης από ουσίες.

Οι ιδιαιτερότητες της συμβουλευτικής με ανηλίκους σε κίνδυνο ή σε σύγκρουση με τον νόμο και με τους γονείς τους

Η συμβουλευτική με παιδιά που έχουν παραβιάσει ή κινδυνεύουν να παραβιάσουν τον νόμο και με τους γονείς τους έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες, που δίνουν στη συγκεκριμένη συμβουλευτική μια διάσταση πιο σύνθετη: στην πραγματικότητα οικειοθελής και αυτόβουλη προσέλευση των παιδιών και των περισσότερων γονιών δεν υπάρχει. Το αίτημα για βοήθεια χρειάζεται να ετοιμαστεί με τη βοήθεια του επιμελητή. Το αναμορφωτικό μέτρο μπορεί να προσθέτει διάσταση επιτήρησης και η αναφορά του επιμελητή στις αρχές καταστρατηγεί την εχεμύθεια.

Συγκεκριμένα, οικειοθελής προσέλευση των παιδιών στην Υπηρεσία Επιμελητών δεν υπάρχει ποτέ κατά την πρώτη συνάντηση όπου λαμβάνεται το κοινωνικό ιστορικό. Τα παιδιά έρχονται στον επιμελητή, επειδή παραβίασαν τον νόμο ή επειδή το ζήτησε ο γονιός τους, εξαιτίας της εν γένει επικίνδυνης συμπεριφοράς τους. Η επιβολή αναμορφωτικού μέτρου αποτελεί είτε αποτέλεσμα απόφασης δικαστικής ή εισαγγελικής αρχής είτε επειδή το ζήτησε ο γονιός από τον εισαγγελέα και όχι επειδή οι ίδιοι αισθάνθηκαν ανάγκη για αναζήτηση βοήθειας.

Επομένως, η επιθυμία του ανηλίκου για συνεργασία είναι ζητούμενο και στοίχημα για τον επιμελητή τις περισσότερες φορές. Η επιθυμία για συνεργασία  γεννιέται καθώς χτίζεται η «σχέση» και ο επιμελητής κερδίζει σταδιακά την εμπιστοσύνη του ανηλίκου. Εδώ ο επιμελητής θα βασιστεί σε δεξιότητες επικοινωνίας και συμβουλευτικής, όπως είναι η ενεργητική προσοχή, η ενσυναίσθηση, η άνευ όρων αποδοχή, το γνήσιο ενδιαφέρον και η εμψύχωση, για να πετύχει την θετική στάση του ανηλίκου για συνεργασία.

Αναφορικά με τους γονείς, η επιθυμία τους για συνεργασία άλλοτε υπάρχει ευθύς εξαρχής, άλλοτε χρειάζεται λίγο ή περισσότερο χρόνο για να εδραιωθεί, χάρη στις δεξιότητες του επιμελητή, που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθεί κλίμα αποδοχής και συνεργασίας. Μόλις ο γονιός νιώσει ασφάλεια και αποδοχή από τον επιμελητή, θα μπορέσει να συνεργασθεί μαζί του για τον κοινό σκοπό, που είναι η κοινωνική διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Στην πραγματικότητα, ο καλύτερος σύμμαχος του επιμελητή προς αυτόν τον στόχο είναι ο γονιός. Ωστόσο, όταν ο γονιός δεν είναι θετικός, το έργο του επιμελητή με τον ανήλικο «σαμποτάρεται» από τον γονιό. Σε λίγες περιπτώσεις, κάποια παιδιά έχουν εκπλήξει ευχάριστα τους επιμελητές τους, όταν πορεύονται προς την ωριμότητα χωρίς γονική στήριξη.

Μια ακόμα ιδιαιτερότητα της συμβουλευτικής με παιδιά που εκδηλώνουν κίνδυνο σύγκρουσης με τον νόμο ή βρίσκονται ήδη σε σύγκρουση με τον νόμο και με τους γονείς τους, είναι η ανάγκη συνδιαμόρφωσης με τον επιμελητή ενός αιτήματος, ή περισσότερων αιτημάτων στη συνέχεια, για βοήθεια. Το αίτημα για βοήθεια δεν είναι παρόν ευθύς εξαρχής. Οι λόγοι που προβάλλονται από τα παιδιά ή τους γονείς τους είναι έξωθεν ή εξωπραγματικοί. «Ήρθα επειδή μου το επέβαλε ο δικαστής ή ο ανακριτής» (στην περίπτωση παραβατικών ανηλίκων) ή «Ήρθαμε για να βάλετε στο παιδί μου μυαλό πριν καταλήξει στη φυλακή» ή «Βάλτε τον σε ίδρυμα για να βάλει μυαλό» (στην περίπτωση που ο γονιός κίνησε τη συνεργασία, από ανησυχία μήπως το παιδί μπλέξει σε παραβατικές πράξεις). Αυτές είναι περισσότερο δηλώσεις παθητικής συμμόρφωσης στις αρχές από τα παιδιά ή προσδοκιών από τους γονείς θαυματουργικής ή τιμωρητικής παρέμβασης από τον επιμελητή. Διαδικαστικός στόχος του επιμελητή είναι το αίτημα για βοήθεια να διατυπωθεί από τον συμβουλευόμενο με τη βοήθεια του επιμελητή, ως δήλωση προσωπικής εμπλοκής. «Τι να κάνω για να διαλέγει το παιδί μου σωστές παρέες;» ή «Βοηθήστε με να δείξω στους γονείς μου ότι είμαι άξιος εμπιστοσύνης». Και τα δύο αιτήματα περιέχουν έναν βαθμό προσωπικής εμπλοκής σε ένα σχέδιο δράσης. Το αίτημα έχει γίνει προσωπικό και ο συμβουλευόμενος βρίσκεται πλέον σε ετοιμότητα να δεχθεί συμβουλευτική.

Η ποιότητα της σχέσης του επιμελητή με τον ανήλικο επηρεάζεται από το είδος του αναμορφωτικού μέτρου που θα επιβάλουν οι αρχές. Υπάρχει ένα συνεχές που εκτείνεται μεταξύ ελέγχου-επιτήρησης και συμβουλευτικής και διέπει τη σχέση επιμελητή και ανηλίκου. Ειδικά, όταν ο ανήλικος οφείλει να ολοκληρώσει κάποια κοινωφελή εργασία σε έναν φορέα και ο επιμελητής καλείται να την εποπτεύσει ή όταν ρητά ο ανήλικος τεθεί στην εντατική επιμέλεια του επιμελητή, συνηθέστερα για σοβαρότερα αδικήματα, η σχέση κλίνει προς σχέση ελέγχου-επιτήρησης. Γενικότερα, είναι στο χέρι των επιμελητών -  και είναι κάτι που στην πράξη οι ίδιοι οι επιμελητές το προτιμούν - να δίνουν έμφαση στη συμβουλευτική, υποστηρικτική διάσταση του ρόλου τους, παρά στην ελεγκτική [14].

Κατά την άσκηση των καθηκόντων των επιμελητών ανηλίκων ανακύπτουν διλήμματα και συγκρούσεις, που συνάπτονται με την υποχρέωση εχεμύθειας, το γνωμοδοτικό τους ρόλο στη δίκη και τα όρια ανάμεσα στη συμβουλευτική και τη μεταχείριση[15]. Συνεπώς, ο διπλός αυτός ρόλος του επιμελητή ανηλίκων (γνωμοδοτικός-συμβουλευτικός) και η διπλή σχέση του επιμελητή, αφενός με τον δικαστή και αφετέρου με τον ανήλικο και τους γονείς του, απαιτούν πολύ λεπτούς χειρισμούς[16].

Οι δεξιότητες του συμβούλου - επιμελητή ανηλίκων

Ο επιμελητής ανηλίκων που παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη στα παιδιά και στους γονείς τους χρειάζεται να διαθέτει δεξιότητες που θα επιτρέψουν στη συμβουλευτική να αρχίσει, να συνεχίσει και να ολοκληρωθεί.

Πρώτιστης σημασίας είναι ο επιμελητής να διαθέτει ενσυναίσθηση, δηλαδή να μπορεί να καταλαβαίνει τον κόσμο του ανηλίκου και του γονιού του, όπως τον αντιλαμβάνονται εκείνοι. Για παράδειγμα, ένας ανήλικος που του έβρισαν τον νεκρό πατέρα, εμπλέκεται σε ξυλοδαρμό με πρόκληση σωματικής βλάβης, επειδή θίχθηκε η μνήμη του πατέρα του και η τιμή, η αξιοπρέπεια του ίδιου και της μητέρας του. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του θύμα, αν και το ποινικό σύστημα τον βάπτισε «κατηγορούμενο». Θα χρειαστεί ο επιμελητής να κατανοήσει την αντίληψη του ανηλίκου για τον εαυτό του ως θιγμένου, προτού συζητήσουν τη θέση που του επέβαλε το ποινικό σύστημα.

Η αποδοχή του συμβουλευόμενου, ανηλίκου και γονέα, άνευ όρων από τον επιμελητή ουσιαστικά σημαίνει ότι ο επιμελητής τους σέβεται απεριόριστα ως  άτομα χωρίς να τους επιβάλει κανόνες, ώστε να τους αποδεχθεί. Η κλοπή, για παράδειγμα, είναι αξιόποινη πράξη, αλλά το παιδί δεν ταυτίζεται με αυτήν. Στα μάτια του επιμελητή δεν είναι κλέφτης. Αυτό που έκανε έχει ένα νόημα για τη συγκεκριμένη συγκυρία της πράξης, που μαζί θα την νοηματοδοτήσουν, αλλά σίγουρα δεν χαρακτηρίζει γενικότερα το παιδί. Τα επικριτικά σχόλια δεν έχουν καμία θέση εδώ.

Η γνησιότητα είναι η ικανότητα του επιμελητή αφενός να έχει επίγνωση των προσωπικών, εσωτερικών του εμπειριών, καθώς παρακολουθεί και προσπαθεί να κατανοήσει τις εμπειρίες του συμβουλευόμενου, και αφετέρου να εμφανίζει τα δικά του συναισθήματα με ειλικρίνεια στη διαπροσωπική σχέση, με τρόπο όμως που να μην τα επιβάλει[17]. Το παιδί που φόρεσε κουκούλα για να ληστέψει το κινητό κάποιου που καθόταν στο παγκάκι θα ακούσει τον επιμελητή να του διηγείται πόσο θα τρόμαζε ο ίδιος αν ήταν στη θέση του θύματος μην ξέροντας ότι ο δράστης με τα καλυμμένα χαρακτηριστικά είναι ανήλικος. Ο τρόμος είναι συναίσθημα που ίσως να βασανίζει το θύμα περισσότερο από την απώλεια του κινητού.

Η ζεστασιά και το ειλικρινές ενδιαφέρον δίνουν τη συναισθηματική χροιά στη συμβουλευτική που κάνει την όλη διαδικασία ανθρώπινη και υποστηρικτική. Ο ανήλικος αισθάνεται ασφαλής, άξιος προσοχής, άξιος εμπιστοσύνης και αποδεκτός από τον επιμελητή. Η αυτοεκτίμησή του τονώνεται, ο ίδιος εμψυχώνεται και βρίσκει στο γραφείο του επιμελητή του έναν προσωπικό χώρο για να ξεπεράσει τις δυσκολίες του, να ακουμπήσει και να επεξεργασθεί συναισθήματα (θυμό και φόβο συνηθέστερα), σκέψεις, σχέδια και όνειρα.

Οι ικανότητες καλής επικοινωνίας είναι κυρίως εκείνες που προωθούν την αποτελεσματική συμβουλευτική σχέση[18]. Για να υπάρξει εποικοδομητική συμβουλευτική σχέση πρέπει να υπάρχει θετική και ουσιαστική επικοινωνία. Η αφήγηση γύρω από παραβατικές ή επικίνδυνες συνήθειες συχνά προκαλεί άγχος ή ενοχή στον συμβουλευόμενο, ο οποίος αμύνεται και αποσιωπά τις λεπτομέρειες. Ο επιμελητής αρχικά ενθαρρύνει την ελεύθερη αφήγηση ή διατυπώνει κατάλληλες ερωτήσεις, ώστε να καταφέρει να διαμορφώσει ένα περιβάλλον στο οποίο ο συμβουλευόμενος θα νιώσει ασφαλής να εκφραστεί. Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα με ανοιχτές ερωτήσεις να ωθήσει τον συμβουλευόμενο να διευρύνει το πεδίο σκέψης του και να αναδείξει τις δυνατότητες απαγκίστρωσης από τα προβλήματα, συν-δημιουργώντας νέες λύσεις και προοπτικές και συν-κατασκευάζοντας υγιέστερες αφηγήσεις[19].

Ο επιμελητής χρειάζεται να προσαρμόζεται στο αντιληπτικό επίπεδο του ανηλίκου σε ένα πλαίσιο φιλικής προς το παιδί δικαιοσύνης. Στη διατύπωση των ερωτήσεων ο επιμελητής θα πρέπει να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που να είναι κατανοητό από τον ανήλικο, αντίστοιχο του αναπτυξιακού του σταδίου.

Ο επιμελητής ανηλίκων, τέλος, ως επιδέξιος σύμβουλος είναι αναγκαίο να διαθέτει αυτογνωσία. Χρειάζεται να αναγνωρίζει ότι η συμβουλευτική του υποστήριξη έχει τα δικά της όρια παρέμβασης, όπως και ο ίδιος ως άνθρωπος και σύμβουλος έχει όρια και αδυναμίες. Ο επιμελητής δεν είναι παντοδύναμος. Η ευθύνη της αλλαγής ανήκει πρώτιστα στον ανήλικο, συμπληρωματικά στους γονείς του και στο μέτρο της διευκόλυνσης στον επιμελητή.

Η δυσκολία προσαρμογής των νέων είναι βέβαιο ότι απαιτεί μία πολυεπίπεδη και ολιστική προσέγγιση, προκειμένου να αντιμετωπίζονται έγκαιρα οι παράγοντες που εξωθούν τα παιδιά στον κίνδυνο της απόκλισης από το κοινωνικά ορθό. Για φορείς που μάχονται τον κοινωνικό αποκλεισμό, όπως οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων & Κοινωνικής Αρωγής, οι ανήλικοι παραβάτες αλλά και οι ανήλικοι σε κίνδυνο αποτελούν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, που από πολύ νωρίς στη ζωή τους, στερήθηκαν άδικα τα μέσα και τις δυνατότητες να επιδιώξουν την ομαλή κοινωνική τους ένταξη.

Με αυτό το σκεπτικό, αποτελούν μία ακόμα πρόκληση για τη σύγχρονη ανοικτή κοινωνία. Οι νέοι χρειάζονται αντιμετώπιση με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, έχοντας όμως πάντοτε στον νου ότι πρόκειται για ευαίσθητες και εύθραυστες υπάρξεις[20]. Μέσα από τη διαδικασία της συμβουλευτικής, η παρέμβαση των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων λειτουργεί διορθωτικά / αντισταθμιστικά, με απεριόριστο σεβασμό για τη νέα γενιά, που γεμάτη ενθουσιασμό, δυναμισμό και αυθορμητισμό, φέρει τον σπόρο της αυριανής κοινωνίας.

Κατεβάστε ολόκληρη τη μελέτη:ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ-ΚΑΙ-ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ-ΑΝΗΛΙΚΩΝ

_______________________________________________________________________

*Η Αφροδίτη Μαλλούχου είναι κοινωνική λειτουργός – επιμελήτρια ανηλίκων, MSc, Υπ. Διδάκτωρ Αντεγκληματικής Πολιτικής.

**Η Χριστίνα Μουτσοπούλου είναι ψυχολόγος – επιμελήτρια Ανηλίκων, MSc.

[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί τμήμα δημοσίευσης αντίστοιχης μελέτης, η οποία περιλαμβάνεται εκτεταμένα στο: Μαλλούχου, Α & Μουτσοπούλου, Χ. (2018). Συμβουλευτική και Επιμελητές Ανηλίκων: Διαστάσεις κοινωνικής διαπαιδαγώγησης των ευρισκομένων σε κίνδυνο ή σε σύγκρουση με τον νόμο ανηλίκων. Στο Γ.Α.Κουγιουμτζής - Δ.Ι.Λουκά (Επιμ.) Συμβουλευτική & Συνηγορία. Προάσπιση ανθρωπίνων δικαιωμάτων & ψυχικής υγείας. (σσ.161-191). Αθήνα: Γρηγόρη.
[2] Πιτσελά, Α. (2006). Το θεωρητικό και θεσμικό πλαίσιο του κοινωνικού ελέγχου των ανηλίκων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[3] Μαγγανάς, Α. (2004). Το Εγκληματικό Φαινόμενο στην πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[4] Νόβα-Καλτσούνη, Χ. (2001). Μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς στην εφηβεία: Ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου. Αθήνα: Gutenberg.
[5] Queloz, N. (2011). Νεανική παραβατικότητα, δημόσια ασφάλεια και κοινωνική αντίδραση: Επίμονα ερωτήματα για την Εγκληματολογία και την Αντεγκληματική Πολιτική (μτφρ. Α. Μαγγανάς), Εγκληματολογία, 2, σ.14. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[6] Πανούσης, Γ. (2008). Η Εγκληματικότητα στα χρόνια της «Αθωότητας». Στο Γ. Πανούση (Επιμ.), Επικίνδυνα παιδιά ή παιδιά σε κίνδυνο; (σσ. 7-13). Αθήνα: Lector.
[7] Πιτσελά, Α. 2004 Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
[8] Φαρσεδάκης, Ι. (2005). Παραβατικότητα και Κοινωνικός Έλεγχος των Ανηλίκων. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[9] Κουλούρης, Ν. (2016). Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής: Το κοινωνικό πρόσωπο της ποινικής δικαιοσύνης και της δικαιοσύνης ανηλίκων. Στο Πρακτικός Οδηγός για το έργο των Επιμελητών Ανηλίκων και Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής. Αθήνα: Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τη συγχρηματοδότηση της Ε.Ε. (VS/2015/0039).
[10] Δημόπουλος, Χ., & Κοσμάτος, Κ. (2011). Δίκαιο ανηλίκων: θεωρία και πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[11] Μαλικιώση- Λοϊζου, Μ. (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
[12] ό.π.
[13] Μαλλούχου, Α., & Μουτσοπούλου, Χ. (2016). Ψυχοεκπαιδευτική Συμβουλευτική διαχείρισης θυμού και επίλυσης συγκρούσεων. Στο Γ. Α. Κουγιουμτζής (Επιμ.), Εφαρμοσμένη Συμβουλευτική: Συναρμογή Θεωρίας & Πράξης. Αθήνα: Γρηγόρη.
[14] Κουλούρης, Ν. (2016). ό.π.
[15] Ζαγούρα, Π. (2008). Συμβουλευτική σε ανήλικους παραβάτες και κρατούμενους. Στο Σ. Βιδάλη & Π. Ζαγούρα (Επιμ.), Συμβουλευτική και φυλακή. Αθήνα/Κομοτηνή: Σάκκουλας
[16] Ανδρεοπούλη, Λ. (2011). Ανήλικοι υπό κρίση - οικογένειες σε κρίση; Ο ρόλος του επιμελητή ανηλίκων. Στο Π. Ζαγούρα (Επιμ.), Διεπιστημονικότητα, διεταιρικότητα και κοινωνική ένταξη του νεαρού παραβάτη (σσ. 307-321). Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας.
[17] Θεμελή, Ο. (2016). Συμβουλευτικές δεξιότητες: Το Μυστικό για μία Επιτυχημένη Επικοινωνία. Στο Πρακτικός Οδηγός για το έργο των Επιμελητών Ανηλίκων και Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής. Αθήνα: Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τη συγχρηματοδότηση της Ε.Ε. (VS/2015/0039).
[18] Carkhuff, R. (1969). Helping human relations: A primer for lay and professional helpers. Two volumes. New York: Holt, Rinehart and Winston.
[19] Wachter, A. (2004). To create a conversation that is a little bit different. In N. M. Lambert, I. Hylander & J. H. Sandoval (Eds.). Consultee-centered consultation: Improving the quality of professional services in schools and community organizations (pp. 325-338). Mahwah, NJ: Laurence Erlbaum.
[20] Αρτινοπούλου Β., & Μαγγανάς, Α. (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη