ΤΕΥΧΟΣ #13 ΙΟΥΛΙΟΣ 2020

Επίβλεψη Κορονοϊού; (μιά εγκληματο-λογική προσέγγιση)

Ομ. Καθηγ. Γιάννης Πανούσης

1. Προ-λογικά

Δεν αποτελεί στόχο του άρθρου αυτού ν’ ασχοληθώ με την Πρόληψη, εγκλημάτων ή ιών. Το θέμα  της πρόληψης  έχει αναλυθεί από άλλους εγκληματολόγους [1] και η δική μου συμβολή εντάσσεται στο πλαίσιο της κοινοτικής αστυνόμευσης [2]. Στόχος μου  σήμερα είναι να την συνδυάσω με την πρόληψη στη διάδοση Κορονοϊού και την υγειονομική ζώνη προστασίας, όχι μόνον από τη μεριά της Πολιτείας αλλά και από τον κάθε (φοβισμένο;) πολίτη, ο οποίος αποστασιοποιείται από τον πλαϊνό του, επιτηρώντας όμως τον τρόπο που οι άλλοι τηρούν τις οδηγίες (συχνά διαμαρτυρόμενος ή καταγγέλων τις αποκλίσεις).

2. Επίβλεψη γειτονιάς

Έχει ενδιαφέρον το πως η Ζωή τιμωρεί,  ή σε κάθε περίπτωση συμμορφώνει, τους διστακτικούς ή «ανυπότακτους» πολίτες σε καταστάσεις, τις οποίες στο παρελθόν αρνούνταν ν’ απο-δεχτούν και σε πρακτικές που δεν ήθελαν να υιοθετήσουν.

Αναφέρομαι κυρίως στην «επίβλεψη γειτονιά» (neighbourhood watch), η οποία κινείται στο πλαίσιο της κοινοτικής πρόληψης (community prevention) μιάς συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής. Το θεσμό αυτό τον είχαν μετά βδελυγμίας απορρίψει πολλοί γιατί τους θύμιζε «Μικρό Αδελφό». Ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος μπορεί να γίνεται στα χωριά και στις συνοικίες μέσω του (καλοπροαίρετου;) κουτσομπολιού, όμως ακόμα και όσοι αναλαμβάνουν τον υπερασπίσιμο χώρο της κοινότητας, δεν επιθυμούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση των όποιων κοινών κινδύνων[3] μέσω της επίσημης επίβλεψης γειτονιάς.

Το watching  και το noticing  ταυτίστηκαν με το «χαφιεδισμό» ή την αδιακρισία[4] και κρίθηκε ότι τα στερεότυπα περί επικινδυνότητας θα δημιουργούσαν άνευ λόγου στιγματισμούς[5].

Ζητήματα του τύπου: ποιός δίνει την εντολή επιτήρησης, ποιός παρακολουθεί , ποιός καταγράφει, πού τα στέλνει[6], ενώ σε άλλες χώρες έχουν λυθεί,  στην Ελλάδα η καχυποψία νίκησε τη διαπίστωση ότι πολλά εγκλήματα εκκολάπτονται στη γειτονιά[7]. Aντί δηλαδή να μπουν στη λογική της επαναλειτουργίας των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης της Παραβατικότητας [ΤΟΣΠΠΑ] και της εκπαίδευσής τους σε ζητήματα διαχείρισης της ανασφάλειας[8] και να συνεργαστούν με την Αστυνομία (παρέχοντας κρίσιμες πληροφορίες υγειονομικού π.χ. χαρακτήρα)[9], οι Έλληνες προτιμούν να βλέπουν τη γειτονιά τους να «αρρωσταίνει» χωρίς οι ίδιοι να παρεμβαίνουν προληπτικά για να σταματήσουν τις αιτίες[10]. Επειδή είναι δεδομένο ότι οι συνεχείς και έντονες συγκρούσεις, η κακή οικολογική κατάσταση, οι διαλυμένες οικογένειες, η σχολική διαρροή, η ανεργία και η φτώχεια[11],  η διακίνηση ναρκωτικών αποτελούν το σκληρό πυρήνα της παρέκκλισης ή της εγκληματικότητας μέσα στη γειτονιά ή την πόλη[12], μοιάζει αδιανόητη αυτή η στάση αποστασιοποίησης.

Μολονότι ο φόβος του εγκλήματος[13] επηρεάζει τη ζωή στη γειτονιά και αλλοιώνει τις σχέσεις των γειτόνων, μολονότι ο φόβος θυματοποίησης οδηγεί σε αμοιβαία καχυποψία[14] ορισμένοι αφήνουν-με την αδράνειά τους- στους κακοποιούς όλο το χώρο στη διάθεσή τους, ισχυριζόμενοι ότι η επίβλεψη (surveillance) είναι αντιδημοκρατικό μέτρο[15].

Κατά τη γνώμη άλλων η επίβλεψη (με όλες τις προϋποθέσεις του Συντάγματος και των νόμων) πρέπει να ενταχθεί στη θεματική μιάς Criminology of every day life [16], δηλαδή στη διαχείριση των κοινωνικών συγκρούσεων[17] στο πλαίσιο  της κοινωνικής πρόληψης[18] (δίχως βέβαια να συνδέεται με οποιαδήποτε μορφή καταπίεσης/ καταστολής)

Η  ενεργή αντιμετώπιση της αταξίας (disorder)[19] και του φόβου από τους διάφορους κινδύνους συνιστά νόμιμο και ηθικό δικαίωμα κάθε πολίτη, εφόσον ασκείται εντός των ορίων και αρμοδιοτήτων του[20] (legitimacy andresponsibility)[21]. Οι πολίτες ούτε δικαιοσύνη καλούνται να απονείμουν, ούτε μέλη τοπικής κυβέρνησης να γίνουν. Απλώς η κοινή πόλη και η κοινή ζωή [22] επιβάλλουν ορισμένες συμπεριφορές συμμετοχής κι όχι αποχής. Οι συγκρούσεις εντός της κοινότητας πρέπει να σταματάνε στην πρώτη φάση, πριν καταστούν εγκληματογόνες ή επικίνδυνες και πριν επέμβει η Αστυνομία[23]. Γι’ αυτό έχω προ καιρού προτείνει την ίδρυση Υπηρεσίας Κοινοτικής Διαμεσολάβησης[24] ως ενδιάμεση δομή. Η όποια αντίληψη για αυτο-αστυνομευόμενη κοινωνία[25],  καθώς και η ανάκτηση του δημοσίου χώρου από τις εγκληματικές οργανώσεις[26], δεν μπορεί να εξαιρεί  τους street watches (εξέλιξη του neighbour watching), oι οποίοι σε καμμία περίπτωση δεν εμπλέκονται σε βίαιες ενέργειες[27] .

Όλα τα παραπάνω δεν εντάσσονται σ’ ένα σύστημα «αυταρχισμού/oλοκληρωτισμού του πολίτη» (totalitarisme du citoyen) [28], μέσω της επιβολής του Νόμου και της Τάξης, αφενός διότι δεν πρόκειται για πράξεις καταστολής αλλά λαϊκής συμμετοχής στην πρόληψη κι αφετέρου διότι έτσι μειώνεται η αστυνομική επέμβαση[29]. Η επίβλεψη ενώνει τους κατοίκους στην αντιμετώπιση των κοινών  κινδύνων και αποτρέπει τον αυτο-εγκλεισμό του καθενός στο σπίτι του λόγω φόβου[30]. Άλλωστε σε καμμία περίπτωση η πρόληψη του εγκλήματος δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ασφάλεια της κοινότητας[31], αφού αυτές οι δράσεις έχουν κοινό παρονομαστή και κοινό στόχο. Η συνδρομή του κοινού στη γενική πρόληψη του εγκλήματος  [32], καθώς και η ειδική επίβλεψη [surveillance spéciale] ορισμένων ομάδων επαγγελματιών εντάσσονται στην κοινωνική πρόληψη γειτονιάς[33] και δεν σχετίζονται με κοινοτικές κυρώσεις[34]. Περισσότερο ομοιάζουν με κοινοτικές υπηρεσίες [35] προληπτικής εκτίμησης,  διαχείρισης και ελέγχου κινδύνων[36].

Το «κοινό καλό» προϋποθέτει σύμπραξη (partenariat), διεταιρικότητα (together against)[37], μέσα στο πλαίσιο των συνταγματικών διατάξεων και του κοινωνικού συμβολαίου[38]. Συνεπώς όλοι οι πολίτες οφείλουν να συμβάλλουν στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας, αλλά και στην ίδια την ασφάλεια [39], στις πόλεις  και στις γειτονιές τους (ιδίως εάν πρόκειται για χώρους μη-πλήρους κοινωνικής συνοχής)[40]. Η συμμετοχή αυτή αφορά δι-εταιρικές συμπράξεις[41] και όχι μετατροπή της επίβλεψης σε μηχανισμό καταπίεσης[42] ή σε πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων[43]. Συντονισμός-Συνεργασία-Συμφιλίωση, με βάση τη συναίνεση[44],  χτίζουν τη διεταιρικότητα της κοινοτικής πρόληψης[45] που δικαιώνει και την έννοια του ενεργού πολίτη.

3. Η εποχή του Κορονοϊού

 Η μετά τον Κορονοϊό (μ. Κ) περίοδος θα φέρει νέα κρίση στην κοινωνία  και το έγκλημα στην πόλη θα ξαναπάρει τα πρότερα χαρακτηριστικά του; Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν οι ενεργοί πολίτες (φοβισμένοι και μη) θ’ αφεθούν και πάλι στη μοίρα τους ή στα ιδεολογήματά τους  και από τη μιά θα δυσπιστούν απέναντι στην Αστυνομία κι από την άλλη θ’ αρνούνται να συμμετάσχουν σε προγράμματα συμμετοχικής αντεγκληματικής πολιτικής[46] και δι-ενεργειών[47]. Θα νοιαζόμαστε χωρίς να δρούμε ή δεν θα νοιαζόμαστε καθόλου με το πρόσχημα ότι η έγνοια ταυτίζεται με την παρακολούθηση;

Είναι προφανές  ότι η κουλτούρα κάθε πόλης παίζει κρίσιμο ρόλο στην προληπτική διαχείριση της εγκληματικότητας[48] γι’ αυτό και έχει καταδειχθεί ότι σε διαφορετικές γειτονιές η Αστυνομία προσφέρει διαφορετικού επιπέδου υπηρεσίες λόγω καλών/κακών σχέσεων με τους κατοίκους[49]. Από την άλλη για το κατώφλι ανοχής στην ανομία και στην παράβαση, όπως και σ’ αυτό της μη-διασποράς της Πανδημίας, δεν συμφωνούν πάντοτε όλοι οι κάτοικοι για διάφορους λόγους (ιδεολογικούς, θρησκευτικούς κλπ).

Όμως όπως η ανασφάλεια και ο φόβος θυματοποίησης δεν πρέπει να οδηγήσουν σε υποβάθμιση των κοινωνικών σχέσεων[50], έτσι και η Πανδημία δεν πρέπει να διαλύσει οικογένειες, φιλίες, παρέες[51].

Το σπίτι-φρούριο και ο ένοπλος κάτοικος δεν αποτελούν μοντέλο δημοκρατικής λειτουργίας και συχνά καταλήγουν σε μείωση ή διάσπαση της κοινωνικής συνοχής[52], ενώ η στρατηγική προφύλαξης του δημοσίου χώρου (κι όχι μόνο του ιδιωτικού) δικαιώνει το citizenship/citoyenneté[53], έτσι ώστε να μην μπορεί ένας Ιός ν’ αλλάξει το αξιακό πλαίσιο της κοινωνίας.

4. Επιφυλάξεις

Ως γνωστό μία κοινότητα μπορεί να διαχειριστεί την εγκληματικότητα ή τους κινδύνους μέχρις ενός βαθμού (εγκληματικός κορεσμός, Ferri), καθότι μετά το καθορισμένο ύψος δεν μπορεί να  ‘δια-λύσει’ το φορτίο[54]. Το αυτό ισχύει και με τον Κορονοϊό.

Το ότι μερικοί θεωρούν ότι η συνοικία, η γειτονιά δεν συνιστούν πεδίο κοινωνικής κινητοποίησης (mobilisation social) [55] διότι οι φοβισμένοι κλείνονται σπίτι τους[56] απορρίπτοντας το μηχανισμό της επαγρύπνισης (veille)  και αρνούμενοι ακόμα και την κοινωνικοπολιτιστική τους ταυτότητα[57], αυτή η στάση ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι το τοπικό θετικό αποτέλεσμα[58] δεν πρόκειται να επηρεάσει τη συνολική παραβατικότητα. Άλλοι πιστεύουν ότι δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες με τους γείτονές τους αφού τα κοινωνικά δίκτυα έχουν απισχανθεί[59]. Πολλοί δε ισχυρίζονται ότι η φοβισμένη κοινότητα δεν μπορεί να υπερασπιστεί καν τον εαυτό της[60], πολλώ μάλλον που η προσέγγιση της self-help[61] σε χώρους διαφορετικής αίσθησης της zero tolerance[62] καθιστά το όλο εγχείρημα αναποτελεσματικό.

Ανεξάρτητα από το πως βλέπει η Αστυνομία τη συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική[63] (και τις σχέσεις με την τοπική εξουσία) πιστεύω ότι η κοινωνία των πολιτών[64] έχει έναν κρίσιμο ρόλο να παίξει[65] στο πλαίσιο της δημοκρατικής συμμετοχής για μία Άφοβη Πόλη[66]. Η επίβλεψη γειτονιάς συνιστά συμμετοχή  της κοινωνίας των ενεργών πολιτών στα ‘κοινά’, όποια κι αν είναι η στάση των θεσμών[68]. Σε κάθε περίπτωση αποκλείονται της προσέγγισής μας ‘αυτόκλητοι’ προστάτες της κοινωνίας, οι οποίοι μάλιστα δημιουργούν «οργανώσεις ασφάλειας» (;)[69] με περιπολίες στις συνοικίες εν είδει πολιτοφυλακής, διότι εκτός των άλλων κινούνται πέραν της συνταγματικής τάξης της Δημοκρατίας.

5. Συμπερασματικά

Η παρακμή της γειτονιάς λόγω της αδιαφορίας/αδράνειας  των κατοίκων, είτε από το φόβο του εγκλήματος[70], είτε από το φόβο της υγειονομικής μόλυνσης, θα οδηγήσει σε περαιτέρω διάβρωση των θεσμών και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.

Προφανώς κάθε γειτονιά θα επιλέξει το μοντέλο της στην κοινωνική πρόληψη[71] και τον τρόπο με τον οποίο θα χειριστεί τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο[72]. Νομίζω όμως ότι η Πανδημία μπορεί να λειτουργήσει όπως η epidemic theory  της εγκληματικότητας [73], όπου η υπέρβαση του κατωφλιού από τους επιρρεπείς (susceptibles) θα επιταχύνει τις αρνητικές εξελίξεις. Τα κύματα παραβατικότητας λειτουργούν με ένα μη-γραμμικό τρόπο αλλά το ίδιο συμβαίνει με τα κύματα διασποράς του Ιού, ενώ και τα δύο φαινόμενα διακρίνονται για τον κοινό παρονομαστή στο πεδίο της πρόληψης: πρώτο επίπεδο=προφύλαξη όλου του πληθυσμού, δεύτερο επίπεδο=προφύλαξη των ομάδων υψηλού κινδύνου, τρίτο επίπεδο=επαναφορά της κανονικότητας, επανένταξη.

Πιστεύω ότι η επαναλειτουργία των ΤΟΣΠΠΑ[74] και η επέκταση των αρμοδιοτήτων τους και σε ζητήματα υγειονομικών κινδύνων, με το νέο τους όνομα Τοπικά Συμβούλια Κοινοτικής Διαμεσολάβησης και Ποιότητας Ζωής, θα είναι ό,τι καλύτερο για τη συγκυρία [πριν οι βιολογικοί φόβοι υπερβούν την εγκληματοφοβία/θυματοφοβία].

Είθε. . .

Γιάννης Πανούσης,

Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]βλ. αντί άλλων Κ. Σπινέλλη, Η γενική πρόληψη του εγκλήματος, Ποινικά-11, Α. Σάκκουλας 1982

[2]Γ. Πανούσης, Πην. Πανούση, Τοπική κοινότητα και κοινοτική αστυνόμευση στο πλαίσιο της ασφαλούς και βιώσιμης πόλης, σε Π. Φώκιαλη κ. ά[επιμ]Τοπικότητα και βιώσιμη ανάπτυξη, διάδραση 2015, 66-90

[3]Joanna Shapland, Jon Vagg, Policing by the public, Routledge, London/NY 1988, 15, 19

[4]οπ. π. , 68

[5] οπ. π. , 78-80

[6] οπ. π. , 174

[7]Mike McConville, Dan Shepherd, Watching Police-watching communities, Routledge, London/NY 1992, 80

[8] οπ. π. , 85-87

[9] οπ. π. , 223

[10]Michel Joubert[dir. ] Santé mentale –ville et  violences, Obvies, érès, Ramonville 2003

[11]Richard M. McGabey, Economic conditions, neighborhood organization and urban crime, in Albert . J. Reiss, Jr-Michael Tonry[eds] Communities and crime, The university of Chicago press, v. 8, Chicago/London 1986, 239

[12] Forum des collectivités territoriales européennes pour la sécurité urbaine-ville et sécurité-prévention de la délinquance, des récidives, des drogues et de la toxicomanie, Paris 1992-Chr. Zarafonitou, La violence en milieu urbaine, R. I. C r et P. T. , No 1, 1994, 42-Γ. Πανούσης, Κόκκινη[κοινωνική] κλωστή σε πράσινο[φυσικό] περιβάλλον ή παράγει η πόλη ‘εγκληματικές αξίες’;, σε Αν. Δημητρίου κ. Ά (επιμ.) Περιβαλλοντική εκπαίδευση, Ατραπός 2009, 43-61[46, 48]

[13]Wesley Skogan, Fear of crime and neighborhood change , in Albert Reiss, Jr-Michael Tonry (eds) Communities…. , οπ. π. , 209

[14] οπ. π. , 210

[15]οπ. π. , 216-πρβλ. Αν. Χαλκιά, Στάσεις απέναντι στην αντεγκληματική πολιτική σε περιοχές με διαβαθμισμένη εγκληματικότητα στην Αθήνα,Εγκληματολογία 1-2/2014, 66-75-Σοφ. Βιδάλη, Τοπική κοινωνία και κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος:προς απεμπλοκή της Αστυνομίας;, σε Γ. Πανούσης-Σοφ. Βιδάλη, Κείμενα για την Αστυνομία και την Αστυνόμευση, Α. Σάκκουλας 2001, 83(για τη γειτονιά)-Γ. Πανούσης-Β. Μαστρογιάννης, Λύνει η Δημοτική Αστυνομία το πρόβλημα της Δημόσιας Αστυνομίας;, Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού δικαίου , τ. 61, τευχ. 4, 2017, 4-24

[16]Α. Sutton, A. Cherney, R. White, Crime prevention, principles, persectives and practices, Cambridge university press 2008, 30

[17]οπ. π. , 32-36

[18]Malcolm Ramsey, Preventing disorder, in Kevin Heal, Gloria Laycock (eds)Situational crime prevention-from theory into practice, Home Office Research and planning Unit, London 1986, 81

[19]George Kelling, Neighbourhood crime control and the police:a view of the American experience, in K. Heal, Gl. Laycock, Situational…, οπ. π. , 91

[20]Ad. Crawford, The local governance of crime, appeals to community and partnership, Oxford university press 1999, 63

[21]οπ. π. , 263 επ.

[22]Γ. Πανούσης, Κόκκινη. . . , οπ. π. , 50-πρβλ. Yves Cartuyvels, Ph. Mary, Justice de proximité ou proximité de la Justice?, in Anne Wyvekens, Jacques Faget[dir. ], La Justice de proximité en Europe, trajets, érès, Ramonville 2001, 109

[23]Greta Brooks, Conflict within the community:an opportunity, in Tony F. Marshall[ed]Community disorders and policing-conflict management in action, Whiting and Birch , London 1992, 55επ.

[24]Γ. Πανούσης, Υπηρεσία Κοινωνικής Διαμεσολάβησης, σε Γ. Πανούσης-Σ. Βιδάλη, οπ. π. , 67 επ.

[25]Charles Leadbeater, The self-policing society, Demos, Arguments-9, London 1996, 20

[26]οπ. π. , 23

[27]Jean-Pierre Garnier, Le nouvel ordre local-Gouverner la violence,L’Harmattan, Paris 1999, 153

[28]οπ. π. , 161

[29]οπ. π. , 165

[30]οπ. π. , 173-για trapped at home βλ. R. H. Schneider, Ted Kitchen,Planning for crime prevention, Routledge, London/NY 2002, 9

[31]Αd. Sutton, οπ. π. , 25

[32]Conseil de l’Europe, Organisation de la prévention de la criminalité, Recommandation R(87)19, Strasbourg 1988, 35-βλ.  και Στ. Αλεξιάδης, Κείμενα αντεγκληματικής πολιτικής, δ’ εκδ. , Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 2005, 161:R(83)7’’Η συμμετοχή του κοινού στην αντεγκληματική πολιτική’’

[33] Conseil de l’ Europe, οπ. π. , 38

[34]πρβλ. Conseil de l’Europe, Règles européennes sur les sanctions et mesures appliquées dans la communauté, R(92)16, Strasbourg 1994

[35]Todd R. Clear, Vincent O’Leary, Controlling  the offender in the community, Lexington books, Toronto 1983/84, 4

[36] οπ. π. , 27, 35 επ.

[37]Forum, οπ. π. , 65 επ. -Ad. Crawford, οπ. π. , 14 επ. -πρβλ. Guide pratiquepour les contrats locaux de sécurité, La documentation française, Paris 1998

[38] Peter Alexis Albrecht, Otto Backes (eds) Crime prevention and intervention-legal and ethical problems, Walter de Gruyter, Berlin/NY 1989

[39]Ν. Κουράκης (επιμ.) Για να νοιώθουμε ασφαλείς μέσα σε μία κοινωνία ενεργών πολιτών, Εργαστήριο Ποιν.  και Εγκλημ. Ερευνών, Νομική σχολή ΕΚΠΑ, Α. Σάκκουλας 2006, 103 επ.

[40]πρβλ. Richard Mapstone, Policing in a divided society, Avebury, Aldershot 1994

[41]Ad. Crawford, The local Governance of crime-appeals to community and partnership, Clarendon studies in Criminology, Oxford university press 1999, 34, 45-M. Chalom-L. Léonard, Insécurité-police de proximité et gouvernement locale, L’Harmattan , Paris 2001, 136

[42]A. Crawford, οπ. π. , 55

[43] οπ. π. , 94 επ. - βλ. και Α. Χαλκιά, οπ. π. , 67[αυτοκυβέρνηση]

[44]Robert Trojanowicz, Bonnie Burqueroux, Community policing-how to get started, 2nd ed. , Anderson publ.  co. , Cincinnati 1998, 47-48- για συμφιλίωση (conciliation) βλ. Greta Brooks, οπ. π. , 65

[45]R. Trojanowicz –Β. Burqueroux, οπ. π. , 51-53

[46]Robert J. Sampson, Crime in cities:the effects of formal and informal social control, in ‘’Communities…’’. οπ. π. , 276

[47]G. Kelling, οπ. π. , 97

[48]Janet Foster, Villains-crime and community in the inner city, Routledge, London/NY 1990, 6 επ-Ch. Tittle, Ol. Antonaccio, Ek. Bothchkovar, M. Κρανιδιώτη, Γιατί ορισμένοι τόποι παρουσιάζουν περισσότερη εγκληματικότητα από άλλους:μία σύγκριση μεγάλων πόλεων στην Ελλάδα, τη Ρωσία και την Ουκρανία, Εγκληματολογία 1/2012, 56-67

[49]Douglas A. Smith, The neighborhood context of Police behavior, in ‘’Communities…’’, οπ. π. , 318

[50]M. Chalom. L. Léonard, οπ. π. , 35

[51] οπ. π. , 43, 49

[52] Denis P. Rosenbaum, A critical eye on neighbourhood watch:does it reduce crime and fear ?, in Tim Hope, M. Shaw[eds]Communities and crime reduction, Home Office research and planning Unit, London 1988, 126

[53]οπ. π. , 131-132

[54] Στ. Αλεξιάδης, Εγκληματολογία, 5η έκδοση, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 2011, 117

[55]Sebastian Roché, Insécurité et Libertés, Seuil , Paris 1994, 167-168

[56]οπ. π. , 131

[57] οπ. π. , 132

[58]Sandra Walklate, Karen Evans, Zero tolerance or community tolerance?, Ashgate, Aldershot 1999, 5

[59]οπ. π. , 7, 13

[60]οπ. π. , 51, 75

[61]οπ. π. , 101

[62]οπ. π. , 101

[63]Χ. Καραγιαννίδης, Ελληνική Αστυνομία και συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική-προβλήματα και προοπτικές, Εγκληματολογία 1-2/2014, 81-89

[64]οπ. π. , 85

[65]  βλ. και Α. Χαλκιά, οπ. π. , 67

[66]Χ. Κούκη, Η πόλη της δημοκρατικής συμμετοχής, ΕφΣυν 13/5/19

[67]Σοφ. Γιοβάνογλου, Από τη συμμετοχή στα «κοινά» στη συμμετοχή του «κοινού» στην αντεγκληματική πολιτική, Εγκληματολογία 1/2012, 121-129- για συνοικιές βλ. Α. Χαλκιά, οπ. π. , 67-S. Walklate, Κ. Εvans, οπ. π. , 102

[68]Β. Δήμου, Σχέσεις κοινού-Αστυνομίας και αίσθημα ανασφάλειας, Εγκληματολογία 2/2012, 87-92

[69]Τ. Καραϊσκάκη, Το ολισθηρό μονοπάτι, Καθημερινή Κυριακής 18/3/2012

[70]Χρ. Ζαραφωνίτου, Πρόληψη του εγκλήματος σε τοπικό επίπεδο, Νομική Βιβλιοθήκη 2003, 11-14, της ίδιας, Ο φόβος του εγκλήματος , Α. Σάκκουλας 2012, 15, 23, 31

[71]Dennis P. Rosenbaum, Community crime prevention-does it work?, Sage 1986 (μοντέλα διάφορων πόλεων)-βλ. γενικότερα Michael Tonry, David Farrington, Building  a safer society, The university of Chicago press, v. 19, 1995

[72]για τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο βλ. γενικότερα T. Hope, M. Shaw, οπ. π.

[73]Don Weatherburn, Bronwyn Lind, Delinquent-prone communities, Cambridge Criminology series, Cambridge university press 2001, 102 επ.

[74]βλ. αντί άλλων Γ. Πανούσης, Έγκλημα και τοπική κοινωνία, Α. Σάκκουλας 1993, Θ. Παπαθεοδώρου, Δημόσια ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική, 2ηέκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2005, Χ. Καραγιαννίδης, Προς μία συμμετοχικήαντεγκληματική πολιτική, Νομική Βιβλιοθήκη 2011-Α. Χαλκιά, οπ. π. , 69-Σ. Γιοβάνογλου, οπ. π. , 125