"A rape is a rape"
1. Εισαγωγή
Πολλάκις έχουν απασχολήσει την ελληνική Δικαιοσύνη και κοινωνία περιπτώσεις βιασμού. Δυστυχώς, ιδίως σε παλαιότερες πιο συντηρητικές εποχές, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τα αίτια που οδήγησαν τον δράστη στην αποτρόπαια αυτή πράξη στον τρόπο που ενδέχεται το θύμα να προκάλεσε την θυματοποίησή του. Βεβαίως, η μετακύλιση αυτή του ενδιαφέροντος εμφανίζεται και σε άλλα αδικήματα, ωστόσο, το έγκλημα του βιασμού παρουσιάζει την εξής ιδιορρυθμία:
Τις περισσότερες φορές συντελείται στην ιδιωτική σφαίρα δράστη και θύματος, χωρίς μάρτυρες, καθιστώντας δυσχερή την απόδειξή του από το θύμα και οδηγώντας την κοινή γνώμη να πλάθει σενάρια για τις συνθήκες τελέσεώς του, ήτοι για το εάν απουσίαζε πράγματι η συναίνεση του θύματος ή για την αξιοπιστία του θύματος, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που το θύμα κατηγορείται ότι έχει προβεί σε ψευδή καταγγελία ορμώμενο από συναισθήματα οργής και εκδίκησης κατά του δράστη.
Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες ανάλογα με τις συνθήκες τελέσεως του εν λόγω αδικήματος: είτε ο δράστης είναι άγνωστος του θύματος, οπότε και καθίσταται δύσκολη αρχές η εξακρίβωση των στοιχείων του από τις αστυνομικές και η σύλληψή του · είτε ο δράστης είναι γνωστός του θύματος με αποτέλεσμα να βρίσκεται το θύμα πολύ συχνά στη δύσκολη θέση να πρέπει να αποδείξει ότι δεν υφίστατο συναίνεση από την πλευρά του για την τελεσθείσα γενετήσια πράξη[1]. Στην πρώτη περίπτωση, το θύμα συχνά κατηγορείται ότι ο τρόπος ντυσίματός του, η προκλητική συμπεριφορά του, κ.λπ. προκάλεσε τον βιασμό του · στη δεύτερη περίπτωση, πολλές φορές υφίστανται μομφές κατά του θύματος ότι προέβη σε ψευδή καταγγελία.
2. «Δεύτερος τραυματισμός» του θύματος
Ο γολγοθάς, λοιπόν, του θύματος δεν σταματάει με το αποτρόπαιο αυτό συμβάν. Αφού προχωρήσει σε καταγγελία του δράστη στις αρμόδιες αρχές, απόφαση που δύσκολα λαμβάνει το θύμα δεδομένων των προσωπικών, κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που συνοδεύουν μια τέτοια καταγγελία (π.χ. δεν επιθυμεί να μάθουν για το συμβάν αυτό το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, οι δικαστικές διαδικασίες είναι χρονοβόρες και δαπανηρές, κ.λπ.), ξεκινάει η δεύτερη θυματοποίησή του τόσο από τους φορείς του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης όσο και από την κοινωνία.
Συγκεκριμένα, μετά την καταγγελία του αδικήματος στις αστυνομικές αρχές, το θύμα αντιμετωπίζεται συχνά με δυσπιστία[2], τόσο από τους επίσημους φορείς[3] όσο και από ευρύτερο κοινό[4], ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της επαφής του με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αναβιώνει νοητικά και προφορικά την εμπειρία του βιασμού του[5]. Δεν είναι, λοιπόν, ατυχής ο όρος «δεύτερος τραυματισμός» και «δευτερογενής θυματοποίηση»[6] που αποδίδεται στην κατάσταση που βιώνει το θύμα από την καταγγελία του αδικήματος στις αρχές μέχρι και την έκδοση αποφάσεως από το Ποινικό Δικαστήριο. Μάλιστα, συχνά τα θύματα έχουν περιγράψει την εμπειρία τους από την ακροαματική διαδικασία με τις ίδιες εκφράσεις που χρησιμοποίησαν για την περιγραφή του βιασμού τους[7].
Κύρια αιτία για τη δευτερογενή θυματοποίηση των θυμάτων βιασμού, αποτελεί η αντιμετώπισή τους από τον συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, ο οποίος, προκειμένου να αποδείξει την αναξιοπιστία του θύματος και να αποδείξει ότι το θύμα «προκάλεσε» ή συναίνεσε στον βιασμό του[8], με ερωτήσεις σχετικά με τον τρόπο ζωής του, τις προηγούμενες σεξουαλικές του εμπειρίες, την χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών από το θύμα κλπ, θέματα δηλαδή που δεν σχετίζονται με την τέλεση ή μη του αδικήματος, δημιουργούν στο θύμα συναισθήματα ενοχής[9].
Περαιτέρω, από έρευνες έχει προκύψει[10] ότι η ετυμηγορία των ενόρκων επηρεάζεται από την τυχόν προηγούμενη γνωριμία δράστη και θύματος, την προκλητική συμπεριφορά του θύματος, την σεξουαλική δραστηριότητα του θύματος και τον τρόπο ζωής του, την χρήση αλκοόλ/ ναρκωτικών από το θύμα, την κοινωνική θέση του θύματος και του δράστη. Επομένως, το θύμα έρχεται αντιμέτωπο με μια δυσμενή για αυτό και ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο απόφαση με βάση στοιχεία που δεν σχετίζονται με το έγκλημα που τελέστηκε εις βάρος του, αλλά είναι σχετικά με το πρόσωπό του και τις προσωπικές του επιλογές.
Έτσι, το εκάστοτε θύμα βιώνει την εμπειρία του με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης περισσότερο σα να είναι το ίδιο κατηγορούμενο παρά ως παθόν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα θύματα βιασμού να αποθαρρύνονται από την καταγγελία του εγκλήματος ή να μην συμμετέχουν μέχρι τέλους στην ποινική διαδικασία. Δεν χρειάζεται βέβαια να αναφέρουμε τις δυσμενείς συνέπειες που έχει κάτι τέτοιο για τα ίδια τα θύματα αλλά και την κοινωνία, καθώς αυξάνεται ο σκοτεινός αριθμός του εγκλήματος, δυσχεραίνοντας την πρόληψη και καταστολή του, ενώ οι δράστες ενός τόσο αποτρόπαιου εγκλήματος παραμένουν εκτός φυλακής.
3. Rape shield laws
Δεδομένων των ανωτέρω και προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή των θυμάτων, ώστε να μην αποθαρρύνονται από την καταγγελία του βιασμού, και αναγνωρίζοντας ότι τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αποδεικτική αξία, αλλά αντίθετα οδηγούν σε προκαταλήψεις εις βάρος των θυμάτων[11], ορισμένες έννομες τάξεις, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία και ο Καναδάς, έχουν υιοθετήσει τους λεγόμενους «Rape Shield Laws». Οι νόμοι αυτοί απαγορεύουν στον κατηγορούμενο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία και να απευθύνει στο θύμα ερωτήσεις σχετικά με τις σεξουαλικές του δραστηριότητες[12] ή τη σεξουαλική του προδιάθεση, όπως για παράδειγμα τον τρόπο ενδυμασίας του, τον τρόπο ομιλίας του και τον τρόπο ζωής του[13].
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι προβλέπονται αρκετές εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό στην εκάστοτε έννομη τάξη. Για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο[14], ο κανόνας αυτός κάμπτεται σε περίπτωση που τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι ερωτήσεις προς το θύμα σχετίζονται με αποδεικτικά στοιχεία για τις σεξουαλικές δραστηριότητες του θύματος που έχει προσκομίσει η εισαγγελία και ο κατηγορούμενος επιθυμεί να τα αντικρούσει ή να τα τεκμηριώσει, σε περίπτωση που δεν σχετίζονται με τη συναίνεση του θύματος, σε περίπτωση που ενώ σχετίζονται με τη συναίνεση του θύματος, η σεξουαλική συμπεριφορά που επιθυμεί να επικαλεστεί ο κατηγορούμενος έλαβε χώρα την ίδια ή περίπου την ίδια ώρα με τον υποτιθέμενο βιασμό ή που είναι τόσο όμοια με τη συμπεριφορά του θύματος στον εξεταζόμενο βιασμό, που η ομοιότητα αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση.
Επίσης, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[15], το Ποινικό Δικαστήριο μπορεί να κάνει δεκτά αποδεικτικά στοιχεία συγκεκριμένων περιπτώσεων σεξουαλικής συμπεριφοράς ενός θύματος, προκειμένου να αποδειχθεί ότι κάποιος άλλος εκτός του κατηγορούμενου ήταν η πηγή σπέρματος, τραυματισμού ή άλλων φυσικών στοιχείων, αποδεικτικά στοιχεία συγκεκριμένων περιπτώσεων σεξουαλικής συμπεριφοράς του θύματος σε σχέση με τον κατηγορούμενο[16], εάν προσκομίζονται από τον κατηγορούμενο προκειμένου να αποδείξει τη συναίνεση του θύματος ή προσκομίζονται από τον εισαγγελέα, και αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ο αποκλεισμός θα παραβίαζε τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Πολλές φορές, λοιπόν, οι συνήγοροι των κατηγορουμένων εκμεταλλεύονται τις εξαιρέσεις με σκοπό τη μη εφαρμογή του νόμου. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις ο ίδιος ο νόμος αφήνει μεγάλο περιθώριο για την παράκαμψή του. Για παράδειγμα, για την τελευταία εξαίρεση που αναφέρεται ανωτέρω, η οποία αφορά σε αποδεικτικά στοιχεία των οποίων ο αποκλεισμός θα παραβίαζε τα συνταγματικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής[17], ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για την υπεράσπισή του και να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας, το οποίο δικαίωμα έχει υποστηριχτεί ότι παραβιάζεται από τους ανωτέρω νόμους που προστατεύουν τα θύματα βιασμού, καθώς εμποδίζουν τον κατηγορούμενο να θέσει ερωτήσεις στο μάρτυρα κατηγορίας για τα προβλεπόμενα στους νόμους αυτούς θέματα[18]. Επομένως, η εξαίρεση αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής σε κάθε περίπτωση, καθιστώντας εμμέσως ανεφάρμοστο το νόμο. Εξίσου προφανές είναι πως ο κατηγορούμενος μπορεί να επικαλεστεί για οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι προσκομίζεται με σκοπό την απόδειξη της συναίνεσης του θύματος[19], ακόμη και εάν αυτό αφορά τον τρόπο ζωής του και το σεξουαλικό του παρελθόν. Επομένως, ναι μεν έχει γίνει ένα μεγάλο βήμα για την προστασία των θυμάτων βιασμού, ωστόσο, εναπόκειται στην ευχέρεια των Δικαστηρίων εάν θα εφαρμόσουν το νόμο ή θα δεχτούν κάποια από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις καθιστώντας τους νόμους αυτούς «συμβολικό δίκαιο».
IV. Επίλογος
Παρατηρείται συχνά να επικρατεί στην κοινωνία ακόμα και σήμερα, σε εμφανώς μικρότερο βεβαίως βαθμό σε σχέση με παλαιότερες εποχές, η άποψη ότι το θύμα με κάποιον τρόπο προκάλεσε το βιασμό του, είτε με τον τρόπο συμπεριφοράς του, είτε με τον τρόπο ενδυμασίας του. Δεν είναι λίγες οι φορές που όταν ένα τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα έρχεται στο φως της δημοσιότητας σχολιάζεται το μήκος της φούστας ή το βάθος του ντεκολτέ του θύματος. Βεβαίως, μια τέτοια στάση απέναντι σε ένα τόσο σοβαρό έγκλημα δεν αποτελεί τίποτα άλλο πέρα από ένα μύθο.
Από την άλλη πλευρά, οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου για το αδίκημα του βιασμού συχνά επικαλούνται τις σεξουαλικές δραστηριότητες του θύματος, το παρελθόν του, τη φήμη του, τον τρόπο ντυσίματος και ζωής του, την τυχόν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, την προηγούμενη γνωριμία του με το δράστη και τυχόν προηγούμενη ερωτική τους συνεύρεση, προκειμένου να μειώσουν την αξιοπιστία του θύματος[20] και να αποδείξουν ότι υφίστατο συναίνεση του θύματος στο εξεταζόμενο αδίκημα βιασμού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ταπείνωση των θυμάτων και την δευτερογενή θυματοποίησή τους από τη στιγμή που εισέρχονται στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.
Μια λύση για την αποφυγή της ανωτέρω κατάστασης που βιώνουν τα θύματα βιασμού είναι οι λεγόμενοι Rape Shield Laws, τους οποίους έχουν υιοθετήσει ορισμένες χώρες και οι οποίοι αφορούν στην απαγόρευση προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και θέση ερωτημάτων στους μάρτυρες κατηγορίας-θύματα βιασμού από τον κατηγορούμενο σχετικά με τις σεξουαλικές τους δραστηριότητες ή τη σεξουαλική τους προδιάθεση. Ωστόσο, στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη η υιοθέτηση παρόμοιων νόμων, με τους οποίους απαγορεύεται η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων και η κατά αντιπαράθεση εξέταση του θύματος, έστω και εάν αυτή η απαγόρευση αφορά μόνο τον τρόπο ζωής του θύματος, θα ήταν προβληματική ενόψει της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 3 περ. δ’ της ΕΣΔΑ[21]. Αλλά και στην Ελλάδα αποτελεί αναφαίρετο υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου, η παρεμπόδιση του οποίου οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η κατά αντιπαράθεση εξέταση του θύματος κατά την ακροαματική διαδικασία και η θέση ερωτημάτων στο τελευταίο, τα οποία κρίνει ο ίδιος ότι οδηγούν στην απόδειξη της αλήθειας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται από όλους τους παράγοντες της ποινικής διαδικασίας ότι στο αδίκημα του βιασμού εξετάζεται η ύπαρξη συναίνεσης του θύματος κατά τη συγκεκριμένη γενετήσια πράξη και όχι ο τρόπος ζωής του ή η προηγούμενη συμπεριφορά του με τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Ο βιασμός είναι βιασμός ανεξάρτητα από τον τρόπο ενδυμασίας ή ζωής του θύματος ή το σεξουαλικό του παρελθόν.
Παναγιώτα Βλάχου, Δικηγόρος, Υποψήφια Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΑΠΘ
*Εικόνα άρθρου: Photo by brbrihan on Unsplash
[1] Σε ορισμένες περιπτώσεις ο δράστης είναι πρώην ή νυν σύντροφος του θύματος, επομένως είναι δύσκολο να αποδείξει το θύμα ότι κατά την τέλεση του βιασμού δεν υφίστατο η συναίνεσή του, καθώς έχει συνευρεθεί σεξουαλικά με τη συναίνεσή του στο παρελθόν με το δράστη.
[2] Τσιγκρής Α. Άγγελος, Σχέσεις (στ)οργής: Ο βιασμός, το θύμα και το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, Υπεράσπιση 1999, σελ. 32 επ.
[3] Κυρίως από την Αστυνομία, με την οποία έρχεται σε επαφή το θύμα αρχικά.
[4] Δυστυχώς δεν λείπουν οι περιπτώσεις που το θύμα περνάει από «λαϊκό δικαστήριο» στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
[5] Τσιγκρής Α. Άγγελος, ό.π., σελ. 37
[6] Τσιγκρής Α. Άγγελος, ό.π., σελ. 35
[7] Τσιγκρής Α. Άγγελος, ό.π., σελ. 38
[8] Τσιγκρής Α. Άγγελος, ό.π., σελ. 37
[9] Τσιγκρής Α. Άγγελος, ό.π., σελ. 38
[10] Τσιγκρής Α. Άγγελος, ό.π., σελ. 34-35
[11] Candace Mashel, A Crack in the Armor?: How the Reforms to the New York State Human Rights Law May Expose Weaknesses in Civil Rape Shield Laws, Fordham Law Review Vol. 88, 2020, pp. 1443-1472, https://ir.lawnet.fordham.edu/flr/vol88/iss4/6
[12] Στις σεξουαλικές δραστηριότητες συμπεριλαμβάνονται και δραστηριότητες του νου, όπως φαντασιώσεις ή όνειρα. Βλ. Notes of Advisory Committee on Rules—1994 Amendment of Rule 412 (Sex-Offense Cases: The Victim’s Sexual Behavior or Predisposition) of the Federal Rules of Evidence
[13] Notes of Advisory Committee on Rules—1994 Amendment of Rule 412 (Sex-Offense Cases: The Victim’s Sexual Behavior or Predisposition) of the Federal Rules of Evidence · Οι όροι σεξουαλικές δραστηριότητες και σεξουαλική προδιάθεση ερμηνεύονται ευρέως. Για παράδειγμα, έχει γίνει δεκτό ότι περιλαμβάνονται σε αυτές η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών, η απόκτηση παιδιού εκτός γάμου, κ.α. Βλ. Candace Mashel, A Crack in the Armor?: How the Reforms to the New York State Human Rights Law May Expose Weaknesses in Civil Rape Shield Laws, Fordham Law Review Vol. 88, 2020, pp. 1443-1472, https://ir.lawnet.fordham.edu/flr/vol88/iss4/6
[14] Section 41 of the Youth Justice and Criminal Evidence Act 1999
[15] Rule 412 (Sex-Offense Cases: The Victim’s Sexual Behavior or Predisposition) of the Federal Rules of Evidence · Όλες οι Πολιτείες έχουν υιοθετήσει τους λεγόμενους Rape Shield Laws με μεγάλες διαφορές στις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κάθε σχετικός νόμος. Βλέπε σχετικά Elizabeth M. Davis, Rape Shield Statutes: Legislative Responses to Probative Dangers, Urban Law Annual; Journal of Urban and Contemporary Law, Volume 27, January 1984, pp. 271-294, https://openscholarship.wustl.edu/law_urbanlaw/vol27/iss1/8
[16] Για παράδειγμα, περιστατικά σεξουαλικών δραστηριοτήτων μεταξύ του φερόμενου θύματος και του κατηγορουμένου, καθώς και δηλώσεις στις οποίες το υποτιθέμενο θύμα εξέφρασε την πρόθεση να συνευρεθεί σεξουαλικά με τον κατηγορούμενο ή εξέφρασε σεξουαλικές φαντασιώσεις που αφορούσαν τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Βλ. Notes of Advisory Committee on Rules—1994 Amendment of Rule 412 (Sex-Offense Cases: The Victim’s Sexual Behavior or Predisposition) of the Federal Rules of Evidence
[17] Amendment VI of U.S. Constitution: «In all criminal prosecutions, the accused shall enjoy the right to a speedy and public trial, by an impartial jury of the state and district wherein the crime shall have been committed, which district shall have been previously ascertained by law, and to be informed of the nature and cause of the accusation; to be confronted with the witnesses against him; to have compulsory process for obtaining witnesses in his favor, and to have the assistance of counsel for his defense».
[18] Περαιτέρω υποστηρίζεται ότι παραβιάζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, διότι, παρά την αντίθετη πρόβλεψη όσον αφορά το θύμα, προσκομίζονται στο Δικαστήριο αποδεικτικά στοιχεία για τις σεξουαλικές δραστηριότητες του δράστη. Βλ. Robert J. Meadows, Rape shield laws: a need for an ethical and legal reexamination?, Criminal Justice Studies, Vol. 17, No. 3, September 2004, pp. 281–290, DOI: 10.1080/1478601042000281114
[19] Βλ. ανωτέρω όπου αναφέρεται ως λόγος εξαίρεσης εφαρμογής του νόμου η προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων συγκεκριμένων περιπτώσεων σεξουαλικής συμπεριφοράς του θύματος σε σχέση με τον κατηγορούμενο προκειμένου να αποδείξει ο τελευταίος τη συναίνεση του θύματος.
[20] Για παράδειγμα, υφίστατο ο μύθος ότι γυναίκες με εκτεταμένο σεξουαλικό παρελθόν, ήταν πιο πιθανό να προβούν σε ψευδείς καταγγελίες βιασμού, ο οποίος έχει πλέον καταρριφθεί βάσει σχετικών ερευνών. Για όλα τα εγκλήματα υπάρχει ένα ποσοστό ψευδών καταγγελιών, ωστόσο, όσον αφορά το έγκλημα του βιασμού, το ποσοστό αυτό συχνά είναι πλασματικό, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων και μη εντοπισμού του δράστη ή επειδή τα θύματα αλλάζουν γνώμη και αποσύρουν τις καταγγελίες τους. Βλ. Flowe Heather, Ebbesen Ebbe and Putcha-Bhagavatula Anila, Rape shield laws and sexual behavior evidence: Effects of consent level and women's sexual history on rape allegations. Law and human behavior, Vol. 31, pp. 159-175, DOI: 10.1007/s10979-006-9050-z
[21] Άρθρο 6. «3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα : … δ. να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας».