ΤΕΥΧΟΣ #4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017

Αποδομώντας 3+1 μύθους για τους serial killers (ΜΕΡΟΣ Β΄)

Μάρθα Λεμπέση

Ο Μύθος #2 Όλοι οι serial killers είναι άτομα με χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικότητας /ψυχοπαθείς/ψυχοπαθητικοί (psychopaths ή psychopathic)

Ψυχοπαθητικότητα (psychopathy) και ανθρωποκτονία κατά συρροή

 Η κυρίαρχη εξήγηση από την αμερικάνικη ψυχιατρική σκοπιά για τη βίαιη προσωπικότητα και, δη, στην περίπτωση του serial killer, στηρίζεται στην στοιχειοθέτηση της ψυχοπαθητικότητας (psychopathy)[1], της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας (psychopath). Σύμφωνα με τον Hare, σε διαπροσωπικό επίπεδο, οι ψυχοπαθείς είναι μεγαλομανείς, αλαζόνες, σκληροί, δεσποτικοί, επιφανειακοί και χειριστικοί. Συναισθηματικά είναι ευερέθιστοι, δυσκολεύονται να αναπτύξουν ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους, δεν έχουν ενσυναίσθηση και δεν νιώθουν ενοχές και τύψεις. Ως προς τη συμπεριφορά τους, συνήθως έχουν έναν κοινωνικά αποκλίνοντα τρόπο ζωής (με ή χωρίς παραβατική συμπεριφορά), ανεύθυνη και παρορμητική συμπεριφορά, καθώς και την τάση να αγνοούν ή να παραβιάζουν τις κοινωνικές συμβάσεις και τα ήθη.[2] Πολλές φορές η ψυχοπαθητικότητα συγχέεται με την αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας, επειδή μοιράζονται κάποια κοινά διαγνωστικά κριτήρια.

Σε επίπεδο συμπεριφοράς, τόσο οι ψυχοπαθείς όσο και όσοι πάσχουν από αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας έχουν συχνά παραβατική συμπεριφορά, τείνουν να αδιαφορούν για τους κοινωνικούς κανόνες και να θέλουν να πειραματίζονται με τα όρια.[3] Παρόλα αυτά στα άλλα δύο επίπεδα (συναισθηματικό και διαπροσωπικό) οι δύο διαταραχές δεν είναι ταυτόσημες. Έχουν όμως ομοιότητες σε μερικά κριτήρια.[4] Η ψυχοπαθητικότητα έχει πολύ συχνά συνδεθεί με το έγκλημα. Όχι εντελώς άδικα, αφού βασικά προαπαιτούμενα για εγκληματική συμπεριφορά –όπως η έλλειψη ενσυναίσθησης, η έλλειψη έντονων συναισθηματικών δεσμών, η έλλειψη φόβου για την τιμωρία κ.λπ.- συμπίπτουν με βασικά χαρακτηριστικά (core characteristics) της διαταραχής. Επίσης, άλλα χαρακτηριστικά των ψυχοπαθών, όπως ο εγωκεντρισμός, η μεγαλομανία, η έντονη παρορμητικότητα, η ανάγκη για δύναμη και έλεγχο κ.ά. είναι στοιχεία που συνδέονται με αντικοινωνικές ή παραβατικές πράξεις.[5] Σε κάθε περίπτωση, όταν ψάχνουμε για συνδέσεις μεταξύ της ψυχοπαθητικότητας και του εγκλήματος είναι καλό να θυμόμαστε ότι με βάση στοιχεία ερευνών στις Η.Π.Α., μόνο το 1% του γενικού πληθυσμού έχει χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικότητας, που σημαίνει ότι πληρούνται μερικά μόνο από τα κριτήρια διάγνωσης και όχι όλα. Ενώ αντίστοιχα το ποσοστό εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων ανέρχεται στο ¼ των κρατουμένων με το αντίστοιχο ποσοστό για Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας να είναι ¾ στις φυλακές.[6] Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μεταφράζεται ως μια έντονη σύνδεση ψυχοπαθητικότητας και εγκλήματος καθώς εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες στην εξίσωση αυτή.

Robert J. Morton, Υπεύθυνος του τομέα Ανάλυσης της Συμπεριφοράς του FBI (Behavioral Analysis Unit-2)

Όπως υπογραμμίζεται από τις ειδικούς του FBI, η σχέση μεταξύ ψυχοπαθητικότητας και ανθρωποκτονίας κατά συρροή είναι άκρως ενδιαφέρουσα και αποδεικνύεται ιδιαίτερα πολύτιμη γνώση από ανακριτική και επιχειρησιακή σκοπιά.[7] Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι όλοι όσοι διαγιγνώσκονται με ψυχοπαθητικότητα θα εξελιχθούν στην πορεία της ζωής τους σε ανθρωποκτόνους κατά συρροή (serial killers). Πολλοί από τους τελευταίους μπορεί να φέρουν μερικά ή πολλά από τα χαρακτηριστικά που συνάδουν με την ψυχοπαθητικότητα.

Οι ψυχοπαθείς (psychopath) που διαπράττουν κατά συρροή ανθρωποκτονίες δεν εκτιμούν την ανθρώπινη ζωή και διακρίνονται από ιδιαίτερα ανάλγητη συμπεριφορά απέναντι στα θύματά τους (που είναι βασικά διαγνωστικά κριτήρια της διαταραχής όπως αναφέρθηκε πιο πάνω και δεν είναι κάτι που μας προκαλεί εντύπωση). Επίσης, κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην προσωπικότητας τους φαίνονται να είναι ένας ιδιότυπος έμφυτος ναρκισσισμός, ένας άκρατος εγωισμός και η ματαιοδοξία. Αυτό είναι εμφανές στους δράστες (serial killers) που διαπράττουν τις δολοφονίες ορμώμενοι κυρίως από σεξουαλικά κίνητρα, όταν επανειλημμένα στοχοποιούν, επίμονα παρακολουθούν, επιτίθενται, και σκοτώνουν χωρίς να αισθάνονται τύψεις.[8] Χαρακτηριστικά ο Hickey γράφει ότι οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή στην πλειονότητά  τους είναι άτομα που φέρουν «χαρακτηριστικά ψυχοπαθητικότητας (psychopathy), γενικά είναι άτομα που διακρίνονται από αναλγησία μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και οδύνη, είναι ιδιαίτερα βίαια, επιθετικά, χαρισματικά, ευφυέστατα, ανεύθυνα, επικίνδυνα, αντικοινωνικά, επιζητούν την άκρατη ηδονή και αναπτύσσουν μία άκρως ναρκισσιστική συμπεριφορά.»[9]

Έρευνες και σχετικές μελέτες καταδεικνύουν ότι οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή συνήθως δεν αναπτύσσουν σχέσεις επαφές και κοινωνικές σχέσεις που διαρκούν, εκτός εάν από αυτές κομίζουν κάποιο όφελος. Παρουσιάζονται να ταυτίζονται με μοντέλα προσωπικότητας που διακρίνονται από βιαιότητα και επιθετικότητα, είναι άτομα ιδιαιτέρως παρορμητικά και αναζητούν επίμονα την έντονη συγκίνηση, τη διέγερση.[10] Όπως γράφει ο R. Markman, οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή στερούνται πλέγματος εσωτερικών απαγορεύσεων και συνείδησης[11], η οποία είναι αυτή που εμποδίζει τον μέσο άνθρωπο να αφήσει εντελώς αχαλίνωτη τη συμπεριφορά του εκφράζοντας έτσι τις πιο βίαιες και πρωτόγονες παρορμήσεις του.[12]

Αν και πολλοί (αλλά όχι όλοι) ανθρωποκτόνοι κατά συρροή έχουν διαγνωστεί  από τους ειδικούς ως ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, μ’ ένα μακρύ ιστορικό περιφρόνησης και παραβίασης των δικαιωμάτων των άλλων, που εκδηλωνόταν με ανεύθυνη και χωρίς ενοχές συμπεριφορά, αδιαφορία για τον νόμο, για τα αισθήματα, τα δικαιώματα και τον πόνο των άλλων ανθρώπων μπροστά στην ικανοποίηση των επιθυμιών τους, δεν θα σκότωναν όμως ποτέ π.χ. ιερόδουλες πιστεύοντας ότι επιτελούν ένα κοινωνικό έργο «καθαρίζοντας» την κοινωνία. Αυτό σαν σύμπτωμα ανήκει σε άλλη διαταραχή[13].

Επίσης, κάποιοι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή, όπως για παράδειγμα ο γνωστός serial killer Jeffrey Dahmer, φαίνεται να δείχνουν κατά τη διάρκεια διάπραξης των εγκλημάτων τους, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό, αφοσίωση, ενδιαφέρον και αγάπη για τα θύματά τους. Μάλιστα, σύμφωνα με την μαρτυρία της Tracy Edwards, θύματος του Dahmer που κατάφερε να δραπετεύσει και να σωθεί, ο ίδιος της έλεγε ότι αν έπαιζε καλά τα χαρτιά του, θα μπορούσε να της δώσει την καρδιά του Jeff. Ο Dahmer βέβαια το εννοούσε κυριολεκτικά, αλλά σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Edwards, το έλεγε με αγάπη και όχι απειλητικά.[14]

Κλείνοντας αυτό που θα πρέπει να επισημάνουμε εκ νέου είναι η πολυπλοκότητα του φαινομένου της ανθρωποκτονίας κατά συρροή (serial murder), ο πλούτος των ερευνητικών προσεγγίσεων, το διεπιστημονικό ενδιαφέρον, η συνεχιζόμενη διαμόρφωση ενός ερευνητικού αντικειμένου που δεν έχει ακόμα παγιωθεί ως προς τα πορίσματά του[15] σε συνδυασμό  με το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακόμη ικανοποιητική θεωρία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είτε εγκληματικής είτε μη εγκληματικής[16] καθιστούν την αιτιολόγηση της συγκεκριμένης ακραίας ανθρωποκτόνου συμπεριφοράς μεγάλη πρόκληση και ένα εγχείρημα μεγάλης δυσκολίας. Για τον παραπάνω λόγο απόλυτες και αφοριστικές απόψεις από όποια επιστημονική πειθαρχία και αν προέρχονται τίθενται υπό αίρεση. Για τους ειδικούς το μυαλό και ο τρόπος σκέψης ενός serial killer είναι μοναδικός και συνάμα πολύ διαφορετικός από εκείνον που συναντάμε σε κλασικές περιπτώσεις ανθρωποκτόνων.[17] Μάλιστα η ακραία και σοκαριστική αυτή ανθρωποκτόνος συμπεριφορά που δοκιμάζει τα όρια της ανθρώπινης φύσης θέτοντας υπό αμφισβήτηση τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά (γνωρίσματα) των πρωταγωνιστών-δραστών και τις αντοχές των σύγχρονων κοινωνιών καθιστούν ανεπαρκή και πεπερασμένα τα παραδοσιακά αιτιολογικά θεωρητικά σχήματα προωθώντας πιο εξειδικευμένες διεπιστημονικές προσεγγίσεις.[18]

Η ψυχοπαθητικότητα από μόνη της δεν εξηγεί τα κίνητρα ενός κατά συρροή δολοφόνου και οι απλουστευτικές κατατάξεις του τύπου ότι όλοι οι ανθρωποκτόνοι κατά συρροή είναι ψυχοπαθής δεν βοηθάει στην προαγωγή της επιστημονικής γνώσης. Επίσης, σημαντικό και το ζήτημα της συννοσηρότητας. Πολύ συχνά μπορεί κανείς να πάσχει από παραπάνω από μία διαταραχές, ή τουλάχιστον να εμφανίζει χαρακτηριστικά τους. Όπως άλλωστε ισχύει και στη σωματική υγεία, δεν έχουμε κάθε φορά απαραίτητα μόνο μία ασθένεια. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη και να ανακαλείται, διότι πολλές φορές παραγνωρίζεται. Ακόμη, απαιτείται μεγαλύτερη σύνεση και από τους ειδικούς επιστήμονες, ιδιαίτερα όταν διαβάζουν για την ιστορία ενός διάσημου εγκληματία και αμέσως καταφεύγουν με ευκολία σε πόρισμα για τον αν έχει μια διαταραχή ή όχι, μπορεί και να έχει παραπάνω από μία και γι’ αυτό να μην συνάδει η συμπεριφορά του απόλυτα με τα κριτήρια της διαταραχής. Η επιστημονική κοινότητα αναγνωρίζει ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα πάνω στο ζήτημα της διασύνδεσης της ψυχοπαθητικότητας και ανθρωποκτονίας κατά συρροή, προκειμένου να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η συχνότητα εμφάνισης ανθρωποκτόνων κατά συρροή που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια της ψυχοπαθητικής προσωπικότητας και για την αποφυγή του στίγματος.[19]

Ο Μύθος#3 Όλοι οι serial killers είναι ακαταλόγιστοι

Οι περισσότεροι από τους serial killers έχουν συνείδηση των πράξεών τους, γνωρίζουν τις επιταγές της κοινωνίας και τις βασικές υποχρεώσεις που η ίδια επιβάλλει ή αξιώνει από τους κοινωνούς της. Μάλιστα τείνουν να συμπεριφέρονται σαν να τις αποδέχονται..[20] Με ευφράδεια λόγου, με καλούς τρόπους και με υψηλή κοινωνική νοημοσύνη,[21] φαίνεται σε κάποιες περιπτώσεις να εφαρμόζουν κάθε δυνατό τέχνασμα για να παραπλανήσουν τους ειδικούς που τους εξετάζουν.[22]

Με τα κριτήρια που θέτει ο αμερικάνικος ποινικός νόμος, οι serial killers κατά κανόνα δεν είναι «παράφρονες (insane)» ώστε να μην τους καταλογίζονται οι πράξεις τους.[23] Στο αγγλοσαξωνικό δικαιικό σύστημα, η έννοια της «παραφροσύνης» βασίζεται στους Κανόνες Mc Naghten, σύμφωνα με τους οποίους κρίσιμος παράγοντας αποτελεί η απάντηση στο ερώτημα εάν ο κατηγορούμενος αντιλαμβάνεται τη διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους. Εάν για παράδειγμα διαφύγει ή αποπειραθεί να καλύψει τις πράξεις τους, τότε ο κατηγορούμενος δεν είναι παράφρων, γιατί οι ενέργειές του καταδεικνύουν ότι αντιλήφθηκε ότι αυτό που έκανε ήταν εσφαλμένο.[24]

Σύμφωνα με τον J. R. Meloy, ο προσεκτικός σχεδιασμός, η επιλογή των κατάλληλων περιστάσεων και πολύ περισσότερο ο τρόπος επιλογής και εκτέλεσης των θυμάτων τους, υποσκάπτουν ισχυρισμούς περί σοβαρής ψυχικής διαταραχής.[25] Χωρίς βέβαια να αποκλείουμε και την ύπαρξη περιπτώσεων που  υποφέρουν από κάποια ψυχωσική διαταραχή (σχιζοφρένεια) που διαταράσσει την επαφή τους με την πραγματικότητα (βλ. περίπτωση “visionary serial killer”) η πλειονότητα των serial killers, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, έχουν φτάσει να διαπράξουν διάφορες ακρότητες, εξαπατώντας και παραπλανώντας, τον κοινωνικό περίγυρο, προκειμένου να πείσουν ότι είναι «παράφρονες» για να αποφύγουν την εσχάτη των ποινών.[26] Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι στις ΗΠΑ να έχει δημιουργηθεί μία τεράστια συζήτηση και επιστημονική αντιπαράθεση γύρω από το θέμα της ψυχικής υγείας των serial killers. Ο φόβος και η άγνοια, η πίεση των πολιτών, των σταυροφόρων της ηθικής και των media έχουν επηρεάσει τη λειτουργία του αμερικανικού δικαιικού συστήματος, το οποίο αρνείται πεισματικά να δεχτεί οποιονδήποτε υπερασπιστικό ισχυρισμό βασιζόμενο σε ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες, υπό τον φόβο μήπως ο κατηγορούμενος αποφύγει την αυστηρότερη τιμωρία και οι ίδιοι κατηγορηθούν για κακοδικία. Συνέπεια όλων αυτών είναι η ισχυροποίηση των κατασταλτικών μέτρων και ανάδειξη των πρακτόρων των διωκτικών αρχών, όπως των ειδικών πρακτόρων του FBI, σε μοναδικές αυθεντίες που τελικά καταφέρνουν να  κυριαρχούν στο διάκενο μεταξύ ψυχιατρικής επιστήμης και σύγχρονης εγκληματολογίας, επιβάλλοντας τους δικούς τους ορισμούς περί αξιοποίνου.[27]

Kenneth Bianchi

Ο Μύθος #4 Οι κατά συρροή δολοφόνοι επιλέγουν θύματα που κατά κάποιο τρόπο μοιάζουν με τη μητέρα τους

Λίγο μετά τη σύλληψη του στραγγαλιστή του Hillside, Kenneth Bianchi, οι ψυχίατροι αποφάνθηκαν ότι βασάνισε και δολοφόνησε τη νεαρή γυναίκα εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο το μίσος του για τη μητέρα του, η οποία φέρεται να τον είχε κακοποιήσει σε νεαρή ηλικία.[28] Παρομοίως, η δράση του Theodore Bundy υπήρξε αφορμή για να ανοίξει ένας επιστημονικός διάλογος για το ρόλο της μητέρας του στην επιλογή των θυμάτων του, αφού οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση τα θύματά του λειτουργούσαν ως υποκατάστατα/ανδρείκελα στην πραγμάτωση του πραγματικού του σκοπού, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την τιμωρία και η θανάτωση της μητέρας τους σ’ ένα συμβολικό επίπεδο.

Οι ειδικοί έχουν αποφανθεί ότι ανάλογα με τον τύπο του κατά συρροή ανθρωποκτόνου καταγράφεται  σημαντική διαφοροποίηση στον τρόπο και στην επιλογή των δυνητικών θυμάτων του.[29] Ο οραματικός (visionary) serial killer για παράδειγμα  φαίνεται να μην ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιλογής των θυμάτων του,  τα οποία μάλιστα στις πλείστες των περιπτώσεων  δεν φέρουν  και κοινά  χαρακτηριστικά. Η επιλογή γίνεται τυχαία και το μόνο στοιχείο που φαίνεται να ξεφεύγει από την τυχαιότητα αυτή είναι ο τόπος κατοικίας τους που πάντα βρίσκεται μέσα στην γεωγραφική ζώνη που ζει και δραστηριοποιείται ο δράστης και αισθάνεται ασφαλής (comfort zone).[30] Για τον ιεραπόστολο (missionary) serial killer, τα θύματά του έχουν επιλεγεί και στοχοποιηθεί μετά από «λογική» επεξεργασία και διαθέτουν κοινά εξωτερικά χαρακτηριστικά που τα «καθιστούν» ανεπιθύμητα.[31] Η απόφαση αυτού του τύπου serial killer είναι προβλέψιμη και βασίζεται πρωτίστως σε οδυνηρές προσωπικές εμπειρίες  που είχε  με άτομα που ανήκαν στις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.  Η τελική επιλογή του θύματος γίνεται τυχαία και μάλιστα, σε περίπτωση που το άτομο-στόχος δεν είναι προσιτός, επιλέγει άμεσα άλλο θύμα με τα ίδια χαρακτηριστικά υποκαθιστώντας την αρχική του επιλογή. Για τον ιεραπόστολο (missionary) serial killer οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις του έχουν δημιουργήσει τον «ιδανικό τύπο θύματος» που φέρει εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούν (σύμφωνα πάντα με τη λογική του) μη χρήσιμο για την κοινωνία. Από την άλλη, ο ηδονιστής (hedonistic) serial killer ο «εκ λαγνείας» serial killer[32] (lust serial killer) επιλέγει τυχαία το ιδανικό θύμα που φέρει εκείνο το συγκεκριμένο εξωτερικό χαρακτηριστικό που τον ελκύει σεξουαλικά (π.χ. χρώμα μαλλιών, σωματότυπος κ.α.).[33] Η αιτιολόγηση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς παραμένει ένας άλυτος γρίφος τόσο για τον ίδιο τον δράστη όσο και για εκείνους που τη μελετούν επιστημονικά, ψυχιάτρους και ψυχολόγους.

Τα θύματα του «comfort serial killer» επιλέγονται κατόπιν προσεκτικού υπολογισμού και δεν είναι άγνωστα σε αυτόν πρόσωπα. Συνήθως, μάλιστα, είναι πρόσωπα με τα οποία έχει αναπτύξει σχέσεις φιλικές ή επαγγελματικές ή είναι συγγενικά του πρόσωπα. Βασικός του στόχος πάντα μέσα από τον αφανισμό αυτών των ανθρώπων είναι να καταφέρει να φτάσει και να διατηρήσει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από άνεση.[34] Τέλος, για τον επικυρίαρχο/εξουσιαστή (power/control) serial killer το ιδανικό θύμα είναι ένα ανδρείκελο πάνω στο οποίο επιβεβαιώνεται η ανάγκη για κυριαρχία του.

Αν και οι ανεπίλυτες συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια, με άλλα λόγια οι δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις, μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποτελεί μια σημαντική πηγή απογοήτευσης, αυτό όμως δεν φαίνεται να επηρεάζει σε τόσο σημαντικό βαθμό την επιλογή των θυμάτων από τους serial killers. Η τελευταία γίνεται, όπως αναφέρθηκε ήδη, στις πιο πολλές περιπτώσεις τυχαία/ευκαιριακά, γιατί απλά δεν ενδιαφέρονται να χάσουν χρόνο επιλέγοντας τα θύματα τους. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις η επιλογή  του συγκεκριμένου θύματος από τον δράστη γίνεται για πρακτικούς λόγους μετά από προσεκτικό σχεδιασμό και σε ρεαλιστική βάση, γιατί για παράδειγμα το συγκεκριμένο θύμα εάν εξαφανιστεί, είναι δύσκολο να αναζητηθεί (βλ. περίπτωση ενός ανθρώπου που δεν έχει συγγενείς ή είναι εκδιδόμενη και επομένως η απουσία μιας εκδιδόμενης  είναι πιο πιθανό, τουλάχιστον αρχικά, να θεωρηθεί από την αστυνομία ως περίπτωση εξαφάνισης παρά ως εγκληματική ενέργεια και η αναζήτηση για το σώμα μπορεί να καθυστερήσει εβδομάδες ή μήνες). Επίσης, οι δυνητικοί μάρτυρες σε περιπτώσεις απαγωγών σε κακόφημες και υποβαθμισμένες  περιοχές τείνουν να εκλαμβάνονται από τις διωκτικές Αρχές ως αναξιόπιστες πηγές πληροφοριών.

Βέβαια υποστηρίζεται ότι επειδή οι serial killers έχουν ανάγκη την κυριαρχία, την επιβεβαίωση και τον έλεγχο, επιλέγουν θύματα που προέρχονται συνήθως από κοινωνικές ευάλωτες ομάδες: εκδιδόμενες, ουσιοεξαρτημένους ή ακόμα και ανηλίκους.[35] Επιλέγουν, επίσης, θύματα τα οποία έχουν συμβολική αξία γι’ αυτούς, γεγονός που συνήθως φανερώνεται κατά την ανάλυση του εκάστοτε εγκληματικού περιστατικού. Σημαντική πτυχή της ευαλωτότητας αυτών των εν δυνάμει θυμάτων αποτελεί η ευκολία με την οποία τα άτομα αυτά μπορούν να απαχθούν ή να αιφνιδιαστούν λόγω σωματικής μυϊκής μειονεξίας, αδυναμίας αντίστασης (παιδιά, ηλικιωμένοι, γυναίκες), λόγω τρόπου εργασίας και συνηθειών (μοναχική εργασία τη νύχτα σε κακόφημους δρόμους, η τυχαία επιλογή πελατών, η είσοδός τους στο όχημά τους κ.ά.) και τέλος, λόγω απόλυτης εξάρτησής τους από τους φροντιστές τους στην περίπτωση ασθενών και παιδιών.

Επιμύθιο

Που τελικά σταματάει ο μύθος και αρχίζει η πραγματικότητα για τον ανθρωποκτόνο κατά συρροή; Και είναι άραγε μόνο αυτοί οι μύθοι γύρω από τα αποκαλούμενα «τέρατα» των εγκληματολογικών χρονικών, των «κυνηγών»[36] που διεγείρουν πάντα ένα νοσηρό ενδιαφέρον; Όταν το φανταστικό στοιχείο στον εγκληματικό μύθο του serial killer δεν προκύπτει μόνο από την «πλαστογράφηση» των γεγονότων αλλά και από τον σχηματισμό τους σε κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα[37], τότε τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Η προσοχή μας πρέπει να επικεντρώνεται στη δυναμική των κοινωνικών φαινομένων να εξελιχθούν σε μύθους[38] με την αέναη αναζήτηση, στην προσωπικότητα του εγκληματία, των αιτιών και παραγόντων που μπορει να οδηγήσουν σε εγκληματική συμπεριφορά.[39]

Συνοψίζοντας, τι είναι τελικά ο ανθρωποκτόνος κατά συρροή; Είναι άραγε ένα ποιητικό αντικείμενο που αντανακλά το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του κοινού για έναν κόσμο βίας; Ένας αστικός μύθος, μια κατασκευή; Ένα στατιστικό νούμερο, μία εικόνα ή το ιδιαίτερο αντικείμενο μιας ολόκληρης επιστήμης που ψάχνει και ψάχνεται μέσα από θεωρητικά κείμενα και ερευνητικά πορίσματα; To ζητούμενο στην εγκληματολογία είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που επώδυνα αναζητεί τα όρια του εαυτού του και που πολλές φορές τα υπερβαίνει μέσα από ενέργειες ετερο-επιθετικότητας ή αυτοκαταστροφής.[40]

_______________________________________________________________________

Η Μάρθα Λεμπέση είναι Κοινωνιολόγος - Εγκληματολόγος.

[1] Ο όρος ψυχοπαθητικότητα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τρία επίπεδα των ανθρώπων στους οποίους προσδίδεται αυτός ο χαρακτηρισμός: το διαπροσωπικό, το συναισθηματικό και το συμπεριφορικό επίπεδο. Είναι πιθανόν να συναντήσει κανείς και τον όρο «ψυχοπάθεια» αναφερόμενο στο ίδιο θέμα, όμως ο επίσημος όρος που χρησιμοποιείται από την επιστημονική κοινότητα είναι «ψυχοπαθητικότητα». Βλ. Ιωαννίδου Ε. Μ., (υπό έκδοση), «Ψυχοπαθητικότητα» στο: Κουράκης Ν., Σπινέλλη Κ. Δ., Κρανιδιώτη Μ. (επιμ.), Εγκληματολογικό λεξικό, Αθήνα: Εκδ. Σάκκουλα.

[2] Βλ. Hare R. D., (2006). "Psychopathy: A Clinical and Forensic Overview", Psychiatric Clinics of North America, 29, σσ. 709-724.

[3] Βλ. Vassileva J., Kosson D. S., Abramowitz C. & Conrod P., (2005). "Psychopathy versus Psychopathies in Classifying Criminal Offenders", Legal and Criminological Psychology, 10, σσ. 27-43.

[4] Βλ. Cooke D., (2010) “Psychopathy” σε J. M. Brown & E. A. Campbells (Eds), The Cambridge handbook of forensic psychology, New York: Cambridge University Press, σσ. 292-298.

[5] Βλ. Furnham Α., Daoud Y., Swami V., (2009) “How to spot a psychopath. Lay theories of psychopathy”, Social Psycjatry and Psychiatric Epidemology, 44, σσ. 464-472. doi: 10.1007/s00127-008-0459-1. Smith, S. T., Edens, J. F., Clark J. & Rulseh A., (2014). “So, what is a psychopath?” Venireperson perceptions, beliefs and attitudes about psychopathic personality. Law and Human Behavior. Advance online publication. doi:10.1037/Ihb000091.

[6] Βλ. Hare R. D., (2006) ό. π. σσ. 709-724.

[7] Η σκηνή του εγκλήματος ενός ψυχοπαθή (psychopath) serial killer είναι διαφορετική από άλλες περιπτώσεις ανθρωποκτονιών. Αυτή η ιδιότυπη/ξεχωριστή συμπεριφορά δύναται να βοηθήσει και στη σύνδεση σειράς περιστατικών (ανθρωποκτονιών). Βλ. Morton R. J. (ed) & Hilts M. A. (ed) (2005), "Serial Murder Multi-Disciplinary Perspectives for Investigators, Behavioral Analysis Unit-2", National Center for the Analysis of Violent Crime, Federal Bureau of Investigation, σ. 14

[8] Βλ. Morton R. J. (ed) & Hilts M. A. (ed) ό. π. σσ. 14-15.

[9] Βλ. Hickey E., (1997). Serial Murderers and their Victims, 2nd ed, Pacific Grove: Brooks/Cole, σσ. 65-66.

[10] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013). Ανθρωποκτόνοι Κατ΄ εξακολούθηση και Κατά συρροή. Το ελληνικό παράδειγμα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 252.

[11] Οι ειδικοί με τον όρο συνείδηση αναφέρονται στην κοινωνική συνείδηση. Κατά τα άλλα οι ψυχοπαθείς έχουν συνείδηση των πράξεών τους. Με την αυστηρή έννοια του όρου «συνείδηση», δεν διαπράττουν δηλαδή ένα έγκλημα στο πλαίσιο ενός παραληρήματος όπου σκοτώνουν κάποιον πχ πιστεύοντας πως είναι ένας δράκος, όπως θα έκανε για παράδειγμα ένας ψυχωσικός/σχιζοφρενής. Γι’ αυτό άλλωστε οι πράξεις τους είναι καταλογιστέες

[12] Βλ. Markman R., & Bosco D. (1989). Alone with the Devil: Famous cases of a courtroom psychiatrist, σσ. 2-10.

[13] Βλ. Fox J. A. & Levin J., "Serial Murder. Popular Myths and Empirical Realities" σε Smith, M.D. & Zahn, M.A., (ed.) (1999). Homicide. .A sourcebook of Social Research, Thousand Oaks-London-New Delhi: Sage, σσ. 165-175.

[14] Βλ. Fox J. A. & Levin J., ό. π.

[15] Βλ. Μπουρλιάσκος Β. & Κούτζογλου Α., (2009). Οι κατ’ εξακολούθηση δολοφόνοι (serial killers) και τα θύματά τους, Αθήνα: εκδ. Διόνικος, σσ. 35-36.

[16] Βλ. Vold G. & Bernard T., (1986). Theoretical Criminology, 3rd ed, New York: Oxford University Press, σ. 45

[17] Βλ. Douglas J. & Olshaker M., (2004). Στο μυαλό των σίριαλ-κίλερς. Η ψυχολογία στην υπηρεσία της Δίωξης Εγκλήματος, Αθήνα: εκδ. Μελάνι.

[18] Βλ. Mitchell E. W., (1997). The Aetiology of Serial Murder: Towards an Integrated Model, Unpublished M. Phil. Thesis, UK: University of Cambridge, σσ. 7 επ.

[19] Βλ. Τη χρήση του όρου «ψυχοπαθής» από τα ΜΜΕ. Jones D. W., (2017). " Psychopathy and the Media", Criminology and Criminal Justice, Oxford Research Encyclopedias σε http://criminology.oxfordre.com/view/10.1093/acrefore/9780190264079.001.0001/acrefore-9780190264079-e-278

[20] Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο John Gacy και ο Ted Bundy. Sullivan T., Maiken, P.T. (2000) Killer Clown: The John Wayne Gacy Murders, Pinnacle, σ. 294 & Ressler T. Shachtmann T., (1992) Whoever Fights Monsters, My Twenty Years Hunting Serial Killers for the FBI, New York: St. Martin’s Books; Mishaud S. G. & Aynesworth H., (1989). Ted Bundy, Conversations with a Killer, New York: Signet Publishes. Βλ. σχετ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 271.

[21] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 271.

[22] Βλ. Fox J. A. & Levin J., (1999). "Serial Murder: Popular Myths and Empirical Realities" σε Smith M.D. & Zahn M., (eds) (1999). Homicide: A sourcebook of social research, Thousand Oaks, C.A., USA: Sage Publications, σσ. 165-175; Welner M., "Motives in Crime", σε Dominick J., Koehler S., & Ladham S., et al. (2004). Crime scene investigation: Crack the case with real life experts, Pymble: Simon & Shuster, σσ. 126-135.

[23] Βλ. Carlisle A. L. (1993), The Divided Self: Toward an understanding of the dark side of the serial killer, American Journal of Criminal Justice, 17(2), σσ. 23-36.

[24] Βλ. σχετ. πρβλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 273. Επιπλέον αναλυτικά σε Lunde D., (1976). Murder and Madness, New York: Norton Books, σ. 10 επ.; Wilson J. Q. & Herrnstein R. J., (1985). Crime and Human Nature, New York: Simon & Schuster, σσ. 502-506.

[25] Βλ. Meloy J. R., (1992). The Psychopathic Mind: Origins, Dynamics and Treatment, Northvale, NJ: Jason Aronson, σ. 20 επ.; Meloy J. R., (2001). The Psychology of Stalking –Clinical and Forensic Perspectives, by Meloy J. R. (ed), USA: Elsevier Science σε http://books.google.gr/books?id=lug4_LN0jJEC&printsec=frontcover&hl=el&source=gbs_ge_summary_r&cad=0#v=onepage&q&f=false

[26] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση W. Hickman βλ. άρθρο Gado, M. “Fate, Death and the Fox” όπως αναφέρεται σε Παπαϊωάννου. Π., (2013) ό. π., σ. 273.

[27] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 274.

[28] Βλ. Fox J. A. & Levin J., (1994). Overkill: Mass murderer and serial killing exposed. New York: Plenum.

[29] Βλ. Fox J. A. & Levin J., "Serial Murder. Popular Myths and Empirical Realities" σε Smith, M.D. & Zahn, M.A., (ed.) (1999). Homicide. .A sourcebook of Social Research, Thousand Oaks-London-New Delhi: Sage, σσ. 165-175.

[30] Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. Τ., (1998). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σσ. 66-67.

[31] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 36.

[32] Βλ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 37.

[33] Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1985). "Profiles in Terror. The serial murderer", Federal Probation, Vol. 39, 29, σ. 2D34.

[34] Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988). Serial Murder, 2nd ed, London: Sage, σ. 91.

[35] Βλ. Levin J. & Fox J. A., (1985). "Serial killers: How statistics mislead us, Boston Herald, σ. 45.

[36] Στερεοτυπική παρομοίωση που απαντάται στην επιστημονική βιβλιογραφία. Βλ. σχετ. Παπαϊωάννου Π., (2013) ό. π., σ. 29.

[37] Βλ. Duclos D., (2006). Το σύμπλεγμα του λυκανθρώπου: Η έλξη της αμερικανικής κουλτούρας προς τη βία, Αθήνα: εκδ. Κοχλίας, σσ. 21-22. Kappeler V., Blumberg M., Potter G., (1997). The Mythology of Crime and Criminal Justice, 2η εκδ., Waveland Press, I11., σσ. 2 επ.

[38] Βλ. Kappeler V., Blumberg M., Potter G., (1997) ό. π., σσ. 1 – 29 & Λαμπροπούλου Ε., (2001). Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, Αθήνα: εκδ. Κριτική, σ. 36-37.

[39] Βλ. Bohm R. M., (1986). “Crime, Criminal and Control Policy Myths”, σε: Justice Quarterly 3, σ. 203.

[40] Βλ. Πανούσης Γ., (2004). Περί Εγκληματ(ι)ών Λόγος και Αντίλογος, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Σάκκουλα Αντ. Ν., σ. 127.